Quantcast
Channel: ΟΣΙΑ ΕΥΧΗ
Viewing all 8981 articles
Browse latest View live

Γιορτή της Παναγίας.. Η αληθινή ιστορία του αυτοκρατορικού Παρακλητικού Κανόνα

$
0
0
Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος

Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της ύστερης Βυζαντινής περιόδου και είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο.



Τις μισές από τις δεκαπέντε ημέρες πριν από την εορτή της Υπεραγίας Θεοτόκου στις Ορθόδοξες Εκκλησίες ψάλλεται ο Μέγας Παρακλητικός Κανόνας. Πρόκειται για εξαιρετικής έμπνευσης εκκλησιαστικό ύμνο του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λασκάρεως, υιού του μεγάλου πατέρα του, αυτοκράτορα Αγίου Ιωάννη Βατάτζη. Από τους ειδικούς θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της ύστερης Βυζαντινής περιόδου και είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, κάτι όχι σύνηθες.

Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης ανήλθε στον θρόνο της Νικαίας το 1254, σε ηλικία 32 ετών και απεβίωσε τέσσερα χρόνια μετά. Η αιτία του θανάτου του δεν έχει απολύτως εξακριβωθεί. Λέγεται ότι έπασχε από ανίατη ασθένεια, που τον οδήγησε στον τάφο, όμως δεν ήσαν λίγοι όσοι επιδίωξαν τον θάνατό του, μεταξύ των οποίων πιθανολογείται ότι ήταν και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων για να καταλάβει τον θρόνο ετύφλωσε τον ανήλικο υιό του Θεοδώρου, Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη (1250-1305), ο οποίος έζησε το υπόλοιπο του βίου του ως μοναχός. Σημειώνεται πως πριν το τέλος της ζωής του Ιωάννη τον επισκέφθηκε ο υιός του Μιχαήλ Ανδρόνικος Παλαιολόγος και του ζήτησε ταπεινά συγγνώμην για την ενέργεια του πατέρα του. Ο Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης στα λίγα χρόνια της βασιλείας του, όπως γράφει ο μέγας βυζαντινολόγος Κρουμβάχερ, «δεν απομακρύνθηκε των λαμπρών του πατρός του παραδόσεων εις την διοίκηση του κράτους, ιδίως δε απέκτησε ανθηρά οικονομικά χωρίς καταπιεστική φορολογία, παράλληλα δε ήταν φίλος της Παιδείας. Αν και φιλάσθενος, ήταν εξαίρετος στρατιώτης».

Μέσα σε μύριες δυσκολίες και υπονομεύσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της αυτοκρατορίας ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης πέτυχε να διατηρήσει ισχυρή την σε εξορία Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Παράλληλα σπούδασε με πάθος τις επιστήμες της εποχής -φιλολογία, μαθηματικά, φυσική και φιλοσοφία - κοντά στους Νικηφόρο Βλεμμύδη και Γεώργιο Ακροπολίτη και συνέλεξε βιβλία που, κατά τον Κων. Σάθα, ήσαν τόσα «όσα ούτε ο υπερηφανευόμενος για την βιβλιοθήκη του στην Αλεξάνδρεια Πτολεμαίος δεν είχε συγκεντρώσει».

Κοντά στους πολέμους και στην αντιμετώπιση των σε βάρος του δολοπλοκιών εύρισκε χρόνο για να αναπτύξει την ελληνορθόδοξη Παιδεία στην αυτοκρατορία. Ο ίδιος παρομοίαζε τη χαρά του από το ενδιαφέρον που έδειχναν για την ελληνική Παιδεία οι υπήκοοι του με εκείνη του κηπουρού που βλέπει τον κήπο του γεμάτο από καρπούς. Ο Βασίλιεφ, άλλος σπουδαίος βυζαντινολόγος, περιγράφει το πόση ελληνική υπερηφάνεια ένιωσε ο αυτοκράτορας όταν επισκέφθηκε την Πέργαμο. Τότε βεβαίως οι Γερμανοί δεν είχαν αφαιρέσει τον επιβλητικό ναό, που πιστεύεται πως ήταν αφιερωμένος στον Δία και βρίσκεται στο Μουσείο του Βερολίνου. Η υπερηφάνεια αυτή για την καταγωγή του φαίνεται και από τα γνωμικά του που διασώθηκαν, όπως: « Απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος» και «Πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρεμα...Συ δε ω Ιταλέ, τίνος ένεκεν εγκαχαύσαι;».

Πέραν του ποιητικού του ταλέντου ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης ήταν και έγκριτος θεολόγος και εν μέσω μυρίων δυσκολιών υπεράσπισε τα δίκαια της Ορθοδοξίας έναντι των Λατίνων. Σε γράμμα του προς τον επίσκοπο Κορώνης γράφει, μεταξύ των άλλων: «... Απολογείται σοι η βασιλεία μου ότι η καθ’ ημάς αγιωτάτη του Θεού μεγάλη Εκκλησία , καθώς μέλλεις γνωρίσαι εκ των κατωτέρω ρηθησομένων εγγράφων, μαρτυριών και ρήσεων ευαγγελικών, το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός και μόνου εκπορεύεσθαι δογματίζει, εκ του Υιού δε ουκ εκπορεύεσθαι μεν φαμέν, δια του Υιού δε χορηγείσθαι ημίν προς κάθαρσιν και αγιασμόν, και πιστεύομεν και δοξάζομεν...». Λίγο προ του θανάτου του και έχοντας αντιληφθεί το τέρμα της επίγειας ζωής του ο Θεόδωρος αντάλλαξε τον αυτοκρατορικό μανδύα με το ταπεινό μοναχικό ένδυμα.

Όπως γράψαμε ήδη, στη βραχύχρονη βασιλεία του ο Θεόδωρος γνώρισε πολλές πίκρες, τον βρήκαν συμφορές και ασθένειες, αντιμετώπισε δολοπλοκίες, πολέμους και προδοσίες. Καταφυγή του ήταν η Παναγία, όπως εκφράζεται και μέσα από τον Μεγάλο Παρακλητικό του Κανόνα.

Αναφέρουμε πέντε χαρακτηριστικούς ύμνους:

«Καταιγίς με χειμάζει, των συμφορών Δέσποινα, και των λυπηρών τρικυμίαι καταποντίζουσιν, αλλά προφθάσασα, χείρα μοι δος βοηθείας, η θερμή αντίληψις και προστασία μου».

«Οι μισούντες με μάτην, βέλεμνα και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν, και επιζητούσι, το πανάθλιον σώμα σπαράξαι μου και καταβιβάσαι προς γην, Αγνή επιζητούσιν, αλλ’ εκ τούτων προφθάσασα, σώσον με».

« Από πάσης ανάγκης, θλίψεως και νόσου και βλάβης με λύτρωσαι και τη ση δυνάμει, εν τη σκέπη σου φύλαξον άτρωτον, εκ παντός κινδύνου και εξ εχθρών των πολεμούντων και μισούντων με Κόρη πανύμνητε».

« Τα νέφη των λυπηρών εκάλυψαν, την αθλίαν μου ψυχήν και καρδίαν, και σκοτασμόν εμποιούσι μου Κόρη, αλλ΄ η γεννήσασα Φως το απρόσιτον, απέλασον ταύτα μακράν, τη εμπνεύσει της θείας πρεσβείας σου».

« Την δέησιν μου δέξαι την πενιχράν και κλαυθμόν μη παρίδης και δάκρυα και στεναγμόν, αλλ’ αντιλαβού μου, ως αγαθή, και τας αιτήσεις πλήρωσον. Δύνασαι γαρ πάντα ως πανσθενούς Δεσπότου Θεού Μήτηρ, ει νεύσεις έτι μόνον προς την εμήν οικτράν ταπείνωσιν».

Είναι βέβαιο πως ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας είναι δημοφιλέστερος του Μεγάλου και ψάλλεται σε κάθε περίσταση. Όμως και ο Μεγάλος αγγίζει τις καρδιές των πιστών, ενώ ο σπουδαίος ποιητής του και σημαντικός Έλληνας αυτοκράτορας Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης παραμένει για τους πολλούς άγνωστος. Μακάρι να υπάρξουν ερευνητές που να τον μελετήσουν σε βάθος και να αναδείξουν το ήθος, τις ικανότητές και το έργο του.





Πηγή: ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ
http://www.staparaskinia.gr/

Οσίου Εφραίμ του Σύρου: Λόγος για την αληθινή απάρνηση του κόσμου, και για τον τρόπο που η ψυχή θα βρει το Θεό. γι'αυτό και ήρθε ο Κύριος.

$
0
0
Αυτός που ήρθε στη ζωή της ησυχίας και επιδιώκει τη μόνωση, αποδέχθηκε καλή αρχή. Αλλά, όπως απομακρύνθηκε από τις ταραχές του ορατού πλήθους, ας σκύψει στην ψυχή του να δει, αν έχει απαλλαχθεί και από τους εσωτερικούς θορύβους, και αν έχει ελευθερωθεί από το πλήθος των δαιμόνων. 


Διότι υπάρχουν και στην ψυχή ταραχές και θόρυβοι των πονηρών λογισμών και της πολλής κακίας των εχθρικών δυνάμεων, για τις οποίες ο Απόστολος λέει: "Η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους που έχουν αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τους κοσμοκράτορες του σκότους του κόσμου αυτού, με τα πονηρά πνεύματα"(Εφ. 6, 12). Και επίσης λέει: "Τα όπλα μας δεν είναι σωματικά, αλλά έχουν από τον Κύριο τη δύναμη να γκρεμίζουν οχυρά. με το να γκρεμίζουμε τους λογισμούς και κάθε τι που ορθώνεται με υπερηφάνεια εναντίον της γνώσεως του Θεού"(Β΄ Κορ. 10, 4-5), ώστε όλος ο αγώνας μας να γίνει για να ησυχάσουμε από τους εσωτερικούς θορύβους, και να απαρνηθούμε τις αληθινές ταραχές και το πλήθος των λογισμών των εχθρικών δυνάμεων. Επειδή άσκοπα θα γινόταν η απάρνηση του κόσμου, και η αναχώρηση από τα μέρη που φαίνονται. Διότι η αληθινή απάρνηση είναι αυτή: το να ειρηνεύουμε εσωτερικά και να είμαστε γαλήνιοι.

Όταν λοιπόν στέκεσαι, για να προσευχηθείς στον Θεό, πρόσεχε να μην αρπάζουν οι εχθροί σου τα ωραία σκεύη σου, με τα οποία ψάλλεις στον Θεό, δηλαδή τους λογισμούς σου. Και τότε, πώς η με ποιο μέσο θα υπηρετήσεις τον Θεό, αν σου αφαιρεθούν τα όπλα, δηλαδή αν αιχμαλωτισθούν οι λογισμοί σου; Διότι δεν έχει ανάγκη ο Θεόςνα προσεύχεται το στόμα ή η γλώσσα. Διότι η υπηρεσία του Θεού είναι αυτή: οι λογισμοί, και όλη η ισχύς και η δύναμη της ψυχής, και όλος ο νους, να αποβλέπουν σταθερά προς τον Θεό. Μην αναμείξεις με το χρυσάφι σου χαλκό ή μόλυβδο, δηλαδή μην αναμείξεις με την ψυχή σου πολλούς και ακάθαρτους λογισμούς. διότι όπως μια κόρη αρραβωνιασμένη μ'έναν άνδρα, αν αποπλανηθεί από άλλους, γίνεται σιχαμερή για τον άνδρα της, έτσι και η ψυχή, αν παρασύρεται από ρυπαρούς λογισμούς και συμφωνεί μ'αυτούς, είναι σιχαμερή στον επουράνιο νυμφίο της Χριστό.

Αλλά όσο είναι δυνατό σ'αυτήν, ας μην συνδυάζεται με τους ρυπαρούς λογισμούς, ούτε να γλυκαίνεται με τη συγκατάθεση σ'αυτούς, για να δει ο Κύριος την αγάπη της προς αυτόν, και να την σπλαχνισθεί, και να έρθει και να εξολοθρεύσει τους εχθρούς της, που την συμβουλεύουν, και προσπαθούν να την πείσουν να έχει έχθρα προς το Νυμφίο της, και θέλουν να διαφθείρουν το νου της απομακρύνοντάς τον από τον Χριστό. Και όταν δει ο Κύριος ότι η ψυχή συγκεντρώνει τον εαυτό της, ζητώντας πάντοτε τον Κύριο όσο είναι δυνατό σ'αυτήν, και προσδοκώντας, και κραυγάζοντας σ'αυτόν νύχτα και μέρα (διότι τέτοια μάλιστα εντολή έδωσε, να προσευχόμαστε δηλαδή αδιάκοπα) γρήγορα θα αποδώσει το δίκιο της(Λουκ. 18,8), και αφού την καθαρίσει από την κακία που είναι μέσα της, θα την βάλει στο πλευρό του νύφη άσπιλη(πρβλ. Εφεσ. 5,26-27).

Αν λοιπόν πιστεύεις σ'αυτόν, ότι αυτά είναι αληθινά, όπως και είναι αληθινά, πρόσεχε τον εαυτό σου, αν η ψυχή σου βρήκε το φως που την οδηγεί, και αν βρήκε την αληθινή βρώση και πόση, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν όμως δεν τα έχεις, ζήτησε νύχτα και μέρα, για να τα λάβεις. διότι είσαι τυφλός. Έτσι υποσχέθηκε, και έτσι βρίσκει η ψυχή τον αληθινό Θεό. Όταν λοιπόν βλέπεις τον ήλιο, ζήτησε τον αληθινό ήλιο, και στρέψε το βλέμμα στη ψυχή σου, μήπως βρεις το αληθινό φως. διότι όλα όσα φαίνονται είναι σκιά των αοράτων και αληθινών πραγμάτων της ψυχής. Διότι υπάρχει κοντά σ'αυτόν, που φαίνεται, άλλος άνθρωπος, εσωτερικός, και άλλα μάτια που τα τύφλωσε ο Σατανάς, και άλλα αυτιά που τα κούφανε, και ήρθε ο Ιησούς να σώσει αυτό τον άνθρωπο, και να τον κάνει άνθρωπο υγιή. "διότι ο Υιός του ανθρώπου ήρθε να αναζητήσει και να σώσει το απολωλός"(Λουκ, 19,10). Σ'αυτόν ανήκει η δόξα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!






Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.de/

Νικηφόρος ο Μονάζων: Λόγος για τη νήψη και τη φύλαξη της καρδιάς

$
0
0
Όσοι επιθυμείτε σφοδρά ν'αξιωθείτε τη μεγαλόπρεπη θεϊκή φωτοφάνεια του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού· όσοι θέλετε να δεχθείτε με αίσθηση μέσα στην καρδιά σας το υπερουράνιο πυρ· όσοι σπεύδετε να επιτύχετε τη συμφιλίωση σας με το Θεό, να τη ζήσετε και να την αισθανθείτε· όσοι απορρίψατε όλα τα πράγματα του κόσμου, για να βρείτε και να αποκτήσετε το θησαυρό που είναι κρυμμένος στον αγρό των καρδιών σας·
όσοι θέλετε ν'ανάψουν ολόλαμπρες οι λαμπάδες των ψυχών σας από αυτόν τον κόσμο κι έτσι απαρνηθήκατε όλα τα παρόντα· όσοι θέλετε να γνωρίσετε και ν'αποκτήσετε με πείρα τη βασιλεία των ουρανών που είναι μέσα σας, ελάτε να σας εκθέσω την επιστήμη, ή μάλλον τη μέθοδο, της αιώνιας, ή καλύτερα της ουράνιας ζωής.



Η επιστήμη αυτή εισάγει χωρίς κόπο και ιδρώτα τον εργάτη της στο λιμάνι της απάθειας, και δε διατρέχει κανένα κίνδυνο ταραχής ή πλάνης από τους δαίμονες. Τέτοιος φόβος υπάρχει τότε μόνον, όταν λόγω παρακοής ζούμε έξω και μακριά από τη ζωή που σας προτείνω, όπως παλιά ο Αδάμ, που αψήφησε εντελώς την εντολή του Θεού, έπιασε φιλία με το φίδι θεωρώντας το αξιόπιστο, κι έτσι έφαγε κατά κόρον από τον καρπό της απάτης κι έριξε αξιοθρήνητα τον εαυτό του κι όλους τους απογόνους του στον πυθμένα του θανάτου, του σκότους και της διαφθοράς.

Επιστρέψετε λοιπόν· ή μάλλον, για να πούμε το πιο αληθινό, ας επανέλθομε, αδελφοί, στους εαυτούς μας, ας αποστραφούμε μια για πάντα τη συμβουλή του φιδιού και την περιφορά μας στα χαμαίζηλα. Γιατί δεν είναι δυνατό να επιτύχομε με άλλο τρόπο τη συμφιλίωση και την οικείωσή μας με το Θεό, αν πρώτα δεν επανέλθομε, ή καλύτερα δεν εισέλθομε στους εαυτούς μας, όσο εξαρτάται από μας.

Γιατί θα είναι παράδοξο, ενώ αποχωρίσαμε τους εαυτούς μας από την περιφορά του κόσμου και τις μάταιες μέριμνες, να τον εμποδίζομε ασυγχώρητα από τη βασιλεία των ουρανών που είναι μέσα μας. Γι'αυτό και η αγία μοναχική ζωή έχει ονομαστεί τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών, επειδή δεν μας προξενεί όσα αυτές οι φθαρτές τέχνες και επιστήμες, ώστε να στρέφομε και προς αυτές το νου μας και να τον κατακαλύπτομε μ'αυτές παίρνοντάς τον από τα ανώτερα, αλλά μας υπόσχεται παράδοξα και απόρρητα αγαθά, τα οποία μάτια δεν είδαν κι αυτιά δεν τ'άκουσαν και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε.

Ως εκ τούτου, δεν έχομε να παλέψομε μέ όντα από σάρκα και αίμα, αλλά με τις δαιμονικές δυνάμεις, με τους κοσμοκράτορες του σκοτεινού αυτού αιώνα. Αν λοιπόν ο παρών αιώνας είναι σκότος, ας φύγομε απ'αυτόν, απομακρύνοντας από αυτόν και τα νοήματά μας· τίποτε κοινό μεταξύ ημών και του εχθρού του Θεού. Γιατί εκείνος που θα θελήσει να φιλιώσει με αυτόν, γίνεται εχθρός του Θεού. Κι εκείνον που έγινε εχθρός του Θεού, ποιος μπορεί να τον βοηθήσει;

Γι'αυτό ας μιμηθούμε τους πατέρες μας, και ας αναζητήσομε το θησαυρό που είναι μέσα στις καρδιές μας, όπως εκείνοι. Και αφού τον βρούμε, ας τον κρατήσομε με πολύ μεγάλη δύναμη, εργαζόμενοι συγχρόνως και φυλάγοντάς τον, αφου σ'αυτό έχομε ταχθεί απ'την αρχή.

Κι αν παρουσιαστεί κανείς να φέρνει αντιρρήσεις σ'αυτά και να λέει: «Πώς μπορεί κανείς να εισέλθει στην καρδιά του κι εκεί να εργάζεται ή να μένει;», όμοια με το Νικόδημο που είπε κάποτε στον Σωτήρα: «Πώς μπορεί κανείς να μπει για δεύτερη φορά στην κοιλιά της μητέρας του και νά γεννηθεί ενώ είναι γέρος;», θ'ακούσει και αυτός: «Το Πνεύμα πνέει όπου θέλει».

Αν λοιπόν αμφιβάλλομε και δυσπιστούμε έτσι στα έργα της πρακτικής, πώς θα έρθουν σ'εμάς τα έργα της θεωρίας; Γιατί η πρακτική είναι που ανεβάζει στη θεωρία. Αλλ'επειδή χωρίς αποδείξεις από τις Γραφές είναι αδύνατο να βεβαιωθεί εκείνος που έτσι αμφιβάλλει, θα εντάξομε σ'αυτό το λόγο, για την ωφέλεια των πολλών, αποσπάσματα από τους βίους και τους λόγους των Αγίων, ώστε να βεβαιωθεί από αυτούς και ν'αποβάλει κάθε αμφιβολία. Θ'αρχίσομε το λόγο από τους παλιούς, από αυτόν τον μεγάλο πατέρα μας Αντώνιο, συνεχίζοντας με τους επομένους, όσο μου είναι δυνατόν, και θά παραθέσομε μια συλλογή αποσπασμάτων από τους λόγους και τις πράξεις τους προς απόδειξη όσων είπαμε.


Από το βίο του οσίου πατέρα μας Αντωνίου

Πήγαιναν κάποτε στον Αββά Αντώνιο δύο αδελφοί. Και επειδή τους έλειψε στο δρόμο το νερό, ο ένας πέθανε, κι ο άλλος κινδύνευε να πεθάνει. Μην μπορώντας να βαδίσει άλλο, έπεσε κατά γης περιμένοντας το θάνατο. Ο δε Αντώνιος, που καθόταν στο όρος, κάλεσε γρήγορα δύο Μοναχούς που έτυχε να είναι εκεί και τους είπε: «Πάρετε μια στάμνα νερό και τρέξετε στο δρόμο της Αιγύπτου. Έρχονταν δύο κατά εδώ και ο ένας μόλις πέθανε, ενώ ο άλλος κινδυνεύει, αν δε βιαστείτε. Τούτο μου φανερώθηκε εκεί πού προσευχόμουν». Πήγαν λοιπόν οι Μοναχοί και βρήκαν τον ένα νεκρό και τον έθαψαν, ενώ τον άλλον τον συνέφεραν με το νερό και τον πήγαν στον Γέροντα. Η απόσταση ήταν μιας ημέρας δρόμος.

Αν τώρα ρωτήσει κανείς, γιατί δεν το είπε πριν πεθάνει ο άλλος Μοναχός, δε ρωτάει σωστά. Γιατί η κρίση για το θάνατο δεν είναι του Αντωνίου, αλλά του Θεού, ο οποίος και αποφάσισε για τον ένα και αποκάλυψε για τoν άλλον. Τo θαυμαστό μe τον Aντώνιο ήταν ότι, εκεί που καθόταν στο όρος είχε νήψη στην καρδιά του και ο Κύριος του έδειχνε όσα γίνονταν μακριά. Βλέπεις ότι, για να έχει ο Αντώνιος νήψη στην καρδιά του, έγινε θεόπτης και προορατικός; Γιατί ο Θεός εμφανίζεται στο νου μέσω της καρδίας, στην αρχή μεν, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, σαν φωτιά που καθαρίζει τον εραστή Του, έπειτα δε και σαν φως που κάνει το νου λαμπρό και θεοειδή. Και τώρα ας προχωρήσομε στους επομένους.


Από το βίο του άγιου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου

Ο θείος Θεοδόσιος είχε πληγωθεί τόσο πολύ από το γλυκό βέλος της αγάπης και ήταν δεμένος τόσο πολύ από τά δεσμά της, ώστε το «Θ'αγαπήσεις τον Κύριο, το Θεό σου, με όλη σου την καρδιά, με όλη σου την ψυχή και με όλη τη διάνοιά σου», αυτή την υψηλή και θεία εντολή, φρόντιζε να την εκπληρώνει με έργα, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει με άλλον τρόπο παρά με την συγκέντρωση των φυσικών δυνάμεων της ψυχής μόνο στον πόθο του Δημιουργού και σε κανένα άλλο από τα παρόντα.

Νουθετώντας λοιπόν μ'αυτές τις νοερές ενέργειές της ήταν φοβερός στους πολλούς, αλλά και όταν μάλωνε τους υποτακτικούς του, τους ήταν ποθητός και γλυκύς σε όλα. Ποιος άλλος ήταν σαν κι αυτόν τόσο ωφέλιμος ενώ συναναστρεφόταν με πολλούς; Ή τόσο ικανός να μαθαίνει στους υποτακτικούς του να συνάγουν τις αισθήσεις τους και να τις στρέφουν στο εσωτερικό τους, έτσι ώστε αυτοί, παρά τους θορύβους του Κοινοβίου, να ζουν με περισσότερη γαλήνη από τους ερημίτες; Και συγχρόνως ο ίδιος και με το πλήθος να βρίσκεται αλλά και απομονωμένος να είναι;

Ιδού λοιπόν και ο Μέγας Θεοδόσιος, με το να συνάγει και να στρέφει μέσα του τις αισθήσεις, πληγώθηκε από την αγάπη του Θεού.


Από το βίο του αγίου Αρσενίου

Ο άγιος Αρσένιος φύλαγε και τούτη την αξιοθαύμαστη συνήθεια: δεν ανακινούσε αγιογραφικά ζητήματα ούτε για συζήτηση ούτε για αλληλογραφία. Όχι πως δεν είχε τη δυνατότητα —κάθε άλλο. Γι'αυτόν η ωφέλιμη ομιλία ήταν τόσο εύκολη, όσο για τους άλλους η συνηθισμένη ομιλία. Αλλά η συνήθεια της σιωπής και η αποστροφή που ένιωθε για την επίδειξη ήταν τα αίτια της τακτικής του. Γι'αυτό λοιπόν και στις εκκλησίες και στις συνάξεις φρόντιζε πάρα πολύ μήτε άλλους να βλέπει, μήτε άλλοι να τον βλέπουν, αλλά στεκόταν πίσω από καμία κολώνα ή κάτι άλλο που εμπόδιζε τη θέα κι έκρυβε τον εαυτό του, ώστε αθέατος ν'αποφεύγει τη συντροφιά των άλλων. Και τούτο γιατί ήθελε να προσέχει στον εαυτό του και να συγκεντρώνει το νου του μέσα του, κι έτσι να ανυψώνεται εύκολα στο θεό.

'Ιδού λοιπόν και τούτος ο θείος άνθρωπος, ο επίγειος άγγελος, συγκεντρώνει το νου του μέσα του, για να ανυψώνεται από εκεί εύκολα στο Θεό.


Από το βίο του αγίου Παύλου του Λατρηνού

Ο θείος Παύλος ζούσε πάντοτε στα όρη και στις ερημιές, έχοντας τα άγρια θηρία γείτονές του και ομοτράπεζους. Κάποτε κατέβαινε και στη Λαύρα για να επιβλέπει τους αδελφούς. Τους συμβούλευε και τους δίδασκε να μη μικροψυχούν και να μην παραμελούν τα επίπονα έργα της αρετής, αλλά ν'ακολουθούν τη σύμφωνη με το Ευαγγέλιο ζωή με πολλή προσοχή και διάκριση και ν'αγωνίζονται εναντίον των πονηρών πνευμάτων μέ γενναιοψυχία. Επίσης τους δίδαξε και μέθοδο, με την οποία θα μπορούσαν να απαλείφουν τις παλιές εμπαθείς μνήμες και ν'αποτρέπουν τη νέα σπορά των παθών.

Ω, πώς ο θείος αυτός Πατέρας διδάσκει στους αγνοούντες μαθητές του μέθοδο για να μπορούν ν'αποκρούουν τις προσβολές των παθών! Αυτή η μέθοδος δεν είναι άλλη από τη φύλαξη του νου· γιατί αυτή πετυχαίνει αυτό το κατόρθωμα και όχι άλλη. Αλλά ας προχωρήσομε παρακάτω.


Από το βίο του αγίου Σάββα

Όταν λοιπόν ο θείος Σάββας έβλεπε ότι κάποιος που απαρνήθηκε τα εγκόσμια, έμαθε πια με ακρίβεια τον κανόνα της ζωής των Μοναχών και ότι μπορούσε να φυλάει το νου του και να πολεμά εναντίον των πονηρών λογισμών, κι ακόμη ότι απέβαλε τελείως τη μνήμη των κοσμικών, τότε του έδινε κελί στη Λαύρα, αν ήταν αδύναμος στο σώμα και φιλάσθενος. Αν όμως ήταν υγιής και δυνατός, του έδινε άδεια να κτίσει ο ίδιος κελί.

Βλέπεις ότι και ο θεσπέσιος Σάββας απαιτούσε από τους μαθητές του τη φύλαξη του νου και κατόπιν τους επέτρεπε να καθίσουν μόνοι σε κελί; Τι θα κάνομε εμείς που καθόμαστε στα κελιά αργοί και δε γνωρίζομε ούτε αν υπάρχει φύλαξη του νου;


Από το βίο του αββά Αγάθωνος

Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Αγάθωνα: «Πες μου Αββά, ποιο είναι μεγαλύτερο, o σωματικός κόπος, ή η φύλαξη του εσωτερικού ανθρώπου;» Κι αυτός αποκρίθηκε: «Ο άνθρωπος μοιάζει με δένδρο. Ο σωματικός κόπος λοιπόν είναι τα φύλλα, ενώ η φύλαξη του εσωτερικού είναι ο καρπός. Επειδή λοιπόν, σύμφωνα με τη Γραφή, όποιο δένδρο δεν κάνει καλό καρπό το κόβουν και το ρίχνουν στη φωτιά, είναι φανερό ότι όλη η επιμέλειά μας, δηλαδή η φύλαξη του νου, αποβλέπει στους καρπούς. Χρειάζεται όμως και το σκέπασμα και ο στολισμός των φύλλων, τα οποία είναι ο σωματικός κόπος».

Είναι αξιοθαύμαστο, πώς αποφάνθηκε ο Άγιος αυτός για όλους όσους δεν έχουν φύλαξη του νου, αλλά καυχώνται μόνο για την πρακτική άσκηση, με το να πει ότι κάθε δένδρο που δεν κάνει καρπό, δηλαδή φύλαξη του νου, κι έχει μόνο φύλλα, δηλαδή την πράξη, κόβεται και ρίχνεται στη φωτιά. Τρομακτική, πάτερ, η απόφανσή σου!


Από την επιστολή του αββά Μάρκου προς το Νικόλαο

Αν λοιπόν θέλεις, παιδί μου, να αποκτήσεις δικό σου λύχνο νοητού φωτός και πνευματικής γνώσεως μέσα σου, για να μπορέσεις να περπατήσεις ανεμπόδιστα μέσα στο βαθύτατο σκοτάδι αυτού του αιώνα και αν θέλεις νά καθοδηγούνται τα βήματά σου από τον Κύριο, με σκοπό να θελήσεις σφοδρά το δρόμο του Ευαγγελίου κατά το προφητικό ρητό, δηλαδή να θελήσεις με φλογερή πίστη να γίνεις κοινωνός των τελείων ευαγγελικών εντολών του Κυρίου με πόθο και προσευχή, εγώ σου υποδεικνύω μια θαυμαστή μέθοδο και πνευματική επινόηση.

Αυτή δε χρειάζεται σωματικό κόπο ή αγώνα, αλλά θέλει πνευματικό κόπο και νου και προσεκτική διάνοια που βοηθείται από το φόβο και την αγάπη του Θεού. Με την επινόηση αυτή θα μπορέσεις με ευκολία να κατατροπώσεις τη φάλαγγα των εχθρών.

Αν λοιπόν θέλεις να νικήσεις τα πάθη, αφού συγκεντρωθείς στον εαυτό σου με την προσευχή και τη βοήθεια του Θεού και βυθιστείς στα βάθη της καρδίας σου, ψάξε να βρεις τους τρεις αυτούς δυνατούς γίγαντες, δηλαδή τη λησμοσύνη, τη ραθυμία και την άγνοια, που είναι τα στηρίγματα των νοητών εχθρών, μέσω των οποίων επιστρέφουν και τα λοιπά πάθη της κακίας και ενεργούν και δρουν και δυναμώνουν μέσα στις ψυχές των φιλήδονων.

Και αφού με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια του νου και με τη θεία βοήθεια βρεις εκείνα που οι περισσότεροι τα αγνοούν, θα μπορέσεις με πολλή προσοχή και προσευχή να σωθείς από αυτούς τους τρεις γίγαντες. Γιατί όταν με την ενεργό χάρη επιδιωχθεί να εγκατασταθεί στην καρδιά και να διαφυλαχθεί επιμελώς η αρμονική συνύπαρξη της αληθινής γνώσεως, της μνήμης του λόγου του Θεού και της αγαθής προθυμίας, τότε εξαφανίζεται από αυτήν κάθε ίχνος λησμοσύνης και άγνοιας και ραθυμίας.

Βλέπεις πώς συμφωνούν τα πνευματικά λόγια; Βλέπεις πώς δίνουν σαφή πληροφορία για την προσευχή; Και τώρα παρακολούθησε και τους άλλους Πατέρες, τι θα μας πουν.


Του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος

Ησυχαστής είναι εκείνος που αγωνίζεται να περιορίσει τον ασώματο νου σε σωματικό οίκο, δηλαδή μέσα στην καρδιά, πράγμα παράδοξο. Ησυχαστής είναι εκείνος που είπε: «Εγώ κοιμάμαι, μα η καρδιά μου αγρυπνεί».

Κλείνε τη θύρα του κελιού σου για το σώμα, τη θύρα της γλώσσας για τα λόγια, και την πύλη του εσωτερικού σου για τα πονηρά πνεύματα. Να κάθεσαι ψηλά και να παρατηρείς —αν βέβαια ξέρεις να το κάνεις αυτό— και τότε θα βλέπεις πως και πότε και από που και πόσοι και ποιοι κλέφτες έρχονται να μπουν και να κλέψουν τα σταφύλια.

Αν κουραστεί ο σκοπός να παρατηρεί, σηκώνεται και προσεύχεται, και αφού καθίσει πάλι, συνεχίζει με ανδρεία την ίδια εργασία. Άλλο είναι η φύλαξη των λογισμών και άλλο η φύλαξη του νου. Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση, τόσο απέχει το δεύτερο και είναι πιο κοπιαστικό από το πρώτο. Όπως τα βασιλικά όπλα που βρίσκονται κάπου, ενώ τα βλέπουν οι κλέφτες, δεν τα πλησιάζουν, έτσι κι εκείνον που ένωσε την καρδιά του με την προσευχή δεν τον κλέβουν εύκολα οι νοεροί ληστές.

Είδες λόγια που αποκαλύπτουν τη θαυμαστή πνευματική εργασία του μεγάλου αυτού Πατέρα; Εμείς όμως, σαν να βαδίζομε μέσα στο σκοτάδι και σαν να περπατούμε πάνω από τα ψυχωφελή λόγια του Πνεύματος όπως σε νυκτομαχία, τά παρατρέχομε κωφεύοντας θεληματικά. Αλλά πρόσεξε και τα ακόλουθα, με τα οποία οι Πατέρες μας οδηγούν στη νήψη.


Του αββά Ησαΐα

Όταν χωρίσει κανείς τον εαυτό του από το μέρος των αμαρτω-λών, τότε θα γνωρίσει ακριβώς όλα τα αμαρτήματα που διέπραξε στο Θεό (επειδή δεν μπορεί να δει τις αμαρτίες του αν δε χωριστεί απ'αυτές με πικρό χωρισμό). Εκείνοι που έφτασαν σ'αυτό το μέτρο, αυτοί βρήκαν το κλάμμα και τη δέηση και ντρέπονται μπροστά στο Θεό, φέρνοντας στο νου τους την πονηρή φιλία των παθών.

Ας αγωνιστούμε λοιπόν αδελφοί κατά τη δύναμή μας, και ο Θεός βοηθεί κατά το πλήθος του ελέους Του. Κι αν δεν φυλάξαμε την καρδιά μας όπως έκαναν οι Πατέρες μας, ας φροντίσομε τουλάχιστον να βάλομε τα δυνατά μας να φυλάξομε τα σώματά μας αναμάρτητα όπως ζητεί ο Θεός, και πιστεύομε ότι στον καιρό της πείνας που μας βρήκε, Αυτός θα δείξει το έλεός Του, καθώς έκανε και με τους Αγίους Του.

Εδώ ο μέγας αυτός Ησαΐας παρηγορεί τους πάρα πολύ ασθενείς, λέγοντας ότι κι αν δε φυλάξαμε την καρδιά μας όπως οι Πατέρες μας, ας φυλάξομε τουλάχιστον τα σώματά μας αναμάρτητα, όπως ζητεί ο Θεός, κι Αυτός θα δείξει σε μας το έλεός Του. Είναι μεγάλη η ευσπλαχνία και η συγκατάβαση αυτού του Πατέρα.


Του Μεγάλου Μακαρίου

Το κυριότατο έργο του πνευματικου αθλητή είναι να εισέλθει στην καρδιά του και να πολεμήσει το σατανά και να τον μισήσει. Και αφού παλέψει εναντίον των λογισμών που αυτός προκαλεί, να δώσει μάχη μαζί του. Αν όμως κανείς εξωτερικά μόνο φυλάει το σώμα του από τη διαφθορά και την πορνεία, ενώ εσωτερικά μοιχεύει ενώπιον του Θεού και πορνεύει με τους λογισμούς του, αυτός δεν ωφελήθηκε τίποτε διατηρώντας παρθένο το σώμα του. Γιατί λέει η Γραφή: «Καθένας που βλέπει γυναίκα και την επιθυμεί, ήδη διέπραξε μοιχεία μέσα στην καρδιά του». Υπάρχει πορνεία που γίνεται με το σώμα, και πορνεία της ψυχής που επικοινωνεί με τον σατανά.

Μας φαίνεται ίσως ότι ο μεγάλος αυτός Πατέρας λέει αντίθετα απ'ό,τι ο αββάς Ησαΐας που αναφέραμε· αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί κι εκείνος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού μας παραγγέλλει να φυλάξομε τα σώματά μας, ζητάει όμως όχι μόνο την καθαρότητα των σωμάτων, αλλά και των πνευμάτων· κι έτσι μας συμβουλεύει κι αυτός τα ίδια ευαγγελικά προστάγματα.


Του αγίου Διαδόχου

Εκείνος που διατρίβει πάντοτε μέσα στην καρδιά του, απομακρύνεται οπωσδήποτε απ'όσα θεωρούνται ωραία στη ζωή. Γιατί καθώς ζεί κατά τις εμπνεύσεις του Πνεύματος, δεν μπορεί να γνωρίσει τις επιθυμίες της σάρκας. Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος αυτός περιφέρεται μέσα στο φρούριο των αρετών, έχοντας για φρουρούς των πυλών τις ίδιες τις αρετές, μένουν χωρίς αποτέλεσμα οι εναντίον του πολιορκητικές μηχανές των δαιμόνων.

Καλά είπε ο Άγιος ότι μένουν χωρίς αποτέλεσμα οι μηχανές των δαιμόνων, όταν δηλαδή διατρίβομε κάπου στο βάθος της καρδίας, και τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο χρόνο κάνομε εκεί. Αλλά γνωρίζω ότι δεν θα μου φτάσει ο χρόνος αν θελήσω να αναφέρω εδώ τους λόγους όλων των Πατέρων. Γι'αυτό, αφού θυμηθώ ένα-δύο ακόμη, θα ολοκληρώσω το λόγο μου.


Του αββά Ισαάκ του Σύρου

Αγωνίσου να εισέλθεις στο θάλαμο που βρίσκεται μέσα σου, και θα δεις τον ουράνιο θάλαμο. Γιατί και τούτος κι εκείνος είναι ένας, και από μία είσοδο τους βλέπεις και τους δύο. Η σκάλα της βασιλείας εκείνης είναι κρυμμένη μέσα σου, δηλαδή μέσα στην ψυχή σου. Καθάρισε λοιπόν τον εαυτό σου από την αμαρτία και θα βρεις εκεί σκαλοπάτια, με τα οποία θα μπορέσεις να ανεβαίνεις.


Του αγίου Ιω. Καρπαθίου

Έχομε ανάγκη από μεγάλο αγώνα και κόπο στις προσευχές, για να βρούμε την απαλλαγμένη από κάθε ενόχληση κατάσταση της διάνοιας, σαν έναν άλλον ουρανό μέσα στην καρδιά μας όπου κατοικεί ο Χριστός, όπως λέει ο Απόστολος: «Μήπως δε γνωρίζετε ότι ο Χριστός κατοικεί μέσα σας; Εκτός βέβαια αν αποτύχατε στη δοκιμασία».


Του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Αφ'ότου έκανε τον άνθρωπο να εξοριστεί εξαιτίας της παρακοής του από τον Παράδεισο και το Θεό, ο διάβολος με τους δαίμονες έχει τη δυνατότητα να σαλεύει νοητά το λογιστικό κάθε ανθρώπου ημέρα και νύχτα· άλλου πολύ, άλλου λίγο και άλλου περισσότερο. Και το λογιστικό δεν είναι δυνατό να οχυρωθεί διαφορετικά, παρά με την ακατάπαυστη μνήμη του Θεού. Αν δηλαδή με τη δύναμη του σταυρού εντυπωθεί στην καρδιά η θεία μνήμη, θα το στερεώσει και θα το κάνει ακλόνητο.

Σ'αυτό το σκοπό οδηγεί ο νοητός αγώνας, στον οποίο κάθε χριστιανός αποδόθηκε να αγωνιστεί μέσα στο στάδιο της πίστεως του Χριστού· αλλιώς θ'αγωνιστεί μάταια. Εξαιτίας αυτού του αγώνα γίνεται όλη η ποικιλότροπη άσκηση καθενός που κακοπαθεί για το Θεό, κι αυτό για να κάμψει τα σπλάχνα του Αγαθού και να του δώσει πάλι τό αρχικό αξίωμα και να σφραγιστεί στο λογιστικό του ο Χριστός, καθώς λέει ο Απόστολος: «Παιδάκια μου, για σας περνώ πάλι τους πόνους του τοκετού, ώσπου να εντυπωθεί μέσα σας ο Χριστός».

Είδατε, αδελφοί, ότι υπάρχει τέχνη πνευματική, δηλαδή μέθοδος, η οποία γρήγορα ανεβάζει αυτόν, που την ασκεί, στην απάθεια και στη θεοπτία; Βεβαιωθήκατε τώρα ότι όλη η πρακτική άσκηση θεωρείται από το Θεό όπως τα φύλλα στο δένδρο που δεν έχει καρπό; Και ότι θα πάει χαμένη σε κάθε ψυχή που δεν έχει φύλαξη του νου; Ας σπεύσομε λοιπόν, για να μην πεθάνομε άκαρποι και μετανοήσομε ανώφελα.

Ερώτηση:Από αυτό το σύγγραμμα μαθαίνομε ποια ήταν η πρακτική εκείνων που ευαρέστησαν τον Κύριο και ότι υπάρχει κάποια εργασία πνευματική, η οποία ελευθερώνει γρήγορα την ψυχή από τα πάθη και την συνδέει με την αγάπη του Θεού, η οποία είναι υποχρεωτική σε καθέναν που έγινε στρατιώτης του Χριστού· σ'αυτά δεν αμφιβάλλομε, αλλά έχομε πεισθεί τελείως. Παρακαλούμε όμως να μάθομε τι είναι προσοχή και με ποιον τρόπο αξιώνεται κανείς να την επιτύχει. Γιατί είμαστε ολότελα αμύητοι σ'αυτό το πράγμα.

Απόκριση:Στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε», κι αφού Τον επικαλεστώ ως βοηθό και συνεργό, θα προσπαθήσω κατά τη δύναμή μου να σας παρουσιάσω τι είναι προσοχή και πώς αυτή, Θεού θέλοντος, μπορεί να κατορθωθεί.

Η προσοχή, είπαν μερικοί Άγιοι, είναι φύλαξη του νου· άλλοι, φύλαξη της καρδιάς· άλλοι την είπαν νήψη, άλλοι νοερή ησυχία και άλλοι αλλιώς. Όλα αυτά σημαίνουν ένα και τό αυτό. Όπως όταν πει κανείς ψωμί, κομμάτι και μπουκιά, έτσι σκέψου και γι'αυτά. Μάθε τώρα με ακρίβεια τι είναι προσοχή και ποιά είναι τα ιδιώματά της. Η προσοχή είναι γνώρισμα της αληθινής μετάνοιας. Η προσοχή είναι ανόρθωση της ψυχής, μίσος του κόσμου και επιστροφή της στο Θεό. Η προσοχή είναι αποδοκιμασία της αμαρτίας και επαναφορά της αρετής. Η προσοχή είναι ανεπιφύλακτη βεβαιότητα για τη συγχώρηση των αμαρτιών μας. Η προσοχή είναι η αρχή της θεωρίας, ή μάλλον η βάση της θεωρίας, γιατί μέσω αυτής ο Θεός συγκαταβαίνει κι εμφανίζεται στο νου. Η προσοχή είναι αταραξία του νου, ή μάλλον ακινησία της ψυχής, που της δόθηκε ως βραβείο από το έλεος του Θεού. Η προσοχή είναι κατάργηση των λογισμών, ανάκτορο της μνήμης του Θεού, θησαυροφυλάκιο της υπομονής των επερχομένων δοκιμασιών. Η προσοχή είναι αιτία της πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης. Γιατί αν κανείς δεν πιστέψει, δε θα δεχτεί τα επερχόμενα λυπηρά· κι αν δεν τα δεχτεί με χαρά, δε θα πει στον Κύριο: «Είσαι βοηθός μου και καταφύγιο μου»»· κι αν δεν έχει καταφύγιό του τον Ύψιστο, δε θα ενστερνιστεί την αγάπη Του.

Αυτό λοιπόν το μέγιστο των μεγίστων κατόρθωμα, οι περισσότεροι, ή και όλοι, το αποκτούν κυρίως με τη διδασκαλία. Γιατί σπανίζουν εκείνοι που χωρίς διδαχή άλλου, με την ένταση της εργασίας τους και τη θέρμη της πίστεως, το έλαβαν από το Θεό· μα το σπάνιο δεν είναι νόμος. Γι'αυτό πρέπει ν'αναζητήσομε οδηγό που δε θα πέφτει σε πλάνη, ώστε με την καθοδήγησή του να διδασκόμαστε και να διορθωνόμαστε στις δεξιές και τις αριστερές μεταπτώσεις της προσοχής, εννοώ τις ελλείψεις και τις υπερβολές που εισάγει ο πονηρός· να μας τις φανερώνει σύμφωνα με όσα έπαθε και δοκιμάστηκε ο ίδιος, και να μας υποδεικνύει τη νοητή αυτή οδό ώστε να μη μας μένει αμφιβολία, κι έτσι να την βαδίζομε με ευκολία.

Αν δεν έχεις οδηγό, πρέπει να τον αναζητάς με επιμονή. Αν όμως δε βρίσκεις, τότε αφού επικαλεστείς το Θεό και Τον ικετεύσεις με συντριβή πνεύματος και δάκρυα και ακτημοσύνη, κάνε αυτό που θα σου πω. Γνωρίζεις ότι αυτό που αναπνέομε είναι ο κοινός αέρας, και τον εκπνέομε όχι για άλλο τίποτε, παρά για την καρδιά, γιατί αυτή είναι η αιτία της ζωής και της θερμότητας του σώματος. Η καρδιά, δηλαδή, φέρνει προς τον εαυτό της τον αέρα της αναπνοής ως ένα μέσο που θα μεταφέρει έξω, με την εκπνοή, μέρος της θερμότητάς της, ώστε η ίδια να διατηρεί τη σωστή θερμοκρασία. Αίτιος, ή μάλλον υπηρέτης αυτής της λειτουργίας είναι ο πνεύμονας, που τον έκανε ο Δημιουργός με αραιή δομή ώστε σαν ένα φυσερό να εισάγει και να εξάγει χωρίς δυσκολία τον αέρα. Έτσι η καρδιά με την αναπνοή ψύχεται, αποβάλ-λοντας θερμότητα, και επιτελεί απαράβατα αυτή τη λειτουργία, στην οποία έχει οριστεί για τη διατήρηση της ζωής.

Εσύ, λοιπόν, αφού καθίσεις και συγκεντρώσεις το νου σου, πέρασέ τον στην αναπνευστική οδό που αρχίζει από τη μύτη και οδηγεί τον αέρα στην καρδιά· και ώθησε το νου σου κι ανάγκασέ τον να κατεβεί μαζί με τον εισπνεόμενο αέρα στην καρδιά. Κι όταν εισέλθει εκεί, τα μετέπειτα δεν θα είναι πλέον χωρίς ευφροσύνη και χαρά. Όπως δηλαδή ένας άνδρας που είχε απουσιάσει μακριά από το σπίτι του, όταν επιστρέψει, δεν ξέρει τι κάνει απ'τη χαρά του που αξιώθηκε να συναντήσει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, έτσι και ο νους όταν ενωθεί με την ψυχή, γεμίζει από ανείπωτη ηδονή και ευφροσύνη. Λοιπόν, αδελφέ, συνήθισε το νου σου να μη βγαίνει γρήγορα από εκεί. Στην αρχή στενοχωρείται πάρα πολύ από το εκεί κλείσιμο και τον περιορισμό· όταν όμως συνηθίσει, δεν ανέχεται πια να περιφέρεται έξω. Γιατί η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας, και καθώς ο νους την παρατηρεί εκεί και με την καθαρή προσευχή την επιδιώκει, νομίζει βδελυρά και μισητά όλα τα έξω.

Αν λοιπόν με την πρώτη προσπάθεια εισέλθεις με το νου σου στον καρδιακό τόπο που σου υπέδειξα, ευχαρίστησε και δόξασε το Θεό, και σκίρτησε και εξακολούθησε αυτή την εργασία για πάντα. Αυτή είναι που θα σε διδάξει εκείνα που δε γνωρίζεις. Πρέπει ακόμη να μάθεις και τούτο· όταν ο νους σου βρίσκεται εκεί, να μη σιωπά και να μην κάθεται αργός, αλλά να έχει ως έργο και ακατάπαυστη μελέτη του το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», και να μην το σταματά ποτέ. Γιατί αυτό διατηρεί το νου συγκεντρωμένο, τον αναδεικνύει ανίκητο και απρόσβλητο κατά τις επιθέσεις του εχθρού και του αυξάνει καθημερινά την αγάπη και τον πόθο του Θεού.

Αν πάλι, αδελφέ, παρά τις εντατικές σου προσπάθειες, δεν μπορείς να εισέλθεις στην περιοχή της καρδίας καθώς σου περιέγραψα, κάνε αυτό που σου λέω τώρα, και με τη βοήθεια του Θεού θα βρεις ό,τι ζητάς. Γνωρίζεις ότι το λογιστικό μέρος της ψυχής κάθε ανθρώπου βρίσκεται στο στήθος. Εκεί, μέσα στο στήθος, και όταν σωπαίνουν τα χείλη, μιλάμε και σκεπτόμαστε και συνθέτομε προσευχές και ψαλμούς και άλλα. Αφαίρεσε λοιπόν από το λογιστικό κάθε λογισμό —μπορείς, αν θέλεις—, και δώσε σ'αυτό το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Και ανάγκασέ το να φωνάζει εσωτερικά πάντοτε αυτό αντί οποιαδήποτε άλλη έννοια. Αν αυτό το τηρήσεις γι'αρκετό καιρό, αναμφίβολα θα σου ανοιχτεί μέσω αυτού και η καρδιακή είσοδος, όπως έχομε γράψει και όπως κι εμείς από την πείρα έχομε μάθει. Κι ακόμη, θα έρθει σε σένα, μαζί με την πολυπόθητη και τερπνή προσοχή, κι όλη η χορεία των αρετών, αγάπη, χαρά, ειρήνη κλπ., που θα ικανοποιήσουν όλα τα αιτήματά σου με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ'Αυτόν, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ανήκει η δόξα, η εξουσία, η τιμή και η προσκύνηση, και τώρα και πάντοτε και σ'όλους τους αιώνες. Αμήν.






Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.de/

Μέγας Βασίλειος: Ομιλία στους Αγίους Σαράντα Μάρτυρες

$
0
0
Το θαυμάσιο τούτο κείμενο δε ξέρουμε ποιο χρόνο γράφηκε. Εκφωνήθηκε όμως στη μνήμη (9 Μαρτίου) των 40 Μαρτύρων, που το 320 θανατώθηκαν κατά το διωγμό του Λικινίου. 


Τους ιερούς αυτούς αθλητές, επειδή γενναία ομολόγησαν πίστη στον Χριστό, τους σύναξαν και τους έστησαν στην παγωμένη λίμνη στο κέντρο της Σεβάστειας. Ο Μέγας Βασίλειος, χάρη στις άριστες ιατρικές του γνώσεις, περιγράφει με τρόπο εκπληκτικό τις διεργασίες που συντελούνται στον ανθρώπινο οργανισμό από το ψύχος και το πάγωμα και πώς επέρχεται ο θάνατος. Πέραν όμως τούτου έχουμε στα μάτια μας ένα πολύ αρρενωπό κείμενο, έξοχα δομημένο, που δίνει ανάγλυφη τη θεολογία του μαρτυρίου, τη σημασία που αυτό έχει για τον ίδιο το μάρτυρα, για τους λοιπούς πιστούς και για την Εκκλησία γενικά.


1.Πώς θα μπορούσε να υπάρξει κορεσμός από τη μνήμη των μαρτύρων σ’ όποιον τους αγαπά; Γιατί η τιμή στους γενναίους από τους συνδούλους τους αποδεικνύει την καλή διάθεση προς τον κοινό Κύριο. Μια κι είναι φανερό πως όποιος παραδέχεται τους γενναίους άνδρες, δεν θα παραλείψει να τους μιμηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις.


Να μακαρίσεις ειλικρινά αυτόν που μαρτύρησε, για να γίνεις μάρτυρας κατά την προαίρεση, με αποτέλεσμα, χωρίς διωγμό, χωρίς φωτιά, χωρίς μαστίγωμα, ν’ αξιωθείς τις ίδιες μ’ εκείνους ανταμοιβές. Εμείς, τώρα, δεν πρόκειται να θαυμάσουμε ούτε έναν, ούτε δυο μονάχα, ούτε στους δέκα φθάνει ο αριθμός αυτών που μακαρίζονται. Αλλά σαράντα άνδρες, που σαν να είχαν μια ψυχή σε ξεχωριστά σώματα, με μια σύμπνοια κι ομόνοια πίστης, μιαν εμφάνισαν και την καρτερία στα δεινά και την αντίσταση χάρη της αλήθειας. Όλοι όμοιοι ο καθένας στον άλλο, ίδιοι στη διάθεση κι ίδιοι στην άθληση. Γι’ αυτό και καταξιώθηκαν ισότιμα τα στεφάνια της δόξας. Ποιος λοιπόν λόγος θ’ απόδινε την αξία τους; Ούτε σαράντα γλώσσες δεν θ’ αρκούσαν ν’ ανυμνήσουν την αρετή τόσο μεγάλων ανδρών. Ενώ, ακόμα κι αν ένας ήταν ο θαυμαζόμενος, θ’ αρκούσε βέβαια να συντρίψει τη δύναμη των λόγων μας, πιο πολύ δε πλήθος τόσο, στρατιωτική φάλαγγα, παράταξη δυσκολοκαταγώνιστη, το ίδιο και σε πολέμους ανίκητη και σ’ επαίνους απρόσιτη.


2.Εμπρός λοιπόν, ας τους φέρουμε στη μέση, θυμίζοντας την ιστορία τους. Κι έτσι θα ωφεληθούν όλοι οι παρόντες, ατενίζοντας, σαν σε ζωγραφιά, τα λαμπρά κατορθώματα αυτών των ανδρών. Έτσι προβάλλουν και τα πολεμικά ανδραγαθήματα πολλές φορές οι ρήτορες κι οι ζωγράφοι. Οι πρώτοι, με τον στολισμένο απ’ αυτά λόγο τους. Οι άλλοι, αποδίνοντάς τα με τις ζωγραφιές τους. Με αποτέλεσμα, να κεντρίζουν προς την ανδρεία πολλούς κι οι μεν κι οι δε. Γιατί το ίδιο θέμα η προφορική ιστορία παριστάνει στην ακοή κι η ζωγραφική σιωπώντας εμφανίζει με την απεικόνιση. Έτσι λοιπόν κι εμείς ας ανακαλέσουμε στη μνήμη σας την αρετή αυτών των ανδρών. Και σαν να θέτουμε μπροστά στα μάτια σας τα κατορθώματά τους, ας κινήσουμε σε μίμησή τους όσους είναι γενναιότεροι κι έχουν ψυχική διάθεση πλησιέστερη στην ψυχική διάθεση εκείνων. Γιατί αυτό είναι το καλύτερο εγκώμιο των μαρτύρων, το να ωθεί και να προτρέπει κανείς προς την αρετή το εκκλησίασμα.

Άλλωστε, οι λόγοι που έχουν θέμα τους τους αγίους, δεν καταδέχονται να υπηρετούν στους κανόνες των κοσμικών εγκωμίων. Γιατί οι ρήτορες που επαινούν, αντλούν τα υμνητικά τους λόγια από κοσμικές αιτίες. Αλλά για όσους ο κόσμος έχει σταυρωθεί, αυτοί πώς είναι μπορετό ν’ αντλήσουν από τον κόσμο κάτι που θα τους δόξαζε; Δεν ήταν μια η πατρίδα στους αγίους. Ο ένας καταγόταν από εδώ, ο άλλος από εκεί. Τί λοιπόν; Θα πούμε ότι δεν είχαν πόλεις ή ότι ήταν πολίτες της οικουμένης; Όταν γίνεται κάποιος έρανος, ό,τι συνεισφέρει ο καθένας, καταντά κοινό κτήμα όλων όσοι πρόσφεραν στον έρανο. Έτσι και με τους μακαρίους αυτούς. Η πατρίδα του καθενός είναι κοινή για όλους κι όλοι μοιράζονται ο ένας με τον άλλο τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, απ’ όπου κι αν κατάγονται. Αλλά γιατί να κοιτάζουμε να βρούμε τις γενέτειρες που είναι στο χώμα, ενώ θα έπρεπε να σκεφθούμε ποια είναι η τωρινή τους πόλη;

Πόλη λοιπόν των μαρτύρων είναι η πόλη του Θεού, «που τεχνίτης και δημιουργός της είναι ο Θεός» (Εβρ. 11, 10), η άνω Ιερουσαλήμ, η ελεύθερη, η μητέρα του Παύλου και των ομοίων του. Κι ως προς το γένος, από ανθρώπινη μεν πλευρά, το ένα διαφέρει από το άλλο, ενώ από πνευματική πλευρά είναι ένα για όλους. Γιατί κοινό πατέρα έχουν το Θεό κι είναι όλοι αδελφοί, όχι επειδή γεννήθηκαν από έναν άνδρα και μια γυναίκα, αλλά γιατί συνδέθηκαν αρμονικά ο ένας με τον άλλο μέσα στην ομόνοια που χαρίζει η αγάπη, αφού τους ανέδειξε τέκνα Θεού το Πνεύμα. Σύνολο έτοιμο, μεγάλη συνδρομή όσων ανέκαθεν δοξάζουν τον Κύριο, χωρίς να έχουν συναθροισθεί ένας-ένας, αλλά αφού όλοι μαζί μετατέθηκαν. Και πώς μετατέθηκαν; Αυτοί, με το εντυπωσιακό σωματικό τους ανάστημα και με τα χρυσά τους νιάτα και με τη δύναμή τους αφού διακρίθηκαν ανάμεσα σε όλους τους συνομηλίκους τους, κατατάχθηκαν στο στρατό. Και χάρη στην πολεμική τους εμπειρία και την ανδρεία της ψυχής τους, τους τιμούσαν ήδη πρώτους-πρώτους οι βασιλιάδες κι είχαν βγάλει όνομα για την αρετή τους ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους.


3.Κι όταν εκδόθηκε και κυκλοφόρησε εκείνο το άθεο κι ασεβές διάταγμα, να μην ομολογεί κανείς το Χριστό, αλλιώς θα έπεφτε σε κίνδυνο. καθώς επισειόταν κάθε λογής τιμωρία και πολύς και θηριώδης ο θυμός από τους κριτές της αδικίας είχε κινηθεί κατά των πιστών χριστιανών. καθώς μηχανορραφίες και σκευωρίες πλέκονταν εναντίον τους κι ο νους κατέβαζε διάφορα είδη βασάνων. όταν οι βασανιστές δεν αποφεύγονταν, η φωτιά ήταν έτοιμη, το ξίφος είχε συρθεί πάνω στο ακόνι κι ο σταυρός είχε μπηχθεί στο χώμα. όταν ακόμα οι λάκκοι είχαν ανοιχθεί, ο τροχός ήταν στημένος και τα μαστίγια ήταν εκεί. όταν άλλοι τρέπονταν σε φυγή, άλλοι λύγιζαν κι άλλοι κλονίζονταν όταν μερικοί, πριν πάθουν τίποτα, τα έχαναν μπροστά σε μόνη την απειλή, άλλων δε, φθάνοντας σιμά στα δεινά, σάλεψε ο νους. όταν άλλοι, αφού κατέβηκαν στους αγώνες, κατόπιν δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν στην επίπονη προσπάθεια ως το τέλος και τα παράτησαν όλα κάπου στη μέση της άθλησης και, όπως αυτούς που τους λαχαίνει φοβερή τρικυμία στο πέλαγος, βούλιαξαν μαζί με το φορτίο της υπομονής που είχαν ως εκείνη τη στιγμή. τότε λοιπόν αυτοί οι ανίκητοι και γενναίοι στρατιώτες του Χριστού πρόβαλαν στη μέση, ενώ ο άρχοντας έδειχνε το βασιλικό διάταγμα κι απαιτούσε υπακοή.

Μ’ ελεύθερη φωνή, με θάρρος πολύ κι ανδρεία, δεν ζάρωσαν από το φόβο μπροστά σε ό,τι έβλεπαν, ούτε τρόμαξαν από τις απειλές, αλλά φώναξαν για να το ακούσουν όλοι πως ήταν χριστιανοί. Ω μακάριες γλώσσες απ’ όπου ανάβρυσε εκείνη η ιερή ομολογία, που ο αέρας σαν τη δέχθηκε άγιασε, οι δε άγγελοι ακούοντάς τη την επικρότησαν, ο διάβολος με τους δαίμονες τραυματίσθηκε απ’ αυτή, ο δε Κύριος στους ουρανούς την έγραψε για να μη χαθεί!


4.Είπαν λοιπόν ο καθένας, προχωρώντας στη μέση: Είμαι χριστιανός. Και συνέβη ό,τι κάνουν οι αθλητές στα στάδια, όπου πηγαίνουν να λάβουν μέρος στα αγωνίσματα λέγοντας συνάμα τα ονόματά τους και στον τόπο του αγωνίσματος καταλήγοντας. Έτσι κι αυτοί τότε. Αφού πέταξαν σαν άχρηστα τα ονόματα που είχαν αφ’ ότου γεννήθηκαν, έλεγαν σαν όνομά του ο καθένας τη λέξη που παράγεται από το όνομα του κοινού Σωτήρα (Χριστός - χριστιανός). Κι αυτό το έκαναν όλοι, ο ένας πίσω από τον άλλο. Έτσι, όλοι παρουσιάσθηκαν μ’ ένα όνομα. Γιατί πλέον δεν ήταν ο άλφα ή ο βήτα, αλλά όλοι φώναζαν σαν όνομά τους τη λέξη χριστιανός. Τί έκανε λοιπόν τότε ο άρχοντας; Ήταν άνθρωπος φοβερός και πολύτροπος, τόσο για να τους παρασύρει με καλοπιάσματα, όσο και για να τους μεταπείσει με απειλές. Αρχικά μεν τους έπαιρνε με το καλό, αποσκοπώντας να τους παραλύσει τη δύναμη της ευσέβειας.

Μην προδώσετε τα νιάτα σας, τους έλεγε, μήτε με πρόωρο θάνατο ν’ αφήσετε αυτή τη γλυκεά ζωή. Γιατί δεν είναι σωστό οι συνηθισμένοι σε πολεμικές αριστείες να πεθαίνουν με το θάνατο των κακοποιών. Ακόμα, τους υποσχόταν και χρήματα. Κι άλλα τους πρόσφερνε, όπως βασιλικές τιμές κι απονομές αξιωμάτων και με χίλιες δυο επινοήσεις προσπαθούσε να τους εξουδετερώσει. Και καθώς δεν νικήθηκαν σ’ αυτή την απόπειρα, χρησιμοποίησε το άλλο είδος της παραπλάνησης. Τους απειλούσε με πλήγματα και θανάτους και βασανιστήρια αθεράπευτα. Κι αυτά μεν έκανε εκείνος. Των δε μαρτύρων ποια στάθηκε η συμπεριφορά; Τί, λέει, μας δελεάζεις, εχθρέ του Θεού, να φύγουμε από το Θεό το ζώντα και να είμαστε δούλοι σε καταστροφικούς δαίμονες, προσφέροντάς μας τα αγαθά σου; Δίνεις πολλά, γιατί πολλά πασχίζεις να μας αφαιρέσεις; Μισώ τη δωρεά που προξενεί ζημιά.

Δεν δέχομαι την τιμή που γεννά ατίμωση. Προσφέρεις χρήματα που απομένουν εδώ στη γη, δόξα που σαν άνθος μαραίνεται. Με κάνεις γνώριμο στο βασιλιά, αλλά με αποξενώνεις από τον αληθινό βασιλιά. Γιατί, με φειδώ, λιγοστά από τα αγαθά του κόσμου προσφέρεις; Εμείς όλο τον κόσμο έχουμε καταφρονήσει. Απέναντι σ’ αυτά που ποθούμε κι ελπίζουμε, δεν έχουν αξία τα ορατά πράγματα. Βλέπεις αυτόν τον ουρανό πόσο ωραίος είναι στην όψη και τί απέραντος; Και τη γη, πόσο μεγάλη και τί θαυμαστά είναι όσα υπάρχουν σ’ αυτή; Τίποτ'απ’ αυτά δεν είναι ίσο με τη μακαριότητα των δικαίων. Γιατί αυτά φεύγουν και χάνονται, ενώ τα δικά μας μένουν. Μια χάρη ποθώ, το στεφάνι της δικαιοσύνης. Μια δόξα λογαριάζω με δέος, αυτήν που υπάρχει στη βασιλεία των ουρανών. Επιζητώ τιμή, αλλά την άνω και φοβάμαι την τιμωρία που είναι στη γέεννα. Εκείνη η φωτιά είναι για μένα φοβερή, ενώ αυτή που σεις με απειλείτε, είναι ομόδουλη. Γνωρίζει να σέβεται αυτούς που καταφρονούν τα είδωλα.

Σαν βέλη νηπίων λογαριάζω τα πλήγματά σας. Γιατί το σώμα πλήττεις που, αν μεν αντέξει περισσότερο, λαμπρότερα στεφανώνεται. Αν δε πιο γρήγορα υποκύψει, φεύγει απαλλαγμένο από δικαστές τόσο βαναύσους που, ενώ σας ανατέθηκε να υπηρετείτε τα σώματα, επιδιώκετε να εξουσιάζετε και τις ψυχές. Σας πειράζει λοιπόν πολύ το ότι δεν σας τιμάμε περισσότερο από το Θεό και το θαρρείτε άκρα προσβολή για το πρόσωπό σας. Κι έτσι μας απειλείτε μ’ αυτές τις φοβερές τιμωρίες, καταλογίζοντάς μας σαν ενοχή την ευσέβεια. Αλλά δεν θα έχετε να κάνετε με δειλούς, ούτε με ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή τους, ούτε με ανθρώπους που εύκολα τρομάζουν και τα χάνουν. Εδώ πρόκειται για την αγάπη προς το Θεό. Λοιπόν, εμείς είμαστε έτοιμοι και στον τροχό να μας βάλετε και να μας στρεβλώσετε τα μέλη και να μας κάνετε παρανάλωμα της φωτιάς και γενικά κάθε είδους βασανιστήρια ν’ αντιμετωπίσουμε.


5.Κι αφού τους άκουσε εκείνος ο αλαζόνας και βάρβαρος, δεν βάσταξε το θάρρος των λόγων τους. Άναψε στο έπακρο από θυμό. Και συλλογιζόταν ποιο σατανικό τρόπο να βρει, ώστε να τους κάνει το θάνατο κι αργό και πικρό μαζί. Βρήκε λοιπόν κάτι πρωτότυπο και κοιτάχτε τι φοβερό. Έλαβε υπ'όψη τη φύση της χώρας, ότι ήταν παγερή. Και την εποχή του χρόνου, ότι ήταν χειμώνας. Παραφύλαξε τη νύχτα, όπου προ παντός το κακό γίνεται πιο αβάσταχτο, αφού άλλωστε έπνεε τότε βοριάς. Πρόσταξε λοιπόν να τους γυμνώσουν όλους στο ύπαιθρο, καταμεσίς της πόλης και να τους αφήσουν να πεθάνουν παγώνοντας. Και γνωρίζετε βέβαια όλοι όσοι έχετε πείρα του χειμώνα, πόσο ανυπόφορο είναι αυτό το είδος βασάνου. Κι ούτε είναι μπορετό να το παραστήσει κανείς σε άλλους, εξόν απ’ αυτούς που έχουν υπ’ όψη σχετικά παραδείγματα από την ίδια τους την πείρα. Το σώμα λοιπόν που βρέθηκε μέσα στο μεγάλο ψύχος, πρώτα ολάκερο γίνεται πελιδνό, καθώς πήζει το αίμα. Έπειτα κλονίζεται κι αναταράζεται, τα δόντια χτυπούν δυνατά, οι ίνες σπάζουν και χάνεται ο έλεγχος όλων των κινήσεων.

Κι ένας κοφτερός πόνος, που δεν περιγράφεται και που φθάνει ως το μεδούλι των οστών, κάνει όσους παγώνουν να αισθάνονται απεριόριστη δυσφορία. Ύστερα το σώμα ακρωτηριάζεται, σαν να καίει και ν’ αποκόπτει τα άκρα η φωτιά. Γιατί η ζέστη διώχνεται από τα πέρατα του σώματος και φεύγει όλη μαζί στο βάθος κι έτσι αφήνει νεκρά τα μέρη απ’ όπου απομακρύνθηκε, τα δε άλλα, όπου συμμαζεύεται, τα κάνει να πονούν κι ο θάνατος, με το πάγωμα, επέρχεται λίγο-λίγο. Τότε λοιπόν στο ύπαιθρο να περάσουν τη νύχτα καταδικάσθηκαν, όταν η μεν λίμνη που γύρω της είναι η πόλη χτισμένη κι όπου οι άγιοι έκαναν αυτά τα κατορθώματα, έμοιαζε με γήπεδο ιπποδρομιών, έχοντας μεταμορφωθεί από τον πάγο. Το ψύχος την είχε κάνει σαν στερεό έδαφος κι οι περίοικοι μπορούσαν έτσι να περπατούν στην επιφάνειά της, χωρίς φόβο να βουλιάξουν. Τα δε ποτάμια που έρρεαν αέναα, αφού δέθηκαν από το πάγωμα, σταμάτησαν το ρου τους. Κι η ρευστή φύση του νερού άλλαξε κι έγινε σκληρή σαν πέτρα. Του δε βοριά οι ψυχρότατες πνοές κάθε έμψυχο το ωθούσαν στο θάνατο.


6.Τότε λοιπόν, σαν άκουσαν το πρόσταγμα (και βλέπε εδώ των ανδρών αυτών το ανίκητο φρόνημα), μετά χαράς πέταξαν κατά γης ο καθένας και τον τελευταίο χιτώνα. Κι όρμησαν προς το θάνατο που αιτία του ήταν το ψύχος, προτρέποντας ο ένας τον άλλο, σαν ν’ άρπαζαν λάφυρα. Δεν αποβάλλουμε, έλεγαν, ιμάτιο, αλλά τον παλαιόν άνθρωπο ξεντυνόμαστε, «που φθείρεται κατά τις επιθυμίες της απάτης» (Εφ. 4, 22). Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, που μαζί μ’ αυτό το ιμάτιο αποβάλλουμε και την αμαρτία. Αφού εξ αιτίας του φιδιού ντυθήκαμε (πρβλ. Γεν. 3, 21), ας γδυθούμε χάρη στον Χριστό. Ας μην κρατήσουμε πάνω μας ιμάτια για τον παράδεισο που χάσαμε. Τί ν’ ανταποδώσουμε στον Κύριο; Γδύθηκε κι ο Κύριός μας. Είναι τόσο σπουδαίο για το δούλο να πάθει ό,τι κι ο Κύριος; Άλλωστε και τον ίδιο τον Κύριο εμείς είμαστε που τον γδύσαμε. Γιατί εκείνο το τόλμημα στρατιώτες το έπραξαν. Εκείνοι τον έγδυσαν και «διεμερίσαντο τα ιμάτια» (Ματθ. 27, 35). Λοιπόν, κατηγορία γραμμένη εναντίον μας ας τη σβήσουμε οι ίδιοι. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Γεμάτο πόνο το πάγωμα, αλλά ευχάριστη η ανάπαυση. Λίγο ας περιμένουμε και θα βρεθούμε στη θαλπωρή της αγκάλης του πατριάρχη Αβραάμ.

Με μια και μόνη νύχτα, ας κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα. Ας καεί το πόδι, για να κροτεί χορευτικά μαζί με τους αγγέλους αδιάκοπα. Ας πέσει το χέρι, για να έχει θάρρος να υψώνεται δεητικά προς τον Κύριο. Πόσοι από τους συναδέλφους μας στο στρατό έπεσαν στη μάχη για ν’ αποδείξουν την αφοσίωσή τους σε βασιλιά φθαρτό; Κι εμείς, χάρη της πίστης στον αληθινό βασιλιά, θα λογαριάσουμε αυτή τη ζωή; Πόσοι υποβλήθηκαν στο θάνατο των κακοποιών, αφού καταδικάσθηκαν για τα εγκλήματά τους; Κι εμείς, για χάρη της δικαιοσύνης, δεν θα υποφέρουμε το θάνατο; Ας μην πλαγιοδρομήσουμε, συνάδελφοι, ας γυρίσουμε τις πλάτες στο διάβολο. Σάρκες είναι ας μη τις λυπηθούμε. Αφού οπωσδήποτε θα πεθάνουμε μια μέρα, ας πεθάνουμε για να ζήσουμε. «Ας γίνει η θυσία μας ενώπιόν σου» (Δαν. 3, 40), Κύριε. Κι ας μας δεχθείς σαν «θυσία ζώσα» (Ρωμ. 12, 1), ευάρεστη σε σένα, καθώς μας κατακαίει αυτό το ψύχος. Ωραία η προσφορά. Νέο το ολοκαύτωμα, που πραγματοποιείται όχι με φωτιά, αλλά με το ψύχος. Αυτά τα στηριχτικά λόγια ανταλλάσσοντας μεταξύ τους κι ο ένας τον άλλο προτρέποντας, έμοιαζαν με προχωρημένο τμήμα σε ώρα πολέμου κι έτσι έκαναν να περνά η νύχτα τους, υπομένοντας με γενναία καρδιά τα παρόντα, δοκιμάζοντας χαρά για τα ελπιζόμενα και καταγελώντας τον εχθρό.

Κι ένα ήταν όλων το τάμα: Σαράντα μπήκαμε στο στάδιο κι οι σαράντα ας στεφανωθούμε. Κύριε. Ας μη χαλάσει τον αριθμό ούτε ένας. Είναι αριθμός τιμημένος. Τον τίμησες με τη νηστεία των σαράντα ημερών. Μέσ’ απ’ αυτόν, ο νόμος σου εισήλθε στον κόσμο. Ο προφήτης Ηλίας, αφού με τη νηστεία σαράντα ημερών εκζήτησε τον Κύριο, τέλος πέτυχε να τον δει. Και το μεν τάμα εκείνων αυτό ήταν. Ένας όμως από τον αριθμό τους λύγισε μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε κι έφυγε, αφήνοντας απαρηγόρητο πένθος στους αγίους. Μα ο Κύριος δεν άφησε απραγματοποίητη την παράκλησή τους. Γιατί εκείνος που του είχε ανατεθεί η επιτήρηση των μαρτύρων, βρισκόταν πλησίον τους και θερμαινόταν σ’ ένα χώρο καταυλισμού, αναμένοντας τί θα συμβεί, έτοιμος να υποδεχθεί όσους στρατιώτες θα κατέφευγαν τυχόν εκεί. Αφού κι αυτό είχε προνοηθεί, να υπάρχει εκεί κοντά λουτρό, που να υπόσχεται γρήγορη τη βοήθεια σε όσους θ’ άλλαζαν γνώμη. Αυτό όμως που επινόησαν με κακό σκοπό οι εχθροί, να βρουν δηλαδή τέτοιο τόπο για το μαρτύριο, ώστε η έτοιμη παρηγορία να παραλύει τη σταθερότητα των αγωνιστών, αυτό ακριβώς ανάδειξε λαμπρότερη την υπομονή των μαρτύρων. Γιατί καρτερικός δεν είναι όποιος στερείται τα αναγκαία, αλλά εκείνος που υπομένει τις δοκιμασίες ενώ γύρω του είναι άφθονες οι απολαύσεις.


7.Καθώς λοιπόν εκείνοι αγωνίζονταν κι αυτός περίμενε να δει τί θ’ απογίνει, βλέπει ένα παράξενο θέαμα. Κάποιες δυνάμεις να κατεβαίνουν από τα ουράνια και σαν βασιλικές δωρεές μεγάλες να μοιράζουν στους στρατιώτες. Αυτές οι δυνάμεις σε όλους τους άλλους μοίραζαν τις δωρεές, αλλά έναν μονάχα άφησαν αβράβευτο, αφού τον έκριναν ανάξιο για τις ουράνιες τιμές. Αυτός, ευθύς λυγίζοντας μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε στους εχθρούς. Αξιοθρήνητο θέαμα για τους δικαίους: Ο στρατιώτης να το βάλει στα πόδια. Ο αριστέας να καταλήξει αιχμάλωτος. Το πρόβατο του Χριστού να πέσει στα δόντια του θηρίου. Αλλά το πιο αξιοθρήνητο είναι ότι και την αιώνια ζωή έχασε, αλλά και την εδώ κάτω δεν απόλαυε, γιατί η σάρκα του, μόλις ήλθε σ’ επαφή με τη θερμότητα, διαλύθηκε. Έτσι, αυτός που αγαπούσε τη ζωή του έπεσε, αμαρτάνοντας μάταια. Ο δήμιος όμως, σαν είδε να ξεστρατίζει και να τρέχει στο λουτρό, τον αντικατέστησε, παίρνοντας ο ίδιος τη θέση εκείνου. Κι αφού έρριξε πέρα τα ρούχα του, βρέθηκε ανάμεσα στους γυμνούς, φωνάζοντας την ίδια με τους αγίους φράση: Είμαι χριστιανός. Κι έχοντας, με την ξαφνική του αλλαγή, εκπλήξει όσους ήταν παρόντες, αναπλήρωσε τον αριθμό και προσθέτοντας τον εαυτό του παρηγόρησε τη λύπη τους για εκείνον που άνανδρα έπεσε. Κι έτσι θυμήθηκε τους πολεμιστές, που, όταν πέσει κανείς στην πρώτη γραμμή της παράταξης, ευθύς τον αναπληρώνουν, ώστε το τείχος των ασπίδων εμπρός να μη διακοπεί με την απουσία του σκοτωμένου. Κάτι παρόμοιο λοιπόν κι αυτός έπραξε. Είδε τα ουράνια θαύματα, φωτίσθηκε από την αλήθεια, έτρεξε στον Κύριο, έγινε ένας από τους μάρτυρες. Έτσι, ξανασυνέβη ό,τι και με τους μαθητές του Χριστού. Έφυγε ο Ιούδας και τη θέση του πήρε ο Ματθίας (πρβλ. Πράξ. 1, 26). Μιμητής έγινε του Παύλου, χθες κατατρέχοντας, σήμερα κηρύττοντας το Ευαγγέλιο (Πράξ. 9, 20). Άνωθεν έλαβε κι αυτός την κλήση, «όχι από ανθρώπους, ούτε μέσω ανθρώπου» (Γαλ. 1, 1). Πίστεψε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Βαπτί­σθηκε σ’ αυτόν, όχι από άλλον, αλλά με τη δική του πίστη. Όχι στο νερό, αλλά στο δικό του αίμα.


8.Κι έτσι, ενώ ξημέρωνε, ακόμα αναπνέοντας, παραδόθηκαν στη φωτιά. Κι ό,τι απόμεινε από τη φωτιά, απορρίχθηκε στο ποτάμι, ώστε μες απ’ όλη την κτίση να περάσει το κατόρθωμα των μακαρίων εκείνων. Πάνω στη γη αγωνίσθηκαν. Απέναντι στον αέρα έδειξαν τη μεγάλη τους καρτερία. Στη φωτιά παραδόθηκαν. Το νερό τους υποδέχθηκε. Δική τους σαν να είναι η φράση: «Περάσαμε μες από φωτιά και νερό και μας έβγαλες σε ανάπαυση» (Ψαλ. 65, 12). Αυτοί είναι που στην περιοχή μας εγκαταστάθηκαν και σαν πύργοι στερεοί μας παρέχουν ασφάλεια απέναντι στις εφόδους των εχθρών. Και δεν έχουν περιορισθεί σ’ ένα τόπο, αλλά ήδη φιλοξενήθηκαν σε πολλά μέρη και πολλές πατρίδες καταστόλισαν. Και το θαυμαστό είναι ότι δεν προσέρχονται, σε όσους τους δέχονται, ένας-ένας χωρισμένοι, αλλά όλοι μαζί, σαν αδιαίρετο σύνολο, είναι. Ω τί θαύμα! Ούτε υπολείπονται στον αριθμό, ούτε τον ανέχονται να γίνει μεγαλύτερος. Αν σ’ εκατό τους διαιρέσεις, δεν ξεπερνούν το δικό τους αριθμό. Αν σ’ ένα τους συνοψίσεις, σαράντα πάλι παραμένουν, σύμφωνα με τη φύση της φωτιάς. Γιατί κι εκείνη και σ’ αυτόν που την ανάβει μεταβαίνει κι ολόκληρη υπάρχει σ’ αυτόν που την έχει. Έτσι κι οι σαράντα. Κι όλοι είναι μαζί κι όλοι είναι στον καθένα. Η άφθονη ευεργεσία, η ανεξάντλητη χάρη. Έτοιμη βοήθεια για τους χριστιανούς, εκκλησία μαρτύρων, στρατός τροπαιοφόρων, λατρευτικό σύνολο δοξολογίας. Πόσο θα κόπιαζες για να βρεις μόλις έναν που για σένα να εκλιπαρεί τον Κύριο; Σαράντα είναι που αναπέμπουν προσευχή με μια φωνή. Όπου δυο ή τρεις είναι συναγμένοι στο όνομα του Κυρίου, εκεί βρίσκεται ανάμεσά τους. Κι όπου είναι σαράντα, ποιος αμφιβάλλει για την παρουσία του Θεού; Όποιος θλίβεται, στους σαράντα καταφεύγει. Όποιος χαίρει, σ’ αυτούς τρέχει. Ο πρώτος, για ν’ απαλλαγεί από τα δυσάρεστα. Ο άλλος, για να εξασφαλίσει τα καλύτερα. Εδώ προβάλλει γυναίκα ευσεβής να προσεύχεται για τα τέκνα της, να ζητά το γυρισμό του ξενητεμένου άνδρα της, τη σωτηρία του αρρώστου. Μαζί με τους μάρτυρες ας γίνονται τα αιτήματά σας. Οι νεαροί ας μιμούνται τους συνομηλίκους τους.

Οι πατέρες ας εύχονται τέτοιων γιων να είναι πατέρες. Οι μητέρες ας διδα­χθούν από την ιστορία μιας καλής μητέρας. Η μητέρα ενός από τους μακαρίους εκείνους είδε τους άλλους να έχουν ήδη πεθάνει από το ψύχος, το γιο της δε ν’ αναπνέει ακόμα εξ αιτίας της σωματικής του δύναμης και της καρτερίας του στα δεινά. Οι δήμιοι, στο μεταξύ, τον είχαν παρατήσει, γιατί ήταν πιθανό ν’ αλλάξει γνώμη. Η ίδια τότε, με τα ίδια της τα χέρια, τον σήκωσε και τον έβαλε πάνω στην άμαξα, όπου οι υπόλοιποι σαν ένας σωρός φέρνονταν προς τη φωτιά, αληθινή μητέρα μάρτυρα. Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ από δειλία, ούτε ξεστόμισε κάτι το τιποτένιο κι ανάξιο της ώρας. Αλλά είπε: Πήγαινε παιδί μου, στον καλό δρόμο, μαζί με τους συνομηλίκους σου, μαζί με τους συναδέλφους σου. Μη μείνεις έξω από την ομάδα τους. Μην εμφανισθείς στον Κύριο έπειτ’ απ’ αυτούς. Αληθινά, καλής ρίζας καλό βλαστάρι. Έδειξε η γενναία μητέρα πως τον είχε εκθρέψει με τις αλήθειες της πίστης μάλλον παρά με το γάλα της. Κι εκείνος, αφού έτσι ανατράφηκε, έτσι προπέμφθηκε από την ευσεβή μητέρα του. Ο δε διάβολος έφυγε καταντροπιασμένος.

Γιατί, αφού κίνησε εναντίον τους όλα τα στοιχεία της φύσης, όλα τα είδε νικημένα από την αρετή εκείνων των ανδρών, τη μανιασμένη νύχτα, την παγερή χώρα, την εποχή της χρονιάς, τη γύμνωση των σωμάτων. Ω αγία ομάδα! Ω ιερή στρατιωτική μο­νάδα! Ω αδιάσπαστε συνασπισμέ! Ω κοινοί φύλακες του ανθρώπινου γένους! Καλόβολοι συμμέτοχοι των φροντίδων μας, συνεργοί στις δεήσεις μας, μεσολαβητές ισχυρότατοι, αστέρες της οικουμένης, άνθη των κατά τόπους Εκκλησιών. Δεν σας έκρυψε στα σπλάχνα της η γη, αλλά ο ουρανός σας υποδέχθηκε. Άνοιξαν για σας οι πύλες του παραδείσου. Άξιο θέαμα για τη στρατιά των αγγέλων, για τους πατριάρχες, για τους προφήτες, για τους δικαίους, άνδρες που όντας πάνω στο άνθος της νιότης, δεν λογάριασαν καθόλου τη ζωή, γιατί αγάπησαν τον Κύριο πάνω από γονείς, πάνω από τέκνα. Ενώ βρίσκονταν ακριβώς στην ηλικία που έχει μπροστά της τη ζωή, παρέβλεψαν την πρόσκαιρη ζωή, για να δοξάσουν το Θεό στα ίδια τους τα μέλη. Έγιναν θέαμα στον κόσμο. Και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Κι έτσι, όσους είχαν πέσει τους σήκωσαν, όσους αμφέβαλλαν τους στερέωσαν και στους πιστούς αύξησαν τον ιερό πόθο. Αφού ένα για χάρη της πίστης έστησαν τρόπαιο, μ’ ένα επίσης στεφάνι της δικαιοσύνης καταστολίσθηκαν, ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, που του ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.




* Η απόδοση του λόγου έγινε από τον κ. Βασ. Μουστάκη και είναι έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (1980).






Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.de/

Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης: 100 ψυχωφελή κεφάλαια

$
0
0
1. Επειδή με τη χάρη του Θεού απαρνηθήκαμε το σατανά και τα έργα του και συνταχθήκαμε μαζί με το Χριστό, τόσο με το άγιο βάπτισμα, όσο και τώρα πάλι με το μοναχικό σχήμα, ας τηρήσομε τις εντολές Του. 


Αυτό απαιτεί όχι μόνο η διπλή μας ιδιότητα, δηλαδή του Χριστιανού και του μοναχού, αλλά και το φυσικό χρέος, κατά το οποίο, αφού πλαστήκαμε από το Θεό στην αρχή «καλοί λίαν», τέτοιοι πρέπει να είμαστε.

Γιατί αν και η αμαρτία που εισχώρησε από δική μας απροσεξία έφερε μαζί της το παρά φύση, αλλά πάλι ο Θεός μας με το πολύ έλεός Του μας ξανακάλεσε και μας ανακαίνισε μέσω του πάθους του Απαθούς.

Και αγοραστήκαμε με τίμημα το ατίμητο αίμα του Χριστού, και λυτρωθήκαμε από την αρχαία παράβαση που μας κληρονόμησε ο προπάτορας. Αν λοιπόν γίνομε δίκαιοι, δεν είναι τίποτε μεγάλο· αλλά μάλλον το να ξεπέσομε από την αρετή, αυτό είναι ελεεινό και άξιο κατακρίσεως.

2. Όπως το καλό έργο που γίνεται χωρίς ορθή πίστη, είναι τελείως νεκρό και δεν έχει καμιά ενέργεια, έτσι και πίστη μόνη χωρίς ενάρετα έργα, δε μας απαλλάσσει από το αιώνιο πυρ· γιατί ο Κύριος είπε: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου». Αν λοιπόν αγαπούμε τον Κύριο και πιστεύομε σ Αυτόν, ας εργαζόμαστε τις εντολές Του για να επιτύχομε την αιώνια ζωή. Αν όμως παραβλέπομε την τήρηση των προσταγμάτων Του, στα οποία πειθαρχεί όλη η κτίση, πώς θα καλέσομε τους εαυτούς μας πιστούς, που έχομε τιμηθεί παραπάνω απ'όλη τη κτίση, και μόνο εμείς απ'όλα τα κτίσματα δείχνομε τους εαυτούς μας ανυπάκουους στα προστάγματα του Δημιουργού και αχάριστους προς τον Ευεργέτη;

3. Όταν τηρούμε τις εντολές του Χριστού, δεν προσφέρομε τίποτε σ'Εκείνον, γιατί δεν έχει από τίποτε ανάγκη και είναι δωρεοδότης όλων των αγαθών. αλλά τους εαυτούς μας ευεργετούμε με το να προξενούμε σ'εμάς την αιώνια ζωή και την απόλαυση των ανέκφραστων αγαθών.

4. Όποιος μας αντιτάσσεται στο να κατορθώσομε τις εντολές του Θεού, είτε πατέρας είναι, είτε μητέρα, είτε οποιοσδήποτε, ας είναι σε μας βδελυκτός και μισητός, για να μην ακούσομε ότι «όποιος αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα ή κάποιον άλλο περισσότερο από εμένα, δεν είναι άξιός Μου».

5. Ας ζώσομε σφικτά τους εαυτούς μας για να εργασθούμε τις εντολές του Κυρίου, για να μη δεθούμε σφικτά με αλυσίδες πονηρών επιθυμιών και ψυχοφθόρων ηδονών που δύσκολα λύνονται, και να μη βγει εναντίον μας η απόφαση για την άκαρπη συκιά, που έλεγε: «Κόψε την από τη ρίζα, για να μην πιάνει άδικα τον τόπο». Επειδή καθένα που δεν κάνει καρπό καλό, τον κόβουν και τον ρίχνουν στή φωτιά.

6. Εκείνος που νικιέται από επιθυμίες και ηδονές και περνά τη ζωή του μέσα στον κόσμο, θα πέσει σύντομα μέσα στα δίχτυα της αμαρτίας. Και η αμαρτία όταν γίνει μια φορά, είναι φωτιά σε ξερά χόρτα, πέτρα που κυλάει στην κατηφοριά, χαράδρα που πλαταίνει τις ρεματιές· και με κάθε τρόπο ετοιμάζει την απώλεια του αμαρτωλού.

7. Η ψυχή όσο βρίσκεται στο παρά φύση, εξαγριωμένη και γεμάτη αγκάθια των ηδονών, είναι κατοικητήριο των αλλόκοτων θηρίων όπως έχει γραφεί: «Εκεί θ'αναπαυθούν ονοκένταυροι, εκεί έχει τα μικρά του ο σκατζόχοιρος και θα συναντήσουν τα δαιμόνια τους ονοκένταυρους»· αυτά είναι τα διάφορα πάθη της ατιμίας. Όταν όμως επιστρέψει στο κατά φύση (γιατί μπορεί να το κάνει αυτό όσο βρίσκεται ακόμη στο σώμα), και εξημερώσει τον εαυτό της με επιμελή καλλιέργεια και ζήσει σύμφωνα με το νόμο του Θεού, τότε τα θηρία που φώλιαζαν μέσα της θα φύγουν και έρχονται οι φύλακες της ζωής μας άγγελοι έχοντας ημέρα χαράς την επιστροφή της. Και η χάρη του Παναγίου Πνεύματος επιδημεί και τη διδάσκει θεία γνώση, ώστε να διαφυλαχθεί στο αγαθό και να προοδεύσει σε μεγάλα.

8. Οι πατέρες ονομάζουν την προσευχή όπλο πνευματικό, και δεν είναι δυνατό χωρίς αυτό να βγει κανείς στον πόλεμο· αλλιώς θα συρθεί αιχμάλωτος στη χώρα των εχθρών. Καθαρή προσευχή δεν μπορεί να αποκτήσει κανείς, αν δεν επιμένει καρτερικά κοντά στο Θεό με ειλικρινή και άκακη καρδιά. Γιατί Αυτός είναι που δίνει την προσευχή στον προσευχόμενο και διδάσκει τον άνθρωπο γνώση.

9. Το να παρενοχλούν τα πάθη την ψυχή και να μας πολεμούν, αυτό δεν μπορούμε να το εμποδίσομε. Το να πολυκαιρίζουν όμως μέσα μας οι πονηρές σκέψεις και να κινούν τα πάθη, αυτό εξαρτάται από εμάς. Και το πρώτο είναι αναμάρτητο, γιατί δεν εξαρτάται από εμάς. Το δεύτερο όμως, αν αντισταθούμε με ανδρεία και νικήσομε, είναι πρόξενο στεφάνων· αν από χαλαρότητα και δειλία νικηθούμε, είναι πρόξενο τιμωριών.

10. Τρία είναι τα γενικότερα πάθη, μέσω των οποίων γεννιούνται όλα τα άλλα: η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία. Σ'αυτά ακολουθούν άλλα πέντε πονηρά πνεύματα και από αυτά γεννιέται μεγάλο πλήθος παθών και διάφορα είδη ποικιλόμορφης κακίας. Εκείνος λοιπόν που νίκησε τους τρεις αρχηγούς και ηγεμόνες, φονεύει μαζί και τους άλλους πέντε και υποτάσσει όλα τα πάθη.

11. Οι αναμνήσεις όσων πράξαμε μ'εμπάθεια, τυραννούν εμπαθώς την ψυχή μας. Όταν οι εμπαθείς ενθυμήσεις εξαλειφθούν ολότελα από την καρδιά μας, τότε έχομε σημάδι συγχωρήσεως των αμαρτιών μας. Γιατί έως ότου κινείται η ψυχή εμπαθώς, είναι φανερή η δύναμη της αμαρτίας επάνω της.

12. Τα σωματικά και υλικά πάθη λιγοστεύουν και μαραίνονται με τις σωματικές κακοπάθειες· τα ψυχικά και μη φαινόμενα, εξαφανίζονται με την ταπεινοφροσύνη, την πραότητα και την αγάπη.

13. Την εμπαθή επιθυμία μαραίνει η εγκράτεια ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη· το φλογισμένο θυμό καταπραΰνει η αγάπη· το λογισμό που περιπλανιέται εδώ και εκεί, τον συγκεντρώνει η εντατική προσευχή με ενθύμηση του Θεού· και έτσι καθαρίζεται το τριμερές της ψυχής. Αυτό τακτοποιώντας και ο θείος Απόστολος, έλεγε: «Επιδιώκετε την ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, που δίχως αυτόν κανείς δε θα δει τον Κύριο».

14. Μερικοί είχαν απορία, ποιο από τα δύο, οι έννοιες κινούν τα πάθη ή τα πάθη κινούν τις έννοιες; Και άλλοι είπαν το ένα, άλλοι το άλλο. Εγώ λέω, οι έννοιες είναι που κινούνται από τα πάθη. Γιατί αν δεν βρίσκονταν μέσα στην ψυχή τα πάθη, δεν θα την ενοχλούσαν οι εμπαθείς έννοιες.

15. Οι δαίμονες που πάντα μας πολεμούν, έχουν συνήθεια να μας εμποδίζουν από τις πραγματοποιήσιμες και κατάλληλες για μας αρετές, και να βάζουν μέσα μας ισχυρό πόθο για τις αδύνατες και αταίριαστες. Εκείνους που έχουν προκοπή στην υποταγή, τους αναγκάζουν να κάνουν τα έργα των ησυχαστών. Στους ησυχαστές και αναχωρητές βάζουν την επιθυμία της κοινοβιακής ζωής. Αυτή τη μέθοδο μεταχειρίζονται και για κάθε αρετή. Εμείς όμως δεν πρέπει να αγνοούμε τα σχέδιά τους, γνωρίζοντας ότι όλα είναι καλά όταν γίνονται στον καιρό τους και με το μέτρο. Αντίθετα, είναι βλαβερά όλα όσα ξεπερνούν το μέτρο και δεν είναι στον κατάλληλο καιρό.

16. Εκείνους που ζουν μέσα στον κόσμο και είναι κοντά στις αφορμές των παθών, οι δαίμονες τους πολεμούν και παλεύουν να τους ρίξουν στην αμαρτία που γίνεται με την πράξη. Τους ερημίτες, επειδή σπανίζουν τα υλικά πράγματα, τους πολεμούν με τους λογισμούς. Και είναι πολύ φοβερότερος ο δεύτερος αυτός πόλεμος από τον πρώτο. Γιατί ο πόλεμος με τα πράγματα έχει ανάγκη από χρόνο και τόπο και ευκαιρίες. Ενώ ο πόλεμος του νου είναι πιο ελεύθερος και δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί. Σ'αυτή την ασώματη μάχη, μας έχει δοθεί ως όπλο η καθαρή προσευχή, γι'αυτό και έχει νομοθετηθεί να γίνεται αδιάλειπτα. Αυτή η προσευχή κάνει το νου δυνατό για τον αγώνα, γιατί μπορεί να εκτελείται και χωρίς το σώμα.

17. Θέλοντας ο Απόστολος Παύλος να δηλώσει την τέλεια νέκρωση των παθών, λέει: «Όσοι ανήκουν στο Χριστό, σταύρωσαν τον σαρκικό άνθρωπο με τα πάθη και τις επιθυμίες του». Γιατί όταν νεκρώσομε τα πάθη και εξαφανίσομε τις επιθυμίες και υποτάξομε στο Πνεύμα το σαρκικό φρόνημα, τότε σηκώνομε το σταυρό και ακολουθούμε τον Χριστό. Επειδή τίποτε άλλο δεν είναι η αναχώρηση, παρά νέκρωση των παθών και φανέρωση της ζωής που είναι κρυμμένη στο Χριστό.

18. Εκείνοι που ταλαιπωρούνται από τις επαναστάσεις του σώματος, το οποίο είναι η έδρα του θανάτου, και παραιτούνται από τον αδιάκοπο πόλεμό του, να μην κατηγορούν την σάρκα, αλλά τον εαυτό τους. Γιατί αν αυτοί δεν της έδιναν δύναμη ικανοποιώντας τις παράνομες επιθυμίες της, δεν θα ταλαιπωρούνταν τόσο πολύ από αυτήν. Ή δεν βλέπουν εκείνους που σταύρωσαν τον εαυτό τους μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες και φέρουν τη νέκρωση του Ιησού στη θνητή τους σάρκα, πώς έχουν τη σάρκα συνεργό μάλλον στα καλά και όχι αντίπαλο, αλλά πειθαρχική και οδηγούμενη από το νόμο του Θεού; Και αυτοί λοιπόν έτσι να κάνουν, και θα απολαύσουν την ίδια ανάπαυση.

19. Κάθε συγκατάθεση του λογισμού προς μια απαγορευμένη επιθυμία, δηλαδή συγκατάνευση ηδονική, είναι αμαρτία στον μοναχό. Πρώτα αρχίζει ο λογισμός με το παθητικό μέρος να σκοτίζει το νου, κατόπιν κλίνει η ψυχή προς την ηδονή, γιατί δεν μπορεί να αντισταθεί στην πάλη. Αυτό λέγεται συγκατάθεση, η οποία είναι αμαρτία. Όταν πολυκαιρίσει, κινεί το πάθος. Και υστέρα έρχεται σιγά-σιγά στην διάπραξη της αμαρτίας. Γι'αυτό μακαρίζει ο προφήτης εκείνους που χτυπούν πάνω στην πέτρα τα νήπια της Βαβυλώνας (δηλ. εκείνους που αποκρούουν αμέσως, μόλις φανούν, τους πονηρούς λογισμούς). Αυτό είναι γνωστό στους συνετούς και φρόνιμους.

20. Οι άγγελοι, επειδή είναι υπηρέτες αγάπης και ειρήνης, χαίρονται για την μετάνοια και την προκοπή μας στην αρετή. Και γι'αυτό φροντίζουν να μας γεμίζουν με πνευματικές θεωρίες και βοηθούν σε κάθε καλό. Αντίθετα οι δαίμονες, επειδή είναι δημιουργοί οργής και κακίας, χαίρονται όταν ελαττώνεται η αρετή και έχουν έργο να κάνουν τις ψυχές να κλίνουν σε αισχρές φαντασίες.

21. Η πίστη είναι ένα αγαθό της εσωτερικής διαθέσεως της ψυχής. Αυτή γεννά μέσα μας το φόβο του Θεού. Ο φόβος του Θεού διδάσκει την τήρηση των εντολών, η οποία λέγεται πρακτική αρετή. Από την πρακτική φυτρώνει η πολύτιμη απάθεια. Γέννημα της απάθειας είναι η αγάπη, η οποία είναι εκπλήρωση όλων των εντολών, τις οποίες συνδέει σφιχτά και συγκρατεί.

22. Όταν η αίσθηση του σώματος είναι υγιής, αισθάνεται ποια αρρώστια το κατέχει, ενώ εκείνος που δεν την καταλαβαίνει, πάσχει από αναισθησία. Έτσι και ο νους, ενόσω έχει πλήρη την ενέργειά του, διακρίνει τις δυνάμεις του και γνωρίζει από που εισχωρούν τα πάθη πιο τυραννικά και προς εκείνο το μέρος δίνει τη δυνατή μάχη. Και είναι φοβερό αν κανείς δεν αισθάνεται, αλλά ξοδεύει τις ημέρες του και μοιάζει μ'εκείνον που πολεμά μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να βλέπει τους λογισμούς που τον πολεμούν.

23. Όταν το λογικό μέρος της ψυχής ασχολείται επίμονα και σταθερά με τη θεωρία των αρετών, και το επιθυμητικό στρέφεται με ένταση προς την θεωρία αυτή και προς τον δοτήρα της Χριστό, ενώ το θυμικό οπλίζεται κατά των δαιμόνων, τότε οι πνευματικές δυνάμεις μας ενεργούν κατά φύση.

24. Από τρία μέρη αποτελείται κάθε λογική ψυχή κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Την αρετή του λογιστικού την ονομάζει φρόνηση και σύνεση και σοφία. Την αρετή του θυμικού, ανδρεία και υπομονή. Και την αρετή του επιθυμητικού, αγάπη και σωφροσύνη και εγκράτεια. Η δικαιοσύνη είναι διασκορπισμένη σε όλες αυτές και τις κάνει να ενεργούν ανάλογα και κατάλληλα. Με τη φρόνηση πολεμά εναντίον των αντιθέτων δυνάμεων και υπερασπίζεται τις αρετές. Με τη σωφροσύνη βλέπει τα πράγματα απαθώς. Με την αγάπη τέλος πείθει να αγαπάς όλους τους ανθρώπους όπως τον εαυτό σου. Με την εγκράτεια περιορίζει κάθε ηδονή. Με την ανδρεία και την υπομονή οπλίζεται για τους αόρατους πολέμους. Αυτά αποτελούν την αρμονία του ευήχου οργάνου της ψυχής.

25. Εκείνος που φροντίζει για τη σωφροσύνη και ποθεί την μακάρια αγνεία —την οποία δε θα σφάλει κανείς, αν την ονομάσει απάθεια— ας σκληραγωγεί το σώμα του και ας το μεταχειρίζεται σαν δούλο, και με ταπεινό φρόνημα ας επικαλείται τη θεία χάρη, και θα επιτύχει το ποθούμενο. Εκείνος που τρέφει το σώμα του με υπερβολικό φαγητό, θα υποφέρει από το πνεύμα της πορνείας. Γιατί όπως το πολύ νερό σβήνει τη φωτιά, έτσι την έξαψη της σάρκας και τις αισχρές φαντασίες εξαφανίζει η πείνα ή η εγκράτεια ενωμένη με ταπείνωση ψυχής.

26. Το πάθος της μνησικακίας να είναι τελείως μακριά από την ψυχή σου, φιλόχριστε. Μη δώσεις καθόλου τόπο στην έχθρα. Σαν φωτιά κρυμμένη στην καλαμιά του λιναριού, έτσι είναι η μνησικακία που φωλιάζει στην καρδιά. Μάλλον να προσεύχεσαι θερμά για χάρη εκείνου που σε λύπησε και να τον ευεργετείς σε ό,τι μπορείς, για να σώσεις την ψυχή σου από τον θάνατο και για να μην είσαι χωρίς παρρησία στην προσευχή σου.

27. Στις ψυχές των ταπεινών θα αναπαυθεί ο Κύριος, ενώ στην καρδιά των υπερηφάνων αναπαύονται τα πάθη της ατιμίας. Γιατί κανένα άλλο δεν τα δυναμώνει εναντίον μας, όσο οι υπερήφανοι λογισμοί· και κανένα άλλο δεν ξεριζώνει τα πονηρά χόρτα της ψυχής, όπως η μακάρια ταπείνωση. Γι'αυτό εύλογα η ταπείνωση ονομάζεται παθοκτόνος.

28. Η ψυχή σου να είναι καθαρή από πονηρές ενθυμήσεις και να φωτίζεται από άριστες έννοιες, έχοντας πάντοτε στο νου σου εκείνο που έχει λεχθεί, ότι η φιλήδονη καρδιά είναι φυλακή και αλυσίδα στην ώρα του θανάτου. Η φιλόπονη όμως και πρόθυμη στο καλό, είναι πόρτα ανοικτή. Πράγματι, τις καθαρές ψυχές, όταν βγαίνουν από το σώμα, άγγελοι τις οδηγούν, σαν να τις κρατούν από το χέρι, προς την μακάρια ζωή. Ενώ τις λερωμένες και αμετανόητες ψυχές, δαίμονες, αλλοίμονο, θα τις παραλάβουν.

29. Είναι ωραίο το κεφάλι που στολίζεται με πολύτιμο στέμμα, με λίθους ινδικούς και αστραφτερά μαργαριτάρια. Ασυγκρίτως όμως πιο ωραία είναι η ψυχή που είναι πλούσια στη γνώση του Θεού και φωτισμένη από φωτεινότατες θεωρίες και έχει εγκάτοικο το Άγιο Πνεύμα. Και ποιος θα διηγηθεί επάξια την ομορφιά της μακάριας εκείνης ψυχής;

30. Θυμό και οργή, μην αφήσεις να κατοικούν μέσα σου. Γιατί λέει η Γραφή: «Άνθρωπος που θυμώνει, δεν είναι ευπρεπής· στις καρδιές όμως των πράων ανθρώπων θα αναπαυθεί η σοφία»21. Αν το πάθος της οργής κυριεύσει την ψυχή σου, θα βρεθούν καλύτεροί σου αυτοί που ζουν στον κόσμο και θα αισχυνθείς, γιατί θα φανείς ανάξιος της μοναχικής ζωής.

31. Σε κάθε πειρασμό και πόλεμο, να χρησιμοποιείς την προσευχή σαν ανίκητο όπλο, και θα νικήσεις με τη χάρη του Χριστού. Να είναι όμως καθαρή η προσευχή σου, όπως ο σοφός δάσκαλος μας διδάσκει: «Θέλω, λέει, να προσεύχεστε παντού και να υψώνετε όσια χέρια προς τον ουρανό, χωρίς οργή και ολιγοπιστία». Εκείνος λοιπόν που παραμελεί την προσευχή αυτή, θα παραδοθεί σε πειρασμούς και πάθη.

32. Το κρασί ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου, λέει η Γραφή. Συ όμως που έχεις υποσχεθεί να πενθείς και να κλαις, απόφυγε την ευφροσύνη του κρασιού και θα ευφρανθείς με πνευματικά χαρίσματα. Αν όμως ευφραίνεσαι με κρασί, θα συζήσεις με αισχρούς λογισμούς και θα βαδίσεις με πολλές λύπες.

33. Οι εορτές μη νομίζεις ότι γίνονται με οινοποσία, αλλά με την ανακαίνιση του νου και την καθαρότητα της ψυχής. Γιατί γεμίζοντας την κοιλιά και πίνοντας κρασί, θα παροργίσεις μάλλον αυτόν που θέλεις να τιμήσεις με την πανήγυρη.

34. Έχομε εντολή να αγρυπνούμε με ψαλμωδίες, προσευχές και ανάγνωση ιερών βιβλίων πάντοτε, και προπάντων τις εορτές. Ο άγρυπνος μοναχός λεπτύνει τη διάνοιά του και την κάνει κατάλληλη για ψυχωφελείς θεωρίες, ενώ ο πολύς ύπνος παχαίνει τον νου. Αλλά πρόσεχε να μη δώσεις τον εαυτό σου κατά την αγρυπνία σε μάταιες διηγήσεις ή σε πονηρούς λογισμούς. Είναι καλύτερο να κοιμάσαι, παρά να αγρυπνείς για μάταια λόγια και λογισμούς.

35. Εκείνος που έχει φίδι μέσα στον κόρφο του κι εκείνος που έχει λογισμό πονηρό μέσα στην καρδιά του, θα πεθάνουν. Ο πρώτος από το φαρμακερό δάγκωμα του φιδιού κι ο δεύτερος από το θανατηφόρο φαρμάκι που έβαλε στην ψυχή του. Αλλά να σκοτώνομε γρήγορα τα γεννήματα των εχιδνών, και να μην κυοφορούμε πονηρούς λογισμούς μέσα στην καρδιά μας, για να μην πονέσομε πικρά.

36. Η καθαρή ψυχή εύλογα μπορεί να ονομαστεί σκεύος εκλογής και κλεισμένος κήπος και σφραγισμένη πηγή και θρόνος της αισθήσεως. Η ψυχή που μολύνεται με ακάθαρτες σκέψεις είναι γεμάτη από βρωμερή λάσπη.

37. Έχω ακούσει από πεπειραμένους και πρακτικούς γέροντες ότι οι πονηροί λογισμοί γεννιούνται στην ψυχή από το στολισμό των ενδυμάτων, το χορτασμό της κοιλιάς και τις βλαβερές συναναστροφές.

38. Επιθυμία χρημάτων να μην κατοικεί στις ψυχές των ασκητών. Μοναχός με πολλές κτήσεις, είναι πλοίο που γεμίζει νερά και κινδυνεύει μέσα στα κύματα των φροντίδων και βουλιάζει στο βυθό της λύπης. Πολλά πάθη γεννά η φιλαργυρία, και γι'αυτό σωστά έχει ονομαστεί ρίζα όλων των κακών.

39. Η ακτημοσύνη και η σιωπή είναι θησαυρός κρυμμένος στο χωράφι της μοναχικής ζωής. Πήγαινε λοιπόν και πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους φτωχούς και απόκτησε αυτό το χωράφι, και αφού ξεχώσεις το θησαυρό, φύλαξέ τον για τον εαυτό σου να μη σου τον κλέψουν, για να πλουτήσεις με πλούτο ανεξάντλητο.

40. Αν συγκατοικήσεις με πνευματικό πατέρα και βρεις ωφέλεια απ'αυτόν, κανείς να μη σε χωρίζει από την αγάπη του και τη συμβίωση. Μην τον κρίνεις για κανένα πράγμα, μην τον κακολογήσεις αν σε ελέγχει ή σε χτυπά, μη δώσεις προσοχή αν τον κατηγορεί κανένας, μη συμφωνήσεις μ'εκείνον που τον υβρίζει, για να μην οργιστεί ο Κύριος εναντίον σου και σε διαγράψει από το βιβλίο της ζωής.

41. Το κατόρθωμα της υποταγής ολοκληρώνεται με την απάρνηση του κόσμου, όπως μάθαμε. Εκείνος που καταγίνεται μ'αυτήν, ας περιφραχθεί με τρία όπλα, με την πίστη, με την ελπίδα και με την πανσέβαστη και θεία αγάπη, ώστε περιφραγμένος με αυτά, ν'αγωνιστεί τον καλό αγώνα και να λάβει τα στεφάνια της δικαιοσύνης.

42. Να μην είσαι δικαστής των έργων του πνευματικού σου πατέρα, αλλά εκπληρωτής των εντολών του. Γιατί οι δαίμονες έχουν συνήθεια να σου επιδεικνύουν τις ελλείψεις του, για να σε κάνουν να παρακούσεις τις εντολές του, και ή να ·σε αποτραβήξουν από το γυμναστήριο ως άνανδρο και δειλό στρατιώτη, ή μόνον με τους λογισμούς της απιστίας να σε παραλύσουν και σε αποχαυνώσουν σε κάθε ιδέα αρετής.

43. Εκείνος που παρακούει τις εντολές του πνευματικού του πατέρα, είναι παραβάτης των εξαίρετων συμφωνιών της υποσχέσεως που έδωσε όταν έγινε μοναχός. Εκείνος που οικειοποιήθηκε την υπακοή αφού έσφαξε με το μαχαίρι της ταπεινοφροσύνης το θέλημά του, αυτός εκπλήρωσε, όσο του ήταν δυνατόν, εκείνα που υποσχέθηκε στο Χριστό εμπρός σε πολλούς μάρτυρες.

44. Αφού μελετήσαμε πολύ, διακρίναμε και μάθαμε καλά ότι όσους ασκούνται υποταγμένοι σε πνευματικούς πατέρες, πολύ τους φθονούν οι εχθροί της ζωής μας δαίμονες, τους τρίζουν τα δόντια τους και εφευρίσκουν ποικίλα τεχνάσματα εναντίον τους. Και τι δε λένε, και τι δεν υπαγορεύουν, ώστε να τους χωρίσουν από τον πνευματικό τους πατέρα; Προβάλλουν προφάσεις ως δήθεν εύλογες, μεθοδεύουν ζωηρές διαφωνίες, διεγείρουν μίσος εναντίον του πνευματικού πατέρα, τις συμβουλές του τις παρουσιάζουν σαν επιπλήξεις, τους ελέγχους τους μπήγουν σαν ακονημένα βέλη. «Γιατί, του λένε, από ελεύθερος που ήσουν έγινες δούλος, και μάλιστα δούλος σκληρού και άσπλαχνου κυρίου; Ως πότε θα λυώνεις κάτω από τον ζυγό της δουλείας και ελεύθερο φως δεν θα δεις;» Κατόπιν τους υποβάλλουν οι δαίμονες ότι πρέπει να φιλοξενούν και να επισκέπτονται αρρώστους και να φροντίζουν για τους φτωχούς. Κατόπιν υπερεπαινούν τον αγώνα και το βραβείο της άκρας ησυχίας και μονώσεως, και σπείρουν κάθε είδος πονηρών ζιζανίων στην καρδιά του στρατιώτη της ευσέβειας, μόνο και μόνο για να τον βγάλουν από την πνευματική μάνδρα και να τον λύσουν από το ήσυχο λιμάνι και να τον ρίξουν μέσα στην ταραγμένη από θανάσιμη και ψυχοφθόρο φουρτούνα θάλασσα. Και κατόπιν, αφού τον πάρουν ως αιχμάλωτο στην εξουσία τους, να τον μεταχειριστούν κατά τα θελήματα τους.

45. Από σένα που βρίσκεσαι υποταγμένος σε πνευματικό πατέρα; ας μη διαφεύγει ο δόλος των εχθρών δαιμόνων. Μη λησμονείς τις υποσχέσεις σου προς τον Θεό, μη νικηθείς από ύβρεις, μη δειλιάσεις τους ελέγχους, τους χλευασμούς ή τα περιγελάσματα, μην υποχωρήσεις από την υπερβολή των πονηρών λογισμών, μην αποφύγεις την αυστηρότητα του πνευματικού πατέρα, μην περιφρονήσεις τον χρηστό ζυγό της ταπεινώσεως από θρασύτητα αυταρέσκειας και αυθάδειας· αλλά αφού βάλεις στην καρδιά σου τον λόγο του Κυρίου: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί», με υπομονή τρέχε τον αγώνα που βρίσκεται εμπρός σου, προσηλώνοντας το βλέμμα σου στον Ιησού που μας δίνει την αρχή της πίστεώς μας και την ολοκλήρωσή της.

46. Ο χρυσοχόος όταν βάλει το χρυσό στο χωνευτήριο (στο καμίνι), τον κάνει καθαρότερο. Και ο νέος μοναχός, που δίνει τον εαυτό του στους αγώνες της υποταγής και πυρώνεται απ'όλα τα λυπηρά του κατά Θεόν βίου και με κόπο και υπομονή μεγάλη μαθαίνει την υπακοή, αφού ξαναλιώσει σαν σε χωνευτήριο τα ήθη του, μαθαίνει την ταπείνωση και ξαναγίνεται λαμπερός, και άξιος για τους ουράνιους θησαυρούς, την άφθαρτη ζωή και την μακάρια κατάληξη, από όπου έφυγε κάθε οδύνη και στεναγμός, ενώ έχει φυτευτεί ευφροσύνη και αδιάκοπη χαρά.

47. Η ορθή πίστη που έχει κανείς με εσωτερική αίσθηση, γεννά το φόβο του Θεού. Ο φόβος του Θεού μας διδάσκει την τήρηση των εντολών. Γιατί, λέει, όπου υπάρχει φόβος, εκεί είναι και η τήρηση των εντολών. Από την τήρηση των εντολών συγκροτείται η πρακτική αρετή, η οποία είναι η αρχή της θεωρητικής. Καρπός αυτών είναι η απάθεια. Με την απάθεια έρχεται μέσα μας η αγάπη. Για την αγάπη λέει ο αγαπημένος μαθητής: «ο Θεός είναι αγάπη· κι όποιος μένει στην αγάπη, μένει στο Θεό, και ο Θεός σ'αυτόν».

48. Πόσο ωραία και καλή είναι αλήθεια η ζωή των μοναχών! Πόσο ωραία πράγματι και καλή, αν βέβαια γίνεται κατά τους όρους και τους νόμους που έχουν θέσει οι αρχηγοί της και οδηγοί, καθώς διδάχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα. Ο στρατιώτης του Χριστού πρέπει να είναι άυλος και ξένος από κάθε κοσμική σκέψη και πράξη, όπως λέει ο Απόστολος: «Κανένας απ'όσους στρατεύονται δεν μπλέκεται στις βιοτικές υποθέσεις, για να αρέσει σ'αυτόν που τον στρατολόγησε».

49. Πρέπει λοιπόν ο μοναχός να είναι άυλος, απαθής, έξω από κάθε πονηρή επιθυμία, να μην είναι φίλος των απολαύσεων ή μέθυσος ή νωθρός ή ράθυμος ή φιλάργυρος ή φιλήδονος ή φιλόδοξος. Γιατί αν δεν υψώσει κανείς τον εαυτό του πάνω απ'αυτά, δεν θα μπορέσει να κατορθώσει την αγγελική αυτή ζωή. Για εκείνους που την κατορθώνουν σωστά, είναι ο ζυγός της καλός και το φορτίο της ελαφρό, καθώς όλα τα ελαφρύνει η ελπίδα προς το Θεό. Γλυκός ο μοναχικός βίος, η πνευματική εργασία ευχάριστη, ο τρόπος ζωής που διάλεξε είναι καλός και δε θ'αφαιρεθεί από εκείνη την ψυχή που τον απόκτησε.

50. Εσύ που απαρνήθηκες τις φροντίδες του κόσμου και ανέλαβες τον ασκητικό αγώνα, μην επιθυμήσεις να έχεις πλούτο για να κάνεις ελεημοσύνες στους φτωχούς. Είναι κι αυτό μια πανουργία του πονηρού που αποσκοπεί στην κενοδοξία, ώστε να ρίξει το νου σε απασχόληση με πολλά πράγματα. Και ψωμί μόνο αν έχεις και νερό, μπορείς με αυτά να φιλοξενήσεις και να λάβεις το μισθό της φιλοξενίας. Και αν δεν τα έχεις ούτε αυτά, και μόνο με καλή διάθεση να υποδεχτείς τον ξένο και να του πεις παρηγορητικά λόγια, μπορείς επίσης να λάβεις το μισθό της φιλοξενίας. Αυτό βεβαιώνεται από τη χήρα του Ευαγγελίου, η οποία με δύο λεπτά ξεπέρασε την προαίρεση και τη δύναμη των πλουσίων.

51. Τα παραπάνω γράφτηκαν για τους ησυχαστές. Εκείνοι όμως που βρίσκονται στην υποταγή πνευματικού πατέρα, ένα μόνο ας έχουν κατά νου, το να μη ξεπέσουν σε τίποτε από την εντολή του πνευματικού τους πατέρα. Γιατί όταν το κατορθώσουν αυτό, έχουν κατορθώσει το παν. Όπως αντίθετα, αν ξεπέσουν απ'αυτήν την ακρίβεια και διαγωγή της υπακοής, θα είναι ακατάλληλοι για κάθε έννοια αρετής και πνευματικής ζωής.

52. 'Έχε και αυτή τη συμβουλή μου, φιλόχριστε: Αγάπα τη διαμονή σε ξένο τόπο, απομακρυνόμενος από τα περιστατικά της πατρίδας σου. Από φροντίδες των γονέων σου ή συγγενικές φιλίες μην παρασυρθείς. Ν'αποφεύγεις τη διαμονή στην πόλη και να υπομένεις στην ερημία, λέγοντας μαζί με τον προφήτη: «Να, έφυγα μακριά και κατοίκησα στην έρημο».

53. Να αναζητάς τους ερημικούς και ακατοίκητους τόπους, και μη δειλιάσεις αν εκεί υπάρχει έλλειψη και στενοχώρια από τα απαραίτητα της ζωής. Αν σε περικυκλώσουν οι εχθροί σαν μέλισσες ή κακοί κηφήνες, και σου επιτεθούν με κάθε λογής πολέμους και σε συγχίζουν με ποικίλους λογισμούς, εσύ μη φοβηθείς και μη στήσεις το αυτί σου να τους ακούσεις, μήτε να φύγεις από το στάδιο του αγώνα. Δείξε καρτερία και υπομονή, επαναλαμβάνοντας συνεχώς στον εαυτό σου: «Περίμενα καρτερικά τον Κύριο και με πρόσεξε». Και τότε θα δεις τα μεγαλεία του Θεού, τη βοήθεια, την φροντίδα και όλη την πρόνοιά Του για τη σωτηρία σου.

54. Φίλους πρέπει να έχεις, φιλόχριστε, εκείνους που φέρνουν πνευματική ωφέλεια και σε βοηθούν στον ασκητικό βίο. Οι φίλοι σου να είναι άνδρες ειρηνικοί, αδελφοί πνευματικοί, πατέρες άγιοι, για τους οποίους ο Κύριος είπε: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί εδώ, όσοι κάνουν το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου».

55. Να μην επιθυμείς φαγητά άλλα κάθε μέρα και πολυτελή, ούτε σπατάλες που προξενούν πνευματικό θάνατο. Γιατί λέει η Γραφή: «Όποια ζει μέσα στη σπατάλη, αυτή έχει κιόλας πεθάνει, κι ας είναι ζωντανή». Και από εκείνα τα φαγητά που μπορείς να τα προμηθευτείς εύκολα, να μη χορταίνεις. Γιατί είναι γραμμένο: «μη σας ξεγελά το χόρτασμα της κοιλιάς».

56. Αν διάλεξες την ησυχία, μην περνάς τον καιρό σου συνεχώς έξω από το κελί σου, γιατί αυτό φέρνει πολύ μεγάλη ζημία, αφαιρεί τη θεία χάρη, σκοτίζει το φρόνημα, μαραίνει το θείο πόθο. Γι'αυτό έχει λεχθεί: «η περιπλάνηση της επιθυμίας διαστρέφει τον άκακο νου». Κόβε λοιπόν τις σχέσεις των πολλών, μην τυχόν ο νους σου γίνει πολυάσχολος και καταστρέψει τον ησυχαστικό τρόπο ζωής.

57. Όταν κάθεσαι στο κελί σου, μην κάνεις το έργο σου δίχως λόγο και γεμάτο οκνηρία. Γιατί λένε: «Εκείνος που βαδίζει χωρίς σκοπό, θα ματαιοπονήσει». Αλλά απόκτησε καλή πνευματική εργασία, μάζεψε το νου σου, έχε μπροστά στα μάτια σου πάντοτε την τελευταία ώρα του θανάτου, θυμήσου τη ματαιότητα του κόσμου πόσο απατηλή είναι, πόσο αδύνατη, πόσο τιποτένια· έχε στο νου σου τη δοκιμασία του φρικτού δικαστηρίου, όπου τα πικρά τελώνια θα παρουσιάσουν μία-μία τις πράξεις μας, τα λόγια, τις σκέψεις τις οποίες αυτοί τις υπέβαλαν στο νου μας, και εμείς τις δεχόμαστε. Να θυμάσαι και τις κολάσεις του άδη και να σκέφτεσαι πώς άραγε θα είναι οι ψυχές που κλείστηκαν εκεί. Να θυμάσαι και τη μεγάλη και φοβερή εκείνη ημέρα της κοινής αναστάσεως και παραστάσεώς μας εμπρός στο Θεό και την τελευταία απόφαση του Κριτή που δεν εξαπατάται με σοφίσματα. Να συλλογίζεσαι την τιμωρία των αμαρτωλών, την ντροπή, τον έλεγχο της συνειδήσεως, την απομάκρυνση από το Θεό, το ρίξιμο στο αιώνιο πυρ, στο ασταμάτητο σκουλήκι, στο απόλυτο σκοτάδι, όπου υπάρχει κλάμμα και τρίξιμο των δοντιών. Να αναλογίζεσαι και τα άλλα είδη τιμωριών και να μην παύεις να καταβρέχεις με δάκρυα το πρόσωπό σου, το ρούχο σου, τον τόπο που κάθεσαι. Γιατί έχω δει πολλούς, οι οποίοι μ'αυτές τις σκέψεις απόκτησαν πάρα πολλά δάκρυα και καθάρισαν με θαυμαστό τρόπο τις ψυχικές τους δυνάμεις.

58. Αλλά, να σκέφτεσαι και τα αγαθά που είναι ετοιμασμένα για τους δικαίους, την παράστασή τους στα δεξιά του Χριστού, την ευλογημένη φωνή του Κυρίου, την κληρονομιά της ουράνιας βασιλείας, τις δωρεές που δεν μπορεί ανθρώπινος νους να εννοήσει, το γλυκύτατο εκείνο φως, την ατέλειωτη χαρά που δεν διακόπτεται από λύπη, τις ουράνιες εκείνες μονές, την συναναστροφή με τους αγγέλους, όλα τα άλλα που έχει υποσχεθεί ο Κύριος σ'εκείνους που Τον φοβούνται.

59. Όλοι αυτοί οι λογισμοί να σε συντροφεύουν, να κοιμούνται και να ξυπνούν μαζί σου. Κοίταξε να μην τους λησμονήσεις ποτέ, αλλά όπου και αν είσαι, μην τους βγάλεις από το νου σου, για να φύγουν και οι πονηροί λογισμοί και για να είσαι γεμάτος από θεία παρηγοριά. Η ψυχή που δεν είναι περιτειχισμένη με τέτοιες σκέψεις, δεν μπορεί να κατορθώσει την ησυχία. Γιατί η πηγή που δεν έχει νερό, ματαίως λέγεται πηγή.

60. Και αυτή την πολιτεία έχει νομοθετηθεί για τους ησυχαστές να την επιτύχουν. Νηστεία, με όση δύναμη έχουν, αγρυπνία και χαμαικοιτία και κάθε άλλη κακοπάθεια για χάρη της μέλλουσας αναπαύσεως. «Δεν είναι άξια —λέει— ν'αντισταθμίσουν τα παθήματα του τωρινού καιρού τη δόξα που μέλλει να αποκαλυφθεί σ'εμάς». Πάνω απ'όλα απαιτείται προσευχή καθαρή, θα έλεγα ακατάπαυστη και αδιάλειπτη. Αυτή είναι τείχος ασφαλές, αυτή είναι λιμάνι ήσυχο, φυλακτήριο των αρετών, αφανισμός των παθών, δύναμη της ψυχής, καθαρτήριο του νου, ανάπαυση στους κουρασμένους, παρηγοριά σ'όσους πενθούν. Η προσευχή είναι ομιλία με το Θεό, θεωρία των αοράτων, πληροφορία εκείνων που επιθυμούν να μάθουν το θέλημα του Θεού, τρόπος ζωής των αγγέλων, παρακίνηση στα καλά, πραγμάτωση των αγαθών που ελπίζομε. Αυτή την βασίλισσα των αρετών φρόντισε, εσύ ασκητή, με όλη σου τη δύναμη να κατακτήσεις. Να προσεύχεσαι μέρα και νύχτα, είτε άθυμος είσαι είτε εύθυμος. Προσευχήσου με φόβο και τρόμο, με νου προσεκτικό και άγρυπνο, για να γίνει δεκτή από τον Κύριο η προσευχή σου. Γιατί λέει: «οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι στραμμένοι στους δικαίους και τα αυτιά Του είναι ανοιχτά για να ακούσουν την δέησή τους».

61. Είπε κάποιος από τους παλαιούς (ο Ευάγριος) ορθά και πετυχημένα, ότι από τους δαίμονες που μας πολεμούν, πρώτοι είναι εκείνοι που τους έχουν ανατεθεί οι ορέξεις της γαστριμαργίας, εκείνοι που μας υποβάλλουν τη φιλαργυρία και εκείνοι που μας παρακινούν στην κενοδοξία. Οι άλλοι δαίμονες έρχονται πίσω από αυτούς και τους διαδέχονται παραλαμβάνοντας εκείνους που πληγώνονται από τους προηγούμενους.

62. Και πράγματι με την παρατήρηση κατάλαβα ότι δεν είναι δυνατόν να πέσει ο άνθρωπος σε αμαρτία ή πάθος, αν δεν έχει προηγουμένως καταπληγωθεί από ένα απ'αυτά τα τρία. Γι'αυτό και ο διάβολος τους τρεις αυτούς λογισμούς παρουσίασε στον Σωτήρα. Αλλά ο Κύριος, αφού φάνηκε ανώτερος από τους πειρασμούς αυτούς, διέταξε τον διάβολο να φύγει από μπροστά Του και έδωσε σ'εμάς τη νίκη εναντίον του, ως αγαθός και φιλάνθρωπος Δεσπότης, Εκείνος που ντύθηκε σώμα σε όλα όμοιο με το δικό μας, εκτός από την αμαρτία, και μας έδειξε το σωστό και αλάθευτο δρόμο της αναμαρτησίας, τον οποίο όταν βαδίζομε, ντυνόμαστε το νέο άνθρωπο, που γίνεται καινούργιος κατά την εικόνα του Πλάστη του.

63. Τέλειο μίσος με όλη την καρδιά μας διδάσκει ο Δαβίδ να έχομε εναντίον των δαιμόνων, γιατί είναι εχθροί της σωτηρίας μας· και αυτό το μίσος είναι πάρα πολύ κατάλληλο για την εργασία της αρετής. Ποιος είναι λοιπόν εκείνος που μισεί με τέλειο μίσος τους εχθρούς; Εκείνος που δεν αμαρτάνει πλέον ούτε στην πράξη, ούτε με τη διάνοια. Όσο οι προϋποθέσεις της φιλίας με τους εχθρούς, δηλαδή οι αιτίες των παθών είναι σ'εμάς, πώς θα επιτύχομε το μίσος εναντίον τους; Γιατί η φιλήδονη καρδιά δεν μπορεί να διατηρεί μέσα της αυτό το μίσος.

64. «Ένδυμα γάμου» είναι η απάθεια της λογικής ψυχής, που χωρίστηκε από τις κοσμικές ηδονές και απαρνήθηκε όλες τις ανάρμοστες επιθυμίες, και ασχολείται με φιλόθεες σκέψεις και ολοκάθαρη μελέτη θείων θεωριών. Όταν ξεπέσει στα πάθη της ατιμίας και στην γύρω απ'αυτά απασχόληση, τότε ξεντύνεται το φόρεμα της σωφροσύνης και εξαθλιώνεται φορώντας σχισμένα και καταλερωμένα κουρέλια, όπως διδάσκεται στα Ευαγγέλια ότι ο δούλος εκείνος που δέθηκε χέρια και πόδια και ρίχθηκε στο σκότος το εξώτερο, με τέτοιους λογισμούς και πράξεις είχε υφασμένο το ένδυμα· και ο Κύριος δεν τον έκρινε άξιο για τους θείους και άφθαρτους γάμους.

65. Για τη φιλαυτία, η οποία μισεί τους πάντες, δίκαια είπε κάποιος σοφός, ότι πρώτος απ'όλους τους κακούς λογισμούς είναι ο φοβερός αυτός πόλεμος της φιλαυτίας, που μοιάζει με τύραννο. Αυτός μαζί με τους τρεις και με τους πέντε αρπάζουν το νου.

66. Θαυμάζω αν κανείς που χορταίνει την κοιλιά του με φαγητά θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει απάθεια. Απάθεια εννοώ όχι την αποχή της αμαρτίας που γίνεται με την πράξη· γιατί αυτή λέγεται εγκράτεια. Αλλά, εκείνη που ξεριζώνει ολοκληρωτικά από τη διάνοια τις εμπαθείς έννοιες, η οποία λέγεται καθαρότητα της καρδιάς.

67. Είναι πιο εύκολο να καθαρίσει κανείς μια ακάθαρτη ψυχή, από το να ξαναφέρει στην υγεία μια ψυχή καθαρμένη που λερώθηκε πάλι. Γιατί είναι ευκολότερο να κατορθώσουν την απάθεια εκείνοι που μόλις απαρνήθηκαν την σύγχυση του κόσμου, σε οποιαδήποτε αμαρτήματα κι αν έχουν πέσει· σ'εκείνους όμως που γεύθηκαν πόσο γλυκός είναι ο λόγος του Θεού και βάδισαν το δρόμο της σωτηρίας και κατόπιν γύρισαν πίσω στην αμαρτία, είναι κάπως δυσκολοκατόρθωτη η απάθεια. Από το ένα μέρος εξαιτίας της κακής έξεως και πονηρής συνήθειας, κι από το άλλο εξαιτίας του δαίμονα της λύπης που μένει πάντα στις κόρες των ματιών και προσφέρει την εικόνα της αμαρτίας. Η πρόθυμη όμως και φιλόπονη ψυχή εύκολα κατορθώνει και αυτό το δυσκολοκατόρθωτο, με την βοήθεια της θείας χάρης, η οποία δείχνει σ'εμάς μακροθυμία και φιλανθρωπία και μας προσκαλεί στη μετάνοια, υποδεχόμενη με ανέκφραστη ευσπλαχνία και συμπάθεια όσους επιστρέφουν, όπως έχομε διδαχθεί από την παραβολή του άσωτου υιού.

68. Κανένας από εμάς δεν μπορεί με την δική του δύναμη να γλυτώσει από τις μεθόδους και τις τέχνες του πονηρού, παρά μόνο με την ανίκητη δύναμη του Χριστού. Μάταια λοιπόν πλανιούνται όσοι υπερηφανεύονται και φουσκώνουν διαφημίζοντας ότι με τις ασκήσεις που κάνουν και με το αυτεξούσιό τους καταργούν την αμαρτία, η οποία καταργείται μόνο με τη χάρη του Θεού, καθώς έχει νεκρωθεί δια του μυστηρίου του σταυρού. Γι'αυτό και ο φωστήρας της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι δεν αρκεί η προθυμία του ανθρώπου, αν δεν δεχτεί και τη βοήθεια του ουρανού. Και ότι πάλι, δε θα κερδίσομε τίποτε από την θεία βοήθεια, αν δεν έχομε προθυμία. Αυτά τα δύο τα φανερώνουν ο Ιούδας και ο Πέτρος. Ο Ιούδας αν και είχε πολλή βοήθεια, δεν ωφελήθηκε τίποτε, γιατί δεν θέλησε, ούτε συνεισέφερε τη δική του προαίρεση και προθυμία. Ο Πέτρος πάλι, αν και είχε προθυμία, επειδή δε βοηθήθηκε, κατέπεσε. Γιατί η αρετή συνυφαίνεται από τα δύο, τη βοήθεια του Θεού και την προθυμία του ανθρώπου. Γι'αυτό σας παρακαλώ, λέει, ούτε να αναθέσομε το παν στο Θεό κι εμείς να κοιμόμαστε, ούτε όταν έχομε προθυμία, να νομίζομε ότι το παν το κατορθώναμε με τους δικούς μας κόπους.

69. Ο Θεός δε θέλει να είμαστε αδρανείς, και γι'αυτό δεν κάνει το παν Αυτός· ούτε αλαζόνες θέλει να είμαστε, γι'αυτό δεν άφησε το παν σ'εμάς. Αλλά, αφού αφαίρεσε το βλαβερό και από τα δύο, μας άφησε το ωφέλιμο. Ορθά λοιπόν ο Ψαλμωδός διδάσκει ότι «αν δεν οικοδομήσει το σπίτι ο Κύριος, μάταια αγρυπνούν οι φύλακες και εργάτες». Είναι αδύνατο να περπατήσει κανείς πάνω στα φίδια ασπίδα και βασιλίσκο και να καταπατήσει το λιοντάρι και τον δράκοντα, αν πρωτύτερα δεν καθαρίσει τον εαυτό του, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, ώστε να ενισχυθεί από τον Κύριο που είπε στους Αποστόλους: «Σας έδωσα εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού». Γι'αυτό και έχομε εντολή στην προσευχή μας να παρακαλούμε τον Κύριο να μην επιτρέψει να μπούμε σε πειρασμό, αλλά να μας γλυτώνει από τον πονηρό. Γιατί αν δεν γλυτώσομε με τη δύναμη και τη βοήθεια του Χριστού από τα πυρωμένα βέλη του πονηρού και δεν αξιωθούμε να επιτύχομε την απάθεια, μάταια κοπιάζομε, νομίζοντας ότι μπορούμε με τη δική μας δύναμη και επιμέλεια να κατορθώσομε κάτι. Εκείνος λοιπόν που θέλει να αντισταθεί στα πανούργα τεχνάσματα του διαβόλου και να τα κάνει χωρίς αποτέλεσμα και να γίνει μέτοχος της θείας δόξας, οφείλει με δάκρυα και στεναγμούς και πόθο αχόρταστο και ολόθερμη ψυχή, νύχτα και ημέρα να ζητεί τη βοήθεια και την αντίληψη του Θεού. Εκείνος που θέλει να βοηθηθεί, καθαρίζει την ψυχή του από κάθε ηδυπάθεια του κόσμου και από τα αντίθετα πάθη και επιθυμίες. Γι'αυτές τις ψυχές λέει ο Θεός: «Θα κατοικήσω και θα περπατήσω μέσα τους». Και ο Κύριος είπε στους μαθητές Του: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου· και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθομε και θα κατοικήσομε σ'αυτόν».

70. Κάποιος από τους αρχαίους πατέρες είπε για τους λογισμούς ένα λόγο πολύ συνετό και εύκολο να τον εννοήσει κανείς. «Δίκαζε —λέει— τους λογισμούς σου στο δικαστήριο της καρδιάς, αν είναι από το Θεό ή από τον εχθρό. Και τους δικούς μας και αγαθούς να καταθέτεις στο εσωτερικό ταμείο της ψυχής, και να τους φυλάς σαν θησαυρό που δεν μπορεί να κλαπεί. Αλλά τους εχθρικούς, αφού τους τιμωρήσεις με το μαστίγωμα της λογικής διάνοιας, εξόριζέ τους, και μην τους δίνεις τόπο κατοικίας κοντά στην ψυχή, ή για να πω καλύτερα, σφάζε τους με το μαχαίρι της προσευχής και της θείας μελέτης, ώστε καθώς θα σκοτωθούν οι ληστές, να φοβηθεί ο αρχιληστής. Γιατί εκείνος που είναι ακριβής εξεταστής των λογισμών, είναι και πραγματικός εραστής των εντολών».

71. Εκείνος που πολεμά και αγωνίζεται εναντίον των παθών που τον ενοχλούν, ας πάρει μαζί του πολλούς στρατιώτες για συμμάχους. Δηλαδή την ταπείνωση της ψυχής και τον κόπο του σώματος και όλη την άλλη ταλαιπωρία της ασκήσεως και την προσευχή από θλιμμένη καρδιά με πλήθος δακρύων, καθώς ψάλλει ο Δαβίδ: «Κύττα την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου», και: «μην παραβλέψεις τα δάκρυά μου», και πάλι: «Τα δάκρυά μου έγιναν για μένα ψωμί ημέρα και νύχτα», και: «ό,τι έπινα, το ανακάτωνα με δάκρυα».

72. Ο διάβολος, ο αντίδικος της ζωής μας, μεταχειρίζεται πολλούς λογισμούς για να μας παρουσιάζει τις αμαρτίες μας ολωσδιόλου μικρές, και πολλές φορές τις σκεπάζει με τη λησμοσύνη, για να υποχωρήσομε στους ασκητικούς κόπους και να μη συλλογιζόμαστε τους θρήνους για τις αμαρτίες μας. Εμείς όμως, αδελφοί, να μη λησμονούμε τις αμαρτίες μας, ακόμη και αν νομίζομε ότι συγχωρήθηκαν με τη μετάνοια, αλλά να θυμόμαστε πάντοτε τα αμαρτήματά μας και να μην πάψομε να πενθούμε γι'αυτά, ώστε έτσι να αποκτήσομε την ταπείνωση σαν καλή συγκάτοικό μας και να ξεφύγομε τις παγίδες της κενοδοξίας και υπερηφάνειας.

73. Κανένας να μη νομίζει ότι με την δική του δύναμη υποφέρει τους κόπους και κατορθώνει την αρετή. Γιατί αίτιος όλων των καλών σ'εμάς είναι ο Θεός, όπως και των κακών αίτιος είναι ο απατεώνας των ψυχών μας δαίμονας. Για όσα καλά λοιπόν κατορθώνεις, πρόσφερε την ευχαριστία στον Αίτιο. Κι εκείνα τα κακά που σε ενοχλούν, να τα αποδίδεις στον αρχηγό των κακών.

74. Εκείνος που ένωσε την πρακτική αρετή με τη θεία γνώση, είναι γεωργός αξιέπαινος που ποτίζει από δύο ολοκάθαρες πηγές το χωράφι της ψυχής του. Γιατί η γνώση δίνει φτερά στη νοερή ουσία με τη θεωρία των υψηλότερων, ενώ η πρακτική αρετή νεκρώνει τα «μέλη τα επί της γης», πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, κακή επιθυμία. Και αφού νεκρωθούν αυτά, φυτρώνουν τότε τα άνθη των αρετών, τα οποία καρποφορούν τον καρπό του Πνεύματος, αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Και τότε ο φρόνιμος αυτός γεωργός, αφού σταυρώσει το σαρκικό άνθρωπο με τα πάθη και τις επιθυμίες του, θα πει μαζί με τον Παύλο, τον θεοφόρο κήρυκα: «δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός· και τη ζωή που ζω, τη ζω με την πίστη στον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

75. Μην ξεχνάς, φιλόχριστε, και τούτο: ότι ένα πάθος, όταν βρει τόπο μέσα σου και ριζώσει με τη συνήθεια, φέρνει και άλλα πάθη μαζί του στην ίδια μάνδρα. Και αν συγκρούονται μεταξύ τους τα πάθη και οι δημιουργοί τους δαίμονες, όλοι όμως σύμφωνοι ζητούν την απώλειά μας.

76. Εκείνος που μαραίνει το άνθος της σάρκας με την άσκηση, και κόβει κάθε θέλημά της, αυτός φέρει στη θνητή σάρκα του τα στίγματα του Χριστού.

77. Οι κόποι της ασκήσεως καταλήγουν στην ανάπαυση της απάθειας, ενώ οι διάφορες απολαύσεις οδηγούν στα πάθη της ατιμίας.

78. Μη λογαριάζεις τα πολλά χρόνια που έχεις στη μοναχική ζωή, ούτε να αιχμαλωτιστείς από την καύχηση ότι υπέμεινες την έρημο και τη σκληρότητα των αγώνων, αλλά να έχεις στο νου σου το λόγο του Κυρίου, ότι είσαι ενας άχρηστος δούλος, και ότι δεν εκπλήρωσες ακόμα τις εντολές. Πράγματι, ενόσω βρισκόμαστε στον παρόντα βίο, δεν έχομε ακόμη ανακληθεί από την εξορία, αλλ'ακόμη καθόμαστε στον ποταμό της Βαβυλώνας, ακόμη ταλαιπωρούμαστε φτιάχνοντας πλίθους στην Αίγυπτο και δεν είδαμε ακόμη τη γη της επαγγελίας. Επειδή δεν ξεντυθήκαμε ακόμη τον παλαιό άνθρωπο, ο οποίος φθείρεται από τις απατηλές επιθυμίες, ούτε φορέσαμε την εικόνα του επουρανίου, αλλά φορούμε ακόμη την εικόνα του χοϊκού. Δεν έχομε λοιπόν λόγο καυχήσεως, αλλά πρέπει να χύνομε δάκρυα και να παρακαλούμε το Θεό, ο οποίος μπορεί να μας σώσει από την άθλια δουλεία του πικρότατου Φαραώ, να μας βγάλει από τη φοβερή τυραννία και να μας εισαγάγει στην καλή γη της επαγγελίας, για να αναπαυθούμε στον άγιο τόπο του Θεού και να βρεθούμε στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Υψίστου. Η επιτυχία όμως των αγαθών αυτών που υπερβαίνουν την ανθρώπινη νόηση δεν εξαρτάται από τα έργα μας, αλλά από το αμέτρητο έλεος του Θεού. Γι'αυτό ας μην πάψομε να χύνομε δάκρυα ημέρα και νύχτα ακολουθώντας εκείνον που λέει: «Απόκαμα από τους στεναγμούς μου, κάθε νύχτα λούζω το κρεβάτι μου και βρέχω το στρώμα μου με τα δάκρυά μου». Γιατί όσοι σπέρνουν με δάκρυα, θερίζουν με μεγάλη χαρά.

79. Διώχνε μακριά σου το πνεύμα της πολυλογίας. Γιατί σ'αυτή βρίσκονται φοβερότατα πάθη, το ψεύδος, η θρασύτητα, οι αστειότητες, η αισχρότητα, η μωρολογία και γενικώς όπως έχει λεχθεί: «από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία». Ο σιωπηλός όμως άνθρωπος είναι θρόνος της επιγνώσεως. Αλλά και λόγο θα δώσομε για κάθε λόγο περιττό και ανωφελή, είπε ο Κύριος. Επομένως η σιωπή είναι πολύ αναγκαία και ωφέλιμη.

80. Σ'εκείνους που μας κακολογούν και μας υβρίζουν ή με κάποιο τρόπο μας κακομεταχειρίζονται, έχομε εντολή να μην ανταποδίδομε την κακολογία ή την κακομεταχείριση, αλλά μάλλον να τους εγκωμιάζομε και να τους ευλογούμε. Γιατί στο μέτρο που ειρηνεύομε με τους ανθρώπους, πολεμούμε τους δαίμονες· ενώ όταν μνησικακούμε και πολεμούμε τους αδελφούς μας, έχομε ειρήνη με τους δαίμονες, με τους οποίους έχομε διδαχθεί να έχομε τέλειο μίσος και ασυμφιλίωτο πόλεμο.

81. Απόφευγε να εξαπατάς τον πλησίον σου με δόλια γλώσσα, για να μην εξαπατηθείς από τον εξολοθρευτή. Γιατί άκουσα από τον προφήτη ότι «τον αιμοχαρή και δόλιο άνθρωπο ο Κύριος τον αποστρέφεται», και «ας εξολοθρεύσει ο Κύριος όλα τα δόλια χείλη και κάθε γλώσσα που λέει μεγάλα λόγια». Επίσης απόφευγε να επιπλήξεις το παράπτωμα του αδελφού σου, για να μην ξεπέσεις από την καλωσύνη και την αγάπη. Εκείνος που δεν έχει καλωσύνη και αγάπη στον αδελφό του, δεν γνώρισε το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη, καθώς φωνάζει ο Ιωάννης, ο γιος της βροντής, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού. «Γιατί αν ο Χριστός, λέει, ο Σωτήρας όλων, έδωσε για χάρη μας τη ζωή Του, το ίδιο και εμείς οφείλομε να δίνομε τη ζωή μας για χάρη των αδελφών μας».

82. Δικαιολογημένα η αγάπη ονομάστηκε μητρόπολη των αρετών και συγκεφαλαίωση του νόμου και των προφητών. Ας καταβάλλομε λοιπόν κάθε κόπο μέχρις ότου επιτύχομε την ιερή αγάπη. Με αυτήν ας αποτινάξομε την τυραννία των παθών και ας υψωθούμε στους ουρανούς πετώντας με τα φτερά των αρετών και θα δούμε το Θεό, όσο είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση.

83. Αφού ο Θεός είναι αγάπη, εκείνος που έχει την αγάπη, έχει το Θεό μέσα του. Ενώ όταν απουσιάζει η αγάπη, δεν έχομε καμιά ωφέλεια, ούτε μπορούμε να πούμε ότι αγαπούμε το Θεό. Γιατί λέει η Γραφή: «Αν κανείς πει ότι αγαπά το Θεό και μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης». Και πάλι λέει: «Κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό. Αν όμως αγαπάμε ο ένας τον άλλον, ο Θεός μένει μέσα μας και αισθανόμαστε τέλεια την αγάπη Του μέσα μας». Από αυτά φαίνεται ότι η αγάπη περιέχει όλα τα αγαθά και βρίσκεται στην κορυφή όλων όσα λέει η Αγία Γραφή. Και δεν υπάρχει είδος αρετής, με την οποία ο άνθρωπος φιλιώνεται και ενώνεται με το Θεό, που δεν εξαρτάται από την αγάπη και δεν περιλαμβάνεται μέσα σ'αυτήν για να το συγκρατεί και να το φυλάει με τρόπο ανέκφραστο.

84. Όταν δεχόμαστε τους αδελφούς που μας επισκέπτονται, να μην το θεωρούμε σαν ενόχληση και διακοπή της ησυχίας, για να μη ξεπέσομε από το νόμο της αγάπης· ούτε να τους φιλοξενούμε σαν να τους κάνομε χάρη, αλλά μάλλον να τους φιλοξενούμε σαν να δεχόμαστε εμείς χάρη και σαν να είμαστε υποχρεωμένοι γι1 αυτό, παρακαλώντας τους με χαρά, όπως μας έδωσε παράδειγμα ο πατριάρχης Αβραάμ. Γι'αυτό και ο Θεολόγος διδάσκει λέγοντας: «Παιδιά μου, ας μην αγαπούμε με τα λόγια, μήτε με τη γλώσσα, αλλά έμπρακτα και αληθινά. Και από αυτό θα γνωρίσομε ότι είσαστε παιδιά της αλήθειας».

85. Ο πατριάρχης Αβραάμ, έχοντας ως έργο τη φιλοξενία, καθόταν μπροστά στη σκηνή του και προσκαλούσε όσους περνούσαν και έστρωνε σε όλους το τραπέζι, σε ασεβείς και βαρβάρους, χωρίς να κάνει διάκριση. Γι'αυτό και έγινε άξιος για το θαυμαστό εκείνο συμπόσιο, να φιλοξενήσει αγγέλους και τον Κύριο των όλων. Κι εμείς λοιπόν, με μεγάλη επιμέλεια και προθυμία ας φροντίζομε για τη φιλοξενία, για να υποδεχθούμε όχι μόνον αγγέλους, αλλά και το Θεό. Γιατί λέει ο Κύριος: «Αφού κάνατε το καλό σ'έναν από αυτούς τους ελάχιστους, το κάνατε σ'εμένα». Καλό λοιπόν είναι να ευεργετούμε όλους, και μάλιστα εκείνους που δεν μπορούν να μας το ανταποδώσουν.

86. Εκείνος που δεν τον κατηγορεί η καρδιά του για παράβαση ή παραμέληση εντολής του Θεού ή για παραδοχή αμαρτωλής σκέψεως, αυτός μπορεί να είναι ο καθαρός στην καρδιά και άξιος να ακούσει το λόγο: «Μακάριοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό».

87. Ας φροντίσομε να καθοδηγούμε τις αισθήσεις μας με τη λογική, μάλιστα τα μάτια, τα αυτιά και τη γλώσσα, ώστε όχι εμπαθώς, αλλά για ωφέλεια μας να βλέπομε, να ακούμε και να μιλάμε. Γιατί κανένα άλλο δεν γλιστράει ευκολότερα στην αμαρτία όσο αυτά τα όργανα, όταν δεν καθοδηγούνται από τη λογική. Και πάλι, κανένα άλλο δεν είναι πιο κατάλληλο από αυτά να οδηγεί στη σωτηρία, όταν η λογική τα διευθύνει και τα ρυθμίζει και τα οδηγεί στο αγαθό. Όταν αυτά όμως ατακτούν, τότε και η όσφρηση εκθηλύνεται, και η αφή απλώνεται με αυθάδεια, και αναρίθμητο πλήθος πάθη έρχονται μέσα μας. Όταν αυτά διευθύνονται από τη λογική με ευταξία, πολλή ειρήνη και σταθερή γαλήνη απλώνεται σ'όλο τον άνθρωπο.

88. Το πολύτιμο άρωμα, ακόμη και κλεισμένο σε δοχείο, γεμίζει από την ευωδία του τον αέρα και ευχαριστεί όχι μόνον εκείνους που είναι κοντά, αλλά και εκείνους που είναι γύρω. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ευωδία της ψυχής που είναι ενάρετη και αγαπά το Θεό, ξεχύνεται από το σώμα με όλες τις αισθήσεις και φανερώνει την εσωτερική αρετή. Γιατί ποιος θα δει μια γλώσσα που να μη λέει τίποτε το κακό και ανάρμοστο, αλλά κάθε καλό και ωφέλιμο, και μάτια συμμαζεμένα, και ακοή που να μη δέχεται ανάρμοστα τραγούδια και λόγια, και πόδια που βαδίζουν με σεμνότητα, και πρόσωπο όχι αφημένο στα γέλια, αλλά μάλλον έτοιμο για δάκρυα και πένθος, ποιος θα δει αυτά και δεν θα εννοήσει ότι εσωτερικά υπάρχει πολλή ευωδία των αρετών; Γι'αυτό και ο Σωτήρας λέει: «Έτσι ας λάμψει το φως σας μπροστα στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας στους ουρανούς».

89. Εκείνη την οποία ο Χριστός και Θεός μας στα Ευαγγέλια ονόμασε «στενή οδό», αυτήν πάλι την είπε «καλό ζυγό και ελαφρό φορτίο». Πώς λοιπόν συμβιβάζονται αυτά τα δύο που φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους; Οπωσδήποτε, επειδή για την ανθρώπινη φύση είναι σκληρή και ανηφορική η οδός αυτή, ενώ για την προαίρεση εκείνων που την κατορθώνουν και για τις καλές ελπίδες της είναι επιθυμητή και αξιαγάπητη και προξενεί ηδονή μάλλον παρά θλίψη στις ψυχές που αγαπούν την αρετή. Γι'αυτό μπορεί να δει κανείς ότι με περισσότερη προθυμία βαδίζουν εκείνοι που διάλεξαν τη στενή και δύσκολη οδό, παρά εκείνοι που διάλεξαν την ευρύχωρη και πλατιά. Άκουσε και τον μακάριο Λουκά που λέει ότι αφού μαστιγώθηκαν οι Απόστολοι, αναχώρησαν από το συνέδριο χαρούμενοι, αν και δεν είναι τέτοια η φύση του μαστιγώματος· γιατί το μαστίγωμα δεν προκαλεί ηδονή και χαρά, αλλά οδύνη και πόνο. Αν το μαστίγωμα για χάρη του Χριστού γέννησε χαρά, τι το θαυμαστό αν και η λοιπή κακοπάθεια και ταλαιπωρία του σώματος για χάρη του Χριστού φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα;

90. Όταν τυραννούμαστε και αιχμαλωτιζόμαστε από τα πάθη, έχομε συχνά την απορία, γιατί τα υποφέρομε αυτά; Πρέπει λοιπόν να γνωρίζομε ότι επειδή απομακρυνόμαστε από την θεωρία του Θεού, συμβαίνουν σ'εμάς τέτοιες αιχμαλωσίες. Αν όμως προσηλώσει κανείς το νου του χωρίς περισπασμούς στον Κύριο και Θεό μας, είναι αξιόπιστος αυτός, ο Σωτήρας των όλων, να λυτρώσει την ψυχή από κάθε εμπαθή αιχμαλωσία, όπως λέει ο προφήτης: «Έβλεπα τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου, ότι ήταν στα δεξιά μου για να μην κλονιστώ». Και τι γλυκύτερο και ασφαλέστερο από το να έχει κανείς πάντοτε τον Κύριο στα δεξιά του να τον σκεπάζει, να τον φυλάγει και να μην τον αφήνει να κλονιστεί; Το να το επιτύχομε αυτό, εξαρτάται από εμάς.

91. Σωστά είπαν οι Πατέρες και δεν παίρνει αντίρρηση, ότι δεν βρίσκει ο άνθρωπος ανάπαυση διαφορετικά, αν δεν βάλει βαθιά μέσα του ένα τέτοιο λογισμό, ότι μόνο αυτός και ο Θεός είναι στον κόσμο, χωρίς να περιπλανιέται σ'ο,τιδήποτε ο νους του, αλλά Εκείνον μόνο να ποθεί, σ'Εκείνον μόνο να είναι προσκολλημένος. Αυτός θα βρει την πραγματική ανάπαυση και ελευθερία από την τυραννία των παθών. Γιατί λέει η Γραφή: «ενώθηκε μ'εσένα η ψυχή μου και σ'ακολουθεί· με κράτησε στερεά το δεξί Σου χέρι».

92. Η φιλαυτία, η φιληδονία και η φιλοδοξία διώχνουν από την ψυχή τη μνήμη του Θεού. Η φιλαυτία γεννά αφάνταστα κακά, κι όταν λείψει η μνήμη του Θεού, τότε σηκώνεται μέσα μας η ταραχή των παθών.

93. Εκείνος που έβγαλε με τη ρίζα από την καρδιά του τη φιλαυτία, εύκολα θα νικήσει και τα λοιπά πάθη με την βοήθεια του Κυρίου. Γιατί από τη φιλαυτία γεννιούνται και η οργή και η λύπη και η μνησικακία και η φιληδονία και η θρασύτητα· επειδή εκείνος που νικήθηκε από τη φιλαυτία, είναι αιχμάλωτος και των λοιπών παθών. Φιλαυτία είναι η εμπαθής διάθεση και φιλία προς το σώμα και η εκπλήρωση των σαρκικών θελημάτων.

94. Ό,τι αγαπά κανείς, με αυτό επιθυμεί να βρίσκεται αχώριστα και αδιάλειπτα και αποστρέφεται όλα όσα τον εμποδίζουν από την συνομιλία και συναναστροφή με αυτό. Είναι λοιπόν φανερό, ότι εκείνος που αγαπά το Θεό, επιθυμεί με πόθο να βρίσκεται συνέχεια και να συναναστρέφεται μαζί Του. Αυτό έρχεται σ'εμάς με την καθαρή προσευχή. Γι'αυτήν την προσευχή ας φροντίσομε με όλη μας τη δύναμη. Γιατί αυτή από τη φύση της μας κάνει οικείους και φίλους με τον Κύριο. Τέτοιος ήταν εκείνος που έλεγε: «Θεέ μου, Θεέ μου, σ'Εσένα προσεύχομαι από πολύ πρωί· σ'έχει διψάσει η ψυχή μου». Προσεύχεται από πολύ πρωί στο Θεό εκείνος που απομάκρυνε το νου του από κάθε κακία και είναι πληγωμένος αγιάτρευτά από τον θείο έρωτα.

95. Έχομε μάθει ότι από την εγκράτεια και την ταπείνωση γεννιέται η απάθεια, κι από την πίστη, η πνευματική γνώση. Από αυτά προχωρεί η ψυχή στη διάκριση και την αγάπη. Αφού οικειοποιηθεί τη θεία αγάπη, ανεβαίνει προς το ύψος της με τα φτερά της καθαρής προσευχής ακατάπαυστα, μέχρις ότου φτάσει στην πλήρη γνώση του Υιού του Θεού και γίνει τέλειος άνδρας με την πλήρη τελειότητα που είχε ο Χριστός, όπως λέει ο Απόστολος.

96. Με την πρακτική αρετή υποδουλώνεται η επιθυμία και χαλιναγωγείται ο θυμός. Με την πνευματική γνώση και τη θεωρία, ο νους παίρνει φτερά, και αφού σηκωθεί ψηλά από τα υλικά, αναχωρεί προς το Θεό και αποκτά την αληθινή μακαριότητα.

97. Ο πρώτος αγώνας μας είναι να ελαττώσομε τα πάθη και να τα νικήσομε κατά κράτος. Δεύτερος αγώνας είναι η απόκτηση των αρετών και να μην αφήσομε άδεια και άπρακτη την ψυχή μας. Τρίτο αγώνισμα του πνευματικού δρόμου είναι να φυλάγομε άγρυπνα τους καρπούς των αρετών και των κόπων μας. Γιατί έχομε προσταγή, όχι μόνο να εργαζόμαστε με κόπο, αλλά και να φυλάγομε άγρυπνα.

98. «Να έχετε πάντα ζωσμένη τη μέση σας, και τα λυχνάρια σας αναμμένα», λέει ο Κύριος. Ζώνη καλή της μέσης με την οποία μπορούμε να γίνομε ελαφροί και ευκίνητοι, είναι η εγκράτεια ενωμένη με ταπείνωση καρδιάς. Εγκράτεια εννοώ την αποχή από όλα τα πάθη. Φλόγα του πνευματικού λυχναριού είναι η καθαρή προσευχή και η τέλεια αγάπη. Εκείνοι λοιπόν που ετοίμασαν τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο, είναι πράγματι όμοιοι με ανθρώπους που περιμένουν τον Κύριό τους, οι οποίοι όταν έρθει και χτυπήσει την πόρτα, αμέσως θα ανοίξουν και θα μπει μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και θα κατοικήσουν σ'αυτόν μακάριοι οι δούλοι, τους οποίους όταν έρθει ο Κύριος θα τους βρει να είναι έτοιμοι.

99. Πρέπει ο μοναχός, ως υιός να αγαπά το Θεό με όλη την καρδιά και με όλη τη διάνοια· ως δούλος να ευλαβείται και να υπακούει σ'Αυτόν και με φόβο και τρόμο να εκτελεί τις εντολές Του. Πρέπει να είναι θερμός κατά το πνεύμα, ντυμένος με την πανοπλία του Αγίου Πνεύματος, να ζητεί την απόλαυση της αιώνιας ζωής και να εκτελεί όλα τα διαταγμένα χωρίς να παραλείπει τίποτα, να έχει νήψη και να φυλάγει την καρδιά του από πονηρούς λογισμούς, να έχει ακατάπαυστα τη θεία μελέτη με αγαθές σκέψεις, να εξετάζει κάθε ημέρα τον εαυτό του για τους κακούς λογισμούς και πράξεις και να διορθώνει ό,τι σφάλμα έκανε. Να μην υπερηφανεύεται όμως για όσα κατορθώνει, αλλά να λέει ότι είναι άχρηστος δούλος και ότι απέχει πολύ από το να εκπληρώσει εκείνα που οφείλει, και να ευχαριστεί τον Άγιο Θεό και σ'Αυτόν να αποδίδει τη χάρη των κατορθωμάτων της αρετής. Να μην κάνει τίποτε από κενοδοξία ή για να αρέσει στους ανθρώπους, αλλά να ασκεί την αρετή κρυφά και μόνο τον έπαινο από το Θεό να ζητά. Προπάντων και πάνω απ'όλα, να έχει περιχαρακωμένη την ψυχή του με ορθόδοξη πίστη, σύμφωνα με τα θεία δόγματα της Εκκλησίας που διατύπωσαν οι θεοκήρυκες Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες. Εκείνοι που ζούν έτσι, θα έχουν πολλή ανταπόδοση, ζωή ατελεύτητη, διαμονή ακατάλυτη κοντά στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και τρισυπόστατη Θεότητα.

100. «Τέλος του λόγου μας —είπε ο Εκκλησιαστής— να ακούς το παν· να φοβάσαι το Θεό, να τηρείς τις εντολές Του· αυτό είναι όλος ο άνθρωπος». Εγώ, λέει, σου δείχνω συνοπτικό και σύντομο δρόμο σωτηρίας: να φοβάσαι το Θεό και να τηρείς τις εντολές Του. Όχι να έχεις τον προκαταρκτικό φόβο για την κόλαση, αλλά τον τέλειο, εκείνον που φέρνει στην τελειότητα, τον οποίο οφείλομε να έχομε για την στοργική αγάπη Εκείνου που τον διέταξε. Γιατί αν δεν κάνομε αμαρτίες για το φόβο της κολάσεως, είναι φανερό ότι αν δεν υπήρχε η τιμωρία, θα αμαρτάναμε, αφού η προαίρεσή μας κλίνει προς την αμαρτία. Αν όμως απέχομε από τα κακά επειδή τα μισήσαμε και όχι για την απειλή της κολάσεως, τότε εργαζόμαστε τις αρετές από αγάπη προς τον Κύριο, φοβούμενοι μην τυχόν παρασυρθούμε στο κακό. Όταν φοβόμαστε μην τυχόν παραβλέψομε καμία εντολή, αυτός ο φόβος είναι αγνός, που γίνεται μόνο για το καλό, και καθαρίζει τις ψυχές μας και ισοδυναμεί με την τέλεια αγάπη. Εκείνος που έχει αυτόν τον φόβο και τηρεί τις εντολές, αυτός είναι «όλος ο άνθρωπος», δηλαδή ο τέλειος, που δεν του λείπει τίποτε. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας φοβηθούμε το Θεό και ας φυλάξομε τις εντολές Του για να είμαστε τέλειοι και ολοκληρωμένοι στις αρετές και να έχομε φρόνημα ταπεινωμένο και καρδιά με συντριβή, λέγοντας συνεχώς την ευχή του θείου και μεγάλου Αρσενίου προς τον Κύριο: «Θεέ μου, μη με εγκαταλείπεις· κανένα καλό δεν έκανα ενώπιόν Σου, αλλά δος μου για την ευσπλαχνία Σου να βάλω αρχή». Γιατί ολόκληρη η σωτηρία μας εξαρτάται από τους οικτιρμούς και τη φιλανθρωπία του Θεού. Σ'Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη και η προσκύνηση, στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.



----------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 12-33)






Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.de/

Προσεχώς 1

Προσεχώς 2

Προσεχώς 3


Προσεχώς 4

Οταν αγαπάς αληθινά ποτέ δεν θυμώνεις αλλά είσαι πάντοτε ήρεμος σαν το γαλήνιο δάσος

$
0
0
Πραγματικά αυτός που θυμώνει δεν παραπαίει λιγότερο από αυτούς που κατέχονται από μανία. Πρόσεξε λοιπόν ό,τι ακριβώς συμβαίνει στους τρελλούς, όταν ο δαίμονας εκείνος εισέλθει σ’αυτούς και τους κάνει παράφρονες και τους παρασύρει να κάνουν αντίθετα από όσα βλέπουν...


Με τον ίδιον τρόπο και αυτοί που θυμώνουν δεν αναγνωρίζουν τους παρόντας, δεν θυμούνται τη συγγένεια, ούτε τη φιλία, ούτε το αξίωμα, ούτε αντιλαμβάνονται τίποτε άλλο, αλλά τυραννούμενοι από το θυμό τους, οδηγούνται στον γκρεμό”
ΑΓΙΟΣ ΙΩΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ


Ο θυμός είναι μέθη της ψυχής, διότι την κάμνει παράφρονα όπως ο οίνος...Σκέψου τον οργιζόμενον πως μεθά με το πάθος. Ο ίδιος δεν είναι κύριος του εαυτού του. Δεν γνωρίζει αυτούς που είναι παρόντες. Ωσάν να μάχεται μέσα στην νύχτα πιάνει το κάθε τι, σκοντάπτει σ’όλα, δεν ξέρει τι λέγει, ειναι δυσκολοσυγκράτητος. Υβρίζει, κτυπά, απειλεί, κραυγάζει, ξεσχίζεται. Να παοφεύγεις την μέθη αυτή.”
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ


Αλλοίμονον σ’αυτούς που μεθούν όχι από κρασί, ο θυμός είναι της ψυχής και την βγάζει από τα λογικά της, όπως το κρασί.Μην πασχίζεις να είσαι εγκρατής, αφού έχεις διώξει απο μέσα σου την πραότητα. Γιατί όποιος απέχει από τα φαγητά και ποτά και θυμώνει αλόγιστα, μοιάζει με θαλασσοπόρο καράβι, που έχει το διάβολο για καπετάνιο του”.
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ


Είναι αδύνατο να οργισθή κανείς εναντίον του πλησίον, αν πρώτα δεν υπερηφανευτεί εσωτερικά απέναντι του, κι αν δεν τον περιφρονήσει και αν δεν θεωρήσει τον εαυτόν του καλύτερον από αυτόν”
ΑΒΒΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ


Ο θυμός δείχνει άνθρωπο γεμάτο από υπερηφάνεια...Λέγε μας, ω παράφρον και άσεμνε, τα ονόματα του πατέρα σου και της μητέρας σου, που κακώς σε εγέννησαν, καθώς και των βδελυκτών θυγατέρων σου... Και αυτός, ο θυμός δηλαδή, απαντώντας θα μας πεί περίπου τα εξής...Εκείνος που με εγέννησε ονομάζεται τύφος, δηλαδή έπαρσις....Μητέρα μου είναι η κενοδοξία...Οι δε θυγατέρες μου ονομάζονται μνησικακία, έχθρα, δικαιολογία και μίσος. Οι εχθροί μου από τους οποίους τώρα κρατούμαι δεμένος είναι οι αντίπαλοι των θυγατέρων μου , η αοργησία δηλαδή η πραότης. Αυτή που με επιβουλεύεται ονομάζεται ταπεινοφροσύνη...”
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ


Η αγάπη δεν γνωρίζει να θυμώνει ή να παροξύνεται ή ναμέμφεται κάποιον με εμπάθεια”
ΟΣΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ


Αν σε βρίσει κανείς απ’τους αδελφούς ή σε θλίψει, να προσεύχεσαι πολύ γι’αυτόν. Οπως είπαν οι Πατέρες, σαν να είναι μεγάλος σου ευεργέτης και γιατρός της φιληδονίας σου. Κάνοντας αυτά θα μειωθεί ο θυμός σου, εφ’όσον βέβαια, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, “χαλινάρι του θυμού είναι η αγάπη”.
ΑΒΒΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ


Κι αν σου χρειάζεται φάρμακο μεγαλύτερο για το θυμό σου, κοίταξε τους βίους των αγίων των παλαιών και των νέων, όσοι με τη ζωή τους απόκτησαν παρρησία, ποιοί από αυτούς ήταν εξαιρετικά αγαπητοί στο Θεό, και ποιό ήταν το πρώτο ή το μεγαλύτερο που έκαναν.

Ο μέγας Μωϋσής και ο Ααρών, οι πολυαγαπημένοι...Αυτοί μαστιγωμένοι στην Αίγυπτο από τόσες πληγές, τον έβλεπαν ασωφρόνιστο, αλλ’ όμως με πραότητα αντιμετώπιζαν την θρασύτητα του Φαραώ...Είναι καλύτερο να περιφρονείς ένα θρασύ, παρά ένα πράο...

Επαινώ τον Σαμουήλ(τόν προφήτη), που δυσφορώντας για την περιφρόνηση, όταν ο Σαούλ, έσκισε το επανωφόρι του, όμως ύστερα αξιώθηκε να του ζητηθή συγνώμη. Συγχώρεσε ευθύς με το λόγο του το σφάλμα. Τι άλλο απο αυτό θα ήταν πιο ήρεμο και θεάρεστο;

Θυμήσου τον Δαβίδ και την μουσική της κιθάρας του, που με αυτήν κάποτε από το πονηρό πνεύμα του Σαούλ ελευθέρωσε. Επειτα ο Σαούλ στάθηκε αχάριστος. Φεύγοντας και περιπλανώμενος σε δρόμο με κίνδυνο της ζωής του, όταν του έπεσε στα χέρια του ο Σαούλ, τον λυπήθηκε...Και μήπως δεν ανεχόταν τον υβριστή του Σεμεΐ, που προμηνούσε απαίσια για τη θριαμβευτική είσοδο του; (ο Σεμεΐ έβριζε χυδαιότατα τον Δαβίδ και ο μακάριος Δαβίδ με απάθεια έλεγε στη συνοδεία του:αφήστε τον, ο Θεός τον έβαλε να με υβρίζει, για να δει την ταπείνωσή μου και να με ελεήσει)”
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

$
0
0
Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη

Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος πίστις μας δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἰδεολογίες ἢ τὶς φιλοσοφίες ἢ ἀκόμη καὶ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς τὸν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι ὁ θεὸς τῶν φιλοσόφων, δηλαδὴ μία ἰδέα ἢ μία ὑψίστη ἀπρόσωπη ἀρχὴ ἢ μία θρησκευτικὴ ἀξία, στὴν ὁποία ἀναγόμαστε ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς κατώτερες ἀξίες.



Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε σὲ Θεὸ προσωπικό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸς ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του σὲ ἐμᾶς διὰ τοῦ δευτέρου προσώπου Του, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σαρκώνεται, κηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιο, θαυματουργεῖ, σταυρώνεται, ἀνίσταται ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀναλαμβάνεται στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀποστέλλει τὸν Παράκλητο, γιὰ νὰ μᾶς ἑνώση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ ἀποκαταστήση τὴν διαταραχθεῖσα σχέσι μαζί Του. Νὰ μᾶς φέρη σὲ προσωπικὴ συνάντησι, κοινωνία, καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό.

Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι προσωπικός, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ μαζί Του σχέσι ποὺ καλλιεργεῖ ἡ προσευχή. Ἂν ὁ Θεὸς ἦταν ἰδέα, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μὲ λογικὲς ἀποδείξεις. Προσεύχου καὶ ἀγάπα τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν γνωρίσης, μποροῦμε νὰ ποῦμε σὲ κάποιον ποὺ ψάχνει γιὰ τὸν Θεό.

Διά τῆς προσευχῆς ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς γίνεται σὲ μᾶς προσιτός. Ὁ ἄγνωστος Θεὸς γίνεται γνωστός. Ὁ ξένος Θεὸς γίνεται οἰκεῖος καὶ φίλος.

Αὐτὸν τὸν δρόμο μᾶς ὑπέδειξε ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς προσευχόταν συχνὰ “ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ”.

Μᾶς δίδαξε ἀκόμη ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμεθα μὲ ταπείνωσι, ἀμνησικακία, ὑπομονή. Μᾶς ἄφησε δὲ καὶ τύπον, ὑπόδειγμα προσευχῆς τὴν γνωστὴ σὲ ὅλους τους χριστιανοὺς “Κυριακὴ Προσευχή”, τὸ “Πάτερ ἡμῶν”.

Ἡ ἀξία τῆς προσευχὴ αὐτῆς εἶναι ἀνθρωπίνως ἀνεκτίμητος:

Πρῶτον,διότι εἶναι θεοπαράδοτος.

Δεύτερον, διότι μὲ αὐτὴν προσευχήθηκαν καὶ ἁγιάστηκαν ἡ Παναγία μας, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὅσιοι Πατέρες, οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ ὅλων τῶν αἰώνων.

Τρίτον, διότι συνοψίζει ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅλα τὰ δόγματα τῆς Πίστεώς μας.

Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο: “Ἡ προσευχὴ αὐτὴ περιέχει αἴτηση ὅλων ὅσα προξένησε μὲ τὴν κένωσή Του κατὰ τὴν σάρκωση ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκει νὰ ἐπιδιώκουμε ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μόνον ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, μέσω τῆς φυσικῆς μεσιτείας τοῦ Υἱοῦ, χορηγεῖ ἀληθινὰ μὲ τὸ “Ἅγιο Πνεῦμα”. Εἶναι δὲ τὰ δῶρα αὐτὰ ἑπτά: “Θεολογία, υἱοθεσία διὰ τῆς Χάριτος, ἰσοτιμία πρὸς τοὺς ἀγγέλους, μετοχὴ στὴν αἰώνιο ζωή, ἀποκατάστασις τῆς φύσεως ποὺ στρέφεται ἀπαθῶς στὸν ἑαυτό της, κατάλυσις τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας, καὶ κατάργησις τῆς τυραννίας τοῦ πονηροῦ ποὺ κυριάρχησε πάνω μας μὲ ἀπάτη”1. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ἀκολουθίες τοῦ ἡμερονυκτίου ἀπαγγέλλεται 16 φορές, κατὰ δὲ τὴν Μέγ. Τεσσαρακοστὴ 22 φορές.

Εἶναι ἀκόμη τρόπον τινὰ καὶ μία σύνοψις τῆς Θείας Λειτουργίας.

Ἄς ἐντρυφήσωμε στὰ θεία καὶ σωτήρια νοήματά της, μὲ χειραγωγοὺς τοὺς ἁγίους Πατέρας μας, ὥστε νὰ τὴν προσευχώμεθα μὲ περισσότερο πόθο καὶ ἐπίγνωσι.


Πάτερ

Ἡ Κυριακὴ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ αὐτὴ τὴν ἐπίκλησι. Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα.

Πατέρα, γιατί εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ πλάστης μας. Ὁ χορηγός τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς.

Πατέρα, γιατί γιὰ μᾶς τούς χριστιανοὺς εἶναι καὶ ὁ χορηγός του εὖ εἶναι, τῆς υἱοθεσίας, τὴν ὁποία μᾶς ἐχάρισε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρὸ Χριστοῦ, λόγω τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, εἴμεθα ὄχι μόνο χωρισμένοι ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί Του. Ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του καὶ τὸν σταυρικό Του θάνατο μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεὸ-Πατέρα καὶ μᾶς ἔκανε κατὰ χάριν παιδιά Του. Τὴν χάρι τῆς υἱοθεσίας ἐλάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἔτσι ἐγίναμε καὶ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς».

Εἶναι λοιπὸν Πατέρας, γιατί μᾶς δίδει τὴν ζωὴ· καὶ ὄχι μόνο τὴν ζωή, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ τὴν ζωή Του.

Καὶ ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: “Ὁ γὰρ Πατέρα εἰπών τὸν Θεόν, καὶ ἁμαρτημάτων ἄφεσιν καὶ κολάσεως ἀναίρεσιν καὶ υἱοθεσίαν καὶ κληρονομίαν καὶ ἀδελφότητα τὴν πρὸς τὸν Μονογενῆ καὶ Πνεύματος χορηγίαν, διὰ τῆς μίας ταύτης ὡμολόγησε προσηγορίας”2. Προσφωνοῦντες τὸν πανάγιον Θεὸν καὶ παντοδύναμον Δημιουργόν τοῦ παντὸς “Πατέρα”, ὁμολογοῦμε ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς τὰ ἀνάξια παιδιά Του, καὶ μάλιστα διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔτσι ἡ ἐπίκλησις “Πάτερ” μᾶς ἀνάγει στὸ τριαδικό τοῦ Θεοῦ.

Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: “Πρεπόντως ὁ Κύριος διδάσκει ἀμέσως ν’ ἀρχίσουν (οἱ προσευχόμενοι) ἀπὸ τὴν θεολογία· ἐπίσης εἰσάγει τὰ ὄντα, Αὐτὸς ποὺ εἶναι κατὰ τὴν οὐσία αἴτιος τῶν ὄντων. Γιατί τὰ λόγια τῆς προσευχῆς περιέχουν φανέρωση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατέρα, καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ μάθομε εὐθὺς ἐξαρχῆς νὰ σεβόμαστε τὴν ἐν Μονάδι Τριάδα καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε. Ἐπειδὴ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός. Καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα”3.

Ἡ ἄπειρη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του μᾶς ἐπιτρέπει καὶ προτρέπει νὰ τὸν ὀνομάζουμε πατέρα μας.

Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου.

«Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς κατὰ τὸ ψαλμικό, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ὑψωθῶ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητά, τὰ ἀλλοιούμενα καὶ μεταβαλλόμενα, στὸν Ἀμετάβλητο καὶ Ἀναλλοίωτο καὶ μὲ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἄτρεπτη καὶ ἀκλινῆ νὰ Τὸν οἰκειωθῶ πρῶτα μὲ τὴν προαίρεσί μου καὶ ἔπειτα νὰ Τὸν ἐπικαλεσθῶ μὲ τὴν πολὺ οἰκεία ἐπίκλησι καὶ νὰ εἰπῶ: «Πατέρα». Τί ψυχὴ πρέπει νὰ ἔχει αὐτὸς πού ἔτσι θὰ ὁμιλήση στὸν Θεό; Πόση παρρησία; Ποιὰ συνείδησι;”4. Μεγάλο καὶ ἀνεκτίμητο τὸ δῶρο. Ὅσες φορὲς θελήσουμε, μποροῦμε νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὀνομάσουμε Πατέρα μας. Καὶ ἀκόμη, ὅταν ὁ χριστιανὸς ἀξιωθῆ καὶ λάβη αἰσθητῶς τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε καὶ αἰσθάνεται καρδιακὰ τὴν πατρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν υἱότητα τὴν ἰδική του. Αἰσθάνεται υἱικὴ καὶ τρυφερὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα. Αἰσθάνεται ὡς φιλοπάτωρ υἱὸς φιλοστόργου Πατρός.

Τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κράζει στὴν καρδιὰ μας ἀββᾶ ὁ Πατήρ, δηλαδὴ Πατερούλη, Πατερούλη, δημιουργώντας αὐτὴ τὴν τρυφερὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. “Ότι δὲ ἐστὲ υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον: ἀββᾶ ὁ πατήρ”.

Κατ’ εἰκόνα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς μποροῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ γινώμεθα ἀληθινοὶ πατέρες, πνευματικοὶ ἢ σαρκικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι δὲν ὀνομάζουμε τὸν Θεὸν Πατέρα κατ’ ἀναλογίαν τῶν ἀνθρώπων πατέρων, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους πατέρας κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός, “ἐξ οὗ, κατὰ τὸν μέγαν Παῦλον, πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται”5.Ἂν οἱ ἐπίγειοι πατέρες ἀντανακλοῦν τὴν χάρι καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανίου Πατρός, τότε εἶναι καὶ ἀληθινοὶ πατέρες. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρι δὲν εἶναι ἀληθινοὶ καὶ γνήσιοι πατέρες καὶ δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν κάτι οὐσιαστικὸ στὰ παιδιά τους. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, δὲν μποροῦν νὰ γίνουν γνήσιοι καὶ σωστοὶ πατέρες.

Πόσοι ἄνθρωποι δὲν ὑποφέρουν σήμερα γιατί δὲν γνώρισαν ἕνα ἀληθινὸ καὶ στοργικὸ πατέρα;

Ἑτερόδοξος χριστιανός, ποὺ προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία, εἶπε ὅτι ἔγινε ὀρθόδοξος γιατί μόνο στὴν Ὀρθοδοξία βρῆκε πνευματικοὺς πατέρας, χάρισμα ποὺ χάθηκε στὸν δυτικὸ χριστιανισμό.

Θυμοῦμαι τὴν περίπτωση τοῦ Ρουμάνου συγγραφέως Βιργκὶλ Γκεωργκίου πού, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, στὸ πρόσωπο τοῦ πτωχοῦ ἀλλὰ ἁγίου ἱερέως πατέρα του εἶδε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ὅραμα δὲν τὸν ἄφησε ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ διάστημα τῆς πολυκυμάντου ζωῆς του.

Προσφωνώντας τὸν Θεό, Πατέρα, ἀναγνωρίζουμε τὴν πατρική Του πρόνοια γιά μᾶς. Δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Δὲν βρισκόμαστε στὴν ζωὴ γιατί ἔτσι τὸ θέλει κάποια τύχη ἢ τυφλὴ εἱμαρμένη. Εἴμαστε πλάσματα τῆς ἀγάπης Του καὶ βρισκόμαστε συνεχῶς κάτω ἀπὸ τὴν πατρική Του παρακολούθησι καὶ φροντίδα. Ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς βρίσκεται ἡ παιδαγωγοῦσα καὶ θεραπεύουσα ἀγάπη Του.

Τὴν πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: “Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας, διατὶ μᾶς ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην, εὐρύχωρον, ἐδῶ πρόσκαιρα νὰ κατοικοῦμεν, τόσες χιλιάδες-μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, ἀέρα, ἡμέρα, νύκτα, φωτιά, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποιὸν τὰ ἔκαμε; διά τ’ ἐμᾶς. Τί μᾶς ἐχρεωστοῦσε; τίποτε. Ὅλα χάρισμα. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκανε ζῶα, μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ ὄχι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Καὶ μὲ ὅλον ὁπού ἁμαρτάνομεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν Κόλασιν, ἀλλὰ καρτερεῖ τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας του ἀνοικτάς, πότε νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ κάνωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθοῦμεν, νὰ διορθωθοῦμεν, νὰ μᾶς ἀγκαλιάση, νὰ μᾶς φιλήση, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμασθε πάντοτε. Τώρα τέτοιον γλυκύτατον Θεὸν καὶ τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καὶ δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τὸν ἀγαποῦμεν καί, ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσεν καὶ ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπη μας;6.

Συναίσθημα λοιπὸν ἀσφαλείας, ποὺ διώχνει κάθε ἀνασφάλεια καὶ ἄγχος, πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐν πίστει ἐπίκλησι τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα μας.

Μεγάλη ἡ τιμὴ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας, ἀλλὰ καὶ μεγάλη ἡ εὐθύνη ποὺ προκύπτει γιά μᾶς, ποὺ πρέπει νὰ ζοῦμε ζωὴ ἀντάξια τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας: “Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστὶ” (Λουκ. 6, 36). “Έσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστιν” (Ματθ. 5, 48).

Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: “Διὰ τοῦτο ὁ Κύριός μας παραγγέλλει τί λογῆς νὰ προσευχώμεθα πρὸς τὸν κατὰ χάριν Πατέρα μας, διὰ νὰ φυλαττώμεθα πάντοτε ὑποκάτω εἰς τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας ἕως τέλους· εἰς τὸ νὰ εἴμεθα δηλαδὴ τέκνα Θεοῦ ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐργασίαν καὶ πράξιν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁπού δὲν κάμνει ἔργα πνευματικὰ ἄξια τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως, ἀλλὰ σατανικά, ὁ τοιοῦτος δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζη Πατέρα τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν ἐναντίον Διάβολον κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου μας: “Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ Διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν” (Ἰωάν. 8, 44)· ἤγουν, ἐσεῖς εἶσθε γεννημένοι κατὰ τὴν κακίαν ἀπὸ τὸν πατέρα σας τὸν Διάβολον, καὶ τὰς κακάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς σας ἀγαπᾶτε νὰ κάμνετε. Μᾶς προστάζει δὲ νὰ τὸν ὀνομάζωμεν Πατέρα μας, ἕνα μέν, διὰ νὰ μᾶς πληροφορήση πὼς ἐγεννήθημεν κατὰ ἀλήθειαν τέκνα Θεοῦ μὲ τὴν ἀναγέννησιν τοῦ θείου Βαπτίσματος· ἄλλο δέ, ὅτι πρέπει νὰ φυλάττωμεν καὶ τὰ σημάδια, ἤγουν τὰς ἀρετάς τοῦ Πατρός μας, ἐντρεπόμενοι τρόπον τινὰ τὴν συγγένειαν ὁπού ἔχομεν μὲ αὐτόν”7. Ἠμῶν

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριός μας διδάσκει νὰ προσφωνοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι μόνο Πατέρα, ἀλλὰ Πάτερ ἡμῶν. Πατέρα μας. Ὄχι Πατέρα μου. Ἔτσι μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ μία ἐγωιστικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεό. Ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ἐμεῖς, ὄχι ὁ Θεὸς καὶ ἐγώ. Ἔτσι ἡ καρδιὰ μας ἀνοίγει γιὰ ὅλους τούς συνανθρώπους μας ποὺ εἶναι, λόγω τῆς κοινῆς καταγωγῆς μας ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, κατὰ φύσιν ἀδελφοί μας. Καὶ πρὸς ὅλους τούς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς πού, λόγω τῆς κοινῆς πίστεώς μας καὶ κοινῆς γεννήσεώς μας ἀπὸ τὴν ἴδια πνευματικὴ κοιλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἁγία κολυμβήθρα, εἶναι ἐπιπλέον καὶ κατὰ χάριν καὶ κατὰ πνεῦμα ἀδελφοί μας.

Πῶς μπορεῖς νὰ ἔχης τὸν Θεὸ Πατέρα χωρὶς νὰ δέχεσαι τοὺς συνανθρώπους σου καὶ μάλιστα τοὺς ὁμοπίστους σου ὡς ἀδελφούς;

«Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ προσευχώμεθα γιὰ ὅλους, νὰ ἀναφέρουμε τὶς δεήσεις γιὰ τὸ κοινὸ σῶμα καὶ καθόλου νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τὸ ἀτομικό μας συμφέρον, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωσι τὸ τοῦ πλησίον. Ἔτσι καὶ τὴν ἔχθρα ἀφαιρεῖ καὶ τὴν ἀφροσύνη καταστέλλει, καὶ τὸν φθόνο ἐκβάλλει, καὶ τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν τὴν ἀγάπη εἰσάγει, καὶ τὴν ἀνωμαλία ἐξορίζει τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ δείχνει ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὁμοτιμία τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν πτωχό, ἀφοῦ στὰ μέγιστα καὶ ἀναγκαιότατα μετέχουμε ὅλοι.

Μὲ τὸ νὰ δεχθῆ νὰ κληθῆ πατέρας ὅλων ἐχάρισε σὲ ὅλους τὴν ἴδια εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ ἄρα καὶ ὁμοτιμία. Ἔτσι ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ κανεὶς δὲν ἔχει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο, οὔτε ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸν πτωχό, οὔτε ὁ κύριος ἀπὸ τὸν δοῦλο, οὔτε ὁ ἄρχων ἀπὸ τὸν ἀρχόμενο, οὔτε ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν στρατιώτη, οὔτε ὁ φιλόσοφος ἀπὸ τὸν βάρβαρο, οὔτε ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἀγράμματο»8.

Ὅπως θὰ ἰδοῦμε περαιτέρω, καὶ τὰ λοιπὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ξεπεράσουμε τὸν νοσηρὸ ἀτομικισμὸ καὶ ἐγωκεντρισμό μας, τὴν φιλαυτία, καὶ νὰ ἀνοιχθοῦμε καὶ προσφερθοῦμε στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Νὰ ἀποκτήσουμε δηλαδὴ τὴν φιλοθεΐα, ποὺ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν φιλανθρωπία-φιλαδελφία.


Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς

Ὁ Πανάγιος Θεὸς εἶναι Πατέρας μας, ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος ἐν τοῖς οὐρανοῖς Πατέρας. Διευκρινίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: “Τὸ δὲ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὅταν εἴπη, οὐκ ἐκεῖ τὸν Θεὸν συγκλείων τοῦτο φύσιν, ἀλλὰ τῆς γῆς ἀπάγων τὸν εὐχόμενον καὶ τοῖς ὑψηλοῖς προσηλῶν χωρίοις καὶ ταῖς ἄνω διατριβαῖς”9. Δὲν περιορίζει δηλαδὴ τὸν Θεὸ στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ ὑψώνει ἀπὸ τὴν γῆ τὸν προσευχόμενο καὶ τὸν προσηλώνει στοὺς ἀνώτερους χώρους καὶ τὶς ἄνω κατοικίες.

Τὴν ἁγιότητα λοιπὸν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς δηλώνει τὸ “ἐν οὐρανοῖς” καὶ ὄχι τὸν τόπο τοῦ πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ.

Ἔτσι θεολογεῖ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: “Διότι ἡ διάστασις ἀνάμεσα στὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο δὲν εἶναι τοπική, ὥστε νὰ χρειαστοῦμε κάποιο τέχνασμα ἢ κάποια ἐπινόησι, γιὰ νὰ μεταφέρουμε τὸ βαρὺ καὶ παχυλὸ καὶ χωμάτινο τοῦτο σαρκίο στὴν ἀσώματο καὶ νοερὰ διαγωγή. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι νοητῶς χωρισμένη ἀπὸ τὸ κακό, στὴν προαίρεσι μόνο τοῦ ἀνθρώπου ἀποκεῖται τὸ νὰ εἶναι σὲ ἐκεῖνο, πρὸς τὸ ὁποῖο κλίνει μὲ τὴν ἐπιθυμία του”10.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς δίδει τὴν πρακτικὴ καὶ ἠθικὴ συνέπεια τῆς φράσεως αὐτῆς: “Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ Πατέρας μας εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ βλέπωμεν μὲ τὸν νοῦν μας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ πατρίδα μας, ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄχι κάτω εἰς τὴν γῆν ὡσὰν τοὺς χοίρους, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν γλυκύτατόν μας Σωτήρα καὶ Δεσπότην καὶ εἰς τὰ οὐράνια κάλλη τοῦ Παραδείσου. Ὄχι μόνον εἰς καιρὸν προσευχῆς, ἀλλὰ παντοτεινά καὶ εἰς κάθε καιρὸν πρέπει νὰ ἔχωμεν τὸν νοῦν μας εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ μὴ σκορπίζεται ἐδῶ κάτω εἰς τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα πράγματα”11.


Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου

Εἶναι τὸ πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Τὸ “ἁγιασθήτω” σημαίνει “δοξασθήτω”, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο.

Δὲν ἔχει ἀσφαλῶς ὁ ἄκτιστος Θεὸς τὴν ἀνάγκη νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ κτιστά του πλάσματα. Θέλει ὅμως νὰ τὸν δοξάζουμε, γιατί αὐτὸ ὠφελεῖ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.

Μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ δοξάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ δόξα ψευδῆ, ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκει. Ἡ φιλοδοξία εἶναι γέννημα τῆς φιλαυτίας.

Δοξάζοντας τὸν Θεὸ τοποθετούμεθα σωστὰ στὸν κόσμο, ἀναγνωρίζοντας τὸν Θεὸ ὡς ἄξιο δόξης, γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ Πατέρας, ὁ Πανάγιος, ὁ Λυτρωτής, ἡ Ἀρχὴ καὶ τὸ Τέλος, τὸ Κέντρο τοῦ κόσμου. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴμεθα πλάσματά Του, ποὺ ὑπάρχουμε καὶ ζοῦμε γιατί ἐκεῖνος τὸ θέλει.

Δοξάζοντας τὸν ἑαυτό σου ἐξαπατᾶσαι. Δοξάζοντας τὸν Θεὸ ἀναγνωρίζεις τὴν φύσι σου, τὸν προορισμό σου, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου, δὲν εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, δὲν εἶσαι ἀπὸ μόνος σου ἄπειρος καὶ ἀθάνατος. Μὲ ἄλλα λόγια δέχεσαι τὰ ὅριά σου.

Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δοξάζουν τὸν ἑαυτό τους δὲν μποροῦν νὰ δοξάσουν τὸν Θεό. Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Κύριος στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: “Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρ’ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;” (Ἰω. 5, 44). Αὐτὸ παθαίνει καὶ ἡ σύγχρονη οὐμανιστική μας φιλοσοφία, ποὺ θέλει τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ κόσμου. Τὴν στάσι τοῦ οὐμανιστοῦ ἀνθρώπου συνοψίζει ὁ Γάλλος ἄθεος συγγραφεὺς Ζ. Π. Σάρτρ, ὅταν λέγη πρὸς τὸν Θεό: “Ὅταν ὑπάρχης Σύ, δὲν μπορῶ νὰ ὑπάρχω ἐγώ. Ἢ Σὺ ἢ ἐγώ”.

Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀληθινὰ δοξάζεται, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, ὅταν μέσα στὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ γίνη ὄχι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι ψευδοθεός, ἀλλὰ Θεὸς κατὰ Χάριν, ἄναρχος, καὶ ἀτελεύτητος, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.

Οἱ πρόσφατες πολιτικὲς ἐξελίξεις στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη ἔδειξαν γιὰ μία ἀκόμη φορά πώς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, θεοποιοῦν κάποιον ἄνθρωπο ποὺ τὸν δοξάζουν ὡς θεό. Τὰ εἴδωλα ὅμως πέφτουν καὶ οἱ ἀρνούμενοι νὰ δοξάσουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ βρίσκονται στὸ χάος.

Καὶ ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρνεῖται νὰ δοξάση τὸν Θεό, στὸ τέλος ἀντὶ δόξης περιβάλλεται τὴν ἀθλιότητα ἀκατονόμαστων παθῶν καὶ κακιῶν.

Οἱ χριστιανοὶ μποροῦν νὰ συντελέσουν στὸ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, ὅταν ζοῦν ζωὴ ἁγία. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια του Κυρίου: “Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς” (Ματθ. 5, 16).

Ἀντίθετα ὅταν δὲν ἔχουμε πολιτεία ἀντάξια τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖον πιστεύουμε, “βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς ἐν τοῖς ἔθνεσι” (Ρωμ. 2, 24). Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐχὴ “ἁγιασθήτω τὸ ὄνομα σου” σημαίνει τελικά, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο: “καταξίωσον… οὕτως ἡμᾶς βιοῦν καθαρῶς, ὡς δι’ ἡμῶν ἄπαντας σὲ δοξάζειν”12. Κατὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, εἶναι δεῖγμα τελείας φιλοσοφίας τὸ νὰ δίδουμε σὲ ὅλους τὸ παράδειγμα ἀκηλίδωτου βίου, ὥστε κάθε ἕνας ποὺ μᾶς βλέπει νὰ ἀναπέμπη στὸν Κύριο τὴν δοξολογία γι’ αὐτὸ.

Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δοξάζεται, ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἀδιάλειπτα, καρδιακὰ καὶ νοερὰ κράζουν: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”. Ἐλέχθη ἤδη ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἐπίκλησις τοῦ Θείου ὀνόματος ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται, δοξάζεται καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας.

Ἐπὶ τῇ εὐκαιρία θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὴν ἄποψη ὅτι ἡ εὐχὴ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”, εἶναι σύνοψις τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Ἡ ἐπίκλησις καὶ τὰ τρία πρῶτα αἰτήματα συνοψίζονται στὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ”, ἐνῶ τὰ τρία τελευταῖα στὸ “ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”.

Ἔτσι ἡ εὐχὴ ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, καὶ ἀκόμη προετοιμάζει τὸν εὐχόμενο νὰ λέγη μὲ περισσότερο ζῆλο καὶ πνευματικὴ αἴσθησι τὸ “Πάτερ ἡμῶν”.


Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου

Ὅταν ὁ Θεὸς βασιλεύη στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται, εἰρηνεύει, ἀναπαύεται, ἁγιάζεται. Ὅταν δὲν βασιλεύη ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκτεθειμένος στὴν τυραννία τοῦ διαβόλου ποὺ τὸν ὑποδουλώνει στὰ πάθη, στὴν φιλαυτία καὶ τὸν φέρνει στὴν ἀνία, στὸ κενό, στὴν πλῆξι, στὴν μοναξιά, κάνοντας τὴν ζωὴ του κόλασι.

Ὁ σημερινὸς κόσμος ποὺ ἀρνεῖται τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, βασανίζεται ἀπὸ φρικτὲς δαιμονικὲς καταστάσεις, ὅπως τὴν μαγεία, τὶς δεισιδαιμονίες, τὰ ναρκωτικά, τὴν τρομοκρατία, τὰ ἐγκλήματα, τὴν διάλυσι τῆς οἰκογενείας.

Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ ζητοῦμε νὰ ἔλθη ἡ Βασιλεία του, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: “Ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη φύσις αὐτοθελήτως ἐσκλαβώθη εἰς τὸν ἀνθρωποκτόνον Διάβολον, διὰ τοῦτο μᾶς προστάζει ὁ Κύριός μας νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν πικράν τυραννίαν τοῦ Διαβόλου. Ἀλλεοτρόπως δὲ τοῦτο δὲν γίνεται πάρεξ ἐὰν ἔλθη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς, ἤγουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ νὰ ἀποδιώξη ἀπὸ λόγου μας τὸν τύραννον ἐχθρὸν καὶ νὰ βασιλεύση εἰς ἡμᾶς… Διά τοῦτο πρέπει νὰ λέγωμεν κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον: «Ἐλθέτω τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον, ὅπως καθαρίση ἡμᾶς ὁλικῶς ψυχὴ τε καὶ σώματι»· ἤγουν, ἂς ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ νὰ μᾶς καθαρίση τελείως καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, διὰ νὰ γίνωμεν κατοικία ἀξία εἰς τὸ νὰ ὑποδεχθῶμεν ὅλην τὴν Ἁγίαν Τριάδα διὰ νὰ βασιλεύση εἰς τὸ ἑξῆς ὁ Θεὸς εἰς ἡμᾶς, ἤγουν εἰς τὰς καρδίας μας, καθὼς εἶναι γεγραμμένον: “ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν” (Λουκ. 17, 21)13.

Μᾶς λέγει ἡ Γένεσις ὅτι κατὰ τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου σκότος ἐκάλυπτε τὴν ἄβυσσο καὶ Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω του ὕδατος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔδιωξε τὰ σκοτάδια καὶ ἐμορφοποίησε τὸ χάος. Σκότος καὶ χάος βασιλεύει καὶ στὸ ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου. Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήση τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατοικήση μέσα του, καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, φωτίζεται, βρίσκει τὴν ἐσωτερική του ἰσορροπία καὶ ἑνότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν προσευχὴ πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ “Βασιλεῦ οὐράνιε”, ποὺ εἶναι ἐπέκτασις τοῦ “ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”, λέμε: “ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος καὶ σῶσον ἀγαθὲ τὰς ψυχάς ἡμῶν”.

Γράφει σχετικὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: “Ἂν λοιπὸν ζητήσουμε νὰ ἔρθει σ’ ἐμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ νὰ ἱκετεύσομε τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας: Ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴ φθορά, νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὸ θάνατο, νὰ μοῦ χαλαρωθοῦν τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ μὴ βασιλεύει ἐπάνω μου ὁ θάνατος, ν’ ἀδρανήσει πιὰ ἡ ἐναντίον μου τυραννικὴ ἐξουσία τῆς κακίας, νὰ μὴ μὲ νικήσει ὁ ἐχθρὸς οὔτε νὰ μ’ αἰχμαλωτίσει μὲ τὴν ἁμαρτία΄ ἀλλὰ ἂς ἔρθει σ’ ἐμένα ἡ βασιλεία σου, γιὰ νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ μένα ἢ καλύτερα νὰ ἀποχωρήσουν στὸ μὴ ὂν τὰ πάθη ποὺ κυριαρχοῦν τώρα καὶ βασιλεύουν”14

Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ τακτοποίησις τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἐνοίκησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς καρδιές μας, ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν μεταμόρφωσι τοῦ κόσμου μέσω τῶν μεταμορφωμένων ἀνθρώπων.

Γι’ αὐτὸ ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας οὐδέποτε ἐπεδίωξε τὴν κατάκτησι τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ δυτικὸς χριστιανισμός, ἀλλὰ τὴν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσί του. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς δὲν εἶναι ἀκτιβιστικὸς -τῶν ἔργων-, ἀλλὰ ἡσυχαστικός, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς θεωρίας, μέσω τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καὶ μεταμορφώνεται σὲ καινὴ κτίσι.

Ἡ μετοχὴ τῶν Ἁγίων στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, μετοχὴ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν δόξα του καὶ στὴν λαμπρότητά του.


Γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς

Τὸ ἐγωιστικὸ θέλημα ἐχώρισε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν ἐξώρισε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ ἔγινε αἰτία ὅλων τῶν κακῶν. Ἂν δὲν ἀπαρνηθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸ ἐγωιστικό του θέλημα καὶ δὲν υἱοθετήση τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ θεραπευθῆ ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀρρώστια τῆς φιλαυτίας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ.

Τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κυρίου ἦλθε νὰ διορθώση ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, καὶ ἡ νέα Εὔα, ἡ Θεοτόκος, μὲ τὴν τελεία ὑπακοή Τους.

Ὁ Χριστὸς ἔγινε ὑπήκοος στὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς Του μέχρι θανάτου καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου. Κατὰ τὴν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ ὁ Κύριος παρεδόθη τελείως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός: “Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὒχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σὺ” (Ματθ. 26, 39).

Μᾶς ἄνοιξε ἔτσι τὸν κλειστὸ μέχρι τώρα δρόμο πρὸς τὸν Θεὸ διὰ τῆς ὑπακοῆς Του καὶ ἔγινε ὁ πνευματικὸς γενάρχης τῆς γενεᾶς τῶν ὑπηκόων τέκνων τοῦ Θεοῦ.

Κάθε χριστιανὸς ποὺ ἀποτάσσεται πρὸ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος τὸν διάβολο καὶ συντάσσεται μὲ τὸν Χριστό, ὑπόσχεται νὰ εἰσέλθη στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ.

Τὴν χάρι νὰ κάνουμε ἐμεῖς καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κυρίου ζητοῦμε μὲ τὸ αἴτημα αὐτό. Ζητοῦμε δὲ νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρωτικά, ὅπως γίνεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, ποὺ κάνουν τελεία ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: “οὕτω καὶ ἡμᾶς καταξίωσον τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἐξ ἡμισείας τὸ θέλημά σου ποιεῖν, ἀλλὰ πάντα καθάπερ θέλεις πληροῦν”. Καὶ προσθέτει: “Καὶ πάλιν τὴν ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης πρόνοιαν ἕκαστον ἡμῶν τῶν προσευχομένων ἀναδέχεσθαι ἐπέταξεν. Οὐδὲ γὰρ εἶπε, γενηθήτω τὸ θέλημά σου ἐν ἐμοί, ἢ ἐν ἡμῖν· ἀλλά, πανταχοῦ τῆς γῆς, ὥστε λυθῆναι τὴν πλάνην καὶ φυτευθῆναι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἐκβληθῆναι κακίαν ἅπασαν καὶ ἐπανελθεῖν ἀρετήν, καὶ μηδὲν ταύτην διαφέρειν λοιπὸν τὸν οὐρανὸν τῆς γῆς. Εἰ γὰρ τοῦτο γένοιτο, φησίν, οὐδὲν διοίσει τὰ κάτω τῶν ἄνω, εἰ καὶ τῇ φύσει διέστηκεν, ἀγγέλοις ἐτέροις τῆς γῆς ἡμῖν ἐπιδεικνυμένοις”15.

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐκήρυττε καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς νὰ ζοῦν τὴν τέλεια χριστιανικὴ ζωή, ὥστε πρὶν μεταστοῦν στὴν αἰώνια ζωὴ νὰ ζοῦν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νὰ γίνη ἡ γῆ οὐρανός.

Οἱ ἄνθρωποι τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἢ ἀπὸ φόβο νὰ μὴ κολαστοῦν, ἢ γιὰ νὰ λάβουν ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἢ ἀπὸ καθαρὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Στὴν πρώτη περίπτωση ἐνεργοῦν σὰν δοῦλοι, στὴν δεύτερη σὰν μισθωτοὶ καὶ στὴν τρίτη σὰν υἱοί. Πρὸς αὐτὸ τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ τείνουμε ὅλοι. Νὰ κάνουμε τὸ θεῖο θέλημα ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ὡς υἱοί Του. Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τελειότητας. Ἔτσι κάνουν καὶ ἅγιοι ἄγγελοι στὸν οὐρανό.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος κάνει τὸ δικό του θέλημα, δὲν μπορεῖ νὰ βρῆ ἀληθινὴ ἐσωτερικὴ ἀναύπασι. Ὅταν ὅμως κάνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, συμφιλιώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ εἰρηνεύει. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἄνωθεν εἰρήνη ποὺ ζητοῦμε στὴ Θεία Λειτουργία.

Μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό.

Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη κάνουμε ὅλα τὰ διαταχθέντα, θὰ αἰσθανόμαστε ὡς “ἀχρεῖοι δοῦλοι”, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, γιατί δὲν σωζόμαστε ἀπὸ τὰ καλά μας ἔργα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ φαρισαϊκὴ αὐτοδικαίωσι (ἠθικισμὸς) δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸ ταπεινὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἦθος. Ὅπως ἐδίδαξε καὶ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, τὰ καλά μας ἔργα ἀποτελοῦν προϋπόθεσι γιὰ νὰ λάβουμε τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ καρπὸ της ποτὲ ὅμως δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν τὸν σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι πάντα ἡ ἀπόκτησις τῆς θείας Χάριτος.

Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατὰ βάθος ἐκφράζουν τὴν περιεκτικὴ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ψευδοελευθερία. Οἱ χριστιανοὶ διαλέγοντας τὴν ὑπακοή τους πρὸς τὸν Θεὸ διαλέγουν τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης, ποὺ προϋποθέτει τὸ σταύρωμα καὶ τὴν θυσία τοῦ ἐγωισμοῦ μας.

Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἐμπειρία τους: “Ἡ ὑπακοὴ ζωή, ἡ ἀνυπακοὴ θάνατος”.


Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον

Κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, ὅσον ἀφορᾶ τὴν πολιτεία, τὸ ἦθος, ὁ Κύριος ἐπιτάσσει νὰ ζητοῦμε ἀγγελικὴ διαγωγὴ καὶ νὰ ἐκπληρώνουμε ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐκπληρώνουν. Ἐπειδὴ ὅμως ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι φέρουμε σάρκα, μᾶς ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε καὶ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὸ σῶμα. Νὰ μὴ ζητοῦμε τὴν πολυτέλεια καὶ τὴν τρυφή, ἀλλὰ τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον (δηλαδὴ τὰ βασικὰ καὶ ἀπαραίτητα), καὶ μάλιστα “σήμερον”, χωρὶς ἀγωνιώδη μέριμνα, “ὥστε μὴ περαιτέρω συντρίβειν ἑαυτοὺς τῇ φροντίδι τῆς ἐπιούσης ἡμέρας”16. Μὲ τὸ αἴτημα αὐτὸ ζητοῦμε, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ὄχι μόνο τὸν ὑλικὸ ἄρτο, ἀλλὰ κυρίως τὸν πνευματικὸ Ἄρτο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς προσφέρεται σὲ μᾶς μὲ τὸ λόγο Του καὶ μὲ τὸ Σῶμα καὶ μὲ τὸ Αἷμα Του. Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται αὐτὴ ἡ προσφορά.

Στὸ πρῶτο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας, τὸ διδακτικό, προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς στίχους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὰ Ἀντίφωνα καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὸ Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Στὸν Ἅγιον Ὅρος ψάλλονται καὶ οἱ μακαρισμοί.

Στὸ δεύτερο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας μετέχουμε στὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ κοινωνοῦμε τὸ σταυρωθὲν καὶ ἀναστᾶν Σῶμα Του. Γι’ αὐτὸ καὶ πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας ἀπαγγέλλουμε τὴν Προσευχὴ αὐτή, ἀφοῦ προηγηθῆ ἡ ἐκφώνησις “καὶ καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σὲ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα, καὶ λέγειν”.

Ἔτσι ἡ προσευχὴ αὐτὴ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν εὐχαριστιακὴ χρῆσι τοῦ κόσμου. Ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ ἀγαθά, Τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς τὸν μόνο χορηγὸ κάθε καλοῦ, καὶ ὅλα τὰ δῶρα τῆς ζωῆς τὰ ἀναγνωρίζουμε ὡς δικά Του δῶρα.

Αὐτὸ μᾶς βοηθεῖ νὰ ἔχουμε ταπείνωσι, εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”, “Ἄξιον καὶ δίκαιον”, “Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι… τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων… ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν”.

Μᾶς βοηθεῖ ἀκόμη νὰ ἀντιπροσφέρουμε στὸν Θεὸ τὰ δῶρα Του: “Τὰ σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα”.

Τώρα μποροῦμε νὰ τηροῦμε τὴν σωστὴ στάσι ἀπέναντι τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, ποὺ ἐπειδὴ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ τὰ περιφρονοῦμε ἢ νὰ τὰ ἀτιμάζουμε ἢ νὰ τὰ ἐκμεταλλευώμεθα. Ἔτσι μποροῦμε νὰ κάνουμε τὴν σωστὴ εὐχαριστιακὴ χρῆσι τοῦ κόσμου ἀποφεύγοντας τὴν πνευματικῶς καταστροφικὴ κατάχρησι ἢ παράχρησι. Ἂν εἴχαμε υἱοθετήσει τὸν εὐχαριστιακὸ τρόπο ζωῆς, θὰ σεβώμαστε τὴν κτίσι ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ δὲν θὰ εἴχαμε φθάσει στὴν σημερινὴ φοβερὴ οἰκολογικὴ καταστροφή.

Ἂς προσέξουμε καὶ τοῦτο. Ὁ σύγχρονος καταναλωτικὸς τρόπος ζωῆς ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεσι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ. Δὲν εἶναι εὐχαριστιακός, ἀλλὰ ἀχαριστιακός. Δὲν εἶναι φιλάδελφος, ἀλλὰ ἐγωιστικὸς καὶ ἀτομικιστικός. Δὲν ἀγαπᾶ τὴν λιτότητα, τὸν ἐπιούσιο, ἀλλὰ ἐπιδιώκει τὴν ἀλόγιστη σπατάλη καὶ πολυτέλεια. Ὅλοι ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ἡ ὑπερκαταναλωτικὴ κοινωνία μας τελικὰ γίνεται ὁ τάφος μας καὶ ἡ αἰτία πολλῶν ἀδικιῶν καὶ κοινωνικῶν κακῶν.

Εἶναι ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δὲν ζητοῦμε τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅπως καὶ στὰ προηγούμενα αἰτήματα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας. Δὲν μπορεῖς νὰ ξεχάσεις τοὺς ἀδελφούς σου, ὅταν ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά.

Στὸ “ἡμῶν” καὶ στὸ “ἡμῖν” τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ βασίζεται ἡ ὀρθόδοξος κοινωνιολογία, φιλανθρωπία καὶ φιλαδελφία. Μᾶς θυμίζει τὸν πολλαπλασιασμὸ ἀπὸ τὸν Κύριο τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων στὴν ἔρημο γιὰ νὰ χορτάση ὅλος ὁ λαός. Ὅπως καὶ τὴν κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῶν συγχρόνων μοναστικῶν κοινοβίων.

Ἐδῶ ἀκόμη βασίζεται καὶ ἡ ὀρθόδοξος ἱεραποστολή. Πῶς μποροῦμε νὰ μὴ πονέσουμε καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ τὴν μετάδοσι τοῦ οὐρανίου Ἄρτου σ’ αὐτοὺς πού λιμοκτονοῦν πνευματικά;


Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ ἐγωκεντρικά, δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήση τὸν συνάνθρωπό του. Ὁ θιγόμενος ἐγωισμός του δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπει. Ὅταν ὅμως ἀποφασίση διὰ τῆς μετανοίας νὰ ζήση θεοκεντρικά, τότε συγχωρεῖ ὅσους τὸν ἐστενοχώρησαν, ἀδίκησαν καὶ ἔβλαψαν.

Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν μνησικακία θέλει ἀγώνα, γιατί ὁ ἐγωισμὸς δυναστεύει τὸν ἔσω ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε τὴν συγχώρησί μας ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι καὶ ἐμεῖς θὰ συγχωροῦμε τοὺς πταίοντας σέ μᾶς.

Θὰ μποροῦσε, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, νὰ μᾶς συγχωρῆ ὁ Κύριος χωρὶς νὰ ἀπαιτῆ προηγουμένως νὰ συγχωροῦμε ἐμεῖς τοὺς συνανθρώπους μας. “Αλλ’ ὅμως καὶ οὕτω τὴν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν ἐπιδείκνυται…, ἀλλὰ βούλεταί σε καὶ ἐντεῦθεν εὐεργετεῖσθαι, μυρίας σοι πανταχόθεν παρέχων ἡμερότητος καὶ φιλανθρωπίας ἀφορμάς καὶ τὸ ἐν σοί θηριῶδες ἐκβάλλων καὶ τὸν θυμὸν σβεννὺς καὶ πανταχόθεν σὲ συγκολλῶν τῷ μέλει τῷ σῷ”17.

Πράγματι μὲ τὴν μνησικακία καὶ ἐχθρότητα χωρίζεσαι ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι δικό σου μέλος, ἀφοῦ ἀμφότεροι εἶσθε μέλη Χριστοῦ καὶ ἄρα ἀλλήλων μέλη. Μὲ τὴν ἄφεσι καὶ τὴν συμφιλίωσι ἐπανασυνδέεσαι καὶ συγκολλᾶσαι μὲ τὸ δικό σου μέλος. Πῶς μπορεῖς ἀλήθεια νὰ ἀναπαύεσαι, ὅταν κάποιο μέλος σου εἶναι ἀποκολλημένο ἀπὸ τὸ σῶμα σου; Μόνο ἂν δὲν εἶσαι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἢ ἂν εἶσαι νεκρὸ μέλος Του δὲν θὰ αἰσθάνεσαι καὶ τὸν ἀδελφό σου ὡς ἰδικό σου μέλος.

Ὁ χριστιανὸς ποὺ ζῆ θεοκεντρικά, ζῆ κατὰ μίμησιν τοῦ οὐράνιου Πατρός. Ἀφοῦ συγχωρεῖ ὁ Θεός, συγχωρεῖ καὶ αὐτός. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν ἰδικὴ του συγχώρησι, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ συγχωρῆ τὰ ἐλαφρότερα παραπτώματα τοῦ συνδούλου του; Θὰ ὡμοίαζε πρὸς τὸν πονηρὸ δοῦλο τῆς γνωστῆς παραβολῆς πού, ἐνῶ ὁ εὔσπλαχνος Κύριος του ἐχάρισε ἕνα τεράστιο χρέος, αὐτὸς δὲν ἐχάριζε στὸν συνδουλὸ του ἐλάχιστο ποσό.

Μᾶς βοηθεῖ τὸ αἴτημα αὐτὸ ἀκόμη νὰ διατηροῦμε ταπεινὸ φρόνημα, γιατί μᾶς ὑπενθυμίζει ὄχι μόνο τὴν προσωπική μας ἁμαρτωλότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, στὴν ὁποία εὔστοχα ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ἂς μετρήσομε λοιπὸν ἀρχίζοντας ἀπὸ δῶ τὰ πλημμελήματα τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸ Θεό.

Κατὰ πρῶτον ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἔνοχος τιμωρίας στὸν Θεό, γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ δημιουργό του κι αὐτομόλησε στὶς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ ἔγινε δραπέτης κι ἀποστάτης ἀπὸ τὸν φυσικὸ Κύριό του.

Δεύτερο, γιατί ἀντάλλαξε τὴν αὐτεξούσια ἐλευθερία του μὲ τὴν ὀλέθρια δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὴ δύναμι τῆς καταστροφῆς.

Ἀλλὰ ἀπὸ ποιὸ κακὸ θὰ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ δεύτερο τὸ νὰ μὴ βλέπει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ δημιουργοῦ, ἀλλὰ νὰ στρέψει τὸ πρόσωπό του στὴν ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας;

Ἀλλὰ καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν θεϊκῶν ἀγαθῶν καὶ ἡ προτίμηση πρὸς τὰ δολώματα τοῦ πονηροῦ σὲ ποιὸ βαθμὸ τιμωρίας μπορεῖ νὰ ταχθεῖ;

Ἐπίσης ἡ καταστροφὴ τῆς εἰκόνας καὶ ὁ ἀφανισμὸς τῆς σφραγίδας, ποὺ μᾶς σφράγισε κατὰ τὴν ἀρχικὴ δημιουργία μας, καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς δραχμῆς καὶ ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ πατρικὸ τραπέζι καὶ ὁ ἐθισμὸς στὸν βρωμερὸ βίο τῶν χοίρων καὶ ἡ κατασπατάληση τοῦ πολύτιμου πλούτου καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια πλημμελήματα μποροῦμε νὰ βροῦμε στὴ Γραφὴ καὶ νὰ σκεφθοῦμε μὲ τὸ νοῦ μας, ποιὸς λόγος μπορεῖ νὰ τ’ ἀριθμήσει;

Ἐπειδὴ λοιπὸν σὲ τέτοια πλημμελήματα εἶναι ἔνοχο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ πρέπει νὰ ἐκτίσει τιμωρία, γι’ αὐτὸ νομίζω μᾶς παιδαγωγεῖ ὁ Λόγος μὲ τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, νὰ μὴ δείχνομε καθόλου θάρρος κατὰ τὴ συνομιλία μας μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἔχομε τάχα καθαρὴ συνείδηση, ἀκόμα κι ἂν εἶναι κάποιος ὅσο γίνεται περισσότερο ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πλημμελήματα»18 .


Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ

Καὶ μὴ ἐπιτρέψης, Κύριε, νὰ πέσωμε σὲ πειρασμό, ἀλλὰ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό.

Δύο εἰδῶν εἶναι οἱ πειρασμοὶ κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο. Οἱ ἐνήδονοι καὶ οἱ ἐνόδυνοι. Αὐτοὶ ποὺ φέρουν ἡδονὴ καὶ αὐτοὶ ποὺ φέρουν ὀδύνη. Οἱ πρῶτοι εἶναι ἑκούσιοι καὶ γεννοῦν τὰ πάθη. Οἱ δεύτεροι εἶναι ἀκούσιοι καὶ διώχνουν τὰ πάθη. Τοὺς ἑκούσιους πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε. Τοὺς ἀκούσιους νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ ἀπευχώμεθα, διότι εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ μπορεῖ νὰ ὑποκύψουμε· ἀλλ’ ὅταν ἔλθουν, νὰ τοὺς ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα ὡς “καθαρτήριον” τῆς ψυχῆς.

Ἀναφερόμενος στὸ θέμα τῶν ὀδυνηρῶν πειρασμῶν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ: “Ὁ Θεὸς λοιπὸν κινούμενος εἰς συμπάθειαν τῆς ταλαιπωρίας καὶ παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεῖ νὰ μᾶς ἔρχονται οἱ πειρασμοί, καὶ κάποτε νὰ εἶναι πολὺ φρικτοὶ καὶ φοβεροί, κατὰ διαφόρους τρόπους, διὰ νὰ ταπεινούμεθα καὶ νὰ γνωρίζωμεν τὸν ἑαυτόν μας, ἀγκαλὰ καὶ μᾶς φαίνονται πὼς εἶναι ἀνωφελεῖς· καὶ ἐδῶ δείχνει ἐν ταυτῷ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφίαν τοῦ· ἐπειδὴ μὲ ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται εἰς ἡμᾶς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μᾶς ὠφελεῖ· ἐπειδὴ ταπεινούμεθα περισσότερον· τὸ ὁποῖον εἶναι πλέον χρειαζόμενον ἀπὸ ὅλα εἰς τὴν ψυχὴν μας”.

Διδάσκοντάς μας ὁ Κύριος νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τούς πειρασμούς, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, μᾶς ἐκπαιδεύει νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀδυναμία μας, καὶ ἔτσι καταστέλλει τὸ “φύσημα”, τὴν οἴησι, τὴν ὑπερηφάνεια. Ὅταν ὅμως ἔρχωνται οἱ πειρασμοὶ χωρὶς ἐμεῖς νὰ τοὺς ζητοῦμε, τότε πρέπει νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ γενναιότητα, “ἵνα καὶ τὸ γενναῖον ἀντιδειξώμεθα καὶ τὸ ἀκενόδοξον”.

Παρατηρεῖ ἀκόμη ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι ὁ Κύριος δὲν λέγει ἀπὸ τῶν “πονηρῶν”, δηλαδὴ πονηρῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ “πονηροῦ”, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ μὴ αἰτιώμεθα καὶ μνησικακοῦμε κατὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς στεναχωροῦν, ἀλλὰ κατὰ τοῦ διαβόλου ποὺ τοὺς ὑποκινεῖ. Καλεῖ δὲ τὸν διάβολο πονηρό, “κελεύων ἡμᾶς ἄσπονδον πρὸς αὐτὸν ἔχειν πόλεμον”, καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ δείξη ὅτι ἡ πονηρία δὲν εἶναι φυσικὴ κατάστασις, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς προαιρέσεως.


Ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα

Εἶναι φυσικὸ νὰ τελειώνη ἡ Προσευχὴ μὲ τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν παράκλησι νὰ ρυσθοῦμε ἀπὸ τὸν πονηρό. Τὸν τελευταῖο λόγο στὸν κόσμο ἔχει ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, καὶ ὄχι ὁ διάβολος ποὺ κατὰ παραχώρησιν φαίνεται πολλὲς φορὲς νὰ κινῆ τὰ νήματα τῆς ἱστορίας. Ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ φέρη ἀναστάτωσι, νὰ ἐπικρατεῖ προσωρινὰ στὸν κόσμο μὲ τὰ ὄργανά του, ἀλλὰ τελικὰ θὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.

Ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι προσωρινή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Αἰώνιος Κύριος καὶ Βασιλεύς. Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.

Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἀνήκει ἡ δόξα.

Παρατηρεῖ πάλιν τὸ χρυσοῦν στόμα τῆς Ἐκκλησίας: “Ἀφοῦ λοιπὸν μᾶς ἔφερε σὲ κατάστασι ἀγωνίας μὲ τὴν ἀνάμνησι τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔκοψε ἀπὸ τὴν ρίζα ὅλη τὴν ραθυμία μας, πάλι μᾶς ἐνθαρρύνει καὶ ἀναπτερώνει τὸ φρόνημά μας θυμίζοντάς μας τὸν Βασιλέα, τοῦ ὁποίου εἴμαστε ὑπήκοοι, καὶ φανερώνοντας τὸν δυνατώτερο ἀπὸ ὅλους λέγει «Σοῦ γὰρ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα». Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον ἡ βασιλεία εἶναι δική του, κανεὶς δὲν πρέπει νὰ φοβᾶται, διότι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ τοῦ ἀντιστέκεται καὶ νὰ μοιράζεται τὴν ἐξουσία μαζί του»19.

* * *

Ὅσο ἡ ἀδυναμία καὶ ὁ περιορισμένος χρόνος ἐπέτρεψε, ἐμβαθύναμε στὰ θεία λόγια της Κυριακῆς Προσευχῆς.

Ἡ ψυχὴ μας πληροῦται εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο ποὺ μᾶς παρέδωσε τὴν ἁγία αὐτὴ προσευχή, δύναμι, φῶς καὶ παρηγορία στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας.

Ὅλα τὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, νὰ μὴ ζοῦμε ἐγωιστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό μας καὶ τὸν συνάνθρωπό μας. Ὅσο ἀδειάζουμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, τόσο εἰσέρχεται μέσα μας ὁ Θεός.

Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ἕνα τολμηρὸ λόγο ὄχι ἀπὸ προσωπικὴ πείρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πείρα τῶν Ἁγίων καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους: Ἂν ἀδειάσουμε τελείως ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό μας, ὅλος ὁ Θεὸς θὰ ἔλθη μέσα μας. Τὸ λέγει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: “Ἐὰν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν”. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χαρῆ τὴν πιὸ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἀνάπαυσι, ἐκείνη τὴν χαρὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του καὶ ποὺ οὐδεὶς δύναται νὰ ἄρη ἀπ’ αὐτοῦ…

Ὅσοι ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Προσευχή Του, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅσοι ζοῦν ἐγωκεντρικὰ καὶ φίλαυτα, λέγουν μία ἄλλη προσευχή:

- Δὲν λέγουν: “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοίς”, ἀλλὰ λέγουν: Ἐαυτέ μου, ἐσένα ἔχω γιὰ Θεὸ ἐπὶ τῆς γῆς.

- Δὲν λέγουν: “Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”, ἀλλά: ἐλθέτω ἡ βασιλεία μου.

- Δὲν λέγουν: “Γεννηθήτω τὸ θέλημα Σου”, ἀλλά: γεννηθήτω τὸ θέλημά μου.

- Δὲν λέγουν: “Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον”, ἀλλά: τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μὲ σπατάλη καὶ πολυτέλεια ἐγὼ ἐξασφαλίζω γιὰ τὸν ἑαυτό μου.

- Δὲν λέγουν: “Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν”, ἀλλά: δὲν ζητῶ ἀπὸ κανένα συγχώρησι, οὔτε συγχωρῶ κανένα.

- Δὲν λέγουν: “Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηρού”, ἀλλά: ζητῶ ὅλες τὶς θεμιτὲς καὶ ἀθέμιτες ἡδονὲς καὶ μισῶ κάθε λυπηρό.

- Δὲν λέγουν: “Ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα”, ἀλλά: ὅτι μοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα.

Ὄχι μόνο οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ συμβαίνει νὰ ἔχωμε κάποτε πειρασμοὺς καὶ πτώσεις σ’ αὐτὴ τὴν ἐγωκεντρική, ἀτομικιστικὴ καὶ διαβολικὴ ζωή.

Αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς εἶναι ποὺ κάνει σήμερα τὴν ζωὴ μας ἀδιέξοδο.

Ἡ κρίσις ποὺ περνᾶ σήμερα ἡ πατρίδα μας στὴν πολιτική, στὴν παιδεία, στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, στὴν οἰκονομία, ἐδῶ νομίζω ὅτι ὀφείλεται.

Ἀρνηθήκαμε τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ πνεῦμα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς.

Ἂν δὲν ὑπάρξη μετάνοια ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων, δὲν βλέπω λύση τοῦ ἀδιεξόδου.

Κανένα κόμμα καὶ καμμία ἰδεολογία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει.

Θὰ ὑπάρξη λύσις καὶ φῶς, ἐὰν θελήσουμε οἱ νεοέλληνες νὰ ξαναποῦμε ταπεινὰ καὶ ἁπλὰ τὸ “Πάτερ ἡμῶν” καὶ ἀκόμη ἂν θελήσουμε νὰ προσαρμόσουμε τὴν πορεία μας στὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς αὐτῆς.

Καὶ ἂν αὐτὸ δὲν θελήσουν νὰ τὸ κάνουν οἱ πολλοί, ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς, ὁ πιστὸς καὶ ἐκκλησιαζόμενος λαός. Γιατί δὲν εἶναι μικρὸς ὁ κίνδυνος νὰ παρασυρώμεθα καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἀθεϊστικοῦ ἀτομικισμοῦ, ποὺ μᾶς περισφίγγει, καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε νὰ ἀντικαθιστοῦμε τὴν φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία μὲ τὴν φιλαυτία.

Αὐτὸς εἶναι ἕνας μεγάλος πειρασμός, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ εἰποῦμε: “Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν”.




Πηγή: http://www.imaik.gr/
---------------------------------------
Σημειώσεις

1. (Ἑρμηνεία στὸ «Πάτερ ἡμῶν», Φιλοκαλία, ἔκδ. «Περιβόλι τῆς Παναγίας», τόμ. 2ος, σελ. 253).

2. (Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).

3. (Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).

4. (Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 2ος, Ε.Π.Ε. τόμ. 8ος, σελ. 43).

5. (Λόγος 2ος κατὰ Γρηγορᾶ, παρ. 69).

6. . (Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές, Ι. Μενούνου, Ἀθήνα 1979, σελ. 121).

7. (Περὶ συνεχοῦς Μεταλήψεως, Ἀθῆναι 1887, σελ. 24).

8. . (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 669).

9. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 668)

10. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 51).

11. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 28).

12. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 672).

13. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 35-36).

14. (Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 3ος, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 69).

15. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 674).

16. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 672).

17. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 680).

18. . (Ἅγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 5ος, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 107).

19. (Ἅγ. Χρυσοστόμου, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 683).

Καππαδόκης Μέγας Βασίλειος καὶ ἡ θεία Λειτουργία του

$
0
0
Παναγιώτη Ι. Σκαλτσῆ

Μεταξὺ τῶν τριῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ λαμπρὴ αὐτή μορφὴ τῆς Μικρασιατικῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἕνας ἀπὸ τούς οἰκουμενικοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας1. 


Στὸ πρόσωπό του συγκεντρώθηκε πράγματι ὅλη ἡ σοφία, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἁγιότητα. Κατὰ τὸν ἱερό ὑμνογράφο ἔγινε σοφίας ἐραστής καὶ παιδείας ἔμπλεως «οὐ μόνον τῆς κάτω καὶ πατουμένης, πολλῷ μᾶλλον δὲ τῆς κρείττονος»2 .

Μὲ ὅπλα, λοιπόν, τὴν κοσμικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ γνώση καὶ ἐμπειρία κήρυξε σ’ ὅλο τὸν κόσμο φρόνημα ἔνθεον, προέκρινε τὴν πρὸς τὸν Θεὸν συμβίωση καὶ τὴ μελέτη τοῦ θανάτου, κατεκόσμησε τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων, ἐμβάθυνε στὴ γνώση καὶ τὴ φύση τῶν ὄντων διακηρύσσοντας τὴ μεγάλη ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ ὡς Δημιουργοῦ καὶ προνοητοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης στηλίτευσε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων μέσα ἀπὸ τὴ δογματική του διδασκαλία καὶ μᾶς ἐξεπαίδευσε στὸ νὰ σεβόμαστε καὶ νὰ τιμᾶμε τὴν Ἁγία Τριάδα «ἡνωμένην μὲν τῇ οὐσίᾳ, διαιρετὴν δὲ ταῖς ὑποστάσεσι»3. Σὲ ποιμαντικὸ μάλιστα καὶ κοινωνικὸ ἐπίπεδο ἦταν καὶ εἶναι γιὰ ὅλους τύπος καὶ ὑπογραμμός, ὑπόδειγμα ὀργάνωσης τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου, πρότυπο ποιμένα καὶ πνευματικοῦ ἡγέτη.

Μία πολὺ σημαντικὴ πτυχὴ τοῦ ἔργου καὶ τῆς προσωπικότητός τοῦ θείου αὐτοῦ διδασκάλου καὶ φωτοφόρου φωστῆρος εἶναι ὅτι μεταξὺ τοῦ τεράστιου συγγραφικοῦ του ἔργου, δογματικοῦ, ἀσκητικοῦ, ἑρμηνευτικοῦ κ.λπ. ἀνήκει καὶ ἡ θεία Λειτουργία, πού φέρει τὸ ὄνομά του καὶ τελεῖται, ὡς γνωστόν, δέκα φορὲς τὸ χρόνο. Μύστης τῶν ἀρρήτων ὁ ἴδιος εἰκονίζεται συνήθως στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ βήματος μεταξὺ ἄλλων Ἱεραρχῶν, πού λειτουργοῦν κρατώντας στὸ χέρι του εἰλητάριο μὲ κάποια ἀπὸ τὶς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας. Στὸ μουσεῖο μάλιστα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καὶ Νιγρίτης ὑπάρχει φορητὴ εἰκόνα, στὴν ὁποίαν φαίνεται νὰ τελεῖ τὴ θεία Λειτουργία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος εἰκονίζεται νὰ συγγράφει τὸ κείμενο τῆς Λειτουργίας του4.

Ἡ ὡς ἄνω θαυμάσια μεταβυζαντινὴ εἰκόνα ἀπηχεῖ τὸ γεγονός, διαβεβαιωμένο ἀπὸ πολλὲς μαρτυρίες, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος πράγματι συνέγραψε τὴ Λειτουργία πού μᾶς εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ κυρίως τὴν Ἀναφορὰ «Ὁ ὤν δέσποτα, Κύριε Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, προσκυνητέ, ἄξιον ὡς ἀληθῶς καὶ δίκαιον…»5. Ὑπάρχουν βεβαίως καὶ ἄλλες εὐχές, ὀκτὼ τὸν ἀριθμό, πού σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἀνάγονται στὸν Δ’ αἰώνα καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ συντάχθηκαν ἀπὸ τὸν Καππαδόκη Πατέρα. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι ἡ εὐχή ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων, οἱ δύο εὐχές τῶν πιστῶν καὶ ἡ εὐχή πρὸ τοῦ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀντιθέτως ὑπάρχουν εὐχές, ὅπως αὐτές τῶν ἀντιφώνων -κοινὲς μὲ τὴ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου- οἱ ὁποῖες εἶναι σαφῶς μεταγενέστερες καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποκλείεται νὰ εἶναι ποίημα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου6.

Ἡ θεία Λειτουργία ἄλλωστε εἶναι προϊὸν μακρᾶς ἐξελίξεως ὡς κείμενο. Ὁ πυρήνας της ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ βρίσκεται στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρέδωσε στούς Ἀποστόλους τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μὲ τὴν ἐντολή «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμήν ἀνάμνησιν»7. Στὴ συνέχεια καὶ στὰ πλαίσια τῶν διαφόρων λειτουργικῶν τύπων, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, διεμορφώθησαν συγκεκριμένα κείμενα Λειτουργιῶν μὲ βάση τὰ καινοδιαθηκικὰ πρότυπα, τὶς παραδόσεις κάθε περιοχῆς, ἀλλὰ καὶ τὴ θεολογία τοῦ κάθε συγγραφέα. Ἔτσι, λοιπόν, στὸ Βυζαντινὸ λειτουργικὸ τύπο διεμορφώθησαν οἱ Λειτουργίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν Προηγιασμένων Δώρων.

Ἀπὸ τὶς ὡς ἄνω τρεῖς Λειτουργίες ἡ ἀρχαιότερη εἶναι αὐτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἔτσι φαίνεται στὸ παλαιότερο λειτουργικὸ χειρόγραφο πού ἀνάγεται στὸ τέλος τοῦ Η’ μ.Χ. αἰώνα8. Τὸ ὅτι δὲ τὸ κείμενο αὐτό εἶναι πράγματι τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται τόσο ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἑνότητα πού ἔχει μὲ τὸ εὐρύτερο συγγραφικό του ἔργο, ὅσο καὶ ἀπὸ ἄλλες μαρτυρίες Πατέρων, Συνόδων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἀπὸ τὶς πλέον χαρακτηριστικὲς μαρτυρίες εἶναι αὐτή τοῦ Λεοντίου τοῦ Βυζαντίου (540 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τὴ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου θεόπνευστο κείμενο9. Στὴν ἐν Τρούλλῳ Συνόδῳ (692) σημειώνεται ὅτι ὁ «Βασίλειος ὁ τῆς Καισαρέων ἀρχιεπίσκοπος, οὗ τὸ κλέος κατὰ πᾶσαν οἰκουμένη διέδραμεν», μᾶς παρέδωσε τὴν μυστικὴν ἱερουργίαν «ἐγγράφως»10. Τὸ ἴδιο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (750) καὶ ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) χαρακτηρίζουν, ὅπως καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, τὰ τίμια δῶρα πρὸ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν ὡς «ἀντίτυπα»11.

Στὴ συνείδηση, λοιπόν, τῆς Ἐκκλησίας ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ συντάκτης τῆς Λειτουργίας του. Μιᾶς Λειτουργίας πού εἶναι ἐκτενέστερη αὐτῆς τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀνυπέρβλητη ὀμορφιά της καὶ τὴν ἀσύγκριτη θεολογική της δύναμη12. Ἐνδεικτικὰ μόνο ἀναφέρομε κάποια χαρακτηριστικὰ θεολογικὰ γνωρίσματα τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πρῶτα-πρῶτα ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὄχι στὴν Ἁγία Τριάδα, ὅπως αὐτή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Αὐτό εἶναι δεῖγμα τῆς παλαιότητος τῆς θείας Λειτουργίας, χωρὶς νὰ μειώνεται σὲ καμία περίπτωση ὁ Τριαδολογικὸς της χαρακτήρας. Ἄλλωστε στὴ συνέχεια σημειώνεται ὅτι ὁ παντοκράτωρ Θεὸς εἶναι «ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος, τῆς ἐλπίδος ἡμῶν… παρ’ οὗ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐξεφάνη»13.

Ἔντονη εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ πνευματολογία τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρακτηρίζεται ὡς πηγὴ ἁγιασμοῦ, ζωοποιὸς δύναμις, ἀπαρχὴ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀρραβὼν τῆς μελλούσης κληρονομίας14. Ξεχωριστὴ δὲ μνεία γίνεται στὰ ἔσχατα καὶ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὸν ἀοίδιμο θάνατο, ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά. Διατυπώθηκε μάλιστα ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Λειτουργία αὐτή τελεῖται κατὰ τὶς Κυριακές τῆς κατανυκτικῆς καὶ πενθίμου περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, διότι ἀκριβῶς μιλᾶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸ θάνατο. Κάτι τέτοιο βεβαίως δὲν εὐσταθεῖ, διότι ἀκριβῶς ὁ ἀναστάσιμος χαρακτήρας τόσο τῶν Κυριακῶν, ὅσο καὶ τῆς ἴδιας τῆς Λειτουργίας δὲν αἴρεται ποτέ15.

Ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὴν πρώτη Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379, ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τούς πιὸ μεγάλους θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄσκησε τεράστια ἐπίδραση στὴν μετέπειτα θεολογικὴ κίνηση καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας16. Συμπληρωματικὰ νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας ὑπῆρξε ἀπὸ τούς πλέον λειτουργικοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συγγραφὴ τῆς θείας Λειτουργίας του συνέταξε καὶ ἕνα πλῆθος ἄλλων εὐχῶν, ὅπως π.χ. αὐτή τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος «Μέγας εἶ Κύριε…»17. Ἐνεθάρρυνε ἐπίσης τὸ ἄσμα καὶ τὸ μέλος στὴ λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μᾶς δίδει σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν τάξη τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Νυχθημέρου καὶ τῆς Ἀγρυπνίας κατὰ τὴν ἐποχή ἐκείνη18.

Τὴν σπουδαιότητά του ὡς λειτουργικοῦ ἁγίου ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ σοφὸς ὑμνογράφος, μὲ τὸν ὕμνο τοῦ ὁποίου περατώνομε καὶ τὸ κείμενό μας αὐτό γιὰ τὸν Καππαδόκη Μέγα Βασίλειο καὶ τὴ θεία Λειτουργία του: «Ἔνδον ἐπουρανίου Ναοῦ, ὡς Ἱεράρχης ἱερός προσεχώρησας, τὴν πράξιν καὶ θεωρίαν, τὰς τῆς σοφίας ἀρχάς, ὡς στολὴν ἁγίαν περικείμενος, καὶ νῦν εἰς τὸ ἄνω, θυσιαστήριον ὅσιε, ἱερατεύων, καὶ Θεῷ παριστάμενος, καὶ τὴν ἄυλον, λειτουργίαν τελούμενος, μέμνησο συμπαθέστατε, παμμάκαρ Βασίλειε, τῶν ἐκτελούντων τὴν μνήμην, τὴν ἱεράν σου καὶ πάντιμον, Χριστὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ, τὸ μέγα ἔλεος».




-----------------------------------------
Υποσημειωσεις

1.Π. Κ. Χρήστου, Ὁ μέγας Βασίλειος. Βίος καὶ πολιτεία, συγγράμματα, θεολογικὴ σκέψις [Ἀνάλεκτα Βλατάδων 27], Θεσσαλονίκη 1978. Βλ. καὶ Σ. Γ. Παπαδοπουλου, Ἡ ζωὴ ἑνὸς μεγάλου. Βασίλειος Καισαρείας, ‘Ἀθηναι 1988.

2. α’ τροπάριο γ’ Ὠδῆς τοῦ Κανόνα τοῦ ἁγίου.

3. Κάθισμα μετὰ τὴν Α’ στιχολογία τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου.

4. Κ. Π. Χαραλαμπιδη, «Φορητὴ εἰκόνα της θείας μυσταγωγίας στὸ ἐκκλησιαστικὸ μουσεῖο Σερρῶν», εν Σερραίων Διάσωσμα. Πνευματικοὶ καὶ Καλλιτεχνικοὶ Θησαυροὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σερρῶν, Σέρρες 2008, σσ. 245-250.

5. Γιὰ τὴ θεολογία τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Μεγ. Βασιλείου βλ. Ι. Μ. Φουντουλη, «Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ἐν Λειτουργικὰ Θέματα Δ’, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 25-52.

6.Γ. Φίλια, «Ἡ Εὐχαριστιακὴ Ἀναφορά», εν Τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, Πρακτικὰ Γ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀθήνα 2004, σσ. 109-113.

7.π. Β. Ι. Καλλιακμανη, «Ἡ Ἀναφορὰ τῆς Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», εν Χριστόδουλος. Ἀφιερωματικὸς Τόμος, Ἀθηναι 2010, σσ. 521528. . S. Parenti – E. Velkovska, L’Eucologio Barberini 336, Roma 22000, oo. 57-70.

8. Κατὰ Νεστοριανῶν καὶ Ευτυχιανων, Λόγος Γ’, 19, PG 871, 1368C. . S. Parenti – E. Velkovska, L’Eucologio Barberini 336, Roma 22000, σσ. 57-70.

9.1032ος Κανόνας, Mansi 11, 156. Βλ. καὶ Γ. Α. Ραλλη – Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β’, Ἀθήνησιν 1852 (= φωτ. ἀνατ. ἔκδ. Γρηγόρη, ‘Ἀθήνα 1992), σ. 374.

10. Ι. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ακριβής της ὀρθοδόξου πίστεως 4, 13, PG 94, 1153B. Βλ. καὶ Πρακτικὰ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πράξις στ’, Mansi 13, 261 ἕξ.

11. Ι. Μ. Φούντουλη, «Η θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ο.π., σ. 47.

12. Γιὰ τὴν περὶ Ἁγίας Τριάδος θεολογία κατὰ τὸ Μ. Βασίλειο βλ. Γ. Δ. Μαρτζελοῦ, Οὐσια καὶ ἐνέργειαι του Θεοῦ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον. Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορικοδογματικην διερεύνησιν τῆς περὶ ουσιας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21993.

13 Π. Χρηστοῦ, «Ἡ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ἐν Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 10 (1955) 227-240.

14 Γιὰ τὸν προβληματισμὸ αὐτο βλ. Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡμέρες καὶ χρόνος τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», στὸ Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ, ἔκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 220-221.

15. . Π. Κ. Χρηστοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία. Πατέρες καὶ Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμ. Ά’, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 184.

16. Ι. Μ. Φούντουλη, «Ἡ συμβολὴ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν στὴ διαμόρφωση τῆς θείας Λατρείας», εν Λειτουργικὰ Θέματα Ἡ’, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 44.

17. ‘Ἐπιστολὴ 207, 2, PG 32, 761-765. Βλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, Ἡ παράδοση τῆς κοινῆς καὶ τῆς κατ’ ‘ἰδίαν προσευχῆς, μὲ εἰδικη ἀναφορὰ στὸ Ὡρολόγιο τοῦ Θηκαρᾶ, ἔκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 140-141. R. Taft, La liturgia delle ore in oriente e in occidente, Milano 1988, σσ. 65-66.

18.Στιχηρὸ προσόμοιο τῶν Αἴνων τῆς 1ης Ἰανουαρίου.






Πηγή: http://www.imaik.gr/

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἐξ Ἰωαννίνων

$
0
0
Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ πολιοῦχος τῶν Ἰωαννίνων , καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν Τζούρχλη, σήμερα Ἅγιος Γεώργιος.
 
Ἦταν φτωχὸς καὶ ἀγράμματος ἄνθρωπος. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμενε ὀρφανός. Καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς του. Ὅταν μεγάλωσε ἐργαζόταν ὡς ἱπποκόμος σὲ κάποιον τοῦρκο ἀγᾶ .Οἱ Τοῦρκοι, ὅπως συνήθιζαν, δὲν τὸν ἀποκαλοῦσαν μὲ τὸ ὄνομά του ἀλλὰ Γκιαοὺρ Χασᾶν.


Τὸ ἔτος 1836 ὁ ἀγᾶς, τὸν ὁποῖο ὑπηρετοῦσε ὁ ἅγιος, ἐγκαταστάθηκε γιὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους στὰ Ἰωάννινα. Ἐκεῖ στὰ Ἰωάννινα ὁ ἅγιος ἀρραβωνιάστηκε μὲ μία νέα ὀνόματι Ἑλένη, ὀρφανὴ καὶ αὐτὴ ἀπὸ γονεῖς, πτωχὴ ὑλικὰ ἀλλὰ πλούσια ψυχικά. Κάποιος Χότζας, ὁ ὁποῖος γνώριζε τὸν Ἅγιο καὶ ἄκουγε νὰ τὸν φωνάζουν Γκιαοὺρ Χασᾶν παραξενεύτηκε ποὺ ἀρραβωνιάστηκε Χριστιανὴ καὶ τὸν κατηγόρησε στὸ δικαστήριο πὼς ἐνῶ εἶναι μουσουλμάνος παντρεύεται Χριστιανή. Μπροστὰ στὸ δικαστήριο ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε πὼς εἶναι Χριστιανός. Ὁ δικαστὴς δὲν πείστηκε καὶ τὸν ἔστειλε στὸν βεζύρη, ὅπου ἀνακρινόμενος ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε ξανὰ τὴ χριστιανική του πίστη. Ὁ βεζύρης μάλιστα κάλεσε καὶ τὸν ἀφέντη τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαίωσε τὴν χριστιανική του ἰδιότητα, πράγμα τὸ ὁποῖο καταγράφηκε στὸν κώδικα τοῦ δικαστῆ, πὼς εἶναι Χριστιανός. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε τὸν γάμο του μὲ τὴν Ἑλένη.

Στὸ μεταξὺ ὁ ἀφέντης του μετατέθηκε στὴν Προῦσα τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου ἀρχικὰ τὸν ἀκολούθησε, ἀργότερα ὅμως ἐπέστρεψε στὰ Ἰωάννινα. Προσκολλήθηκε σὲ κάποιον ἀγᾶ πάλι ὡς ἱπποκόμος. Ὅταν ἔφυγε καὶ αὐτὸς ὁ Ἅγιος δὲν τὸν ἀκολούθησε ἀλλὰ παρέμεινε μὲ τὴν οἰκογένειά του, διότι στὸ μεταξὺ ἡ σύζυγός του γέννησε γιὸ τὸν ὁποῖο βάπτισαν μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννη.

Κάποια μέρα ὁ Ἅγιος πηγαίνοντας στὴν ἀγορὰ γιὰ ἀναζήτηση ἐργασίας συνάντησε ἐκεῖνον τὸν Χότζα ποὺ τὸν εἶχε κατηγορήσει. Μόλις τὸν εἶδε ἐκεῖνος ἀμέσως τὸν ἅρπαξε καὶ τοῦ λέει:

Μέχρι πότε θὰ παίζεις μὲ τὴν πίστη ; Ἢ Τοῦρκος ἢ Χριστιανὸς;

Ὁ Ἅγιος τοῦ ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει, ἔτυχε μάλιστα νὰ περνᾶ ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ κουνιάδος του, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ χότζα.

Ἐξαιτίας τῆς φασαρίας στὸ μεταξὺ μαζεύτηκαν καὶ ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ Ρωμιοί. Ἀπέναντι ἀκριβῶς ἦταν τὸ σπίτι τοῦ πασᾶ, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὴ φασαρία ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ τοὺς ἔφεραν μπροστά του. Ὁ χότζας κατηγόρησε τὸν Ἅγιο πώς, ἐνῶ ἦταν τοῦρκος, τώρα ἔγινε Χριστιανός. Στὴ σχετικὴ ἐρώτηση τοῦ πασᾶ ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ πολὺ θάρρος, Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνω. Ὁ παςᾶς τότε τὸν ἔστειλε στὸν δικαστή.

Ὁ δικαστὴς μολονότι γνώριζε τὴν ὑπόθεση ρώτησε τὸν Ἅγιο: Χριστιανὸς εἶσαι ἐσὺ;

Στὴν καταφατικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἅγίου τοῦ λέει πάλι: Κάποτε ἤσουν Χριστιανὸς ἀλλὰ τώρα εἶσαι Τοῦρκος.

Ὄχι, ὄχι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, Χριστιανὸς εἶμαι καθὼς κι ἐσὺ τὸ ξέρεις καὶ εἶναι περασμένο καὶ στὰ χαρτιά σου.

Ναί, τοῦ λέει ὁ δικαστής, ἀλλὰ τότε ἦταν ἕνας ὁ μάρτυρας, τώρα ὅμως μαρτυροῦν πολλοὶ πὼς εἶσαι Τοῦρκος. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τους, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πρέπει νὰ κάμεις , ἢ νὰ γίνεις Τοῦρκος ἢ νὰ θανατωθεῖς.

Κάνε ὅ,τι θέλεις, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου.

Τότε, ἀφοῦ τὸν ἤλεγξαν ἂν τοῦ εἶχαν κάνει περιτομὴ καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε, τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο. Μετὰ ἀπὸ νέα ἀνάκριση καὶ ὁμολογία τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ βρίσκονταν δύο Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴ Βούρμπιανη, οἱ ὁποῖοι τὸν ρώτησαν γιὰ τὴν ὑπόθεσή του καὶ, ὅταν ἔμαθαν πὼς ἦταν γιὰ τὴν πίστη, τὸν παρότρυναν νὰ μείνει σταθερὸς καὶ ἂν χρειαστεῖ νὰ μαρτυρήσει ἀκόμη.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ὁδήγησαν πάλι στὸν δικαστή, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς παρακαθημένους του τὸν προέτρεπε νὰ ἐξισλαμισθεῖ. Ὁ Ἅγιος ἔμενε σταθερὸς λέγοντας: Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς πεθαίνω.

Τὸν ὁδήγησαν τότε πάλι στὴ φυλακή, τὸν ξάπλωσαν, κάτω τοῦ ἔβαλαν τὰ πόδια στὸ τιμωρητικὸ ξύλο καὶ πάνω του τοποθέτησαν μία πλάκα βάρους πενήντα ὀκάδων περίπου. Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε σὰν νὰ ἦταν σκεπασμένος μὲ πάπλωμα. Τὸ πρωὶ τὸν ρωτοῦσαν οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι:

Πῶς πέρασες τὴ νύχτα, ἀδελφὲ; ἐμεῖς φοβηθήκαμε μήπως πεθάνεις ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πλάκας.

Δὲν κατάλαβα τίποτα, τοὺς ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, μάλιστα εἶδα καὶ ὄνειρο, ἕνα νέο ἀσπροφορεμένο πού μοῦ εἶπε: μὴ φοβᾶσαι, Γεώργιε.

Τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι στὸ δικαστήριο, ὅπου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε γιὰ τρίτη φορὰ τὸν Χριστό.

Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ βγάλω ἀπόφαση, τοῦ λέει ὁ δικαστής, νὰ καταδικαστεῖς.

Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ ὁ Ἅγιος, μὲ πολὺ θάρρος τοῦ ἀπάντησε:

Κάνε ὅ,τι θέλεις, δὲν φοβοῦμαι τίποτε, ὄχι μία ἀπόφαση μὰ ἑκατὸ νὰ βγάλεις.

Βλέποντας τὴν γενναιότητά του ὁ δικαστὴς γιὰ μία στιγμὴ σκέφτηκε νὰ τὸν ἐλευθερώσει, ὅμως ὁ τουρκικὸς ὄχλος φώναζε νὰ θανατωθεῖ ὡς ὑβριστὴς τοῦ Ἰσλάμ.

Ἔτσι ἐκδόθηκε καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Τὴν ὥρα ἐκείνη, λένε, μία μεγάλη ἀστραπὴ ἔσκισε τὸν οὐρανό, συνοδευόμενη ἀπὸ ἕνα τρομερὸ κρότο ἐνῶ συγχρόνως ἔγινε ἀναβρασμὸς στὴ λίμνη ὥστε οἱ ἄνθρωποι φοβήθηκαν.

Οἱ Μητροπολίτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καὶ Γρεβενῶν προσπάθησαν μὲ τὴν παρέμβασή τους νὰ τὸν ἐλευθερώσουν ἀλλὰ δὲν κατάφεραν τίποτα.

Μέχρι νὰ γίνει ἡ ἐκτέλεση ἔκλεισαν τὸν Γεώργιο στὴ φυλακή, ὅπου δὲν σταμάτησαν νὰ τὸν ἐνοχλοῦν οἱ Τοῦρκοι μὲ διαφόρους ἀπεσταλμένους τους νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ Χριστιανοὶ φυλακισμένοι τὸν στήριζαν καὶ τὸν παρακινοῦσαν νὰ μείνει σταθερὸς στὴν πίστη, ὥστε ὑπομένοντας λίγο πόνο νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν Χριστό.

Τὴν ἄλλη μέρα, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, οἱ δήμιοι τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης.

Ὁ Ἅγιος δόξασε τὸν Θεὸ καὶ χάρηκε ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομά Του.

Ἦταν θαυμαστὸ νὰ τὸν βλέπει κανένας πὼς ἔτρεχε, μὲ πόση χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, σὰ νὰ μὴν πατοῦσε στὴ γῆ, λὲς καὶ πετοῦσε στὸν ἀέρα. Τὸ πρόσωπό του κυριολεκτικὰ ἄστραφτε ἀπὸ χαρά.

Ὅταν ἔφθασαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, στὴν πύλη τοῦ φρουρίου, ὁμολόγησε γιὰ τελευταία φορὰ: Χριστιανὸς εἶμαι, προσκυνῶ τὸν Χριστό μου καὶ τὴν Δέσποινά μου Θεοτόκο.

Παρακάλεσε τοὺς δημίους νὰ τοῦ λύσουν τὰ χέρια, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναξε πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς: Συγχωρέστε με , ἀδελφοὶ καὶ ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει. Κι ὅπως ἔλεγε αὐτὰ, τὸν ἀπαγχόνισαν. Ἦταν τριάντα ἐτῶν.

Τὸ λείψανό του ἔμεινε τρία μερόνυχτα, κατὰ τὴ συνήθεια, κρεμασμένο. Κάθε νύχτα ἐρχόταν οὐράνιο φῶς καὶ τὸν περιέβαλε. Μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, ὕστερα ἀπὸ παράκληση τοῦ συλλόγου τῶν ἱπποκόμων, δόθηκε ἄδεια ταφῆς.

Μετέφεραν τὸ ἅγιο λείψανο στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ Μητροπολίτες, ὁ κλῆρος καὶ πλῆθος Χριστιανῶν.

Ἀφοῦ τὸ ἑτοίμασαν γιὰ τὴν ταφὴ στὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Μαρίνης ἔψαλαν τὴν ἀκολουθία μὲ δάκρυα συγκίνησης καὶ χαρᾶς. Τὸ ἐνταφίασαν στὴν αὐλή, στὴν βόρεια πλευρὰ τοῦ ναοῦ.

Ἀργότερα χτίστηκε παρεκκλήσιο ποὺ περιέβαλε τὸν τάφο.

Ἀμέσως ἀκολούθησαν ἄπειρα καὶ καταπληκτικὰ θαύματα.

Μαρτύρησε στὶς 17 Ἰανουαρίου 1838 στὰ Ἰωάννινα

Τὸ ἔτος 1975 ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται στὸν νεόδμητο ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νεομάρτυρος.






Πηγή: http://www.imaik.gr/

Ἡ Πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν Ἁγία Φιλοθέη

$
0
0
Φώτης Κόντογλου

Ἡ ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονιοὺς ἄρχοντες, μοναχοπαίδι τοῦ Ἀγγέλου Μπενιζέλου καὶ τῆς Συρίγας. Φιλοθέη ὀνομάσθηκε ὅταν ἔγινε καλογρηά, ἀλλὰ τὸ πρῶτο ὄνομά της ἦταν Ρεβούλα. 


Ἡ μητέρα της ἤτανε στείρα καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει τέκνο, καὶ μία νύχτα εἶδε πὼς βγῆκε ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ πὼς μπῆκε στὴν κοιλιά της. Κι᾿ ἀληθινά, τὸ φῶς ἐκεῖνο ἤτανε ἡ ἁγιασμένη ψυχή τῆς κόρης ποὺ γέννησε σ᾿ ἐννιὰ μῆνες. Ἀπὸ μικρὴ φανέρωνε μὲ τὰ φερσίματα καὶ μὲ τὰ αἰσθήματά της ποιὰ θὰ γινότανε ὑστερώτερα, στολισμένη μὲ κάθε λογῆς ἀρετή. Στὴν εὐσέβεια εἶχε γιὰ ὁδηγό της τὴν ἴδια τὴ μητέρα της ποὺ ἤτανε εὐλαβέστατη.

Φτάνοντας σὲ ἡλικία δώδεκα χρονῶν τὴ ζήτησε γιὰ γυναίκα κάποιος ἄρχοντας τοῦ τόπου, μὰ ἡ κόρη δὲν ἤθελε νὰ παντρευθεῖ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ γονιοί της τὴν παρακαλούσανε, ἡ τρυφερὴ ψυχή της δὲν βάσταξε νὰ τοὺς λυπήσει καὶ νὰ τοὺς παρακούσει καὶ στὸ τέλος παραδέχθηκε νὰ πανδρευθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο ἄνθρωπο, ποὺ ἤτανε ὅμως πολὺ φτωχὸς στὴν ψυχή, διεστραμμένος καὶ κακός. Τρία χρόνια ἔζησε μαζί του ἡ Ρεβούλα κάνοντας ὑπομονὴ στὰ ἀπότομα φερσίματά του, ὡς ποὺ ὁ ἄνδρας της πέθανε κι᾿ ἀπόμεινε χήρα. Οἱ γονιοί της θελήσανε νὰ τὴν ξαναπανδρέψουνε, μὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε καθαρὰ πὼς ἔταξε νὰ γίνει καλόγρηα.

Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί της, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χήρεψε, δόθηκε ἐλεύθερα στὴν ἄσκηση, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρύπνιες καὶ ἐλεημοσύνες. Κατήχησε τὶς ὑπηρέτριές της καὶ τὶς ἔκανε δοχεῖα τοῦ Πνεύματος. Κατὰ θέλημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο της, ἔχτισε ἕνα μοναστήρι μὲ ἐκκλησία στ’ ὄνομά του. Εἶναι ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σῴζεται ἀκόμα πλάγι στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης. Ἀφοῦ τελείωσε τὸ μοναστήρι, ἡ Ρεβούλα χειροθετήθηκε μοναχὴ μὲ τὄνομα Φιλοθέη. Οἱ πρῶτες ἀδελφὲς ποὺ ζήσανε μαζί της ἤτανε οἱ δουλεύτρες ποὺ εἶχε στὸ πατρικὸ σπίτι της. Μὲ τὸν καιρὸ ἔδραμαν πλῆθος ἄλλες παρθένες κι᾿ ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες καὶ ντυθήκανε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ζήσανε ἀγωνιζόμενες τὸν καλὸν ἀγώνα μὲ ὑποταγὴ στὴν ἄξια ἡγουμένισσα ποὺ τὶς διοικοῦσε στὸν πνευματικὸ δρόμο σὰν κάποια ἁγία Συγκλητική.

Τὰ ἁγιασμένα λόγια της ἔμπαιναν στὴν καρδιά τους σὰν δροσιὰ καὶ ἄνθιζαν μέσα τους τὰ εὔοσμα ἄνθη τῶν ἀρετῶν. Καὶ τὰ ἔργα της βεβαιώνανε τὰ λόγια της κατὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέγει: «Ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε´, 19). Ὅπου μάθαινε πὼς βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, ἄρρωστος, χαροκαμένος, ἔτρεχε σὲ βοήθειά του μὲ περισσότερη προθυμία παρὰ ἂν ἔπαιρνε ἡ ἴδια τὴ βοήθεια ἀπ᾿ ἄλλον. Ἔχτισε νοσοκομεῖα καὶ γηροκομεῖα κοντὰ στὸ μοναστήρι της κι᾿ ἡ ἁγία Φιλοθέη δὲν φρόντιζε μοναχὰ γιὰ τὴ γιατρειά τους καὶ γιὰ τὴ σωματικὴ τροφὴ τους ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική. Μὲ τὸν καιρό, πληθύνανε τόσο πολὺ οἱ ἀδελφὲς ποὺ μπήκανε στὸ μοναστήρι της, ποὺ δυστυχούσανε ἀπὸ κάθε πρᾶγμα ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ἡ ἡγουμένη νὰ ἀπαντήσει τὰ μεγάλα ἔξοδα, κ᾿ οἱ καλογρηὲς γογγύζανε. Μὰ ἡ ἁγία τὶς καταπράυνε μὲ λόγια ὑπομονετικά, κι᾿ ὁ Θεὸς ἔστελνε τὴ βοήθειά του πότε μ᾿ ἕναν τρόπο καὶ πότε μὲ ἄλλον ὡς ποὺ περνοῦσε ἡ στενοχώρια.

Ἐξὸν ἀπὸ τὰ ντόπια κορίτσια ποὺ συμμάζευε στὸ μοναστήρι της, ἔδινε προστασία καὶ σὲ ξένες γυναῖκες ποὺ ἐρχόντανε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ διάφορα μέρη σκλαβωμένες ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μὲ τί κινδύνους καὶ μὲ τί βάσανα τὶς προστάτευε δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ γράψουμε καταλεπτῶς σὲ τοῦτο τὸ σύντομο σημείωμα. Τέσσερες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς σκλάβες εἴχανε ἀκουστὰ τὴν ἁγία Φιλοθέη κι᾿ ἐπειδὴ τὶς βασανίζανε οἱ ἀφεντάδες τους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, φύγανε κρυφὰ καὶ καταφύγανε στὸ μοναστήρι. Ἡ ἁγία τὶς πῆρε μέσα καὶ τὶς στερέωσε στὴν πίστη τους καὶ περίμενε εὔκαιρη περίσταση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὶς στείλει στὸν τόπο τους. Μὰ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἴχανε τὶς σκλάβες, μάθανε πὼς τὶς εἶχε περιμαζέψει ἡ Φιλοθέη καὶ μπήκανε σὰν θηρία στὸ κελλί της ποὺ κειτότανε ἄρρωστη καὶ τὴν τραβήξανε καὶ τὴν πήγανε στὸν πασᾶ. Καὶ ʼκεῖνος πρόσταξε νὰ τὴ ρίξουνε στὴ φυλακή.

Ἡ Ἁγία δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἑτοιμάσθηκε νὰ χύσει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ φωνάζανε νὰ σκοτώσουνε τὴν Ἁγία. Κι᾿ ὁ πασᾶς πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν παρουσιάσουνε μπροστά του, καὶ τῆς εἶπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὰ δυό, ἢ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της ἢ νὰ κοπεῖ τὸ κεφάλι της. Μὰ ἡ Ἁγία ἀπάντησε μὲ ἀφοβία πὼς εἶναι ἕτοιμη νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ πασᾶς θἄβγαζε τὴν ἀπόφαση νὰ κόψουνε τὸ κεφάλι της, ἀλλὰ προφθάσανε κάποιοι ἐπίσημοι χριστιανοὶ καὶ μὲ τὰ παρακάλια τους ἀλλάξανε τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ καὶ πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακή.

Γυρίζοντας στὸ μοναστήρι της ἡ Ὁσία, δὲν ἔπαψε νὰ πορεύεται ὅπως καὶ πρὶν στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. K᾿ ἐπειδὴ πληθαίνανε ὁλοένα οἱ μαθήτριές της, ἔχτισε κι᾿ ἄλλο μοναστήρι στὴν τοποθεσία Πατήσια, κι᾿ αὐτὸ στὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Ἀλλὰ ἔχτισε μετόχια καὶ στὴ Τζιᾶ καὶ στὴν Αἴγινα, κι᾿ ἐκεῖ ἔστελνε τὶς ἀδελφὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ μακρύνουνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ κάποια αἰτία.

Σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσκητήρια οἱ καλογρηὲς δουλεύανε στοὺς ἀργαλειοὺς καὶ σὲ ἄλλα ἐργόχειρα, σὰν τὶς προκομμένες μέλισσες μέσα στὸ κουβέλι. Φτωχὰ κι᾿ ὀρφανὰ κορίτσια βρήκανε προστασία κ᾿ ἐργασία μέσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ καταφύγια. Σὲ ὅ,τι κτήματα εἶχε ἡ Ἁγία ἀπὸ τοὺς γονιούς της, ἔχτισε μοναστήρια καὶ φτωχοκομεῖα. K᾿ εἶχε πολλὴ περιουσία. Ἕνας προπάππος της εἶχε πάρει τὴ «δεχατέρα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀθήνας καὶ πῆρε προίκα ὅλη τὴν Κηβισιὰ καὶ τὸν Ἀχλαδόκαμπο ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸ Χαλιάντρι». Στὸ κτῆμα ποὺ εἶχε στὸν Περισὸ ἔχτισε ἄλλο μοναστήρι στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε τώρα Καλογρέζα. Ὅλη ἡ φτωχολογιὰ τὴν εἶχε σὰν πονετικιὰ μάνα. Μὲ κάθε τρόπο πάσχιζε νὰ ἀνακουφίσει τοὺς δυστυχισμένους, τοὺς τάιζε, τοὺς ἄνοιγε πηγάδια γιὰ νάχουνε νερό, τοὺς γιάτρευε, τοὺς ἔβρισκε δουλειά. Ὁ κόσμος τὴν ἔλεγε «κυρὰ δασκάλα».

Τὴν παραμονὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὰ 1589 ἡ ἁγία Φιλοθέη βρισκότανε στὸ μοναστηράκι ποῦχε χτισμένο στὰ Πατήσια. Τὸ βράδυ συναχθήκανε οἱ ἀδελφὲς γιὰ νὰ κάνουνε ἀγρυπνία. Κάποιοι Ἀγαρηνοί, ποὺ τὴν ἐχθρευόντανε ἀπὸ καιρό, πηδήσανε ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ πιάνοντας τὴν Ἁγία ἀρχίσανε νὰ τὴ χτυπᾶνε ὡς ποὺ τὴν ἀφήσανε μισοπεθαμένη. Τὴν ἄλλη μέρα τὴ σηκώσανε οἱ ἀδελφὲς καὶ τὴν πήγανε στὸ μετόχι ποῦχε στὸν Περισό. Σὰν συνέφερε λίγο, ἔπιασε τὴν προσευχή, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ πληρωθεῖ μὲ κακία γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔκανε στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μοιάσει σ᾿ αὐτὸ μὲ τὸν Χριστό, κατὰ τὰ λόγια του ἀποστόλου Πέτρου ποὺ λέγει: «καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α´ Πέτρ. δ´ 13). Στὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1589 παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή της στὸν Κύριο, ποὺ ὑπόμεινε τόσα βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη του.

Τὸ ἅγιο σκήνωμά της θάφτηκε στὸ μοναστηράκι τῆς Καλογρέζας κι᾿ ἀπὸ κεῖ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρίσκεται στὴ σημερινὴ Ἀρχιεπισκοπή. Μετὰ πολλὰ χρόνια, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ κόντευε νὰ γκρεμνισθεῖ, τὸ πήγανε στὸν ἅγιο Ἐλευθέριο κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὴ σημερινὴ μητρόπολη, μέσα στ᾿ ἅγιο βῆμα. Στὸ μνῆμα της ἀπάνω βρεθήκανε γραμμένα τοῦτα τὰ λόγια:

«Φιλοθέης ὑπὸ σῆμα τόδ᾿ ἁγνῆς κεύθει σῶμα,

ψυχὴν δ᾿ ἐν μακάρων θήκετο Ὑψιμέδων».

Ἡ Φιλοθέη ἀνακηρύχθηκε ἁγία ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ματθαίου B´ (1595-1600). Νεόφυτος ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἀφοῦ ἐξήτασε καὶ ἐρεύνησε τὰ κατὰ τὸν βίον καὶ τὸ μαρτύριον τῆς Ὁσίας, σύνταξε ἀναφορὰ στὸ Πατριαρχεῖο μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους Κορίνθου καὶ Θηβῶν καὶ μὲ τοὺς προκρίτους τῆς Ἀθήνας γιὰ νὰ τάξει τὴν ὁσία Φιλοθέη στοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων. Σ᾿ αὐτὸ τὸ συνοδικὸ ἔγγραφο εἶναι γραμμένα καὶ τοῦτα:

«Ἐπειδὴ ἐδηλώθη ἀσφαλῶς ὅτι τὸ θειότατον σῶμα τῆς ὁσιωτάτης Φιλοθέης εὐωδίας πεπληρωμένον ἐστι καὶ μύρον διηνεκῶς ἐκχεῖται, ἀλλὰ καὶ τοῖς προσιοῦσί τε ἀσθενέσι τε καὶ θεραπείας δεομένοις τὴν ἴασιν δίδωσι… τούτου χάριν ἔδοξε ἡμῖν τε καὶ πάσῃ τῇ ἱερᾷ Συνόδῳ τῶν καθευρεθέντων ἐνταῦθα ἀρχιερέων συγγραφῆναι καὶ ταύτην ἐν τῷ χορῷ τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων γυναικῶν, ὥστε κατ᾿ ἔτος τιμᾶσθαι καὶ πανηγυρίζεσθαι».

Αὐτὸς εἶναι μὲ ὀλιγολογία ὁ βίος τῆς Ἀθηναίας ἁγίας Φιλοθέης, ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ γένους μας στὸν τυραννισμένον καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς. Δὲν στάθηκε αὐστηρὴ μονάχα στὸ νὰ κάνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, μὰ ἀγωνίσθηκε καὶ πνευματικὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ ἡ ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας σὰν κάστρο ποὺ θὰ ἀποσκέπαζε τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἐκφυλισμὸ καὶ τὴν ἀποβαρβάρωση. Ὅλα τὰ θυσίασε, πλούτη, ἀνάπαυση, ζωή, γιὰ τὴν πίστη τῶν πατέρων της. «Θλίψις συνέχει τὴν ψυχήν της» βλέποντας οἱ χριστιανοὶ νὰ μὴν ἔχουνε στὰ «πάτρια» τὴν ἀγάπη ποὺ ἔπρεπε, ἀλλὰ νὰ ζοῦνε μουδιασμένοι, ἀδιάφοροι, μὲ ψυχὴ γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.

Τὴν Ἀκολουθία της τὴν ἔγραψε κάποιος σοφὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος Ἱέραξ λεγόμενος. Ἀνάμεσα στὰ ὡραῖα ἐγκώμια εἶναι καὶ τοῦτο:

«Δαυῒδ γὰρ τὸ πρᾶον ἔσχες καὶ Σολομῶντος, σεμνή, τὴν σοφίαν, Σαμψῶν τὴν ἀνδρείαν, καὶ Ἀβραὰμ τὸ φιλόξενον, ὑπομονήν τε Ἰώβ, τοῦ Προδρόμου δὲ θείαν ἄσκησιν…».

Τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρισκότανε στὸ σημερινὸ δρόμο τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τὴν ἐγκρέμνισε ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανὸς Καλλιγᾶς, παρ᾿ ὅτι εἶχε μεγάλο σέβας στὴν ἁγία, ἐπειδὴ ἤτανε ραγισμένοι οἱ τοῖχοι, κ᾿ ἔχτισε στὰ ἴδια θεμέλια τὸ παρεκκλήσι ποὺ ὑπάρχει τώρα, ἐνῷ μποροῦσε νὰ στερεώσει τὴν παλιὰ ἐκκλησία ποὺ εἶχε ὡραῖες τοιχογραφίες. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ (ὁ Γερμανὸς στάθηκε μητροπολίτης ἀπὸ τὰ 1889 ἕως τὰ 1896) δὲν γνωρίζανε οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀξία τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἡ καινούρια ἐκκλησιὰ ποὺ χτίσθηκε εἶναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Ὅποιος μπαίνει μέσα, δὲν αἰσθάνεται κατάνυξη. Ἀλλ᾿ ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μετοχιοῦ ποὺ εἶχε χτίσει ἡ Ὁσία στὰ Πατήσια γκρεμνίσθηκε καὶ κείνη ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ γιατὶ δὲν μπορούσανε οἱ χριστιανοὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦνε ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων πρὶν νὰ σηκωθεῖ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὡς πρὸ ὀλίγα χρόνια κειτόντανε οἱ κολόνες μέσα στὰ ἀγριάγκαθα, στεκότανε ὄρθια μοναχὰ ἡ χυβάδα (κόγχη) τοῦ ἱεροῦ κ᾿ ἡ πόρτα μὲ τὸ δυτικὸ τοῖχο. Κάποιοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ τὴν ἀναστηλώσανε μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ κ. Ὀρλάνδου καὶ τώρα βρίσκεται πάλι ἀπαράλλαχτη ὅπως ἤτανε στὰ χρόνια της ἁγίας Φιλοθέης, ἕνα ταπεινὸ μὰ ἀτίμητο στόλισμα ἀνάμεσα στὰ ἀκαλαίσθητα καὶ ξενόμορφα σπίτια ποὺ χτισθήκανε γύρω στὸ γηραλέο αὐτὸ ἐκκλησάκι. Ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε καὶ τὸ στόλισα μὲ ἁγιογραφίες, ὅπως ἤτανε ὁ πόθος μου. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ζωγράφισα καὶ τὸ μοναστήρι, ὅπως ἤτανε τότε, μὲ τὴν ἡγουμένη ἁγία Φιλοθέη καὶ τὶς ἀδελφὲς ποὺ πηγαίνουνε στὴν ἐκκλησία.

Φαίνεται πώς ὅλη ἡ οἰκογένεια τῶν Μπενιζέλων ἤτανε ἄνθρωποι φιλόθρησκοι. Στὸ νάρθηκα τῆς Καισαριανῆς εἶναι γραμμένη ἀπὸ τὸ ζωγράφο ποὺ τὸν ἁγιογράφησε τούτη ἡ ἐπιγραφή:

«Ἰστόρηται ὁ πρόναος οὗτος ἤτοι νάρθηξ διὰ δαπάνης τῶν προσδραμόντων τῇ μονῇ φόβῳ λοιμοῦ τῇ κραταιᾷ χειρὶ τῆς πανυμνήτου Τριάδος καὶ σκέπῃ τῆς μακαρίας Παρθένου, οἵτινες εἰσὶν ὁ εὐγενὴς καὶ λογιώτατος Μπενιζέλος υἱὸς Ἰωάννου, ἅμα ταῖς εὐγενέσιν ἀδελφαῖς καὶ τῇ τεκούσῃ καὶ τῇ λοιπῇ αὐτοῦ συνοδείᾳ. Ἐπὶ ἡγουμένου Ἰεροθέου τοῦ σοφωτάτου ἱερομονάχου. Διὰ χειρὸς δὲ Ἰωάννου Ὑπάτου του ἐκ Πελοποννήσου. Ἔτει αϠχβ´ (1682) μηνὶ Αὐγούστω κ´ (20)».

Ἕνας Μπενιζέλος, ὁ Νικόλας, γίνηκε κι᾿ ἁγιογράφος, μαθητὴς τοῦ Γεωργίου Μάρκου τοῦ Ἀργείου ποὺ ζωγράφισε πολλὲς ἐκκλησιὲς στὰ μέρη τῆς Ἀττικῆς, ἀπὸ τὰ 1727 ὡς τὰ 1740 ἀπάνω-κάτω. Στὴν παλιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας στὸ Κορωπὶ εἶναι γραμμένο: «Ἱστορήθη δὲ κατὰ τὸ αψλβ´ (1732) διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου». Μαζὶ μὲ τὸ μάστορά του δούλεψε ὁ Μπενιζέλος καὶ στὸ τελευταῖο ἔργο του, τὴν ἁγιογράφηση τῆς Μονῆς τῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμίνα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ σῴζεται καὶ ποὺ λέγει: «ΑΨΛE (1635). Ἱστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος Ναὸς οὗτος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν διὰ συνδρομῆς κόπου τε καὶ δαπάνης… Ἱστορήθη δὲ διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου ἐκ πόλεως Ἄργους καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου, Γεωργάκης καὶ Ἀντώνιος».






Πηγή: http://www.imaik.gr/

Ἐμεῖς καὶ ἡ Ἀγάπη μας

$
0
0
π. Εὐσέβιος Βίττης

Ἀγάπη γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ

Ἀγάπη καθαρὴ γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐγγυᾶται τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ κάθε ἐγωιστικὸ στοιχεῖο, χωρὶς τὴν προσδοκία ὁποιασδήποτε ὠφέλειας, ὑλικῆς ἢ πνευματικῆς ἐκ μέρους τῶν ἄλλων, ἔστω καὶ ἑνὸς «εὐχαριστῶ», ἔστω καὶ μὲ εἴσπραξη πικρίας ἀντὶ εὐγνωμοσύνης ἢ ἀκόμη καὶ προδοτικῆς συκοφαντίας γιατί αὐτὸ σημαίνει μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἀγάπησε πρῶτος Αὐτὸς τὴν Ἐκκλησία χωρὶς νὰ ὑπολογίση καθόλου τὸν ἑαυτὸ Του θυσιαζόμενος πρὸς χάριν της.



Μόνον ἡ ἀγάπη κατὰ μίμησιν καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ὠφελιμισμοῦ ἐγωιστικοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ὡς ἄνθρωπος πλήρως καὶ τελείως τὸν οὐράνιο Πατέρα Του καὶ δέχθηκε τὴν πλήρη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἀποτελεῖ τὸ αἰώνιο καὶ ἀνυπέρβλητο παράδειγμα τῆς τέλειας ἀγάπης, ὄχι μόνον ὡς Θεὸς Λόγος τοῦ Πατρός, αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος, ἔχοντας τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση. Ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε πραγματικοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, πρέπει νὰ μαθητεύουμε πάντα παρὰ τοὺς πόδας Του γιὰ νὰ μαθαίνουμε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ συνεπέστερα νὰ ἀγαποῦμε πάντοτε, ὅπως Αὐτός, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίση, ἀφοῦ τὸ ἔργο αὐτὸ θέλησε νὰ ἀσκῆται ἀδιάλειπτα καὶ πάντοτε καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Γιατί ἡ «ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α’ Κορ. ιγ’ 8), ἀφοῦ εἶναι αἰώνια καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α’ Ἰω. δ’ 8).


Ἀγάπη καὶ αὐτογνωσία

Ἀσφαλῶς, ὡς ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί, νιώθουμε μέσα μας τὴ λαχτάρα γιὰ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἀσφαλῶς μᾶς συγκινεῖ ἡ σκέψη νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἕνα ὅπως ὅλους μαζὶ καὶ ὅλους ὅπως τὸν ἕνα. Μεγάλος αὐτὸς ὁ πόθος, ἂν ὑπάρχη μέσα μας καὶ ἴσως εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἐπιδιωκτέο τέλος. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὴν πραγματικότητά μας, ποιοὶ ἀκριβῶς εἴμαστε, ποιὰ εἶναι ἡ φυσική μας κατάσταση, προτοῦ ἐπιχειρηθῆ ἡ ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσή μας στὸ καμίνι τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἴδιο καὶ διὰ μέσου Του γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας συνανθρώπους.

Συχνὰ μιλώντας γιὰ ἀγάπη λησμονοῦμε τὸ ἔδαφος, στὸ ὁποῖο αὐτὴ φυτρώνει. Γι’ αὐτὸ συμβαίνει ἐτοῦτο τὸ παράδοξο, ἐνῶ ὁ πόθος μας γιὰ ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ μεγάλος, ὅμως ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ ἀναπτυχθῆ, ἡ καρδιά μας δηλαδή, ποὺ τὴν πλημμυρίζει αὐτὸς ὁ πόθος, συμβαίνει νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλος γιὰ ἕνα τέτοιο οὐράνιο φυτό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, μπορεῖ νὰ «ὠδίνη ὅρος καὶ νὰ τίκτη μῦν», νὰ παρουσιάζεται δηλαδὴ μία πολὺ μεγάλη δυσαναλογία ἀνάμεσα σὲ αὐτό, ποὺ ποθοῦμε καὶ σὲ αὐτό, ποὺ θέλουμε νὰ πραγματοποιήσουμε. Πρώτιστο ἔργο μας μὲ ἄλλα λόγια εἶναι, προκειμένου νὰ ἐξασκήσουμε ἔργο ἀληθινὸ ἀγάπης, νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν πνευματική μας ποιότητα, ποιοὶ δηλαδὴ εἴμαστε στὴν πραγματικότητα.

Ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ εἰλικρίνεια ἔναντί του θὰ μᾶς πείση, ὅτι βασικὰ ἔχουμε μία σχεδὸν ἀκατανίκητη τάση νὰ ἀναζητοῦμε φανερὰ ἢ ὄχι, συνειδητὰ ἢ ὄχι, θεληματικὰ ἢ ὄχι, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας διὰ μέσου τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Μπορεῖ νὰ ἀναζητοῦμε τὴ δική μας συναισθηματικὴ εὐφορία καὶ μία συγκινησιακὴ ἔκσταση, μία εὐχαρίστηση προσωπικὴ μόνο μέσω τῆς ἀγάπης, πράγμα, ποὺ ἄλλοι θὰ ἐπεδίωκαν μὲ ἄλλα μέσα. Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι: κάνουμε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ γενικὰ ἀγαποῦμε, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ εὐάρεστο συναίσθημα, ποὺ αὐτὴ δημιουργεῖ, καὶ αὐτὸ θέλουμε μόνο καὶ ὄχι τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου; Καὶ μπορεῖ ἔτσι νὰ κάνουμε τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης π.χ. μόνο γιὰ νὰ ἀκοῦμε εὐχαριστίες, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίζουν ὡς εὐεργέτες, γιὰ νὰ κάνουν λόγο γιά μᾶς, καὶ νὰ ἀποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις ἀγάπης καὶ κόπους καὶ θυσίες, ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ἀναγνωρισθοῦν. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μάθουμε καὶ νὰ κάνουμε φρόνημά μας, πὼς τὸ κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ αὐτολησμοσύνη καὶ τὸ «μὴ ζητεῖν τὰ ἑαυτῆς». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε συνιστᾶ ὁ Κύριος τὸ «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά (μας) τί ποιεῖ ἡ δεξιά» μας καὶ τὴν ὅσο γίνεται μὲ περισσότερη ἐπιμέλεια «ἐν τῷ κρυπτῷ» διενέργειά της.


Ἀγάπη καὶ ἐσωτερικὰ πάθη

Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ἀπαιτεῖ γιὰ τὴν ἐξάσκησή της κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἐσωτερικὴ καθαρότητα, μὲ ἄλλα λόγια ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν «παλαιότητα» καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς καὶ μολύνουν κάθε ἐνέργειά μας, ἀκόμη καὶ τὴν πιὸ εὐγενικὴ κατ’ ἄνθρωπον. Καὶ αὐτὸ σημαίνει διαρκῆ ἀνίχνευση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας καὶ ἀνακάλυψη ὅλων τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων, ποὺ κρύβονται ἐπιμελῶς μέσα μας. Ἡ αὐτοεξέταση θὰ μᾶς πληροφόρηση γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων τῆς παλαιότητός μας, ὅπως εἶναι ἡ ἐγωιστικότητα καὶ ἡ αὐτοφιλία ἢ φιλαυτία. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ θείου φωτισμοῦ, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει καθαρὰ τὸ ἐσωτερικό μας. Ἔτσι δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἀνακαλύψουμε πρὸς μεγάλη μας ἔκπληξη στοιχεῖα, ποὺ δὲν τὰ φανταζόμασταν νὰ ὑπάρχουν σὲ τέτοιο βαθμό. Ἂν προσέξουμε μὲ τέτοια διάθεση καὶ ἐκζήτηση τοῦ θείου φωτισμοῦ, θὰ διαπιστώσουμε π.χ. πόσο εὔκολα δὲν θέλουμε νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι. Πόσο μᾶς εἶναι δυσάρεστο νὰ μᾶς μιλοῦν οἱ ἄλλοι γιὰ τὶς δυσκολίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς θλίψεις τους, τὸν πόνο τους, τὰ ποικίλα προβλήματά τους, μάλιστα, ἂν ὑποπτευόμαστε, ὅτι πιθανὸν θὰ ζητήσουν καὶ τὴ δική μας συμπαράσταση. Πολὺ ἐπιθυμοῦμε νὰ μὴ μᾶς χαλάσουν τὴν ἡσυχία μας κατὰ τὸν χρόνο, ποὺ θέλουμε ἀπολύτως νὰ τὸν ἔχουμε δικό μας. Δὲν μᾶς εὐχαριστεῖ νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι, μάλιστα ἂν δὲν εἶναι εὐχάριστοι τύποι. Συγκεντρωμένοι στὰ δικά μας προβλήματα, ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς δικές μας δυσκολίες, γινόμαστε σιγὰ σιγὰ ἀναίσθητοι ἔναντι τῶν ἄλλων, ἀδιάφοροι, σκληροὶ καὶ τελικὰ ἀνάπηροι πνευματικὰ ὡς πρὸς τοὺς ἄλλους. Μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ κυρίαρχη αὐτὴν τὴν κατάσταση μέσα μας, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο, παρὰ μονάχα ὅ,τι ἔχει σημασία μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ ὅ,τι μᾶς βολεύει καὶ γιὰ ὅ,τι μᾶς κολακεύει φανερὰ ἢ κρυφά.

Ἀκόμη εὔκολα περιγελοῦμε ἢ εἰρωνευόμαστε τοὺς ἄλλους ἢ καὶ χαιρεκακοῦμε στὶς πτώσεις καὶ ἀτυχίες τους. Μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψουμε προκαταλήψεις εἰς βάρος τῶν ἄλλων, νὰ εἴμαστε εὔκολοι σὲ ἀρνητικὲς γι’ αὐτοὺς πληροφορίες, χωρὶς κἄν νὰ ἐξετάσουμε, ἂν εὐσταθοῦν. Ὄχι σπάνια μποροῦν νὰ καμουφλαριστοῦν μέσα μας ὡς δῆθεν ἀγάπη καθαρὰ ψυχολογικὰ ἐλατήρια, π.χ. ὁ θαυμασμὸς γιὰ κάποιους, ἡ ἐξυπνάδα τους, ἡ ἰδιοφυΐα τους, τυχὸν, σὲ κάποιες περιοχὲς τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἐπιχειρηματικότητος, μάλιστα ἂν συμβαίνη νὰ ἔχουν πολλοὶ τὴν ἴδια γνώμη. Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἄλλο πράγμα.

Ἄλλοτε πάλι θεωροῦμε πὼς ἐνεργοῦμε μὲ πολλὴ πρωτοτυπία, ὄχι δηλαδὴ ὅπως ἐνεργοῦν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ μὲ δικό μας ἢ καὶ δανεικὸ ἀπὸ ἄλλους τρόπο, γιὰ νὰ φαινώμαστε ὡς σπουδαῖοι καὶ ἐντελῶς ἄλλου τύπου, ὄχι συνηθισμένοι ἄνθρωποι, ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ποὺ μπροστὰ μας φαίνονται ἀσήμαντα ἀνθρωπάκια, ἀνάξια τοῦ ἐνδιαφέροντός μας καὶ τῆς δικῆς μας «μεγαλωσύνης». Καὶ ὄχι σπάνια ἐνεργοῦμε ἀπὸ φόβο μὴ τυχὸν μᾶς ἐπικρίνουν οἱ ἄλλοι −τί θὰ πῆ γιὰ μᾶς ὁ κόσμος, ἕνας μπαμπούλας, ποὺ κατατρομοκρατεῖ πολλοὺς καὶ σπουδαιοφανεῖς ἀκόμη ἀνθρώπους− καὶ ἑπομένως ἐνεργοῦμε ἔτσι, ποὺ νὰ διατηροῦν οἱ ἄλλοι τὸν θαυμασμὸ −κι ἂς εἶναι συνήθως ἐπίπλαστος καὶ συμβατικὸς− ἢ τὴν ἐκτίμηση γιὰ τὴν δῆθεν φρονιμάδα μας, τὴ σοβαρότητά μας καὶ τὰ ὅμοια. Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅ,τι ἀντίστοιχο καὶ ὁμόλογό τους μᾶς κάνουν νὰ φερώμαστε σκληρὰ καὶ ἀλαζονικὰ ἔναντι τῶν ἄλλων, μάλιστα δὲ σ’ αὐτοὺς ποὺ ξεπέφτουν ἢ βρίσκονται σὲ κατώτερη θέση ἀπό μᾶς.

Ἐφόσον ὑπάρχουν στὴν ψυχὴ μας τέτοια ἐπιθέματα καὶ τὴν παραμορφώνουν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἴμαστε διαφανεῖς, διαυγεῖς καὶ πεντακάθαροι στὶς ἐκδηλώσεις ἀγάπης, ἂν τυχὸν προβαίνουμε καὶ ὅσες φορὲς μπορεῖ νὰ προβαίνουμε σὲ τέτοιες; Ἂν εἶναι γυαλιὰ μαυρισμένα ἀπὸ τὴν κάπνα τῶν παθῶν μας, πῶς θὰ διαπεράσουν φωτεινὲς ἀκτίνες τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ φωτίσουν ἄλλες καρδιὲς καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπεμφθῆ θερμότητα γιὰ νὰ τὶς θερμάνη; Πῶς μπορεῖ μὲ ἄλλα λόγια νὰ εἶναι ἁγνή, φωτεινὴ καὶ θερμουργὸς ἡ ἀγάπη μας, ὅταν ἔχουμε τόσο καταλερωμένο ἐσωτερικό;

Αὐτὲς οἱ διαπιστώσεις ἐπιβάλλουν νὰ ἀσχολούμαστε ἀδιάκοπα μὲ τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τῆς καρδιᾶς μας, ἂν θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε πραγματικὴ ἀγάπη, ὥστε καὶ νὰ τὴν ἐξασκοῦμε σωστὰ σύμφωνα μὲ τό θέλημα τοῦ Κυρίου μας. Καὶ αὐτὸ σημαίνει νὰ ζητοῦμε τὴν θεία βοήθεια καὶ χάρη, ποὺ μόνον αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποκαθάρη τὸ ἐσωτερικό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ μας πρέπει νὰ εἶναι τὸ θεῖο αἴτημα τοῦ προφήτου: «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦμε ποτέ!

Ὑπάρχουν ἀγάπες ἐγωιστικές, ἀγάπες τυφλές, ἀγάπες, ποὺ διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν, γιατί στὸ βάθος τους κρύβουν τὸ στοιχεῖο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀνεπάρκειας, ὅσο κι ἂν προβάλλονται ὡς ἁγνὲς καὶ καθαρὲς κρινόμενες μὲ ἀνθρώπινα μέτρα. Δὲν φτάνει δυστυχῶς μόνο ἡ καλὴ διάθεση καὶ ὁ συναισθηματισμός μας νὰ ἀγαποῦμε. Στὴν ἀπόλυτη ἐκτίμηση τῆς ἀνθρώπινης αὐτάρκειας πέφτουν πολλοὶ στηριζόμενοι στὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεών τους, ὅπως ὑποστηρίζουν. Παίρνουμε τὸ παράδειγμα τοῦ ἰσχυρισμοῦ δύο νέων, ποὺ ἔχουν ἰσχυρότατο τὸ αἴσθημα ἀμοιβαίας ἀγάπης. Ἀφοῦ ἀγαποῦμε, λένε, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, γιατί νὰ ζητήσουμε ἄλλη βοήθεια; Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μας καθαγιάζει τὸν δεσμό μας. Ἡ προαίρεσή μας εἶναι τόσο καθαρὴ καὶ τόσο ἀμοιβαία! Τὸ ἴδιο περίπου λένε καὶ ἄλλοι ἀναφερόμενοι σὲ ἄλλους δεσμοὺς ἢ σχετικὲς δραστηριότητες. Ὅμως δὲν συμφωνεῖ ἡ πραγματικότητα μὲ αὐτοὺς τοὺς ἰσχυρισμούς, τοὺς ὁποίους σύντομα διαψεύδει. Ὅσο ἁγνὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ προθέσεις μας, ὅσο ἀνιδιοτελὴς καὶ ἂν εἶναι ἡ θέλησή μας γιὰ τὴν ἐπιτυχία κάποιου ὡραίου καὶ εὐγενικοῦ σκοποῦ, καὶ δὲν ἀμφιβάλλουμε γι’ αὐτό, δὲν εἶναι ἀρκετὲς αὐτὲς οἱ διαβεβαιώσεις νὰ προφυλάξουν ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ λανθασμένου δρόμου, ἀπὸ τὴν ὑπερεκτίμηση τῶν ἀνθρώπινων δυνατοτήτων, ἀπὸ τυχὸν ἐκτροχιασμὸ καὶ κατάληξη ἀπὸ ἀγάπη σὲ μὴ-ἀγάπη ἤ, σὲ ἀδιαφορία ἢ ἀκόμα καὶ μίσος! Ποῦ πῆγε ἡ προηγουμένως ὑποστηριζόμενη αὐτάρκειά της; Αὐτὸ δὲν καταβοᾶ ἡ θλιβερὴ πραγματικότητα; Ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ τὸν τρομακτικὸ ἀριθμὸ διαζυγίων καὶ τὸ δράμα τῶν ζευγαριῶν, ποὺ γιὰ διάφορους λόγους δὲν πραγματοποιοῦν τὸ διαζύγιο, ἀλλὰ ἔχουν μεταβάλει τὴν οἰκογένεια σὲ ξενοδοχεῖο παραμονῆς κάτω ἀπὸ κοινὴ στέγη, ἐνῶ οἱ καρδιὲς ἀπέχουν μίλια μακρυὰ μεταξύ τους. Κάποτε ὅμως αὐτὰ τὰ ζεύγη ξεκίνησαν μὲ ὡραῖες προοπτικὲς καὶ ἐλπίδες, ἀλλὰ μὲ μόνα τὰ δικά τους ἐφόδια, γιὰ νὰ καταλήξουν πολὺ σύντομα ἢ καὶ μὲ παρέλευση κάποιου χρόνου στὸ δράμα, ποὺ λέγεται καταστροφὴ μίας οἰκογένειας μὲ ὅλες τὶς τραγικὲς συνέπειες ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται. Σκοντάβουν ὅλες αὐτὲς οἱ περιπτώσεις στὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια καὶ ἀνεπάρκεια. Ἀγάπη ἀληθινὴ καὶ διαρκῆ καὶ ἀνθεκτικὴ στὰ χτυπήματα τῶν περιστάσεων, μόνον ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης, μπορεῖ καὶ νὰ τὴν ἐμπνέη διαρκῶς, νὰ τὴν τροφοδοτεῖ καὶ νὰ ἀνανεώνη τὴ φρεσκάδα της καὶ νὰ τὴν κάνη ἱκανὴ νὰ νικάη τὸν χρόνο καὶ τὴν γήρανση τοῦ ἐξωτερικοῦ ἄνθρωπου. Καὶ ἕνα πολὺ συνηθισμένο μέσο, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ οὐρανίου Πατρός, εἶναι ὁ πόνος, ὡς τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο ἐξαγνισμοῦ τῆς καρδιᾶς, σὲ ἄλλους μὲν γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀνεπάρκεια καὶ σὲ ἄλλους γιὰ νὰ προαγάγουν τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, ποὺ ἀγαπᾶ.


Ἀγάπη καὶ λειτουργικότητα τῆς ψυχῆς

Ὁ ἄνθρωπος ὡς σύνολο ψυχικῶν δυνάμεων ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς ἀρχικά, εἶχε μία μοναδικὴ λειτουργικότητα. Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μὲ τὸ σοφὸ σχέδιο τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν δημιούργησε, ἀφοροῦσε στὴν ἐθελούσια ἀγαπητικὴ φορά τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Δημιουργό του, ὥστε νὰ φτάνη ἀνεφίκτως, νὰ βυθίζεται ἀβυθίστως στὴ Θεότητα καὶ νὰ τὴν προσεγγίζη ἀπροσεγγίστως μὲ ὅλο καὶ πιὸ στενή, ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ ἀγαπητικὴ ἕνωση μαζί της. Μέσω δὲ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸ νὰ πετυχαίνη τὴν ἕνωσή του καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματα εἴτε λογικά, ὅπως εἶναι οἱ ἄνθρωποι, κυρίως πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματα, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος.

Ἡ χρήση ὅμως τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὄχι σωστή, ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ γινόταν «κατὰ φύσιν», ἀνέκοψε αὐτὴν τὴ φορά. Ὁ ἄνθρωπος ξέπεσε σὲ μία «παρὰ φύσιν» λειτουργικότητα. Καὶ αὐτὸ σήμαινε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὡς φορεῖς ἀγάπης, δὲν χρησιμοποιοῦν τὶς ἐνέργειες τῶν αἰσθήσεων ὡς ὄργανά τους, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται οἱ ἴδιες ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις ὡς ὄργανά τους. Δηλαδὴ ἀνατράπηκαν οἱ ὄροι. Σὰν νὰ ποῦμε, ὅτι δὲν τραβοῦν πιὰ σ’ ἕνα κάρο, τὰ ἄλογα τὸν καροτσέρη, ἀλλὰ ὁ καροτσέρης τὰ ἄλογα! Ἔτσι, ἀντὶ νὰ συγκεντρώνη ἡ ψυχὴ διὰ τῶν αἰσθήσεων μέσα της τὰ διηρημένα ἀπὸ τὴ φύση τους στοιχεῖα σὲ ἕναν καινούργιο κόσμο, κάνοντας ἔτσι μία σύνθεση, ἕνα ἔργο δημιουργικὸ κατὰ τὸ πρότυπό του Δημιουργοῦ της, ἀφοῦ τῆς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἱκανότητα, ὑποδουλώνεται ἡ ψυχὴ στὶς αἰσθήσεις της καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὰ πράγματα διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δὲν εἶναι ἡ ψυχὴ αὐτή, ποὺ ἐπιβάλλεται στὰ αἰσθητὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα ἐπιβάλλονται κυριαρχικὰ σ’ αὐτὴν μὲ συνέπεια νὰ ὁδηγῆται σὲ «παρὰ φύσιν» ὑποταγὴ της σ’ αὐτά. Ὅταν ὅμως οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ντυθοῦν τὴ μορφὴ τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων καὶ μορφοποιηθοῦν σύμφωνα μὲ αὐτά, τελικὰ ὑποκύπτουν σ’ αὐτὰ καὶ ἔτσι ἡ ψυχή, ἀντὶ νὰ χρησιμοποιῆ κυριαρχικὰ καὶ λειτουργικὰ ἐλεύθερα τὰ ὑλικὰ πράγματα, κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτά. «Διὰ μέσης σαρκός», παρατηρεῖ ἕνας ἅγιος, «πρὸς τὴν ὕλην ἡ ψυχὴ κινουμένη τὴν χοϊκὴν ὑποδύεται μορφήν», γίνεται δηλαδὴ καὶ ἡ ἴδια χωματένια καὶ συζεύγνυται τὸ ἄλογο σχῆμα, ποὺ ἔχουν τὰ αἰσθητά, χάνοντας ἔτσι τὸν πνευματικό της χαρακτήρα. Καὶ γιὰ νὰ γίνω πιὸ συγκεκριμένος, γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀνθρώπους, ποὺ γίνονται σκλάβοι καὶ ὄχι ἀφεντικὰ π.χ. τοῦ χρήματος, σκλάβοι τοῦ ποτοῦ, σκλάβοι τοῦ τζόγου, κ.λπ. κ.λπ.

Καρπὸς αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς, τῆς παράλογης αὐτῆς χρήσεως εἶναι τὰ τέρατα, ποὺ ἀλλιῶς τὰ ὀνομάζουμε πάθη. Καὶ εἶναι ἑπόμενο στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ ἐκμηδενίζη ἡ ψυχὴ τὸν ἑαυτὸ της «θυμοὺς καὶ ἐπιθυμίας καὶ ἡδονάς διὰ τῶν εἰρημένων ἀπρεπεῖς ἐφευρίσκουσα». Μία ματιὰ στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του μᾶς πείθει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀπόψεως αὐτῆς. Ἡ ἡδονή, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο αὐτὴ ἡ πατερικὴ ρήση, εἶναι τρόπος αἰσθησιακῆς ἐνέργειας, ποὺ συνίσταται στὴν ὤθησή της ἀπὸ τὴν ἄλογη ἐπιθυμία, ἀπὸ παρὰ φύσιν ἐπιθυμία καὶ ὄχι κατὰ φύσιν, ποὺ θέλει ὁ Δημιουργός. Οἱ αἰσθήσεις, μὲ ἄλλα λόγια, κινοῦνται ἀπὸ τὴ λειτουργικότητα, ἀπὸ μὴ λογικὴ ἐπιθυμία καὶ σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο παίρνοντας στὴν κατοχὴ του τὸ ὑλικὸ ἀγαθὸ νὰ τὸ χρησιμοποιῆ μὲ τὴν σαρκικὴ καὶ καθαρῶς ὑλικὴ εὐχαρίστηση. Π.χ. ἔχοντας τὸ ποτὸ στὴν κατοχή του δὲν τὸ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ ἱκανοποίηση τὴν ἀνάγκη νὰ πιῆ κάτι, ἀλλὰ νὰ πίνη γιὰ νὰ πίνη καὶ νὰ καταντᾶ τελικὰ ἕνας θλιβερὸς καὶ παθολογικὸς πότης, μὲ ἄλλα λόγια ἀλκοολικός. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα πράγματα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ὑλικὴ τροφή, γιὰ τὴν ὁποία τόσος λόγος γίνεται σχετικὰ μὲ τὶς βλαβερὲς συνέπειές της, ὅταν τὸν λόγο ἔχει ὄχι ἡ λογικὴ καὶ ὑγιεινή της χρήση, ἀλλὰ ἡ λαιμαργία καὶ ἡ χωρὶς μέτρο καὶ γνώση χρήση της.

Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ καλύτερα, ἂς ἀκούσουμε τί λέει σχετικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: Ἡ ψυχή, λέει, μὲ ὄργανό της κάθε αἴσθηση π.χ., ὅραση, ἀκοή, γεύση κ.λπ., σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους, ποὺ ἔθεσε ὁ σοφὸς Δημιουργὸς τῶν πάντων, ἔρχεται σὲ κατὰ φύση σχέση μὲ διαφόρους τρόπους μὲ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, ὅταν τὰ χρησιμοποιῆ καλὰ καὶ ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ σωστὰ τὶς αἰσθήσεις. Καὶ αὐτό, μὲ τὴ συνείδηση πὼς πίσω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ τὰ δημιούργησε. Ἂν ἐνεργήση ἔτσι, δημιουργεῖ μὲ τὴν προαίρεσή της μέσα στὴ διάνοιά της ἕνα πνευματικὸν κόσμο, μία σύνθεση καὶ πλάθει μία σωστὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ τὴν περιβάλλει, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταλήγη στὴν δημιουργία μέσα της τὴ δυνατότητα τῆς ἀρετῆς. Διὰ μέσου τῆς ἀρετῆς ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, τὸν Δημιουργό της. Καὶ ἔτσι βρίσκεται ἡ ψυχὴ σὲ θέση νὰ μπορῆ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸν Θεό, ποὺ μὲ κανέναν ἄλλο τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀντιληπτός.

Γιατί λέγονται αὐτά, ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι λίγο δύσκολα καὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπει ὁ χρόνος νὰ τὰ ἀναλύσουμε περισσότερο; Λέγονται, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ἐρευνοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ πάθη, ποὺ αὐτὰ μὲ τὴ σειρά τους δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀσκήσουμε καθαρὴ ἀγάπη. Συνειδητοποιώντας ὅμως τὰ πάθη μας, μποροῦμε νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴ μεταμόρφωσή τους ἀπὸ ἀρνητικὲς σὲ θετικὲς καταστάσεις καὶ δυνάμεις, ὥστε ἐλεύθεροι ἀπὸ πάθη νὰ μποροῦμε νὰ ἐνεργοῦμε «κατὰ φύσιν», δηλαδὴ ὅπως θέλει ὁ Θεός, καὶ σὲ κάθε ἐνέργειά μας, ἀλλὰ πρὸ πάντων στὴν ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης μὲ τὸν πιὸ σωστὸ καὶ θεάρεστο τρόπο. Μὲ τὴν αὐτοεξέταση καὶ τὴ σωστὴ αὐτογνωσία δὲν ἀποκλείεται νὰ διαπιστώσουμε π.χ. ἐνστικτώδεις ἀντιπάθειες, ἀπέχθειες, ἀποστροφὲς γιὰ κάποια πρόσωπα, ἀρνητικὲς διαθέσεις ἔναντί τους, ζήλειες, μίση, σκληρότητα κ.λπ. κ.λπ. Ὅλα αὐτά, μποροῦμε νὰ τὰ ἀνακαλύπτουμε κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.

Πρέπει ἀνακαλύπτοντας αὐτὲς τὶς ἀρνητικὲς καταστάσεις νὰ ἀπελπιστοῦμε καὶ νὰ ἀπογοητευθοῦμε; Ὄχι βέβαια. Ἂν δὲν κυριάρχησαν μέσα μας κάποια ἀπὸ αὐτά, ἂν δὲν ἔχουν γίνει πάθη, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς καταστάσεις ἀρνητικές, πρέπει νὰ πολεμηθοῦν μὲ τὰ μέσα, ποὺ μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία μας, π.χ. τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν προσευχή. Ἔτσι καθαρίζοντας τὴν ψυχή μας ἀπὸ αὐτὰ τὰ ζιζάνια, θὰ μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε σωστὰ καὶ τὰ συναισθήματά μας καὶ τὶς ἄλλες ψυχικές μας δυνάμεις στὴν ὑπηρεσία τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης καὶ εὐεργετικότητος.

Χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, χωρὶς φόβο καὶ ταραχή, ἀνακαλύπτοντας τὶς ἰδιοτυπίες της λόγω π.χ. κληρονομικότητος, ἐπιδράσεων τοῦ περιβάλλοντός μας ἀμέσου ἢ εὐρύτερου κ.λπ. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι γιατί εἴμαστε τέτοιοι, ποὺ διαπιστώνουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πῶς θὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνουμε σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κρίνη γιατί ὑπήρξαμε τέτοιοι, ποὺ ἤρθαμε στὸν κόσμο, ἀλλὰ γιατί δὲν προσπαθήσαμε νὰ κάνουμε ὅ,τι χρειαζόταν νὰ γίνουμε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μᾶς δόθηκαν οἱ εὐκαιρίες καὶ οἱ δυνατότητες γιὰ κάτι τέτοιο.

Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν τὶς τυχὸν ἀπογοητεύσεις μας καὶ τὶς ἀπαισιοδοξίες γιὰ τὶς τυχὸν ἀδυναμίες μας. Ἂς ἀγαπήσουμε περισσότερο καὶ συνεπέστερα τὸν Κύριο Ἰησοῦ μας. Ἂς τὸν ἐπικαλούμαστε συνεχῶς μὲ τὴν καρδιακὴ προσευχὴ καὶ ἂς τρέφουμε ἔτσι τὴν ἱερὴ φλόγα τῆς ἀγάπης στὸν Κύριο. Ἡ ἀκατάπαυστη ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ κόμπο τὸν κόμπο, ἡ χρήση τοῦ κομποσκοινιοῦ μας, μὲ στεναγμὸ στὸν στεναγμὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, μὲ χτύπο στὸν χτύπο τῆς «καιομένης καρδίας» μας, θὰ εἶναι οἱ «σταγόνες, αἱ πέτρας κοιλαίνουσι» πέφτοντας μία μία, ἀθόρυβα, ἀσήμαντα, ἀδύναμα, φαινομενικὰ σπάζοντας οἱ ἴδιες σὲ χίλια σταγονίδια καθὼς θὰ πέφτουν στὴ σκληρὴ πέτρα. Τελικὰ ὅμως θὰ τὴν ὑποτάξουν. Θὰ εἶναι τὰ δόντια τοῦ πριονιοῦ, ποὺ λίγο λίγο τρῶνε τὸν κορμὸ καὶ τοῦ πιὸ ψηλοῦ καὶ δυνατοῦ δέντρου. Καὶ ὅ,τι δὲν πέτυχαν ἀνεμοβρόχια, καταιγίδες καὶ θύελλες, τὸ κατορθώνουν τὰ ἀσήμαντα αὐτὰ δοντάκια, ποὺ σιγὰ σιγά, ἀλλὰ συστηματικά, τὸ ρίχνουν τελικὰ κάτω. Θὰ εἶναι ἡ σιγανὴ βροχούλα, ποὺ πέφτοντας ἁπαλὰ ἁπαλὰ στὴν κατάξερη γῆ τὴν κάνει γόνιμη καὶ πολύκαρπη καὶ ἱκανή «τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων»· ἱκανὴ νὰ χορτάσουν «τὰ ξύλα τοῦ πεδίου καὶ αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου» οἱ πελώριες· ἱκανὴ νὰ μεταμορφώση «γῆν ἔρημον καὶ ἄβατον καὶ ἄνυδρον» σὲ πραγματικὸ παράδεισο, δηλαδὴ τὴν καρδιά μας.

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγκατασταθῆ μέσω τῆς φλογερῆς μας ἀγάπης καὶ τοῦ θείου ἔρωτος γι’ Αὐτὸν στὴν καρδιά μας, τότε ἀπὸ τὴ φλόγα αὐτὴ θὰ πετιοῦνται ἕνα γύρο καὶ οἱ θεϊκὲς σπίθες ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Καὶ τότε πιὰ δὲν θὰ τίθεται ζήτημα πῶς νὰ χρησιμοποιοῦμε σωστὰ καὶ τὴ συναισθηματικότητά μας καὶ ὅλες τὶς ψυχικές μας δυνάμεις· γιατί θὰ μποροῦμε νὰ ἀγαποῦμε, τὸ κατὰ τὴ δύναμη βέβαια, μὲ τὴν ἔνταση καὶ τὴν καθαρότητα καὶ τὴ γνησιότητα, ποὺ μὲ αὐτὴν ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς. Ή, πιὸ σωστά, θὰ ἀγαποῦμε μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ αὐτό, γιατί, ὅταν ἔτσι ἀγαποῦμε, ὅταν «ζῶντες οὐκέτι ἑαυτοῖς», ἀλλὰ «τῷ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β’ Κορ. ε’ 15). ὅταν «ὁ νῦν ζῶμεν ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶμεν τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν» (Γαλ. β’ 20) καὶ ἀναστάντος ἐνδόξως, τότε «οὐκέτι ἑαυτοῖς» (θὰ) ζῶμεν, ἀλλὰ (θὰ) ζῆ ἐν ἡμῖν ὁ Κύριος Ἰησοῦς (Γαλ. β’ 20). Καὶ αὐτὸ θὰ ἀποτελῆ θρίαμβο τῆς ἀγάπης καὶ ἀγλαὸ καρπὸ τῆς παρουσίας Του μέσα μας.


Ἀγάπη καὶ συναίσθημα

Ἡ ἀγάπη, εἴπαμε, πρέπει νὰ εἶναι ἀγάπη πρώτιστα στὸν Ἰησοῦν καὶ διὰ Ἰησοῦ ἡ ἔκφρασή της στοὺς ἀδελφούς μας. Θὰ πρέπει νὰ ἀγνοηθῆ ὁ ρόλος τοῦ συναισθήματος; Θὰ ἦταν λάθος ἡ παραγνώρισή του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἄγγελος, γιὰ νὰ ἀγαπάη σὰν ἄγγελος. Καὶ ὡς ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἰδιοτυπία του στὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του. Μιλώντας γιὰ ἀγάπη δὲν μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τρυφερότητα καρδιᾶς, γιὰ εὐαισθησία κ.λπ. Ἡ ἀγάπη λειτουργεῖ μέσα μας ὄχι ὡς κάτι ξένο πρὸς τὸν μηχανισμὸ τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Ὅμως ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη δὲν εἶναι μόνο συναισθηματισμός. Εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο καλεῖται νὰ συμμετάσχη καὶ ὁ συναισθηματισμὸς μας ἐξαγιαζόμενος.

Ὁ Κύριός μας δὲν καταργεῖ τὸ συναίσθημα, ἀλλὰ τὸ ἐξαγιάζει. Προσέχοντας στὸ παράδειγμά Του βλέπουμε πόση ἀνθρωπιὰ δείχνει, πόσο γλυκὸς εἶναι. Τὸν συγκινοῦν τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα παίρνει στὴν ἀγκαλιά Του καὶ τὰ παρουσιάζει ὡς εἰκόνες γιὰ μία ὥριμη καὶ συνετὴ ἀθωότητα καὶ παιδικότητα. Στενάζει μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο, τὸν ὁποῖο ἀπαλείφει ἀπὸ πολλὲς καρδιές. Κλαίει μπροστὰ στὸ θέαμα τοῦ θανάτου, ποὺ θέτει τέρμα στὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς. Καὶ μιλάει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θεῖο πάθος Του, μὲ μία ἀπέραντη τρυφερότητα στοὺς μαθητάς Του, ποὺ δὲν διστάζει νὰ τοὺς ὀνομάση «τεκνία» Του. Θυμηθῆτε τὴν ὡραία καὶ τόσο παραστατικὴ εἰκόνα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἀπευθυνόμενος μὲ θλίψη στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴν ἄρνησή της νὰ δεχθῆ τὴν ἀγάπη Του: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ!… ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὅν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσιᾶν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε!». Πόση θλιμμένη τρυφερότητα δὲν κρύβει αὐτὸ τὸ παράπονο!

Καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀκολούθησαν τὰ ἴχνη τοῦ Κυρίου, δὲν παραγνώρισαν τὸν μεγάλο θησαυρὸ τῆς εὐαισθησίας καὶ τῆς συναισθηματικότητος, προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν πεντακάθαρη ἀγάπη τους στὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, τὰ πνευματικά τους ἀδέρφια. Πρῶτος καὶ καλύτερος ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος. Πόση ἦταν ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Κύριο, τὸ γνωρίζουμε καλά. Καὶ δὲν μᾶς εἶναι ἄγνωστη ἡ ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης του γιὰ τοὺς πιστούς, τοὺς ὁποίους «ἐγέννησεν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ». Ἔτσι σὲ μία στιγμὴ ξεσπάσματος τῆς καρδιᾶς του ἀφήνει νὰ ἀκουστεῖ ἐτούτη ἡ κραυγή: «Τεκνία μου, οὗς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὐ μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! Ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου!» (Γαλ. δ’ 19-20). Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση: «Τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β’ Κορ. ια’ 29), ἔκραζε μὲ πόνο πολύ. Πῶς νὰ μὴ συγκινήσουν τὶς καρδιὲς τέτοιες ἐκδηλώσεις ἀγάπης θεϊκῆς σὲ μεγαλεῖο καὶ ντυμένης τόση ἀνθρωπιὰ καὶ κατανόηση;

Ἂς ἀκούσουμε καὶ δύο ἄλλες φωνές, ἀπὸ τὶς πάμπολλες, μέσα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Εἶναι κλασσικὸ καὶ ἀνυπέρβλητο τὸ χωρίο τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ὅπου μιλάει γιὰ «καῦσιν καρδίας». Νά, τί λέει, γιὰ νὰ τὸ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας:

«Καρδία ἐλεήμων ἐστι καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. Καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης καὶ συνεχούσης τὴν καρδίαν καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ (=τοῦ θεωροῦντος καὶ δακρύοντος) καὶ οὐ δύναται βαστᾶσαι ἢ ἀκοῦσαι ἢ ἰδεῖν βλάβην τινα ἢ λύπην μικράν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Διὰ τοῦτο ὑπὲρ τῶν ἀλόγων καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτῶν ἐν πάςῃ ὥρα εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει τοῦ φυλαχθῆναι αὐτοὺς καὶ ἱλασθῆναι αὐτούς. Ὁμοίως καὶ ὑπὲρ φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως κατὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ»1

Καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια: Καρδιὰ ἐλεήμων, δηλαδὴ καρδιὰ γεμάτη τρυφερὴ ἀγάπη εἶναι τελικὰ θέρμη καρδιᾶς, ποὺ καίγεται κυριολεκτικὰ γιὰ ὅλα τὰ δημιουργήματα, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὰ πουλιά, γιὰ τὰ ζῶα καὶ γιὰ τοὺς δαίμονες καὶ γενικὰ γιὰ κάθε κτίσμα. Καὶ στὴν ἀνάμνησή τους καὶ στὴ θέα τους τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει ἐλεήμονα καρδιά, πλημμυρίζουν ἀπὸ δάκρυα. Ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ ἔντονη ἀγαπητικὴ διάθεση, ποὺ συνέχει τὴν καρδιά του, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ καρτερικότητά της γίνεται πολὺ εὐαίσθητη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθῆ ἢ νὰ ἀκούση ἢ νὰ ἰδῆ νὰ συμβαίνη κάποια βλάβη ἢ κάποια μικρὴ λύπη στὴ Δημιουργία. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ προσεύχεται μὲ δάκρυα καὶ γιὰ τὰ χωρὶς λογικὸ δημιουργήματα καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας καὶ γι’ αὐτούς, ποὺ τοῦ προξενοῦν ζημιὲς καὶ βλάβες παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ φυλαχτοῦν καὶ νὰ συγχωρεθοῦν. Τὸ ἴδιο προσεύχεται ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἑρπετὰ (ποὺ γι’ αὐτὰ νιώθει κανένας ἐνστικτώδη ἀποστροφή). Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ἐξαιτίας τῆς ἄμετρης εὐαισθησίας, ποὺ ἔχει στὴν καρδιά του, ὅπως ὁ Θεός.

Ἕνα ἄλλο δεῖγμα ἱερῆς τρυφερότητος ἀναφέρεται στὸν διακριτικώτατο καὶ σοφώτατο Ἀββᾶ Ποιμένα, ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους Ἀββάδες.

«Παρέβαλον τινὲς τῶν γερόντων πρὸς τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα καὶ εἶπον αὐτῷ: θέλεις, ἂν ἴδωμεν τοὺς ἀδελφοὺς νυστάζοντας εἰς τὴν σύναξιν, ἵνα νύξωμεν αὐτοὺς ἵνα γρηγορῶσιν εἰς τὴν ἀγρυπνίαν; Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς. ἐγὼ τέως ἂν ἴδω τὸν ἀδελφὸν νυστάζοντα, τιθῶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ τὰ γόνατά μου καὶ ἀναπαύω αὐτὸν»2

Πῆγαν, λέει ἡ διήγηση, κάποιοι γέροντες στὸν Ἀββᾶ Ποιμένα καὶ τοῦ εἶπαν: ἐπιτρέπεις, ἂν ἰδοῦμε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ νυστάζουν τὴν ὥρα τῆς ἱερῆς συνάξεως, νὰ τοὺς σκουντήσουμε λιγάκι γιὰ νὰ μὴν κοιμοῦνται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας; Ὁ Ἀββὰς τοὺς ἀποκρίθηκε. ἐγώ, ἂν ἰδῶ τὸν ἀδελφό μου νὰ νυστάζη, τοῦ βάζω τὸ κεφάλι στὰ γόνατά μου καὶ τὸν ξεκουράζω.

Ἀλήθεια, τί ὑπερβολὴ τρυφερότητος καὶ κατανοήσεως τοῦ κόπου ἢ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἄλλου!

Ἡ ὑπερφυσικὴ καὶ οὐράνια ἀγάπη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφρασθῆ καλύτερα, ἐξαγνισμένη καὶ ἁγιασμένη ἐν Χριστῷ, ἀπὸ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζονται καὶ οἱ ἀνωτέρω Πατέρες, ἀλλὰ καὶ πάρα πολλοὶ ἄλλοι. Γι’ αὐτὸ δὲν σταυρώθηκε ὁ Κύριος καὶ δὲν ἀνέστη, γιὰ νὰ μεταμορφώση τὴ φύση μας καὶ νὰ τὴν κάνη ἀπὸ θηριώδη καὶ ἀγριωπή, λεπτή, τρυφερή, πονετική, γεμάτη κατανοοῦσα ἀγάπη; Ἡ μεταμορφώνουσα τὴν «πεπτωκυῖαν» φύση μας χάρις χύνεται πλούσια στὴν ἀνθρώπινη καρδιά, τὴν ἀνασταίνει ἀπὸ τὴν σκληρότητα καὶ διαφθορά της, ὥστε νὰ μπορῆ ἄνετα διὰ μέσου της νὰ ἐκφράζωνται τὰ πλούσια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα, τὸ κυριώτερο δέ, εἶναι ἡ ἀγάπη (Γαλ. ε’ 22).

Ἑπομένως, προκειμένου νὰ ἐκφράσουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὰ ἔξω, δὲν πρέπει νὰ ἀλλοιώσουμε ἀφύσικα τὴν καρδιά μας καὶ νὰ στραγγαλίσουμε τὴν εὐαισθησία της, ἀλλὰ κυρίως νὰ ἀφήσουμε τὴ χάρη τοῦ Κυρίου νὰ κατευθύνεται σωστὰ καὶ νὰ κυριαρχῆ μεταμορφωμένη στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, μὲ πλήρη αὐτολησμοσύνη της, χάριν τοῦ ἀγαπωμένου, «μὴ ζητοῦσα τὰ ἑαυτῆς». Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ καταπνίγουμε τὴν καρδιά μας καὶ νὰ τὴ διαστρέφουμε καὶ νὰ τὴν μικραίνουμε καὶ τὸ ἴδιο νὰ τὴ θέτουμε στὴν ὑπηρεσία τῆς πνευματικῆς ἀγάπης, νὰ τὴν εὐαισθητοποιοῦμε πιὸ πολύ, νὰ τὴν κάνουμε πλατειὰ καὶ εὐρύχωρη, ξένη πρὸς κάθε μικρότητα καὶ κάθε φίλαυτη καὶ ἐγωιστικὴ ἐπιδίωξη, ποὺ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς ὠθοῦσε εὐχαρίστως «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος» (Ρωμ. ς’ 6).

Δὲν ἀγνοοῦμε τοὺς κινδύνους, ποὺ ἐλλοχεύουν στὸ σημεῖο αὐτό. Ὑπάρχει πάντοτε ὁ φόβος νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση καὶ νὰ ὑποχωρήσουμε στὶς κατώτερες κλίσεις μας, ἂν δὲν προσέξουμε. Συνεπῶς δὲν εἶναι εὔκολος ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης, ὑποδεικνύοντας νὰ θέτουμε ὅλον τὸν συναισθηματικό μας πλοῦτο, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, καὶ θέτοντάς τον στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Χρειάζεται γι’ αὐτὸ ὁλοκληρωτικὴ αὐταπάρνηση. Μὴ λησμονοῦμε πὼς ἡ αὐταπάρνηση, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος ζωντανοῦ θανάτου, μία ἑκούσια χάριν τοῦ Ἰησοῦ σταύρωση, δὲν ἀποβλέπει παρὰ στὴν ἀνάσταση, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τώρα καὶ θὰ τελειωθῆ κατὰ τὴν τελικὴ καὶ ὁριστικὴ ἀνάστασή μας. Δύσκολη καὶ ἴσως κουραστικὴ ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ πλούσιοι οἱ καρποί της καὶ ἐν τῷ νῦν καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰώνι, ὅπου θὰ τελειώσουν οἱ ἀγῶνες καὶ θὰ μᾶς χαρισθῆ μία ὑπὲρ ἔννοιαν καὶ ὑπὲρ κατανόηση ἄλλη βιοτή, μὲ ἄλλο, πνευματικώτατο καὶ μακάριο περιεχόμενο.




---------------------------------
Σημειώσεις

1.-.Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, Λόγος πα’. Ἔκδ. Σπανοῦ, Ἀθῆναι, σελ. 306.
2.-. (Γεροντικόν, ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 1970, σελ. 99, Ἀββᾶς Ποιμήν).



Ἀπό τό βιβλίο: «ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»






Πηγή: http://www.imaik.gr/


Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴν ψυχή σου τὸ οὐράνιο φῶς

$
0
0
Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς

Τί εἶναι οἱ ἀνθρώπινες νίκες; Τίποτε. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες νίκες, ἂν δὲν νικοῦν τὸν θάνατο, εἶναι ἧττες. Τί εἶναι ὅλες οἱ νίκες, τὶς ὁποῖες πολλοὶ βασιλιάδες καὶ ἰσχυροὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπέτυχαν καὶ ἐπιτυγχάνουν; Τί εἶναι οἱ εὐρωπαϊκοὶ πόλεμοι: πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, δέκατος καὶ πεντηκοστός; Τί εἶναι; 


Εἶναι ἧττες, ἥττα μετὰ τὴν ἥττα. Δὲν εἶναι νίκες. Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, ἐπενόησαν τὸν πόλεμο καὶ τοὺς φόνους σὰν μέσο, γιὰ νὰ νικήσουν τὸ κακὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ νικήσουν τὸ κακὸ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ νικήσουν τὸν δημιουργὸ κάθε κακοῦ καὶ κάθε ἁμαρτίας, τὸν διάβολο. Ὁ Θεὸς ἔδωσε αὐτὲς τὶς θεῖες δυνάμεις σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ νὰ νικᾶμε καὶ ἐμεῖς σὰν λογικὰ ἀνθρώπινα ὄντα, σὰν λογικὰ ὄντα τοῦ Θεοῦ, τὸ κακό· νὰ νικᾶμε τὸν διάβολο μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ.

Ἰδοὺ ἡ ἁγία νηστεία, ἰδοὺ ἡ ἁγία προσευχή. Τί εἶναι αὐτές; Αὐτὲς εἶναι οἱ θεῖες δυνάμεις, τὶς ὁποῖες ὁ Κύριος ἄφησε καὶ ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία Του, ὥστε ἐμεῖς, κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, νὰ νικοῦμε τὸν διάβολο ἐπιγράφοντας σὲ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους τὴν νίκη, νὰ νικοῦμε γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Νὰ νικοῦμε τὴν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νὰ ξέρης, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστὴς τοῦ διαβόλου. Κάθε ἁμαρτία πού ἐσὺ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερὰ ἢ κρυφά, τὸ ἴδιο κάνει– εἶναι τὸ δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερὸ ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δὲν ἀποτραβιέσαι ἀπὸ αὐτὴν καὶ ὅσο δὲν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στὴν πραγματικότητα σὲ θανατώνει, σὲ κάνει νὰ αὐτοκτονῆς, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τὸ μίσος π.χ., σὲ κάνει νὰ αὐτοκτονῆς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅπλα, φοβερὰ ὅπλα τοῦ διαβόλου, τὰ ὁποῖα σοῦ δίνει στὰ χέρια καὶ ἐσὺ σκοτώνεις τὸν ἑαυτό σου.

Ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναγκάση κανέναν ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἁμαρτήση. Μπορεῖ μόνο νὰ προτείνη τὴν ἁμαρτία. Μπορεῖ νὰ σοῦ προσφέρη τὸ ξίφος γιὰ νὰ σκοτώσης τὸν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ σὲ φονεύση. Ὁ Θεὸς δὲν τοῦ δίνει αὐτὴ τὴν δύναμι. Ἀλλά, ἂν ἐσὺ δεχθῆς ἀπὸ αὐτὸν τὸ ξίφος, ἂν δεχθῆς π.χ. τὴν φιλαργυρία ἢ τὸν θυμὸ ἢ τὴν ζήλεια ἢ τὴν πονηριά, τὴν καταλαλιά, τὴν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στὰ χέρια σου τὸ ξίφος καὶ τὸ καρφώνεις στὴν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δὲν ἔχει ἐξουσία νὰ ἀναγκάση τὸν ἄνθρωπο νὰ ἁμαρτήση· ἔχει μόνο τὴν ἐξουσία νὰ προτείνη τὴν ἁμαρτία στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς προτείνει τὴν ἁμαρτία σὲ σένα καὶ σὲ μένα. Καὶ ἐγὼ καὶ ἐσὺ (τί κάνουμε); Ἐγὼ καὶ ἐσύ, ἢ ἀποδεχόμαστε τὴν ἁμαρτία ἢ τὴν διώχνουμε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἢ σκοτώνουμε τὸν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὸν Θεό, ἢ διώχνοντας τὴν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρὸς τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὴν νίκη, τὴν ὁριστικὴ καὶ τελεία νίκη κατὰ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τοῦ θανάτου, κατὰ τοῦ διαβόλου.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἄφησε τὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἄφησε τήν ἅγια νηστεία. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἄφησε τὴν ἁγία προσευχή. Γιὰ νὰ νικᾶμε τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σὲ μένα καὶ σὲ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπὸ μέσα της σκοτάδι, καὶ τὸ σκοτάδι κατακλύζει καὶ τὴν δική σου καὶ τὴν δική μου ψυχή, κατακλύζει τὴν συνείδησί μας, κατακλύζει τὶς αἰσθήσεις μας. Καὶ ἐμεῖς σὰν νὰ εἴμαστε σὲ παραμιλητό, σὲ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στὸ σκοτάδι. Δὲν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ μία παραζάλη.

Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιὰ νὰ μᾶς δώση τὸ φῶς, νὰ μᾶς δώση τὴν ἀναμμένη δάδα, νὰ μᾶς δώση τὰ φῶτα, γιὰ νὰ ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τὸ σκότος. Νά, αὐτὸ εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴν ψυχή σου τὸ οὐράνιο φῶς. Ἂν βέβαια εἶναι ἀληθινὴ νηστεία. Ἡ ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σὲ κάθε κακό, ἐγκράτεια στὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ ἐγκράτεια σὲ κάθε κακὸ καὶ ἁμαρτία.






Πηγή: http://www.imaik.gr/

Δέσποινα, ὑπεραγία Θεοτόκε

$
0
0
Ἀγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου

Δέσποινα, ὑπεραγία μου Θεοτόκε, κεχαριτωμένη Θεογεννήτρια, ὑπερευλογημένη θεοχαρίτωτε Θεομῆτορ, δοχεῖον τῆς ἀστέκτου Θεότητος τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ ἀθανάτου καὶ ἀοράτου Πατρός. 


Θρόνε πυρίμορφε, τῶν τετραμόρφων ὑπερενδοξοτέρα, πάναγνε, πανάχραντε, πανάσπιλε, παναμόλυντε, παναμώμητε, πανύμνητε, πανάφθορε, παμμακάριστε, πανακήρατε, πάνσεπτε, πάντιμε, παντευλόγητε, παντομνημόνευτε, παμπόθητε, παρθένε τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι καὶ τῷ νοΐ, καθέδρα Βασιλέως τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, κλίμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς οἱ ἐπὶ γῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνατρέχομεν, νύμφη Θεοῦ, δι’ ἧς αὐτῷ κατηλλάγημεν·

Ἀκατανόητον θαῦμα, ἀνερμήνευτον ἄκουσμα, μυστηρίου θείου ἀποκεκρυμμένου φανέρωσις, ἀκαταμάχητος προστασία, ἀντίληψις κραταιά, ζωοδόχε πηγή, πέλαγος ἀνεξάντλητον τῶν θείων καὶ ἀπορρήτων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν, ὕψος τῶν ἐπουρανίων καὶ ἀσωμάτων Δυνάμεων καὶ τῶν Σεραφεὶμ ὑψηλοτέρα, βάθος τῶν ἀποκρύφων νοημάτων τὸ ἀνεξερεύνητον, ἡ κοινὴ φιλοτιμία τῆς φύσεως, ἁπάντων τῶν καλῶν χορηγία, ἡ μετὰ τὴν Τριάδα πάντων τῶν ποιημάτων Δέσποινα, ἡ μετὰ τὸν Παράκλητον ἄλλος Παράκλητος, καὶ μετὰ τὸν μεσίτην Χριστὸν μεσίτρια τοῦ κόσμου παντός, τὸ ὄχημα ἡλίου τοῦ νοητοῦ, τὸ δοχεῖον τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ἡ φέρουσα ἐν ἀγκάλαις τὸν τῷ ῥήματι τὰ πάντα φέροντα·

Τὸ ἄσπιλον ἔνδυμα τοῦ ἀναβαλλομένου φῶς ὡς ἱμάτιον, ἡ γέφυρα κόσμου παντὸς πρὸς τὸν ὑπερκόσμιον οὐρανὸν ἡμᾶς ἀνάγουσα, ὑπερτέρα τῶν Χερουβείμ, ἀσυγκρίτως ὑπερενδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ, καὶ τιμιωτέρα πάσης τῆς κτίσεως· Ἀγγέλων ἀγλάϊσμα, ἀνθρώπων διάσωσμα, κλεὶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἡμᾶς ἡ εἰσάγουσα, μήτηρ καὶ δούλη τοῦ ἀδύτου ἡλίου, αὐγὴ τῆς ἀληθινῆς καὶ μυστικῆς ἡμέρας, τῆς ἀνεξιχνιάστου τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας ἡ ἄβυσσος, ἡ τιμιωτέρα τῆς Ἐδέμ, ἡ τῆς ἐπαγγελίας γῆ ἁγία, τῆς χάριτος ἅρμα τὸ θεῖον καὶ πολυώνυμον, τῆς ἀληθινῆς πίστεως στερρότατον ἔρεισμα, χωρίον τοῦ ἀχωρήτου τὸ εὐρυχωρότατον, ἄμπελος ἡ ἀληθινὴ τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς ἡ βλαστήσασα, ἐλαία κατάκαρπος τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν ἱλαρύνουσα, σκέπη τοῦ κόσμου παγκόσμιος, θύρα τοῦ ὑπὲρ νοῦν σεπτοῦ μυστηρίου, ἀκτὶς τοῦ νοητοῦ ἡλίου Χριστοῦ, τριαδικῶν χαρίτων πλήρωμα, ὡς τὰ δευτερεῖα τῆς Θεότητος φέρουσα, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν καταλάμπουσα, τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ καταλλαγή, τῶν ἑστώτων ἡ ἀσφάλεια, τῶν πιπτόντων ἡ ἀνάκλησις, τῶν ῥᾳθυμούντων ἡ διέγερσις, τῶν εὐεκτούντων ἡ ἰσχύς, τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ ὁμόνοια, τῶν στρατοπέδων ἡ εὐτυχία, τῶν καλῶν ἁπάντων ἡ χορηγία, ἡ εὐνομία τῶν πόλεων, ἡ τῆς οἰκουμένης εἰρήνη, ἡ καρτερία τῶν ἀσκητῶν, ἡ ἀνδρεία τῶν ἀθλητῶν·

Θησαυρὲ ζωῆς ἀκηράτου, νεφέλη φέρουσα τὴν οὐράνιον δρόσον τοῖς ἐπὶ γῆς, λαμπὰς τοῦ ἀπροσίτου φωτός, κλίμαξ ἡ μετάρσιος, δι’ ἧς οἱ ἐπουράνιοι Ἄγγελοι πρὸς ἡμᾶς κατεφοίτησαν, τῶν χειμαζομένων λιμήν, τῶν θλιβομένων χαρά, τῶν ἀδικουμένων προστάτις, τῶν πενθούντων παράκλησις, τῶν ἀβοηθήτων ἡ βοήθεια, τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, τῶν καταπονουμένων ἡ ἀντίληψις, τῶν τυφλῶν βακτηρία, τῶν πεπλανημένων σωτήριος ὁδηγός, τῶν ἐν ἀνάγκαις ἐπίκουρος ἀσφαλής.

Κιβωτὲ ἁγία, δι’ ἧς τοῦ τῆς ἁμαρτίας κατακλυσμοῦ διεσώθημεν· βάτε ἀκατάφλεκτε, ἣν εἶδε Μωυσῆς ὁ θεόπτης· θυμιατήριον χρυσοῦν, ἐν ᾧ ὁ Λόγος τὴν σάρκα ἀνάψας, τὴν οἰκουμένην εὐωδίας ἐπλήρωσε, καὶ τὰ τῆς παρακοῆς κατεκαύθη ἐγκλήματα· θεόγραφε πλάξ· λυχνία ἑπτάφωτε, ἧς τὸ φέγγος τὰς ἡλιακὰς λαμπηδόνας ὑπερηκόντισε· σκηνὴ ἁγία, ἣν ὁ πνευματικὸς Βεσελεήλ, ὁ Χριστός, ἐτεκτήνατο διὰ τῶν ἀρετῶν πανσόφως, καὶ οἰκητήριον αὐτοῦ ἀπειργάσατο· τὸ βασιλικὸν ὄχημα, στάμνε μανναδόχε, κῆπε κεκλεισμένε· πηγὴ ἐσφραγισμένη, ἧς τὰ καθαρὰ νάματα τὴν οἰκουμένην ἀρδεύουσι· ῥάβδος ἁγιόβλαστε τοῦ Ἀαρών· πόκε δροσοφόρε τοῦ Γεδεών· τόμος ὁ θεόγραφος, δι’ οὗ τὸ τοῦ Ἀδὰμ ἐσχίσθη χειρόγραφον· ὄρος τοῦ Θεοῦ· ὄρος τὸ ἅγιον, ὃ ὁ Κύριος εὐδόκησε κατοικεῖν ἐν αὐτῷ· ῥίζα ἁγία τοῦ Ἰεσσαί· πόλις τοῦ Θεοῦ, περὶ ἧς δεδοξασμένα λελάληνται, ὡς φάσκει Δαυΐδ.

Τῆς λύπης ἡ λύσις, τῆς αἰχμαλωσίας ἡ λύτρωσις, τῶν θνητῶν ἡ θέωσις, ἡ ὡραία τῇ φύσει καὶ μώμου παντὸς ἀνεπίδεκτος· ἡ ἀπὸ λιβάνου τῆς παρθενίας ἀνοῦσα καὶ τὸν κόσμον μυρίζουσα· ἐξ ἧς ὁ γλυκασμὸς ἀπορρέων τὴν παλαιὰν τοῦ ξύλου πικρίαν ἐγλύκανεν· ἡ τὴν οὐσίαν ὅλην φρικτῶς χωρήσασα τῆς Θεότητος· τιμῆς ἁπάσης ὑπέρτερον δώρημα, καὶ κάλλους παντὸς ὑπέρτιμον ἐγκαλλώπισμα· Σολομῶντος ἡ κλίνη, ᾗ παρίστανται κύκλῳ οἱ ἑξήκοντα δυνατοί, αἱ ῥήσεις δηλαδὴ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· φωτοδόχον χωρίον, ἐξ οὗ σωτηρίας ἀκτῖνες τῇ οἰκουμένῃ ἐπέλαμψαν· τὸ μεγαλεῖον τῆς φρικτῆς οἰκονομίας· τὸ περικαλλὲς τῆς θείας συγκαταβάσεως ἐνδιαίτημα· τὸ τοῦ κόσμου διαλλακτήριον· τὸ ἡμέτερον ἱλαστήριον καὶ προσφύγιον· τὸ πάντων τῶν καλῶν εὐκταιότατον δώρημα.

Φλογοφόρε λαβίς, ἣν ὁ μέγας ἐν Προφήταις Ἠσαΐας ἑώρακεν· ὄρος ἀρεταῖς κατάσκιον, ὃ προεῖδεν Ἀββακούμ· ὄρος ἀλατόμητον τοῦ Δανιήλ· πύλη ἡ κατὰ ἀνατολὰς βλέπουσα τοῦ Ἰεζεκιήλ· παράδεισε ἐν Ἐδὲμ ἁγιώτατε· ξύλον τὸ ζωηφόρον τὸν ὡραιότατον καὶ ἡδύτατον καρπὸν φέρον· μῆλον εὔοσμον, ῥόδον ἡδύπνοον, ἄνθος ἀμάραντον, κρίνον λευκότατον, ἐσφραγισμένον βιβλίον, ὃ οὐδεὶς ἀναγνῶναι δύναται· παρθενίας ὁ τύπος ὁ ἄγραφος, ὅρασις τῶν Προφητῶν ἡ τιμία, ἡ θεοποίκιλτος στολή, ἡ θεοΰφαντος πορφύρα· τὸ πάσης προφητείας ἐκφανέστατον πλήρωμα, στόμα ἀσίγητον τῶν Ἀποστόλων, θάρσος ἀνίκητον τῶν ἀθλοφόρων, βασιλέων στήριγμα, ἱερέων καύχημα, πταιόντων συγχώρησις, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις, ἀνάστασις τῶν πεπτωκότων, ἀνάπλασις τῆς ἐμῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος κοσμοπόθητε.

Σωτηρία μου, παρηγορία μου, ἐμὴ ζωή, ἐμὸν φῶς, ἐμὴ ἐλπίς, ἀναψυχή μου, θυμηδία μου, καταφυγή μου, σκέπη, ῥῶσις τῆς ἐμῆς ψυχῆς, εὐφροσύνη, ἡδύτης, τεῖχος, προσφύγιον, ὀχύρωμα, ὅπλον, ἀντίληψις, δόξα, πνοή μου, προστάτις, μεσῖτις, γαλήνη, ἐπίσκεψις, καύχημα, εἰρήνη, ἰσχύς, βάδισμα, ὕμνησις, τροφή, στολή, χαρά, εὐλογία, ἄγκυρα, εὐπορία, δρόσος, σεμνοπρέπεια, ἁγιωσύνη, μεγαλωσύνη, λύτρωσις· τῶν λυπηρῶν μου παράκλησις, βοηθὸς τῆς ἐμῆς ἀπορίας, φωτισμὸς καὶ ἁγιασμὸς τῆς ψυχῆς μου, τῶν ἁμαρτιῶν μου ἡ ἀπολύτρωσις, τὸ ἐμὸν ἐκ Θεοῦ ψυχαγώγημα, τῆς ξηρανθείσης μου καρδίας ἡ θεόρρυτος ῥανίς, τῆς ζοφερᾶς μου ψυχῆς ἡ τηλαυγεστάτη λαμπάς, τῆς γυμνότητός μου ἡ ἀμφίασις, τῶν στεναγμῶν μου ἡ κατάπαυσις, τῶν συμφορῶν μου ἡ μεταποίησις· ἐγκράτεια, ἁγνεία, ἀνδρεία, σωφροσύνη, τῶν ἀρετῶν ὁ κόσμος, ἐλευθερία μου, λιμήν, θησαυρός, ἐμπόρευμα τὸ ὄντως αἰώνιον, ἐπίκυρος μετάνοια, ὕψωμα, εὐεξία, κάλλος, ἰσχύς, εὐβουλία, σύνεσις, ἀγαλλίαμα, λαμπρότης μου.

Κυρία μου, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου ἀκοίμητος προστασία καὶ ἀκαταίσχυντος. Ἴδε τὴν πίστιν μου, καὶ τὸν πόθον τὸν ἔνθεόν μου, καὶ ὡς ἔχουσα τὸ συμπαθὲς καὶ τὸ δύνασθαι, οἷα δὴ Θεοῦ Μήτηρ, τοῦ μόνου ἀγαθοῦ καὶ ἐλεήμονος, δέξαι τὴν παναθλίαν μου ψυχὴν καὶ ἀξίωσον αὐτήν, διὰ τῆς σῆς μεσιτείας καὶ ἀντιλήψεως, τῆς δεξιᾶς μερίδος τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ καὶ τῆς καταπαύσεως τῶν ἐκλεκτῶν καὶ ἁγίων αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔχω πλήν σου βοηθόν, οὐδὲ ἀντίληψιν. Εἰς σὲ ἐλπίζων, μὴ ἀστοχήσω. Εἰς σὲ καυχῶμαι· μὴ διὰ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου δούλου σου· ἔχεις γὰρ τὸ θέλειν καὶ δύνασθαι, ὡς τὸν ἕνα τῆς Τριάδος ἀρρήτως γεννήσασα. Ἔχεις οἷς πείσεις, οἷς δυσωπήσεις· τὰς χεῖρας, αἷς αὐτὸν ἀρρήτως ἐβάστασας, τοὺς μαστούς, οἷς ἐθήλασας· τῶν σπαργάνων ἀνάμνησον· τῆς ἄλλης ἐκ βρέφους ἀναγωγῆς. Τοῖς σοῖς τὰ ἐκείνου σύμμιξον· τὸν σταυρόν, τὸ αἷμα, τὰ τραύματα, δι’ ὧν σεσώσμεθα, δι’ ὧν δεδοξάσμεθα.

Μὴ δὴ μακρύνῃς ἀπ’ ἐμοῦ τὴν σὴν προστασίαν, ἀλλ’ ἐπικούρει, καὶ σκέπε, καὶ περίσῳζε διὰ παντός· τέρπεται γὰρ ταῖς αἰτήσεσί σου ὁ μονογενής σου Υἱός· ὑπόχρεων ἔχεις αὐτὸν εἰπόντα· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καὶ πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς ἐν δούλοις ἐξετάζεσθαι ἑλόμενος, φυλάξει τὴν χάριν, κατὰ τὸ ἴδιον δόγμα, σοὶ τῇ διακονησαμένῃ τούτῳ τὴν ἀπόρρητον γέννησιν. Ὅθεν καὶ χαίρει ταῖς παρακλήσεσί σου, οἰκείαν τὴν σὴν ἡγούμενος δόξαν, καὶ χρεωστικῶς ἐκπληροῖ τὰς αἰτήσεις σου. Μόνον μὴ παρίδῃς με τὸν ἀνάξιον· μηδὲ αἱ τῶν πράξεών μου ἀτοπίαι τὸ σὸν ἀμέτρητον ἀνακόψωσιν ἔλεος.

Θεοτόκε μου, τὸ ὑπερπόθητον ὄνομα· οὐδὲν γὰρ τῆς σῆς βοηθείας ὀχυρώτατον τρόπαιον. Σὺ γὰρ ἀφεῖλες πᾶν δάκρυον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς· σὺ τὴν κτίσιν ἐνέπλησας παντοίας εὐεργεσίας. Τὰ οὐράνια εὔφρανας, τὰ ἐπίγεια ἔσωσας· τὸ πλάσμα κατήλλαξας, ἐξιλάσω τὸν Πλάστην· τοὺς Ἀγγέλους ὑπέκλινας, τοὺς ἀνθρώπους ἀνύψωσας· τὰ ἄνω τοῖς κάτω δι’ ἑαυτῆς ἐμεσίτευσας· μετεσκεύασας ἄριστα τὸ πᾶν πρὸς τὸ βέλτιον. Διὰ σοῦ τῆς ἀναστάσεως ἡμῶν ἀψευδῆ τὰ σύμβολα κατέχομεν· διὰ σοῦ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας ἐπιτυχεῖν ἐλπίζομεν.

Σὲ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐπίκουρον κεκτήμεθα, σὲ τῆς ἡμῶν βοηθείας ὑπέρμαχον ἔχομεν, σὲ τῆς ἡμῶν ἀπολογίας προβαλλόμεθα στόμα, σὲ τῆς ἡμῶν ἐλπίδος περιφέρομεν καύχημα, σὲ Χριστιανῶν ἡ πληθὺς ὀχυρώτατον τεῖχος κέκτηται. Σὺ τὰ τοῦ παραδείσου κλεῖθρα διήνοιξας, σὺ τὸ βαίνειν πρὸς οὐρανοὺς παρεσκεύασας, σὺ τῷ Υἱῷ σου καὶ Θεῷ ἡμᾶς προσῳκείωσας. Διὰ σοῦ πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ ἁγιωσύνη, ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, Ἀποστόλοις, Προφήταις, Μάρτυσι, δικαίοις καὶ ταπεινοῖς τῇ καρδίᾳ, μόνη Πανάχραντε, καὶ ἐγένετο καὶ γίνεται καὶ γενήσεται· καὶ ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις· κἀγὼ ἐπὶ σοὶ θαρρῶ, διὰ σοῦ τῆς κυρίως τεκούσης κατὰ σάρκα Θεὸν ἀληθινόν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.






Πηγή: http://www.imaik.gr/

Λόγος σε μοναχική Χειροθεσία

$
0
0
π. Ευσεβίου Βίττη

Κανονικὰ, ἀδελφοί μου, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ ὅσα πολὺ βαθιὰ καὶ πεπληρωμένα θείου Πνεύματος ἱερὰ λόγια περιέχει ἡ ἱερὴ ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς καὶ χειροθεσίας, ποὺ θὰ γίνει σὲ λίγο. Πρέπει ὅμως νὰ τονιστῆ καὶ πάλι στὴν ψυχή, ποὺ θὰ καθιερώσει τὸν ἑαυτό της, τὸ νόημα τῆς μορφῆς ζωῆς, στὴν ὁποία θὰ μπεῖ ἐπίσημα πιά.



Παράλληλα ὅμως πρέπει καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ παραβρισκόμαστε στὴν ἱερὴ αὐτὴ σύναξη νὰ ἀνανεώσουμε ὅ,τι λιγότερο ἢ περισσότερο γνωρίζουμε γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ ἑπομένως καὶ τῆς χειροθεσίας, ποὺ θὰ γίνει ἀπόψε. Καὶ αὐτὸ σημαίνει τὴν κατάθεση αὐτῶν ποὺ θὰ ἀκούσετε, ἔστω κι ἂν εἶναι, ἂν ὄχι γιὰ ὅλους, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ σᾶς γνωστά, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀποτελοῦν τὸ εὐλαβὲς ἐκκλησίασμα μόνο μοναχοὶ καὶ μοναχές. Ὡς πιστοὶ ὅμως καὶ φιλομόναχοι χριστιανοὶ βρεθήκατε σὲ παρόμοιες ἱερὲς συνάξεις καὶ ἀκούσατε πολλὰ καὶ σημαντικὰ σχετικὰ μὲ τὴν μοναχικὴ κουρὰ καὶ χειροθεσία.

Καὶ θὰ δίσταζα πολὺ ἢ μᾶλλον δὲν θὰ ἐπιχειροῦσα κἂν νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ θὰ καταθέσω ἀπόψε, ἂν δὲν μὲ ἐνθάρρυνε ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γράφει τὰ παρακάτω. «Τὰ αὐτὰ λέγειν ὑμῖν, ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δὲ ἀσφαλές» (Φιλιπ. γ΄1).

Τὸ νὰ σᾶς λέω, σημειώνει, τὰ ἴδια πράγματα ποὺ καὶ ἄλλοτε σᾶς εἶπα, γιὰ μένα δὲν ἀποτελεῖ κόπο, γιὰ Σᾶς ὅμως ἀποτελεῖ ἀσφάλεια πνευματική, γιατὶ ἔτσι θὰ ἐντυπωθοῦν οἱ θεῖες ἀλήθειες περισσότερο μέσα σας. Ἀλλὰ ἀλλάζοντας τὸ «ὑμῖν» μὲ ὕψιλον τοῦ θείου Ἀποστόλου μὲ ἡμῖν μὲ ἦτα περιλαμβάνω μαζί σας καὶ αὐτὸν ποὺ σᾶς μιλάει τώρα, γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀντιληφθῆ καλύτερα, ὅσα σχετίζονται μὲ τὸ νόημα τῆς ἀποψινῆς ἱερᾶς συνάξεως. Πρέπει μόνο νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι ὅσα θὰ λεχθοῦν, δὲν καλύπτουν βέβαια ὅλη τὴν ἔκταση καὶ ὅλο τὸ βάθος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θέματος. Μιὰ γρήγορη καὶ διαγραμματικὴ ὑπόμνησή του θὰ ἐπιχειρηθῆ.


Η ΚΛΗΣΗ

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΑΡΧΙΖΕΙ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Τὸ βάπτισμα ἀποτελεῖ ἀναγέννηση, ἀρχὴ καινούργιας, ὑπερφυσικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ «ἄνωθεν γέννησις» «δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος». Στὸ ἅγιο Βάπτισμα βρίσκεται ὁ σπόρος ποὺ ἡ ἀνάπτυξη καὶ ἡ καρποφορία του θὰ ὁδηγήση τὸν βαπτιζόμενο στὴν τελειότητα καὶ στὴν ἐσωτερικὴ κοινωνία καὶ ἕνωσή του μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου καὶ γίνεται.

ΤΟ ΑΓΙΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ἀποτελεῖ ἀφετηριακὴ κλήση καὶ ἀνάθεση ἔργου πνευματικοῦ στὴν ψυχή, ποὺ βαπτίζεται, καὶ ἔχει δύο πλευρές.

Ἡ πρώτη πλευρά του εἶναι ἡ ἀποφασιστικὴ ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ σατανᾶ. Αὐτὴν τὴν ὀνομάζουμε ἀρνητικὴ πλευρὰ τοῦ Βαπτίσματος.

Ἡ δεύτερη πλευρὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος εἶναι ἡ ὁλοκάρδια ὑπόσχεση ἀκολουθήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὀνομάζουμε θετικὴ πλευρὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.

α. Ἡ ἀρνητικὴ πλευρά.

Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ τοῦ Βαπτίσματος, σημαίνει ἀγῶνα καὶ πάλη ἐναντίον τῆς ἁμαρτητικῆς ροπῆς, ποὺ παιδαγωγικῶς ἀφήνει μέσα μας καὶ ποὺ τὸ ἱερώτατο Μυστήριο μᾶς καλεῖ νὰ τὴν ἐξουδετερώσουμε σὲ συνεργασία μὲ τὴ θεία Χάρη. Ἂν δὲν τὸ κάνουμε αὐτό, μπορεῖ νὰ γίνη δύναμη ἀρνητική, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀχρηστέψη τὴν καινότητα ζωῆς, ποὺ μᾶς χαρίστηκε. Ὁ Θεὸς δὲν ὁλοκληρώνει τὸ ἔργο του χωρὶς καὶ τὴ συνέργεια τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς, ἔστω κι ἂν ἡ ἐκ μέρους τῆς ψυχῆς καταβολὴ προσπάθειας θὰ εἶναι ἐλάχιστη ἐν σχέσει μὲ τὴ θεία βοήθεια καὶ χάρη.

Η ΠΛΕΥΡΑ ΑΥΤΗ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος σημαίνει ἀποχὴ ἀπὸ κάθε μορφὴ ἁμαρτίας, δηλαδὴ ἀπὸ κάθε τί, ποὺ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπὶ πλέον σημαίνει ἀποχὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ νόμιμα δικαιώματά μας, ἂν αὐτὰ ἀποβοῦν πειρασμικὰ γιὰ τὴν ἐλευθερία μας, γιὰ τὴν ὀρθὴ πράξη καὶ ἐνέργειά μας ἤ, ἂν αὐτὰ γίνουν ὑπερτροφικὰ καὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἀποβοῦν εἰς βάρος τῆς θεοκεντρικότητας τῆς ζωῆς μας ὡς πιστῶν καὶ ἑπομένως νὰ μετατεθεῖ τὸ κέντρο ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ στὸν ἑαυτό μας, μὲ μιὰ ἄμετρη ἐγωπάθεια καὶ ἐγωλατρία.

β. Ἡ θετικὴ πλευρά.

Η ΘΕΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ τοῦ Βαπτίσματος σημαίνει ἀκολούθηση τοῦ Ἰησοῦ, «ὅπου ἐὰν ἀπέλθῃ», δηλαδὴ συμπόρευση μὲ τὸν Ἰησοῦ στὴν πορεία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Οὐράνιο Πατέρα του ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Η ΘΕΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ σημαίνει συνεχῆ προσπάθεια ἀπεκδύσεως «τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου σὺν τοῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» καὶ ἀντίστοιχα ἐνδύσεως, «τοῦ νέου, τοῦ ἀνακαινουμένου εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὸν» διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος (Κολασ. γ΄ 9-10).

Η ΘΕΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος σημαίνει συνεχῆ προσπάθεια «ἐνδύεσθαι σπλάχνα οἰκτιρμῶν, χρηστότητος, ταπεινοφροσύνης, πραότητος, μακροθυμίας» (Κολασ. γ΄12), ἀνοχῆς, χαρίζεσθαι τοῖς ἄλλοις, ἀγαπᾶν. Καὶ ἀκόμη σημαίνει κάτι μυστικώτερο καὶ βαθύτερο, τὸ συνεχῶς «ἐνδύεσθαι τὸν Χριστὸν» (Γαλ. γ΄27) μὲ ταυτόχρονη ἀνάπτυξη τοῦ «τὰ ἄνω ζητεῖν, οὗ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τὰ ἄνω φρονεῖν, οὐχὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολασ. γ΄1-2) μὲ συνέπεια νὰ γίνεται ὁ ἄνθρωπος «χριστοειδής», ἡ ζωὴ τοῦ ὁποίου «κέκρυπται ἐν τῷ Χριστῷ» (Κολασ. γ΄4, εἶναι κρυμμένη στὸ Χριστὸ καὶ θὰ φανερωθεῖ πλήρως, ὅταν ὁ Χριστὸς ἔρθει στὸν κόσμο μὲ τὴ β΄Παρουσία Του.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ Η ΚΛΗΣΗ πρὸς τὸ Βάπτισμα ἀποτελεῖ ὑψηλότατη, εὐγενικώτατη, θειότατη, ἱερώτατη κλήση σὲ σωτηρία. Καὶ ἡ κλήση αὐτὴ ἀπευθύνεται σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ποθεῖ τὴ σωτηρία του. Οἱ εὐλογίες του παρέχονται σὲ ὅλους, ὅσοι βαπτίζονται, ἀρκεῖ νὰ θελήσουν νὰ καλλιεργήσουν καὶ ὑποκειμενικά, ὅσα ἀντικειμενικὰ προσφέρει τὸ σωτηριῶδες αὐτὸ καὶ θεῖο Μυστήριο.


Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΌΜΩΣ ΠΙΣΤΟΙ, πού, ἐνῶ ἔχουν ἤδη κληθῆ, ὅπως καὶ κάθε ἄλλος πιστός, διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος στὴ μετοχὴ τῶν χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα αὐτὸ προσφέρει μὲ τὴν ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, νιώθουν καὶ κάποια ἰδιαίτερη κλήση. Καὶ ἡ κλήση αὐτὴ ἔχει τὸ χαρακτήρα μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸν Κύριο. Οἱ πιστοὶ αὐτοὶ συνειδητοποιοῦν τὴν κλήση αὐτὴ μὲ ἰδιαιτέρως ἔντονα χαρακτηριστικὰ καὶ ἀπαιτήσεις γιὰ τὸν ἑαυτό τους.

Νιώθουν πὼς πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦν μὲ μιὰ ἰδιαιτερότητα χαρακτηριστική, ποὺ διαφέρει σὲ βαθμὸ καὶ ἔνταση ἀπὸ αὐτήν, ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζει τὸν συνηθισμένο πιστό. Νιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπελευθερωθοῦν τόσο ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ πνεῦμα του, τὸ ὁποῖο αἰσθάνονται νὰ τοὺς περισφίγγει καὶ νὰ θέλει νὰ τοὺς ἀφομοιώσει μὲ αὐτό, ἀπομακρύνοντάς τους ἀπὸ τὴν καινότητα ζωῆς, στὴν ὁποία ἔχουν εἰσαχθεῖ διὰ τοῦ Βαπτίσματος.

Γι’ αὐτὸ καὶ βλέπουν πὼς ὁ κόσμος, μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦν, καὶ ὑπὸ τὶς καλύτερες προϋποθέσεις, δὲν ἀποτελεῖ γι’ αὐτοὺς τὸ χῶρο, στὸν ὁποῖο μποροῦν νὰ κινηθοῦν ἄνετα, ὥστε νὰ πραγματοποιήσουν στὸ μέγιστο δυνατὸ βαθμὸ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ μάλιστα τὴν πραγμάτωση τῆς καινῆς ζωῆς, ποὺ αὐτὸ ἐν σπέρματι δίνει ἀπαιτώντας τὴν ὁλοκληρωσή της καὶ μὲ τὴν προσωπικὴ συνέργεια τοῦ βαπτιζομένου.

Ἐπὶ πλέον φλέγονται ἀπὸ τὸσο θερμὴ ἀγάπη γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὥστε ἐπιθυμοῦν νὰ δοθοῦν πλήρως σ’ αὐτὸν καὶ ἀπερίσπαστοι, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ὅσο γίνεται βαθύτερη μυστικὴ ἕνωσή τους μαζί του. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐγκαταλείπουν τὸ χῶρο καὶ τὸν τρόπο ζωῆς μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐνταχθοῦν σὲ ἕναν ἄλλο χῶρο (βιόχωρο) καὶ σὲ ἕναν ἄλλο τρόπο (βιότροπο), ὅπου θὰ εἶναι δυνατὴ ἡ πραγμάτωση τοῦ ἰδεώδους τῆς καινῆς ζωῆς στὴν πιὸ δυνατή του πραγμάτωση καὶ πληρότητα. Αὐτὸν τὸ «χῶρο» καὶ αὐτὸν τὸν «τρόπο» ἀποτελεῖ ὁ μοναχικὸς ἢ μυστικὸς βίος.

Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΥΤΗΣ εἶναι ἐντελῶς νέα, ὅπως καὶ ὁ τρόπος τῆς πραγματοποιήσεώς της ἐντελῶς νέος καὶ ριζοσπαστικός, ἂν καὶ τὰ μέσα τῆς χάριτος παραμένουν πάντα τὰ ἴδια, αὐτὰ ποὺ ἰσχύουν γιὰ ὅλους τοὺς βαπτισμένους χριστιανούς. Καὶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη κλήση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τελικὸ σκοπὸ τὸν ἁγιασμό, «οὗ χωρίς, οὐδεὶς ὄψεται τὸν Θεὸν» καὶ τὴν ἐπαναμόρφωση τοῦ μοναχοῦ στὸ ἀρχαῖον κάλλος καὶ τὴν τέλεια ἕνωσή του μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς τοῦ μοναχοῦ ἀπὸ ἄποψη πρακτικὴ εἶναι ἡ συνεχὴς ἄσκηση καὶ ἡ μακρά, ἀλλὰ πολὺ ὡραία ἀνοδικὴ πορεία πρὸς τὴν ἀτέρμονα τελειότητα. Τὸ περιεχέμενο τοῦ ἀγῶνος του θὰ μποροῦσε νὰ συνοψισθεῖ ὡς συνεχὴς πάλη κατὰ

- τῆς ἐπιθυμίας τῶν ὀφθαλμῶν

- τῆς ἐπιθυμίας τῆς σαρκὸς καὶ

- τῆς ἀλαζονείας τοῦ βίου.

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ αὐτῶν τῶν τριῶν ἐσωτερικῶν ἀρνητικῶν δυνάμεων εἶναι βέβαια ἔργο ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὁ τρόπος ὅμως καὶ τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ μοναχοὶ ξεπερνοῦν κάθε συνηθισμένο μέτρο.

Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΖΩΗ εἶναι γι’ αὐτὸ ἀκολούθηση μὲ κάθε συνέπεια τῆς «τεθλιμμένης ὁδοῦ» καὶ δίοδος διὰ «τῆς στενῆς πύλης».

ΔΕΝ ΘΑ ΛΕΓΑΜΕ OΜΩΣ ὅλη τὴν ἀλήθεια ἂν περιορίζαμε τὴ μοναχικὴ πορεία μόνο στὴν πάλη ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀρνητικῶν καταστάσεων. Παράλληλα κινεῖται ὁ μαναχὸς στὸ νὰ «μορφωθῇ Χριστὸς ἐν αὐτῷ», μέσα του, νὰ γίνη δηλαδή «χριστοειδής», ὅπως ἤδη ἀνέφερα πιὸ πάνω.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΕΧΘΕΙ, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ (λέγοντας μοναχὸς τὴν ἐννοῶ πάντοτε περιληπτικὰ καὶ σημαίνει, ὅσες φορὲς ἀναφέρεται, καὶ τὴ μοναχή), ἡ ζωὴ λοιπὸν τοῦ μοναχοῦ ἀποτελεῖ ἔγκοπη καὶ ἔμπονη πρωτοπορία, ζῶσα, αἱμάσσουσα, πλὴν φωτεινή, ὑπόμνηση τοῦ «Ἑνός, οὕτινός ἐστι χρείαν», ὄχι βέβαια πράγματος, ἀλλὰ προσώπου, τοῦ Χριστοῦ, καὶ διαρκής, ἂν καὶ σιωπηλὴ πρόσκληση εἰσόδου καὶ ὅλων τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν του στὸν κόσμο «εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου» μας.

ΤΕΛΟΣ Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ εἶναι κλήση, βίωση καὶ πραγμάτωση μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Κυρίου τοῦ θαύματος τῆς καινῆς ζωῆς «Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις»!

Η ΤΡΙΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

Ἂν θὰ θέλαμε νὰ προσδιορίσουμε πιὸ συγκεκριμένα τὴ μορφὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, θὰ διακρίναμε σ’αὐτὴν τρία βασικὰ καὶ οὐσιώδη χαρακτηριστικά της, τὰ ὁποῖα θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἰδοῦμε μὲ κάθε δυνατὴ συντομία, ἀφοῦ δὲν μποροῦμε αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ προβοῦμε σὲ πλήρη ἀνάπτυξή της σὲ βάθος καὶ πλάτος.


Α. Η ΠΤΩΧΕΙΑ

Μιὰ ἀπὸ τὶς βασικὲς αἰτίες ψυχράνσεως τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δημιουργίας ἀποστάσεως, διχασμοῦ, μίσους καὶ κάθε ἀντίστοιχης καὶ ὁμόλογής τους καταστάσεως εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἔχειν καὶ κατέχειν ὑλικὰ ἀγαθά, μάλιστα ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα, σὲ βαθμὸ συχνὰ παθολογικό. «Τὸ σὸν καὶ τὸ ἐμόν, τὸ ψυχρὸν τοῦτο ρῆμα», γιὰ νὰ μεταχειρισθοῦμε γιὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἔχειν μιὰ ἔκφραση τοῦ Χρυσορρήμονος, δηλαδὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Ἡ ἐμπαθὴς καὶ σφοδρὴ ἐπιθυμία πλουτισμοῦ καὶ ἡ ἐγωιστική του κατοχὴ καὶ χρήση κλείνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι κατηγορηματικὸς ὁ Κύριος λέγοντας «δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται»(Μάρκ. ι΄23). Τὸ λόγο του ὁ Κύριος τὸν ὑπογραμμίζει πρὸ πάντων μὲ τὸ θεῖο παράδειγμά Του. «Καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ (τῷ Ἰησοῦ)· διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπάρχῃ. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη» (Ματθ. η΄ 19).

Ἡ σωστὴ καὶ πλήρως εὐάρεστη στὸν Κύριο ἀκολούθησή του εἶναι ἡ ἀκολούθησή του ἐν πλήρει πτωχείᾳ. Κάθε ἄλλη μορφὴ νοθεύει τὸ πνεῦμα τῆς ἀκολουθήσεώς του μὲ ἀνάλογες τὶς βλαβερὲς καὶ καταστρεπτικὲς γιὰ ὅποιον τὴν ἐπιχειρεῖ συνέπειες. Σὲ ἄλλη περίπτωση ἕνας νεαρός, πολὺ πλούσιος, ρώτησε τὸν Κύριο πῶς θὰ μποροῦσε νὰ κληρονομήσει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τοῦ ὑποδείχθηκε ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ νεαρὸς ἰσχυρίσθηκε πὼς τὶς ἔχει τηρήσει ὅλες. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ἀκόμη τὴν τελειότητα. Κάτι ἀκόμη σοῦ λείπει, τοῦ λέει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ γίνεις τέλειος. Ἀναρωτιέσαι τί; Θὰ σοῦ τὸ πῶ· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄20-21).

ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΖΗΣΑΝ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Ἄρα δὲν ἦταν ἀδύνατο, ἀλλὰ πραγματοποιήσιμο, αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε ὁ Κύριος. Ἀργότερα, ὅταν ὁ ἱερὸς ζῆλος ἀκολουθήσεως τοῦ Χριστοῦ ψυχράνθηκε, μπῆκαν κοσμικὰ πιὰ στοιχεῖα στὴ ζωὴ τῶν περισσοτέρων χριστιανῶν, ὅπως ἡ προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ τάση τοῦ πλουτισμοῦ. Ὅμως τὸ ἰδεῶδες τῆς ἐν Χριστῷ πτωχείας δὲν ἔσβησε. Αὐτὸ θέλησαν καὶ θέλουν νὰ πραγματοποιήσουν οἱ μοναχοὶ διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕΙ τὴν πτωχεία. «Μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Λουκ. στ΄ 20). Μακαρίζει ὁ Κύριος ἀδιάκριτα τὴ φτώχεια; Ὄχι. Ἡ φτώχεια καθ’ ἑαυτὴν δὲν ἀποτελεῖ ἀρετὴ οὔτε τελειότητα. Ἡ φτώχεια καθ’ ἑαυτὴν δὲν εἶναι ἐπιθυμητὴ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ εἶναι φτωχός.

Καὶ συνήθως, ὅταν γίνει πλούσιος ὁ πρῶτα φτωχός, φέρεται καὶ αὐτὸς ὄχι πιὰ σὰν φτωχὸς ποὺ ἦταν, ἀλλὰ σὰν τοὺς ἄλλους πλουσίους, μὲ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά τους, ποὺ πρῶτα τοῦ ἦταν ἀπαράδεκτα καὶ μισητά. Οἱ τυχὸν ἐξαιρέσεις δὲν ἀναιροῦν τὸν κανόνα. Ἡ πτωχεία, ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος, εἶναι ἡ ἠθελημένη πτωχεία, ἡ ἑκούσια ἀποδοχὴ τῆς φτώχειας καὶ μάλιστα γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι γιὰ τὴ φτώχεια καθ’ ἑαυτήν.

Ο ΓΝΗΣΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ εἶναι καταπολέμηση τῆς φτώχειας διὰ τῆς φτώχειας, ποὺ γίνεται ἀποδεκτὴ μὲ χαρὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση πλούτου πνευματικοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μοναχοὶ ζοῦν «ὡς πτωχοί, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντας» (Β΄Κορινθ. στ΄10), πνευματικά, γιατὶ βέβαια δὲν ἀποτελοῦν ὀργανισμὸ προωθήσεως τῆς οἰκονομίας. Ἀποτελοῦν ὅμως σιωπηρὸ κίνητρο γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, γιατὶ ὑπενθυμίζουν ἐνσαρκωμένοι στὴ ζωή τους τὸ πνεῦμα τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποτελοῦν τὴ συνέχιση τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινωνίας καὶ Ἐκκλησίας.

ΟΜΩΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ αὐτὸς δὲν εἶναι εὔκολος. Αὐτὸ πρέπει νὰ τονισθεῖ. Καὶ ἀρχίζει ἀπὸ ἔξω γιὰ νὰ προχωρήσει ὡς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὡς ἀπόλυτης ἀξίας καὶ προτεραιότητος καὶ προχωρεῖ στὴν ἄρνηση τῆς ἐπιθυμίας γι’ αὐτά. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς ποσότητας, γιὰ νὰ προχωρήσει ἔπειτα στὴν ἄρνηση τῆς ποιότητας αὐτοῦ ποὺ εἶναι καθ’ ἑαυτὸν ὁ μοναχός.

«ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ ΕΣΤΙ φροντίδων ἀπόθεσις, ἀμεριμνία βίου, ὁδοιπόρος ἀνεμπόδιστος, πίστις ἐντολῶν, λύπης ἀλλότριος. Ἀκτήμων μοναχός, δεσπότης κόσμου, τῷ Θεῷ τὴν φροντίδα πιστεύων», λέει ἡ μοναχικὴ ἐμπειρία (Ἰωάννης ὁ Κλίμακος). Καὶ «ἀκτημοσύνη, φιλαργυρίας ἐκρίζωμα, ἀφιλαργυρίας δὲ ρίζωμα, καρπὸς ἀγάπης καὶ σταυρὸς ζωῆς, ἀνώδυνος βίος, ἀνεπίφθονος θησαυρός, ἀμέριμνος οὐρανός, ἀπερίσπαστος ἥλιος, ἀκατάληπτος πλοῦτος, μερίμνης δρέπανον, Εὐαγγελίων πρᾶξις, ἄλυπος βίος, ὀξύδρομος ἀγωνιστὴς» (Νεῖλος ὁ Ἀσκητής).

Ἀκτημοσύνη εἶναι περιορισμὸς φροντίδων, ἀμέριμνη ζωή, ἀνεμπόδιστη ὁδοιπορία στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐλεύθερη ἀπὸ λύπη. Ὁ ἀκτήμων μοναχὸς εἶναι κύριος τοῦ κόσμου ἔχοντας ἐμπιστευθεῖ τὴ φροντίδα του στὸ Θεό. Ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι οὐσιαστικὰ ξερίζωμα τῆς φιλαργυρίας, καρπὸς τῆς ἀγάπης καὶ σταυρὸς ποὺ χαρίζει ζωή. Εἶναι ἀνώδυνος βίος, θησαυρὸς ποὺ κανένας δὲν τὸν ζηλεύει γιὰ νὰ τὸν ἁρπάξει, οὐρανὸς ποὺ τὸν κερδίζει κανένας ἀμέριμνα, ἥλιος ποὺ δὲν τὸν σκεπάζουν σύννεφα περισπασμῶν, πλοῦτος ποὺ ἡ ἀξία του ξεπερνάει κάθε κατανόηση, δρεπάνι ποὺ θερίζει τὴ μέριμνα, ἐφαρμογὴ τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ζωὴ χωρὶς λύπες, ἀγωνιστὴς ταχύτατος.

Εὐνόητα αὐτά, ὅταν κανένας σκεφτεῖ πὼς «μοναχὸς πολυκτήμων, πλοῖον πεφορτισμένον εὐχερῶς ἐν ζάλῃ καταδυόμενον», δηλαδὴ μοναχός, ποὺ ἔχει στὴν κατοχή του πολλὰ πράγματα, μοιάζει μὲ φορτωμένο πλοῖο, ποὺ σὲ περίπτωση τρικυμίας καὶ θαλασσοταραχῆς εὔκολα βουλιάζει. Ἀντίθετα «ὁ ἀκτήμων μοναχός, εὐσταλῆς ὁδοιπόρος, ἐν παντὶ τόπῳ καταγώγιον εὑρίσκων· κοῦφος δρομεύς, ταχέως φθάνων ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως· ἀετὸς ὑψιπέτης, τότε καθιπτάμενος ἐπὶ τροφήν, ὅταν ἡ χρεία βιάσηται».

Ὁ μοναχός, ποὺ δὲν ἔχει τίποτε στὴν κατοχή του, εἶναι ὁδοιπόρος χωρὶς περιττὰ βάρη ἐπάνω του καὶ βρίσκει παντοῦ κατάλυμα. Εἶναι δρομέας ἀνάλαφρος, ποὺ φτάνει γρήγορα στὸ βραβεῖο τῆς οὐράνιας κλήσης του. Εἶναι, τέλος, ἀετός, ποὺ πετάει στὰ ὕψη καὶ τὸτε κατεβαίνει γιὰ τροφή, ὅταν τὸν ὑποχρεώσει ἡ ἀνάγκη τροφῆς (Νεῖλος ὁ Ἀσκητής).


Β΄ Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ἔχει ἀναγάγει τὴ φυσικὴ σχέση τῶν φύλων σὲ μυστήριο, τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου. Ἐκτὸς ὅμως τῆς φυσικῆς αὐτῆς ὁδοῦ στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν ὑπάρχει μέσα στοὺς κόλπους της καὶ ὑπερφυσική. Εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν «δυναμένων χωρεῖν» αὐτήν, δηλαδὴ ἡ ὁδὸς τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ὁλοκληρωτικῆς προσδόσεως τοῦ μοναχοῦ στὸν Κύριο, γιὰ τὸν Κύριο, ἀπὸ ἄρρητη ἀγάπη γιὰ τὸ θεῖο πρόσωπό Του μὲ μιὰ λαχτάρα· τὸ πῶς ἡ ψυχή του «ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» καὶ σὲ κανέναν ἄλλον. Εἶναι ἡ «ἀγγελικὴ ἀνυπέρβλητος ὁδός», ἡ «ἁγνὴ καὶ ὑπερκόσμιος», «εἰ καὶ τραχεῖα παρὰ τὴν πρώτην (δηλ. τὴν ὁδὸ τοῦ γάμου) καὶ δυσκατόρθωτος». (Μ. Ἀθανάσιος). Εἶναι ὁδὸς ἀγγελικὴ ἀξεπέραστη σὲ ἀξία, ἁγνὴ καὶ πάνω ἀπὸ κάθε μορφὴ κοσμική, ἀφοῦ εἶναι ἐπουράνια, ἔστω κι ἂν εἶναι πιὸ δύσκολη ἀπὸ τὴ συνηθισμένη μορφὴ ζωῆς καὶ δυσκολοκατόρθωτη.

Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΕΙΝΑΙ «κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη», ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν Κύριο καὶ εἶναι σ’αὐτὸν ὁλοκληρωτικὰ καθιερωμένη.

Νά, πῶς, μὲ πολὺ ἀδρὲς πινελιές, τὴ διαζωγραφίζει ὁ Πατερικὸς χρωστήρας.

Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΕΙΝΑΙ «τὸ ἄριστον καὶ κάλλιστον ἐπιτήδευμα· ὁδὸς ἄνω μετέωρον ἀπευθύνουσα τὸ ὄχημα τῆς ψυχῆς, μὴ ἀπολήγουσα τοῦ σκοποῦ· ὑπερπήδησις κούφως τοῦ κόσμου ὀξυτάτῳ διανοίας τάχειν» (Μεθόδιος Ὀλύμπου).

Ἡ παρθενία, λέει, εἶναι τὸ ἄριστο καὶ τὸ πιὸ ὅμορφο καὶ καλὸ ἔργο. Εἶναι δρόμος ποὺ κατευθύνει τὸ ὄχημα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὸ σῶμα, στὰ οὐράνια, ἂν δὲν σταματήσει νὰ ἐπιδιώκει αὐτὸν τὸ σκοπό. Ἡ παρθενία εἶναι ἀνάλαφρο ξεπέρασμα τοῦ κόσμου μὲ τὴ γρηγοράδα ποὺ ἔχει ὁ νοῦς.

Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΑΝΑΠΗΔΑ «ἀπὸ ἀμιάντων τοῦ Παντοκράτορος κόλπων· τοῦτο τὸ πόμα γεννᾷν οὐκ ἐχώρησεν ἡ γῆ· μόνος αὐτὸ πηγάζειν οἶδεν ὁ οὐρανός· παρθενίαν γὰρ βαίνειν μὲ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπιψαύειν δὲ οὐρανῶν ἡγητέον» (Ὁ ἴδιος).

Ἡ παρθενία προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Παντοκράτορα Θεό. Αὐτὸ τὸ θεῖο πιοτὸ -τὴν παρθενία- δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀναβρύσει ἡ γῆ, ἀλλὰ μονάχα ὁ οὐρανός. Καὶ πρέπει νὰ θεωροῦμε πὼς ἡ παρθενία βαδίζει μὲν στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀγγίζει τὰ οὐράνια.

«ΤΟΙΑΥΤΗ Η ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ δύναμις ὡς καὶ ἐν τοῖς οὐρανοῖς παρὰ τῷ Πατρὶ τῶν πνευμάτων μένει καὶ μετὰ τῶν ὑπερκοσμίων χορεύει δυνάμεων καὶ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ἐφάπτεσθαι, τὸν μὲν Θεὸν δι’ ἑαυτῆς πρὸς τὴν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου κοινωνίαν κατάγουσα, τὸν ἄνθρωπον ἐν ἑαυτῇ πρὸς τὴν τῶν οὐρανίων ἐπιθυμίαν πτεροῦσα καὶ οἰονεὶ σύνδεσμός τις γινομένη τῆς ἀνθρωπίνης πρὸς τὸν Θεὸν οἰκειώσεως» (Γρηγόριος ὁ Νύσσης).

Εἶναι τέτοια καὶ τόση ἡ ἀξία τῆς παρθενίας λέει, ὥστε νὰ μένη μὲ τὸν Πατέρα τῶν πνευμάτων τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδὴ τῶν ἀγγέλων, συναναστρέφεται τὶς οὐράνιες δυνάμεις, καὶ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἡ ἴδια κατεβάζει μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τὸ Θεὸ σὲ ἄμεση κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν ἄνθρωπο ζώντας την δίνει φτερὰ γιὰ οὐράνιους πόθους. Λειτουργεῖ μὲ ἄλλα λόγια σὰν σύνδεσμος γιὰ τὴ στενὴ σχέση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ.

Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΕΙΝΑΙ βίωση καὶ πραγμάτωση τῆς «ἁγνείας», δηλαδὴ τῆς ἁγνότητας. Ὡς τέτοια εἶναι «ἀσωμάτων φύσεως οἰκείωσις· φύσεως ὑπὲρ φύσιν ὑπερφυὴς ἄρνησις καὶ ἀσωμάτων σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ παράδοξος ὄντως ἅμιλλα. Ἁγνός ἐστίν, ὁ ἔρωτι (θείῳ) ἔρωτα (γήινον) διακρουσάμενος καὶ πυρὶ ἀΰλῳ ἀποσβέσας. (Παρθενία ἐστι) τὸ σαρκὶ συνδεδεμένον τινὰ καὶ αἵματι σπεύδειν μιμεῖσθαι τὴν τῶν ἀσωμάτων ἀϋλίαν διὰ τῆς ἁγνείας» (Ἰωάννης ὁ Κλίμακος). Μὲ ἄλλα λόγια· ἡ ἁγνότητα τῆς παρθενίας εἶναι ἀπόκτηση τῆς ἀγγελικῆς ἀσώματης φύσης, ὑπερφυσικὸ ξεπέρασμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσης, μιὰ πραγματικὰ παρόδοξη ἅμιλλα σώματος φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ὁ ἁγνὸς εἶναι αὐτός, ποὺ μὲ τὸν θεϊκὸ ἔρωτα ἀποκρούει τὸν γήινο ἔρωτα καὶ σβήνει τὸ ὑλικὸ πῦρ μὲ τὸ ἄυλο πῦρ τῆς θείας ἀγάπης. Παρθενία εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνη, ποὺ ἄνθρωπος δεμένος μὲ σάρκα καὶ αἷμα σπεύδει νὰ μιμηθεῖ μὲ τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀυλία καὶ καθαρότητα τῶν χωρὶς σῶμα ἀγγέλων.

ΕΤΣΙ Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ἀποτελεῖ τὴ ζωντανὴ μαρτυρία τῆς νίκης κατὰ τῶν τυφλῶν ὁρμῶν, ἐπιθυμιῶν, ἐνστίκτων καὶ τάσεων. Καὶ εἶναι ἡ ὕψιστη ἔκφραση οὐράνιας ἀγάπης, ποὺ πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ Κρίση καὶ τὴν διὰ πυρὸς καταστροφὴ τοῦ παλαιοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ κάθαρσή του, καίει «τὴν σάρκα σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» της καὶ προοδοποιεῖ πρὸς τὴν οὐράνια καὶ αἰώνια ζωὴ κα κοινωνία μὲ τὸ Θεό.


Γ΄ Η ΥΠΑΚΟΗ

Ο ΦΟΒΕΡΩΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐγωπάθεια, ποὺ συνέπειά της εἶναι τὸ «ἴδιον θέλημα», τὸ ὁποῖο κάνει τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ του. Καὶ αὐτὸ σκοτίζει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ νὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τόσο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ τὸ τί εἶναι οἱ διπλανοί του, οἱ συνάνθρωποί του. Ἡ ἐγωπάθεια ἀκόμη, ντυμένη τὸ θρησκευτικὸ ἔνδυμα, μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ τὸ μοναχὸ στὴν αὐταπάτη τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὴν ὥρα, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ καταπατεῖ ὁλοφάνερα, κάνοντας κατὰ βάθος τὸ δικό του θέλημα καὶ ἀκολουθώντας τὸ δικό του δρόμο.

ΤΙ ΕΚΑΝΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ;

«Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν, ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Ἰω. δ΄34) «Ἐγὼ οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρὸς» (Ἰω. ε΄30). Καὶ αὐτό, ποὺ χαρακτήριζε ὅλη του τὴν πορεία στὴ γῆ, αὐτὸ ἦταν καὶ ἡ κατακλείδα της στὴ Γεσθημανῆ· «πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ, Πάτερ» (Ματθ. κστ΄30).

ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΩ στὸ Θεό; Καὶ εἶναι σωστὸ καὶ τὸ καταλαβαίνω. Τὸ νὰ ὑπακούω ὅμως σὲ ἕναν ἄνθρωπο, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο; Εἶναι δυνατὸν ἡ ὑπακοὴ σὲ ἕναν ἄνθρωπο νὰ ὁδηγεῖ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ, ὅτι ἡ καθοδήγηση ἑνὸς ἀνθρώπου, οἱ ὁδηγίες καὶ οἱ συμβουλές του, εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;

ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΥΤΟ ἔχουν γίνει πολλὲς παρανοήσεις ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, πράγμα ποὺ ἐπηρέασε πολὺ καὶ τὸν τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι πολλῶν σημερινῶν χριστιανῶν καὶ τὴ συμπεριφορά τους. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος κήρυξε τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ τὴν ἀποδέσμευσή του ἀπὸ κάθε ὑπακοὴ καὶ συμμόρφωση σὲ ἠθικοπνευματικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες γκρεμίζοντας κάθε φραγμό. Ἀπολυτοποίησε τὴν ἐλευθερία ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς θεωρητικὸ κατασκεύασμα καὶ κατὰ βάθος αὐταπάτη. Ἡ ἐλευθερία μας δὲν εἶναι ἀπόλυτη, ἀλλὰ σχετική. Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ὑπακούουμε π.χ. σὲ κάποιους νόμους, φυσικούς, κοινωνικούς, ἠθικοὺς κ.λ.π. ἀκόμη καὶ στὴν πιὸ ξέφρενη ἀνταρσία καὶ στὸν πιὸ ἀχαλίνωτο ἀναρχισμό. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ καὶ δὲν χρειάζονται αὐτὴ τὴν ὥρα παραδείγματα, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν πάμπολλα. Ἀκόμα καὶ ἕνας ἀπόλυτος δικτάτωρ, ποὺ θέτει τὸ θέλημά του ὑπεράνω τῶν νόμων, γίνεται τελικὰ δοῦλος τῶν παθῶν καὶ τῆς ἐγωπάθειάς του καὶ τελικὰ συντρίβεται κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ἀπολυταρχισμοῦ του. Πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διηγηθεῖ ἡ σύγχρονη πραγματικότητα, γνωστὰ σὲ ὅλους μας, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν χρειάζεται νὰ τὰ ἀναφέρουμε.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΝΟΗΘΕΙ ὡς ἀποδοχὴ τῶν νόμων καὶ τῶν ἀρχῶν ποὺ ὁρίζουν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή μας. Κάθε παράβασή τους μπορεῖ νὰ σημάνει τὴν καταστροφή της. Ὑπακοὴ καὶ ἐλευθερία, ἀκόμη καὶ στὴν κοσμικὴ ζωή, δὲν ἀλληλοαναιροῦνται, ἀλλὰ ἀλληλοσυμπληρώνονται. Ἡ ἀνελευθερία εἶναι καρπὸς ἀνωριμότητος καὶ ἀδυναμίας κατανοήσεως τῶν ὅρων τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ νομίζει λανθασμένα ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μὲ τὴν ἀνυπακοή του θὰ σώσει τὴν ἐλευθερία του. Ἔτσι ὅμως ὁδηγεῖται ἀναπόφευκτα στὴν ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας του.

ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ἐκφράζεται γενικὰ μὲ τοὺς νόμους, ποὺ διέπουν τὴ Δημιουργία καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ συγκεκριμένα γεγονότα στὴν καθημερινή του πραγματικότητα. Ἡ ἑκούσια ἀποδοχὴ π.χ. τοῦ πόνου, ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ θέλημά μας καὶ τὴν ἐπιθυμία μας, ἀποτελεῖ μιὰ ἀναγνώριση τοῦ θείου θελήματος ὡς πρὸς τὸ δικό μας πρόσωπο καὶ τὴ σχέση μας μαζί του. Τὸ θεῖο θέλημα ἀναγνωρίζεται ἀκόμη καὶ στὸ γενικὸ καλὸ ὅλων. Ὁ Θεὸς «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε΄45). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βλέπει κανένας τὸ δικό του μόνο καλό, ξεφεύγει ἤδη ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς τὸν τυφλώνει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἰδῆ τὸ σωστὸ βλάπτοντας τελικὰ τὸν ἑαυτό του.

ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ὅμως ἐκφράζεται ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικώτερα στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἐκκλησία Του. Καὶ ἐκεῖ ρητὰ λέγεται· «ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· καὶ ὁ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν πέμψαντά με» (Λουκᾶ ι΄16). Ἐδῶ πιὰ ὁ Κύριος ἀπαντάει στὸ ἐρώτημα, ποὺ ἔχει τεθεῖ, ἂν εἶναι σωστὸ νὰ ὑπακούω σὲ ἕναν ἄνθρωπο καὶ ποιός μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ ἐκφράζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος θέλησε νὰ ὑπακούουν, ὅσοι θὰ πιστέψουν σ’ Αὐτὸν μετὰ τὴν ἀνάληψή Του, στοὺς ἀποστόλους Του. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἀπόστολοί Του θὰ ἔφευγαν καὶ αὐτοὶ μιὰ μέρα ἀπὸ τὴ γῆ, θὰ συνέχιζε τὸ ἔργο τους, δηλαδὴ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία Του, ποὺ θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει μέχρι τέλους τῶν αἰώνων στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μεταβιβάζεται αὐτόματα στοὺς διαδόχους τους καὶ ἀπὸ ἐκείνους στοὺς ἑπομένους κ.ο.κ. μέχρι σήμερα. Ἔτσι φτάνουμε στὸν πνευματικὸ πατέρα, ποὺ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ παίρνει διὰ μέσου τῆς Ἐκκλησίας Του τὴν εὐθύνη νὰ χειραγωγεῖ ψυχὲς καὶ ἀντίστοιχα μεταβιβάζεται τὸ χρέος τῶν ψυχῶν νὰ ὑπακούουν σ’ αὐτὸν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ αὐτὸ βεβαιώνεται καὶ ἀπὸ συγκεκριμένες ἀποστολικὲς ἐντολές. «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. ιγ΄17). Νὰ πείθεσθε, λέει, στοὺς πνευματικὰ προϊσταμένους καὶ χειραγωγούς σας καὶ νὰ δείχνεται σ’ αὐτοὺς ὑπακοή, γιατὶ αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὶς ψυχές σας καὶ θὰ δώσουν λόγο στὸν Κύριο γι’ αὐτές.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ, ὁ πνευματικὸς πατέρας (ἢ ἡ πνευματικὴ μητέρα), ποὺ ἐξουσιοδοτεῖται ἀντίστοιχα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν ἐνεργεῖ κατὰ τὸ θέλημά του καὶ δὲν εἶναι δικτάτωρ ποὺ ὑπαγορεύει δικούς του νόμους. Καὶ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦν τοὺς πνευματικούς τους χειραγωγοὺς ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν, γιατὶ ἐπιβάλλουν δικούς τους νόμους καὶ θελήσεις, ἀλλὰ γιατὶ ἐπιδιώκουν νὰ καθοδηγήσουν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι:

Ι. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὑποτάχθηκαν καὶ ὑποτάσσονται ἐξακολουθητικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ ὅση μποροῦν μεγαλύτερη συνέπεια.

ΙΙ. Ἀγωνίζονται νὰ γνωρίσουν βαθύτερα καὶ καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν διστάζουν νὰ ζητοῦν φῶς ἀπὸ ἄλλους, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο ἢ καὶ περισσότερο προχωρημένοι στὴ γνώση καὶ στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος. Καὶ εἶναι αὐτονόητο πὼς ἀκατάπαυστα ζητοῦν τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ χάρη Του γιὰ νὰ βλέπουν μὲ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐνεργοῦν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ στὶς παραμικρότερες λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦν τόσο στὸν ἑαυτό τους ὅσο καὶ αὐτοὺς ποὺ καθοδηγοῦν.

ΙΙΙ. Γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦν μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ νὰ ἑρμηνεύουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι γενικὰ καὶ ἀόριστα ἀλλὰ σὲ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποὺ ἀφορὰ σ’ αὐτὸν ποὺ ὑπακούει, ὅπως ἤδη τονίστηκε.

ΙV. Ὑπακούοντας κανεὶς ὑπακούει ὡς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Τὸ πόσο θὰ ὑπακούσει κανένας, ἐξαρτᾶται βέβαια ἀπὸ τὴ διάθεσή του νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΘΕΛΟΥΝ ἀσφαλῶς περισσότερη ἀνάλυση καὶ μεγαλύτερη διασάφηση, ἀλλὰ βέβαια αὐτὸ δὲν εἶναι τῆς στιγμῆς αὐτῆς. Ἄλλωστε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἔχουν λεχθεῖ πολλὰ καὶ ἔχουν διαβαστεῖ ἐπίσης πολλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἤδη μοναχοὺς καὶ ἀπὸ τὸν κάθε ὑποψήφιο μοναχὸ ἢ μοναχή. Καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ἀκούσει καὶ θὰ διαβάσει πολλὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ μέλλον. Ἐκεῖνο πάντως ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἐτοῦτο. Ὁ μοναχὸς ποὺ ὡς τελική του ἐπιδίωξη ἔχει τὴ γνώση καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος, ὀφείλει νὰ δείχνει ὑπακοὴ σ’ αὐτὸν ποὺ τοῦ τὸ ἐκφράζει σὲ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Περιττὸ δὲ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ μοναχὸς ἢ ἡ μοναχὴ ἐπαναπαύεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πλήρως στὸ πρόσωπο, στὸ ὁποῖο ἐκδήλωσε τὴ διάθεσή του γιὰ ὑπακοή. Κανένας δὲν τὸν/τὴν ὑποχρέωσε νὰ κάνει τὴν ἐκλογὴ αὐτή. Ἂς μὴ λησμονεῖται δὲ τὸ γεγονός, ὅτι ἤδη δοκίμασε τὴ σχέση αὐτὴ κατὰ τὴν περίοδο τῆς δοκιμῆς, ὥστε νὰ μὴν προχωρήσει χωρὶς νὰ βεβαιωθεῖ πλήρως, ὅτι ἡ ἐκλογὴ ποὺ ἔγινε καὶ σωστὴ εἶναι καὶ ἐλεύθερη. Καὶ ἐπαναπαύεται ἐπὶ πλέον στὸ γεγονός, ὅτι «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμὴν» νὰ ὑπακούουν οἱ ἄλλοι σ’ αὐτόν, «ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. ε΄4) κάνει τὸ ἔργο αὐτό.

Η ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ εἶναι ἔτσι ὀργανωμένη, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ μιὰ συνεχῆ ὐπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ μιὰ ἀδιάλειπτη προσπάθεια ἀκολουθήσεως τοῦ Ἰησοῦ στὴν πράξη. Καὶ μιὰ γενικὴ πρακτικὴ ἔκφραση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν εἶναι ὁ συγκεκριμένος κανόνας ποὺ ρυθμίζει τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς δραστηριότητες τοῦ σώματος τοῦ Κοινοβίου, ἀλλὰ καὶ τὶς σχέσεις τοῦ κάθε ἐπὶ μέρους προσώπου πρὸς τὸ ὅλο αὐτὸ σῶμα καθὼς καὶ σὲ συγκεκριμένα καθήκοντα, ποὺ ἀφοροῦν στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο καθ’ἑαυτό.

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΛΟΙΠΟΝ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δὲν ὑπακούει σὲ κάποιες τυχαῖες καὶ αὐθαίρετες ἀρχές, ἀλλὰ σὲ ὁρισμένο κανόνα, ἐγκεκριμένον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐμπνευσμένον ἀπὸ τὴ αἰωνόβια πράξη καὶ ἐμπειρία τοῦ μοναχισμοῦ καὶ εὐθυγραμμισμένον μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὁ κανόνας αὐτὸς πρέπει νὰ μελετᾶται συνεχῶς ἀπὸ τὸ μοναχὸ καὶ νὰ ἀφομοιώνεται μέσα του, ἀφοῦ γι’ αὐτὸν ἀποτελεῖ τὴ συγκεκριμένη ρύθμιση μορφῆς τῆς ζωῆς ποὺ πρέπει νὰ ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς. Καὶ ἐγγύηση ἑπομένως γιὰ τὴ γνησιότητα καὶ ὀρθότητα τοῦ κανόνος αὐτοῦ ἀποτελεῖ ἡ συμφωνία μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ τὴν πατερικὴ διδαχή, ποὺ εἶναι καὶ ἡ σωστὴ ἑρμηνεία της.

Η ΥΠΑΚΟΗ ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ τὴ δυνατότητα ἐκφράσεως τῆς προσωπικῆς γνώμης καὶ κρίσεως τοῦ ὑπακούοντος, ἀλλὰ τὴν τελευταία λέξη τὴν ἔχει ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ ἂν αὐτό, ποὺ νομίζει ὁ ὑπακούων ὡς ὁρθό, εἶναι καταφανῶς ὀρθότερο ἀπὸ αὐτό, ποὺ τοῦ λέγεται, ὀφείλει νὰ ὑπακούσει. Καὶ ἂν τελικὰ ἀποδεχθεῖ, ὅτι ἔχει δίκαιο, πάλι ὀφείλει νὰ μένει στὴν ταπείνωση τῆς ὑπακοῆς, ἡ ὁποία καὶ θὰ διορθώσει τὸ μὴ ὀρθὸ τῆς ἐντολῆς. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι σημαντικότερη ἀπὸ τὸ ὑποκειμενικὰ ὀρθὸ ἢ τὸ μὴ ὀρθό, ἐκτὸς ἂν πρόκειται περὶ προφανοῦς ἁμαρτίας καὶ αἱρέσεως. Καὶ ἂς μὴν ξεχνοῦμε πώς, ὅταν καὶ αὐτός, ποὺ δίνει τὴν ἐντολὴ καὶ αὐτός, ποὺ ὑπακούει, τὸ κάνουν μὲ γνήσια διάθεση ἐκφράσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπακοῆς σ’ αὐτό, ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσει καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά, γιατὶ πάντοτε πίσω μας στέκει ὁ Θεός.


ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ τὰ ὁρίζει ὁ θάνατος.

Πρῶτο καὶ καλύτερο εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄8). Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἕνας θάνατος καὶ μιὰ ἀνάσταση. Θάνατος μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ χάριν Του καὶ συνανάσταση μαζί Του καὶ χάρις σὲ Αὐτόν. Αὐτὸ ἐκφράζει ἡ ρήση τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἔζησε ὅσο λίγοι αὐτὴ τὴν ὑπακοή: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β΄20). Καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ζώντας δηλαδὴ ὄχι μὲ τὸ δικό του θέλημα, ἀλλὰ νεκρώνοντάς το, μὲ ἄλλα λόγια, πεθαίνοντας πρὶν πεθάνει, μποροῦσε νὰ λέει: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. α΄ 21). Ἡ ὑπακοὴ γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ «συν-ἀποθνήσκειν» μὲ τὸν Χριστὸ καὶ «συνανίστασθαι» μαζί Του καὶ γι’ αὐτὸ καὶ συμμετοχὴ κατὰ χάριν καὶ συγκατάβαση ἄπειρη τοῦ Κυρίου στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ στὸ σημεῖο αὐτό;

Εἶναι ὠκεανὸς πραγματικὸς αὐτὰ ποὺ λέγονται σχετικῶς. Ἐδῶ θὰ περιορισθῶ σὲ μιὰ μικρή, ἐλάχιστη, δειγματοληψία, ἐπειδὴ βλέπω πὼς δὲν μᾶς παίρνει ὁ χρόνος γιὰ πολλὴ ἐπέκταση.

«ΥΠΑΚΟΗ ΠΡΩΤΟΝ ΕΝ ΠΑΣΑΙΣ ταῖς εἰσαγώγοις ἀρεταῖς ὑπάρχειν ἔγνωσται καλόν. Ἀθετεῖ γὰρ τέως τὴν οἴησιν, τίκτει δὲ ἡμῖν τὴν ταπεινοφροσύνην. Ὅθεν εἴσοδος καὶ θύρα φαίνεται τοῖς αὐτῆς ἀντεχομένοις ἡδέως τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης. Ταύτην ἀθετήσας Ἀδὰμ εἰς τὸν βύθιον ἀπωλέσθη τε τάρταρον. Ταύτης ἐρασθεὶς ὁ Κύριος τῷ τῆς οἰκονομίας λόγῳ ἄχρι σταυροῦ καὶ θανάτου ὑπήκουσε τῷ ἑαυτοῦ Πατρί. Καὶ ταῦτα ἐν οὐδενὶ ὣν ἧττων τῆς αὐτοῦ μεγαλωσύνης ἵνα, τὸ τῆς ἀνθρωπείας παρακοῆς ἔγκλημα, διὰ τῆς αὐτοῦ ἐκλύσας ὑπακοῆς εἰς τὴν μακαρίαν καὶ διαιωνίζουσαν τοὺς ἐν ὑπακοῇ ζήσαντας ἐπαναγάγῃ ζωὴν» (Διάδοχος Φωτικῆς).

Ἡ ὑπακοή, λέει ὁ ἅγιος Διάδοχος, θεωρεῖται πὼς εἶναι τὸ πρῶτο καλό, ἡ πρώτη εἰσαγωγικὴ ἀρετὴ στὴν πνευματικὴ ζωή, γιατὶ καταργεῖ τὴ μεγάλη ἰδέα, ποὺ ἔχει κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γεννάει τὴν ταπεινοφροσύνη μέσα μας. Καὶ γιὰ ‘κείνους ποὺ τὴν ἀποδέχονται καὶ τὴν κάνουν εὐχαρίστως κτῆμα τους ἀποτελεῖ εἴσοδο στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ ἀθέτησε τὴν ὑπακοή, γλίστρησε στὰ κατάβαθα τοῦ ἅδη. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἀγάπησε τὴν ὑπακοή, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὑπάκουσε στὸν οὐράνιο Πατέρα του μέχρι σταυροῦ καὶ θανάτου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, ἂν καὶ δὲν ἦταν σὲ τίποτε κατώτερος ἀπὸ τὴ θεία μεγαλωσύνη τοῦ Πατρός, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀνυπακοῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐπαναφέρει στὴ μακάρια καὶ αἰώνια ζωὴ αὐτοὺς ποὺ θὰ ζήσουν μὲ ὑπακοή.

Μὲ τὸν ἀποφθεγματικό του λόγο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κλίμακος προσδιορίζει τὴν ὑπακοὴ ὡς ἑξῆς:

«ΥΠΑΚΟΗ ΕΣΤΙΝ ΑΡΝΗΣΙΣ ψυχῆς οἰκείας παντελῆς διὰ σώματος ἐπιδεικνυμένη ἐναργῶς. Ἢ τάχα τὸ ἔμπαλιν, ὑπακοή ἐστι νέκρωσις μελῶν ἐν ζώσῃ διανοίᾳ. Ὑπακοή ἐστιν ἀνεξέταστος κίνησις, ἑκούσιος θάνατος, ἀπερίεργος ζωή, ἀμέριμνος κίνδυνος, ἀμελέτητος Θεοῦ ἀπολογία· ἀφοβία θανάτου, ἀκίνδυνος πλοῦς, ὑπνοῦσα ὁδοιπορία. Ὑπακοή ἐστι μνῆμα θελήσεως καὶ ἔγερσις ταπεινώσεως· οὐκ ἀντερεῖ ἢ διακρινεῖ νεκρὸς ἐν ἀγαθοῖς, ἢ τὸ δοκεῖν πονηροῖς. Ὁ γὰρ θανατώσας αὐτοῦ εὐσεβῶς τὴν ψυχήν, ὑπὲρ πάντων ἀπολογήσεται. Ὑπακοή ἐστιν ἀπόθεσις διακρίσεως ἐν πλούτῳ διακρίσεως. Ἀρχὴ μὲν νεκρώσεως, καὶ μέλους σώματος, καὶ ψυχῆς θελήματος, πόνος μεσότης δέ, ποτὲ μὲν πόνος, ποτὲ δὲ ἀπονία· τέλος δέ, ἀκινησία λοιπὸν καὶ ἀναισθησία πόνου· τότε πονῶν ὁρᾶται μόνον καὶ ἀλγυνόμενος ὁ ζῶν νεκρὸς οὗτος ὁ μακαρίτης, ὁπόταν ἑαυτὸν ἴδῃ τὸ οἰκεῖον ποιοῦντα θέλημα, δεδοικὼς τὸ βάρος τοῦ ἰδίου κρίματος».

ΥΠΑΚΟΗ, λέει, εἶναι ἡ τέλεια ἄρνηση τοῦ φυσικοῦ θελήματος τῆς ψυχῆς ποὺ φανερώνεται καθαρὰ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ σώματος. Ἤ, ἀντίθετα, ὑπακοὴ εἶναι νέκρωση τῶν μελῶν τοῦ σώματος μὲ ζωντανὸν τὸν νοῦ. Ὑπακοὴ εἶναι: κίνηση καὶ ἐνέργεια χωρὶς ἐξέταση· θεληματικὸς θάνατος· ζωὴ χωρὶς περιέργεια· ἔλλειψη μέριμνας γιὰ τυχὸν σωματικὸν ἢ ἄλλον κίνδυνο· ἀπολογία μπρὸς στὸ Θεὸ χωρὶς προηγούμενη φροντίδα γιὰ τὸ τὶ θὰ τοῦ πεῖ ὁ ἀπολογούμενος· ἀφοβία θανάτου, ἀκίνδυνος πλοῦς εἴτε πλοῦς στὴ θάλασσα τοῦ βίου εἶναι ἤρεμη καὶ ἄκοπη πορεία στὸ δρόμο τῆς ζωῆς.

Ὑπακοὴ εἶναι μνῆμα τοῦ φυσικοῦ θελήματος καὶ ἀντίθετα ἀνάσταση τῆς ταπεινώσεως. Ὁ νεκρὸς δὲν θὰ προβάλλει ποτὲ ἀντιρρήσεις οὔτε θὰ προβεῖ σὲ διάκριση ἀνάμεσα στὰ καλὰ ἢ στὰ θεωρούμενα κακά. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ θεάρεστα νέκρωσε τὸ θέλημά του, δηλαδὴ ὁ πνευματικός του χειραγωγός, ὁ γέροντάς του, αὐτὸς θὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ ὅλα ὅσα τὸν ἀφοροῦν. Ὑπακοὴ εἶναι ἀκόμη ἡ ἐναπόθεση τῆς προσωπικῆς διακρίσεως τοῦ χειραγωγοῦ του. Ὅταν ἀρχίζει ἡ νέκρωση κάποιου μέλους τοῦ σώματος ἢ τοῦ φυσικοῦ θελήματος τῆς ψυχῆς, προκαλεῖται πόνος. Στὰ μέσα τῆς πνευματικῆς ζωῆς δημιουργεῖται ἄλλοτε πόνος καὶ ἄλλοτε ἔλλειψη πόνου. Στὸ τελικὸ στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς δημιουργεῖται ἀκινησία καὶ ἀναισθησία ὡς πρὸς τὸν πόνο. Καὶ τότε μόνο βλέπει κανένας τὸν ὑπάκουο νὰ πονάει καὶ νὰ ὑποφέρει, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ὑπάκουος βλέπει νὰ κάνει τὸ δικό του θέλημα, γιατὶ φοβᾶται τὸ βάρος τῆς εὐθύνης γιὰ τὸ δικό του φταίξιμο.


Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

Ο ΚΑΘΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΦΕΙΛΕΙ, ἂν θέλει νὰ εἶναι συνεπὴς στὴ χάρη τοῦ θείου Βαπτίσματος ποὺ ἔλαβε, νὰ ἀνυψώσει τὴν καρδιά του πάνω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὶς σωματικὲς ἡδονὲς καὶ πάνω ἀπὸ τὸ ἐγώ του. Πολὺ περισσότερο βέβαια τὸ ἴδιο ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκει καὶ ὁ μοναχός. Ἡ ὑπόσχεση ἀποδοχῆς τῶν μοναχικῶν ἀρχῶν ἀποτελεῖ θεμελιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τῆς προσδίδει ἰδιαίτερη θέση στὴν Ἐκκλησία. Ὁ μοναχὸς θέλει νὰ προσφέρει στὸ Θεὸ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του ὡς «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν του» (Ῥωμ. ιβ΄ 1). Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ τὴν πραγματοποιήσει μονομιᾶς ὅπως οἱ μάρτυρες. Τὴν πραγματοποιεῖ λίγο λίγο. Καὶ ἡ πορεία του πρὸς τὴν πραγμάτωση τῆς αὐτοπροσφορᾶς αὐτῆς εἶναι ἀνεπίστροφη. Μέσῳ τῆς ὑποσχέσεώς του αὐτῆς ὁ μοναχὸς δένει τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ ἐνισχύσει τὴν ἀδυναμία του, γιὰ νὰ μὴν πάθει ὅ,τι ἔπαθε ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ. «Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετός ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. θ΄62).

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΜΩΣ δεμένος μὲ μιὰ ὑπόσχεση τέτοια ὁ ὑποψήφιος μοναχός; Δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει γνώμη, ἀπόψεις, διαθέσεις, μάλιστα ἂν ἀνακαλύψει πὼς ἔκανε λάθος ἐπιλογή; Θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ αὐτὴ ἡ θέση, ἂν τὸν ἔκαναν ἀμέσως μοναχό. Δὲν τὸν κάνουν ὅμως. Ἀντίθετα τὸν ἀφήνουν ἐπὶ ἀρκετὸν καιρό, συνήθως τρία ἢ καὶ περισσότερα χρόνια, γιὰ νὰ δοκιμάσει τόσο τὸν ἑαυτό του, ὅσο καὶ νὰ γνωρίσει πέρα γιὰ πέρα τὸ περιβάλλον, στὸ ὁποῖο ἐνδεχομένως θὰ ἐνταχθεῖ. Ἑπομένως δὲν καλεῖται νὰ δεχθεῖ κάτι, ποὺ δὲν τὸ ξέρει καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν τοῦ τονίστηκε μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ σοβαρότητα, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα δύσκολο δρόμο καὶ μιὰ ἀσυνήθιστη μορφὴ ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἑπομένως πρόκειται γιὰ ἐκλογὴ καὶ ἀπόφαση πολὺ σοβαρή, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ληφθεῖ μὲ βιασύνη καὶ ἐπιπολαιότητα. Προτοῦ λοιπὸν νὰ παρθεῖ ἡ τελικὴ ἀπόφαση, προηγεῖται συνεχῶς πολλὴ προσευχή, συνεργασία μὲ τὸ ἁρμόδιο πρόσωπο, αὐτοδοκιμασία σὲ ὧρες ξηρασίας πνευματικῆς, ἀμφιβολιῶν, ζάλης, ὁλιγοπιστίας, ἀκηδίας, ὀλιγοψυχίας καὶ ἄλλων συναφῶν καταστάσεων. Σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀνακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν πραγματική του πνευματικὴ κατάσταση, ἀλλὰ ἐφόσον ἔχει γνήσια διάθεση, διαπιστώνει τὴ θαυμαστὴ ὑποστήριξη ἐκ μέρους τῆς θείας χάριτος, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀγάπης τῶν ἁρμοδίων ὑπευθύνων προσώπων (προεστῶτος ἢ προεστώσης).

ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ τὴν ἱερὴ ὑπόσχεση ἔπειτα ἀπὸ ὥριμη σκέψη καὶ προεργασία, μπαίνει πιὰ στὸ «ἱερὸν ἐπάγγελμα». Ἡ λέξη δὲ «ἐπάγγελμα» σημαίνει ὑπόσχεση. Καὶ θὰ τοῦ θυμίζει κάθε φορά, ποὺ θὰ τὴν ἀκούει ἢ θὰ τὴ διαβάζει στὰ ἱερὰ κείμενα, τὴν ἱερὴ ὑπόσχεση, ποὺ ἔδωσε μπρὸς στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους του, ὅταν ντυνόταν τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Παίρνοντάς το ὅμως δὲ σημαίνει πὼς τώρα τελείωσαν ὅλα. Ἀντίθετα θὰ διαπιστώνει πὼς μὲ τὴν ὑπόσχεση δὲν ὁλοκληρώνεται ἡ μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ τερματίζεται ἕνα προστάδιό της καὶ διανοίγεται μπροστά του τὸ κυρίως στάδιό της. Νέες ἀπόψεις, νέες θέσεις, νέες ἐμπειρίες, νέες κατακτήσεις, νέα πορεία πρὸς τὴν ὡριμότητα θὰ δοκιμάζει καὶ νέες ἀξιώσεις καὶ ἀπαιτήσεις γιὰ τὴν πραγμάτωση καὶ τελείωση τῆς ἀφιερωμένης ζωῆς θὰ προβάλλουν καὶ γι’ αὐτὸ καὶ νέες προκλήσεις καὶ προσκλήσεις γιὰ ὁλόψυχη σ’ αὐτὲς ἀνταπόκριση. Ὅλη του ἡ ζωὴ θὰ ἀποτελεῖ ἕνα συνεχὲς ναί, μιὰ συνεχῆ κατάφαση, μιὰ ἐπαναλαμβανόμενη καθιέρωση στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἐν ἁγιασμῷ καὶ καθαρότητα σαρκὸς καὶ πνεύματος.

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΑΥΤΟΝ θὰ ἀποτελῆ ὁ μοναχὸς/μοναχὴ ἕνα ζωντανὸ μήνυμα στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τὸν/τὴν πλησιάζουν, καὶ μάλιστα τόσο ἠχηρότερο καὶ εὐγλωττότερο, ὅσο σιωπηλότερο θὰ εἶναι. Καὶ τὸ μήνυμά του θὰ εἶναι αὐτό, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ διάπυρη καὶ ὁλοκάρδια εὐχὴ καὶ τοῦ ὁμιλοῦντος πρὸς τὴν ὑποψήφια μοναχή:

Ζῶ, πρέπει νὰ ζῶ, ἐν Θεῷ, διὰ Θεοῦ, διὰ Θεόν.

Ζῶ, πρέπει νὰ ζῶ, ἐν Χριστῷ, διὰ Χριστοῦ, διὰ Χριστόν.

Ζῶ, πρέπει νὰ ζῶ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, διὰ Πνεύματος Ἁγίου, διὰ Πνεῦμα Ἅγιον.

Ζῶ ἑπομένως, πρέπει νὰ ζῶ, ἐν τῷ Τριαδικῷ Θεῷ, διὰ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, διὰ τὸν Τριαδικὸν Θεὸν ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.

Αὐτῷ ἡ δόξα ἡ τιμὴ καὶ ἡ ὁλοκάρδιος προσκύνησις. Ἀμήν!






Πηγή: http://www.imaik.gr/

Τὸ ἐσφαγμένον ἀρνίον

$
0
0
Νέλλας Παναγιώτης

Ἡ Θ. Λειτουργία ἀναπαριστᾶ, δηλαδὴ κάνει ἀληθινὰ καὶ πραγματικά, ἐκ νέου παροῦσα καὶ ἐνεργητικὴ ἀνάμεσά μας, τὴ θυσία, τὸ σταυρό, τὸ θάνατο, τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.


 Ἀκριβέστερα, μέσα στὴν ἄλλη ἀντίληψη καὶ ὀργάνωση τοῦ χρόνου ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία στὸ λειτουργικὸ χρόνο μᾶς ἐξάγει ἀπὸ τὸν καθημερινὸ χρόνο τῆς διαρκοῦς ἀνακύκλησης, τὸν χρόνο τὸν κομματιασμένο σὲ παρελθόν, παρὸν καί μέλλον καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸν χρόνο ἐκεῖνο, τὸν σταθερὸ καὶ μόνιμο ὅπου ὅλα τὰ γεγονότα, παρελθόντα καὶ μέλλοντα, εἶναι διαρκῶς παρόντα. Ἔτσι μᾶς κάνει ἐμᾶς σήμερα νὰ γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν ὑστεροῦμε σὲ τίποτε, ὅταν μετέχουμε στὴ Θ. Εὐχαριστία, ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπαριστᾶ τὰ Πάθη, τὸν Σταυρό, τὴν Ταφὴ τοῦ Κυρίου. Πηγαίνοντας ἔτσι στὸν Ἐπιτάφιο, πηγαίνουμε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σὲ μία κηδεία. Πηγαίνουμε στὴν κηδεία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἐσφαγμένου ἀρνίου». Τὸ «ἐσφαγμένον ἀρνίον» εἶναι ὁ ποιμήν. Αὐτὸ δείχνει τὴν πραγματικὴ ἀγάπη. Ὅποιος ἀγαπάει δὲν συμβουλεύει ἁπλά, δὲν διορθώνει, δὲν τιμωρεῖ, παίρνει ἐπάνω του τὰ λάθη τοῦ ἀγαπημένου του. Ἡ ἀγάπη εἶναι συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, ἔξοδος ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, θυσία.

Ἡ δεύτερη διάσταση εἶναι ὅτι ὁ Νυμφίος Χριστὸς τελεῖ τοὺς γάμους Του μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὡς «ἀρνίον ἐσφαγμένον». Γάμος εἶναι ἡ θυσία. Ἡ θυσία ὄχι τῶν ἄλλων ἀλλὰ ἡ δική Του. Ἡ νυμφικὴ παστὰς τοῦ Χρίστου εἶναι ὁ Σταυρός Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ μία πολὺ ἐκφραστικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δείξει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἦταν, λέει, ἡ ἀνθρωπότητα μεμνηστευμένη μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Παράδεισο. Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ δεχθεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στοὺς γάμους μὲ τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸν Χριστό. Ἐξεπόρνευσε, κυλίστηκε στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὁ Χριστός, σὰν μανικὸς ἐραστὴς τῆς ἀνθρωπότητας, ἔψαξε νὰ τὴ βρεῖ, τὴ ζήτησε, ἔφθασε στὸ καταγώγιο ποὺ βρισκόταν καὶ ὅταν παρουσιάστηκε μπροστά της δὲν παρουσιάστηκε σὰν Θεός, δυνατός, ἀλλὰ σὰν ἁπλὸς κοινὸς ἄνθρωπος. Γιὰ νὰ μὴν τρομάξει ὅταν τὸν δεῖ ἤ γιὰ νὰ μὴν ντραπεῖ. Καὶ δὲν τῆς ζήτησε τὸ λόγο, τί ἔκανες, γιατί ἔφυγες ἤ πῶς κατάντησες ἔτσι, ἀλλὰ ἁπλὰ τὴν πῆρε, τὴν καθάρισε, τὴν ξαναομόρφηνε, τὴν ξαναστόλισε καὶ γιὰ νὰ μὴ τοῦ φύγει πάλι τὴν ἔκανε σάρκα Του, σῶμα Του. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σῶμα τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἕνας ἄλλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας χρησιμοποιεῖ μία ἐξ ἴσου ἐκφραστικὴ εἰκόνα. Ὁ Θεός, λέει, δημιούργησε ὅλο αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες σύμπαν, τ’ ἀστέρια καὶ τοὺς γαλαξίες, ὅλη αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ φόρεσε σὰν στολίδι, ὅπως οἱ θερμοὶ τῶν ἐραστῶν στολίζονται γιὰ νὰ συγκινήσουν τοὺς ἀγαπημένους τους. Ἀλλὰ ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν συγκινήθηκαν καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ ἔφυγαν μακριά του, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Τοὺς πλησίασε πιὰ σὰν ἄνθρωπος. Καὶ τοὺς γιάτρεψε ὅταν ἦταν ἄρρωστοι, τοὺς τάϊσε ὅταν ἦταν πεινασμένοι, τοὺς εὐεργέτησε μὲ κάθε τρόπο μήπως καὶ τοὺς συγκινήσει. Ἀλλὰ καὶ ὅταν πάλι δὲν συγκινήθηκαν, ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε πάνω στὸν Σταυρό, ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατάντια ποὺ ἤτανε μὲ τὰ αἵματα νὰ τρέχουνε ἀπὸ τὰ χέρια, ἀπὸ τὸ μέτωπο, μὲ σφαγμένη τὴν καρδιά, στέκεται ἐκεῖ μήπως καὶ τὸν λυπηθοῦν καὶ τὸν ἀγαπήσουν. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Καὶ αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν τρίτη διάσταση, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε στὴ γῆ καὶ ἔζησε ὅπως ζοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, δούλεψε, κουράστηκε, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς δικούς του, βρέθηκε μέσα στὴ μοναξιά, στὴν ἔσχατη ἀπελπισία, στὴν προδοσία, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτα, καμμιὰ συνθήκη δική μας, κανένας πόνος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔχει περάσει. Καὶ «ἐπὶ γῆς κατῆλθε ἵνα σώσῃ Ἀδὰμ καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκώς», ὅπως ψέλνουμε σήμερα στὴν Ἐκκλησία, «μέχρις Ἅδου κατελήλυθε ζητῶν». Καὶ κατέβηκε στὸν Ἅδη. Καὶ παραμένει ὡς «ἐσφαγμένον ἀρνίον» εἰς τοὺς αἰῶνες.






Πηγή: http://www.imaik.gr/

Πέντε ψυχικές παθήσεις με κοινούς γενετικούς παράγοντες

$
0
0
Η σχιζοφρένεια, η διπολική διαταραχή (πρώην μανιοκατάθλιψη), η σοβαρή κατάθλιψη και, σε μικρότερο βαθμό, ο αυτισμός και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) έχουν κοινούς γενετικούς παράγοντες κινδύνου, όπως επιβεβαίωσε για πρώτη φορά μια μεγάλη διεθνής επιστημονική έρευνα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη γενετική μελέτη των ψυχιατρικών παθήσεων που έχει γίνει μέχρι σήμερα.
 

Η μεγαλύτερη γενετική «επικάλυψη» είναι μεταξύ σχιζοφρένειας και διπολικής διαταραχής (15%), σε μικρότερο βαθμό είναι μεταξύ διπολικής διαταραχής και σοβαρής κατάθλιψης (10%), όπως επίσης μεταξύ ΔΕΠΥ και κατάθλιψης (9%), ενώ σε μικρότερο βαθμό υπάρχει κοινό γενετικό έδαφος μεταξύ σχιζοφρένειας και αυτισμού (περίπου 3%).

Συνολικά, οι -λιγότερο ή περισσότερο- κοινοί γενετικοί παράγοντες εκτιμάται ότι αποτελούν το 17% έως 28% του κινδύνου για την εμφάνιση μιας από τις ανωτέρω παθήσεις.

Οι ερευνητές της Κοινοπραξίας Ψυχιατρικής Γενωμικής, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής «Nature Genetics», τόνισαν ότι η νέα μελέτη δίνει «την σαφέστερη εικόνα μέχρι σήμερα για τον βαθμό γενετικής ομοιότητας ανάμεσα στις βασικές ψυχιατρικές διαταραχές».

Μέχρι σήμερα οι ψυχίατροι δεν έχουν κατανοήσει πλήρως τις ρίζες των ψυχικών ασθενειών, με αποτέλεσμα εδώ και περίπου 125 χρόνια να στηρίζουν τις διαγνώσεις τους κυρίως στην υποκειμενική παρατήρηση των συμπτωμάτων των ασθενών. Οι επιστήμονες εξέφρασαν την ελπίδα ότι τα νέα γενετικά ευρήματα θα διευκολύνουν να δημιουργηθεί πλέον ένα διαγνωστικό σύστημα που θα βασίζεται σε πιο αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια, δίνοντας έμφαση στα βιολογικά θεμέλια των παθήσεων.

Πάντως, μετά και τη νέα έρευνα, παραμένουν ακόμα σημαντικά κενά γνώσεων. Για παράδειγμα, το κοινό με άλλες παθήσεις γενετικό υπόβαθρο εκτιμάται ότι εξηγεί το 23% των αιτιών της σχιζοφρένειας, όμως άλλες έρευνες για την κληρονομικότητα της σχιζοφρένειας σε διδύμους και ολόκληρες οικογένειες, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι συνολικά ο κληρονομικός- γενετικός παράγων μπορεί να εξηγήσει το 81% της σχιζοφρένειας.

Τα αντίστοιχα ποσοστά εκτιμώμενης κληρονομικότητας για τις άλλες παθήσεις είναι 75% για τη διπολική διαταραχή και για τη ΔΕΠΥ, 80% για τον αυτισμό και 37% για τη σοβαρή κατάθλιψη. Όμως, οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα καταφέρει να εντοπίσουν συγκεκριμένα γονίδια που θα εξηγούσαν στο σύνολό της αυτή την κληρονομικότητα, στην οποία θα πρέπει να προστεθούν και οι μη γενετικοί, δηλαδή οι κάθε είδους περιβαλλοντικοί, παράγοντες κινδύνου.

Είχε προηγηθεί, νωρίτερα φέτος, η δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Lancet» μιας γενετικής ψυχιατρικής έρευνας, που είχε εντοπίσει μια σειρά από μικρές γονιδιακές παραλλαγές που μπορούν να συμβούν στην παιδική ή ώριμη ηλικία και οι οποίες σχετίζονται με μια γκάμα ψυχιατρικών διαταραχών.

Η διεθνής Κοινοπραξία Ψυχιατρικής Γενωμικής, που υποστηρίζεται ιδιαίτερα από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ, αποτελείται από 300 επιστήμονες από 80 ερευνητικά κέντρα σε 20 χώρες.

Η κοινοπραξία, που άρχισε το έργο της το 2007 και μέχρι σήμερα έχει συλλέξει γενετικά στοιχεία από 19 χώρες, προτίθεται να συνεχίσει την έρευνά της αναζητώντας κοινούς γενετικούς παράγοντες κινδύνου και σε άλλες διαταραχές, όπως διατροφής, εθισμού, ψυχαναγκασμού κ.α.






Πηγή: http://www.kathimerini.gr/
Viewing all 8981 articles
Browse latest View live