Quantcast
Channel: ΟΣΙΑ ΕΥΧΗ
Viewing all 8981 articles
Browse latest View live

Με τσαμπουκά έναντι της τρόικα και έξοδος στις αγορές το 2014

$
0
0
Γράφει ο Μάρκος Αυρήλιος

«Και τώρα η τρόικα». Η φράση αυτή θα μπορούσε να αποτελεί την κεντρική ιδέα στο Μέγαρο Μαξίμου για το επόμενο διάστημα, καθώς η έλευση των εκπροσώπων των πιστωτών, ανεβάζει και πάλι το πολιτικό θερμόμετρο.


Η ελληνική κυβέρνηση, εμφανίζεται όμως στην παρούσα φάση εντελώς αλλαγμένη και αρκετά πιο σίγουρη για τον εαυτό της. Ο βαθμός αυτοπεποίθησής της αυξήθηκε, μετά την επίσκεψη του Αντώνη Σαμαρά στις ΗΠΑ και την συνάντησή του με τον Μπαράκ Ομπάμα.

Πλέον, η Αθήνα, ευελπιστώντας ότι θα έχει και την στήριξη των ΗΠΑ, θα προετοιμαστεί πολύ καλύτερα για τη διαπραγμάτευση με την τρόικα, η οποία θα κορυφωθεί επί της ουσίας, μετά τις Γερμανικές εκλογές, στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Το πιο βασικό όμως που αποκαλύπτει σήμερα το Antinews, είναι ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες του οβάλ γραφείου στο Λευκό Οίκο, συζητήθηκε η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές το 2014.

Η ελληνική κυβέρνηση, με το όπλο του πρωτογενούς πλεονάσματος, εάν επιτευχθεί στο τέλος του έτους, θα επιδιώξει να βγει στις αγορές για να δανειστεί.

Το 2014 τελειώνει η διάρκεια του μνημονίου και ο Αντ. Σαμαράς θέλει να βγει δυναμικά η χώρα στις αγορές να βρει χρήματα, χωρίς όμως να έχει και πάλι ανάγκη ένα δανεισμό από την τρόικα με δυσμενείς όρους.

Η Αθήνα θέλει να αποφύγει όλη αυτή τη βασανιστική και εξευτελιστική εν πολλοίς διαδικασία που βίωσε το πολιτικό σύστημα και η ίδια η ελληνική κοινωνία με τα συνεχή μέτρα και τους εκβιασμούς των τροικανών και θα επιζητήσει να βρει μόνης της λύση στις αγορές.

Αυτό όμως για να έχει αίσιο τέλος, θα πρέπει να υπάρχει η στήριξη από μια μεγάλη χώρα. Αυτό το σύμμαχο τον βρήκε ο Αντ. Σαμαράς στο πλευρό του Ομπάμα, ο οποίος ήταν θετικός να συμβάλλουν οι ΗΠΑ στην προσπάθεια της Ελλάδας να βγει στις αγορές και να βρει τα απαραίτητα χρήματα.

Αυτό βέβαια δεν θα γίνει με το αζημίωτο, καθώς συνδέεται άμεσα με την ενίσχυση της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας και της παραχώρησης ζωτικού πεδίου στο εγχώριο πεδίο, ενώ κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει τι συζητήθηκε για τα εθνικά θέματα. Αυτό μένει να αποτυπωθεί σε μελλοντική φάση, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εθνικά θέματα, με πρώτο το Κυπριακό και σε δεύτερη φάση, έως τον Δεκέμβριο, με το Σκοπιανό.

Όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά πλέον για την Ελλάδα με τον Πρωθυπουργό να υπολογίζει στην ενεργή στήριξη του Αμερικανού Προέδρου, εν αντιθέσει με πριν ένα χρόνο, οπότε και επιζητούσε την εύνοια του Βερολίνου.

Η αδιέξοδη οικονομική πολιτική που ακολουθείται εξουδετέρωσε κοινωνικές τάξεις που στήριζαν το αστικό σύστημα και για να αποφευχθούν τα χειρότερα, όπως π.χ. πολιτική αποσταθεροποίηση, επιλέγεται μια άλλη οδός.

Η ελληνική κυβέρνηση πλέον μετατοπίζει το βάρος στην αναμέτρηση που θα έχει με την τρόικα και ελπίζει στην βοήθεια των ΗΠΑ, κυρίως στο ΔΝΤ, όπου και έχει το «πάνω χέρι».

Ο Ομπάμα, συμφώνησε με τον Σαμαρά στο Λευκό Οίκο να υπάρχει ανοικτή γραμμή Ουάσιγκτον και Αθήνας, ώστε να υπάρξει η κατάλληλη βοήθεια.

Γι’ αυτό και ορίστηκε υπεύθυνος ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λιού, που έχει συγκρουστεί παλαιότερα με τον εμπνευστή της προτεσταντικής λιτότητας, τον Γερμανό ομόλογό του, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, να αναλάβει να χειριστεί το ελληνικό ζήτημα.

Επίσης, σημαντικό στοιχείο στην όλη διαδικασία διαπραγμάτευσης, είναι οι προσωπικές επαφές και επικοινωνίες που θα έχει σε ανώτατο επίπεδο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.

Ο Αντ. Σαμαράς θα βρεθεί και πάλι στις ΗΠΑ στα τέλη του προσεχούς Σεπτεμβρίου, οπότε και θα μεταβεί, σύμφωνα με τον έως σήμερα σχεδιασμό, στο άντρο του ΔΝΤ, για να συναντηθεί και με την Κριστίν Λαγκάρντ.

Ο Πρωθυπουργός, λίγο μετά τις γερμανικές εκλογές, θα βρεθεί στις ΗΠΑ, για την ετήσια γενική συνέλευση του ΟΗΕ, και θα συνομιλήσει με την γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, που υποστηρίζει μια νέα απομείωση του ελληνικού χρέους, εξέλιξη που θα επιτρέψει και τη συνέχιση της συμμετοχής του στη χρηματοδότηση της Ελλάδας.





Πηγή: http://www.antinews.gr/

Αυτή είναι η ελληνίδα αγαπημένη του Ομπάμα!

$
0
0
Αν και μόλις 35 ετών, θεωρείται ένα από τα ανερχόμενα αστέρια της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, ενώ φρόντισε να ξαφνιάσει και τον πρωθυπουργό, όταν του μίλησε ανακοινώνοντάς του «είμαι και εγώ από τη Μεσσηνία».
 

Στις ΗΠΑ, όπως αναφέρει το «Εθνος της Κυριακής» θεωρούν την Τζένιφερ Ψάκη ένα από τα αγαπημένα παιδιά του Μπαράκ Ομπάμα, ενώ η ίδια μετράει 13 χρόνια στον πολιτικό στίβο και συνεργασίες με μερικούς δύσκολους ανθρώπους.

Πρόσφατα δήλωσε, ως εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, ότι « Το επίθετό μου είναι ελληνικό και είμαι ιδιαίτερα ενθουσιασμένη», αναφερόμενη στην επικείμενη επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ.

Στην παρούσα φάση εργάζεται στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αποτελεί το «δεξί χέρι» του Τζον Κέρι, ενώ τα δημοσιεύματα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τη θέλουν να έχει βάλει πλώρη για εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου.

Σύμφωνα με την εφημερίδα, η Ψάκη, κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Αντώνη Σαμαρά με τον Τζον Κέρι, φέρεται να προσέγγισε τον Ελληνα πρωθυπουργό και σε μια εγκάρδια συνομιλία του εκμυστηρεύθηκε πως έχει καταγωγή από τη Μεσσηνία.

Κόρη Ρεπουμπλικάνου κτηματομεσίτη (του Τζέιμς - Τζιμ Ψάκη) και μιας Δημοκρατικής ψυχοθεραπεύτριας της Αϊλίν Μέντβεϊ), η Τζένιφερ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κονέκτικατ στις βορειοανατολικές ΗΠΑ.

Οσο ήταν ακόμη στο σχολείο, το όνειρό της ήταν να ακολουθήσει καριέρα κολυμβήτριας. Ωστόσο, στην πορεία το εν λόγω όνειρο εγκαταλείφθηκε για χάρη της πολιτικής.

Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της το 2001 στην προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών στην Αϊόβα και το 2004 πήρε τη θέση της αναπληρώτριας επικεφαλής στα γραφεία Τύπου στην εκστρατεία του Τζον Κέρι.

Κατά την πρώτη εκλογική μάχη του Μπαράκ Ομπάμ, το 2008, η Τζένιφερ συνόδευε τον μετέπειτα πρόεδρο των ΗΠΑ σε όλα τα ταξίδια ως επικεφαλής του γραφείου Τύπου και μετά την εκλογή του τον ακολούθησε στον Λευκό Οίκο.

Το 2012 με αφορμή τις προεδρικές εκλογές επέστρεψε ως επικεφαλής του γραφείου Τύπου στο επιτελείο του Μπάρακ Ομπάμα. Τον Φεβρουάριο του 2013 ανέλαβε εκπρόσωπος Τύπου στο υπουργείο Εξωτερικών.






Πηγή: http://www.briefingnews.gr/

Ελβετία: Καθορίζουν «απαγορευμένες ζώνες» για μετανάστες

$
0
0
Στην Ελβετία ορισμένες τοπικές Αρχές απαγορεύουν σε όσους έχουν ζητήσει άσυλο και η αίτησή τους ακόμη εκκρεμεί, να επισκέπτονται δημόσιους χώρους όπως πάρκα, προαύλια σχολείων και δημόσιες βιβλιοθήκες. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατήγγειλαν την απαγόρευση ως απαράδεκτη και ρατσιστική.
 

Στην πόλη Μπρεγκμάρτεν, έξω από τη Ζυρίχη, όπου πρόσφατα άνοιξε ένα νέο κέντρο υποδοχής ατόμων που ζητούν άσυλο, δεν επιτρέπεται πλέον στους αιτούντες να «χαζεύουν» σε παιδικές χαρές, σχολεία, δημόσιες πισίνες, ακόμα και εκκλησίες. Έχουν καταρτιστεί 32 «ζώνες αποκλεισμού». Ο Ρέιμοντ Τέλενμπαχ, δήμαρχος της πόλης, δήλωσε: «Έχουμε αποφασίσει για λόγους ασφαλείας να μην επιτρέπουμε σε μετανάστες να έχουν πρόσβαση στις περιοχές αυτές προκειμένου να προλάβουμε πιθανές συγκρούσεις, και να προστατεύσουμε την κοινωνία μας από τη χρήση ναρκωτικών».

Ωστόσο εκπρόσωπος της μη κυβερνητικής οργάνωσης για τους πρόσφυγες Αλληλεγγύη Χωρίς Σύνορα (Solidarite Sans Frontiers), στην Ελβετία, έκρινε αυτό το μέτρο «απαράδεκτο και απάνθρωπο» και ζήτησε την άμεση ανάκλησή του. «Οι κάθε είδους Αρχές έχουν το καθήκον να δημιουργήσουν ένα κλίμα ανεκτικότητας προς όλους», τονίζει η οργάνωση στην καταγγελία της. Παρ' όλα αυτά, ο δήμαρχος της γειτονικής πόλης του Μέντσινγκεν, Ρόμαν Στάουμπ, φαίνεται πως δεν ενστερνίζεται την άποψη της ΜΚΟ περί «κατάφωρης διάκρισης». «Πρόκειται για μία πολύ "δύσκολη" περιοχή, καθώς εδώ οι πρόσφυγες μπορούν να συναντήσουν μαθητές, νεαρά αγόρια και κορίτσια», είπε.

Η Ελβετία φιλοξενεί περίπου τον διπλάσιο αριθμό αιτούντων άσυλο ανά κεφαλήν των υπηκόων της απ' ό,τι οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα γειτονική σε αυτήν. Αυτήν τη στιγμή περίπου 48.000 πρόσφυγες έχουν ζητήσει άσυλο στην Ελβετία και περιμένουν απάντηση στο αίτημά τους.

Τον περασμένο Ιούνιο οι Ελβετοί υπερψήφισαν σε δημοψήφισμα την αύξηση των περιοριστικών μέτρων απέναντι στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Όσοι ζητούν άσυλο θα πρέπει να κινηθούν μέσω της πρεσβείας της χώρας προέλευσής τους στην Ελβετία, γεγονός που υψώνει σοβαρότατα εμπόδια, ιδίως σε πολιτικούς πρόσφυγες, οι οποίοι φυσικά δεν μπορούν να ελπίζουν στην υποστήριξη των δικτατορικών καθεστώτων εναντίον των οποίων οι ίδιοι αγωνίζονται. Επιπλέον, στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε απομακρυσμένα από τις μεγάλες πόλεις χωριά των Άλπεων έχουν μετατραπεί σε κέντρα υποδοχής προσφύγων, απ' όπου οι μετανάστες χωρίς χαρτιά απαγορεύεται να φεύγουν μετά το πέρας της 5ης μεσημβρινής.






Πηγή: http://www.sigmalive.com/simerini

Κρίσιμες ανακατατάξεις

$
0
0
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ

Το Ισλάμ δεν εκφράζεται με μια ενιαία φωνή, αλλά με πολλές και αντιτιθέμενες.
Πιθανή επικράτηση του στρατεύματος στην αιγυπτιακή κρίση θα βοηθούσε ιδιαιτέρως στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη συνεργασία Ελλάδας και Κύπρου με το Κάιρο, σε ό,τι αφορά ιδιαιτέρως τα θέματα της ΑΟΖ


Η Αίγυπτος βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, καθώς η ηγεσία της και εν προκειμένω το στράτευμα με το πολιτικό προσωπικό, που εκπροσωπεί την κοσμική διάσταση του πολιτικού συστήματος της χώρας, δοκιμάζουν τα όρια της ικανότητας του στρατεύματος και των κοσμικών πολιτικών δυνάμεων να επιβληθούν στο ξεσηκωμένο, επαναστατημένο, μαζικό, ισλαμικό κίνημα.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως για πρώτη φορά το στράτευμα, που μέχρι τώρα διατηρούσε μια ισχύ και ένα ρόλο συνεκτικού ιστού του συστήματος, που ήταν ο πιο νομιμοποιημένος και ιστορικά δικαιωμένος τα τελευταία εξήντα χρόνια παράγοντας της χώρας, δεν κατάφερε να επιβληθεί στο ισλαμικό μουσουλμανικό στοιχείο και κυρίως στους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Από την άλλη, είναι επίσης εντυπωσιακή η επιρροή που εξακολουθούν να διατηρούν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, παρά τη φθορά που υπέστησαν από την αποτυχημένη διακυβέρνηση Μόρσι.


Το καλό σενάριο

Τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα ως προς την έκβαση της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης μεταξύ στρατεύματος και ισλαμιστών, γιατί αν δεν καταφέρει το στράτευμα να επιβάλει την τάξη με την ισχύ των όπλων που διαθέτει, θα απονομιμοποιηθεί πλήρως το στρατιωτικό και κοσμικό κατεστημένο της Αιγύπτου, και θα καταφέρει μεσομακροπρόθεσμα το Ισλάμ να κυριαρχήσει, χωρίς να αποκλείεται μια μακρόσυρτη εμφύλια διαμάχη.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, το καλό σενάριο θα ήταν να επιβληθεί το ταχύτερο δυνατό το στράτευμα και να κυριαρχήσει στην Αίγυπτο, που είναι η μεγαλύτερη και ισχυρότερη χώρα του αραβικού κόσμου, αναστέλλοντας και ανακόπτοντας το κύμα εξάπλωσης του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή.


Πλήγμα στην Τουρκία

Θα υφίστατο, εν προκειμένω, η Τουρκία ένα ισχυρότατο πλήγμα στα ηγεμονικά της σχέδια για τον ρόλο πρωτοκαθεδρίας που επιφυλάσσει στον εαυτό της και καθοδηγητή των εξελίξεων σε αυτήn την κρίσιμη γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά περιοχή του κόσμου. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποδυνάμωνε τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή πλήρως, γιατί ακριβώς το στράτευμα και οι κοσμικοί δεν θα έχουν το ίδιο καλές σχέσεις, όπως οι Μουσουλμάνοι, με την ισλαμική κυβέρνηση Ερντογάν, όπως επίσης και δεν θα μεταδιδόταν ένα μήνυμα νικηφόρας πολιτικής προέλασης του Ισλάμ σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως είναι η Συρία και ενδεχομένως η Ιορδανία. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως μια θετική εξέλιξη επικράτησης του στρατεύματος στην αιγυπτιακή κρίση θα βοηθούσε ιδιαιτέρως στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη συνεργασία Ελλάδας και Κύπρου με το Κάιρο, σε ό,τι αφορά ιδιαιτέρως τα θέματα της ΑΟΖ και της κοινής ενεργειακής πολιτικής.


Το κακό σενάριο

Το δεύτερο θα ήταν το κακό σενάριο, το οποίο θα είχε ραγδαίες επιπτώσεις σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, εάν δηλαδή καταφέρουν να επικρατήσουν σε αυτήν τη σύγκρουση οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Ταυτόχρονα, επίσης θα διαχέετο μια εικόνα ισχυροποίησης της Τουρκίας, ακριβώς γιατί το τουρκικό μοντέλο περίπου θα εγκαθίστατο στη Μέση Ανατολή. Διερωτάται κανείς εν προκειμένω πόσο κοντόφθαλμη είναι η αμερικανική και η δυτική γενικότερα πολιτική, που δεν αντιλαμβάνονται πως η επικράτηση του Ισλάμ στην περιοχή θα αναδείξει ανεξέλεγκτες για τα δυτικά συμφέροντα και την ευρύτερη δυτική πολιτική δυνάμεις, οι οποίες θα οδηγήσουν την περιοχή σε ένα διαρκές χάος. Εκτός και αν έχει συμβιβαστεί η αμερικανική διεθνής πολιτική με την ιδέα μιας διαλεκτικής σχέσης με το Ισλάμ ως ενός άλλου πόλου της παγκόσμιας πολιτικής, στο πλαίσιο μιας διεθνούς ισορροπίας δυνάμεων αντίθετων μεν μεταξύ τους, πλην όμως υποχρεωμένων να συνεργάζονται.
Για να υπάρξει ένα τέτοιο διεθνές διπολικό σύστημα, θα έπρεπε οι ΗΠΑ και η Δύση να αποδεχθούν καθεστώτα θεοκρατικού Ισλάμ τύπου Τεχεράνης, κάτι που στην ισλαμική πολιτική πραγματικότητα είναι αδιανόητο, αφού το Ισλάμ δεν εκφράζεται με μια ενιαία φωνή, αλλά με πολλές και αντιτιθέμενες. Είναι λοιπόν σαφές πως αυτό που συμβαίνει στη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, εάν επικρατήσει, το μόνο που θα αντιμετωπίσουμε είναι το χάος, τη σύγκρουση, την ανασφάλεια σε έναν από τους ζωτικότερους γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά χώρους του διεθνούς συστήματος.


Η συριακή κρίση

Στο πλαίσιο της πιο πάνω ανάλυσης, η συριακή κρίση παίρνει διαφορετική τροπή από την προσδοκώμενη ή σχεδιασθείσα από τους τρίτους του διεθνούς παράγοντα και την Τουρκία, με το καθεστώς Άσαντ να μην έχει καταρρεύσει, προβάλλοντας αναπάντεχες αντοχές. Οι εξελίξεις στο συριακό μέτωπο δείχνουν το καθεστώς να κρατάει τις δυνάμεις και τις δυνατότητες επιβίωσής του, το διεθνές μέτωπο κυρίως αυτό της Τουρκίας με τη στήριξη των δυτικών και αραβικών καθεστώτων, ιδιαίτερα ισλαμικών, αποδυναμώνεται, ενώ υπάρχουν και αποκαλύψεις πολύ σημαντικές, που αποδεικνύουν πως η Αλ Κάιντα συμμετέχει στον εμφύλιο εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, με τις δυνάμεις που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ! Αυτό σημαίνει πως η οργάνωση που αποτελεί την αιχμή του δόρατος της παγκόσμιας τρομοκρατίας, την οποία πολεμούν οι ΗΠΑ, παραδόξως και περιέργως, συνεργάζεται μαζί τους και με την Τουρκία για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ.

Στο ζήτημα αυτό πρέπει να σημειώσουμε πως η υποστήριξη της Ρωσίας πρωτίστως και της Κίνας δευτερευόντως προς τη Συρία, που συνεχίζεται εδώ και χρόνια με συνέπεια και αποφασιστικότητα, αναδεικνύει τη Ρωσία, δηλαδή τη μετασοβιετική πολιτική της Μόσχας στη Μέση Ανατολή, σε αξιόπιστο παράγοντα συμμαχίας, αλλά και σταθερότητας. Ταυτόχρονα, πρέπει κανείς να υπογραμμίσει πως και το Ισραήλ, που ανησυχεί από την ισλαμική αναταραχή στη Μέση Ανατολή και την ανατροπή παραδοσιακών δομών σταθερότητας και συνεννόησης, προδήλως ευνοεί την παραμονή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία. Η Τουρκία εξέρχεται μέχρι στιγμής λαβωμένη από τη συριακή κρίση, το δε ενδεχόμενο μεταφοράς του συριακού εμφυλίου στο έδαφός της δεν είναι εξωπραγματικό.


Ο ρόλος των Κούρδων

Η εξέλιξη στο Συριακό Κουρδιστάν, όπου οι Κούρδοι κατάφεραν να ελέγξουν ευρύτερες εδαφικές ζώνες, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις ενός αυτόνομου Κουρδιστάν μεταξύ Συρίας και Τουρκίας, πανομοιότυπου εκείνου που βρίσκεται στο Βόρειο Ιράκ, προκαλεί ανησυχία στην Άγκυρα, γιατί αφενός αποδυναμώνει τον ρόλο της στη Μέση Ανατολή, αφετέρου αναζωπυρώνει το Κουρδικό και εντός Τουρκίας, με τη δυνατότητα μεταφοράς των αιτημάτων για αυτονομία και στο Τουρκικό Κουρδιστάν να είναι σήμερα, όσο ποτέ στο παρελθόν, εφικτή.


Ώρα για συμμαχίες

Αυτά τα ενδεχόμενα, κυρίως σε ό,τι αφορά την Τουρκία, η οποία απειλεί με ηγεμονικές, αυτοκρατορικές διαθέσεις την περιοχή, ενισχύουν την παραδοσιακά εδραιωμένη αντίληψη της διεθνούς πολιτικής, πως τίποτα δεν είναι μόνιμο στις εξελίξεις στον κόσμο, όλα αλλάζουν, φτάνει οι ενδιαφερόμενοι να προετοιμάζονται με σχέδιο και να συμμετέχουν διεκδικώντας τα συμφέροντά τους στις εξελίξεις που τους αφορούν.

Η Κύπρος, που συνεχίζει να απειλείται άμεσα ως υπόσταση πολιτική, κοινωνική και εθνική, οφείλει να παρακολουθεί και να συμμετέχει, σχεδιάζοντας τη δική της παρέμβαση και εκδήλωση οποιουδήποτε ενδιαφέροντος, κυρίως σε επίπεδο συμμαχιών, ώστε να επιτύχει το μέγιστο δυνατό όφελος από τις υπάρχουσες και τις προβλεπόμενες εξελίξεις. Αυτό σημαίνει πως τώρα συνομολογούμε συμμαχίες συμφερόντων, κερδίζουμε χρόνο στη διαπραγμάτευση, επιδιώκοντας τη δική μας ενδυνάμωση, ώστε να αξιοποιήσουμε, με την ευκαιρία που θα μας δοθεί σε μια στιγμή αποδυνάμωσης της άλλης πλευράς, το μέγιστο δυνατό όφελος για τα δικά μας συμφέροντα, που είναι η επιβίωση της χώρας, του κράτους, η απελευθέρωση των κατεχομένων και η δικαίωση.





ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου



Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.gr/

Ωρα για πολιτική

$
0
0
Του Γιάννη Κομίνη

Το μέλλον εξαρτάται από τις αποφάσεις που θα ληφθούν τώρα. Για να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις, η ελληνική πολιτική θα πρέπει να ενστερνιστεί, για αλλαγή, την επιστημονική μεθοδολογία.


Πετάει ο γάιδαρος; Μπορώ να λυγίσω το κουτάλι με τη σκέψη; Μπορώ να επικοινωνήσω με το υπερπέραν; Ο καθένας μας ίσως έχει διαφορετική απάντηση, γιατί η φαντασία μας δεν έχει όρια. Η φυσική πραγματικότητα όμως έχει όρια, και αυτά τα όρια τα επεξεργάζεται η επιστήμη με μια συγκεκριμένη μεθοδολογία, η οποία είναι αποδεδειγμένα επιτυχής: από τους δορυφόρους που πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας, από την οθόνη που διαβάζουμε αυτό το κείμενο, από την εικόνα του εγκεφάλου μας που βλέπουμε σε μια μαγνητική τομογραφία και από τα αμέτρητα επιτεύγματα της τεχνολογίας που βασίζονται στην επιστημονική μεθοδολογία.

Το ότι επικοινωνούμε με τη φύση στο επιστημονικό επίπεδο είναι σαγηνευτικό. Όμως το να ισχυριστώ ότι μπορώ να λυγίσω το κουτάλι με τη σκέψη μου ΔΕΝείναι απόδειξη ελευθερίας λόγου, δημοκρατίας, ανοιχτού μυαλού ή φυσιολατρικής ρομαντικότητας, αλλά αμάθειας ή/και βλακείας ή/και απάτης. Και αν κάποιος ισχυριστεί ότι όντως μπορεί, πως αποδεικνύουμε ότι είναι ψεύτης; Κατ΄ αρχάς με ένα πείραμα.Του λέμε, “ορίστε το κουτάλι πάνω στο τραπέζι, σκέψου και λύγισέ το”. Μετά από αρκετή προσπάθεια θα μας πει “τώρα δε μπορώ να επικοινωνήσω με τους νεφελίμ, αλλά προχτές το είχα καταφέρει”.

Βασικά συστατικά της επιστημονικής μεθοδολογίας είναι η πειραματική επαλήθευση, η επαναληψιμότητα και η διαψευσιμότητα. Πρέπει αυτό που ισχυρίζεται κάποιος ότι “ανακάλυψε” να μπορεί ο καθένας είτε να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει αν επαναλάβει το ίδιο πείραμα. Αν προσπαθήσουν πολλοί και δεν τα καταφέρουν να το επιβεβαιώσουν, τότε οι πιθανότητες ότι ο ισχυρισμός είναι ψευδής αυξάνονται. Κάποια στιγμή η πιθανότητα γίνεται σιγουριά. Επιπλέον δε, πάλι με την επιστημονική μεθοδολογία έχουν ανακαλυφτεί οι νόμοι της φύσης στους οποίους πιστεύουμε, γιατί με αναρίθμητα πειράματα έχουν αποδειχτείακριβείς. Στην περίπτωση π.χ. του κουταλιού, μπορούμε χωρίς να κάνουμε το πείραμανα αποκαλύψουμε το λαοπλάνοκάνοντας απλή χρήση των γνωστών φυσικών νόμων.

Πάμε τώρα στην πολιτική. Δυστυχώς το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα έχει πέσει στο επίπεδο μαγισσών, θαυμάτων, παπατζήδων και των χαρτοριχτρών. Αυτό δεν αποτελεί απόδειξη δημοκρατίας και ελευθερίας λόγου, αλλά αμάθειας ή/και βλακείας ή/και δολιότητας, η οποία δεν απελευθερώνει αλλά υποδουλώνει.Το πρόβλημα με την πολιτική είναι ότι οποιοδήποτε “πείραμα” διαρκεί δεκαετίες. Και όταν μετά από χρόνια ο ισχυρισμός του λαοπλάνου αποδειχτεί ψευδής, η ζημιά έχει γίνει. Εδώ μπαίνει η λειτουργία των ΜΜΕ που οφείλουν να εξετάσουν με επιστημοσύνητους ισχυρισμούς του λαοπλάνου και να αποδείξουν στο πλήθος ότι ο γάιδαρος δεν πετάει, πριν χάσουμε 30 χρόνια για να το καταλάβουμε.

Δηλαδή όταν λέει κάποιος ότι “θα ψηφίσω ένα νόμο και θα σας λυτρώσω από τις καπιταλιστικές αγορές”, είναι σα να λέει “κοιτάξτε τι ωραία πετάει ο γάιδαρος στον ουρανό”. Όταν συγχρόνως ο δημοσιογράφος που συνεντευξιάζει το λαοπλάνο κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του, υποδηλώνει ότι αυτό που ακούει έχει κάποια ουσία. Ουσιαστικά έχουμε ένα θέατρο αρλουμπολογίας και παραθρησκευτικής βλακολατρείας. Αυτό όχι μόνο δεν τιμά τη “δημοκρατία”, αλλά είναι μια επικίνδυνα ανεύθυνη συμπεριφορά που έχει ήδη οδηγήσει σε ολέθριες καταστάσεις.

Εγώ θα ρωτούσα “εξήγησέ μας ακριβώς, με στοιχεία και αριθμούς, τη μέθοδο με την οποία θα μας λυτρώσεις από τις καπιταλιστικές αγορές”. Θα πείσεις τον Άραβα με μια εξ΄ αποστάσεως ύπνωση να μας στείλει μερικά βαρέλια πετρέλαιο; Θα στείλεις μια μεραρχία πεζικού στη Γερμανία για να φέρεις φάρμακα; Θα στείλεις μερικά κιλά κάνναβης στους Ρώσους για να μας δώσουν φυσικό αέριο; Θα κρατικοποιήσεις το ηλιακό σύστημα για να φωτίζει ο ήλιος μόνο την Ελλάδα και να νοικιάζουμε το φωτοβολταϊκό ρεύμα στους Γερμανούς;

Ζούμε στη γενέτειρα της φιλοσοφίας, της λογικής και της γεωμετρίας, των ταξιδευτών και των πολεμιστών; Πως αυτός ο λαός με αυτή την ιστορία κατάντησε στο περιθώριο του κόσμου, να κλαψουρίζει σα ναρκομανής που δεν παίρνει τη δόση του;Και να αναλώνεται στη συζήτηση για το πόσο συχνή πρέπει να είναι η δόση, και αν πρέπει να πληρώσει τον προμηθευτή. Έλεος!!!

Ακόμα και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που μεταφέρουν τα ασύστολα ψεύδη των πολιτικών μάγων και των μιντιακών συνεργατών τους υπακούουν, εκτός από τους νόμους της φυσικής, και τους νόμους της αγοράς. Γιατί και αυτός που τα ανακάλυψε πριν 150 χρόνια κάτι θα ήθελε να κερδίσει εκτός από δόξα. Και αυτός που έφτιαξε τις κεραίες για να μεταδίδει ο κάθε τσαρλατάνος τον πολιτικό του θόρυβο κάτι θα ήθελε σαν αντάλλαγμα. Και αυτός που σμίκρυνε τις κεραίες σε ένα εκατοστό για να χωρούν στο κινητό μας δεν ήταν το κορόιδο της γειτονιάς. Και ο κακομοίρης ο Ιάπωνας, δούλος και αυτός των αγορών, που φτιάχνει αυτά τα κινητά για να τα μοστράρουμε εμείς, οι Ρομπέν των αγορών, στο τραπέζι του καφενέ εν ώρα επαναστατικών αναζητήσεων, θέλει και αυτός να πάει να πιει σάκε και να φιλοσοφήσει. Αυτή είναι η αγορά.

Κατανοώ βέβαια ότι όλοι οι ακαμάτηδες του ντουνιά που δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν δημιουργικά σε αυτή την διεθνοποιημένη “αγορά” ιδεών και προϊόντων, επειδή το χρόνο που είχαν για να σπουδάσουν τον επένδυσαν στην τέχνη της αφισοκόλλησης και της νεο-μαρξιστικής μπουρδολογίας, επιθυμούν να μείνει η χώρα αυτή πίσω από τον ήλιο.Γιατί ο ήλιος της αλήθειας, της δημιουργίας, της πραγματικής δημοκρατίας και ελευθερίας θα αποκαλύψει πλήρως την ανεπάρκειά τους και θα τους βάλει στο περιθώριο.

Γι΄ αυτό προτιμούν να συνεχίσει η χώρα να φιλοσοφεί, με μαέστρο τον κάθε πολιτικό ή μιντιακό παπατζή, για το τι είναι κομμούνα, τι είναι καπιτάλα, τι είναι γερμανο-τσολιάς, τι είναι μπολσεβίκος, και άλλες τέτοιες εξαιρετικά χρήσιμες έννοιες με τις οποίες θα φέρουμε την επανάσταση ιδεών στην Ευρώπη.

Γι΄ αυτό τα πανεπιστήμια τα κατάντησαν εκτροφεία κομματαρχών. Για να συγκλονίσουμε τους πάντες με τις ιδέες μας.Σε χίλια χρόνια τα μουσεία δε θα έχουν την κεφαλή του Πλάτωνα ή του Αρχιμήδη, αλλά την κεφαλή ενός καναλάρχη και την εικόνα μερικών πολιτικών σε ένα τηλε-μπουρδολογίο, στο οποίο ανακαλύπτονται οι ΝΕΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ιδέες που θα χαράξουν και πάλι τον παγκόσμιο πολιτισμό.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι τόσο το μιντιακό παρακράτος που κυβέρνησε όσο και το νεο-μαρξιστικό παραλήρημα που ενδεχομένως κυβερνήσει, αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι την πραγματική πρόοδο της κοινωνίας και την ουσιαστική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας, γιατί τότε δε θα έχει κανένα ρόλο. Θα χάσει τα σκήπτρα του κοτζαμπάση που κατείχε τόσα χρόνια. Ποιος δουλέμπορος επιθυμούσε παλιά την κατάργηση της δουλείας; Ποιος λαθρέμπορος επιθυμεί τη νομιμοποίηση όσων πουλάει; Ποιος ολιγάρχης επιθυμεί την πραγματική ελευθερία και δημοκρατία; Το παρακράτος που κυβερνούσε και θα συνεχίσει να κυβερνά προτιμά ένας ολόκληρος λαός να αυταπατάται ότι έπεσε θύμα των ύπουλων δυνάμεων των αγορών και των κακών ξένων και να μεμψιμοιρεί μια ζωή απομονωμένος στην αφρικανική γωνία της Ευρώπης, παρά να καταλάβει ότι έπεσε θύμα του εαυτού του και των απατεώνων ψευτο-ηγετών του.

Για να πάμε μπροστά πρέπει να αφήσουμε να εισρεύσει στο δημόσιο διάλογο ειλικρίνεια, αντικειμενικότητα και επιστημοσύνη. Πρέπει να χαραχτεί μια σαφώς τεκμηριωμένη πορεία που πείθει σχεδόν άπαντες ως προς το μακροπρόθεσμο όφελος. Και ζητώ συγνώμη που έχω άποψη επί του θέματος, αλλά την έχω και μπορώ να την τεκμηριώσω με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια απ΄ όσο χωρά αυτό το κείμενο (για να γλιτώσει ο αναγνώστης άλλες χίλιες λέξεις, παραθέτω και την εικόνα στο τέλος του κειμένου για συλλογισμό). Αν φτιάξουμε μια ελεύθερηκαι δημιουργικήοικονομία, αν μετατρέψουμε τα πανεπιστήμια σε αξιοζήλευτα κέντρα παραγωγής ιδεών και τεχνολογικής καινοτομίας, τα νοσοκομεία σε πρωτοπόρακέντρα παροχής υπηρεσιών υγείας, και αν πάψουμε να συμβιβαζόμαστε με τη μετριότητα, τη μιζέρια και την απάτη, τότε ούτε ο φόβος της ανατολής θα υπάρχει, ούτε η ανάγκη της δύσης θα υφίσταται. Το πρόβλημα είναι ότι τότε δε θα έχουν δουλειά όσοι (και είναι πολλοί) τόσα χρόνια πληρώνονται αδρά για να κρατούν την Ελλάδα δέσμια των φαντασμάτων του παρελθόντος.

Ο νούμερο ένα “πονοκέφαλος” των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκακιέρα είναι η Κίνα. Πως το αντιμετωπίζουν αυτό οι Αμερικάνοι; Με ευχέλαια; Με απομόνωση του κακών Κινέζων; Οχι. Να πως. Ο μισός φοιτητικός πληθυσμός (τουλάχιστο σε μεταπτυχιακό επίπεδο) των Αμερικάνικων πανεπιστημίων είναι Κινέζοι.Ας σκεφτεί ο αναγνώστης το γιατί. Οι ευφυείς νεο-Ελληνες πως αντιμετωπίζουμε τον υποτιθέμενο κίνδυνοτης ανατολής; Με υποβρύχια που γέρνουν. Για να χορεύει ο κάθε Μαυρογιαλούρος πάνω στα κλοπιμαία της διαμεσολάβησης. Πως αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες; Εδώ έχουμε όντως μεγαλουργήσει. Πρώτα τους αφήνουμε να μετατρέψουν το προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών σε τσαντίρι, λόγω φιλελευθερισμού, και μετά τους δέρνουμε γιατί είμαστε εθνικόφρονες, και γιατί κλέβουν τον ιδρώτα μας. Βέβαια, είναι πολύ κοπιαστικό και άδικο να αγναντεύεις κάποιον να σου οργώνει το χωράφι για μερικά ευρώ τη μέρα.

Στις ΗΠΑ ποιοι φαντάζεται ο αναγνώστης ότι χαράσσουν πολιτική και στρατηγική με βάθος 30-ετίας..; Ο Ομπάμα με την Μισέλ και το σκύλο τους; Δε νομίζω. Οι καλύτεροι επιστήμονες, οι καλύτεροι οικονομολόγοι, οι καλύτεροι μηχανικοί, οι καλύτεροι ιστορικοί. Οι ευφυείς νεο-Ελληνες ποιους επιλέγουν για αυτό το σκοπό; Και εδώ σκίζουμε. Επιλέγουν επαγγελματίες Μαρξιστολόγους που έχουν ταρακουνήσει την υφήλιο με τις ανακαλύψεις τους, οι οποίες δημοσιεύονται στα διεθνής απήχησης περιοδικά που αερίζονται στα περίπτερα των Εξαρχείων.

Όταν λοιπόν ο αναγνώστης ακούει τις βαρύγδουπες κορώνες περί απώλειας εθνικής κυριαρχίας, ας πονηρευτεί. Αυτό που εννοούν οι Χ-men του παγκόσμιου πολιτικού τσαμπουκά, που στην πραγματικότητα αποτελούν τη Δαρβινική εξέλιξη των πάλαι ποτέ καλοθελητών των κοτσαμπάσηδων, είναι η απώλεια της δικής τους κυριαρχίας στο νεο-οθωμανικό “πολιτισμό” της κακομοιριάς, της απάτης και της σήψης. Και επειδή η Ελλάδα είναι η γενέτειρα και του θεάτρου, με ένα ζευγάρι γυαλιά, λίγο γκρίζο μαλλί, το βλέμμα στο υπερπέραν και μερικές καλο-κουρδισμένες αρλούμπες που ακούγονται ως σοφιστίες ενός πολυδιαβασμένου μελετητή, οι Χ-men κοροϊδεύουν τον κόσμο όπως ακριβώς και οι απατεωνίσκοι στις Ελληνικές ταινίες του 1950.

Παρ΄ όλο που είναι δύσκολο, ας μην απογοητευόμαστε. Υπάρχει και μια θετική όψη του πράγματος. Η Ελλάδα, μια φορά λόγω ανωτερότητας και μια λόγω μετριότητας, όρισε την ευρωπαϊκή ιστορία. Την πρώτη φορά δημιουργώντας τις ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τη δεύτερη, αναδεικνύοντας πρώτη και με τον πιο εύστοχο τρόπο τις δομικές αδυναμίες της Ευρώπης, που για να σωθεί θα αναγκαστεί, ας ελπίσουμε, να οδηγηθεί στην ουσιαστική της ενοποίηση. Με άλλα λόγια, η αδηφαγία των νεο-οθωμανών (που δυστυχώς δεν είναι δακτυλοδεικτούμενοι, αλλά συνιστούν βιολογικό είδος) που λεηλάτησαν την Ελλάδα θα οδηγήσει, και αυτό θα είναι ιστορικά εξαιρετικά απολαυστικό, στον αφανισμό τους από την ευρωπαϊκή ενοποίηση που μοιάζει να είναι μονόδρομος. Το σίγουρο είναι ότι λόγω της διπλής συνεισφοράς της στην ευρωπαϊκή ιστορία η Ελλάδα αξίζει κι΄ άλλες διαγραφές χρέους.



* Ο κ. Γιάννης Κομίνης είναι Επικ. Καθ. Φυσικής Παν. Κρήτης




Πηγή:www.capital.gr

"Ξεμένει από χρήματα το σχέδιο... διάσωσης της Ελλάδας!"

$
0
0
Με σημερινό σημείωμά της η Barclays προειδοποιεί ότι η επιθεώρηση της τρόικας του Σεπτεμβρίου θα είναι εξαιρετικά δύσκολη και γεμάτη με καθυστερήσεις, στο οποίο φαίνεται ότι το timing για μια λύση στο χρηματοδοτικό κενό του ελληνικού προγράμματος διάσωσης είναι ένα σταυρόλεξο για πραγματικά δυνατούς λύτες.
 

Όπως εξηγεί η Barclays, το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης θα ξεμείνει από χρήματα πριν από τα τέλη του 2014, με το χρηματοδοτικό κενό να προκύπτει από τη χαμηλότερη των προβλέψεων ανάπτυξη του 2012, το πρόσθετο κόστος για την επαναγορά ομολόγων και τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Σε αυτό το στάδιο, ο βρετανικός επενδυτικός οίκος δεν θεωρεί ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση με επιστρέψει στη χρηματοδότηση μέσω της αγοράς ομολόγων έως και τα τέλη του 2014, κάτι που σημαίνει ότι η επέκταση του προγράμματος διάσωσης θα είναι αναγκαία. Και την ίδια στιγμή, τονίζει ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι κάθε άλλο παρά διασφαλισμένη, καθώς η επίτευξη του στόχου για χρέος στο 120% του ΑΕΠ έως το 2020 θα απαιτήσει σημαντικά μέτρα ελάφρυνσης των υποχρεώσεων.

Έτσι, η Barclays πιστεύει ότι η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι στο μικροσκόπιο το φθινόπωρο, με την επόμενη επιθεώρηση της τρόικας, του Σεπτεμβρίου, να πυροδοτεί έναν ακόμα πολύπλοκο γύρο διαπραγματεύσεων. Όμως, η διαφορετική ατζέντα καθενός από τα εμπλεκόμενα μέρη κάνει τις διαπραγματεύσεις δύσκολες, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το timing. Ειδικότερα:

* Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να χρησιμοποιήσει τις επιδόσεις της στη μείωση του ελλείμματος για να πιέσει για την ελάφρυνση του χρέους που προβλέπεται από ειδικό όρο του μνημονίου (αυτό απαιτεί την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013, με τα σχετικά επίσημα στοιχεία να ανακοινώνονται τον Απρίλιο του 2014).

* Το ΔΝΤ πιέζει ολοένα και περισσότερο για ελάφρυνση του χρέους με haircut στα δάνεια διάσωσης που έχουν δώσει οι Ευρωπαίοι, καθώς κάποια μέλη του ανησυχούν (βλ. Βραζιλία) και επιθυμούν την απελευθέρωση των πόρων του ταμείου από την ελληνική διάσωση.

* Η Κομισιόν, από την άλλη πλευρά, θέτει στο τραπέζι ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, όμως, με δεδομένο ότι οι γερμανικές εκλογές δεν θα έχουν βγει από τη μέση πριν από τα τέλη του Σεπτεμβρίου, δεν υπάρχει περιθώριο έως τότε να γίνουν συζητήσεις ή έστω να υπάρξει κάποια απόκλιση από τη σκληρή στάση που ακολουθεί έως τώρα. Όμως, εν όψει των ευρωεκλογών του Μαΐου, η Κομισιόν πιέζεται να βρει μια λύση για τις περιφερειακές χώρες πριν από το πρώτο τρίμηνο του 2014, εκτιμά η Barclays.

Συνολικά, πιστεύουμε ότι η επιθεώρηση του Σεπτεμβρίου θα εμφανίσει σημαντικές καθυστερήσεις, τουλάχιστον έως ότου έχει εκλεγεί νέα κυβέρνηση στη Γερμανία. Αλλά ακόμα και μετά από αυτό, η Κομισιόν ίσως θελήσει να κινηθεί αργά”, σημειώνουν οι αναλυτές της Barclays επισημαίνοντας τους ακόλουθους λόγους:

* Πρώτον, η Κομισιόν θα θέλει να στηριχθεί σε συγκεκριμένα στοιχεία, δηλαδή να περιμένει έως τον Απρίλιο του 2014 και μετά να συμφωνήσει στα όποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους (και βέβαια, υπό όρους για τη μελλοντική πρόοδο του προγράμματος). Ίσως, μάλιστα, ζητήσει περαιτέρω μέτρα, τα οποία η ελληνική πλευρά ενδέχεται να θεωρήσει απαράδεκτα, σημειώνει ο οίκος.

* Δεύτερον, οι χώρες μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν την έγκριση των κοινοβουλίων τους, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάποιες χώρες της περιφέρειας ίσως χρειαστούν προσαρμογές στα προγράμματα διάσωσής τους. Συγκεκριμένα, η Πορτογαλία ίσως χρειαστεί και αυτή επέκταση. Σε κάθε περίπτωση, οι κυβερνήσεις του πυρήνα θα πρέπει να κινηθούν προσεκτικά, γιατί το τελευταίο που θέλουν οι φορολογούμενοί τους είναι να πληρώσουν για νέα πακέτα διάσωσης ή ελάφρυνση χρεών.

* Τρίτον, η Κομισιόν ίσως θελήσει να αποφύγει τα ad hoc μέτρα και να επιλύσει το ελληνικό πρόβλημα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος εμβασμάτων στην Ευρωζώνη, το οποίο, ωστόσο, δεν έχει συμφωνηθεί ακόμα.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Barclays εκτιμά ότι οι διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα θα είναι παρατεταμένες και δύσκολες και η πρόοδος θα είναι στην καλύτερη περίπτωση σταδιακή. Έστω και εάν η επιμήκυνση του ελληνικού προγράμματος δεν θα είναι αυτή τη φορά ιδιαίτερα ακριβή, με δεδομένο ότι η χώρα εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο οίκος προειδοποιεί ότι οι καθυστερήσεις και η αβεβαιότητα θα επιβαρύνουν το ελληνικό ΑΕΠ, την ώρα που η οικονομία εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης. Και όσο επιστρέφει η συζήτηση περί εξόδου από το ευρώ, τόσο μικρότερη και διατηρήσιμη θα είναι η ανάπτυξη του 2014.

Για να μην έχουμε καμία αμφιβολία για τον τραγελαφικό χαρακτήρα του "success story" και της "ανάκαμψης" που ευαγγελίζονται οι εθνοσωτήρες μας...






Πηγή: http://www.defencenet.gr/defence/

"Νιέτ" από Μόσχα σε Α.Σαμαρά για την μείωση της τιμής του φυσικού αερίου

$
0
0
Την επαναδιαπραγμάτευση της τιμής διάθεσης του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ελλάδα έθεσε με επιστολή του στα τέλη Ιουλίου, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στον πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά η απάντηση ακόμα δεν έχει δοθεί και σίγουρα κατ'αρχήν δεν είναι θετική.
 

Η ενέργεια του πρωθυπουργού έγινε σε συνέχεια του αιτήματος της ΔΕΠΑ προς τη ρωσική Gazprom ένα μήνα νωρίτερα για μείωση της τιμής του φυσικού αερίου που εισάγει η χώρα μας από τη Ρωσία, αλλά μάλλον επέλεξε κακό timing: Η Μόσχα είναι πιο "παγωμένη" έναντι της Αθήνας από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σ.Λαβρόφ ματαίωσε την προγραμματισμένη συνάντησή του με τον Έλληνα ομόλογό του Ε.Βενιζέλο. Μια συνάντηση που είχε προγραμματιστεί να γίνει από υπουργίας Δ.Αβραμόπουλου.

Στην επιστολή, σύμφωνα με το Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός ζητά από τον Β.Πούτιν να υπάρξει έκπτωση στην τιμή του φυσικού αερίου, όπως έχει κάνει η ρωσική εταιρεία και με άλλους πελάτες της στην Ευρώπη, "αλλά εκεί τα συμβόλαια είχαν λήξει ή ή έγιναν στο πλαίσιο πολυετούς ανανέωσης, κάτι που δεν ισχύει για την Ελλάδα", αναφέρουν πηγές του defencenet.gr από την Μόσχα.

Το βασικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι το κόστος διάθεσης του ρωσικού αερίου στη χώρα μας είναι κατά 30% υψηλότερο από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Σε σχετικό ερώτημα που υπέβαλε το defencenet.gr σε υψηλά ιστάμενη πηγή του ρωσικού υπουργείου Ενέργειας στην Μόσχα η απάντηση ήταν ότι "'Ολες αυτές οι χώρες έχουν ρωσικής κατασκευής αγωγούς, όπως αυτοί που περνάνε από την Ουκρανία τον North Stream, και σε λίγο και τον South Stream και τον καινούριο αγωγό που θα περάσει από την Πολωνία. Η Ελλάδα μετά τον Κ.Καραμανλή απέρριψε όλους υτούς τους αγωγούς και προτίμησε τον TAP, άρα δεν υπάρχει άμεση προοπτική για μείωση της τιμής του φυσικού αερίου."

Κυβερνητικές πηγές σημείωναν ότι η Gazprom έχει κάνει μειώσεις και σε άλλους πελάτες, ενώ σε περιπτώσεις που αρνήθηκε, υπήρξε παραπομπή σε διαιτητικά δικαστήρια, που την υποχρέωσαν σε σημαντικές μειώσεις. Είτε κατόπιν συμφωνίας είτε από τη διαιτησία αναγκάστηκε μάλιστα σε επιστροφή μέρους των εισπραχθέντων.

"Αν θελήσει η κυβέρνηση του Α.Σαμαρά μπορεί να ακολουθήσει την ίδια οδό" λέχθηκε από την Μόσχα και αυτό έμοιαζε περισσότερο με αππειλή...

Το βέβαιο είναι ότι αν υπάρξει οποιαδήποτε περίπτωση να μειωθεί η τιμή του φυσικού αερίου η Μόσχα θα λάβει πολλά και σημαντικά αντισταθμιστικά οφέλη, σε όλα τα επίπεδα. Η εποχή που τα έδινε όλα στην Αθήνα και οι κυβερνήσεις της χώρας τα έδιναν όλα στην Γερμανία ή στις ΗΠΑ, με μηδενικά ανταλλάγματα, έχουν παρέλθει...






Πηγή: http://www.defencenet.gr/defence/

Οι κατασχέσεις πρώτης κατοικίας εφιάλτης για την κυβέρνηση - Η τρόικα απαιτεί

$
0
0
ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΚΡΗΞΗ

H κυβέρνηση θά προχωρήσει το μέτρο της άρσης της απαγόρευσης των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας μέχρι τον Οκτώβριο και βρίσκεται σε αδιέξοδο καθότι γνωρίζει ότι τώρα πια χτυπάει τον Έλληνα πολίτη στον "πυρήνα" της ύπαρξής του, στην εστία του.


Ως γνωστόν ο Έλληνας στην μακραίωνη ιστορία του πολεμούσε υπέρ "βωμών και εστιών" κάτι που μετά στην ελληνορθόδοξη εκδοχή του μετετράπη στο "υπέρ Πίστεως, και Πατρίδος". Η εστία-σπίτι για τον Έλληνα είναι ο ίδιος ο αυτοπροσδιορισμός της ζωής του, χαραγμένος στο DNA του. Οποιοσδήποτε προσπαθήσει να του το στερήσει αυτομάτως μετατρέπεται στον μέγιστο εχθρό του.Και όμως ξένοι δυνάστες ζητούν από την κυβέρνησή του να προχωρήσει στη δήμευση της κύριας κατοικίας του.

Το Μέγαρο Μαξίμου βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο πρόκλησης «πολιτικού ατυχήματος» το οποίο μπορεί να συμβεί με αφορμή ένα ζήτημα που από τη φύση του έχει ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό.

Ταυτοχρόνως, κορυφαία κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται ότι «η άρση της απαγόρευσης δεν περνάει από τη Βουλή ούτε από την κοινωνία» και ότι αποτελεί μονόδρομο για την κυβέρνηση η εξάντληση των πιέσεων προς την τρόικα για την εξασφάλιση παράτασης του υφιστάμενου μέτρου κατά τουλάχιστον έναν ακόμη χρόνο.

Η θύελλα που ξέσπασε πριν καν φτάσει ο πραγματικός χρόνος αντιμετώπισης του προβλήματος προκάλεσε ισχυρό πονοκέφαλο στο κυβερνητικό επιτελείο, που συνειδητοποιεί ότι αν και από τις αρχές του καλοκαιριού οι αριθμοί αρχίζουν και πηγαίνουν καλύτερα, το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα ακολουθεί την αντίστροφη πορεία, αυξάνοντας τον κίνδυνο εκτροχιασμού από τη σχεδιαζόμενη πορεία.

Άλλωστε η κοινωνία έχει "πονηρέψει" και δεν παρασύρεται πλέον εύκολα από επικοινωνιακούς σχεδιασμούς, έχει εκπαιδευτεί πλέον στο να διαβάζει πίσω από τις λέξεις, και δεν υπάρχει τρόπος να πείσουν τους πολίτες "άσε να πάρουμε το σπίτι σου για το καλό σου".

Ο αρμόδιος υφυπουργός Ανάπτυξης Θαν. Σκορδάς μίλησε από το βήμα της Βουλής για τη «μερική εκτόνωση της αγοράς ακινήτων μέσω της ανατροπής του σημερινού καθεστώτος (που ισχύει από το 2008 και ευνοεί όσους επιδιώκουν την υποτίμηση της συγκεκριμένης αγοράς)». Οι περισσότεροι στην κυβερνητική παράταξη, παρ’ όλ’ αυτά, θεωρούν τη συγκυρία απαγορευτική και τάσσονται ανοιχτά υπέρ της διατήρησης του ισχύοντος καθεστώτος της απαγόρευσης των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας τουλάχιστον μέχρι το 2015. Αλλωστε, το ΠΑΣΟΚ ήδη αποσαφήνισε ότι θα πάρει θέση μάχης σε περίπτωση άρσης της απαγόρευσης, ενώ και από τη Ν.Δ. έχουν αποσταλεί προειδοποιητικά πυρά.

Εκτιμώντας ότι η άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας είναι ίσως το μόνο από όλα τα επώδυνα θέματα της περιόδου (απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, λουκέτα σε νοσοκομεία κ.ά.) που βρίσκει το σύνολο της κοινωνίας απέναντι στην κυβέρνηση, στο Μαξίμου συνειδητοποιούν ότι αν προχωρήσουν στο μέτρο αυτό θα έχουν υπογράψει το...τέλος τους.

Για τις απολύσεις στο Δημόσιο ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν έχει αντίρηση, είτε για λόγους κοινωνικού αυτοματισμού, είτε για λόγους ευπιστίας (θεωρούν ότι αν πραγματοποιηθούν οι εντολές της τρόικα, θα σωθούν οι ίδιοι και οι καταθέσεις τους).Για το θέμα της οικίας όμως όλοι είναι απέναντι "μασίφ" για τον απλό λόγο ότι όλοι χρωστάνε. Είτε στην τράπεζα, είτε στην εφορία, είτε στα ασφαλιστικά ταμεία. Όσοι ελάχιστοι δεν χρωστούν, είναι ζήτημα χρόνου να συμβεί.

Μόλις οι πρώτοι συμπολίτες μας χάσουν τα σπίτια τους, αυτόματα ο φόβος θα κυριεύσει το σύνολο της κοινωνίας, και με το φαινόμενο του "ντόμινο" θα έχουμε αλυσιδωτές αντιδράσεις, ειδικά όταν θα υπάρξουν (μαθηματικά βέβαιο) οι πρώτες βίαιες αντιδράσεις εναντίον των οργάνων κατάσχεσης.

Ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γή + έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι. Χτυπωντας μας στην ιδιοκτησία μας, χτυπούν την αρχοντιά της άλλοτε περήφανης μεσαίας ελληνικής τάξης. Χωρίς σπίτι παύεις να είσαι άρχοντας στον τόπο σου.Και αυτό θέλουν, διότι οι "κατακτητές" όταν έρθουν εδώ θέλουν να είναι οι απόλυτοι κυριάρχοι, και να μην συναντήσουν καμία αντίσταση.Και η αντίσταση όπως ξέρουμε ξεκινάει πάντα από άρχοντες, όχι από ταπεινωμένες μάζες. Θέλουν να χτυπήσουν την ιδιοκτησία, για να μην έχουμε δεσμούς με την ελληνική γη, για να φύγουμε πιο έυκολα για τα ξένα. Συνεπώς οι Έλληνες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αντιδράσουν. Είναι θέμα αυτοσυντήρησης.

Η κυβέρνηση οδεύει σε "τοίχο". Και η ίδια θέλει να πιέσει την τρόικα να ανακαλέσει την απάιτησή της αυτή. Έλα όμως που στην τρόικα έχουν συνηθίσει την κυβέρνηση, να σκύβει το κεφάλι, και ποτέ να μην ζητά κάτι.






Πηγή: http://www.defencenet.gr/defence/

Γενική απαξίωση

$
0
0
Η εμπιστοσύνη προς στους θεσμούς θα μειώνεται συνεχώς, λένε ακαδημαϊκοί

Καθαρή αποτύπωση της πραγματικότητας θεωρούν τα ευρήματα δημοσκόπησης της «Σ» για την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς



Ως μιαν αναμενόμενη εξέλιξη και προέκταση της γενικότερης απαξίωσης των πολιτών προς τους θεσμούς θεωρούν τα ευρήματα της χθεσινής δημοσκόπησης της «Σ», σε σχέση με την εμπιστοσύνη των πολιτών σε κόμματα, τράπεζες και δικαστική εξουσία, τρεις ακαδημαϊκοί. Νίκος Περιστιάνης, Γιώργος Κέντας και Χριστίνα Λοΐζου δίνουν τις δικές τους εκτιμήσεις και εξηγούν πώς η εμπιστοσύνη των πολιτών στους προαναφερθέντες θεσμούς έχει φτάσει πλέον στο ναδίρ. Την ίδια ώρα, οι ακαδημαϊκοί δεν παραλείπουν να υποδείξουν και τις ευθύνες των πολιτών σε σχέση με αυτό, αφού, όπως υποδεικνύουν, ανέχονται τα κακώς κείμενα των κομμάτων, τραπεζών και άλλων θεσμών, αφού δεν αντιδρούν για αλλαγή τους.


Τάση που επικρατεί παντού

Σε δηλώσεις του στη «Σ», ο κοινωνιολόγος Νίκος Περιστιάνης ανέφερε πως το γεγονός ότι οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Αποτελεί συνέχεια, εξήγησε, διαχρονικών τάσεων που έδειχναν σταδιακή μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς γενικότερα, τονίζοντας πως το φαινόμενο αυτό έχει επιδεινωθεί αρκετά μετά την οικονομική κατάρρευση και την αποκάλυψη πληροφοριών για τον τρόπο δράσης διαφόρων θεσμών και οργανισμών. Η τάση αυτή, σημείωσε ο κ. Περιστιάνης, είναι μια τάση που επικρατεί σε όλες τις χώρες της Δύσης και είναι μια τάση καθολικής αμφισβήτησης των ηγεσιών από τον κόσμο, που δείχνει πως υπάρχει αδιαφάνεια, διαπλοκή και διαφθορά, ενώ υποβάλλει την ίδια ώρα το αίτημα για περισσότερο έλεγχο, λόγο και συμμετοχή στις αποφάσεις, ως αντιστάθμισμα.

Ο κ. Περιστιάνης, αναφερόμενος στους τρόπους αναστροφής του εν λόγω κλίματος, επισήμανε πως πρέπει να «αναγεννηθεί η δημοκρατία», γιατί πλέον οι πολίτες αναμένουν πάρα πολλά από τους θεσμούς, ενώ τόνισε πως οι προσπάθειες αναστροφής του κλίματος απογοήτευσης των πολιτών προς τους θεσμούς πρέπει να είναι συστηματικές. Την ίδια ώρα, ο κ. Περιστιάνης υπέδειξε πως και οι πολίτες, για να αξιώνουν αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, πρέπει να συμμετέχουν στις εκλογικές διαδικασίες, στέλνοντας μέσω αυτών τα δικά τους μηνύματα.


Φυσιολογική εξέλιξη

Ο Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Γιώργος Κέντας, κληθείς να σχολιάσει το γεγονός πως οι πολίτες δεν εμπιστεύονται κανένα θεσμό, ανέφερε πως ο ίδιος το θεωρεί ως μια φυσιολογική εξέλιξη. Όπως εξήγησε, λόγω του γεγονότος πως βιώνουμε μια βαθιά θεσμική κρίση, είναι αναμενόμενο πως και η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς θα μειώνεται συνεχώς, ένεκα του γεγονότος πως το πολιτικό σύστημα στην Κύπρο απέτυχε παταγωδώς να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ταλανίζουν την κοινωνία. «Ενόσω ο κόσμος συνεχίζει να βλέπει τα ίδια άτομα να χρησιμοποιούν την ίδια ξύλινη γλώσσα και επιχειρήματα, προσπαθώντας να δικαιολογηθούν ή να κατηγορούν τους άλλους για να καλύπτουν τα δικά τους σφάλματα, ο κόσμος λογικά τους αποστρέφεται και δεν τους εμπιστεύεται», τόνισε, προσθέτοντας πως θα πρέπει να αλλάξουν τα πρόσωπα, για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς.

Την ίδια ώρα, υπέδειξε ο κ. Κέντας, πρέπει να αλλάξει και η πολιτική κουλτούρα των Κυπρίων, μιας και το τι συμβαίνει σήμερα στην Κύπρο είναι η αντανάκλαση τής μέχρι τώρα δικής μας πολιτικής συμπεριφοράς, «διότι το πολιτικό σύστημα που είναι σήμερα στο προσκήνιο επιβιώνει, και επιβίωσε, λόγω της δικής μας πολιτικής μας συμπεριφοράς. Συνεπώς, είναι ο κόσμος που συντήρησε αυτό το σύστημα που σήμερα απαξιώνει. Κατά την άποψή μου, πρέπει, πλέον, να γίνουν τρία πράγματα: 1. Το αποτυχημένο πολιτικό προσωπικό να αποχωρήσει οικειοθελώς για να υπάρξει ανανέωση, 2. Η ανανέωση αυτή δεν πρέπει να γίνει με τις ίδιες νοοτροπίες, και 3. Ο κόσμος να πάψει να βλέπει το πολιτικό σύστημα ως ένα μέσον εξυπηρέτησης μικροσυμφερόντων και να το δει ως ένα μέσον εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Μόνον έτσι θα υπάρξει πολιτική κάθαρξη και θα αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται ο πολίτης και το πολιτικό προσωπικό», κατέληξε ο κ. Κέντας.


Πρέπει να αποδείξουν ότι είναι τίμιοι

Η κοινωνιολόγος Χριστίνα Λοΐζου, κληθείσα να σχολιάσει τα ευρήματα της χθεσινής δημοσκόπησης της «Σ» για την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς, τόνισε πως η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών οφείλεται στο ότι έχουν γίνει πάρα πολλά σκάνδαλα, χωρίς να υπάρξει τιμωρία, με αποτέλεσμα να προκληθεί το περί δικαίου αίσθημα. Ειδικότερα σήμερα, υπέδειξε, με την οικονομική κρίση, την ανάδειξη σκανδάλων, το κούρεμα κ.ά., η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς αυξήθηκε. Ερωτηθείσα πώς μπορεί να αναστραφεί αυτό το κλίμα, η κ. Λοΐζου τόνισε πως χρειάζεται πάρα πολλή προσπάθεια για να αποδείξουν οι θεσμοί πως δεν θέλουν να συνεχίσουν πάνω στο ίδιο μοτίβο, ότι ενδιαφέρονται για το κοινό καλό και ότι πράγματι ενδιαφέρονται να βγούμε από την κρίση και να πάμε μπροστά. «Πρέπει να αποδείξουν ουσιαστικά ότι είναι τίμιοι», συμπλήρωσε.

Απαντώντας, τέλος, σε σχετικό μας ερώτημα, υπέδειξε πως η ευθύνη των πολιτών εστιάζεται στο ότι χρησιμοποιούν το σύστημα για το δικό τους συμφέρον και έτσι δεν παρατηρούνται έντονα φαινόμενα συλλογικής αντίδρασης, προσθέτοντας πως οφείλουμε να απαιτούμε να αντιμετωπιζόμαστε αξιοκρατικά. «Όταν εμείς οι ίδιοι λειτουργούμε αξιοκρατικά, τότε νομιμοποιούμαστε να κρίνουμε και να κατακρίνουμε», κατέληξε η κ. Λοΐζου.


Έχασαν την εμπιστοσύνη τους έναντι των πάντων

Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τα ευρήματα χθεσινής δημοσκόπησης που παρουσίασε η «Σ», οι Κύπριοι «δεν εμπιστεύονται τίποτα και κανέναν», επιβεβαιώνοντας πως τα σκάνδαλα, η διαφθορά, τα οικονομικά εγκλήματα, η μη απονομή δικαιοσύνης και γενικότερα όλα όσα καθημερινά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ως απότοκο ενός σάπιου συστήματος το οποίο κυριαρχεί, έχουν καταστήσει τους πολίτες ιδιαίτερα επιφυλακτικούς και καχύποπτους.

Στο ναδίρ, επίσης, βρίσκεται η εμπιστοσύνη των Κυπρίων έναντι των πολιτικών κομμάτων, καθώς και έναντι των τραπεζών, γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόλυτα φυσιολογικό, λαμβανομένων υπόψη των όσων βλέπουν και ακούν γύρω από τις ευθύνες για την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας. «Απροβίβαστος», πάντως, είναι και ο βαθμός εμπιστοσύνης που λαμβάνει η δικαστική εξουσία, ενδεχομένως ως απόρροια της κατάληξης που είχε η δικαστική διαδικασία για την υπόθεση της φονικής έκρηξης στο Μαρί.






Πηγή: http://www.sigmalive.com/simerini

Η Κυβέρνηση προσπαθεί να βρεί με ποιό τρόπο θα αμυνθεί απέναντι στις αναμενόμενες αντιδράσεις για τα νέα μέτρα

$
0
0
Μετά την σύντομη ευφορία απο τις δηλώσεις στήριξης του προέδρου Ομπάμα, στο εγχώριο μέτωπο στρέφει, ενόψει της επερχόμενης νέας κρίσιμης διαπραγμάτευσης με την τρόικα, την προσοχή του ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς, ο οποίος επέστρεψε από την επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, ενισχυμένος τόσο σε συμβολικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, καθώς οι αναφορές του προέδρου Ομπάμα σηματοδοτούν τη βούληση των ΗΠΑ να ασκήσουν την επιρροή τους σε Βερολίνο και Βρυξέλλες, ώστε να αποτραπεί η προοπτική νέων μέτρων.
 


Η κυβέρνηση επί της ουσίας θα τεθεί και πάλι σε πλήρη κίνηση από τη μεθεπόμενη Δευτέρα, λόγω Δεκαπενταύγουστου, αλλά οι προτεραιότητες του κ. Σαμαρά έχουν ήδη προσδιοριστεί, ενώ παράλληλα διαμορφώνονται σταδιακά οι «γραμμές άμυνας» που θα χαράξει η Αθήνα στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Διαπραγμάτευση που θα αρχίσει με τα κατώτερα κλιμάκια της τρόικας στις αρχές Σεπτεμβρίου, αλλά θα κορυφωθεί με τους εκπροσώπους των δανειστών περί τα τέλη του επόμενου μήνα, δηλαδή μετά τις κρίσιμες γερμανικές εκλογές.

Ο πρωθυπουργός έχει ζητήσει από τους υπουργούς του να υπάρξει πλήρης υλοποίηση των προαπαιτούμενων δράσεων, ώστε η κυβέρνηση να μη βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστα απρόοπτα και μεγάλες εμπλοκές στη διαπραγμάτευση, όπως συνέβη τον Ιούνιο με τη διαθεσιμότητα, οπότε κατέστησαν αναπόφευκτα το «λουκέτο» στην ΕΡΤ, αλλά και οι οριζόντιες λύσεις με τους δημοτικούς αστυνομικούς και τους σχολικούς φύλακες. Επίσης, στόχος του κ. Σαμαρά είναι, με βάση τα έως τότε στοιχεία του προϋπολογισμού, να γίνει αποδεκτός ως ρεαλιστικός στόχος από την τρόικα η προοπτική η χώρα να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα στο τέλος του χρόνου.

Σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού, εκτιμάται βάσιμα πως, εάν η κυβέρνηση έχει στη φαρέτρα της τα δύο ανωτέρω «όπλα», η τρόικα θα είναι διατεθειμένη να τηρήσει ελαστικότερη στάση στις διαπραγματεύσεις.

Πάντως, υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί παράγοντες αναγνωρίζουν πως επί του παρόντος η κυβέρνηση κινείται σε «θολά νερά» ενόψει των προτεραιοτήτων που θα θέσει η τρόικα στον επόμενο γύρο της διαπραγμάτευσης. Προσθέτουν, δε, πως στην ατζέντα θα τεθούν θέματα που μπορεί να μην είναι μείζονος σημασίας υπό την έννοια των οριζόντιων μέτρων, αλλά είναι πιθανόν να προκαλέσουν σοβαρές πολιτικές περιπλοκές, δεδομένης και της ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτει η κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ.

Ως τέτοια προσδιορίζονται: πρώτον, ο ενιαίος φόρος ακινήτων, καθώς δεν αποκλείεται η κυβέρνηση να πιεστεί να παρατείνει για έναν ακόμη χρόνο την είσπραξη του τέλους μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Δεύτερον, η ρύθμιση που θα ισχύσει από το 2014 για τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας. Το «ξεπάγωμα» των πλειστηριασμών για ορισμένους τουλάχιστον τύπους κατοικιών συνιστά επί της ουσίας μνημονιακή υποχρέωση, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Ευ. Βενιζέλος θα επιμείνει το υφιστάμενο καθεστώς προστασίας των δανειοληπτών να παραταθεί και τον επόμενο χρόνο. Τέλος, προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν και σε σχέση με τον βαθμό ανεξαρτησίας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, αλλά και με τον τρόπο λειτουργίας του ΤΑΙΠΕΔ, εάν διαπιστωθούν νέες καθυστερήσεις στο πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων.

Ενόψει, λοιπόν, του νέου κύκλου της διαπραγμάτευσης, οι κ. Σαμαράς και Βενιζέλος διαμορφώνουν «γραμμές άμυνας», οι οποίες θα αξιοποιηθούν όχι τόσο στις συνομιλίες με τους επικεφαλής της τρόικας κ. Τόμσεν, Μαζούχ και Μορς, όσο σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, δηλαδή στις επαφές του Μεγάρου Μαξίμου με τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το ΔΝΤ.

Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο «σκληρός πυρήνας» των συζητήσεων για την επόμενη ημέρα του ελληνικού προγράμματος θα διεξαχθεί μετά τις γερμανικές εκλογές και θεωρείται βέβαιο ότι θα επηρεαστεί από το αποτέλεσμά τους, αλλά και από τις συζητήσεις που θα διεξαχθούν σε ανώτατο επίπεδο στη διεθνή σκηνή για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους.

Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η Αθήνα θα επικαλεστεί σειρά πολιτικών επιχειρημάτων, ώστε να πείσει τους συνομιλητές της ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για νέα μέτρα οριζόντιου χαρακτήρα. Ειδικότερα, ήδη κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν:

> Την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης, αλλά και τις φυγόκεντρες τάσεις κυρίως στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ κατά την ψήφιση του τελευταίου πολυνομοσχεδίου με τις διατάξεις για τη διαθεσιμότητα.
> Τον κίνδυνο μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων, με αιχμή τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ προαναγγέλλει σκλήρυνση της αντιπολιτευτικής του τακτικής από το φθινόπωρο, με τελικό στόχο την πτώση της κυβέρνησης και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών.
> Το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να φθάσει πλήρως αποδυναμωμένη στις ευρωεκλογές, εξέλιξη που πιθανότατα θα συνοδευτεί με εκτόξευση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής.






Πηγή: http://sfairika.gr/site/

Οι Νεότουρκοι επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη

$
0
0
Σε τέσσερις μέρες από σήμερα, η Θεσσαλονίκη αποκτά το πρώτο τουρκικό ιστορικό μνημείο, για να θυμόμαστε πάντα τον σφαγέα του ποντιακού ελληνισμού Κεμάλ Ατατούρκ!
 


Στις 16 Αυγούστου θα γίνουν τα εγκαίνια του μνημείου-σπιτιού όπου έζησε ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο πατέρας της σύγχρονης Τουρκίας, που ήταν ο καθοδηγητής του σφαγιασμού των Ελλήνων Ποντίων.

Το 2011, επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, η Τουρκία απευθύνθηκε στην Πολεοδομία Θεσσαλονίκης και ζήτησε άδεια για να προχωρήσει στην ανακαίνιση του σπιτιού στη Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκε ο «Τούρκος εθνάρχης Κεμάλ Ατατούρκ».

Το υπουργείο Πολιτισμού απάντησε ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο προηγουμένως το ακίνητο πρέπει να κηρυχθεί ως μνημείο, η Άγκυρα επανήλθε στο αίτημά της και τον Μάιο του 2011 το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού αναβαθμίζει το κτήριο που γεννήθηκε ο Ατατούρκ σε μνημείο.

Μερικούς μήνες αργότερα, στις 18 Ιουνίου του 2012, δίνονται οι σχετικές άδειες και με δαπάνες του τουρκικού υπουργείου Τουρισμού αρχίζει η ανακαίνιση του «ιστορικού μνημείου» την ίδια ακριβώς εποχή που στην Τουρκία μετατρέπεται ο ναό της Αγια-Σοφιάς στην Τραπεζούντα σε τζαμί.

Σε 4 μέρες λοιπόν, η Θεσσαλονίκη αποκτά ένα τουρκικό ιστορικό μνημείο, λίγες μέρες μετά την επέτειο της σφαγής των Ελλήνων ποντίων στην Τουρκία επί Κεμάλ Ατατούρκ. Η απάντηση του δημάρχου Θεσσαλονίκης κ. Μπουτάρη σε όσους τον κατηγορούν για τη δημιουργία αυτού του τουρκικού ιστορικού μνημείου στην πόλη του είναι ότι αυτό θα προσελκύσει πολλούς Τούρκους τουρίστες στη Θεσσαλονίκη.

Πάντως πρέπει να τονιστεί ότι το σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη έχει στιγματιστεί για μία από τις μεγαλύτερες προβοκάτσιες των Τούρκων εναντίον της Ελλάδας, τον Σεπτέμβρη του 1955.

Ήταν τότε, όταν μία ισχυρή βόμβα εξερράγη στον κήπο του σπιτιού του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη, ανοίγοντας την πόρτα στον Ασκό του Αιόλου για να ξεκινήσουν τα Σεπτεμβριανά του 1955, όπως έχουν χαρακτηριστεί οι λεηλασίες και ο τελικός διωγμός από την Κωνσταντινούπολη χιλιάδων Ελλήνων.

Δεν είναι ζήτημα εθνικιστών και φασιστών το αίτημα να μην αναγορευθεί σε ιστορικό μνημείοτης Θεσσαλονίκης το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ.

Δεν είναι δυνατόν στο σφαγέα του ποντιακού ελληνισμούνα αφιερώνεται ένα σπίτι της Θεσσαλονίκης και να γίνεται μνημείο ανάμνησης και προσκυνήματός του. Οι ποντιακοί σύλλογοι στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο καταγγέλλουν το δήμαρχο Θεσσαλονίκης κ. Μπουτάρη σαν έναν ανιστόρητο δήμαρχο που θα έπρεπε να προστατεύει τη μνήμη των αδικοχαμένων χιλιάδων Ποντίων και όχι να προκαλεί με μια τέτοια απόφαση την οργή τους.






Πηγή: http://sfairika.gr/site/

Φόβοι για «εμφύλιο» στην κυβέρνηση με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας

$
0
0
Το θέμα της άρσης των πλειστηριασμών είναι καυτή πατάτα για την κυβέρνηση.
 


Αν και το θέμα για την άρση στην απαγόρευση των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικία το επανέφερε την Παρασκευή σε συνέντευξη του ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας υποστηρίζοντας πως η κυβέρνηση μελετάται με προσοχή το θέμα και ξεκαθαρίζοντας όμως ότι χρειάζεται διαχωρισμός μεταξύ όσων αντικειμενικά δεν είναι σε θέση να πληρώσουν και των κακοπληρωτών.

«Ο άνεργος και ο φτωχός που δεν μπορεί να πληρώσει δεν πρέπει να τους κυνηγά η τράπεζα. Οι κακοπληρωτές όμως πρέπει να πληρώσουν, αλλιώς δεν θα έχουμε στεγαστική πίστη και οι τράπεζες δεν πρόκειται να δώσουν σε κανέναν δάνειο» είχε πει ο κ.Στουρνάρας στο Mega.


Κεδίκογλου: Εκείνος που μπορεί να πληρώσει θα πληρώσει

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Σίμος Κεδίκογλου υποστήριξε πως η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει το θέμα με την άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, ωστόσο τόνισε πως ο πρώτος γνώμονας είναι η προστασία των ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων (άνεργοι και πολύτεκνοι) και δεύτερος γνώμονας να μην καταρρεύσει πλήρως η αγορά ακινήτων και να υπάρξει στεγαστική πίστη.

Μιλώντας στην τηλεόραση του ΑΝΤ1 ο κ. Κεδίκογλου επεσήμανε «εκείνος που μπορεί να πληρώσει θα πληρώσει», επισήμανε και εξήγησε ότι τα κριτήρια θα καθοριστούν από το υπουργείο Ανάπτυξης σε συνεννόηση με το υπουργείο Οικονομικών.


Γεωργιάδης: Να προστατεύσουμε τους φτωχούς, όχι αυτούς που έχουν βίλες και δεν πληρώνουν

Στο θέμα της άρσης απαγόρευσης των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας αναφέρθηκε και ο υπουργός Υγείας Αδωνις Γεωργιάδης και μιλώντας στο Mega τόνισε «θα προστατέψουμε τους φτωχούς και τους αδύναμους. Δε μπορούμε όμως να συνεχίσουμε να έχουμε προστασία στις βίλες, σε ανθρώπους που έχουν χρήματα».

Ο ίδιος τάχθηκε υπέρ αλλά με την προϋπόθεση πως θα υπάρξουν κοινωνικά κριτήρια. «Όσο διαρκεί η απαγόρευση δεν θα προχωρήσει η οικοδομή στην Ελλάδα. Όσο διαρκεί η ολοσχερή απαγόρευση φουσκώνει η φούσκα των ακινήτων. Σταματώντας τους πλειστηριασμούς φουσκώνει ένα μέγεθος, δεν πληρώνουν γιατί βολεύονται από τον νόμο. Όσοι δεν έχουν χρήματα θα προστατευτούν. Εάν σκάσει η φούσκα, όσο υπάρχει προστασία από τους πλειστηριασμούς, τόσο οι τράπεζες δεν θα δίνουν στεγαστικά δάνεια. Θα καταρρεύσει η αγορά των ακινήτων. Την καθ ολοκληρίαν απαγόρευση όποιος την υπερασπίζεται με πάθος θα αναλάβει την ιστορική ευθύνη».

Ωστόσο υποστήριξε πως δεν πρέπει να ισχύσει η άρση της απαγόρευσης για τις μικρές ιδιοκτησίες και για όσους δεν έχουν χρήματα. «Να γίνει σε όσους έχουν βίλες, σε όσους έχουν χρήματα. Πρέπει να βρούμε τη μέση οδό. Θα προστατεύσουμε τους φτωχούς και τους αδυνάτους», σημείωσε.

Σε ερώτηση σχετικά με τις αντιρρήσεις που εκφράζονται και από στελέχη ή βουλευτές της ΝΔ, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι η συνέχιση της άρσης των πλειστηριασμών άκριτα, θα έχει σαν αποτέλεσμα να σκάσει η φούσκα των ακινήτων στην Ελλάδα, όπως έγινε και σε άλλες χώρες.


Εναντίον της άρσης της απαγόρευσης αλλά χωρίς... αστερίσκους το ΠΑΣΟΚ

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος σε συνέντευξη του στο Πρώτο Θέμα ήταν ξεκάθαρος: «η απαγόρευση δεν μπορεί να αρθεί, η ενυπόθηκη ή προσημειωμένη πρώτη κατοικία του φτωχού και μεσαίου νοικοκυριού δεν μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο».

Εναντίον της άρσης της απαγόρευσης αλλά χωρίς... αστερίσκους εμφανίσθηκε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ και βουλευτής Αρκαδίας, Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος και σε συνέντευξη του στο «ΚΕΦΑΛΑΙΟ» δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το ΠΑΣΟΚ έχει και επισήμως εκφράσει την αντίθεσή του σε ενδεχόμενη άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών, πόσο δε μάλλον τώρα που η ελληνική κοινωνία ασφυκτιά οικονομικώς από την ύφεση. Έχουμε ήδη ζητήσει στην Βουλή την παράταση της νομοθετικής ρύθμισης για την απαγόρευση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας μέχρι 200.000 ευρώ και για το 2014».


Ποιοι βουλευτές είναι έτοιμοι για αντάρτικο

Γαλάζιοι και πράσινοι έχουν εδώ και καιρό εκφράσει ανοιχτά την αντίθεση τους με την άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας με την κοινοβουλευτική εκπρόσωπο της ΝΔ Σοφία Βούλτεψη όχι μόνο να απορρίπτει το σχέδιο αλλά να τονίζει πως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα προκληθεί εμφύλιος πόλεμος και ο κόσμος θα πάρει τις καραμπίνες.

Και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Πάρις Κουκουλόπουλος ξεκαθάρισε δεν πρόκειται να περάσει κανένας πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας.

Τη διαφωνία του για την άρση του πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας εξέφρασε και ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ Παναγιώτης Ρήγας δηλώνοντας: «Δεν έχω καμία πρόθεση να περάσει μέτρο που θα βάζει σε κίνδυνο την πρώτη κατοικία του Έλληνα πολίτη, όταν βεβαίως αυτό προσδιορίζεται με σαφήνεια.





Πηγή: http://www.briefingnews.gr/

Σημαντική συνεργασία της Αποστολής της Αρχιεπισκοπής Αθηνών με το Αννουσάκειο ίδρυμα Κρήτης

$
0
0
Ιστορική στιγμή για τα εκκλησιαστικά δρώμενα, καθώς για πρώτη φορά Οργανισμός της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και συγκεκριμένα η "Αποστολή" με την Πρότυπη Μονάδα Αλτχάιμερ "Καρέλλειο", αδελφοποιείται και ανοίγει γέφυρες αλληλεγγύης με το Αννουσάκειο ´Ιδρυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου.
 


Παρουσία της Α. Μ. του Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ. κ. Θεοδώρου Β' και του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου υπέγραψαν Πρωτόκολλο Αδελφοποίησης ο Σεβ. Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιος και ο Γενικός Διευθυντής της "Αποστολής " κ. Κωνστανίνος Δήμτσας.

Η συνεργασία περιλαμβάνει ανταλλαγή βοήθειας και τεχνογνωσίας, από κοινού συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα, ενίσχυση σε φαρμακευτικό και υγειονομικό υλικό, ανταλλαγή εμπειριών, διοργάνωση συνεδρίων, ημερίδων κ.α.

Σε μήνυμα του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ..κ. Βαρθολομαίος ευλόγησε τη συνεργασία και χαρακτηριστικά υπογράμμισε : " Εν τω πνεύματι τούτω της εκπληρώσεως του έργου του Κυρίου αξιολογούμεν από της Μητρός Εκκλησίας και την αποφασισθείσα αδελφοποίησιν των δυο συγκεκριμένων Ιδρυμάτων θεραπείας του πόνου , του της υμετέρας Ιεράς Μητροπόλεως και εκείνου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών , ώστε δια ανταλλαγή εμπειριών και άλλων γνώσεων , να συνεχίσουν συνεργασία τα δυο ιδρύματα ταύτα, το «έγγισμα των καρδιών του πάσχοντος συνανθρώπου και εμπειριών αλλά και μυστικώ τω τρόπω και να αποτελούν θεμέλια ασφάλειας του παρόντος και του μέλλοντος πάσχοντος , ταμεία αγάπης και κήπους πρόνοιας την οποίαν τόσον νοσταλγεί και επιζητεί ο ¨ανθρωπος , και μάλιστα ο υποφέρων δοκιμασίας και περιστάσεις διαφόρους , απροβλέπτους ανθρωπίνως καταστάσεις του παρόντος βίου". Στο μήνυμα του ο Οικουμενικός Πατρίαρχης ευχαρίστησε τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο και τον κ. Δήμτσα και ευχήθηκε για την αδελφοποίηση και τη συνεργασία αυτη να βρίσκεται και να εξυπηρετεί τον πάσχοντα συνάνθρωπο που έχει ανάγκη.

Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ.κ. Θεόδωρος τόνισε: "Κάθε επιτυχία του τόπου αυτού θα είναι και χαρά δική μου γιατί γεννήθηκα σε αυτόν τόπο". Απευθυνόμενος στον κ. Δήμτσα τόνισε: "Φίλε" μου αγαπημένε Κωστή γνωρίζω την ευαισθησία σου για τον τόπο που κυβερνώ. Εμείς οι δυο θα βρεθούμε τον Οκτώβριο σε άγρια μέρη στην Καμπάλα της Ουγκάντας. Θα έρθεις να κάνεις το καλό με την εντολή πάντα του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου και όταν κουραστούμε και αποκάμουμε θα θυμόμαστε τη σημερινή όμορφη τελετή και θα συνεχίσουμε στο δρόμο που χάραξε ο Θεός της Δικαιοσύνης και της Ειρήνης ο "Ιησούς Χριστός".

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιος ευχαρίστησε τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο και χαρακτηριστικά υπογράμμισε: «"Σε μια εποχή ,που η καθημερινότητα του ανθρώπου έχει μετατραπεί σε βίο αβίωτο, με αποτέλεσμα η εξασφάλιση του άρτου του επιούσιου να είναι επιπλέον ζητούμενο , για αυτό το Αννουσάκειο ίδρυμα καλείτο να αγκαλιάσει ακόμα περισσότερες ανάγκες του πονεμένου και πληγωμένου «άλλου» , εξαντλώντας τη διακονία και τις δράσεις που προσφέρουν , «έλαιον και οίνον » . Η σημερινή αδελφοποίηση, έχουμε τη βεβαιότητα ότι θα ανοίξει ακόμη περισσότερο τους ορίζοντες και την προοπτική φιλανθρωπικών και προνοιακών δραστηριοτήτων , με γνώμονα τον πάσχοντα συνανθρωπό μας".

Ο Γενικός Διευθυντής της "Αποστολής" κ. Δήμτσας είπε: "Σήμερα πρέπει να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας στους γονείς μας, στον συνάνθρωπο μας, πόσο μάλλον όταν νοσεί και μας χρειάζεται περισσότερο. Αυτή η συνεργασία σηματοδοτεί την θέληση για αμοιβαία προσέγγιση και πρόοδο στον τομέα αυτό. Έχουμε να μάθουμε κοντά σας και θα βιώσετε και σεις το έργο μας, θα ανταλλαξουμε την τεχνογνωσία και θα αλληλοενισχυόμαστε. Θα συμπορευτούμε με ορόσημο τον άνθρωπο που υποφέρει. Είναι ιστορική η στιγμή για την Εκκλησία της Κρήτης, έχοντας την ευλογία του Οικ. Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαίου και του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου, αγκαλιάζουμε μια προσπάθεια που θα ειναι σημείο αναφοράς για εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη και αρωγή αλλα και μια αγκαλιά φροντίδας στοργής και αγάπης".

Στην εκδήλωση παρέστησαν ο Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Χρήστος Μαρκογιαννάκης, ο Περιφερειάρχης κ. Σταύρος Αρναουτάκης, Βουλευτές του Νομού, η Τοπική Ηγεσία, Εκπρόσωποι Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, προσωπικότητες από τον καλλιτεχνικό χώρο και πλήθος κόσμου.








Πηγή: http://www.briefingnews.gr/

Το μήλο μειώνει τη χοληστερίνη

$
0
0
Όλοι γνωρίζουμε τη φράση «ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα». Φαίνεται όμως πως ένα μήλο την ημέρα κάνει και τη χοληστερόλη πέρα.

 
Η αυξημένη χοληστερίνη ή υπερχοληστερολαιμία έχει ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αθηροσκλήρωσης. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει αυξημένα περιστατικά αθηροσκλήρωσης σε άτομα με αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης.

Η αυξημένη κακή LDL χοληστερόλη και η μειωμένη καλή HDL αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου στην ανάπτυξη αθηροσκλήρωσης. Οι αθηρωματικές πλάκες αποφράσσουν τις αρτηρίες και αποτελούν έδαφος για τη δημιουργία θρόμβων αίματος.

Ένας μεγάλος θρόμβος μπορεί να αποφράξει τελείως την αρτηρία και να διακοπεί η ροή αίματος. Η διακοπή αίματος στις στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς μπορεί να προκαλέσει αιφνίδιο καρδιακό επεισόδιο, ενώ σε αρτηρίες που στέλνουν αίμα στον εγκέφαλο, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Το 60% των εμφραγμάτων του μυοκαρδίου δημιουργούνται από τη ρήξη των αθηρωματικών πλακών και τη θρόμβωση.

Σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ γύρω από τη δράση του μήλου ενάντια στη χοληστερόλη, διαπιστώθηκε ότι η καθημερινή κατανάλωση ενός μήλου οδήγησε στη μείωση της οξειδωμένης μορφής της κακής LDL χοληστερόλης.

Η έρευνα διήρκεσε 4 εβδομάδες και οι ερευνητές χορήγησαν σε άτομα μέσης ηλικίας είτε ένα μήλο την ημέρα, είτε πολυφαινόλες (φυσικά αντιοξειδωτικά) από μήλο σε μορφή κάψουλας, είτε ένα εικονικό χάπι. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το μήλο, και όχι τόσο οι πολυφαινόλες του σε μορφή κάψουλας, κατάφεραν να μειώσουν την οξειδωμένη μορφή της LDL χοληστερόλης κατά 40%.

Η LDL χοληστερόλη συσσωρεύεται στα εσωτερικά τοιχώματα των αρτηριών, δημιουργώντας τις αθηρωματικές πλάκες και τελικά τη στένωση, και θεωρείται ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για καρδιοπάθεια.

Η δράση αυτή του μήλου οφείλεται κυρίως στις πολυφαινόλες του, φαίνεται όμως ότι οι πολυφαινόλες από μόνες τους δεν έχουν το ίδιο αποτέλεσμα όσο ένα ολόκληρο μήλο. Μια πιθανή εξήγηση, είναι ότι στο μήλο υπάρχουν και διάφορα άλλα συστατικά, τα οποία δρουν συνεργιστικά στην αντιμετώπιση της χοληστερόλης, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο για τη δημιουργία της αθηροσκλήρωσης και τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Επίσης, η απορρόφηση των πολυφαινολών από τον οργανισμό είναι μεγαλύτερη όταν καταναλώνονται μαζί με το μήλο παρά από μόνες τους.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η δράση του μήλου κατά της χοληστερόλης είναι μεγαλύτερη και από τα αντιοξειδωτικά άλλων τροφών, όπως της ντομάτας και του πράσινου τσαγιού.

Τα αντιοξειδωτικά είναι φυσικά συστατικά των τροφών, τα οποία αναστέλλουν την οξείδωση, η οποία καταστρέφει τα κύτταρα και επεμβαίνει στη φυσιολογική λειτουργία του μεταβολισμού. Τα φρούτα και τα λαχανικά είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά και θωρακίζουν τον οργανισμό ενάντια στην καταστροφική δράση των ελευθέρων ριζών και της οξειδωτικής τους δράσης. Τα αντιοξειδωτικά φαίνεται πως μειώνουν την οξείδωση της LDL χοληστερόλης και αναστέλλουν τη δράση της στην δημιουργία αθηροσκλήρωσης.

Η έρευνα αυτή είναι ενθαρρυντική για την αντιμετώπιση της χοληστερόλης, αφού καταλήγει στο ότι με μια απλή διατροφική παρέμβαση στη ζωής μας, όπως είναι η κατανάλωση ενός μήλου ημερησίως, μπορούμε να μειώσουμε την πιθανότητα ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Και άλλες μελέτες γύρω από την ευεργετική δράση του μήλου στη χοληστερόλη επιβεβαιώνουν τα παραπάνω αποτελέσματα και ενισχύουν την άποψη ότι ένα μήλο την ημέρα αποτελεί σημαντικό βήμα στη μείωση της κακής χοληστερόλης.

Καταναλώστε λοιπόν ένα μήλο την ημέρα για να επωφεληθείτε της δράσης του ενάντια στη χοληστερόλη και όχι μόνο.





Πηγή: http://www.briefingnews.gr/

Τό ὁμοδύναμο τῶν θείων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ιδιότητες τῆς θείας φύσεως (Στό ἔργο του Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη)

$
0
0
Dr. Εἰρήνης Ἀρτέμη, Θεολόγου-Φιλολόγου
MA Θεολογίας, PhD Θεολογίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

Ὁ Τριαδικός Θεός ὑπάρχει «ἐπέκεινα» τοῦ κόσμου καί ὡς ἐκ τούτου ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά Τόν γνωρίσει μέσω τῶν δικῶν του δυνάμεων. 


Τόν προσεγγίζει μέσω τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν Του, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ἄλλες ἀπό τίς θεῖες ἰδιότητες, μέσω τῶν ὁποίων ὁ Θεός αὐτοαποκαλύπτεται στόν κόσμο[i]. Ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῶν ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά μετάσχει τῆς θείας οὐσίας, ἡ ὁποία εἶναι ἀμέθεκτη τόσο στόν ἄνθρωπο ὅσο καί σέ ὅλα τά κτιστά δημιουργήματα. Ἡ ταυτότητα καί τό ἑνιαῖον τῆς θείας φύσεως δέν παραβλάπτονται καί δέν καταλύονται οὔτε διά τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ὑποστάσεων οὔτε διά τῆς διακρίσεως μεταξύ τῶν ὑποστάσεων[ii].

Οἱ ἐνέργειες ἑκάστου θείου Προσώπου δέν ἀνήκουν ἀποκλειστικά σέ Αὐτό ἀλλά καί στίς τρεῖς Ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μόνο τά ὑποστατικά ἰδιώματα ἀνήκουν ἀποκλειστικά σέ κάθε Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἁπλῶς γίνεται ἀναφορά ξεχωριστά μερικές φορές στίς φυσικές ἐνέργειες τῶν Προσώπων τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γι᾽ αὐτές ἀνάλογα μέ τή χρονική περίοδο πού ἀποκαλύπτεται τό κάθε Πρόσωπο. Κατά συνέπεια εἶναι λάθος νά εἰπωθεῖ ὅτι αὐτές δέν εἶναι κοινές σέ ὅλα τά Πρόσωπα τῆς Τρισηλίου Θεότητας. Ἀντίθετα οἱ ἐνέργειες τῶν θείων Προσώπων εἶναι κοινές ἐξαιτίας τῆς ἑνότητας τῆς θείας Οὐσίας. Γίνεται, λοιπόν, κατ᾽ οἰκονομία λόγος γιά τίς ἐνέργειες τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ, ἔνσαρκου καί ἄσαρκου, καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐνῶ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ὑπάρχει ὁμοδύναμο στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος[iii].



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:

Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗ

Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης σημειώνει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι αἰώνια, δηλαδή ἀθάνατη. Παρατηρεῖ ὅτι: «Ἡ ἀιδιότης οἷον ἀειζωότης ἐστί· διὸ καὶ ἐπὶ μόνης τῆς ἀνάρχου φύσεως, τῆς ἀεὶ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἐχούσης λαμβάνεσθαι εἴωθε»[iv]. Σπεύδει, ὅμως, νά συμπληρώσει ὅτι ἡ ἰδιότητα τῆς ἀθανασίας, ἡ ὁποία ἀποδίδεται στόν Θεό διαφέρει ἀπό ἐκείνη πού προσδίδεται σέ κτιστά πράγματα πού δημιουργήθηκαν, «κρειττόνων δὲ φθορᾶς γεγενημένων»[v], ὅπως οἱ ἄγγελοι καί ἡ ψυχή. Σημαντικό εἶναι νά ἔχουμε συνεχῶς κατά νοῦ ὅτι κάνουμε λόγο γιά τόν Θεό χρησιμοποιώντας λέξεις ἀπό τό πεπερασμένο ἀνθρώπινο λεξιλόγιο, γιατί «ἀριθμοῦ γὰρ τὸ Θεῖον ἀνώτερον, καὶ χρόνων κρεῖττον, καὶ πάσης ἐπινοίας ὑψηλότρον»[vi]. Τίποτα, λοιπόν, δέν εἶναι τόσο ἰδιαίτερο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα γιά τόν Θεό «ὡς τὸ ἀῒδιον»[vii]. Ἑπομένως, ἡ ἀπειρότητά Του δέν ὑπόκειται σέ καμμία ἀλλοίωση καί ἐξέλιξη, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζουν μόνο τήν πλάση καί ὄχι τόν Πλάστη[viii].

Ἡ ἄναρχος, ποιητική και ἀῒδιος θεία φύση[ix] ὑπέρκειται τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου. Γιά τό λόγο αὐτό δέν μποροῦμε νά ἐπιδιώκουμε νά γνωρίζουμε τό «πῶς» ἐνεργεῖ ἡ Θεότητα, γιατί εἶναι παντοδύναμη καί ὡς Θεός ἐνεργεῖ «τὸν εὐμαρῶς καὶ τὰ παρ᾽ ἐλπίδα δημιουργοῦντα»[x]. Ἡ θεία φύση, «φῶς ὑπάρχων ἀπρόσιτον»[xi], θεωρεῖται, ὅπως προαναφέρθηκε, ἄναρχη, χωρίς ἀρχή καί τέλος[xii]. Παρεικάζεται μέ ἀῒδιο φῶς, πού φωτίζει τήν ἀνθρωπότητα καί τή λαμπρύνει[xiii]. Ἡ ἀϊδιότητα τῆς θεία φύσεως γίνεται συνώνυμη ἐδώ μέ τήν ἀθανασία[xiv]. Ἔτσι χαρακτηρίζει τή θεία φύση ὡς ἀθάνατη καί καθιστᾶ φανερή τή διαφορά μεταξύ Δημιουργοῦ καί δημιουργήματος.

Ἡ θεότητα πρέπει νά γίνεται ἀποδεκτή μόνο ἀπό τήν ὕπαρξή Της καί τίς ἐνέργειές Της, καί ὄχι νά καταβάλλεται ἔστω καί ἡ παραμικρή προσπάθεια νά ἐρευνᾶται ἡ οὐσία Της[xv], γιατί αὐτό εἶναι ἀκατόρθωτο τόσο γιά τούς ἀνθρώπους, ὅσο καί γιά τίς οὐράνιες δυνάμεις. Ὁ λόγος περί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἀνέφικτος καὶ μηδαμῶς ἁλώσιμος»[xvi]. Ἡ κυρίαρχη ἄποψη γιά τόν Θεό εἶναι ὁ χαρακτηρισμός Του ὡς «ποιητὴν καὶ ἄρχοντα καὶ ἔφορον καὶ προνοητήν καὶ κηδεμόνα»[xvii]. Ἡ πίστη μας γιά τόν Θεό πρέπει νά ἀποδεικνύεται ἔμπρακτα μέσα ἀπό τά ἔργα μας, γιατί ἀλλιῶς δέν ἔχει ἀξία γιά τόν Θεό[xviii].

Συχνά ἡ θεία φύση παρομοιάζεται μέ φωτιά, «ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκων»[xix], γιατί ἡ φωτιά σκορπᾶ πολύ φῶς γύρω της καί καθαρίζει καθετί πού θά βρεθεῖ στό δρόμο της. Ἀποτελεῖ τή βάση τοῦ ὑλικοτεχνικοῦ πολιτισμοῦ καί προστατεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν ἄγριων ζώων. Ἔτσι καί ἡ θεία φύση φωτίζει μέ οὐράνιο φῶς τίς ψυχές ὅλων ἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιά τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους, κάνοντάς τους ἑτερόφωτα φωτεινά ἀστέρια μέσα στόν κόσμο. Προφυλάσσει τίς ψυχές τους ἀπό τά βέλη τοῦ Σατανᾶ καί γίνεται τό θεμέλιο γιά τήν οἰκοδόμηση ἑνός καλύτερου κόσμου πού θά εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Ξένη πρός τή θεία φύση εἶναι καί ἡ ὑπερηφάνεια. Ἄν καί ὁ Θεός θά μποροῦσε νά ὑπερηφανευτεῖ ἔναντι ὅλων τῶν λογικῶν δημιουργημάτων, ὁρατῶν καί ἀοράτων, γιατί εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος ὅλου τοῦ σύμπαντος[xx], «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν ποιῶν αὐτὴν τρέμειν»[xxi] καί ὑπερέχει ἀπό ὅλους καί ὅλα[xxii]. Μέσα ἀπό τή δημιουργία τῆς κτίσεως φαίνεται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος δημιούργησε τούς ἀγγέλους, «Οὗ αἱ χεῖρες ἔκτισαν πᾶσαν τὴν στρατιάν τοῦ οὐρανοῦ»[xxiii], τά ὕδατα καί τό νεφέλωμα, «καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν αἰνείτω τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι Αὐτός εἶπε καὶ ἐγένετο»[xxiv]. Τοποθέτησε τά σύννεφα ὡς ἔνδυμα γύρω ἀπό τή θάλασσα[xxv]. Δημιούργησε τά ζῶα, καί μέ σοφία τά ἐξόπλισε ὅλα, γιά νά μποροῦν νά συνεχίσουν τή διαιώνιση τοῦ εἴδους τους[xxvi]. Τέλος στήν κορυφή τῆς δημιουργίας ἔθεσε τόν ἄνθρωπο[xxvii] και τόν ἔκανε βασιλιά της[xxviii] καί ἐξουσιαστή τῆς φύσεως[xxix]. Τόν δημιούργησε κατ᾽ εἰκόνα Του, γιά νά γίνει μέ τήν προαίρεσή του ἰσόθεος. Ἔτσι βρίσκει ἐφαρμογή ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ «Γίνεσθε ὅμοιοι τοῦ Πατρός ὑμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ἐπειδή ἡ δημιουργία διασφαλίζει τό «κατ᾽ εἰκόνα», ἐνῶ ἡ προαίρεση τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν»[xxx].

Τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχρισαν βασιλιά τον ἄνθρωπο ὅλης τῆς δημιουργίας, πού εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν Τους, «Δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου»[xxxi]. Ὅπως προαναφέρθηκε, ἔπλασαν τόν ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» Τους, παρέχοντάς του τή δυνατότητα καί τήν ἐξουσία νά μπορεῖ ἐλεύθερα νά ἐπιλέγει τήν ἀρετή, γιά νά πετύχει νά γίνει ἰσόθεος μέ τό Δημιουργό Του[xxxii]. Ὁ Θεός, ὡς παντοδύναμος καί Δημιουργός, γνωρίζει τίς πιό ἐνδόμυχες σκέψεις τοῦ δημιουργήματός Του καί βλέπει μέσα στήν καρδιά του, «καρδιογνώστης ὑπάρχων, ὡς πλάσας κατά μόνας τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας»[xxxiii], χωρίς ὅμως νά τοῦ στερεῖ τή δυνατότητα νά τίς κάνει πράξη, γιατί ἀλλιῶς θά στεροῦσε στό τελειότερο δημιούργημά Του τήν ἐλευθερία ἐπιλογῆς. Ἐπιπλέον προίκισαν τόν ἄνθρωπο μέ ψυχή ἀθάνατη, «ἀλλ᾽ οὐ τῆς ἀνάρχου καὶ ποιητικῆς φύσεως ὁμοούσιον»[xxxiv]. Τό ἐπίθετο ἀθάνατη γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή χρησιμοποιεῖται καταχρηστικά, ἀφοῦ αὐτή κάποτε δημιουργήθηκε καί δέν προϋπῆρχε. Ἀντίθετα ὁ ὅρος ἀθάνατος ἔχει κυριολεκτική σημασία μόνο γιά τόν προαιώνιο καί προϋπάρχοντα Θεό.

Ὁ ἀθλητής τῆς πίστεως Ἰσίδωρος, ἀκολουθώντας τή μέχρι τότε θεολογική διδασκαλία, τονίζει τό ὁμοδύναμο τῶν Προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὑπογραμμίζει τό ὁμοδύναμο μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ, ἀναιρώντας ταυτόχρονα τυχόν κακοδοξία πού δημιουργεῖται ἀπό τήν παρεξηγημένη ἑρμηνεία τῆς φράσεως: «οὐ δύναται ὁ Υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ οὐδέν»[xxxv]. Φυσικά δέν ἔχουμε σέ καμμία περίπτωση ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἰωάννου τοῦ εὐαγγελιστῆ τήν παραδοχή ἀδυναμίας τοῦ Υἱοῦ νά πράξει κάτι ἀπό μόνος Του. Ἀντίθετα ἡ φράση αὐτή δηλώνει τή μεγάλη Του δύναμη καί τήν ταυτότητα τοῦ θελήματος καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Πατρός μέ τοῦ Υἱοῦ[xxxvi]. Μέ τήν παραπάνω ρήση τοῦ Χριστοῦ δίνεται ἀπάντηση στούς Ἰουδαίους πού τόν κατηγοροῦσαν ὅτι καπηλεύεται τή δόξα τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἰσραηλίτες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς δέν μποροῦσαν ἀρχικά νά κατανοήσουν τήν ὕπαρξη τοῦ Ἑνός καί συγχρόνως Τριαδικοῦ Θεοῦ καί μιλοῦσαν μόνο γιά ἕνα Θεό μέ ἕνα Πρόσωπο. Τούς διακηρύττει, λοιπόν, τήν κοινή θέληση καί ἐνέργεια μεταξύ τοῦ Πατρός Του καί Αὐτοῦ καί ἀφήνει ἔμμεσα νά ἐννοηθεῖ ὅτι δέν κάνει τίποτα, γιά νά ἐναντιωθεῖ στή θέληση τοῦ Πατρός. Ὁ Ἰσίδωρος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Χριστός θά φανέρωνε κάποια ἀδυναμία Του καί τυχόν κατωτερότητά Του ἀπό τόν Πατέρα, ἄν ἔλεγε, «ὅτι τὰ μὲν ἐφ᾽ ἑαυτοῦ ποιεῖ, τὰ δὲ οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ»[xxxvii]. Ἔτσι θά μποροῦσε κάποιος νά σκεφτεῖ ὅτι λόγῳ ἀδυναμίας Του τό εἶπε αὐτό, ἐφόσον ὅμως εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα, αὐτό ἀναγκάζει τούς Ἰουδαίους νά σκεφτοῦν ὅτι ὁ Υἱός ἐνεργεῖ μαζί μέ τόν Πατέρα καί ἔχει τό ἴδιο θέλημα μέ τόν Πατέρα Του, ὄχι μόνο ὡς ἄσαρκος Λόγος ἀλλά καί ὡς ἔνσαρκος[xxxviii].

Οἱ τρεῖς Ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ γίνονται βοηθοί καί συμπαραστάτες τοῦ κάθε γνήσιου ἐραστή τῆς ἀρετῆς, ἀντίθετα ἀφήνουν ἀβοήθητο κάθε ἄσπονδο ἐχθρό της[xxxix], γιατί ὁ Θεός ἐπιβραβεύει τό καλό καί ἀπεχθάνεται τό κακό, ὡς φιλάρετος πού εἶναι. Ἐξάλλου τά θεῖα Πρόσωπα εἶναι Ἐκεῖνα πού, ἄν καί κατοικοῦν ὑψηλά, ἐπιβλέπουν τά ταπεινά. Βλέπουν τά βάθη τῶν θαλασσῶν καί κάθονται πάνω ἀπό τά Χερουβίμ. Παρ̉ ὅλο, δηλαδή τήν παντοδυναμία Τους, δέν παραβλέπουν τό ταπεινό ἀνθρώπινο γένος. Ἄν καί ἐξουσιάζουν τά πάντα, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἀοράτων οὐρανίων δυνάμεων, διοικοῦν μέ ἡρεμία ἀκόμα καί ἐκεῖνα πού βρίσκονται στά βάθη τῶν ἀχανῶν ὠκεανῶν[xl]. Ἑπομένως, γίνεται φανερό ὅτι τίποτα δέν μπορεῖ νά διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰσίδωρος διδάσκει ὅτι ἡ θεία φύση ἀπεχθάνεται τήν ὑψηλοφροσύνη καί τήν ἔπαρση, «ὁ κόμπος καὶ τῦφος καὶ δόξα κενή οὐ συνιστᾷ τῇ ἄνω λαμπρότητι»[xli]. Ἐπιπλέον τονίζει ὅτι «ἡ οἴησις προκοπῆς ἐστιν ἐγκοπή»[xlii] γιά τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀποστροφή αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τήν κενόδοξη ἀνθρώπινη ὑπέρηφάνεια ἀποκαλύπτεται στήν παραβολή τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνη[xliii] καί τῶν τριῶν παίδων μέ τούς Βαβυλωνίους[xliv]. Ἐξάλλου ὁ ἴδιος ὁ Θεός προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά εἶναι ταπεινοί, γιά νά γίνουν μιμητές Ἐκείνου[xlv], καί ὄχι ὑψηλόφρονες ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου.

Ἡ ἄρρητη καί ἄχραντη θεία φύση[xlvi] εἶναι «ἀριθμοῦ γάρ καί χρόνων» ἀνώτερη[xlvii], ἑπομένως δέν ὑπάρχει οὐσιαστική ἀριθμητική τάξη στά Πρόσωπα τῆς Τριάδος. Ἡ θειότατη καί βασιλικότατη φύση[xlviii], λοιπόν, «ἀπρόσιτος γὰρ ἐστιν»[xlix], ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀριθμητική τάξη τῶν θείων Προσώπων. Ἀκόμα καί τά ἴδια τά ὀνόματα τῶν Προσώπων χρησιμοποιοῦνται καταχρηστικά γιά τή θεία φύση, ἐνῶ εἶναι ὀνόματα μέ τά ὁποῖα χαρακτηρίζονται τά κτίσματα[l] καί οἱ σχέσεις τῶν κτισμάτων μεταξύ τους.

Ὁ Θεός, ἄν καί εἶναι φύσει ἀναμάρτητος[li], «μόνον γὰρ τὸ Θεῖον ἀναμάρτητον»[lii], εἶναι μακρόθυμος ἀπέναντι στόν ἁμαρτωλό. Δέν ἐπιθυμεῖ τό θάνατο τοῦ τελευταίου[liii]· αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά τοῦ ἐπιτρέπει νά ἁμαρτάνει ἀπεριόριστα[liv], ἀλλά σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά μήν ὑποστεῖ πολύ βαριές τιμωρίες[lv]. Χαρακτηριστικά ὁ Ἰσίδωρος περιγράφει τήν τιμωρία τῶν ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν μέ μία πολύ ζοφερή εἰκόνα. Λέει ὅτι «διὸ καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας καὶ μὴ μετανοοῦντας ποταμοί τινες ἀένναοι ὑποδέξονται, πῦρ φοβερὸν ἀναζέοντας, ὧν τὰ ρεῖθρα φλόγες εἰς τιμωρίαν κυμαίνουσαι»[lvi]. Ὅσο αὐστηρός εἶναι ὁ παντεπόπτης Θεός μέ αὐτούς πού παραμένουν ἀμετανόητα βυθισμένοι στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, τόσο εὐεργετικός καί δεκτικός εἶναι μέ ἐκείνους πού γνήσια καί ἀληθινά μετανοοῦν, περιβάλλοντάς τους μέ καλωσύνη[lvii]. Ταυτόχρονα παραμένει πιστός σύμμαχος σέ ὅποιον ἐπιζητᾶ τήν ἀρετή[lviii] καί δέν Τόν προδίδει ποτέ[lix]. Συγχρόνως ἡ θεία καί ἡμερότατη φύση «πικροτάτας ἀπαιτῆσαι δίκας δυναμένην» σέ ἐκείνους πού ἐπιδεικνύουν ἀνυπέρβλητη ἀλαζονεία[lx], ἐκμεταλλευόμενοι τή θεία ἀνεξικακία, «τήν δι᾽ ὑπερβάλλουσαν χρηστότητα εἰς μετάνοιαν αὐτοὺς καλοῦσαν»[lxi].

Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ περιμένει τή μεταμέλεια τῶν ἁμαρτωλῶν, «ὡς τὸ ἐπιστρέψαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῇν αὐτὸν τὴν ἀοίδιμον ζωήν»[lxii]. Γιά τό λόγο αὐτό δέν πρέπει ἡ μακροθυμία τῆς θείας φύσεως νά θεωρεῖται ὡς ἀδιαφορία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ ἀνεξικακία Του ὡς ραθυμία[lxiii]. Ἡ μακροθυμία τῆς θείας φύσεως γίνεται ὅμως πρόδρομος γιά μεγαλύτερες τιμωρίες γιά ὅσους τήν ἀγοοῦν[lxiv] καί ἀντί νά τή χρησιμοποιοῦν ὡς σανίδα σωτηρίας μέ προορισμό τή μεταμέλεια καί τή μετάνοια, τή χρησιμοποιοῦν ὡς μέσο γιά τή διάπραξη «μειζόνων ἁμαρτημάτων»[lxv], κάνοντάς την «ἐφόδιον ποιουμένων κακίας»[lxvi]. Ἡ μακροθυμία Του, σύμφωνα μέ τίς Γραφές[lxvii], γίνεται συνώνυμη μέ τή φιλανθρωπία Του, ἡ ὁποία «καὶ λόγων καὶ νόμων καὶ χρόνων κρείττων τυγχάνουσα, τοὺς μεταγινώσκοντας προσίεται»[lxviii]. Ἄλλωστε στίς ἴδιες τίς Γραφές διακηρύττεται «Αὐτὸς γὰρ ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ»[lxix]. Αὐτό πρέπει νά ληφθεῖ σοβαρά ἀπό κάθε ἄνθρωπο, γιατί ὁ Θεός δέν ψεύδεται καί ἔχει τή δύναμη νά πραγματοποιήσει ὅσα ὑποσχέθηκε[lxx]. Ἔτσι θά ἀνταμείψει μέ ἀθάνατα στεφάνια «ἐν τῇ ὑπερκοσμίῳ Ἱερουσαλὴμ εὐτρεπισθεῖσα»[lxxi] ὅσους ἀγαποῦν τή σεμνότητα καί φροντίζουν νά ἔχουν γεμᾶτες τίς ἀποσκευές τῆς ζωῆς τους μέ αὐτήν[lxxii]. Ἀντίθετα οἱ ἀκόλαστοι καί οἱ ἄδικοι θά εἰσπράξουν «τά ἐπίχειρα τῶν κακῶν πράξεων» τους[lxxiii], ὅπως συνέβη μέ τόν Ἀβεσσαλώμ. Αὐτός δίκαια τιμωρήθηκε ἀπό τή θεία δικαιοσύνη, ἐξαιτίας τῆς καθαιρέσεως τοῦ πατρός του, Δαβίδ[lxxiv]. Ἀντίθετα ὁ Νομοθέτης καί Πρύτανις τῆς σωφροσύνης βράβευσε μέ τό στεφάνι τῆς ἀθάνατης δόξας τόν Ἰωσήφ, γιό τοῦ Ἰακώβ, γιά τήν ἐγκράτεια, τή σοφία καί τήν ἀρετή πού ἐπέδειξε σέ ὅλη του τή ζωή, «ἀπόβλεπτον μέν τοῖς πάλαι, ἀοίδιμον δέ τοῖς μετὰ ταῦτα ἀποφήνας»[lxxv].

Πάνω ἀπό ὅλα ὁ Θεός ἀγαπάει τήν ἀρετή στόν ἄνθρωπο, «ἀρετὴ γάρ ἐστι ἡ παρὰ τοῦ Θεοῦ στεφανουμένη»[lxxvi]. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός προίκισε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ ροπή πρός τήν ἀρετή[lxxvii]. Τιμᾶ ὅσους μοχθοῦν γιά νά τήν ἀποκτήσουν[lxxviii], ἔχοντας ὡς πρότυπό τους τήν «ἀνέφικτον καί ἀμίμητον» θεία ἀρετή κατά τήν προσταγή τοῦ Σωτῆρος. Ἐκεῖνος προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά μιμοῦνται στήν ἀρετή τόν Πατέρα Του καί τόν Ἴδιο, ὥστε ἐπιδιώκοντας τό μεῖζον νά πετύχουν ἔστω καί τό ἔλασσον[lxxix]. Ἡ ψυχή, στήν ὁποία βασιλεύει ἡ ἀρετή, ὀχυρώνεται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γιατί «θεῖόν ἐστι χρῆμα ἡ ἀρετή καὶ θεοφιλὲς καὶ μακάριον καὶ ἀθάνατον»[lxxx]. Μέ συμπαραστάτη καί σύμμαχο τή θεία βοήθεια τό ἀνθρώπινο ὄν εὔκολα νικᾶ τούς ἐχθρούς του, ὅταν ὅμως ἡ ἀρετή τόν ἐγκαταλείπει λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του, τότε ἡ θεία χάρη ἀποχωρεῖ καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕρμαιος τῶν παθῶν του[lxxxi]. Διαταράσσεται κατά συνέπεια ἡ ὀντολογική σχέση μεταξύ δημιουργήματος καί Δημιουργοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά διακόπτεται ἡ σχέση μεταξύ Κτίστη καί ἔλλογου κτίσματος. Τὀ ἀποτέλεσμα εἶναι τό τελευταῖο νά ὁδηγεῖται στή φθορά, τήν ἀρρώστια καί τελικά στό θάνατο.

Ὁ Πηλουσιώτης Πατήρ γνωρίζει ὅτι ἡ μέν θεία δύναμη εἶναι ἄμαχη καί «ἀεί κατὰ τὸ αὐτό»[lxxxii] σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἐνέργεια, οἱ ὁποῖες μεταβάλλονται συχνά καί δέν μπορεῖ κάποιος μέ ἀσφάλεια νά στηριχθεῖ σέ αὐτές. Χαρακτηρίζει τή θεία φύση «ἄσπιλη σοφία»[lxxxiii], γιατί μόνο Ἐκείνη μπορεῖ νά γνωρίζει τά πάντα καί νά ἑρμηνεύει τά πάντα μέ ὀρθό τρόπο καί ὄχι νά ἐκβιάζει κάποια ἑρμηνεία ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῆς κάθε κοινωνίας ἤ τῆς συγκεκριμένης χρονικῆς στιγμῆς. Τίποτα καί κανένας, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά παραπλανήσει τόν Τριαδικό Θεό καί νά ξεφύγει ἀπό «τὸν φανότατον καὶ ἀκοίμητον ὀφθαλμόν»[lxxxiv] τοῦ Θεοῦ. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νά γνωρίζει τά πάντα, καί ὅλα νά εἶναι γυμνά μπροστά Του, ἀκόμα καί ἄν φαίνονται ὅτι εἶναι κρυφά[lxxxv].

Ὁ Θεός εἶναι ξένος πρός τό ψεῦδος[lxxxvi], γιατί «ἀνεπίδεκτός ἐστι τοῦ ψεύδους ὁ τῆς ἀλήθειας ὁ Πατήρ»[lxxxvii]. Ὁ Ἰσίδωρος σχολιάζοντας καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι μέσα καί ἀπό αὐτό τό χαρακτηρισμό τοῦ Θεοῦ ὡς Πατήρ τῆς ἀλήθειας μπορεῖ κάποιος νά διαπιστώσει τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ[lxxxviii]. Ἡ παντοδυναμία Του φαίνεται ἀπό το γεγονός ὅτι, ἐνῶ μπορεῖ νά πετύχει τά πάντα, Ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ καί ἀναζητᾶ μόνο τά ἄριστα[lxxxix]. Μέ τή λέξη ἄριστα ἐξοβελίζεται ἡ ἰδέα τῆς διάπραξης κακοῦ ἀπό τόν Θεό, «οὐ γὰρ ἐν πᾶσι τοῖς Θεῷ δυνατοῖς ἀριθμεῖται τὰ κακά»[xc]. Ὡς παντοδύναμος μπορεῖ μόνο Ἐκεῖνος νά θεραπεύει «τὰ ἀνήκεστα νοσήματα», ὅπως τά πάθη καί κάθε εἴδους κακία[xci].

Ἡ θεία φύση εἶναι συνώνυμη μέ τήν ἔννοια τοῦ καλοῦ, ὁπότε δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει κάτι κακό[xcii], ὅπως μπορεῖ νά συμβεῖ σέ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη φύση, ἀκόμα καί ἄν ἡ τελευταία ἔχει πετύχει νά εἶναι ἅγια. Ὑπογραμμίζεται ὅτι «οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» ἀλλά ἡ αἰσχρή ψυχή τοῦ ἑκάστοτε διεφθαρμένου νοῦ[xciii]. Ἡ Θεότητα εἶναι κατά φύση καλή καί ὡς Θεός παγιωμένη στό καλό, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση γίνεται κατά μέθεξη καλή, ὕστερα ἀπό τήν κοινωνία της μέ τόν Τριαδικό Θεό[xciv]. Χαρακτηριστικά ὁ Ἰσίδωρος παρατηρεῖ ὅτι «οὐδ᾽ οὐδὲν ἀχρεῖον ἐπὶ τῆς θείας δυνάμεως παραλαμβάνεται»[xcv]. Μέ τό χαρακτηρισμό ἀχρεῖον ἐννοεῖται κάθε ἁμαρτωλή πράξη, ἡ ὁποία ὅμως δέν μπορεῖ ποτέ νά πραγματοποιηθεῖ ἀπό τόν Θεό[xcvi]. Φανερώνοντας ἔτσι ὄχι τήν ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν παντοδυναμία Του καί τήν ἐκ φύσεως ἁγιότητά Του.

Ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀγαθός[xcvii], ὄχι μόνο γιατί δημιούργησε τά πάντα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ἄμετρης ἀγαθότητάς Του, «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον ἐπὶ πονηρούς καὶ ἀγαθούς, καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»[xcviii], δείχνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι ἀγαπάει κάθε ἄνθρωπο, μισεῖ τήν ἁμαρτία ἀλλά ὄχι τόν ἁμαρτωλό. Γιά τό λόγο αὐτό περιμένει ὡς καλός πατέρας τή μετάνοια κάθε ἄσωτου παιδιοῦ Του[xcix], ἔνδειξη «μεγίστης ἀγαθότητος».[c] Τήν ἀγαθότητα ὁ Θεός τήν ἔχει ἀπό τή φύση Του[ci]. Εἶναι ἀναφαίρετη σέ Αὐτόν, τήν κατέχει ἑκούσια καί ὄχι ὕστερα ἀπό συνεχῆ ἄσκηση καί προκοπή, ὅπως συμβαίνει στά κτίσματα[cii]. Συγκρίνοντας κάποιος τήν ἀγαθότητα τῆς θείας φύσεως μέ τήν ἀνθρώπινη, βλέπει πόσο ὑστερεῖ ἡ δεύτερη ἔναντι τῆς πρώτης καί γιά τό λόγο αὐτό «πονηρίαν αὐτήν ἐκάλεσε»[ciii]. Ἀφοῦ ἡ θεία φύση, ὅπως προείπαμε, εἶναι ἄτρεπτη καί ἀναλλοίωτη στό καλό, δείχνει μάλιστα ὁ Θεός τήν ἄπειρη καλωσύνη Του σέ ὅσους ποθοῦν τά λόγια Του καί προσπαθοῦν νά τά ἐφαρμόσουν[civ]. Ὅσοι παραβιάζουν τούς ἄγραφους νόμους Του προσπαθεῖ μέ γραπτούς νόμους νά τούς ἐπαναφέρει στό δρόμο τῆς ἀρετῆς[cv], γιά νά μπορέσουν νά ξανακάνουν τήν καρδιά τους χωράφι, στό ὁποῖο θά καρποφορήσει ἡ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος[cvi]. Ἑπομένως παρατηρεῖται ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός, «ἡ ἄρρητος σοφία πρὸς ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπίαν … νομoθετεῖ»[cvii].

Ὁ Θεός εἶναι φιλεύσπλαχνος καί ἀγαπᾶ τό καλό. Παρ̉ όλο πού μισεῖ τό κακό[cviii] καί τό ἀποστρέφεται, προσπαθεῖ νά παρέχει σέ κάθε ἁμαρτωλό τήν εὐκαιρία νά σωθεῖ[cix]. Προτάσσει, λοιπόν, τήν ἀπέραντη ἀγαθότητά Του ἔναντι τῆς αὐστηρῆς δικαιοσύνης Του. Γιά νά τεκμηριώσει, λοιπόν, τήν παραπάνω ἄποψη, ὁ Πηλουσιώτης Πατήρ ἀναφέρει τό περιστατικό τοῦ Φινεέ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ, ἄν καί δίκαια, διέπραξε δύο φόνους, τόν τίμησε μέ τήν ἱερωσύνη, δείχνοντας ὅτι ἡ θεία χάρη θέλει καί μπορεῖ νά ἐλευθερώσει ἀκόμα καί τούς ἀνάξιους[cx].

Ἡ θεία φύση χαρακτηρίζεται ὡς δίκαιη, «τῆς δικαιοσύνης πολλήν ποιούμενη πρόνοιαν»[cxi]. Ἐποπτεύει τή ζωή τῶν θνητῶν, χωρίς νά τήν ἐξουσιάζει, καί δέν προσδιορίζει τήν ἐλευθερία τοῦ λογικοῦ δημιουργήματός Του. Τιμωρεῖ ἐκείνους πού διαπράττουν ἀδικίες καί ἄνομες πράξεις καί δέν προσπαθοῦν νά μετανοήσουν[cxii]. Ἄλλωστε «ὁ παντεπόπτης ὀφθαλμός» δέν ἐπιτρέπει «τὴν ἀρετὴν ὑπὸ τῆς κακίας διὰ τέλους παρευδοκιμεῖσθαι»[cxiii]. Ὡς δίκαιος[cxiv] καί φιλάνθρωπος, «ἡ τῆς ἡμερότητος πηγή»[cxv], δίνει πολλές εὐκαιρίες στούς ἁμαρτάνοντες νά μετανοήσουν. Ὅσοι δέν τό πράξουν, θά ὑποστοῦν τίς συνέπειες τῆς αὐστηρῆς τιμωρίας πού τούς ἐπιφυλάσσει[cxvi] κατά τή μέλλουσα κρίση, ὅπως συνέβη παλαιότερα μέ τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε[cxvii], μέ τήν καταστροφή τῶν Σοδόμων καί Γομόρων[cxviii], μέ τήν κατάκτηση τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς Βαβυλωνίους καί τήν αἰχμαλωσία τῶν Ἰουδαίων[cxix]. Ἀντίθετα σέ ὅσους μοχθοῦν γιά τό καλό θά τούς ἀποδώσει μεγάλες τιμές κατά τή μέλλουσα κρίση[cxx]. Παρατηρεῖται, λοιπόν, ὅτι ὁ Θεός εὐεργετεῖ κάθε ἄνθρωπο πού ἀγωνίζεται γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καί συγχρόνως τόν ἐμποδίζει ἀπό τή διάπραξη ἀδικιῶν[cxxi], γιά νά μήν πέσει θύμα τοῦ μισόκαλου δαίμονα, ἐνῶ ἀντίθετα τιμωρεῖ ὅσους πράττουν ἄνομες πράξεις[cxxii].

Ὡς δίκαιος καί ἀδέκαστος κριτής θά κρίνει μέ τρόπο γεμάτο φιλανθρωπία τόν ἀληθινά μετανοοῦντα[cxxiii]. Δέν θά ἀνεχθεῖ, ὅμως, νά Τόν παραγκωνίζουν συνεχῶς. Οὔτε πρόκειται νά ἀφήσει ἀτιμώρητους ὅσους συντελοῦν στό νά βλασφημεῖται τό θεῖο ὄνομά Του. Θά τιμωρήσει μέ ἀμείλικτο τρόπο, ὅσους, ἄν καί τούς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά μετανοήσουν, συνεχίζουν νά ἁμαρτάνουν, ἐκμεταλλευόμενοι τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ[cxxiv]. Ὡς «μέγας καὶ ὀξυδερκής καὶ ἀκοίμητος ὁ τῆς θείας δίκης … ὀφθαλμός»[cxxv] θά τιμωρήσει ὅσους πράττουν τό κακό, εἴτε φανερά εἴτε κρυφά, ἐνῶ θά ἀνταμείψει ὅσους εἶναι ὑπέρμαχοι τῆς ἀρετῆς[cxxvi]. Γιά τό λόγο αὐτό μᾶς συμβουλεύει ὁ ἱερός Πατήρ ὅτι δέν πρέπει νά ἀναβάλλουμε τά ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἀντίθετα νά ποιοῦμε τά ἄριστα[cxxvii]. Στήν προσπάθειά μας αὐτή πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἀγνοοῦμε τή στιγμή πού θά κοπεῖ τό νήμα τῆς ζωῆς μας, καθώς καί τίς δολοπλοκίες τοῦ δαίμονα, ὁ ὁποῖος μέ τεχνάσματα μᾶς ἐξαπατᾶ. Μᾶς δημιουργεῖ τήν ψευδαίσθηση «τό σήμερον ἀεί παρόν»[cxxviii], πετυχαίνοντας ἔτσι νά ἀναβάλλουμε συνεχῶς τή διάπραξη τοῦ καλοῦ καί τή μετάνοια μας, μέ ἀποτέλεσμα φτάνοντας ἡ ὥρα τῆς κρίσης νά εἴμαστε ἀπροετοίμαστοι[cxxix]. Κατά συνέπεια θά γίνουμε ἀποδέκτες βαριᾶς καταδίκης κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσης.

«Ἡ ἀκήρατος καὶ θεία δύναμις» τιμᾶ τόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, γιατί μόνο Αὐτή μπορεῖ νά ἀποδώσει τήν τιμή καί τή δόξα σέ ὅσους εἶναι ἄξιοι νά τή δεχθοῦν καί ἀκόμη περισσότερο σέ ἐκείνους πού ἀξίζουν[cxxx]. Θά κρίνει ὅμως αὐστηρά καί θά ἐπιβάλει μεγάλες ποινές σέ ὅσους, παρά τήν ἀνυπέρβλητη μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, συνεχίζουν ἀσύστολα νά ἁμαρτάνουν, ὅπως προαναφέρθηκε, γιατί περιφρονοῦν τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, φανερώνοντας τόν πλήρη παραλογισμό τους[cxxxi]. Ἡ τιμωρία τους ἀπό τόν Θεό γίνεται «ἀπαθῶς», γιατί ἡ θεία φύση εἶναι χωρίς πάθη σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού διέπεται ἀπό «ἐμπαθῆ κίνησιν καὶ τὴν τῶν λογισμῶν ταραχήν»[cxxxii]. Τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων ἀναγκάζει τόν Θεό, πού εἶναι ἀπαθής στή φύση Του, νά παρουσιάζεται σάν νά μετακινεῖται ἀπό τή φυσική Του ἀγαθότητα στήν ἔξω ἀπό τή φύση Του ὀργή. Στήν πραγματικότητα ὅμως ἡ τιμωρία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῶν κακῶν πράξεων κάθε ἀνθρώπου[cxxxiii].

Ἡ θεία φύση εὐαρεστεῖται ὄχι μέ ὑλικές λατρεῖες, ἀλλά ὅταν προσφέρουμε τά σώματα καί τή διάνοιά μας καθαρά ἀπό ὁποιοδήποτε ρύπο ἁμαρτίας. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ Παῦλος μᾶς παροτρύνει: «Παραστήσατε τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τήν λογικήν λατρείαν ὑμῶν»[cxxxiv]. Ἄλλη μία ἰδιότητα τῆς Θεότητας εἶναι ἡ σωφροσύνη καί ἡ πρόνοια, γιά τό λόγο αὐτό παρατηρεῖται τό παράδοξο νά διαπράττουν δύο ἄνθρωποι τό ἴδιο ἁμάρτημα ἀλλά νά τιμωρεῖται ὁ ἕνας. Αὐτό σχετίζεται μέ τίς διάφορες προϋποθέσεις πού γνωρίζει καί λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψη Του ὁ Θεός, τίς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νά συλλάβει καί νά ἀξιολογήσει τό πεπερασμένο τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Μέ βάση τά παραπάνω μπορεῖ νά κάποιος νά ἐξηγήσει, γιατί ἐνῶ ὁ Ἀαρών καί ἡ Μαρία κατηγόρησαν τό Μωυσῆ, μόνο ἡ Μαρία τιμωρήθηκε. Αὐτό συνέβη, ἐπειδή ὁ Ἀαρών εἶχε τό ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης κάτι πού ὁ Θεός δέν ἤθελε νά ἀτιμάσει[cxxxv]. Ἄλλωστε ἡ θεία Πρόνοια ἐνεργεῖ κατάλληλα, γιατί γνωρίζει καλά τό συμφέρον τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου[cxxxvi] καί ἀπονέμει στόν καθένα αὐτά πού τοῦ ἀξίζουν[cxxxvii]. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ κάθε ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀναθέτει στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὅλα ὅσα τόν ἀφοροῦν[cxxxviii].

Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε ὁ Τριαδικός Θεός νά τρέφει τά πάντα καί τούς πάντες, παρέχοντάς τους τήν τροφή μόνο τήν κατάλληλη στιγμή. Βρίσκουν ἑπομένως ἐφαρμογή τά λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ «Πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφήν αὐτοῖς εἰς εὔκαιρον»[cxxxix]. Ἄν ἡ τροφή δινόταν σέ ἀκατάλληλη στιγμή, τότε δέν θά εἶχε καμμία ἀξία. Ὁ Ἰσίδωρος τεκμηριώνει τή συγκεκριμένη ἄποψη μέ τό λογικό ἐπιχείρημα, ὅτι ἄν ἔδινε ψωμί ὁ Θεός στό χορτασμένο, δέν θά εἶχε καμμία ἀξία γιά ἐκεῖνον, ἐνῶ ἄν το ἴδιο ψωμί δινόταν σέ ἕναν πεινασμένο, θά τοῦ πρόσφερε μεγάλη ἱκανοποίηση. Ἀντίστοιχα τό ἴδιο θά συνέβαινε καί μέ τό ποτήρι τό κρασί. Διαφορετική ὑποδοχή θά ἔβρισκε ἀπό τό διψασμένο καί διαφορετική ἀπό τό μεθυσμένο. Ἡ θεία πρόνοια μεριμνᾶ ἀκόμη καί οἱ καρποί τῆς γῆς νά μήν ὡριμάζουν ὅλοι μαζί, γιατί «ἐστενοχωρήθη ἄν ἡ τοῦ γεωργοῦ τέχνη ὑπό τῆς τοῦ χρόνου βραχύτητος, καὶ πάντα ἄν ἀπολώλει καὶ διεφθάρη, οὐκ ἀρκοῦντος αὐτοῦ ὑφ᾽ ἕν ἅπαντα συγκομίσαι»[cxl]. Χρέος, λοιπόν, τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι νά ζητᾶ ἀπό τόν Θεό ὅσα Ἐκεῖνος γνωρίζει ὅτι θά εἶναι ὠφέλιμα γιά ἐκεῖνον, δείχνοντας ἔτσι ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή θεία πρόνοια[cxli].

Συνοπτικά εἴδαμε ὅτι ὁ ἱερός Ἰσίδωρος τονίζει τό ἀδύνατο τῆς ἔρευνας τῆς οὐσίας τῆς θείας φύσεως, ἡ ὁποία γνωρίζεται μόνο μέσα ἀπό τίς φυσικές ἰδιότητές της. Σημειώνει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι ἄναρχη, δηλαδή ἀῒδια, καί βρίσκεται ἐπέκεινα χώρου καί χρόνου. Ὁ Τριαδικός Θεός δημιούργησε ὅλη τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη. Ὁ ἱερός Πατήρ παρομοιάζει τή φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέ φωτιά. Μία παρομοίωση πού χρησιμοποιεῖται συχνά ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὑπογραμμίζει τήν ἀπέχθεια τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὑπερηφάνεια, ἄν καί Ἐκεῖνος θά ἦταν ὁ μόνος πού θά εἶχε κάθε δικαίωμα νά ὑπερηφανεύεται.

Μέσα στό ἔργο τοῦ Πηλουσιώτη Πατρός ὑποδεικνύεται μέ ἔμφαση ἡ ἀνυπαρξία οὐσιαστικῆς ἀριθμητικῆς τάξης στίς θεῖες ὑποστάσεις. Τά ὀνόματα πού χαρακτηρίζουν τίς θεῖες Ὑποστάσεις ἤ τά ἰδιώματα Αὐτῶν χρησιμοποιοῦνται καταχρηστικά. Ἄλλωστε κανένας ὅρος ἀπό τό πεπερασμένο ἀνθρώπινο λεξιλόγιο δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ κυριολεκτικά γιά τη θεία φύση.

Ὁ Θεός, ἄν καί εἶναι ἀναμάρτητος, ἐπιδεικνύει ἀπέραντη μακροθυμία ἔναντι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἀναμένει τή μετάνοια τοῦ τελευταίου, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι τοῦ ἐπιτρέπει νά συνεχίζει νά ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία. Κατά συνέπεια τιμωρεῖ αὐστηρά τούς ἀμετανόητους, ἐνῶ ταυτόχρονα συγχωρεῖ τούς μετανοούντας. Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι φιλάρετος, γιά τό λόγο αὐτό προίκισε τό ἀγαπημένο δημιούργημά Του μέ ἔμφυτη ροπή πρός τήν ἀρετή καί καθετί καλό. Ὁ Θεός ἐπιβραβεύει ὅσους ἀγωνίζονται γιά τήν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς τους μέ τήν ἐπιδαψίλευση τῆς χάριτός Του.

Ὁ Ἰσίδωρος δηλώνει μέ ἔμφαση ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι ἄτρεπτη σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη. Εἶναι γεμάτη μέ σοφία, μέ ἀποτέλεσμα νά ἑρμηνεύει ὀρθά ὅλα τά πράγματα χωρίς νά ἐκβιάζει ἑρμηνεῖες, ὅπως συμβαίνει μέ τόν ἄνθρωπο. Ἡ ὑπέρτατη φύση εἶναι παντοδύναμη, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει ὅρια, ἀφοῦ τή διέπουν οἱ νόμοι τῆς κτιστῆς φύσεως. Ἐμμένει στόν τονισμό τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ ἀλλά συγχρόνως εἶναι δίκαιος. Ἔτσι θά ἀποδώσει στόν καθένα τιμές ἤ τιμωρίες ἀνάλογα μέ τά ἔργα του. Ὁ Πηλουσιώτης μοναχός διδάσκει ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανάγαθος. Ἔμπρακτη ἀπόδειξη τῆς ἀγαθότητάς Του εἶναι ὅτι ἀνατέλλει τόν ἥλιο γιά δικαίους καί ἀδίκους καί δίνει τή βροχή σέ ἐνάρετους καί μή. Θεωροῦμε σημαντικό τό πῶς ἐξηγεῖ ὁ Ἰσίδωρος τό ἀπαθές τῆς θείας φύσεως. Λέει, λοιπόν, ὅτι ἡ θεία φύση δέν ὀργίζεται κυριολεκτικά. Ἁπλῶς μέ τόν τρόπο αὐτό γίνεται πιό κατανοητό στόν ἄνθρωπο ὅτι οἱ ἁμαρτωλές πράξεις του ἐπισύρουν τήν τιμωρία του ἀπό τόν Θεό γιά λόγους πάντοτε παιδαγωγικούς.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β:

Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ Κύριλλος ὑπογραμμίζει ἀρχικά μία μεγάλη ἀλήθεια, οἱ ἰδιότητες καί τά ἐξαίρετα τῆς θείας φύσως εἶναι «δυσέξοιστά τε... καὶ δυσέκφραστα καὶ οὐχ ἕτοιμα πρὸς τὸ καταθρεῖν»[cxlii]. Ὅποιες σκέψεις γίνουν γιά τή Θεότητα εἶναι ὄχι μόνο πολύ μικρές συγκριτικά μέ τό ἄπειρο τῆς ὑπερκόσμιας Θεότητας ἀλλά καί πολύ κατώτερες ἀπό τήν πραγματική ἀξία Της. Ἡ ὑπέρτατη φύση νοεῖται καί εἶναι μέγα, μοναδικό καί πέρα ἀπό κάθε νοῦ καί λόγο[cxliii]. Γιά τό λόγο αὐτό μιλᾶμε γιά τόν Θεό «διά σχημάτων καὶ τύπων» καί μαθαίνουμε γιά Ἐκείνον «ἐν ἐσόπτρῳ καὶ ἐν αἰνίγματι»[cxliv], ἀφοῦ ἡ ἀδυναμία τῆς γλώσσας μας σέ συνάρτηση μέ τήν ἀδυναμία τῆς ὁράσεώς μας ἀποκαλύπτει τήν κατωτερότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔναντι τῆς θείας. Ἀνεπιφύλακτα τονίζεται ὅτι «πνεῦμά ἐστιν ὁ Θεός, ἀνείδεός που πάντως ἐστί, καὶ τύπου καὶ σχήματος καὶ περιγραφῆς ἐπέκεινα πάσης»[cxlv]. Οἱ σκέψεις περί τοῦ Θεοῦ ἐκφράζονται μέ λέξεις τοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπινου νοῦ, οἱ ὁποῖες ἐπιχειροῦν νά δηλώσουν ὅσα εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνατότητες τοῦ νοῦ μας[cxlvi]. Αὐτό εἶναι μία πραγματικότητα ἡ ὁποία εἶναι κατανοητή καί ἀποδεχτή τόσο στούς χριστιανούς πατέρες ὅσο καί σέ πολλούς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους ὅπως ὁ Πορφύριος, ὁ Πλάτων, ὁ Ἑρμῆς ὁ Τρισμέγιστος καί ἀρκετοί ἄλλοι[cxlvii] ἀδυνατοῦν νά ἀναφερθοῦν στό εἶναι τῆς θείας φύσεως ἐξαιτίας τῆς πτωχείας τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καί τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας.

Στή συνέχεια, παρατηρεῖ ὅτι τά ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως διακρίνονται σέ φυσικά καί ὑποστατικά. Τά φυσικά εἶναι κοινά καί στά τρία Πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ[cxlviii], τά ὑποστατικά (ἡ ἀγεννησία, ἡ γέννηση καί ἡ ἐκπόρευση) ἀφοροῦν κάθε Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ξεχωριστά[cxlix], μένουν ἀκοινώνητα καί ἐξασφαλίζουν τήν ἑτερότητα τῶν θείων Προσώπων[cl]. Ἐξάλλου πρέπει νά τονίσουμε ὅτι τά ὑποστατικά ἰδιώματα δέν πρέπει νά νοοῦνται ὅτι λαμβάνουν χώρα καί ἰσχύουν κατ᾽ ἀναλογία πρός τά θεῖα Πρόσωπα, ὅπως στούς ἀνθρώπους. Στό κεφάλαιο αὐτό θά γίνει ἀναφορά γιά τίς φυσικές ἰδιότητες, ἐνῶ γιά τά ὑποστατικά ἰδιώματα θά ἀναφερθοῦμε σέ ξεχωριστές ἑνότητες.

Τά φυσικά ἰδιώματα ὁ Κύριλλος τά ὁρίζει ὡς «ὅσα δὲ λέγομεν ἐπὶ Θεοῦ καταφατικῶς, οὐ τὴν φύσιν, ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν φύσιν δηλοῖ· κἂν ἀγαθὸν, κἂν δίκαιον, κἂν σοφὸν, κἂν ὅ,τι ἂν ἄλλο εἴπῃς, οὐ φύσιν λέγεις Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν φύσιν»[cli]. Ἀρχικά ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀόρατη[clii], ἀσώματη[cliii], ἀψηλάφητη[cliv], ἁπλή[clv] καί ἀσύνθετη[clvi], παρ̉ ὅλο πού ἔχει τρία πρόσωπα καί πολλές ἐνέργειες[clvii]. Εἶναι δύσκολο, λοιπόν, νά συλλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τά τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφουν γιά τά σχετικά μέ Αὐτόν, δηλαδή τόν Θεό, μέ τρόπο ἀνθρώπινο, εἰδάλλως, ἐπισημαίνει ὁ ἱερός Κύριλλος, δέν θά ἦταν ἐφικτό νά καταλάβουμε ἐμεῖς πού ζοῦμε μέσα σέ ἁπλά καί ὑλικά σώματα, πράγματα σχετικά μέ τή θεία καί ὑπέρτατη οὐσία, «εἰ μὴ καθάπερ ἐν τάξει παραδειγμάτων παρεκομίσθη τὰ καθ᾽ ἡμᾶς»[clviii]. Μόνο ἔτσι ἡ ὑπέρτατη φύση, ἡ ὁποία βρίσκεται πέρα ἀπό κάθε σωματική φαντασία, θά μπορεῖ ἐν μέρει νά γίνει κατανοητή. Φυσικά σπεύδει νά ὑπογραμμίσει ὅτι ἡ θεία φύση δέν ταυτίζεται μέ τίς ἐνέργειες τῆς Θεότητας: «Ἀλλὰ τὸ μὲν ποιεῖν, ἐνεργείας ἐστὶ, φύσεως δὲ τὸ γεννᾷν. Φύσις δὲ καὶ ἐνέργεια οὐ ταυτόν»[clix]. Κατά συνέπεια ὁ ἄνθρωπος βλέπει καί μετέχει τῶν ἐνεργημάτων δηλαδή τῶν ἀποτελεσμάτων τῶν θείων ἐνεργειῶν.

Ἡ θεία φύση εἶναι ἀσώματη. Ἑπομένως δέν πρέπει νά θεωροῦμε τίποτα ὑλικό στόν Θεό, οὔτε μάτια ἤ αὐτιά, οὔτε χέρια, πόδια ἤ φτερά. Ὅποιος προσπαθεῖ νά σκεφτεῖ κάτι τέτοιο, τότε, σημειώνει μέ παρρησία ὁ Κύριλλος, «παντελῶς γὰρ εὔηθες τὸ βούλεσθαί τι τοιοῦτον ἐννοεῖ»[clx]· ἁπλῶς χρησιμοποιοῦνται τέτοιες ἀνθρωπομορφικές εἰκόνες ἀπό τή Γραφή, γιά νά κατανοήσουμε τά ἀναγκαῖα γιά τόν Θεό ἐμεῖς πού ὑπάρχουμε σέ ἁπτά καί ὑλικά σώματα. Πρέπει νά ἔχουμε συνέχεια κατά νοῦ ὅτι ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, γνωρίζει τά πάντα, ἐποπτεύει καί ἐρευνᾶ τό καθετί, ἀφοῦ τίποτα δέν μπορεῖ νά διαφύγει ἀπό τήν προσοχή Του[clxi].

Οἱ ἐνέργειες, ἄν καί εἶναι πολλές καί ποικίλες[clxii], δέν βλάπτουν τή «σεπτή και ἄῤῥητον»[clxiii] φύση τῆς τρισηλίου Τριάδος, γιατί τό ὑπέρτατο ὄν δέν εἶναι ὅπως τά κτιστά ὄντα καί δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ σύγκριση τῆς ὑπέρτατης φύσεως μέ τήν κτιστή[clxiv]. Ἄλλωστε ἡ κτιστή φύση εἶναι πεπερασμένη ἔχοντας ἀρχή καί τέλος[clxv], «πᾶν τό ἐν γενέσει καί παρενεχθέν ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι, πάντῃ καί πάντως ὑπόκειται τῇ φθορᾷ»[clxvi], ἀντίθετα «ἄναρχον γὰρ τὸ θεῖον καὶ τελευτᾷν οὐκ εἰδός»[clxvii] καί δέν ὑποβάλλεται σέ τοπικούς περιορισμούς[clxviii]. Ἐδῶ ὁ Κύριλλος συμπληρώνει ὅτι παρ᾽ όλο πού λέγεται ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ στόν οὐρανό, δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ κάτι σωματικό γι᾽ Αὐτόν. Γιατί ὁ Θεός δέν βρίσκεται σέ περιορισμένο τόπο καί μέρος, ἀφοῦ τό Θεῖο εἶναι «ἁπλοῦν», «ἀσώματον καί πάντα πληροῦν», ἀλλά «ἐπειδή δέ τοῖς ἄνω πνεύμασι ὡς ἁγίοις ἐπαναπαύεται, ταύτῃτοί φαμεν θρόνον τε καὶ οἶκον αὐτοῦ τὸν οὐρανόν»[clxix]. Τό Θεῖο Ὄν, λοιπόν, ὑπέρκειται τοπικῶν καί ποσοτικῶν περιορισμῶν, «οὐ τόπῳ καὶ περιορισμοῖς, ποσότητί τε καὶ μέτροις ὑποκειμένου Θεοῦ»[clxx]. Τό ἀπεριόριστο, ἄποσο και ἀμέγεθες τῆς θείας φύσεως γίνεται φανερό στούς ἀνθρώπους ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα[clxxi].

Ὁ ἱερός Κύριλλος παρατηρεῖ ὅτι τό θεῖο, ἐννοώντας καί τά τρία Πρόσωπα τῆς Θεότητας, εἶναι πανίσχυρο, παντοδύναμο καί ἔχει ἀπόλυτη πληρότητα[clxxii]. Μέ τήν ἔκφραση «ὅσαπερ ἂν πρέποι»[clxxiii], ἐννοώντας δηλαδή τήν ἀπόλυτη πληρότητα σημειώνει ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὅτι τό θεῖο εἶναι τέλειο καί δέν ἐπιδέχεται καμμία βελτίωση, ἀλλαγή, τροπή ἤ μείωση τῆς οὐσίας Του, πράγματα τά ὁποῖα συμβαίνουν στήν κτιστή φύση. Ἐνεργεῖ, λοιπόν, ἀπό κοινοῦ ἡ Ἁγία Τριάδα. Αὐτά πού κάνει ἤ πού σκέφτεται νά κάνει ὁ Πατήρ, τά ἴδια κάνει καί ὁ Υἱός κατά τόν ἴδιο τρόπο, τό ἴδιο ἐπίσης συμβαίνει καί στό Πνεῦμα[clxxiv]. Ἑπομένως, τά πάντα ἐνεργοποιοῦνται Τριαδικά ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἄλλωστε καί τά τρία Πρόσωπα ζωοποιοῦν καί ζωογωνοῦν τά πάντα[clxxv]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ ὁμοδύναμου τῶν θείων Προσώπων ἀποτελεῖ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ «πάντα παρὰ Πατρός δι᾽ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι»[clxxvi] ἔγιναν.

Ὁ Κύριλλος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Υἱός «ἦν γὰρ καὶ ἐστὶν ἰσοσθενὴς αὐτῷ, καὶ δι᾽ αὐτῶν τῶν πραγμάτων πεπληροφόρηκε τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι κατὰ πᾶν ὁτιοῦν ἰσομέτρως ἔχει τῷ γεγεννηκότι (= Πατρί)»[clxxvii]. Παρατηρεῖ, λοιπόν, ὅτι τά πρόσωπα πού ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, ἔχουν τά ἴδια φυσικά ἰδιώματα[clxxviii]. Ἔτσι τά Πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πού ἔχουν τήν ἴδια φύση εἶναι ὁμοδύναμα.

Ὁ Θεός εἶναι πανίσχυρος[clxxix] . Μπορεῖ νά φέρει εἰς πέρας ἀκόμα καί τά πιό ἀδύνατα γιά τήν ἀνθρώπινη διάνοια. Δημιούργησε «καλὰ λίαν»[clxxx] τήν κτίση ἀπό τό μηδέν καί ἀποτελεῖ ἀπόδειξη «ὑπεροχῆς πανσθενοῦς», ἡ δημιουργία τοῦ οὐρανοῦ καί τό στερέωμα τῆς γῆς, ἡ ὁποία δέν ὑφίστατο κἄν[clxxxi]. Ἔφερε, λοιπόν, ὁ Θεός τό σύμπαν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί κατάφερε νά τό κατασκευάσει, γιά τό ὁποῖο μᾶς διαβεβαιώνει καί ὁ Μωυσῆς μέσα ἀπό τήν περιγραφή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου στό βιβλίο τῆς Γενέσεως[clxxxii]. Μέσα ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ζωή, φῶς, δύναμη καί τέλος ὅτι εἶναι ἄφθαρτος σέ σχέση μέ τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη[clxxxiii].

Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ φαίνεται ἀκόμη καί στό περιστατικό τοῦ Ἐζεκία. Ὁ τελευταῖος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐπανέλθει στή ζωή, ὁ Θεός τό κατέστησε φανερό μέ τήν ἐπιστροφή τῆς σκιᾶς τοῦ ἡλίου καί τήν ἐπιμήκυνση τῆς ἡμέρας σέ ἀσυνήθιστο χρόνο διάρκειας, δείχνοντας ἔτσι ὅτι «δυσήνυτον δὲ παντελῶς οὐδέν τῷ τῶν ὅλων Δεσπότῃ, ἀλλ᾽ ὅπερ ἂν ἕλοιτο, κατορθοῖ κατευνάσας μόνον»[clxxxiv]. Δίκαια, λοιπόν ὁ Ἐζεκίας χαρακτηρίζει τόν Θεό «Κύριο Σαβαώθ», δηλαδή Κύριο τῶν δυνάμεων καί ὅλης τῆς δημιουργίας τῆς οὐράνιας καί τῆς ἐπίγειας[clxxxv]. Ἀπό τό περιστατικό τοῦ Ἐζεκία ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ζωή καί ζωοποιός, καί ἐπάνω πάντων ἀνώτερος»[clxxxvi], ἀκόμα καί τοῦ θανάτου. Ἐπιπλέον ὡς παντοδύναμος δέν εἶναι μόνο ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς, ἀλλά μπορεῖ νά ἀπελευθερώσει ἀκόμα καί ἀπό τά δεσμά τοῦ διαβόλου ὁποιονδήποτε νοῦ, πού αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τό σατανᾶ, καί νά τόν ἐπαναφέρει στήν ἀρχική του ἀξιόπρεπη κατάσταση[clxxxvii].

Ἡ θεία φύση εἶναι «εὐκλεής» καί «περικαλέστατη»[clxxxviii], ἐνῶ τά κτιστά ὄντα, οὐράνια καί ἐπίγεια, ἀποκτοῦν τά χαρακτηριστικά αὐτά κατά τή μέθεξή τους μέ τίς θεῖες ἐνέργειες. Μοιάζει ἡ θεία φύση μέ τή φωτιά, ἡ ὁποία εἶναι αὐτόφωτη, καί ἀντανακλᾶ τό φῶς καί τή λαμπρότητά της σέ ἄλλα ἑτερόφωτα σώματα, τά ὁποῖα ἔρχονται σέ ἐπαφή μαζί της[clxxxix]. Ἡ θεία φύση ὄχι μόνο φωτίζει τά πάντα, ἀλλά ἐπιπλέον τά οὐσιώνει, τά ζωογονεῖ καί τά καταξιώνει[cxc].

Ὁ Θεός γνωρίζει τά πάντα, ὅσα ἔγιναν, γίνονται καί ὅσα πρόκειται νά συμβοῦν, ἀφοῦ γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει παρόν, παρελθόν καί μέλλον ἀλλά ὅλα εἶναι ἕνα συνεχές παρόν γιά τή θεία φύση: «Ὅτι μὲν γὰρ συμβήσεται μεταξὺ τῷ ζώῳ τὸ παθεῖν τὴν φθορὰν͵ οὐκ ἠγνόηκεν ὁ Δημιουργὸς, ἀλλ᾽ ἠπίστατο, μετὰ τούτου καὶ τῶν ἀτόπων τὴν λύσιν, καὶ τῆς φθορᾶς τὴν ἀναίρεσιν, καὶ εἰς τὸ ἄμεινον ἀνακομιδὴν, καὶ τῶν ἐν ἀρχαῖς ἀγαθῶν τὴν ἀνάληψιν. ῎Ηδει γὰρ ὅτι πέμψει κατὰ καιροὺς τὸν ἴδιον Υἱὸν ἐν ἀνθρωπείᾳ μορφῇ τεθνηξόμενον ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τοῦ θανάτου καταλύσοντα κράτος, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ»[cxci]. Καί ἐνῶ γνωρίζει τά πάντα «πρὶν γενέσεως αὐτῶν»[cxcii], ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἀποφασίζει ἐλεύθερα καί νά ἔχει τή δυνατότητα νά ἐνεργεῖ ὅπως θέλει, ἀκόμα καί νά ὑποπέσει σέ σφάλμα ἤ νά διαπράξει ἁμαρτίας.

Χαρακτηριστική ἰδιότητα τῆς θείας οὐσίας εἶναι καί ἡ φιλευσπλαχνία[cxciii]. Ὡς φιλέσπλαχνος καί φιλάνθρωπος, «πλούσιος ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς»[cxciv], ἐπιεικής, ἀγαθός[cxcv] καί πολυέλεος, ἀναζητᾶ συνεχῶς ἀφορμές νά ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλό στή σωτηρία, καί προσπαθεῖ νά τοῦ δώσει πολλές εὐκαιρίες, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ δικαίωση τοῦ ἀπολωλότος προβάτου του καί κατά συνέπεια ἡ σωτηρία του. Γιατί, ὅπως τονίζει καί ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ, ὁ Θεός «οὐ γὰρ βούλεται τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ μᾶλλον, ὡς τὸ ἀποτρέψαι αὐτὸν ἀπό τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῇν αὐτόν»[cxcvi]. Τά λόγια αὐτά τοῦ προφήτη βρίσκουν ἐφαρμογή σέ πολλά παραδείγματα, πού μπορεῖ νά ἀντλήσει κανείς τόσο ἀπό τήν Π. καί τήν ΚΔ, ὅσο ἀπό τή ζωή τῶν πατέρων ἀλλά ἀκόμα καί ἀπό τή σημερινή ἐποχή. Κυρίως, ὅμως, ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ φαίνεται στό ἔλεος πού ἔδειξε ὁ Θεός στούς Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν σέ τόσα μεγάλα παραπτώματα, μέ μεγαλύτερο τή σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου, μέ τό νά τούς δώσει τήν εὐκαιρία νά ἐπιτύχουν τήν ἄφεση τῶν ἀναρίθμητων ἐγκλημάτων τους[cxcvii]. Ἡ φιλευσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ κύριος παράγοντας γιά τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο καταρτίστηκε ἀπό τόν Θεό μέχρι τήν τελευταία καί τήν παραμικρή λεπτομέρεια.

Ἡ προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό[cxcviii] δημιουργεῖ στόν πρῶτο ὑψηλό συναίσθημα χαρᾶς καί εὐεξίας, γιατί ἡ φύση τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων[cxcix] βρίσκεται «ἐν ἀκαταλήκτους θυμηδίας», σέ τέλεια καί άκατάπαυστη χαρά[cc]. Τό λογικό ὄν, νιώθει τή μικρότητά του σέ σχέση μέ τόν Θεό, «τὸν ἕνα καὶ φύσει ἀληθῶς Θεόν»[cci]. Ἡ ἀπόλυτη ὑπεροχή τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ κόσμου καθιστᾶ τή γνώση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀδύνατη χωρίς τήν ἀποκαλυπτική ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Τρισυπόστατου Ἡλίου.

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, παρατηρώντας τήν κίνηση τῶν οὐρανίων σωμάτων καί μελετώντας τά φυσικά φαινόμενα, νά διαπιστώσει ὅτι ὅλα εἶναι κατασκευασμένα ἀπό μία ἀνώτερη δύναμη, τόν Θεό, καί ὑπακοῦνε στούς νόμους πού Ἐκεῖνος ἔχει θεσπίσει. Τό συμπέρασμα, στό ὁποῖο κάποιος καταλήγει ὕστερα ἀπό τήν παρατήρηση αὐτή, δικαιώνει τά λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα»[ccii]. Κατά συνέπεια γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι ἀῒδιος, σέ ἀντίθεση μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι πέρα καί πάνω ἀπό τό χρόνο, εἶναι «τέλειος» καί «ἀπροσδεής»[cciii].

Ἡ κτίση δέν δημιουργήθηκε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά εἶναι καρπός τῆς ἐνέργειας, τῆς βουλήσεως καί τῆς ἀγάπης Του καί μαρτυρεῖ «τὸ ὑπερτενὲς»[cciv] τῆς δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό τήν ἐλεύθερη δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, «ἐκ δὲ τῆς ἐλευθέρας καὶ πάντων ἀρχούσης οὐσίας»[ccv]. Ὁ Θεός ἦταν ἐλεύθερος νά δημιουργήσει ἤ νά μή δημιουργήσει τόν κόσμο, κάτι πού βασιζόταν ἀποκλειστικά στή βούλησή Του. Ἡ ὑλοποίηση τοῦ κόσμου εἶναι καρπός τῆς ἀπεριόριστης ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι δέ ἀποφάσισε νά δημιουργήσει, τό ἔκανε «καλόν λίαν», γιατί ὁλόκληρη ἡ δημιουργία ἔδειχνε «τὴν ἄμετρον τῆς θείας φύσεως ἀγαθότητα»[ccvi]. Ἀσκεῖ ἐξουσία σέ ὅλα τά κτίσματα, «καὶ δόξαν ἀνῆπται τὴν αὐτῇ τε καὶ μόνῃ πρεπωδεστάτην»[ccvii], καί γνωρίζει ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ Δημιουργός τῶν ὅλων, τίς καρδιές, τά συναισθήματα καί τό βαθύτερο περιεχόμενο τῶν σκέψεων τῶν κτισμάτων[ccviii]. Ἔτσι ἐπιλέγει σέ ποιόν καί ποῦ θά ἀποκαλυφθεῖ καί μέ ποιό τρόπο, ἐνῶ σώζει εὔκολα, ὅποιον πιστεύει σέ Αὐτόν[ccix].

Ἡ θεία φύση «ἀπείραστός ἐστι κακῶν»[ccx] καί ὁ ἴδιος δέν πειράζει κανέναν ἄνθρωπο. Τούς πειρασμούς τούς βάζει ὁ βροτοφάγος δαίμονας, γιά νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους νά πετύχουν νά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό, κερδίζοντας τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, δηλαδή τή σωτηρία τους. Τό Θεῖο ταυτίζεται μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀγαθοῦ, γιατί ὁ μόνος πραγματικά ἀγαθός εἶναι ὁ Θεός, χωρίς ἡ ἰδιότητα αὐτή νά ἐπιδέχεται κάποια μετάπτωση σέ ἀντίθεση μέ τά κτίσματα, τά ὁποία «ἐν ἀλλοιώσει καὶ τροπαῖς καὶ ἀγχίθυρον ἔχοντα τὴν παραφοράν»[ccxi]. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τήν ἀρετή καί ὡς φιλάρετος[ccxii] πού εἶναι ἀνταμείβει πλουσιοπάροχα ὅσους ἀγωνίζονται γιά νά τήν κάνουν κτῆμα τους.

Ἡ θεία φύση εἶναι ἀναμάρτητη, γιατί ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι καί νοεῖται πέρα ἀπό τά ἁμαρτήματα[ccxiii]. Ἄλλωστε εἶναι φύσει ἅγια[ccxiv]. Ἐπειδή τώρα ἡ θεία φύση εἶναι ἀναμάρτητη, ἀγαπᾶ ὅσους ἀγωνίζονται κατά τῆς ἁμαρτίας καί στεφανώνει μέ χαρίσματα τούς ἀνθρώπους πού φτάνουν ἤ προσπαθοῦν να φτάσουν στήν ἁγιότητα, τά ὁποῖα πέμπονται «ὡς Πατρός δι᾽ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, ἐκ τῆς μιᾶς θεότητος»[ccxv]. Δίνει, λοιπόν, τή συγκατάθεσή Του γιά τήν πραγματοποίηση τῶν αἰτημάτων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν ἐξαίρετο τρόπο ζωῆς κατά Θεόν, ὅταν αὐτοί προσεύχονται δακρυσμένοι καί μέ πόνο καρδιάς: «Ἐπιγάννυται δὲ τοῖς ἐννόμως βεβιωκόσιν ὁ τῶν ὅλων Θεὸς, καὶ τοῖς τὸν ἐξαίρετον διασώζουσι βίον κατανεύει ῥᾳδίως, ὅταν ἴδῃ δεδακρυμένους, καὶ πόνον τῇ προσευχῇ συμπλέκοντας»[ccxvi]. Ἐπιπλέον ἡ θεία φύση εἶναι ἀνεπίδεκτη φόβου καί λύπης καί μακριά ἀπό κάθε κατηγορία γιά δειλία[ccxvii].

Συνοπτικά εἴδαμε ὅτι ὁ Κύριλλος ἀρχικά σημειώνει τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ἀναφερθεῖ μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια στή θεία φύση. Κάθε σκέψη καί λόγος τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό ὑστερεῖ κατά πολύ σέ σύγκριση μέ ἐκεῖνα πού ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Ἐξάλλου εἶναι κοινά ἀποδεκτό στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τό ἀνθρώπινο λεξιλόγιο εἶναι τό μοναδικό μέσο, ἄν καί πεπερασμένο, γιά τήν ἀναφορά μας στόν Θεό. Στό ἔργο τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας γίνεται διάκριση τῶν φυσικῶν ἀπό τά ὑποστατικά ἰδιώματα. Τά πρῶτα εἶναι κοινά καί στά τρία Πρόσωπα τῆς Τριάδος, ἀντίθετα τά ὑποστατικά εἶναι μοναδικά γιά κάθε θεῖο Πρόσωπο. Μέ τόν ὅρο ἰδιώματα ὁρίζονται τά περί τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τό εἶναι τῆς θείας φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ γνώση τοῦ Θεοῦ μετέχοντας στίς ἄκτιστες ἰδιότητες - ἐνέργειες τῆς τριαδικῆς Θεότητας. Μόνο μέσα ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτήσει γνώση γιά τόν Θεό, «τὰ γάρτοι πίστει τετιμημένον βασάνου πάντως ἐλεύθερον»[ccxviii].

Ἐπίσης ὁ ἐπικεφαλής τοῦ πατριαρχείου τῆς Ἀλεξάνδρειας τονίζει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι ἀσώματη. Κατά συνέπεια οἱ ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πού ὑπάρχουν σέ διάφορα βιβλικά χωρία, σκοπό ἔχουν νά δώσουν στόν ἄνθρωπο τήν ἱκανότητα νά ἀντιληφθεῖ τά τοῦ Θεοῦ. Φυσικά αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ τήν ἐπίνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἀνθρώπινη διανοία. Ἐξαίρεται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί σημειώνεται ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι δημιουργός βουλήσει καί θελήσει ὅλου τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁρατοῦ καί πνευματικοῦ. Ὁ Κύριλλος ἐρειδόμενος στό περιστατικό τοῦ Ἐζεκία μιλάει γιά τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.

Στή συνέχεια ὁ Κύριλλος ὑποστηρίζει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι αὐτόφωτη, ἀντίθετα ἡ κτιστή φύση εἶναι ἑτερόφωτη, ἀφοῦ λαμβάνει φῶς ἀπό τό Δημιουργό της. Ὁ Θεός, ὅμως, δέν εἶναι μόνο παντοδύναμος ἀλλά καί παντογνώστης. Γνωρίζει τά πάντα, ἀφοῦ γιά τόν Θεό ὅλος ὁ χρόνος εἶναι ἕνα ἑνιαῖο παρόν. Ἡ παντογνωσία τῆς θείας φύσεως δέν ἀποτελεῖ ἀνασταλτικό παράγοντα γιά τήν ἔμπρακτη ἐφαρμογή τῶν ἐλεύθερων ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ τελευταῖος ἔχει ἐλευθερία σκέψεως καί κινήσεων καί εἶναι ὁ μόνος ὑπέυθυνος γιά τό τίμημα τῶν ἐπιλογῶν του. Παράλληλα δηλώνεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπείραστος κακῶν. Ἐπιτρέπει στό σατανᾶ νά εἰσάγει σέ πειρασμούς τόν ἄνθρωπο, χωρίς τήν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἀντοχῆς τοῦ τελευταίου. Ἁπλῶς μέσα ἀπό τόν ἀγώνα του γιά τήν καταπολέμηση τῶν πειρασμῶν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα νά κερδίσει τό στέφανο τῆς ἁγιότητας.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οἱ δύο Πατέρες ἀναφέρονται, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, στή διάκριση ἀμέθεκτης θείας οὐσίας καί μεθεκτῶν θείων ἐνεργειῶν - ἰδιοτήτων. Οἱ τελευταῖες ἀποτελοῦν τό μονοπάτι γιά νά γνωρίσουμε τόν Θεό. Ἡ γνώση αὐτή τῆς διακρίσεως ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ οἰκοδομήματος τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς. Ὁ Θεός παρέχει τίς ἐνέργειές Του στούς ἀνθρώπους, χωρίς ὅμως νά μετατίθεται σέ αὐτούς ἡ οὐσία Του, ἀφοῦ ἡ θεία φύση «ἀκράδαντον» ὑπάρχειν[ccxix]. Ἔτσι γνωρίζουμε τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ὄχι ἐκ τῆς οὐσίας Του, ἀλλά ἐξ ὅλων ὅσων εἶναι γύρω ἀπό αὐτήν, δηλαδή τῶν διαφόρων ἰδιοτήτων - ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας Τριάδος[ccxx].

Μέσα στό ἔργο καί τῶν δύο Πατέρων σημειώνεται ὅτι ἡ Θεία Φύση μέσα ἀπό τίς ἰδιότητές της παρουσιάζεται ὡς ὁ Δημιουργός τῶν ὄντων, ἡ ζωοποιός δύναμις τοῦ σύμπαντος, τό Φῶς πού φωτίζει ὅσους ζοῦν ἐν Χριστῷ, ἡ ἀπόλυτη Ἀγάπη καί Ἀρετή καί τό ἀπόλυτο Ἀγαθό. Ἐπισημαίνεται ἡ ἀμέτρητη ὑπεροχή τοῦ Δημιουργοῦ ἔναντι τῆς δημιουργίας Αὐτοῦ, ἐνῶ τό ἀπύθμενο βάθος τῆς μεταξύ αὐτῶν ὀντολογικῆς διαφορᾶς ὀφείλεται στό ἀνόμοιο καί στό ἀσύγκριτο τῆς οὐσίας τῆς Ἁγίας Τριάδος πρός τήν οὐσία τῶν κτιστῶν ὄντων καί πραγμάτων[ccxxi].

Οἱ πολλές ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως δέν τεμαχίζουν ἤ κατακερματίζουν τήν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας, ἡ ὁποία εἶναι ἁπλή καί ἀσύνθετη. Ἐν κατακλείδι ὁ Θεός τυγχάνει νά εἶναι προσιτός ὡς πρός τίς ἐνέργειές Του, ἀπρόσιτος ὡς πρός τήν οὐσία Του, καταληπτός καί συγχρόνως ἀκατάληπτος, βιωτός καί μαζί ἀβίωτος, μεθεκτός καί ἀμέθεκτος, φιλεύσπλαχνος ἀλλά καί αὐστηρός κριτής πού τιμωρεῖ τόν ἀμετανόητα ἁμαρτάνοντα καί λυτρώνει τό μετανοοῦντα[ccxxii].

Καί οἱ δύο Πατέρες ἀναφέρονται ἐκτενῶς καί διεξοδικά στίς ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως. Πρέπει, ὅμως, νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ κάθε Πατήρ τίς ἐξετάζει καί τίς ἀναφέρει γιά τήν ἐπίτευξη διαφορετικοῦ στόχου. Ἔτσι ὁ Ἰσίδωρος, ἀναφερόμενος στίς θεῖες ἰδιότητες, βρίσκει ἀφορμή νά «διαπαιδαγωγήσει» ἐν Θεῷ τούς παραλῆπτες τῶν ἐπιστολῶν του. Ταυτόχρονα ὁ Κύριλλος τίς ἀναφέρει γιά μιλήσει πιό ἐμπεριστατωμένα γιά τά διάφορα δογματικά ζητήματα πού εἶχαν προκύψει ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας ἕως τίς ἡμέρες του.


-------------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1. Πηγές.

Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολαί I-III, PG 78, 177Α–1645C.
Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολαί IV- V, P. Évieux, Lettres, SC 422(1997), 454(2000) (=PG 78, 1214A–1645C).
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι-XVII, PG 68, 133A-1125D.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Γένεσιν, Α΄-Ζ΄, PG 69, 13A–385Α.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Ἔξοδον, Α΄-Γ΄, PG 69, 385Β-537D.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 540Α-589Β.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τούς Ἀριθμούς, PG 69, 589C-641A.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Δευτερονόμιον, PG 69, 643Α-677C.
Τοῦ ἰδίου, Ὑπομνήματα εἰς τάς βίβλους Βασιλειῶν, Α΄-Ε΄, PG 69, 680Α-697Α.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 717Α-1273Α.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Ἐξόδῳ, PG 69, 1273Β.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Δευτερονομίῳ, PG 69, 1273Β-1276Β.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Ἄννας μητρός Σαμουήλ ἐν Βασιλειῶν Πρώτῳ, PG 69, 1276C.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Παροιμίας, PG 69, 1277Α.
Τοῦ ἰδίου, Εἰς τό ᾎσμα ᾀσμάτων, PG 69, 1277Β -1293Α.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τόν προφήτην Ἠσαῒαν, I-V,

PG 70, 9Α-1449C.

Τοῦ ἰδίου, Ἀποσπάσματα εἰς τούς Ἱερεμίαν, Βαρούχ, Ἐζεκιήλ καί Δανιήλ προφήτας, 70, 1452Α-1461Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τούς 12 προφήτας, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in xii prophetas, I-II vols., Bruxelles 19652 (=PG 71, 9A-1061C καί 72, 9A-364D).
Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον, J. Reuss, Matthäus-Kommentare aus der griechischen Kirche, [Texte und Untersuchungen 61], Berlin 1957, σσ. 153-269 (=PG 72, 365Α-472C).
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Α΄-ΚΔ΄, PG 72, 476Α-949C.
Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, Ι-ΧΙΙ. Pusey: Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιον, Ι-ΧΙΙ, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, I-III vols, Bruxelles 19652 (=PG 73, 9A-1056A καί 74, 9A-756C).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Brussels 19652, σσ. 441-451 (=PG 74, 757A-773Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 173-248 (=PG 74, 773Β-856Β).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κορινθίους ἐπιστολήν Α΄ καί Β΄, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 249-360 (=PG 74, 856Β-952Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολήν, PG74, 952Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολήν, PG74, 952C.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 362-423 (=PG 74, 953Α-1005C).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς Καθολικάς ἐπιστολάς Ἰακώβου, Πέτρου καί Ἰωάννου, PG 74, 1008Α-1024Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς ἐπιστολήν Ἰούδα, PG 74, 1024C.
Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός: τοῦ ἰδίου, Ἡ Βίβλος τῶν Θησαυρῶν περί τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄ - ΛΔ΄, PG 75, 24Α-656D.
Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄-Ζ΄, G.M. de Durand, SC 231(1976), 237(1977), 246(1978) (=PG 75, 657Α-1124C).
Τοῦ ἰδίου, Τά ἐγκείμενα τῷ λόγῳ τῷ περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μετά προσθήκης ἑτέρων ἐννοιῶν, PG 75, 1124D-1145C.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας καί ζωοποιοῦ Τριάδος, Α΄-ΚΗ΄, PG 75, 1148Α-1189Α.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, G.M. de Durand, Cyrille d᾽Alexandrie, Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1189B – 1253B).
Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, G.M. de Durand, Cyrille d᾽Alexandrie. Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1253C–1361C).
Τοῦ ἰδίου, (Σχόλια) Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, Ι – XXXV, PG 75, 1369A-1412C.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πατρός, (νόθο), ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 3-6 (=PG 75, 1413A-1420A).
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, Α΄-ΛΕ΄, PG 75, 1420Β-1477Β.
Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν: Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Α΄-Ζ΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 13-106 (=PG 76, 9A-248A).
Τοῦ ἰδίου, Διάλεξις πρός Νεστόριον. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος καί οὐ Χριστοτόκος, (νόθο), PG 76, 249A-2256A.
Τοῦ ἰδίου, Λόγος. Κατά τῶν μή βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 19-32 (=PG 76, 256Β-292A).
Τοῦ ἰδίου, Ἐπίλυσις τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων, ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 15-25 (=PG 76, 293A-312D).
Τοῦ ἰδίου, Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων: Τοῦ ἰδίου, Πρός τούς τολμῶντας συνηγορεῖν τοῖς Νεστορίου δόγμασιν ὡς ὀρθῶς ἔχουσι. Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν δώδεκα κεφαλαίων πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 33-65 (=PG 76, 316A-385Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον: τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον, πρός τήν παρά Θεοδωρήτου κατά τῶν δώδεκα κεφαλαίων ἀντίρρησιν, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 110-146 (=PG 76, 385Β-452C).


-------------------------------------------
2. Βοηθήματα.


¨ Βλάχου, Θρησκεία καί Ἐκκλησία: Βλάχου, Ἱ., μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν Κοινωνία, Λειβαδιά 2006.

¨ Brideux, A., Le Stoicisme et son influence, Paris 1961.

¨Brown, R., The Gospel according to John, vols. I, ΙΙ, New York 1966, 1970.

¨ Dratsellas, C., The Soteriology of St. Cyril of Alexandria, Edinburgh 1967.

¨ Τοῦ ἰδίου, «Questions on the Soteriological teaching of the Greek Fathers», Θεολογία 39 (1968) 190-226.

¨ Τοῦ ἰδίου, «Questions on the Soteriological teaching of the Greek Fathers, with special reference to St. Cyril of Alexandria», Θεολογία 38 (1967) 579-608, 39(1968) 195-230, 394-424, 621.

¨ Τοῦ ἰδίου, Man in his Original State and in the State of Sin according to St. Cyril of Alexandria, Athens 1971.

¨ Τοῦ ἰδίου, «Questions on Christology of St. Cyril of Alexandria», Abba Salama, VI (1975) 203-232.

¨ Évieux, P., «Isidore de Piluse, itat des recherches», RSR 64 (1976) 321-340.

¨ Τοῦ ἰδίου, Isidore de Péluse, TH 99, Paris 1995.

¨ Τοῦ ἰδίου, Βυζάντιο, Ἀθῆναι 19913.

¨ Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄: Φειδᾶ, Βλ. Ἰω., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 1992.

¨ Φούσκα, Ἰσίδωρος: Φούσκα, Κ. Μ., πρωτοπρ., Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης. Μέ εἰδική ἀναφορά στή χρήση καί ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθήνα 1994.

¨ Γαλάνη, Ἰω., «Οἱ ἑρμηνευτικές ἀρχές τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 73-85.

¨ Γεωργοπούλου, Β., πρωτοπρεσβ., Ἡ περί Σωτηρίας τοῦ Ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2006.

¨ Χαλκίτη, Ἰω., Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ὡς ἑρμηνευτής τῆς Καινῆς Διαθήκης, δ.δ. Θεσσαλονίκη 1998.

¨ Κρικώνη, Χ., Ἡ Ἐκκλησία αὐθεντικός ἑρμηνευτής τῆς ἐν Χριστῷ θείας Ἀποκαλύψεως, Θεσσαλονίκη 1993.

¨ Τοῦ ἰδίου, Θέματα Ἱστορίας Δογμάτων, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994.

¨ Τοῦ ἰδίου, «Τό Ἅγιο Πνεῦμα στά κοινά ἐκκλησιολογικά κείμενα τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν», ΕΕΘΣΑΠΘ 6 (1999) 10-25.

¨ Τοῦ ἰδίου, «Ἡ ἀληθής ἔννοια τῆς φράσεως «μία φύσις ἤ ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη»», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 357-391.

¨Ματσούκα, Ν. Ἀ., Γένεσις καί οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, Θεσσαλονίκη 1969.

¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄. Εἰσαγωγή στή θεολογική γνωσιολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -2], Θεσσαλονίκη 1996.

¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄. Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -3], Θεσσαλονίκη 2001.

¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη-34], Θεσσαλονίκη 1997.

¨Τοῦ ἰδίου, Οἰκουμενική Θεολογία: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Ἔκθεση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Προϋποθέσεις ἑνός Oἰκουμενικοῦ διαλόγου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -55], Θεσσαλονίκη 2005.

¨ Παπαδοπούλου, Ν. Μ., Ὑπόμνημα εἰς τό Βιβλίον τοῦ Μιχαίου. Εἰσαγωγή -κείμενον - ἑρμηνεία, Ἀθῆναι 1975.

¨ Παπαδοπούλου, Πατέρες: Παπαδοπούλου, Σ. Γ., Πατέρες, Αὔξησις τῆς Ἐκκλησίας, Ἅγιο Πνεῦμα, Ἀθῆναι 1970.

¨ Τοῦ ἰδίου, Πατρολογία Α΄. Εἰσαγωγή Β΄ καί Γ΄ αἰώνας Ἀθήνα 1991.

¨ Τοῦ ἰδίου, Πατρολογία Β΄. Ὁ τέταρτος αἰώνας. Ἀνατολή καί Δύση, ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1990.

¨ Τοῦ ἰδίου, «Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θεολογεῖ ἑρμηνεύοντας καί ἑρμηνεύει θεολογώντας», Θεολογία 74 (2003) 465-523.

¨ Παπαδοπούλου, Κύριλλος: τοῦ ἰδίου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀθήνα 2004.

¨ Παπαδοπούλου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος: Παπαδοπούλου, Χρ., Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933.

¨ Παπαρνάκη, Ἀ. Ἑρμηνεία κειμένων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατά τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2009.

¨ Raya, J., The Face of God – an Introduction to Eastern Spirituality, Denville-New York 1976.

¨ Ritter, A. M., «Isidore de Péluse», DSp 7 (1956) 2097-2103.

¨ Ρωμανίδη, Ἰω., πρωτοπρ., Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957.

¨ Στογιαννίδη, Ἀ. Β., Φιλοσοφία τῆς παιδείας καί Χριστιανισμός, ἐκδ. οἶκος Ἀφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη χ.χ.

¨ Στογιάννου, Β., Ἡ περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1971, ἀνάτυπο ἀπό τόν τόμο «Τό Ἅγιο Πνεῦμα» τοῦ Σεμιναρίου Θεολόγων Θεσσαλονίκης.

¨ Στυλίου, Ὁ κρυμμένος Θεός: Στυλίου, Εὐθ., μητρ. Ἀχελώου, Ὁ κρυμμένος Θεός, Ἀθήνα 2005.

¨ Θεοδώρου, Ἀ., «Ἡ περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Ἐπιφανίου Κύπρου», Θεολογία 44 (1973) 561-582, 45 (1974) 80-101, 478-510.

¨ Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 19904.

¨ Τσάκωνα, Β., Ἡ Χριστολογία τοῦ κατά Ἰωάννην εὐαγγελίου, Ἀθῆναι 1969.

¨ Τσάκωνα, Ἡ περί Παρακλήτου διδασκαλία: Τσάκωνα, Β., Ἡ περί Παρακλήτου - Πνεύματος διδασκαλία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (ὑπό τό πρῖσμα τῆς καθόλου Βιβλικῆς Πνευματολογίας), ἐν Ἀθήναις 1994.

¨ Ware, K., ἐπισκ. Διοκλείας, Ἡ ἐντός ἡμῶν Βασιλεία, μτφρ. Ἰ. Ροηλίδη, Ἀθήνα 1994.

¨ Ζήση, Θ. Ν., «Ἡ σημασία τῆς ὀρθοδόξου Πνευματολογίας», Χαριστεῖον Σεραφείμ Τίκᾳ, Ἀρχιεπισκόπῳ Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 490-530.

¨ Τοῦ ἰδίου, Χριστιανική Ἠθική Β΄ (Ὁ καινός ἄνθρωπος), Θεσσαλονίκη 1987.

¨ Ζηζούλια, Ἰω., μητρ. Περγάμου, «Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ μητρ. Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 287-323.


3. Σημειώσεις

[i] Κ. Κωστοπούλου, ἀρχιμ., Θεολογικές καί φιλοσοφικές προσεγγίσεις, Πάτρα 2006, σ. 26.
[ii] Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική Β΄, σ. 105.
[iii] Βλ. Ν. Ξιώνη, Προλεγόμενα θεολογικῆς Ἀνθρωπολογίας, σ. 131 κ.ἑ. Συναφῶς βλ. Χρυσ. Σταμούλη, Προσωπικές ἤ Φυσικές ἐνέργειες, Θεσσαλονίκη 1999.
[iv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΜΘ΄ – Εὐτονίῳ Διακόνῳ, PG 78, 841B.
[v] Αὐτόθι.
[vi] Αὐτόθι.
[vii]Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΙΗ΄ - Ἀγάθῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 744C.
[viii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΝΘ΄ - Ἰακώβῳ Ἀναγνώστῃ, PG 78, 1541C, 1544Α: «Ἡ θεία καὶ ἀκήρατος καὶ ἀήττητος δεξιὰ ἀναλλοίωτός ἐστι καὶ ἀεὶ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἔχει, οὔτε προκοπὴν ἐπιδεχομένη τὴν ἐπὶ τὸ κρεῖττον (ἀκροτάτη γάρ ἐστιν ἀρετή), οὔτε μεταβολὴν τὴν ἐπί χείρω (οὐ γάρ οἷόν τε), μεταβάλλει δὲ καὶ ἀλλοιοῖ τὰ βελτιώσεως δεόμενα … οὐχ ἣν ἀλλοιοῦται (ἀναλλοίωτος γάρ ἐστι καὶ πάσης μεταβολῆς κρείττων· «Ἴδετε», γάρ φησιν, «ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι»), ἀλλὰ ἣν ἀλλοιοῖ καὶ μεταβάλλει καὶ βελτιοῖ καὶ εἰς ἀμείνονα κατάστασιν ἄγει τοὺς ταύτης δεομένους». Πρβλ. Μαλαχ. 3,6.
[ix] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΚΔ΄ - Αἰγυπτίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1197Β.
[x] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΠΓ΄ - Παύλῳ Διακόνῳ, PG 78, 1276Α.
[xi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΣΜΗ΄ - Δρακοντίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 333Α.
[xii] Αὐτόθι.
[xiii] Αὐτόθι.
[xiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΞΓ΄ - Θεοπόμπῳ, PG 78, 772D.
[xv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΙΔ΄ - Λαμπετίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 893C:«Θεοπρεπῶς καὶ μεγαλοφυῶς, μᾶλλον δὲ ὑπερφυῶς χρὴ τὸν νοῦν περὶ τῆς θείας οὐσίας τε καὶ αὐθεντίας λογιζόμενον, εὐσεβῶς καὶ χρησίμως καὶ ὡς ἐνδέχεται τὰ δυσθήρατα καὶ δύσφραστα, μᾶλλον δὲ ἄφραστα τοῖς ἀκούουσι διὰ τῆς γλώττης, εἰ χρεία καλέσει, φράζειν, διισχυριζόμενον ἐκ τῶν τῆς Προνοίας ἔργων, ὅτι ἔστιν, οὐ τί ἐστι πολυπραγμονοῦντα. Τὸ μὲν γὰρ ἐφικτόν καὶ ἁλώσιμον, τὸ δὲ ἀνέφικτον καὶ ἀθήρατον». Πρβλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ Β΄, PG 48, 714AB: «Ἐτίμησέ σε ὁ Θεὸς οὐχ ἵνα αὐτὸν ὑβρίζῃς, ἀλλ̉ ἵνα δοξάζῃς· ὑβρίζει δὲ ὁ τὴν οὐσίαν αὐτοῦ περιεργαζόμενος. Εἰ γὰρ τὸ μὴ περιεργάζεσθαι τὰς ἐπαγγελίας αὐτοῦ δοξάζειν αὐτόν ἐστι, τὸ πολυπραγμονεῖν καὶ διερευνᾶσθαι οὐχὶ τὰς ἀποφάσεις μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν ἀποφηνάμενον ἀτιμάζειν ἐστίν».
[xvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙ, Σ±Θ ΄- Θεοδοσίῳ Σχολαστικῷ, PG 78, 725D.
[xvii] Αὐτόθι.
[xviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΗ΄ - Κασίῳ Πολιτευομένῳ, PG 78, 853B. Πρβλ. Ἠσ. 29,13 καί Ματθ. 15, 8-9.
[xix] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, Β΄ - Δωροθέῳ Μοναχῷ, PG 78, 181A. Πρβλ. Ἑβρ. 12,29 καί Δευτ. 4,24.
[xx] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ±Θ΄ - Γελασίῳ Δοῦκι, PG 78, 249C.
[xxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΖ΄ - Θεοδοσίῳ, PG 78, 1173A. Πρβλ. Ψαλμ. 103, 32.
[xxii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. V , ΦϚ΄ - Ἀλυπίῳ, PG 78, 1617B.
[xxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380Α. Πρβλ. Ὠσηέ 13,4.
[xxiv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380Α. Πρβλ. Ψαλμ. 148, 4.
[xxv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380ΑΒ. Πρβλ. Ἰώβ 38,9.
[xxvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΘ΄ - Ὠφελίῳ Γραμματικῷ, PG 78, 560Β.
[xxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Ε΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 804Α.
[xxviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΕ΄ - Δωροθέῳ, PG 78, 556C.
[xxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΗ΄ - Πέτρῳ Μονάζοντι, PG 78, 889CD.
[xxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Ε΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 804Α. Πρβλ. Ματθ. 5,48.
[xxxi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Ε΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 801C. Πρβλ. Ψαλμ. 8, 6-7.
[xxxii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Ε΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 801C. Πρβλ. Γεν. 1,26.
[xxxiii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ΙΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 192A.
[xxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΠΖ΄ - Αἰγυπτίῳ Πρεσβυτέρῳ, SC 454, 1282 (=PG 78, 1444C).
[xxxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993C. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΝΓ΄ - Συμφόρῳ, PG 78, 384Β. Πρβλ. Ἰω. 5,19.
[xxxvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993D. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΝΓ΄ - Συμφόρῳ, PG 78, 384ΒC.
[xxxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993D.
[xxxviii] Αὐτόθι, PG 78, 993D, 996Α.
[xxxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, Δ΄ - Ζωσίμῳ, PG 78, 1052C.
[xl] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΝΑ΄ - Νείλῳ, SC 422, 3508-11 (=PG 78, 1236D). Πρβλ. Ψαλμ. 112, 5-6. Δαν. 3,55.
[xli] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, Ρ±Z΄ - Κύρῳ, PG 78, 309A.
[xlii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΣΤ΄ - Ἐπιμάχῳ Ἀναγνώστῃ, SC 454, 3903-4 (=PG 78, 1053C).
[xliii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΚΗ΄ - Ζωσίμῳ Πρεσβυτέρῳ, Ἀνατολίῳ καί Μαρῶνι Διακόνοις, PG 78, 476AB. Πρβλ. Λουκ. 18, 11-12.
[xliv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΞΖ΄ - Νείλῳ, PG 78, 1260B: «Τοὺς Βαβυλωνίους τότε ὠφρυωμένους ἐπὶ τοῖς πολεμικοῖς πλεονεκτήμασι, καὶ ἐπηρμένους ἐπὶ τοῖς τροπαίοις, καὶ ἐναβρυνομένους ἐπὶ τῇ προρρήσει, κατέπληξε τὸ Θεῖον, παῖδας αἰχμαλώτους, οὐ σοφωτέρους αὐτῶν κατά σύγκρισιν (ἐπὶ τῶν ὁμογενῶν ἡ σύγκρισις), ἀλλά σοφωτάτους ἀποφῆναν».
[xlv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΙΕ΄ - Πέτρῳ, PG 78, 189Β.
[xlvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΚϚ΄ - Ἰσιδώρῳ, PG 78, 1204B.
[xlvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΙΗ΄ - Ἀγάθῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 744D, 745A. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΞΓ΄ - Θεοπόμπῳ, PG 78, 772D.
[xlviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΠΖ΄ - Αἰγυπτίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1444C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΚΔ΄ - Αἰγυπτίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1197B.
[xlix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΙΗ΄ - Ἀγάθῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 745A. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΞΓ΄ - Θεοπόμπῳ, PG 78, 772D.
[l] Αὐτόθι.
[li] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΖ΄ - Θεοφίλῳ, PG 78, 557C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΥΛΕ΄ - Ἀγαθοδαίμονι, PG 78, 421C.
[lii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΙϚ΄ - Εὐτονίῳ Διακόνῳ, SC 454, 1828 (=PG 78, 1189C).
[liii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Σ±Ε΄ - Χαιρήμονι, Ζωσίμῳ, Μαρῶνι, PG 78, 969D.
[liv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΛΑ΄ - Παύλῳ Πρεσβυτέρῳ Ἀναχωρητῇ, SC 422, 47633-37 (=PG 78, 1401ΑΒ). Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, Ρ±Θ΄ - Ἑρμογένει Ἐπισκόπῳ, PG 78, 644C. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΡΟΖ΄ - Εὐσεβίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 297C καί Ἐπιστ. Ι, ΡΟΗ΄ - Ρουφίνῳ, PG 78, 300A.
[lv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΛΓ΄ - Παύλῳ, PG 78, 753C.
[lvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΜΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 1097C.
[lvii] Αὐτόθι.
[lviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΚϚ΄ - Πολυχρονίῳ, SC 422, 23020-21 (=PG 78, 1340D). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΜΖ΄ - Εὐτονίῳ Διακόνῳ, SC 422, 2747-10 (=PG 78, 1353C).
[lix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΞΗ΄ - Εὐτονίῳ Διακόνῳ, PG 78, 860A.
[lx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΝΖ΄ - Ἠσαΐα, PG 78, 1013CD. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΛΗ΄ - Ζωσίμῳ, PG 78, 481B.
[lxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΛ΄ - Ἰακώβῳ Ἀναγνώστῃ, SC 454, 2024-5(=PG 78, 1472C).
[lxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Σ±Ε΄ - Χαιρήμονι, Ζωσίμῳ, Μαρῶνι, PG 78, 969D. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΟϚ΄ - Μαρτινιανῷ, Ζωσίμῳ, Μαρῶνι, Εὐσταθίῳ, PG 78, 1604A.
[lxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΞ΄ - Μαρτινιανῷ, Ζωσίμῳ, Εὐσταθίῳ, SC 454, 2621-3 (=PG 78, 1488C). Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΚ΄ - Εὐτονίῳ Διακόνῳ, SC 454, 4001-10 (=PG 78, 1521B). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΟ΄ - Ἑρμίνῳ Κόμητι, PG 78, 1600C.
[lxiv]Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΠΖ΄ - Ἠσαῒᾳ, SC 422, 3904-13 (=PG 78, 1376D, 1377A):«Οὐ γάρ εἰς τέλος οἴσει καταφρονούμενος ὁ Κριτής, ἀλλ᾽ ἐποίσει τὴν χεῖρα τὴν κραταιάν. Διὸ καὶ προμηνύει καί προαπολογεῖται, ὡς οὐκ ἄκριτος αὐτοῦ ἡ ψῆφος κατά τῶν ὑπευθύνων φέρεται. «Τί», γάρ φησι, «ἐσιώπησα; Μὴ καὶ ἀεὶ σιωπήσομαι καὶ ἀνέξομαι; Ἐκστήσω καὶ ξηρανῶ ἅμα». (Ἠσ. 42,14) Μονονουχὶ λέγων· εἰ μέν γνωσιμαχήσετε, ὅπερ προείρηκα, εἰ δὲ ἐπιμείνοιτε, τό γε ἡμέτερον ἔξω αἰτίας. ‘Υμεῖς γὰρ τὴν τιμωρίαν καθ᾽ ἑαυτῶν ἐλθεῖν ἐξεβιάσασθε». Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΛϚ΄ - Ἱέρακι Διακόνῳ, SC 422, 4845-8(=PG 78, 1404D, 1405A). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΝϚ΄ - Ἑρμίνῳ, Δωροθέῳ, Ἱέρακι λαμπροτάτοις, PG 78, 1541A. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΟ΄ - Ἑρμίνῳ Κόμητι, PG 78, 1600C. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΣΞΑ΄ - Ζωσίμῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 693C. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, Ϛ΄ - Οὐρσενουφίῳ, PG 78, 184B.
[lxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΣΚΒ΄ - Λαμπετίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 661CD. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, Ρ±΄ - Ἠσαῒᾳ Στρατιώτῃ, PG 78, 639C: «Μὴ ἡ εὐημερία… ἡ ἐκ τῆς θείας μακροθυμίας σοι συγχωρηθεῖσα, ἐκφοιτᾷν σε τοῦ πρέποντος παρασκευαζέτω, μήτε μὴν τῶν τῆς φύσεως ἐξακοντιζέτω ὅρων…ἵνα μή, ὑπερόρια πταίσας, ὑπερορίους ἀπαιτηθείης καὶ τὰς δίκας». Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Σ±Ϛ΄ - Ἀγάθωνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 972B. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΝΖ΄ - Ἑρμίνῳ, Δωροθέῳ, Ἱέρακι λαμπροτάτοις, PG 78, 1541AB.
[lxvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΞ΄ - Νείλῳ, PG 78, 613D. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΦΜΘ΄ - Ἠσαῒᾳ, PG 78, 1633C: «Μὴ ἡ θεία μακροθυμία ἐπιτριβέτω σε εἰς κακίαν, ἀλλ᾽ εἰς ἀρετὴν παρακαλείτω. Ἀτοπώτατον γὰρ τὸ διὰ τῶν ἀγαθῶν βλάπτεσθαι, ἀγαθὸν δὲ ἡ μακροθυμία, ἔλεον μὲν τοῖς μετανοοῦσι, κρίσιν δὲ τοῖς ἀμετανοήτοις ὠδίνουσα». Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΞ΄ - Μαρτινιανῷ, Ζωσίμῳ, Εὐσταθίῳ, SC 454, 2625-8 (=PG 78, 1488BC). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΦΚϚ΄ - Παλλαδίῳ, Σερήνῳ Διακόνοις, PG 78, 1624D, 1625A.
[lxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΞ΄ - Ἀγάθῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 856B: «Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, εἰ πειρασμοῖς περιπέσοιμεν, μὴ τῆς θείας μακροθυμίας καταβοῶμεν, ἀλλ᾽ ἀντεχώμεθα μᾶλλον αὐτῆς, τῆς καὶ πόρους ἐν ἀπόροις καὶ μηχανὰς ἐν ἀμηχάνοις εὑρισκούσης».
[lxviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΖ΄ - Εὐαγγέλῳ, SC 454, 3744-5 (=PG 78, 1516A).
[lxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΞ΄ - Νείλῳ, PG 78, 613D. Πρβλ. Ρωμ. 2,6. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, Δ΄ - Τιμοθέῳ Ἀναγνώστῃ, PG 78, 181B.
[lxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΞ΄ - Μαρτινιανῷ, Ζωσίμῳ, Εὐσταθίῳ, SC 454, 2628-9 (=PG 78, 1488C).
[lxxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ±Α΄ - Μαρκιανῷ Πρεσβυτέρῳ, SC 422, 39818-19 (=PG 78, 1380Α).
[lxxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΚΘ΄ - Ἰακώβῳ Ἀναγνώστῃ, SC 454, 2003-5(=PG 78, 1472B): «…στέφανον στεφάνῳ χαρίζεται, τὴν ἀκίβδηλον ἀρετὴν τῇ τῶν οὐρανῶν βασιλείᾳ κοσμοῦσα».
[lxxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΥΙΔ΄ - Παλλαδίῳ Διακόνῳ, PG 78, 412D.
[lxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΙΘ΄ - Οὐρσενουφίῳ Ἀναγνώστῃ, PG 78, 901D, 903A. Πρβλ. B΄ Βασ. 24,2 ἑ. Συναφῶς πρβλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΟΘ΄ - Στρατηγίῳ Σχολαστικῷ, PG 78, 632B.
[lxxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΟΗ΄ - Ἀρσενουφίῳ Ἀναγνώστῃ, SC 454, 27273-74(=PG 78, 1140D). Πρβλ. Γέν. 40, 2 ἑξ.
[lxxvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙV, ΚϚ΄ - Ἰσιδώρῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1077C.
[lxxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, Β΄ - Εὐσταθίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 456B.
[lxxviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΙΣΤ΄ - Ἐλισσαίῳ Μοναχῷ, PG 78, 743Α.
[lxxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΛΕ΄ - Ἰσιδώρῳ Ἐπισκόπῳ, SC 454, 4261-5 (=PG 78, 1529C).
[lxxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΣΚΒ΄ - Ἀνεπίγραφος, PG 78, 1317A.
[lxxxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΚΒ΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 745CD.
[lxxxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΛΒ΄ - Ἠσαῒᾳ Στρατιώτῃ, PG 78, 753Β.
[lxxxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΣΓ΄ – Λεοντίῳ Ἐπισκόπῳ, SC 454, 27824(=PG 78, 1289C).
[lxxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΜΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 1097C.
[lxxxv] Αὐτόθι. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΞΗ΄ - Ἠσαῒᾳ, PG 78, 1548C: «Μέγας καὶ ὀξυδερκής καὶ ἀκοίμητος ὁ τῆς θείας δίκης ἐστὶν ὀφθαλμός, καὶ οὐ μόνον τὰ ἐν φανερῷ δρώμενα ἐφορᾷ, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν παραβύστῳ τολμώμενα ἀνιχνεύει καὶ τὰ τῆς καρδίας κινήματα καταλαμβάνει».
[lxxxvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993C. Πρβλ. Ἑβρ. 6,18.
[lxxxvii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993C.
[lxxxviii] Αὐτόθι.
[lxxxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΖ΄ - Θεοφίλῳ, PG 78, 557D.
[xc] Αὐτόθι.
[xci] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Σ±Θ΄ - Θεῶνι Ἐπισκόπῳ, PG 78, 973A.
[xcii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΣΜ΄ - Κυρηνίῳ, PG 78, 329Β.
[xciii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, OA΄ - Κασιανῷ, PG 78, 1129B.
[xciv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΖ΄ - Θεοφίλῳ, PG 78, 557C.
[xcv] Αὐτόθι, 557D.
[xcvi] Αὐτόθι.
[xcvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΠΗ΄ - Καπιτωλίνῳ, PG 78, 401Β.
[xcviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380Β. Πρβλ. Ματθ. 5,45.
[xcix] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ΣΜ΄ - Κυρηνίῳ, PG 78, 329Β.
[c] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380Β.
[ci] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΙΖ΄ - Ἰσχυρίωνι, PG 78, 821A.
[cii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Γ΄ - Ὠφελείῳ Γραμματικῷ, PG 78, 797BC.
[ciii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΙΖ΄ - Ἰσχυρίωνι, PG 78, 821B.
[civ] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΜΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 1097C. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Η΄ - Στρατηγίῳ Μοναχῷ, PG 78, 805B. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΙΖ΄ - Ἰσχυρίωνι, PG 78, 821B. Πρβλ. Ψαλμ. 124, 4.
[cv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡϚ΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 812B.
[cvi] Αὐτόθι.
[cvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΠΘ΄ - Διογένει Μαγιστριάνῳ, PG 78, 1032A.
[cviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΓ΄ - Ἀλφιῷ, PG 78, 845A.
[cix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΣΜ΄ - Κυρηνίῳ, PG 78, 329Β. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΠΕ΄ - Μαρτινιανῷ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 792B.
[cx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΠΕ΄ - Εὐλογίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 528C. Πρβλ. Ἀριθμ. 25, 7ἑ. Συναφῶς βλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΘ΄ - Ἀετίῳ, PG 78, 856A.
[cxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΛΒ΄ - Σερήνῳ Διακόνῳ, PG 78, 5180C
[cxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΣΙΖ΄ - Ἠσαῒᾳ, PG 78, 660C.
[cxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, IϚ΄ - Πέτρῳ, PG 78, 1333C.
[cxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΞΒ΄ - Ἀθανασίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 616C.
[cxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΛΑ΄ - Ἀντιόχῳ, PG 78, 923A.
[cxvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΣΚΒ΄ - Λαμπετίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 661C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΟΘ΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, SC 454, 1041-3, 1064-7 PG 78, 1432C. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΞΒ΄ - Ἀθανασίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 616C.
[cxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Πρβλ. Γέν. 6, 5-18. Συναφῶς βλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. V, ΡΚ΄ - Ὑπατίῳ Πολιτευομένῳ, SC 422, 4547 (=PG 78, 1396A).
[cxviii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Πρβλ. Γεν. 19,24-26. Συναφῶς βλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. V, ΡΚ΄ - Ὑπατίῳ Πολιτευομένῳ, SC 422, 4547-8 (=PG 78, 1396A).
[cxix] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΛΑ΄ - Ἀντιόχῳ, PG 78, 912C.
[cxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΙΕ΄ - Δανιήλ Πρεσβυτέρῳ, SC 454, 1704-8 (=PG 78, 1460C).
[cxxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΜΔ΄ - Διοσκόρῳ, PG 78,923A. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, Ρ±Ϛ΄ - Σερηνῷ, PG 78, 312A.
[cxxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΙΕ΄ - Δανιήλ Πρεσβυτέρῳ, SC 454, 17010-15 (=PG 78, 1460C).
[cxxiii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΜΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 1097C.
[cxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΞΖ΄ - Θεογνώστῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1548B.
[cxxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΞΗ΄ - Ἠσαΐᾳ, PG 78, 1548C.
[cxxvi] Αὐτόθι.
[cxxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΞΘ΄ - Παλλαδίῳ Διακόνῳ, PG 78, 1548D, 1549A.
[cxxviii] Αὐτόθι.
[cxxix] Αὐτόθι.
[cxxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΟΑ΄ - Ἑρμίνῳ καί Ἱέρακι Λαμπροτάτῳ, PG 78, 1549B.
[cxxxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Ρ±Ϛ΄ - Ἠσαῒᾳ, PG 78, 881Α.
[cxxxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Β΄ - Ὠφελείῳ Γραμματικῷ, PG 78, 797A.
[cxxxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι ΤΠ΄ - Κλεοβούλῳ Κόμητι, PG 78, 397A.
[cxxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΕ΄ - Θεοδοσίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 781C. Πρβλ. Ρωμ.12,1.
[cxxxv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΒ΄- Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 844B. Πρβλ. Ἀριθμ. 12,10 ἑ.
[cxxxvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΔ΄ - Ἀρποκρᾷ Σοφιστῇ, PG 78, 849B.
[cxxxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΠϚ΄ - Ἑλλήνων Παισί, SC 454, 12064-73 (PG 78, 1440C).
[cxxxviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΝΔ΄ - Ἀγαθοδαίμονι Γραμματικῷ, PG 78, 1592A.
[cxxxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΟ΄ - Πέτρῳ, PG 78, 861C. Πρβλ. Ψαλμ. 103,27.
[cxl] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΟ΄ - Πέτρῳ, PG 78, 864A.
[cxli] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΟΑ΄ - Ἀρσενουφίῳ Ἀναγνώστῃ, PG 78, 864B. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΞϚ΄ - Ὠφελίῳ Γραμματικῷ, SC 422, 35213-16 (=PG 78, 1365C).
[cxlii] Κυρίλλου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Α΄, SC 322, 261-2 (=PG 76, 532C).
[cxliii] Αὐτόθι, Β΄, SC 322, 2815-17 (=PG 76, 585Β).
[cxliv][cxliv] Αὐτόθι, Α΄, SC 322, 263-6 (=PG 76, 532C). Πρβλ. Α΄ Κορ. 13,12. Συναφῶς βλ. Κυρίλλου, Εἰς Ἰωάννην, IV, Δ΄ και ΙΧ, Pusey, vol. I, σ. 5764-5 καί vol. II, σσ. 41017-19, 4268-9 (=PG 73, 628D καί PG 74, 192Α, 209Β). Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Πρόλογος, SC 231, 3833-5 (=PG 75, 657Α). Αὐτόθι, Α΄, SC 231, 39139-40 (=PG 75, 672Α). Αὐτόθι, Z΄, SC 246, 6412-4 (=PG 75, 1092C). Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 67817-18 (=PG 75, 1192Α). Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιος ‘Eπιστολή, XII, SC 434, t. III, 684108-109 (=PG 77, 684BC). Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Α΄, SC 322, 4214-18 (=PG 75, 549A).
[cxlv] Κυρίλλου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν - Ἐπιστολή πρός Καλοσύριον, Α΄, Pusey, vol. III, σ. 5938-9 (=PG 76, 1084Α).
[cxlvi] Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 3212-15 (=PG 76, 1352Α).
[cxlvii] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Α΄, SC 322, 428-18, 431-29(=PG 75, 549A-D).
[cxlviii] Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 72721-25 (=PG 75, 1276D).
[cxlix] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς παναγίας Τριάδος ἐν κεφαλαίοις κη΄, Ι΄, (ἀμφιβαλλόμενο), PG 77, 1141D, 1144A: «Ἐπὶ δὲ τῆς ἁγίας καὶ ὑπερουσίου καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ ἀλήπτου Τριάδος͵ τὸ ἀνάπαλιν. Ἐκεῖ γὰρ τὸ μὲν κοινὸν καὶ ἓν, πράγματι θεωρεῖται, διά τε τὸ συναΐδιον, καὶ τὸ ταυτὸν τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ θελήματος, καὶ τὴν τῆς γνώμης σύμπνοιαν, τήν τε τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἀγαθότητος ταυτότητα (οὐκ εἶπον ὁμοιότητα, ἀλλὰ ταυτότητα), καὶ τὸ ἒν ἔξαλμα τῆς κινήσεως. Μία γὰρ οὐσία, μία ἀγαθότης, μία δύναμις, μία θέλησις, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία, μία καὶ ἡ αὐτή· οὐ τρεῖς ὅμοιαι ἀλλήλαις͵ ἀλλὰ μία καὶ ἡ αὐτὴ κίνησις τῶν τριῶν ὑποστάσεων. Ἓν γὰρ ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρὸς τὸ ἕτερον͵ οὐχ ἧττον ἢ πρὸς ἑαυτὸ, τουτέστιν, ὅτι κατὰ πάντα ἕν εἰσιν ὁ Πατὴρ, καὶ ὁ Υἱὸς, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα· πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως». (Τό συγκεκριμένο ἔργο θεωρεῖται ἀμφιβαλλόμενο ἤ νόθο).
[cl] Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, σ. 111. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Φαράντος, «τά ὑποστατικά … ἰδιώματα τῆς τριαδικῆς θεότητας ἀγέννητον, γεννητόν καί ἐκπορευτόν δέν συνιστοῦν ἀντιθέσεις ὡς ὄντα, ὄχι διάφοροι οὐσίαι, ἀλλά διακρίσεις καί διαφοροποιήσεις μιᾶς καί τῆς αὐτῆς οὐσίας καί ἐν μιᾷ καί τῇ αὐτῇ οὐσίᾳ», Μ. Φαράντου, Ἡ περί τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 317.
[cli] Κυρίλλου, Περί τῆς παναγίας Τριάδος ἐν κεφαλαίοις κη΄, Γ΄, PG 77, 1125Β.
[clii] Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος προσφωνητικός. Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 543 (=PG 76, 1160C): «τό γάρ τοι θεῖον κατά φύσιν ἰδίαν οὐχ ὁρατόν». Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, V, Ε΄, PG 70, 1397CD.
[cliii] Τοῦ ἰδίου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν - Ἐπιστολή πρός Καλοσύριον, Α, Pusey, vol. III, σ. 54917-18 (=PG 76, 1077C): «ἔστι τοίνυν τὸ θεῖον ἀσώματον, ἄποσόν τε καὶ ἀμέγεθες καὶ οὐκ ἐν εἴδει περιγράπτῳ».
[cliv] Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, II, I΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 489 (=PG 76, 97D).
[clv] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 605D.
[clvi] Πρβλ. Κυρίλλου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄, SC 231, 39342 (=PG 75, 673D).
[clvii] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 605D. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Β΄, SC 231, 44237-38 (=PG 75, 756Β).
[clviii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, IV, Δ΄, PG 70, 1084A.
[clix] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΗ΄, PG 75, 312C. Ἐδῶ ὁ Κύριλλος ἀκολουθεῖ τούς Καππαδόκες Πατέρες πού διέκριναν τήν οὐσία καί τήν ἐνέργεια στόν Τριαδικό Θεό, μέ κύριο πρωταγωνιστή στή διατύπωση τῆς συγκεκριμένης διδασκαλίας τό Μ. Βασίλειο: «Αἱ μὲν ἐνέργειαι ποικίλαι, ἡ δὲ οὐσία ἁπλῆ. Ἡμεῖς δὲ ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος», Βασιλείου Καισαρείας, Ἐπιστ. 234 – Πρός Ἀμφιλόχιον 1, Y. Courtonne, Saint Basile. Lettres, éd. Les Belles Lettres, vol. III, Paris 1966, 234, 115-20 (=PG 32,PG 32, 869A).
[clx] Κυρίλλου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν - Ἐπιστολή πρός Καλοσύριον, Α΄, Pusey, vol. III, σ. 55010-11(=PG 76, 1077C).
[clxi] Αὐτόθι, Pusey, vol. III, σ. 55020-25 (=PG 76, 1077D).
[clxii] Ὁ Κ. Λιάκουρας σημειώνει: «ἡ πολλαπλότης δέ αὕτη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν ὑφίσταται καί κατανοεῖται ἐκ τοῦ ἐπιτελουμένου ὑφ᾽ ἑκάστης διαφόρου πρός τήν κτίσιν ἔργου καί ἐκ τῆς ὑπαρχούσης πολλαπλότητος τῶν θείων χαρισμάτων», Λιάκουρα, Ἡ περί τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν διδασκαλία, σ. 36.
[clxiii] Κυρίλλου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Β΄, PG 68, 252A.
[clxiv] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΣΤ΄, PG 75, 73D.
[clxv] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, I, Δ΄, PG 70, 173Β: «Καὶ μὴν καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας πρὸς αὐτόν πού φησιν· «Ὅτι σὺ καθήμενος τὸν αἰώνα, καὶ ἡμεῖς ἀπολλύμενοι τὸν αἰώνα». (Βαρ. 3,3) Ἀεὶ γὰρ καὶ ἐν παντὶ χρόνῳ φθαρτή τέ ἐστιν ἡ πεποιημένη φύσις͵ καὶ τῶν γενητῶν ἐν τούτοις τὸ μέτρον· κάθηται δὲ, ὡς ἔφην, ἡ πάντων τεχνῖτις καὶ δημιουργὸς σοφία, τοῦτ᾽ ἔστιν, ἀκλόνητον ἔχει τὴν ἐν ταυτότητι διαμονήν».
[clxvi] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Βαρούχ, PG 70, 1457Β.
[clxvii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, I, Δ΄, PG 70, 173D. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΛΔ΄, PG 75, 616C: «Οὐκ ἄρα γέγονεν ἤ πεποίηται, μᾶλλον δέ ἦν ἐν ἀρχῇ ἡ θεία καί ἀκήρατος φύσις».
[clxviii] Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, PG 76, 1352A.
[clxix] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, V, E΄, PG 70, 1392C. Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ε΄, PG 68, 437Α: «γάννυται δὲ οὐχὶ ταῖς ἐκ λίθων οἰκοδομίαις ὁ Θεὸς, ἐδίδασκε λέγων· «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου. Ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι; ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;» (Ἠσ. 64,1) λέγει Κύριος. Ἐμπίπλησι γὰρ τὰ πάντα Θεὸς, καὶ ἐπαναπαύεται μὲν οὐρανῷ, διήκει δὲ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· οὐ γὰρ ἐν ποσῷ τὸ θεῖον, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἐστὶν ἀπωτάτω φαντασίας σωματικῆς, οὕτω καὶ τόπου καὶ τοῦ πεποσῶσθαι δοκεῖν».
· [clxx] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ζ΄, SC 246, 64835-41 (=PG 75, 1105B).
[clxxi] Αὐτόθι.
[clxxii] Κυρίλλου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Ζ΄, PG 76, 860CD.
[clxxiii] Αὐτόθι.
[clxxiv] Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, IV, B΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 8030-32 (=PG 76, 180D).
[clxxv] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ζ΄, SC 246, 65524-33 (=PG 75, 1116D, 1117A).
· [clxxvi] Αὐτόθι, ΣΤ΄, SC 246, 59636 (=PG 75, 1017Β).
[clxxvii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙΙΙ, Ε΄, PG 70, 829A.
[clxxviii] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, Η΄, PG 75, 105B.
[clxxix] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, II, A΄, PG 70, 305C.
[clxxx] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Δ΄, PG 76, 705A. Πρβλ. Γέν. 1, 31.
[clxxxi] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙV, Γ΄, PG 70, 977C.
[clxxxii] Γέν. 1, 1-12 κ.ἑ.
[clxxxiii] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 608A.
[clxxxiv] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙII, Δ΄, PG 70, 788Α.
[clxxxv] Αὐτόθι, PG 70, 769D. Πρβλ. Αὐτόθι, PG 70, 764ΑΒ: «Ὁ δέ γε τῆς Ἰουδαίας Θεὸς, μᾶλλον δὲ ὁ τοῦ κόσμου παντὸς, ἔστι Θεὸς ζῶν καὶ ἀληθινὸς, οὐ πρόσφατος πεποιημένος, ποιητὴς δὲ μᾶλλον καὶ αὐτῶν αἰώνων, καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων, καὶ τῶν δυνάμεων Κύριος». Συναφῶς βλ. Αὐτόθι, Ι, ΣΤ΄, PG 70, 268B.
[clxxxvi]Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, II, I΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 489-10 (=PG 76, 97D).
[clxxxvii] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Α΄, PG 68, 153C.
[clxxxviii] Αὐτόθι, Θ΄, PG 68, 608ΑΒ.
[clxxxix] Αὐτόθι, PG 68, 608Β.
[cxc] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ζ΄, SC 246, 65524-33 (=PG 75, 1116D, 1117A).
[cxci] Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Γένεσιν, PG 69, 25Α.
[cxcii] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Γ΄, PG 76, 629Β.
[cxciii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙΙΙ, Δ΄, PG 70, 785D. Αὐτόθι, V, B΄, PG 70, 1208C.
[cxciv] Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 553B. Πρβλ. Ἐφεσ. 1, 4-5.
[cxcv] Κυρίλλου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 557B. Πρβλ. Ἰωήλ 2,13.
[cxcvi] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙV, A΄, PG 70, 912D, 913A. Αὐτόθι, V, B΄, PG 70, 1205D. Πρβλ. Ἰεζ. 18, 23 καί 13,22.
[cxcvii] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙΙΙ, Β΄, PG 70, 645Β.
[cxcviii]Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 609Β: «Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι καὶ οὐχί Θεὸς πόρρωθεν». Πρβλ. Ἱερ. 23,23.
[cxcix] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, Ι, Ε΄, PG 70, 208Α.
[cc] Τοῦ ἰδίου, Α΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 10824-25 (=PG 76, 1312B).
[cci] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙI, Α΄, PG 70, 336Β. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Ζ΄, PG 76, 849Β.
[ccii] Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Γ΄, PG 76, 625C. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 1. Συναφῶς βλ. Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, Ι, Δ΄, PG 70, 201A: «... ὅτι Θεός ὑπάρχων τῶν ὅλων καί Κύριος, ἐπ̉ ἐξουσίας ἐργάζεται τό δοκοῦν, κἄν εἴτε τι τῶν ἐν οὐρανῷ βλέπειν βούλοιτο, κἄν εἴτε τι τῶν ἐπί τῆς γῆς».
[cciii] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, Δ΄, PG 75, 45D.
[cciv] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν,IV, Γ΄, PG 70, 993CD.
[ccv] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, I, A΄, Pusey, vol. I, σ. 2123-25 (=PG 73, 29C).
[ccvi]Αὐτόθι, IV, A΄, σ. 48624-25 (=PG 73, 533Β). Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, Ι΄, PG 75, 121CD.
[ccvii] Αὐτόθι.
[ccviii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, III, B΄, PG 70, 633D. Πρβλ. Ψαλμ. 7, 10.
[ccix] Κυρίλλου, Εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 880D καί 881Α.
[ccx] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Α΄, PG 68, 148D. Πρβλ. Ἰω. 1,14.
[ccxi] Κυρίλλου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος προσφωνητικός. Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 4826-27 (=PG 76, 1148C).
[ccxii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ΞΓ΄, PG 69, 1125D.
[ccxiii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, IV, E΄, PG 70, 1096B.
[ccxiv]Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, ΧΙ, Ι΄, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 72420-21 (=PG 74, 548BC). Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Δ΄, PG 68, 320C: «Θεῷ γάρ οἰκεῖον ὁλοκλήρως τό ἅγιον».
[ccxv] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΒ΄, PG 75, 192Β.
[ccxvi] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, IΙΙ, Δ΄, PG 70, 785B.
[ccxvii] Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 5823-24 (=PG 76, 1413A).
[ccxviii] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Β΄, SC 231, 44327-28 (=PG 75, 757A).
[ccxix] Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Ι, Η΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 302 (=PG 76, 52D).
[ccxx] Σωτηροπούλου, Θέματα δογματικῆς θεολογίας, σ. 101.
[ccxxi] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΚΕ΄, PG 75, 276ABC. Πρβλ. Μπούλοβιτς, Τό μυστήριον, σ. 393. Συναφῶς βλ. J. Meyendorff, Initiation à la théologie Byzantine, Paris 1975, pp. 173-175. Ἰω. Ρωμανίδη, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957, σσ. 45-50.
[ccxxii] Πρβλ. Μπούλοβιτς, Τό μυστήριον, σ. 233. Συναφῶς βλ. Vl. Lossky, À l᾽ image et à la ressemblance de Dieu, Paris 1967. pp. 31 καί 42, 43. Χρ. Μπούκη, Ἡ γλῶσσα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπό τό φῶς τῆς φιλοσοφικῆς ἀναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 92. Χρ. Γιανναρᾶ, Τό ὀντολογικόν περιεχόμενον τῆς θεολογικῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου, Ἀθῆναι 1970, σσ. 29-31. Τοῦ ἰδίου, Ἡ Θεολογία τῆς ἀπουσίας καί τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, Ἀθήνα 1967, σσ. 39, 69.








Πηγή: http://www.egolpion.com/

«Ὁ Υἱός ἐνούσιός τε καί ζῶν ὡς ἰδίαν ἔχων ἐν Πατρί καί μετά Πατρός τήν ὕπαρξιν», ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ διδασκαλία του γιά τήν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ-Θεοῦ

$
0
0
Dr. Εἰρήνη Ἀρτέμη
Θεολόγος –Φιλόλογος
MA & Phd Θεολογίας

Ὁ Κύριλλος ἐπανελάμβανε τήν εὐαγγελική φράση «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν»[1], γιά νά ἐπισημάνει ὅτι ὁ Υἱός εἶναι Θεός[2] καί συναῒδιος μέ τόν Πατέρα. 


Στή συνέχεια, ὑπογράμμιζε ὅτι ὁ Υἱός προέρχεται «ἐκ τοῦ Πατρός»[3], ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν πηγή προελεύσεως, γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ[4]. Γεννήθηκε ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ὅπως τό φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό φῶς, «Υἱός καί οὐ Πατήρ νοούμενος». Ἑπομένως, ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα[5], χωρίς ὅμως νά ταυτίζεται τό πρόσωπο τοῦ Πατρός μέ ἐκεῖνο τοῦ Υἱοῦ[6], διότι, τότε, θά φτάναμε στήν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Ἀκόμα καί ὅταν ἀποκαλεῖ τόν Υἱό πρόσωπο τοῦ Πατρός, δέ φτάνει στό σημεῖο νά υἱοθετεῖ τή διδασκαλία τῆς Σαβελλιανικῆς κακοδοξίας, ἀλλά ἐννοεῖ τήν ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Υἱοῦ στόν κόσμο, κάτι πού ἐπιβεβαιώνεται καί μέσα ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ, ἑώρακε τόν Πατέρα» καί «Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν»[7]. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, εἶναι «ὁ ἐνυπόστατος, ἡ οὐσιώδης καί τελεία καί ζῶσα εἰκών τοῦ ἀοράτου Θεοῦ»[8] καί ὄχι «ἀνυπόστατος», ὅπως ὁ ἀνθρώπινος λόγος[9], «οὐδὲ ὡς ρῆμα ψιλόν ἐν ἀνθρώπῳ γεγονώς»[10]. Εἶναι «ἐνούσιός τε καί ζῶν ὡς ἰδίαν ἔχων ἐν Πατρί καί μετά Πατρός τήν ὕπαρξιν»[11], δηλαδή ὁμοούσιος καί συναῒδιος μέ τόν Πατέρα. Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἐνυπόστατος», προφανῶς, φανερώνει τήν ἐπίδραση τῆς χριστολογίας τοῦ Ἰσιδώρου στόν Κύριλλο[12].

Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός[13] εἶναι κατά τή θεία φύση Του πλήρης[14], λεπτός καί ἀσώματος[15], γιατί «μόνος ἐξέφυ, καί ἐξ αὐτῆς γεγέννηται τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί Πατρός»[16]. Τόνιζε, λοιπόν, «σαφῶς Θεόν ὄντα καί ἐκ Θεοῦ Λόγον»[17] καί «Υἱός ἐστιν ἀληθῶς, καί ἐκ Θεοῦ Θεός»[18]. Ἑπομένως, ὁ Λόγος εἶναι Θεός[19] «ἐν ἰσότητί τε καί ὁμοιότητι τοῦ Πατρός»[20]. Ὡς Θεός εἶναι συναιώνιος[21] μέ τόν Πατέρα, «οὐκοῦν ἦν ὁ Λόγος ἐν ἀρχῇ»[22], ἀκόμα καί ὅταν ἔγινε ὅμοιος μέ ἐμᾶς, δηλαδή ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος[23]. Στό χωρίο αὐτό τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννου, ἡ σημασία τῆς «ἀρχῆς» εἶναι ἀπόλυτη, δέν ἀναφέρεται σέ σχέση μέ κάτι ἄλλο καί σημαίνει τήν ὕψιστη φύση[24]. Ἄλλωστε, γιά ὅλα τά κτίσματα ἀρχή θεωρεῖται ὁ χρόνος, γιά τό Λόγο, ὅμως, τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει ἀχρόνως, ἡ ἀρχή δέν ἔχει χρονική σημασία. Ἀρχή τοῦ Λόγου εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπό τόν ὁποῖο γεννιέται ἀϊδίως, καί προϋπάρχει μαζί Του προαιώνια[25]. Ἑπομένως, ὁ Πατήρ εἶναι ὁ ἀίδιος αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ, τοῦ ἀιδίου αἰτιατοῦ, καί αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τῆς καθ̉ ὑπάρξεως σχέσεως τοῦ Πατρός σέ σχέση πρός τόν Υἱόν Του[26].

Ἡ προσωνυμία «Υἱός» ἀποδόθηκε στό Λόγο, διότι «...γεγέννηκεν ἐξ ἑαυτοῦ (=τοῦ Πατρός) τὸν Υἱόν, ἴδιον δὲ αὖ τοῦ Υἱοῦ τὸ Υἱὸς ὄνομα τὴν αἰτίαν ἐπάγοντες ὅτι γεγέννηται παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός»[27]. Ὁ ἱερός Πατήρ σημείωνε μέ ἔμφαση ὅτι μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ δέν ὑπάρχει «μήτε ροπή, μήτε διάστημα, μήτε ἄλλο τι ἔστι»[28]. Δέν προϋπάρχει, δηλαδή, ὁ Πατήρ τοῦ Υἱοῦ, παρ̉ όλο πού λέγεται ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος καί ὁ Υἱός γεννητός[29]. Τά ἐπίθετα αὐτά χρησιμοποιοῦνται μέ καταχρηστική σημασία, γιά νά δηλώσουν τίς σχέσεις τῶν θείων Προσώπων μεταξύ τους καί δέν ἔχουν τό νόημα πού τούς δίνεται, γιά νά γίνει λόγος γιά τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους.

Πολλές φορές, ὁ Υἱός ὀνομάζεται «δύναμις»[30], «ἰσχύς» καί «βραχίονας» τοῦ Θεοῦ[31], μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο καί τιμωρεῖ τούς Αἰγυπτίους μέ τίς ἀβάστακτες πληγές, γιά νά τούς ὑποχρεώσει νά ἐλευθερώσουν τούς Ἰσραηλῖτες ἀπό τή δουλεία καί νά τούς ἐπιτρέψουν νά φύγουν ἀπό τήν Αἴγυπτο[32]. Παραλληλίζεται μέ τό μάννα ἐξ οὐρανοῦ, τόν οὐράνιο ἄρτο[33], ὁ ὁποῖος χορηγεῖται σέ ὅλη τή λογική κτίση, γιά νά τή θρέψει πνευματικά καί νά τή βοηθήσει νά γνωρίσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἴδιο τόν Θεό μέσῳ τοῦ ἴδιου τοῦ Λόγου. Εἶναι «ἡ δεξιά τοῦ Θεοῦ, δι᾽ ἧς τά πάντα κατορθοῖ καί πάντα ἐργάζεται»[34]. Εἶναι ἡ μοναδική Ἀλήθεια, ἡ ὁποία φανερώνει τόν Πατέρα καί τό θέλημα Αὐτοῦ. Ὅλος ὁ οὐρανός, ἐννοώντας τό σύμπαν ὁλάκερο, Τόν προσκυνᾶ, διότι Αὐτός εἶναι ὁ ποιητής τῶν ὅλων, ἐπιβεβαιώνοντας τά λόγια τοῦ Ἔσδρα: «πᾶσα ἡ γῆ τήν ἀλήθειαν (=ὁ Υἱός) καλεῖ, καί ὁ οὐρανός αὐτήν προσκυνεῖ, καί πάντα τά ἔργα αὐτήν σείεται καί τρέμει»[35]. Ὁ Υἱός, ὡς ὀμοούσιος πρός τόν Πατέρα, ἔχει τή δυνατότητα νά εἶναι ὁ δημιουργός καί συντηρητής τοῦ κτιστοῦ σύμπαντος, ὁρατοῦ καί ἀοράτου, ὅπως καί ὁ Πατήρ[36].

Ὁ Υἱός, ὡς φύσει Θεός[37], συνυπάρχει ἀιδίως μέ τόν Θεό Πατέρα[38]. Ἀπό αὐτό συνεπάγεται ὅτι «οὐκ ἄρα κτίσμα τυγχάνει»[39] καί ἐπιπλέον ὅτι ὡς φύσει Θεός[40] εἶναι «μόνος ἅγιος, μόνος Κύριος»[41]. Εἶναι «τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ καί Πατρός»[42], ἀφοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἴδιος, «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ (=τό Χριστό) ἑώρακε τὸν Πατέρα»[43]. Εἶναι, λοιπόν, «ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών αὐτοῦ καί τῆς ὑποστάσεως χαρακτήρ»[44], δηλαδή «ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[45]. Σέ αὐτόν ὑπάρχει «ἀδιαλώβητόν τε καί ἀπαράσημον τό θεῖο», δηλαδή ἡ κοινή θεία οὐσία[46]. Ὡς Θεός ὁ Χριστός δέν εἶναι μέσον ἀναγωγῆς πρός τόν Πατέρα, ἀλλά εὑρίσκεται ὁμοῦ μετά τοῦ Πατρός, πάντοτε καί ἀμετάβλητα, «τόν ἀεί καί ὡσαύτως ὄντα μετά Πατρός»[47].

Ὡς Μονογενής τοῦ Θεοῦ Πατρός[48] εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα. Μέσῳ τοῦ Υἱοῦ «προσιτός … ὁ Πατήρ»[49] καί γίνεται ὁ μεσίτης πού συνάπτει τόν Πατέρα μέ ἐμᾶς καί «ἐν τοῖς ὑπέρ φύσιν ὑψώμασιν ἀνακομίζων»[50]. Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριλλος μιλοῦσε γιά τήν Ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ χρησιμοποιώντας ἁγιογραφικές φράσεις, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήσει τά λεγόμενά του καί νά δείξει στούς πολεμίους του ὅτι, ὅσα ἔλεγε, εἶναι σύμφωνα μέ τά γραφόμενα τῶν εὐαγγελιστῶν καί τῶν ἀποστόλων καί, μάλιστα, μέ τοῦ ἀποστόλου Παύλου[51]. Δίδασκε, λοιπόν, ὅτι ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἡ ἀντανάκλαση καί ἡ ἀκτινοβολία τῆς δόξας τοῦ Πατρός[52]. Χρησιμοποιεῖ τή λέξη «χαρακτήρ», γιατί αὐτή δηλώνει μεγαλύτερη ἀκρίβεια σέ σχέση πρός τή λέξη «εἰκών». Κατά συνέπεια ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἀκριβές καί ἀπαράλλακτο ἀποτύπωμα τοῦ Πατρός, «ὁ Υἱὸς τῆς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς οὐσίας ἀκριβῆ τινα τύπον οἱονεὶ καὶ γραφὴν τὰ καθ΄ ἑαυτὸν ἀνιστάς»[53]. Ἀποτελεῖ τό «κρυφιωδέστερον δὲ καὶ μυστικώτερον, πρόσωπον μὲν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός»[54]. Προβάλλεται, λοιπόν, ἡ ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα[55] καί, συγχρόνως, γίνεται λόγος γιά τή διάκριση τῶν ὑποστάσεων Τους, γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀποφυγή τοῦ κινδύνου τῆς ταυτίσεως τῶν θείων ὑποστάσεων.

Ὁ Υἱός θεωρεῖται ἡ σοφία[56], ἡ δύναμη[57], ἡ ἀκτινοβολία, ἡ θέληση[58] καί ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός[59]. Δέν ὑπάρχει χρόνος κατά τόν ὁποῖο ὁ Πατήρ δέν εἶχε Υἱό˙ κατά συνέπεια, ἐξάγεται τό συμπέρασμα «ἀίδιον ὑπάρχειν τὸν Υἱόν, ὃς ταῦτά ἐστι τῷ ἀιδίῳ Πατρί»[60] καί, ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται μεταγενέστερος τοῦ Πατρός[61]. Ὁ ζῶν[62], ἐνεργός καί ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ποιητής[63] καί δημιουργός τῶν ὅλων μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα. Εἶναι «ἡ ζῶσα καὶ ἐνούσιος τοῦ Πατρὸς βούλησις … δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐργάζεται»[64]. Ἔτσι, ὁ Υἱός δέν εἶναι μία ἁπλή θέληση καί βούληση χωρίς ὑπόσταση, οὔτε ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα Του. Ταυτίζεται μόνο ὡς πρός τή βούληση καί τή θέληση Ἐκείνου˙ ἄποψη πού ὑποστήριζαν οἱ Εὐνομιανοί, ἀλλά εἶναι ὁ χαρακτήρας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός[65]. Ἑπομένως, ὁ Υἱός ζωοποιεῖ τά πάντα ὡς ὁμοούσιος καί ὁμόθρονος τοῦ Πατρός[66]. Γίνεται, λοιπόν, ὁ βασιλιάς καί Κύριος ὅλης τῆς δημιουργίας[67]. Παρομοιάζεται μέ τό καθαρό καί ζωοποιό νερό. Ὅπως τό νερό εἶναι διαυγές καί καθαρό, ἔτσι καί ὁ Λόγος εἶναι καθαρός καί «ἁμαρτίας ἀμέτοχος παντελῶς»[68]. Εἶναι «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν καὶ ἐξ οὐρανοῦ»[69], ὁ ὁποῖος τρέφει πνευματικά τόν κάθε πιστό, μέ τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό Αὐτόν οὐράνια ἀλήθεια, διότι Ἐκεῖνος εἶναι «ἡ ἀλήθεια και ἡ ζωή»[70]. Ἡ ζωοποιός δύναμη Του δέν εἶναι στόν Υἱό κάτι τό ἐπείσακτο, «ἀλλὰ κατὰ φύσιν αὐτῷ προσοῦσα καὶ οὐσιωδῶς ὥσπερ καὶ τῷ Πατρί»[71]. Ἄρα «ὁ Υἱὸς οὖν ἐστι ζωή»[72].

Φανερό γίνεται, λοιπόν, ὅτι ὁ Υἱός δέν μπορεῖ νά εἶναι κτίσμα[73], ἀφοῦ διαφέρει ἀπό αὐτά μέ βάση τήν οὐσία Του καί τόν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς Του[74]. Ἐκεῖνος δημιουργεῖ καί κτίζει κάθε ποίημα[75]. Ὅλα ἔγιναν καί ζωοποιήθηκαν μέσῳ Αὐτοῦ[76], διότι εἶναι «κατὰ φύσιν ζωὴ καὶ ἐκ ζωῆς ὑπάρχων ὁ Λόγος»[77]. Τά κτίσματα δημιουργήθηκαν ἐν χρόνῳ, ἐνῶ Ἐκεῖνος γεννήθηκε πέρα ἀπό τό χρόνο[78], μέ τρόπο τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ νά συλλάβει ἡ ἀνθρώπινη διάνοια. Γιά τό λόγο αὐτό, ὁ Κύριλλος χαρακτήριζε τόν Υἱόν «ἐξ ἀγενήτου ἀγένητος»[79], θέλοντας νά δηλώσει τή διαφορά Του ἀπό τά κτίσματα καί ὄχι νά ἀμφισβητήσει τό ὑποστατικό Του ἰδίωμα, ὅτι δηλαδή γεννᾶται προαιώνια ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός. Θεωρεῖται «ἀγένητος», σέ σχέση πρός τήν ἐν χρόνῳ γέννηση τῶν κτισμάτων, «γεννητός», ὅμως, σέ σχέση πρός τόν τρόπο ὑπάρξεώς Του ὡς Προσώπου τῆς Τριάδος. Κατά συνέπεια, μπορεῖ νά λεχθεῖ ὅτι, μέ τόν τρόπο αὐτό, ἔδινε μία ἀκόμα τεκμηριωμένη ἀναίρεση στή διατυπούμενη κακόδοξη διδασκαλία τῶν Ἀρειανῶν περί κτιστότητας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ[80]. Ταυτοχρόνως, φαίνεται ἡ ἐπίδραση πού ἔχει δεχθεῖ στό σημεῖο αὐτό ἀπό τό Μ. Ἀθανάσιο, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, καί ἐκεῖνος κινοῦταν στά πλαίσια τῆς ἀλεξανδρινῆς παραδόσεως.

Ὁ Υἱός εἶναι «ὁ ἀχώρητος, ὁ ἀπερίγραπτος, ὁ ἀναλλοίωτος»[81], ὅπως προσιδιάζει στή φύση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῶν κτισμάτων. Ὁ Υἱός, λοιπόν, εἶναι ἑτερούσιος ἀπό ὅλα τά κτίσματα, γήινα καί οὐράνια, μέσα στήν κατηγορία τῶν ὁποίων κατατάσσονται καί τά τάγματα τῶν ἀγγέλων[82]. Ἀποδεικνύεται, λοιπόν, αὐτό πού προαναφέρθηκε, ὅτι δηλαδή εἶναι ὁ χορηγός τῆς ζωῆς, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι ζωή[83]. Ἔχει γεννηθεῖ «ἄριστος καί ἀγαθός» καί εἶναι ὁλοκληρωμένος ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀρετή, διότι ἡ θεία φύση εἶναι τέλεια καί δέν ἐπιδέχεται καθόλου αὔξηση ἤ βελτίωση σέ τίποτα. Ἄλλωστε, δέν ὑπάρχει σ᾽ Αὐτόν κανένα ἴχνος ἁμαρτίας[84], εἴτε ὡς Θεός εἴτε ὡς ἄνθρωπος. Ὡς Θεός, ὅμως, ἔχει θεοπρεπῆ δόξα καί φυσική ὑπεροχή ἀπό ὅλη τήν κτίση[85].

Ὁ Υἱός χαρακτηρίζεται «δικαιοσύνη τοῦ Πατρός»[86], χάρη στόν ὁποῖο ἀπαλλάχθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Μέ τό συγκεκριμένο χαρακτηρισμό Τόν ἀποκαλεῖ ὁ Πατήρ μέσῳ τῶν προφητῶν: «Ἐγγίζει ταχύ ἡ δικαιοσύνη μου, καί τό ἔλεός μου ἀποκαλυφθῆναι»[87]. Ὡς δικαιοσύνη ἐννοεῖται ὁ Υἱός. Ἐκεῖνος θά ἀποδώσει τό δίκαιον καί σέ αὐτόν ἀλλά, κυρίως, στό μέλλοντα αἰώνα, κατά τή Δευτέρα καί ἔνδοξη Παρουσία Του, κατά τήν ὁποία θά κρίνει ζωντανούς καί νεκρούς καί θά τούς ἀνταμείψει ὅλους ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους[88].

Ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος πρός τόν Πατέρα, «ὑπάρχων μέν γάρ ἐν μορφῇ καί ἰσότητι τῇ κατά πᾶν ὁ Υἱός τῷ Πατρί»[89]. Ἑπομένως, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ Πατρός[90]. Ἔχει ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, «δίχα μόνου τοῦ εἶναι Πατήρ»[91] καί τοῦ «γεννᾶν»[92]. Αὐτό, φυσικά δέ σημαίνει ὅτι ὁ Υἱός μπορεῖ να ἐκπορεύει ὑποστατικά τό Πνεῦμα, γιατί αὐτό ἀνήκει στά ὑποστατικά ἰδιώματα μόνο τοῦ Πατρός. Ἐκεῖνος εἶναι «μονογενής καί πρωτότοκος», ἀληθινός Υἱός καί ὄχι κτίσμα[93]. Μέ τό χαρακτηρισμό «μονογενής» ἔχουμε τή σαφῆ δήλωση ὅτι ὁ Πατήρ δέν ἔχει ἄλλο Υἱό, ἐνῶ μέ τό χαρακτηρισμό «πρωτότοκος» δέ δηλώνεται ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλοι Υἱοί Θεοῦ, ἀλλά ὅτι ὁ Υἱός ὑπάρχει πρίν ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα[94], καί λέγεται «πρωτότοκος» ὡς ἀναμάρτητος καί ἀρχή τῆς νέας ἀνθρωπότητας. Ὡς Θεός εἶναι μακριά ἀπό τήν ἁμαρτία καί δέν ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό τῆς θείας φύσεως, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει μέ τά κτίσματα[95].

Μέ ἄκρα σαφήνεια, βλέπουμε ὅτι ἡ διάκριση τῆς ἀίδιας ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, «πρό πάντων τῶν αἰώνων», ἐξαίρεται στόν θεηγόρο Πατέρα, σέ σχέση μέ τήν ἐν χρόνῳ ἔνσαρκη παρουσία Του ὡς Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ὁ ἀίδιος τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἡ γέννησή Του ἀπό τόν Θεό Πατέρα. Τοῦτο σημαίνει κοινότητα ἤ ταυτότητα οὐσίας Πατρός καί Υἱοῦ. Ἡ βασική αὐτή διδασκαλία ἐνισχύεται ἄκρως δυναμικά καί σωρευτικά μέ τίς ἐκφράσεις: «μονογενής, φῶς ἐκ φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ»[96].

Συνοπτικά, ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἐπεσήμαινε τό ἀίδιο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καταδίκαζε τήν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Τόνιζε ὅτι ὁ Υἱός διαφέρει ἀπό τά κτίσματα ὡς πρός τήν οὐσία καί τόν τρόπο δημιουργίας τους. Ὁ Υἱός γεννιέται προαιώνια, ἐκ τοῦ Πατρός, ἐνῶ τά κτίσματα δημιουργήθηκαν ἐν χρόνῳ καί ἔχουν διαφορετική οὐσία ἀπό ἐκείνη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ φύση τοῦ Υἱοῦ χαρακτηρίζεται πλήρης, λεπτή καί ἀσώματη. Ὑπογραμμίστηκε ἀκόμη ὅτι ὁ Υἱός εἶναι συναῒδιος μέ τόν Πατέρα. Μέσῳ Αὐτοῦ ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο καί βοηθᾶ τόν ἰσραηλιτικό λαό νά ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ Αἰγύπτιου ἡγεμόνα. Ὁ Κύριλλος στηρίχθηκε καί πάλι σέ μαρτυρίες ἀπό τή Γραφή, γιά νά μήν μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήσει τά γραφόμενά του. Τέλος, κατά τήν ἄποψή μας, ἔδωσε μία πολύ καλή ἐξήγηση, στίς ἔννοιες «μονογενής» καί «πρωτότοκος», μέ τίς ὁποῖες χαρακτήριζε τήν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ.



----------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι-XVII, PG 68, 133A-1125D.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Γένεσιν, Α΄-Ζ΄, PG 69, 13A–385Α.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Ἔξοδον, Α΄-Γ΄, PG 69, 385Β-537D.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 540Α-589Β.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τούς Ἀριθμούς, PG 69, 589C-641A.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Δευτερονόμιον, PG 69, 643Α-677C.
Τοῦ ἰδίου, Ὑπομνήματα εἰς τάς βίβλους Βασιλειῶν, Α΄-Ε΄, PG 69, 680Α-697Α.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 717Α-1273Α.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Ἐξόδῳ, PG 69, 1273Β.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Δευτερονομίῳ, PG 69, 1273Β-1276Β.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Ἄννας μητρός Σαμουήλ ἐν Βασιλειῶν Πρώτῳ, PG 69, 1276C.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Παροιμίας, PG 69, 1277Α.
Τοῦ ἰδίου, Εἰς τό ᾎσμα ᾀσμάτων, PG 69, 1277Β -1293Α.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τόν προφήτην Ἠσαῒαν, I-V,

PG 70, 9Α-1449C.

Τοῦ ἰδίου, Ἀποσπάσματα εἰς τούς Ἱερεμίαν, Βαρούχ, Ἐζεκιήλ καί Δανιήλ προφήτας, 70, 1452Α-1461Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τούς 12 προφήτας, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in xii prophetas, I-II vols., Bruxelles 19652 (=PG 71, 9A-1061C καί 72, 9A-364D).
Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον, J. Reuss, Matthäus-Kommentare aus der griechischen Kirche, [Texte und Untersuchungen 61], Berlin 1957, σσ. 153-269 (=PG 72, 365Α-472C).
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Α΄-ΚΔ΄, PG 72, 476Α-949C.
Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, Ι-ΧΙΙ. Pusey: Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιον, Ι-ΧΙΙ, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, I-III vols, Bruxelles 19652 (=PG 73, 9A-1056A καί 74, 9A-756C).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Brussels 19652, σσ. 441-451 (=PG 74, 757A-773Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 173-248 (=PG 74, 773Β-856Β).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κορινθίους ἐπιστολήν Α΄ καί Β΄, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 249-360 (=PG 74, 856Β-952Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολήν, PG74, 952Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολήν, PG74, 952C.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 362-423 (=PG 74, 953Α-1005C).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς Καθολικάς ἐπιστολάς Ἰακώβου, Πέτρου καί Ἰωάννου, PG 74, 1008Α-1024Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς ἐπιστολήν Ἰούδα, PG 74, 1024C.
Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός: τοῦ ἰδίου, Ἡ Βίβλος τῶν Θησαυρῶν περί τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄ - ΛΔ΄, PG 75, 24Α-656D.
Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄-Ζ΄, G.M. de Durand, SC 231(1976), 237(1977), 246(1978) (=PG 75, 657Α-1124C).
Τοῦ ἰδίου, Τά ἐγκείμενα τῷ λόγῳ τῷ περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μετά προσθήκης ἑτέρων ἐννοιῶν, PG 75, 1124D-1145C.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας καί ζωοποιοῦ Τριάδος, Α΄-ΚΗ΄, PG 75, 1148Α-1189Α.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, G.M. de Durand, Cyrille d᾽Alexandrie, Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1189B – 1253B).
Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, G.M. de Durand, Cyrille d᾽Alexandrie. Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1253C–1361C).
Τοῦ ἰδίου, (Σχόλια) Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, Ι – XXXV, PG 75, 1369A-1412C.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πατρός, (νόθο), ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 3-6 (=PG 75, 1413A-1420A).
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, Α΄-ΛΕ΄, PG 75, 1420Β-1477Β.
Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν: Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Α΄-Ζ΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 13-106 (=PG 76, 9A-248A).
Τοῦ ἰδίου, Διάλεξις πρός Νεστόριον. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος καί οὐ Χριστοτόκος, (νόθο), PG 76, 249A-256A.
Τοῦ ἰδίου, Λόγος. Κατά τῶν μή βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 19-32 (=PG 76, 256Β-292A).
Τοῦ ἰδίου, Ἐπίλυσις τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων, ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 15-25 (=PG 76, 293A-312D).
Τοῦ ἰδίου, Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων: Τοῦ ἰδίου, Πρός τούς τολμῶντας συνηγορεῖν τοῖς Νεστορίου δόγμασιν ὡς ὀρθῶς ἔχουσι. Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν δώδεκα κεφαλαίων πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 33-65 (=PG 76, 316A-385Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον: τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον, πρός τήν παρά Θεοδωρήτου κατά τῶν δώδεκα κεφαλαίων ἀντίρρησιν, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 110-146 (=PG 76, 385Β-452C).
Τοῦ ἰδίου, Λόγος Ἀπολογητικός πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, ACO, τ. 1, Ι, 3, σσ. 75-90 (=PG 76, 453Α-488Α).
Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ: Ὑπέρ τῆς τῶν χριστιανῶν εὐαγοῦς θρησκείας πρός τά τοῦ ἐν ἀθέοις Ἰουλιανοῦ, Ι – ΧΙΧ, P. Évieux, Contre Julien, I, SC 322 (livres I-II), Paris 1985, σσ. 100-318 (PG 76, 504A-1064B).
Τοῦ ἰδίου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν, A΄-ΚΗ΄, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, vol. 3, Bruxelles 19652, σσ. 547-602 (=PG 76, 1065A-1132B).
Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, A΄-ME΄, ACO, τ. 1, Ι, 1, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 42-72 (=PG 76, 1133A-1200D).
Τοῦ ἰδίου, Α΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σσ. 62-118 (=PG 76, 1201A-1336B).
Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως, Α΄-ΝΘ΄, ACO, τ. 1, Ι, 5, σσ. 26-61 (=PG 76, 1336Α-1420D).
Τοῦ ἰδίου, Ἀποσπάσματα δύο ἀπό δογματικά ἔργα (νόθο), PG 76, 1421Α-1426D.
Τοῦ ἰδίου, Κατά συνουσιαστῶν, ACO, τ. 1, Ι, 4, σ. 10 (=PG 76, 1427A-1437B).
Τοῦ ἰδίου, Κατά Διοδώρου Ταρσοῦ καί Θεοδώρου Μοψουεστίας, P.E Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, vol. 3, Bruxelles 19652, σσ. 492 -537.
Τοῦ ἰδίου, 88 Ἐπιστολαί, PG 77, 9Α-390C.
Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιοι Ὁμιλίαι, Ι-ΧΧΧ, P. Évieux, Lettres Festales, I-VI, SC 372 (1991), VII-XI, 392, (1993) καί W. H. Burns, Lettres Festales, ΧΙΙ-ΧVII – SC 434 (1998) (=PG 77, 401Α-981C). [Στούς τόμους τῆς SC περιλαμβάνονται μόνο οἱ δεκαεπτά πρῶτες ὁμιλίες].
Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλίαι, A΄-ΚΒ΄, PG 77, 981D-1116C.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς παναγίας Τριάδος ἐν κεφαλαίοις κη΄, PG 77, 1120A-1173D.
Τοῦ ἰδίου, Συναγωγή τῶν ἀναγωγικῶς ἑρμηνευομένων ρητῶν τῆς Παλαιᾶς Ἁγίας Γραφῆς, PG 77, 1176A-1289D.



----------------------------------------
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

¨Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ Ὀρθοδοξία μας: Ἀλεβιζοπούλου, Ἀ., πρωτοπρ., Ἡ Ὀρθοδοξία μας, Ἀθήνα 1994.

¨Ἀνδρούτσου, Χρ., Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. οἶκος Ἀστήρ, ἐν Ἀθήναις 1907.

¨Τοῦ ἰδίου, Δογματικαί μελέται Α΄, ἐν Ἀθήναις 1907.

¨Τοῦ ἰδίου, Συμβολική ἐξ ἀπόψεως Ὀρθοδόξου, ἐν Ἀθήναις 19302.

¨Αρτέμη, Ε., «Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως σέ δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας», μ. δ., Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΕ (2004), 145-277.

¨Βούλγαρη, Χρ. Σπ., Ἡ ἐν Χριστῷ τελείωσις τῆς θείας Οἰκονομίας κατά τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ἀθῆναι 1988.

¨Gaultier, P., «L᾽ ὁμοούσιος de Paul de Samosate», RSR 12 (1922) 30-45.

¨Χρήστου, Πατρολογία, Γ΄ καί Δ': τοῦ ἰδίου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Γ΄ καί Δ΄, Θεσσαλονίκη 1987, 1989.

¨Καρμίρη, Ἰω. Ν., Σύνοψις τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1960.

¨Κασσομενάκη, Ἰω., - Κόμπου, Ἀ., Ἐγχειρίδιον Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1968.

¨Κατερέλου, Κ., ἐπισκόπου Ἀβύδου, «Σημειώσεις ἀπό τίς παραδόσεις του στά μαθήματα «Ἱστορική Δογματική Θεολογία» καί «Δογματική»», Ἀθήνα 2011.

¨Lohse, Ed., Ἐπίτομη Θεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθήνα 19333.

¨Lossky, Vl., Ἡ μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, (μτφρ. Στ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 1964.

¨Ματσούκα, Ν. Ἀ., Γένεσις καί οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, Θεσσαλονίκη 1969.

¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄. Εἰσαγωγή στή θεολογική γνωσιολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -2], Θεσσαλονίκη 1996.

¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄. Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -3], Θεσσαλονίκη 2001.

¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη-34], Θεσσαλονίκη 1997.

¨Τοῦ ἰδίου, Οἰκουμενική Θεολογία: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Ἔκθεση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Προϋποθέσεις ἑνός Oἰκουμενικοῦ διαλόγου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -55], Θεσσαλονίκη 2005.

¨McGuckin, J. A, St Cyril of Alexandria the Christological controversy. (Its history, theology and texts), New York 1994.

¨Mckinion, S. A., Words, Imagery and the Mystery of Christ. A reconstruction of Cyril of Alexandria’s christology, Leiden – Brill 2000.

¨Παπαδοπούλου, Σ, Κύριλλος: τοῦ ἰδίου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀθήνα 2004.

¨Παπαδοπούλου, Χρ., Ὁ Ἅγιος Κύριλλος: Παπαδοπούλου, Χρ., Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933..

¨Θεοδώρου, Ἡ χριστολογική ὁρολογία: Θεοδώρου, Ἀ., Ἡ χριστολογική ὁρολογία καί διδασκαλία Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου τοῦ Κύρου, δ.δ., Ἀθῆναι 1955.

¨Τρακατέλλη, Δ., μητροπ. Βρεσθένης, Χριστός ὁ προϋπάρχων Θεός, (μτφρ. ἀρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου), ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.

¨Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική Β΄: Ξεξάκη, Ν. Γ., Ὀρθόδοξος Δογματική Β΄. Ἡ Θεολογία τοῦ Ὁμοουσίου, ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2006.



----------------------------------------
[1] Κυρίλλου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος προσφωνητικός, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 6941-42 (=PG 76, 1193A). Ἰω. 1, 1-3.

[2] Τοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 1221C.

[3] Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 76023-24 (=PG 75, 1332C).

[4] Tοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Δ΄, SC 237, 5111-3 (=PG 75, 872A). Αὐτόθι, Γ΄, SC 237, 5016-8 (=PG 75, 853D): «πηγήν μέν ὥσπερ καί ῥίζαν τῆς ἰδίας ὑποστάσεως Πατέρα ἔχων τόν ἐν οὐρανοῖς». Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 576B. Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι, PG 68, 672A.

[5] Tοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 67910-11, 15, 6806-8 (=PG 75, 1192CD, 1193C).

[6] Tοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΛΒ΄, PG 75, 481D.

[7] Tοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ΞϚ΄, PG 69, 1140CD. Πρβλ. Ἑβρ. 1,3. Ἰω. 14,9 καί 10,30.

[8] Περί τῆς ἁγίας Τριάδος (νόθο ἔργο), Ζ΄, PG 77, 1132D. βλ. Tοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΛΔ΄, PG 75, 596ΒC.

[9] Tοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, V, E΄, Pusey, vol. II, σ. 485-7(=PG 73, 844B)

[10] Tοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 69425 (=PG 75, 1220A).

[11] Tοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, V, E΄, Pusey, vol. II, σ. 487-9 (=PG 73, 844B)

[12] Ὁ Λεόντιος Βυζάντιος, ἐπηρεασμένος κυρίως ἀπό τή χριστολογική διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου καί, ἴσως, καί ἀπό τοῦ Ἰσιδώρου χρησιμοποίησε εὑρέως τό συγκεκριμένο ἐπίθετο στή χριστολογία του. Γιά τόν Κύριλλο καί τόν Ἰσίδωρο, ἡ λέξη «ἐνυπόστατος» χαρακτηρίζει περιοδικά ἕνα ὄν πού ὑφίσταται πραγματικά καί ἕνα ὄν πού εἶναι αὐθύπαρκτο, δηλαδή ὑπάρχει ἀπό μόνο του. Στό Λεόντιο Βυζάντιο τό ἐπίθετο «ἐνυπόστατος» χαρακτηρίζει τόσο τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ὑπαρκτή πραγματικά, ὅσο καί τή θεία Του ὑπόσταση, ἡ ὁποία εἶναι διαφορετική ἀπό τίς ἀλλες ὑποστάσεις (Πατήρ καί Πνεῦμα) τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως, ὅμως, εἶναι ὁμοούσια καί συναΐδια μέ Ἐκεῖνες. Βλ. σχετικά Λεοντίου Βυζαντίου, Κατά Νεστοριανῶν καί Εὐτυχιανιστῶν Α΄, PG 86, 1277D: «τὸ δὲ ἐνυπόστατον ... δηλοῖ, ὁ ἐν ἑτέρῳ ἔχει τὸ εἶναι, καὶ οὐκ ἐν ἑαυτῷ θεωρεῖται».

[13] Κυρίλλου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 560C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 68830, 37 (=PG 75, 1208D). Τοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ΠΗ΄, PG 69, 1213B. Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 73730, 74613, 75938 (=PG 75, 1293B, 1308D, 1329D). Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, ΙΑ΄, PG 68, 744C.

[14] Tοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, Β΄, PG 69, 721C.

[15]Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 636A.

[16] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Δ΄, SC 237, 52228-30 (=PG 75, 892A).

[17] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Η΄, PG 76, 904B.

[18] Tοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ΠΓ΄, PG 69, 1209Α.

[19] Tοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 561A. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 7289 (=PG 75, 1277B).

[20] Τοῦ ἰδίου, Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων, ACO, τ. 1, Ι, 7, σ. 445 (=PG 76, 340B).

[21] Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 74337(=PG 75, 1304D). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 69937-38 (=PG 75, 1229A). Tοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Γ΄, SC 237, 5017-8 (=PG 75, 853D).

[22]Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος Προσφωνητικός. Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 6931-32 (=PG 76, 1193D): «... καί ὡς ἐξ ἀϊδίου τε καί ἀτρέπτου πεφηνώς τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ἔχει καί αὐτός ἐν ἰδίᾳ φύσει τό ἀῒδιον τε καί ἄτρεπτον». Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Ι΄, PG 76, 1012Α. Πρβλ. Ἰω. 1,3.

[23] Κυρίλλου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Γ΄, PG 76, 669D, 672A.

[24] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 70921-24 (=PG 75, 1244C, 1245BC). Πρβλ. Ἰω. 1, 1-3.

[25] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΙΕ΄, PG 75, 277Β.

[26] Αὐτόθι, Θ΄, PG 75, 112AΒ: «Κἂν ἔχῃ τινὰ διαφορὰν ὁ Υἱὸς ὡς πρὸς τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, καθ̉ ἣν ὁ μὲν Πατὴρ ἀρχή ἐστιν, ὁ δὲ Υἱὸς ἐκ τῆς ἀρχῆς, ἀλλ̉ οὐ διὰ τοῦτο τῆς ταυτότητος καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν ὁμοουσιότητος ἐξωσθήσεται. Οὐ γὰρ ἔσται τι συναΐδιον τῷ Πατρὶ, μὴ ὂν ἐξ αὐτοῦ φυσικῶς ... Οὐκοῦν κἂν ἀρχὴν ὁ Υἱὸς ἔχῃ τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, ἀλλὰ καθὸ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἐστι, σύνδρομον αὐτῇ τὸ εἶναι ἔχων, ἀνόμοιος οὐκ ἔσται κατὰ τὴν οὐσίαν αὐτῇ».

[27] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Β΄, SC 231, 41916-18 (=PG 75, 717A).

[28] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΖ΄, PG 75, 305Β.

[29] Αὐτόθι, A΄, PG 75, 13D.

[30] Tοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς Γένεσιν, Ζ΄, PG 69, 365B.

[31]Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς, ΟΣΤ΄, ΠΗ΄, PG 69, 1192C, 1212Β. Πρβλ. Ψαλμ. 76, 16. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΛΕ΄, PG 75, 640C: «Ἐν τῷ Ἱερεμίᾳ. «Κύριος ὁ ποιήσας τὴν γῆν ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, ἀνορθώσας τὴν οἰκουμένην ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ». (Ἰερ. 10,12) Ἐν τῷ Δευτερονομίῳ.«Οὐ φοβηθήσεσθε θεοὺς ἑτέρους, … ἀλλ᾽ ἤ Κυρίῳ ὃς ἀνήγαγεν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ τῇ μεγάλῃ, καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ». (Δευτ. 5, 7-15)».

[32] Λευϊτ. 26, 21 κ.ἑ.

[33] Κυρίλλου, Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς, ΟΖ΄, PG 69, 1192C. Πρβλ. Ψαλμ. 77, 24.

[34] Κυρίλλου, Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς, ΞΒ΄, PG 69, 1121Β.

[35] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΕ΄, PG 75, 248C. Πρβλ. Β΄ Ἔσδρας 4, 36.

[36] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΙΕ΄, PG 75, 248C. Τήν ἴδια ἄποψη ἐκφράζει μέσα ἀπό τά πονήματά του καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Πρβλ. Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Κατά Ἀρειανῶν Λόγος Ι, Θ΄, 2, M. Tetz, Athanasius Werke, τ. 1, Ι, σ. 1174-6 (=PG 26, 28D-29A).

[37] Κυρίλλου, Γλαφυρά εἰς τούς Ἀριθμούς, PG 69, 629A, 632C. Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 580C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι, PG 68, 676A: «τοῦ κατά φύσιν εἶναι Θεόν καί ἐκ Θεοῦ Πατρός πεφυκέναι τόν Υἱόν».

[38] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Θ΄, PG 76, 948Α.

[39] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΖ΄, PG 75, 304D.

[40] Αὐτόθι, ΙΖ΄, PG 75, 304CD. Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, ΙΑ΄, PG 68, 748Α.

[41] Αὐτόθι, PG 68, 741D.

[42] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς, ΜΓ΄, PG 69, 1020Α. Πρβλ. Ἑβρ. 1,3. Ψαλμ. 43, 4.

[43] Κυρίλλου, Εἰς Ἰωάννην, I, Β΄, Pusey, vol. I, σ. 25.9-22 (=PG 73, 32D, 33A). Πρβλ. Ἰω. 14,9: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ, ἑώρακε τὸν Πατέρα μου», καὶ πάλιν «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί». Ἀλλ᾽ εἰ καὶ ἔστιν ἐν τῷ Πατρὶ, ἔχει δὲ πάλιν ἐν ἑαυτῷ τὸν Πατέρα· καλῶς μὲν αὐτὸς, καθάπερ ἤδη προείρηται, πρὸς τὴν τοῦ γεννήσαντος ἀπηκριβωμένος μορφὴν, ἀπαραποιήτως δὲ πάλιν, ἐξ ὧν ἐστιν αὐτὸς, ἐν ἑαυτῷ τὸν γεννήσαντα ζωγραφῶν· οὐ διὰ τοῦτο τὸ ὑπάρχειν ἰδίως ζημιωθήσεται, οὐδ᾽ αὖ πάλιν ἀπολέσει ὁ Πατὴρ τὸ ὑφεστάναι καθ᾽ ἑαυτόν· ἀλλ᾽ οὐδὲ ἡ πολλὴ λίαν ἐμφέρειά τε καὶ ὁμοιότης ἀνάχυσίν τινα τῶν ὑποστάσεων ἐργάσεται, ὡς ἓν νοεῖσθαι τῷ ἀριθμῷ τὸν γεννήσαντα Πατέρα καὶ τὸν ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντα Υἱόν· ἀλλ᾽ ἡ μὲν ταυτότης τῆς φύσεως ἐπ᾽ ἀμφοῖν ὁμολογηθήσεται, τὸ δὲ ἰδίως ἑκάτερον ὑφεστάναι πάντως ἀκολουθεῖ· ἵνα καὶ ὁ Πατὴρ ὄντως νοῆται Πατὴρ, καὶ ὁ Υἱὸς δὲ Υἱός». Ἐδῶ ὁ Κύριλλος ἀναφέρεται στήν ταυτότητα τῆς φύσεως τῶν δύο προσώπων καί τονίζει ὅτι ἡ ὁμοιότητα στή φύση δέν ὁδηγεῖ καί σέ σύγχυση τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ μέ τοῦ Πατρός, γιατί δέν ἀναφερόμαστε σέ ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο τή μία φορά εἶναι Πατήρ καί τήν ἄλλη Υἱός ἀλλά σέ ξεχωριστά Πρόσωπα, τά ὁποῖα ἔχουν τήν ἴδια φύση, οὐσία. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος Προσφωνητικός, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 5112-30 (=PG 76, 1153D, 1156A).

[44] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς, ΜΓ΄, PG 69, 1020Α. Πρβλ. Ἑβρ. 1, 3. καί Ψαλμ. 43, 4. Συναφῶς πρβλ. Κυρίλλου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 75840-42 (=PG 75, 1329Α): «Ἡ γάρ εἰκών τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, τό ἀπαύγασμα τῆς δόξης τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός, ὁ τῆς οὐσίας αὐτοῦ χαρακτήρ». Πρβλ. Ἑβρ. 1, 3 καί Φιλιπ. 2, 7. Πρβλ. Κυρίλλου, Θησαυρός, ΙΒ΄, PG 75, 177CD, 181D, 184A. Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, ΣΤ΄, SC 246, 59228-32 (=PG 75, 1009C).

[45] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 70837-38 (=PG 75, 1245Β).

[46] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, E΄, SC 237, 55943-45, 5601-3 (=PG 75, 953D). Αὐτόθι, Γ΄, SC 237, 47416-18 (=PG 75, 808C).

[47] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, IE΄, PG 75, 265A.

[48] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Γ΄, SC 237, 4856-8 (=PG 75, 828Α). Πρβλ. Φιλιπ. 2, 6-11. Κυρίλλου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 74242-43 (=PG 75, 1304A). Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 580Α.

[49] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι΄, PG 68, 653A.

[50] Αὐτόθι.

[51] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, E΄, SC 237, 57122-24 (=PG 75, 973D): «ὁ μακάριος ἔφη Παῦλος περί τοῦ Μονογενοῦς ὅτι και ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ καί Πατρός». Πρβλ. Ἑβρ. 1,3.

[52] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΛΒ΄, PG 75, 465B.

[53] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, E΄, SC 237, 57633-37 (=PG 75, 984B). Αὐτόθι, Β΄, SC 231, 45237-38 (=PG 75, 772C). Πρβλ. Ἑβρ. 1,3. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος Προσφωνητικός, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 5112-30 (=PG 76, 1153D, 1156A). Πρβλ. Χ. Βούλγαρη, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν, Ἀθῆναι 1993, σ. 112.

[54] Κυρίλλου, Εἰς τούς Ψαλμούς, Δ΄, PG 69, 740B.

[55]Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι΄, PG 68, 661A.

[56] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Δ΄, SC 237, 53916-17 (=PG 75, 920Α). Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι΄, PG 68, 656C. Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή, vol. III, σ. 25418-19 (=PG 74, 861D). Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΕ΄, PG 75, 285Α, 288Β.

[57] Αὐτόθι, ΛΒ΄, PG 75, 481D. Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή, vol. III, σ. 25418-19 (=PG 74, 861D).

[58] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Β΄, SC 231, 45438-39 (=PG 75, 776Β).

[59] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Θ΄, PG 76, 948D.

[60] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, Ι, Α΄, Pusey, vol. I, σ. 1823-24 (=PG 73, 28Α).

[61] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, Α΄, PG 75, 24Β.

[62] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΛΒ΄, PG 75, 497A.

[63] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Ζ΄, PG 76, 869A.

[64] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΚΑ΄, PG 75, 360Β.

[65] «Ἀλλ̉ ὁ μόνος εἰδὼς τὸν Πατέρα καὶ ὑπὸ μόνου διεγνωσμένος τοῦ Πατρὸς οὐ ψιλῆς ἡμῖν καὶ ἀνυπάρκτου θελήσεως εἰκόνα͵ χαρακτῆρα δὲ μᾶλλον τῆς ὑποστάσεως τοῦ γεγεννηκότος ἑαυτὸν», Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ε΄, SC 237, 55727-31 (=PG 75, 949D)

[66] Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Ι΄, ΣΤ΄, PG 76, 1021D, 828A. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, V, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 9142-43 (=PG 76, 209A). Ἑβρ. 2, 14: «… ὑπάρχων κατά φύσιν ζωή καί ἐκ ζωῆς ἀναφύς τοῦ Θεοῦ καί Πατρός». Συναφῶς πρβλ. Κυρίλλου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ε΄, SC 237, 56116-21 (=PG 75, 957A): ««Ὥσπερ γὰρ ὁ Πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ». Καὶ μάλα εἰκότως. Ἐνεργήσει γὰρ ἐν ἴσῳ καὶ οὔτι που παρηλλαγμένως ἥ τε τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ φύσις. Ζωὴ γάρ ἐστιν ὁ Πατήρ, ζωὴ δὲ καὶ ὁ Υἱός, οὐ μεῖον ἢ ὁ Πατήρ». Πρβλ. Ἰω 3, 21

[67]Κυρίλλου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 636A.

[68] Αὐτόθι, ΙΔ΄, PG 68, 913A.

[69] Αὐτόθι, Ι΄, PG 68, 656C.

[70] Τοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ΠΗ΄, PG 69, 1213A.

[71] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΔ΄, PG 75, 237ΑΒ.

[72] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ε΄, SC 237, 56032 (=PG 75, 956B). Πρβλ. Ἰω. 1, 4.

[73] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΙE΄, PG 75, 248D.

[74] Αὐτόθι, ΙΖ΄, PG 75, 305ΑΒ.

[75] Αὐτόθι, ΙΕ΄, PG 75, 249ΒC.

[76] Αὐτόθι, PG 75, 285C. Πρβλ. Ἰω. 1, 3.

[77] Κυρίλλου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 561B. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΔ΄, PG 75, 245A. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Δ΄, SC 237, 51512-13 (=PG 75, 877D). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 69426-27, 31-32 (=PG 75, 1220AB).

[78] Tοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΕ΄, PG 75, 276BC: «Πρό δέ πάντων βουνῶν γεννᾷ με» (Παροιμ. 8,25). Στό σημεῖο αὐτό ὁ Κύριλλος χρησιμοποιεῖ τή φράση ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν μέ τήν ἀναφορά στή γέννηση τοῦ Υἱοῦ πρίν ἀπό τά βουνά. Τά τελευταῖα στή σκέψη τοῦ λαοῦ θεωροῦνται «αἰώνια». Ἡ ἔννοια τοῦ ἐπιθέτου ἐδώ εἶναι σχετική συγκριτικά μέ τόν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ. Συναφῶς βλ. Αὐτόθι, PG 75, 280D: «Φησί που περί τοῦ Θεοῦ Λόγου Δαβίδ: «Ὁ ὑπάρχων πρό τῶν αἰώνων»». Πρβλ. Ψαλμ. 73, 12.

[79] Κυρίλλου, Θησαυρός, Α΄, PG 75, 24Β.

[80] Αὐτόθι, PG 75, 24ΑΒ. Βλ. συναφῶς Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Κατά Ἀρειανῶν Ι, Λ΄, 5-7, M. Tetz, Athanasius Werke, 1, I, σ. 14016-23 (=PG 26, 73C-76A): «Κἀγὼ γὰρ δι᾽ αὐτοὺς ἐπυθόμην λέγεσθαι ἀγένητον τὸ μηδέπω μὲν γενόμενον, δυνάμενον δὲ γενέσθαι, ὡς τὸ ξύλον τὸ μήπω μὲν γενόμενον σκάφος, δυνάμενον δὲ τοῦτο γενέσθαι. Καὶ πάλιν ἀγένητον λέγεσθαι τὸ μήτε γενόμενον͵ μήτε δυνάμενον γενέσθαι ποτὲ, ὡς τὸ τρίγωνον τετράγωνον, καὶ ὁ ἄρτιος ἀριθμὸς περιττός. Οὔτε γὰρ τὸ τρίγωνον γέγονέ ποτε τετράγωνον, οὔτε γένοιτ΄ ἄν ποτε· ἀλλ᾽ οὔτε ὁ ἄρτιος γέ γονέ ποτε περιττὸς, οὔτε γένοιτ᾽ ἄν ποτε περιττός. Λέγεται δὲ πάλιν ἀγένητον τὸ ὑπάρχον μὲν, μὴ γενηθὲν δὲ ἔκ τινος, μηδὲ ὅλως ἔχον ἑαυτοῦ τινα πατέρα». Πρβλ. Λιάκουρα, Το μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, σ. 58.

[81] Κυρίλλου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, Η΄, PG 75, 1425C.

[82] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, Κ΄, PG 75, 353C. Αὐτόθι, PG 75, 340D, 341A.

[83] Αὐτόθι, PG 75, 353B.

[84] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, ΙΔ΄, PG 68, 920CD.

[85] Αὐτόθι Θ΄, PG 68, 601A.

[86] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς, Ο΄, PG 69, 1180Α. Πρβλ. Ψαλμ. 70, 2.

[87] Κυρίλλου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ±Β΄, PG 69, 1236CD. Πρβλ. Ἠσ. 56,1.

[88] Κυρίλλου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ΛΣΤ΄, PG 69, 945Α: «τὴν κρίσιν οὖν, ἤτοι τὴν δικαιοσύνην ἀγαπᾷ ὁ Θεός, καὶ τοὺς ταύτης ἐργάτας ἀτελευτήτῳ χάριτι στεφανοῖ».

[89] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Γ΄, SC 237, 4789-10, (=PG 76, 816A). Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Α΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 8130-31 (=PG 76, 1249Β). Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 7428-10 (=PG 75, 1301B).

[90] Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβάστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος προσφωνητικός, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τον Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, PG 76, 1192C.

[91] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΔ΄, ΛΒ΄, PG 75, 237C, 472Β καί 552C

[92] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Β΄, SC 231, 42239-41, 4231-4 (=PG 75, 721D): «τὸν δέ γε τῆς ἀνωτάτω ῥίζης ἐκπεφυκότα καὶ γεγεννημένον παραδέξῃ τὸν Υἱόν, οὐκ ἐν ἴσῃ τάξει τοῖς πεποιημένοις τὴν ἐν χρόνῳ λαχόντα γένεσιν, οὔτε μὴν ἐν ἐλάττοσιν ἢ ἐν οἷς ὁ Πατὴρ τὸ τῆς ἰδίας φύσεως ἐκφαίνοντα κάλλος, ἀλλ᾽ ἅμα τε καὶ συναΐδιον καὶ κατὰ πᾶν ὁτιοῦν ἰσομέτρως ἔχοντα, δίχα μόνου τοῦ τεκεῖν· προσήκει γὰρ ἂν τοῦτο μόνῳ τῷ Θεῷ καὶ Πατρί».

[93] Αὐτόθι, Δ΄, SC 237, 51943, 5201-2 (=PG 75, 885D).

[94] Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβάστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος προσφωνητικός, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τον Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 6828-31 (=PG 76, 1192C): «πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ὅτι ἐν αὐτῷ πάντα, τά τε ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε Θρόνοι, εἴτε Κυριότητες, εἴτε Ἀρχαί, εἴτε Ἐξουσίαι, τὰ πάντα δι᾽ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται, καὶ αὐτός ἐστι πρὸ πάντων». Πρβλ. Α΄ Κορ. 15-18. Συναφῶς βλ. Κυρίλλου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 70838-42 (=PG 75, 1244D). Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 7656-9(=PG 75, 1340ΑΒ). Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιος ‘Επιστολή, XVIII, SC 392, t. II, 57237-40 (=PG 77, 572C). Καί τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΛΕ΄, PG 75, 620C.

[95] Αὐτόθι, ΙΖ΄, PG 75, 305Α. Πρβλ. Α΄ Πέτρ. 2,22. Βλ. συναφῶς Α΄ Ἰω. 3,5. Β΄ Κορ. 5,21. Σχετικά μέ τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ βλ. Ἰ. Καρμίρη, Σύνοψις τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1960, σσ. 50-51. Τρεμπέλα, Δογματική Α΄, σσ. 132-141. Μ. Λ. Φαράντου, Χριστολογία - Ι. Τό ἐνυπόστατον, Ἀθῆναι 1972, σσ. 91-92. Συναφῶς βλ. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, σσ. 281-285. Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄, σσ. 250-252. Λιάκουρα, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, σσ. 92-94.

[96] Ματσούκα, Οἰκουμενική Θεολογία, σ. 111.








Πηγή: http://www.egolpion.com/

«ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΕΓΕΝΕΤΟ» Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΑ ΛΟΓΟΥ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

$
0
0
Εἰρήνης Ἀρτέμη
Θεολόγου –Φιλολόγου
ΜΑ & PhD Θεολογίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στή Σοφία Σολομῶντος ἀναφέρεται ὅτι «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων»[1]. Εὔλογα, κάποιος θά ἀναρωτηθεῖ τότε ὁ θάνατος σέ ποιόν ὀφείλεται. Κύριος ὑπέυθυνος γιά τήν ἔλευση τοῦ θανάτου στόν κόσμο εἶναι ὁ ἄνθρωπος. 


Αὐτός ἔκανε κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του. Παραβίασε, λοιπόν, τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[2]. Ἡ συνέπεια τῆς παραβιάσεως αὐτῆς τῆς ἐντολῆς καί ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ὁδήγησαν τόν ἄνθρωπο στήν πτώση καί στήν ἀπώλεια τῶν ἀγαθῶν τῆς ἀρχεγόνου καταστάσεως[3]. Ἕνα ἀπό τά βασικότερα ἀγαθά τῆς ζωῆς στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ ἦταν ἡ ἀθανασία[4]. Ἡ ἀπομάκρυνση καί ἡ άποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, τήν πηγή τῆς ζωῆς εἶχε ὡς ἀπόρροια ἀρχικά τόν ψυχικό θάνατο τοῦ πρώτου καί στή συνέχεια τό βιολογικό του[5], «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγισε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωής θάνατος», ὑπογραμμαμίζει ὁ Μ. Βασίλειος[6].

Μετά τήν παρακοή καί τήν πτώση του, ὁ ἄνθρωπος γίνεται δέσμιος τοῦ σατανᾶ καί ὁ ἔσχατος προορισμός της ὑπάρξεώς του εἶναι ἡ διαμονή του στόν Ἅιδη. Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα κληροδοτοῦν στούς ἀπογόνους τους τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τίς συνέπειες τῆς πτώσεως. Ἡ ἀνθρώπινη φύση νόσησε καί ὅπως ὀρθά παρατηρεῖ ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Ἠρρώστησεν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐν Ἀδάμ…εἰσέδυ τε οὔτως αὐτήν τά πάθη»[7]. Τά πάθη τοῦ ἀνθρώπινου φυράματος ἀποτελοῦν ἐρείσματα τῆς κυριαρχίας του διαβόλου[8]. Ὁ Κύριλλος γράφει ὅτι ὁ σωματικός θάνατος ἦταν ὁ τρόπος πού ἐπέλεξε ὁ Θεός, γιά νά διακόψει τό δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποδεικνύεται ἡ θεία φιλανθρωπία. Ὁ Ἀδάμ ἦταν ἐκεῖνος πού εἰσήγαγε μέ τήν παρακοή του τήν τιμωρία. Ἡ τελευταία τοῦ εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τό Δημιουργό. Ὁ Θεός, ὅμως, δέν ἀφήνει τό πλάσμα του ἕρμαιο στή φθορά τοῦ θανάτου. Ἔτσι, οἰκονομεῖ τά πράγματα μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἡ τιμωρία νά γίνει σωτηρία καί νά ἐπέλθει ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος ἀπό τούς «ἱδρῶτας», «τάς λύπας, τάς φροντίδας» καί νά τοῦ δοθεῖ ἡ προσμονή καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς τελικῆς νίκης του ἐπί τοῦ βροτοφάγου δαίμονα[9].

Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀδύναμος νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τό θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τά δεσμά τοῦ Ἅιδη. Ὁ φιλάνθρωπος Θεός δέν ἐπρόκειτο νά τόν ἀφήσει μόνο του σέ αὐτόν τόν ἀγώνα. Ἐξαιτίας τῆς ἄπειρης ἀγαθότητας καί ἀγάπης Του, ἀποφάσισε νά ἐπαναφέρει τό πλάσμα Του στήν ἀρχική του κατάσταση[10]. Ἡ ἐν χρόνῳ ἐνανθρώπηση τοῦ Θείου Λόγου θά ἦταν ὁ τρόπος γιά τή σωτηρία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας˙ ἄν καί ὁ Θεός μποροῦσε νά σώσει τήν ἀνθρωπότητα «κατά μυρίους τρόπους»[11]. Μέ τήν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σωτηρία θά μποροῦσε νά ἀπαλλαγεῖ τό ἔλλογο ὄν ἀπό τό θάνατο καί νά εἶναι ἄξιο πάλι τῆς ζωῆς[12]. Ἔτσι μέ τή σάρκωση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος «μετασκευάζεται»[13]. Τήν ἀποκατάσταση, ὅμως, τοῦ ἄνθρώπου καί τή συνδιαλλαγή τοῦ κόσμου μέ τό Θεό ἦταν ἀδύνατο νά τήν πραγματοποιήσει μέ τό θάνατο ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Σάρκωση, τά Πάθη, ὁ Θάνατος καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ θά γινόταν ἡ γέφυρα ἐπαναπροσεγγίσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Δημιουργό του.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:

Η ΓΕΝΝΗΣΗ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἡ ἐν χρόνῳ κατά σάρκα γέννηση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας

Ὁ «ἀχώρητος», «ἀπερίγραπτος», «ἀναλλοίωτος» προαιώνιος Θεῖος Λόγος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται πέρα ἀπό κάθε ἔννοια χώρου καί χρόνου γεννιέται κατά σάρκα ἐν χρόνῳ, γιά νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας τονίζει ὅτι ὁ Λόγος ἀποτελεῖ τήν ζωντανή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ - Πατέρα, τό ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί κατά τήν ἐν χρόνῳ ἐνσάρκωσή Του δέ «μετατρέπει», δέ «μεταβάλλει» τή Θεία Του φύση σέ ἀνθρώπινη, ἀλλά ἑνώνει τή Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη. Ὁ Λόγος, λοιπόν, ἀναλαμβάνει τήν ἀνθρωπείαν φύσιν, στήν ὁποία ἀδιάσπαστα συνυπάρχουν τό σῶμα μέ τή λογική ψυχή[14]. Ὁ Κύριλλος ἐξηγεῖ μέ σαφήνεια ὅτι ἠ φύση τοῦ Λόγου δέν ἔγινε σάρκα ὕστερα ἀπό κάποια μεταποίηση αὐτῆς, ἀλλά οὔτε μεταβλήθηκε μόνο σέ ἄνθρωπο μέ σάρκα καί ψυχή παύοντας νά εἶναι Θεός. Παρέμεινε τέλειος Θεός καί συγχρόνως ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος. Σέ ἕνα πρόσωπο ἑνώθηκαν «ἀφράστως τε καὶ ἀπερινοήτως» οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη καί γι’ αὐτό ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος εἶναι «εἷς δὲ ἐξ ἀμφοτέρων Χριστός καί Υἱός»[15]. Ἡ χρήση τῶν λέξεων «Χριστός» καί «Υἱός» γίνεται σκόπιμα, γιά νά δηλωθεῖ μέ τήν πρώτη ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ καί μέ τή δεύτερη, ἡ θεότητά Του ὡς Λόγου. Ἔχουμε τήν πραγματική ἕνωση τῶν δύο φύσεων τήν «καθ’ ὑπόστασιν»[16].

Μέ τήν ἐνσάρκωση, ὁ ἀσώματος γίνεται ἐμφανής, καί ὁ «ἀναφής» ἁπτός· ὁ Δημιουργός εἰσέρχεται στή δημιουργημένη σάρκα.[17] Μέ τήν ἐν χρόνῳ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἴδια ἡ Ζωή ἐμφανίζεται μπροστά στά σαρκικά μάτια μας, «Ὁ ἦν ἀπαρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν , ὅ ἑωράκαμεν τοῖς μέν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα, καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περί τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς, καί ἡ ζωή ἐφανερώθη, καί ἑωράκαμεν, καί μαρτυροῦμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον, ἤτις ἦν πρός τόν Πατέρα, καί ἐφανερώθη ἡμῖν».[18] Ἡ ἐν χρόνῳ ἐνανθρώπηση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας γίνεται ἡ ἀφετηρία γιά τή σωτηρία μας πού ὁλοκληρώνεται μέ τό Θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Λόγου[19].

Χαρακτηριστικά ὁ Κύριλλος γράφει ὅτι εἶναι «εἰκαῖόν τε καὶ ἀμαθὲς»[20] νά ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Υἱός πού εἶναι προαιώνιος καί συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό δεύτερη γέννηση ὡς Θεός. Ἡ ἐνανθρώπησή του ἐπετεύχθηκε μέσα ἀπό τή μήτρα τῆς Παρθένου Μαρίας, τῆς Θεοτόκου[21]. Ἡ Μαρία δέ γέννησε ἄνθρωπο κοινό, στόν ὁποῖο ἐπιφοίτησε σέ αὐτόν ὁ Λόγος. Δέν ἔχουμε τή γέννηση ἑνός θεοφόρου ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ Θεῖος Λόγος μέσα ἀπό τή μήτρα τῆς Παναγίας ἑνώθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἔχουμε δηλαδή μία «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση πραγματική καί ὄχι μία ἁπλή συνάφεια, ἀφοῦ ἡ Παρθένος γέννησε πραγματικά τό ἅγιο καί ἀναμάρτητο «σῶμα» (σῶμα καί ψυχή), μέ τό ὁποῖο ἑνώθηκε ἐξ ἀρχῆς κατά τή σύλληψη ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, δίκαια λέγεται ὅτι τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Τριάδος γεννήθηκε κατά σάρκα. Δέν ἔχουμε δύο Υἱούς[22], ἐξηγεῖ ὁ Κύριλλος, ἀλλά ἕναν ἐνσαρκωμένο Θεῖο Λόγο, «οὐχ ὡς δύο πάλιν συνεδρευόντων υἱῶν, ἀλλ’ ὡς ἑνός καθ’ ἕνωσιν μετά τῆς ἰδίας σαρκός»[23] στόν ὁποῖο, ἡ κάθε φύση διατηρεῖ τίς ἰδιότητές της.

Ἐπιπλέον ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὑποστηρίζει ὅτι μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τή νίκη πού Ἐκεῖνος κατέφερε ἐναντίον τοῦ διαβόλου τόσο στούς πειρασμούς, ὅσο μέ τήν ὅλη ζωή Του ἀλλά καί μέ τό Πάθος, τή Θανή καί τήν Ἀνάστασή Του, στέρησε ἀπό τόν Ἑωσφόρο τήνκαύχηση ὅτι παίλαιψε καί ἠττήθηκε ἀπό τό Θεό. Χάρη στήν ἐνσάρκωση ὁ Λόγος παλεύει μέ τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους καί τόν νικᾶ ὡς ἄνθρωπος, «ἀνθρωπίνῃ φιλοσοφία»καί «οὐκ ἐξουσίᾳ θεότητος»[24].


Ὁ Θάνατος καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ

Ἡ θεία ἐνανθρώπηση εἶναι ἡ ἀπαρχή καί τό θεμέλιο τῆς πάλης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Ὅταν ὁ Χριστός δέχεται ἐκούσια νά πεθάνει πάνω στό σταυρό, γνωρίζει ὅτι θά καταλύσει τό θάνατο. Δέχθηκε κατ' οἰκονομίαν τό θάνατο, γιά νά μπορέσει νά καταλύσει «τοῦ θανάτου τό κράτος»[25]. Ὁ Κύριλλος σημειώνει ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος ἔπαθε πραγματικά κατά τή σάρκα, μένοντας ἀπαθής ὅμως, ὡς Θεός[26]. Τό πάθος κατά συνέπεια ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν παθητή σάρκα, γιατί ἡ θεία φύση δέν μπορεῖ νά «πάθει». Γιά τά δεσποτικά πάθη τοῦ Θεανθρώπου ἡ αἰτία εἶναι οἱ δικές μας ἁμαρτίες. Ἄν καί Ἐκεῖνος ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπό τό παραμικρό ἴχνος ἁμαρτίας, σήκωσε στούς ὤμους Του ἑκουσίως τό σταυρό καί ἔπαθε ὡς «τιμωρία» γιά τίς ἁμαρτίες μας.[27] Μόνο ἔτσι θά λύτρωνε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν κατάρα τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, τήν τιμωρία δηλαδή τῶν πρωτοπλάστων γιά τήν παρακοή τους, ἡ ὁποία μεταβιβαζόταν ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο, ἀπό γενιά σέ γενιά, σέ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος.

Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος, ἄν καί ἀνέλαβε ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί πέθανε ἑκούσια γιά ὅλους μας, γινόμενος γιά ἐμᾶς «κατάρα»[28], παρέμεινε τελείως ἀναμάρτητος, «κἄν γέγονεν ἁμαρτία, μεμένηκε ὅπερ ἦν... ἅγιος κατά φύσιν ὡς Θεός». Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του ἦταν ἀναμάρτητη κατά φύση, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία παρά φύση κατέλαβε τή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ὁ θάνατός Του ἦταν ἅγιος καί ἀβέβηλος καί ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Πατέρα Του ὡς ἀρωματικό θυμίαμα[29].

Ἄν καί τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ὑποστατικῶς ἦταν ἑνωμένο μέ τή θεότητα, βρισκόταν στόν τάφο, Ἐκεῖνος κατέβηκε στό βασίλειο τοῦἍιδη. Κατέβηκε, ὥστε μέ τή δύναμη τῆς θείας παρουσίας του καί μέ τό σωτήριο κήρυγμά Του στούς νεκρούς, νά ἐλευθερώσει τίς ψυχές τῶν τεθνεώτων καί νά τούς δείξει τό δρόμο τῆς σωτηρίας τους[30]. Στό σημεῖο αὐτό ὁ Κύριλλος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Κύριος μέ τό πανάγιο σῶμα του καταργοῦσε μέσα στόν τάφο τή σαρκική φθορά καί ἔκανε φανερή τή δική μας μελλοντική ἀφθαρσία καί ἀνάσταση. Παράλληλα μέ τή λογική ψυχή του καταργεῖ τό θάνατο μέσα στό ἴδιο τό βασίλειο του Ἅιδη, εὐαγγελιζόμενος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τήν ἀπολύτρωση ἀπό τά δεσμά τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.

Ὁ Χριστός κήρυξε σέ ὅλους τούς νεκρούς στόν Ἅιδη. Δυστυχῶς, ὅμως, κάποιοι -ὅπως καί στούς ζωντανούς- δέ δέχθηκαν τό κήρυγμα αὐτό μέ ἀποτέλεσμα νά μήν ἀπευλεθερωθοῦν ἀπό τόν πνευματικό θάνατο[31]. Ὁ Κύριλλος τονίζει ἀναλυτικά ὅτι τό τέλος τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο ὁ θάνατος Του στό σταυρό, ἀλλά καί ἡ ἀνάστασή Του, «κατηργήθη οὔτω θάνατος, οὐκ ἀνασχομένης τῆς κατά φύσιν ζωῆς, ὑποθεῖναι τήν φθοράν τό ἴδιον σῶμα, καθότι οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι Χριστόν ὑπό αὐτῆς»¨[32], καθώς καί ἡ ὕψωσή Του στόν οὐρανό «θανατωθείς σαρκί ζωοποιηθείς δέ πνεύματ騻[33]. ἄλλωστε ὁ θάνατος καί ἡ φθορά του δέν ἦταν δυνατόν νά κρατήσουν δέσμιό τους τό Θεάνθρωπο Χριστό.

Μόνο ἔτσι θά μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ μέ ἀπόλυτη ἐπιτυχία ὁ σκοπός τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τήν ἀνακαίνισή του καί τήν ἐπανασύνδεσή του μέ τό Θεό Πατέρα· «ἵνα ἡμᾶς προσαγάγη τῷ Θεῷ»¨.[34] Κατάφερε νά πετύχει νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στό σκοπό τῆς δημιουργίας του, κάτι στό ὁποῖο ἀπέτυχε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ· «Κεχρημάτικε δέ καί ἔσχατος Ἀδάμ, ὡς ἐξ Ἀδάμ γεγονώς κατά σάρκα, καί ἀρχή δευτέρα τῶν ἐπί γῆς, ἀναστοιχειουμένης ἐν αὐτῷ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἰς καινότητα ζωῆς, τῆς ἐν ἁγιασμῷ τε καί ἀφθαρσίᾳ, διά τῆς νεκρῶν ἀναστάσεως˙ κατηργήθη οὔτω θάνατος, οὐκ ἀνασχομένης τῆς κατά φύσιν ζωῆς, ὑποθεῖναι τῇ φθορᾶν τό ἴδιον σῶμα, καθότι οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι Χριστόν ὑπό αὐτῆς».[35] Γίνεται, λοιπόν, «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν», ἀπαρχή τής νέας ἀνθρωπότητας, ἡ ἀπαρχή τῆς ἀναστάσεως πάντων τῶν κεκοιμημένων καί τῶν ἐφεξῆς κοιμηθησομένων, καί τῆς μεταβάσεως αὐτῶν ἀπό τό θάνατο στή ζωή τήν αἰώνια.

Οἱ πιστεύοντες στήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου προσδοκοῦν καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί γιά τό λόγο αὐτό βαπτίζονται στό θάνατο καί στήν ἀνάσταση Αὐτοῦ. Ἔτσι θά συναναστηθοῦν μέ Ἐκεῖνον καί θά ἀπολαμβάνουν ζωήν αἰώνιον στά δεξιά τοῦ Χριστοῦ.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας δίνει μεγάλη σημασία στό γεγονός ὅτι ὁ ἐνσαρκωμένος Θεός Λόγος «σύναψε» σχέση μέ τό θάνατο, «καινῶς συνῆψεν ἑαυτῷ θανάτου μέν αὐτόν»[36], πάνω σέ μία καινούρια βάση καί μέ νέα δεδομένα. Αὐτή τή φορά ὁ θάνατος δέν εἶναι ὁ νικητής πάνω στό ἀνθρώπινο σῶμα ἀλλά ὁ ἡττημένος. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνωμένη μέ τή θεία στό πρόσωπο τοῦ ἔνσαρκου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναδεικνύεται ἰσχυρότερη ἀπό τό δυνάστη ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπινου φυράματος, τό θάνατο.

Κατά συνέπεια, ὁ τελευταῖος δέν πρέπει νά μᾶς προκαλεῖ φόβο, γιατί πιά δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει. Τό βασίλειό του κατακτήθηκε ἀπό τήν ἴδια τή Ζωή. Ὁ Λόγος, «Θεός δὲ φύσει καὶ ἀληθῶς»[37], μέ τήν ἐνσάρκωση καί τή θανάτωσή Του γίνεται ἡ γέφυρα ἐπαναπροσεγγίσεως τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη Του[38]. Μ’ ἄλλες λέξεις, καθίσταται τό μέσο μέ τό ὁποῖο ὁ Πατήρ ἐπισκέπτεται τήν κτίση[39]. Ὁ Κύριλλος σημείωνε ὅτι ὁ θεῖος Λόγος, ἄν καί ὁ ἴδιος εἶναι ὁ δημιουργός ὅλης τῆς κτίσεως, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, «φῶς ἐκ φωτός» καθώς καί «ἡ ζῶσα εἰκόνα τοῦ Πατρός», λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἀνακαινίζει[40]. Γίνεται ἀδελφός μας καί μᾶς καθιστᾶ υἱούς τοῦ Θεοῦ[41]. Μόνο Ἐκεῖνος, ἄν καί ὑπέκυψε στήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, δέν ὑπέστη τίς ὀδυνηρές συνέπειές του, δηλαδή τήν αἰχμαλωσία τῆς ψυχῆς στόν Ἅιδη καί τό σάπισμα τοῦ σώματος. Ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ βρίσκει πλήρωση ἡ προφητεία του προφητάνακτος Δαυίδ: «οὐκ ἐγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εἰς Ἅδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν»[42]

Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος πάνω στό σταυρό ἦταν ἑκούσιος, θεληματικός, γιατί στήν ἀμόλυντη καί ἀναμάρτητη ἀνθρώπινη φύση τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Λόγου ὡς θάνατος δέν ὑπῆρχε ὡς σύμφυτος ἀναγκαιότητα. Αὐτό συμβαίνει μόνο στή δική μας σάρκα, στήν ὁποία κατοικεῖ ἡ ἁμαρτία. Εἶναι ὁ ἑκούσιος θάνατος τῆς Ἴδιας τῆς Ζωῆς. Ἄλλωστε ὅπως ὀρθά λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «ἐδεήθημεν Θεοῦ σεσαρκωμένου καί νεκρουμένου ἵνα ζήσωμεν»[43], ἔτσι θά μπορούσαμε μόνο νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο καί τήν ἁμαρτία.

Ὅλα τά παραπάνω σχετικά μέ τό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι «παντελῶς ἀνούστατον» νά προσπαθήσει κάποιος μέ ἐρωτήσεις καί μέ βάση τούς ἀνθρώπινους λογισμούς νά τά ἐρευνήσει[44]. Σημαντική εἶναι ἡ πίστη μας ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος με τό θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του ἐξαφάνισε τήν ἁμαρτία, τήν κακία καί τό θάνατο, δίνοντάς μας τήν ἀντικειμενική δυνατότητα γιά νά βαδίσουμε στό δρόμο τῆς ἀφθαρσίας, τῆς ἀθανασίας καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί ἐν συνόψει τῶν παραπάνω νά κερδίσουμε τήν αἰώνια σωτηρία[45]. Μόνο ζώντας ἐν Χριστῷ , ὅσο εἴμαστε στή ζωή, μόνο τότε ὁ Θάνατος δέ θά εἶναι γεγονός φρικτό καί γεμάτο φόβο, ἀλλά θά γίνει ἡ θύρα πρός τήν αἰωνιότητα, ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τό μονοπάτι πού θά μᾶς ὁδηγήσει στούς στοργικούς κόλπους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.



----------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Πηγές.

Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καί τῆς διά σώματος πρός ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ, C. Kannengiesser, Sur l̉ incarnation du Verbe, SC 199, Paris 1973 (=PG 25, 96A-197D).
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι-XVII, PG 68, 133A-1125D.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Γένεσιν, Α΄-Ζ΄, PG 69, 13A–385Α.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Ἔξοδον, Α΄-Γ΄, PG 69, 385Β-537D.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 540Α-589Β.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τούς Ἀριθμούς, PG 69, 589C-641A.
Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Δευτερονόμιον, PG 69, 643Α-677C.
Τοῦ ἰδίου, Ὑπομνήματα εἰς τάς βίβλους Βασιλειῶν, Α΄-Ε΄, PG 69, 680Α-697Α.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 717Α-1273Α.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Ἐξόδῳ, PG 69, 1273Β.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Δευτερονομίῳ, PG 69, 1273Β-1276Β.
Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Ἄννας μητρός Σαμουήλ ἐν Βασιλειῶν Πρώτῳ, PG 69, 1276C.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Παροιμίας, PG 69, 1277Α.
Τοῦ ἰδίου, Εἰς τό ᾎσμα ᾀσμάτων, PG 69, 1277Β -1293Α.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τόν προφήτην Ἠσαῒαν, I-V,PG 70, 9Α-1449C.

Τοῦ ἰδίου, Ἀποσπάσματα εἰς τούς Ἱερεμίαν, Βαρούχ, Ἐζεκιήλ καί Δανιήλ προφήτας, 70, 1452Α-1461Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τούς 12 προφήτας, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in xii prophetas, I-II vols., Bruxelles 19652 (=PG 71, 9A-1061C καί 72, 9A-364D).
Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον, J. Reuss, Matthäus-Kommentare aus der griechischen Kirche, [Texte und Untersuchungen 61], Berlin 1957, σσ. 153-269 (=PG 72, 365Α-472C).
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Α΄-ΚΔ΄, PG 72, 476Α-949C.
Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, Ι-ΧΙΙ. Pusey: Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιον, Ι-ΧΙΙ, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, I-III vols, Bruxelles 19652 (=PG 73, 9A-1056A καί 74, 9A-756C).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Brussels 19652, σσ. 441-451 (=PG 74, 757A-773Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 173-248 (=PG 74, 773Β-856Β).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κορινθίους ἐπιστολήν Α΄ καί Β΄, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 249-360 (=PG 74, 856Β-952Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολήν, PG74, 952Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολήν, PG74, 952C.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 362-423 (=PG 74, 953Α-1005C).
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς Καθολικάς ἐπιστολάς Ἰακώβου, Πέτρου καί Ἰωάννου, PG 74, 1008Α-1024Β.
Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς ἐπιστολήν Ἰούδα, PG 74, 1024C.
Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός: τοῦ ἰδίου, Ἡ Βίβλος τῶν Θησαυρῶν περί τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄ - ΛΔ΄, PG 75, 24Α-656D.
Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄-Ζ΄, G.M. de Durand, SC 231(1976), 237(1977), 246(1978) (=PG 75, 657Α-1124C).
Τοῦ ἰδίου, Τά ἐγκείμενα τῷ λόγῳ τῷ περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μετά προσθήκης ἑτέρων ἐννοιῶν, PG 75, 1124D-1145C.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας καί ζωοποιοῦ Τριάδος, Α΄-ΚΗ΄, PG 75, 1148Α-1189Α.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, G.M. de Durand, Cyrille d᾽Alexandrie, Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1189B – 1253B).
Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, G.M. de Durand, Cyrille d᾽Alexandrie. Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1253C–1361C).
Τοῦ ἰδίου, (Σχόλια) Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, Ι – XXXV, PG 75, 1369A-1412C.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πατρός, (νόθο), ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 3-6 (=PG 75, 1413A-1420A).
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, Α΄-ΛΕ΄, PG 75, 1420Β-1477Β.
Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν: Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Α΄-Ζ΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 13-106 (=PG 76, 9A-248A).
Τοῦ ἰδίου, Διάλεξις πρός Νεστόριον. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος καί οὐ Χριστοτόκος, (νόθο), PG 76, 249A-256A.
Τοῦ ἰδίου, Λόγος. Κατά τῶν μή βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 19-32 (=PG 76, 256Β-292A).
Τοῦ ἰδίου, Ἐπίλυσις τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων, ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 15-25 (=PG 76, 293A-312D).
Τοῦ ἰδίου, Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων: Τοῦ ἰδίου, Πρός τούς τολμῶντας συνηγορεῖν τοῖς Νεστορίου δόγμασιν ὡς ὀρθῶς ἔχουσι. Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν δώδεκα κεφαλαίων πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 33-65 (=PG 76, 316A-385Α).
Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον: τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον, πρός τήν παρά Θεοδωρήτου κατά τῶν δώδεκα κεφαλαίων ἀντίρρησιν, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 110-146 (=PG 76, 385Β-452C).
Τοῦ ἰδίου, Λόγος Ἀπολογητικός πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, ACO, τ. 1, Ι, 3, σσ. 75-90 (=PG 76, 453Α-488Α).
Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ: Ὑπέρ τῆς τῶν χριστιανῶν εὐαγοῦς θρησκείας πρός τά τοῦ ἐν ἀθέοις Ἰουλιανοῦ, Ι – ΧΙΧ, P. Évieux, Contre Julien, I, SC 322 (livres I-II), Paris 1985, σσ. 100-318 (PG 76, 504A-1064B).
Τοῦ ἰδίου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν, A΄-ΚΗ΄, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, vol. 3, Bruxelles 19652, σσ. 547-602 (=PG 76, 1065A-1132B).
Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, A΄-ME΄, ACO, τ. 1, Ι, 1, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 42-72 (=PG 76, 1133A-1200D).
Τοῦ ἰδίου, Α΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σσ. 62-118 (=PG 76, 1201A-1336B).
Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως, Α΄-ΝΘ΄, ACO, τ. 1, Ι, 5, σσ. 26-61 (=PG 76, 1336Α-1420D).
Τοῦ ἰδίου, Ἀποσπάσματα δύο ἀπό δογματικά ἔργα (νόθο), PG 76, 1421Α-1426D.
Τοῦ ἰδίου, Κατά συνουσιαστῶν, ACO, τ. 1, Ι, 4, σ. 10 (=PG 76, 1427A-1437B).
Τοῦ ἰδίου, Κατά Διοδώρου Ταρσοῦ καί Θεοδώρου Μοψουεστίας, P.E Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, vol. 3, Bruxelles 19652, σσ. 492 -537.
Τοῦ ἰδίου, 88 Ἐπιστολαί, PG 77, 9Α-390C.
Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιοι Ὁμιλίαι, Ι-ΧΧΧ, P. Évieux, Lettres Festales, I-VI, SC 372 (1991), VII-XI, 392, (1993) καί W. H. Burns, Lettres Festales, ΧΙΙ-ΧVII – SC 434 (1998) (=PG 77, 401Α-981C). [Στούς τόμους τῆς SC περιλαμβάνονται μόνο οἱ δεκαεπτά πρῶτες ὁμιλίες].
Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλίαι, A΄-ΚΒ΄, PG 77, 981D-1116C.
Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς παναγίας Τριάδος ἐν κεφαλαίοις κη΄, PG 77, 1120A-1173D.
Τοῦ ἰδίου, Συναγωγή τῶν ἀναγωγικῶς ἑρμηνευομένων ρητῶν τῆς Παλαιᾶς Ἁγίας Γραφῆς, PG 77, 1176A-1289D.
Novum Testamentum Graece, E. Nestle – K. Aland, 26th ed., Stuttgart 1979.
Παλαιά Διαθήκη, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, 1996.



----------------------------------------
2. Βοηθήματα.

¨Ἀνδρούτσου, Χρ., Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. οἶκος Ἀστήρ, ἐν Ἀθήναις 1907.

¨Τοῦ ἰδίου, Δογματικαί μελέται Α΄, ἐν Ἀθήναις 1907.

¨Τοῦ ἰδίου, Συμβολική ἐξ ἀπόψεως Ὀρθοδόξου, ἐν Ἀθήναις 19302.

¨Αρτέμη, Ε., «Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως σέ δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας», μεταπτυχιακή διατριβή, Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΕ (2004), 145-277.

¨Τῆς ἰδίας, «Ἡ ἐν χρόνῳ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Ὑιοῦ τοῦ Θεοῦ, δημοσίευση στό διαδικτυακό τόπο: «Ἀντιαιρετικό Ἐγκόλπιο», (2009) http://egolpion.com/gennhsh yiou.el.aspx.

¨Τῆς ἰδίας, «Ἡ ἑρμηνεία τῶν Α΄ καί Β΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατά τόον Ἅγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας», Ἑταιρεία τῶν Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν Λ1, (2011) 377-390.

¨Τῆς ἰδίας, ««Σκάνδαλον Οἰκουμενικόν». Ἡ ἀπόρριψη τοῦ ὅρου Θεοτόκος ἀπό τό Νεστόριο καί ἡ ἀνασκευή τῆς διδασκαλίας του ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας», Νέα Σιών, 91 (2007) 179- 202.

¨ Τῆς ἰδίας, The rejection of the term Theotokos by Nestorius Constantinople and the refutation of his teaching by Cyril of Alexandria, στο Γρηγόριος Παλαμάς 845 (2012) 153-177.

¨ Βασιλειάδη, Ν. Π., Μυστήριον Θανάτου, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1980.

¨ Θεοδώρου, Ἀ., Ἡ χριστολογική ὁρολογία΄καί διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου Κύρου, Ἀθήνα 1955.

¨ Καλλιακμάνη, Β., πρωτοπρεσβ., «Τό μυστήριο τοῦ θανάτου στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία», Τό μυστήριον τοῦ Θανάτου εἰς τήν Λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικά Θ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων στό Βόλο 5-7 Νοεμβρίου 2007, [19 Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη], Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2009, σ. 67-76.

¨ Λεμοντζῆ, Θ., ἀρχιμ., «Ὁ Λυτρωτής, τό Λύτρο καί ἡ Πράξη τῆς Ἀπολύτρωσης στήν Ὀρθόδοξη Σωτηριολογία», http://www.egolpion.com/lutrwths-lutro.print.el.aspx (2012)

¨ Μητσοπούλου, Ν. Εὐθ., Εἰσαγωγή εἰς τήν ὀρθόδοξον δογματικήν καί ἠθικήν θεολογίαν, Ἀθήνα 1993.

¨ Σκουτέρη, Κ. Β., ««Μετεωροπορεῖν» καί «συμμετεωροπορεῖν» παρά τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης», ἀνάτυπον ἐκ τῆς Θεολογίας, Ἀθῆναι 1969, 9-17.

¨ Στεφανίδου, Β., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Άθῆναι 1995.

¨ Φειδᾶ, Βλ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Α΄, Ἀθήνα 1992.



----------------------------------------
[1] Σοφ. Σολ. 1,13.

[2] Γεν. 2,16-17.

[3] «Τά ἀγαθά τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ἦταν: 1) ἡ δυνατότης τῆς ἀθανασίας, 2)ἡ δυνατότης τῆς ἀναμαρτησίας, 3) ἡ ἀθωότης, ἀκακία καί ἀγαθότης, 4) ἡ ἀπάθεια, ἀφθαρσία καί ἡ ἔλλειψις πόνων καί 5) ἡ ἀληθής θεογνωσία καί ἡ κατοχή πολλῶν γνώσεων. Εἰς ταῦτα προστίθεται συνήθως καί ἡ ἐπί τῆς φύσεως κυριαρχίᾳ, τήν ὁποία ἐντάσσουμε στό «κατ΄ εἰκόνα»», Ν. Εὐθ. Μητσοπούλου, Εἰσαγωγή εἰς τήν ὀρθόδοξον δογματικήν καί ἠθικήν θεολογίαν , Ἀθήνα 1993, σ. 118 καί 119.

[4] «Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά κάνουμε δύο βασικές διευκρινήσεις. Πρῶτον˙ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς δέν ἦταν φυσικόν της γνώρισμα˙ εἶναι δωρεά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον˙ ἡ κατ' αὐτόν τόν τρόπον δημιουργία τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἔργον τῆς ἀνεικάστου θείας ἀγάπης, ἀποδεικνύει καί τήν ἄβυσσον τῆς θείας σοφίας καί τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας. Καί ἰδού διατί: Ἐάν ὁ Θεός ἐδημιουργοῦσε τόν ἄνθρωπον ἀθάνατον, τότε θά ἔπρεπε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι συγχρόνως καί ἄπτωτος. Διότι ἐάν θά ἔπιπτε εἰς τήν ἁμαρτίαν, τό κακόν θά διαιωνίζετο˙ θά ἐγίνετο καί τό κακόν ἀθάνατον! Ἐξ ἄλλου, ἐάν ὁ Θεός ἐδημιουργοῦσε τόν ἄνθρωπον ἀθάνατον, ἄρα καί ἄπτωτον, τότε θά περιώριζε τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος δέν θά ἦτο ἐλεύθερος. Ἐάν πάλι τόν δημιουργοῦσε θνητόν, τότε ὁ Πλάστης θά ἦτο ὁ αἴτιος τοῦ θανάτου τοῦ πλάσματός του!», Ν. Π. Βασιλειάδη, Μυστήριον Θανάτου, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1980, σ. 59,60.

[5] Β. Καλλιακμάνη, πρωτοπρεσβ., «Τό μυστήριο τοῦ θανάτου στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία», Τό μυστήριον τοῦ Θανάτου εἰς τήν Λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικά Θ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων στό Βόλο 5-7 Νοεμβρίου 2007, [19 Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη], Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2009, σ. 68-69.

[6] Βασιλείου Καισαρεία, Ὁμιλία ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 341Β. Στή ρωμαιοκαθολική θεολογία διδάσκεται ὅτι ὁ θάνατος ἐπιβλήθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό ὡς τιμωρία εξαιτίας τῆς πτώσεώς του. Συναφῶς G Aulen, Christus Victor. La notion Chretienne de la Redemption, Paris 1944, σ. 123. F. R. Tennam, The origin and propagation of Sin, Cambridge 1902, σ. 153. Αὐτή ἡ διδασκαλία εἶναι ἄτοπη κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων. Χαρακτηριστικά ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης ὁ ἐπονομαζόμενος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ ὅτι «οὐκ Ἐκεῖνος (ὁ Θεός) ἐστίν ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ’ ἡμεῖς. Θεός γάρ οὐδέποτε ἐχθραίνει» Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΙΑ΄: Εἰς Β΄ Κορινθίους, 3 PG 61, 478C.

[7] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, PG 74, 788D-789A.

[8] Θ. Λεμοντζῆ, ἀρχιμ., «Ὁ Λυτρωτής, τό Λύτρο καί ἡ Πράξη τῆς Ἀπολύτρωσης στήν Ὀρθόδοξη Σωτηριολογία», http://www.egolpion.com/lutrwths-lutro.print.el.aspx (2012)

[9] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί τῆςτοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, 6, PG 75, 1424D.

[10] Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκᾶν 5, 17, PG 72, 669Β. Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τόν Ἠσαΐα 41, 7-8, PG 70, 832B.

[11] Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἶς ὁ Χριστός, SC. 97, 434 (=PG75, 1321C).

[12] Ν. Εὐθ. Μητσοπούλου, Εἰσαγωγή εἰς τήν ὀρθόδοξον Δογματικήν καί ἠθικήν θεολογίαν , Ἀθήνα 1993, σ. 120.

[13] «Καί πάλιν δῆλα δή παρέχεται εἰς τόν ἄνθρωπον ἡ δυνατότης νά «συμμετεωροπορῇ» τοῖς ἀγγέλοις καί τῷ Θεῷ», Κ. Β. Σκουτέρη,««Μετεωροπορεῖν» καί «συμμετεωροπορεῖν» παρά τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης», ἀνάτυπον ἐκ τῆς Θεολογίας, Ἀθῆναι 1969, σ. 10.

[14]Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 248. (=PG75, 1225A). Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἶς ὁ Χριστός, SC 97, 314, 316 (=PG75, 1261A). Πρβλ. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή Περίτῆς Κυρίου Ἐνανθρωπήσεως, PG 75, 1425CD. Συναφῶς βλ. Ε. Ἀρτέμη, «Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως σέ δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΕ (2004), 187, 188: «Μέ τή λέξη εἰκών δηλώνεται ὅτι ἡ ἐνυπόστατος εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ ἀπορρέει ἀπό τήν ὑποστατική οὐσία τοῦ Πατρός, γι᾿ αὐτό καί σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἴδιου ἔργου γράφει, «εἰκόνα τέ αὐτόν καί χαρακτῆρα φησί τοῦ Γεννηκότος» Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Λόγου ὡς εἰκόνας τοῦ Πατέρα εἶναι δανεισμένη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί χρησιμοποεῖται γιά νά δηλώσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωντανή εἰκόνα τοῦ Πατέρα ἐνυπόστατη καί δηλώνει τό ὁμοούσιο τοῦ Λόγου μέ τόν Πατέρα. Ἄξιο παρατήρησης εἶναι ὅτι γιά τόν Υἱό- Λόγο μαζί μέ τή λέξη εἰκών, χρησιμοποιοῦνται οἱ λέξεις ἀπαύγασμα καί χαρακτήρ, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν μεγαλύτερη, ἀπόλυτη ἀκρίβεια, συγκριτικά μέ τή λέξη εἰκόνα, πού χρησιμοποιεῖται για νά ἐκφράσει τή σχέση τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα - Θεό. Ὁ ὅρος χαρακτήρ ἀπό τό ρῆμα χαράσσω σημαίνει σφραγῖδα, ἐκτύπωμα. Ἑπομένως ὁ Χριστός εἶναι ὁ χαρακτήρ, ἡ σφραγῖδα, τό ἐκτύπωμα τῆς ἀϊδιότητας τοῦ Θεοῦ Πατρός, δηλαδή τῆς αἰωνίου φύσεως τοῦ Τελευταίου. Εἶναι ἡ ζῶσα Σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ Πατρός, δηλαδή ὁμοούσιος πρός Αὐτόν. Ἡ ὁμοουσιότητα τοῦ Θεοῦ-Πατρός καί τοῦ Θεοῦ-Λόγου ὑπογραμμίζεται μέ τή φράση «ταυτότητα τῆς φύσεως Πατρός πρός Υἱόν, καί Υἱοῦ πρός Πατέρα». Ἡ λέξη ταυτότητα δηλώνει τήν ἀπόλυτη ὁμοιότητα, τό ἴδιο εἶναι τῆς φύσεως μεταξύ Υἱοῦ καί Πατρός».

[15] Κυρίλλου, Ἐπιστ. 4 –Β Πρός Νεστόριον, PG 77, 45C.

[16] Αὐτόθι, PG 77, 45Β.

[17] «Γέγονε γάρ ἐμφανής ὁ ἀσώματος, καί ἁπτός ὁ ἀναφής, οὐκ ὀθνεῖον ἔχων τι περίβλημα τήν ἀπο γῆς σάρκα, ἀλλ΄ ἴδιον αὐτήν ποιησάμενος ναόν καί σύν αὐτῇ γνωριζόμενος, ὡς Θεός καί Κύριος», Κυρίλλου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 294 (=PG 75, 1252A).

[18] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC97, 294 (PG75, 1249D=) Ἰω. 20, 28.

[19] «Εἰς τοῦτο γάρ Χριστός ἀπέθανε, καί ἔζησε, ἵνα καί νεκρῶν καί ζώντων κυριεύσῃ»,Κυρίλλου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 296 (=PG 75 , 1252A).

[20] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. 4 –Β Πρός Νεστόριον, PG 77, 45C.

[21] «Τοίνυν περί τήν θεολογίαν μηδείς ἀπιστίαν νοσείτω, μηδείς περί τήν οἰκονομίαν χωλευέτω, ἀλλά τόν ἐκ Παρθένου γεννηθέντα Χριστόν, Θεόν ὁμοῦ καί ἄνθρωπον ὁμολογείτω καθ΄ ἑκάτερον˙ διά τοῦτο γάρ καί Θεοτόκος καί ἀνθρωποτόκος ἡἁγία Παρθένος ὑπό τῶν τῆς εὐσεβείας διδασκάλων προσαγορεύεται˙ τοῦτο μέν ὡς φύσει τόν (δούλῳ) ἐοικότα γεννήσασα˙ἐκεῖνο δέ, ὡς τῆς τοῦ δούλου μορφῆς, καί Θεοῦ τήν μορφήν ἡνωμένην ἐχούσης», Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, PG 75, 1477A.

[22] Στό σημεῖο αὐτό ὁ Κύριλλος ἀναφέρεται σαφῶς ἐναντίον τῆς διδασκαλίας τοῦ Διοδώρου, ἐπισκόπου Ταρσοῦ (393), ὁ ὁποῖος ἔκανε λόγο γιά δύο Υἱούς. Μπορεῖ νά μή χρησιμοποιεῖ τό ὄνομα τοῦ Διοδώρου ἀλλά στηλιτεύει τή λανθασμένη διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Ταρσοῦ. Ὁ τελευταῖος δίδασκε ὅτι στό Θεάνθρωπο ὑπάρχουν δύο χωρισμένοι υἱοί, ὁ «φύσει» Υἱός καί προαιώνιος Λόγος καί ὁ «χάριτι» Υἱός δηλαδή ὁ γεννηθείς ἐκ τοῦ Δαβίδ ἀνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Σύμφωνα μέ τό Διόδωρο ἡ Παναγία γέννησε μόνον τόν ἄνθρωπον Χριστόν καί ὁ Λόγος ἁπλῶς ἐγκατοίκησε στόν ἄνθρωπο Χριστό. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά μήν ἔχουμε πραγματική ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό Χριστό. Ἡ «ἐνοίκηση» τοῦ Θεοῦ σέ ἕναν τέλειον ἄνθρωπο μοιάζει μέ τήν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ σέ ἕναν ναό. Διοδώρου Ταρσοῦ, Ἐκ τοῦ κατά Συνουσιαστῶν λόγου, α΄, PG 33, 1560ABC, 1561A. Συναφῶς βλ. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ χριστολογική ὁρολογία΄καί διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου Κύρου, Ἀθήνα 1955, σ 15-17. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Α΄, Ἀθήνα 1992, σ. 591-592. Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Άθῆναι 1995, σ. 194 ἑξ.

[23] Κυρίλλου, Ἐπιστ. 4 –Β Πρός Νεστόριον, PG 77, 48B: «Οὕτω Χριστόν ἕνα καὶ Κύριον ὁμολογήσομεν∙ οὐχ ὡς ἄνθρωπον συμπροσκυνοῦντες τῷ Λόγῳ, ἵνα μὴ τομῆςφαντασία παρεισκρίνηται, διὰ τοῦ λέγειν τὸ, σύν∙ ἀλλ’ ὡς ἕνα καὶ τòν αὐτòν προσκυνοῦντες, ὅτι μὴ ἀλλότριον τοῦ Λόγου τὸ σῶμα αὐτοῦ, μεθ’ οὗ καὶ αὐτῷ συνεδρεύει τῷ Πατρί».

[24] Τοῦ ἰδίου, Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως, Β, 36, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 50 (=PG 76, 1384C.) Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου Ἐνανθρωπήσεως, ΚΔ΄, PG 75, 1464A.

[25] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, ΙΑ΄, PG 68, 757A.

[26] Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἶς ὁ Χριστός, SC97, 472 (=PG75, 1340D, 1341A)

[27] Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἶς ὁ Χριστός, SC 97, 468, 476 (=PG75, 1337D, 1341Α). Ἰω. 8, 31-32.

[28] Γαλ. 3, 14.

[29] Κυρίλλου, Γλαφυρά εἰς Λευϊτικόν, PG 69, 549D. Πρβλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τό Ἅγιον Σάββατον, Κ, PG 96, 617BC: «Ὑπέρ ἡμῶν κατάρα γενόμενος, οὔκ ὤν κατάρα, εὐλογία δέ μᾶλλον καί ἁγιασμός, ἀλλά τήν ἡμῶν κατάρα ἀναδεχόμενος, ὑπέρ ἡμῶν σταυροῦται καί θνήσκει καί θάπτεται».

[30] Κυρίλλου, Περί τῆς Ὀρθῆς Πίστεως, ΚΒ΄, PG 76, 1165A.

[31] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Α' Πέτρου, Γ΄, 19-20, PG 74, 1016AB.

[32] Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἶς ὁ Χριστός, SC97, 496 (=PG75, 1353A). Ἑβρ. 2, 10-15.

[33] Κυρίλλου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC97, 236 (=PG75, 1216D) Α΄ Πέτρ. 3,17-20.

[34] Κυρίλλου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC97, 236 (=PG75, 1216D) Α΄ Πέτρ. 3,17-20.

[35] Κυρίλλου, Ὅτι εἶς ὁ Χριστός, SC97, 496 (=PG 75, 1353AΒ). Ἑβρ. 2, 10-15.

[36] Κυρίλλου, Ὅτι εἶς ὁ Χριστός, SC97, 330.(=PG 75, 1269C)

[37] Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, IV, ΣΤ, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 897 (=PG 76, 201C). Πρβλ. Αὐτόθι, III, A, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 572-3 (=PG 76, 121Α): «ὁ κατὰ φύσιν ἰδίαν ἐλεύθερος, ὡς Θεός, ὁ ἐν μορφῇ καί ἰσότητι τοῦ γεγεννηκότος». Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Γ΄, SC 237, 48810 (=PG 75, 828A). Πρβλ. Ἰω. 10, 35-36.

[38] Κυρίλλου, Ἀπολογητικός πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, ACO, τ. 1, Ι, 3, σ. 7912-16 (=PG 76, 461AB): «Ἀλλ᾽ «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους»·(Λουκ. 1, 78) ἐπέφανεν ἡμῖν ὁ Μονογενής τοῦ Θεοῦ Λόγος, καὶ συνανεστράφη τοῖς ἐπὶ τῆς γῆς, καθ᾽ ἡμᾶς γεγονὼς ἄνθρωπος μετά τοῦ μεῖναι φύσει Θεός· αὐτὸς ἡμᾶς συνῆψε δι᾽ ἑαυτοῦ τῷ Θεῷ καί Πατρί, περιελὼν τὸ μεσολαβοῦν, καὶ ἀμνησικάκως ἀπαλλάξας τῆς διιστάσης ἡμᾶς ἁμαρτίας καὶ δικαιώσας τῇ πίστει».

[39] Τοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ΛΒ΄, PG 69, 877D.

[40] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, PG 75, 1425C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, ΣΤ΄, PG 76 828CD.

[41] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας καί ζωοποιοῦ Τριάδος, ΚΔ΄, (ἀμφιβάλλομενο ἤ νόθο) PG 77, 1165C: «Διὰ γὰρ τὴν καθ᾽ ὑπόστασιν ἕνωσιν, ἡ σὰρξ τεθεῶσθαι λέγεται, καὶ Θεὸς γενέσθαι, καὶ ὁμόθεος τῷ Λόγῳ, καὶ ὁ Θεὸς Λόγος σαρκωθῆναι, καὶ ἄνθρωπος γενέσθαι͵ … οὐχ ὡς τῶν δύο φύσεων μεταβληθεισῶν … ἀλλ᾽ ὡς τῶν δύο φύσεων καθ᾽ ὑπόστασιν ἑνωθεισῶν, καὶ τὴν εἰς ἀλλήλας περιχώρησιν ἀσύγχυτον καὶ ἀμετάβλητον ἐχουσῶν».

[42] Ψαλμ. ιστ΄10.

[43] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 45, 28, PG 36, 661C.

[44] Κυρίλλου, Περί τῆς Ὀρθῆς Πίστεως, 23, PG 76, 1165C.

[45] Αὐτόθι, PG 76, 1165Α.








Πηγή: http://www.egolpion.com/

ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΗΓΟΥΝ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

$
0
0
Μπερκουτάκης Μιχαήλ, Θεολόγος – ἐκπαιδευτικός Πύργος Ἠλείας.

1.Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν κόσµο (ὀρθόδοξη κοσµολογία) καί τόν ἄνθρωπο (ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία) στηρίζεται στίς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τή δηµιουργία τοῦ κόσµου καί τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκονται στό 1ο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τή Γένεση (κεφ. 1-3). 


Δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦµε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη κοσµολογία καί ἀνθρωπολογία ἀποτελοῦν µία ἑρµηνευτική ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτῶν ἁγιογραφικῶν διηγήσεων. Συνεπῶς, εἶναι ἀδύνατο νά κατανοήσουµε τήν κοσµολογία καί τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τή γνώση αὐτῶν τῶν δύο ἁγιογραφικῶν διηγήσεων.

2.Μελετώντας τήν ἁγιογραφική διήγηση τῆς δηµιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, θά δοῦµε τίς ἑξῆς βασικές θεολογικές ἀπόψεις γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ὕπαρξή του:

A) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.Σύµφωνα µέ τή διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ ἄνθρωπος δηµιουργήθηκε ἀπό τό Θεό µέ ἕναν ἰδιαίτερο καί ξεχωριστό τρόπο. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς δηµιουργίας τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται µέσα στή σχετική διήγηση ἀπό δύο σηµεῖα. 1ον ὁ ἄνθρωπος δηµιουργεῖται χρονικά τελευταῖος καί 2ον ἐνῶ γιά ὅλα τά ἄλλα δηµιουργήµατα ὁ Θεός «λέει» νά γίνουν καί «γίνονται» (π.χ. «…καί εἶπεν ὁ Θεός, γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς…» Γέν. 1,3 κ.ο.κ.) εἰδικά γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ἐµφανίζεται στό Γέν. 1,26, νά προαναγγέλλει τή δηµιουργία του µέ ἕνα µοναδικό τρόπο, λέγοντας: «…καί εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσωµεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡµετέραν καί καθ’ ὁµοίωσιν…» (παράφραση: «…Καί εἶπε ὁ Θεός, ἀφοῦ φτιάξαµε ὅλα τά ἄλλα δηµιουργήµατα, ἐλᾶτε τώρα νά φτιάξουµε Ὅλοι µαζί τό τελευταῖο καί τελειότερο δηµιούργηµά Μας, τόν ἄνθρωπο, σύµφωνα µέ τήν εἰκόνα τή δική Μας καί ἔτσι πού νά µπορεῖ νά γίνει ὅµοιος µέ Ἐµᾶς...»). Αὐτός ὁ ἰδιαίτερος τρόπος τῆς δηµιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση µέ τά ὑπόλοιπα δηµιουργήµατα µᾶς δείχνει ὅτι: α) ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἀνώτερο καί τελειότερο δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ καί β) ὅλα τά ἄλλα δηµιουργήµατα, ἔµψυχα καί ἄψυχα, ἔγιναν γιά νά διακονήσουν, τό καθένα µέ τό δικό του τρόπο, τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

B) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ «ΔΙΦΥΗΣ».Στό Γέν. 2,7 περιγράφεται µέ ἔντονα ἀνθρωποµορφικές εἰκόνες ἡ δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου: «…καί ἐπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν…» (παράφραση: «…καί δηµιούργησε πρῶτα ὁ Θεός τό ὑλικό σῶµα τοῦ ἀνθρώπου, χρησιµοποιώντας ὡς βασική ὕλη τό χῶµα τῆς γῆς, µετά φύσηξε πάνω στό πρόσωπό του τήν πνοή τῆς ζωῆς καί τότε ὁ ἄνθρωπος πῆρε ζωή καί ἄρχισε νά ὑπάρχει…»). Τό βαθύτερο νόηµα τῆς διήγησης εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δηµιουργήθηκε ἀπό τό Θεό «διφυής». Συνδυάζει, δηλαδή, στήν ὕπαρξή του δύο διαφορετικές «φύσεις». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ἀπό τή µία µεριά, «ὑλικός», γιατί ἔχει ὑλικό σῶµα (ἐξ’ οὗ καί τό ὄνοµα «Ἀδάµ», πού σηµαίνει «χοϊκός», φτιαγµένος ἀπό χῶµα, χωµατένιος), ἀλλά, ταυτόχρονα, εἶναι καί «πνευµατικός», γιατί ἔχει «νοερά φύση» ἤ «ψυχή», κατά τήν ἀντίστοιχη ὁρολογία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας. Μέ τό ὑλικό του σῶµα ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει µέ τά ζῶα καί µέ τά φυτά, ἐνῶ µέ τήν «νοερά φύση» του συγγενεύει µέ τούς ἀγγέλους καί τό Θεό. Κατά τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δύο αὐτές «φύσεις»: 1ονἀποτελοῦν, ὡς ἕνα ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο ὑπαρκτικό ὅλον, τά βασικά συστατικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, δέν εἶναι µόνο τό σῶµα ἤ µόνο ἡ ψυχή, ἀλλά ἡ ψυχή καί τό σῶµα ἑνωµένα ἀδιαίρετα µεταξύ τους. Καί 2ονδέν ἔχουν µεταξύ τους καµία ἱεράρχηση ἤ ἀντίθεση. Δέν µποροῦµε, δηλαδή, νά ποῦµε οὔτε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶµα ἤ ὅτι τό σῶµα εἶναι κατώτερο ἀπό τήν ψυχή, οὔτε, πάλι, ὅτι τό σῶµα καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δύο ἀντίθετα ἤ ἀντιµαχόµενα στοιχεῖα, ὅπως ὑποστήριζε ἡ ἀρχαιοελληνική φιλοσοφία, ἀποδεχόµενη τίς βασικές ἀρχές τοῦ φιλοσοφικοῦ δυαλισµοῦ, πού κυριαρχοῦσε στούς φιλοσοφικοθρησκευτικούς κύκλους τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων καί, κατά κανόνα, ἀντιµετώπιζε τήν ψυχή ὡς τό «καλό» καί τό σῶµα ὡς τό «κακό» στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

Γ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ «ΚΑΤ΄ ΕΙΚΟΝΑ» ΚΑΙ «ΚΑΘ΄ ΟΜΟΙΩΣΙΝ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ.Αὐτό εἶναι, ἀναµφισβήτητα, τό κρισιµότερο σηµεῖο τῆς ἁγιογραφικῆς διήγησης γιά τή δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Τό καίριο, λοιπόν, ἐρώτηµα εἶναι: Τί σηµαίνουν οἱ ὅροι «κατ’ εἰκόνα» καί «κάθ΄ ὁµοίωσιν»; Κατά πρῶτο λόγο, πρέπει νά διευκρινίσουµε ὅτι στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων δέν ὑπάρχει µόνο µία ἑρµηνεία. Οἱ Πατέρες, στήν προσπάθειά τους νά ἑρµηνεύσουν τούς δύο αὐτούς ὅρους, χρησιµοποιοῦν διάφορες προσεγγίσεις, ἀνάλογα µέ τίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν καί τό εὐρύτερο κλίµα τῆς ἐποχῆς τους. Συµβαίνει, µάλιστα, συχνά ὁ ἴδιος Πατέρας νά χρησιµοποιεῖ στά διάφορα ἔργα του περισσότερες ἀπό µία ἑρµηνεῖες τῶν δύο αὐτῶν ὅρων.

Ὅλες αὐτές οἱ ἑρµηνεῖες εἶναι σωστές (= ὀρθοδοξοῦν) καί, στήν πραγµατικότητα, ἀλληλοσυµπληρώνονται. Δέν µποροῦµε, δηλαδή, νά ποῦµε ὅτι µόνο µία ἀπό αὐτές εἶναι σωστή, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι λανθασµένες, ἀλλά ὅλες µαζί µας βοηθοῦν νά κατανοήσουµε, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν καί ἀναγκαῖο γιά τή σωτηρία µας, τό ἀληθινό νόηµα τῶν δύο κρίσιµων αὐτῶν ὅρων. Οἱ σπουδαιότερες ἀπό τίς ἑρµηνευτικές προσεγγίσεις τῶν Πατέρων εἶναι, βασικά, τρεῖς (3) καί ἔχουν, ἐν συντοµία, ὡς ἑξῆς:

1η ἑρμηνεία:Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» δηλώνει ὅλα τά χαρίσµατα πού ὁ Θεός ἔδωσε µόνο στόν ἄνθρωπο καί σέ κανένα ἄλλο δηµιούργηµα. Ἀνάµεσα, ὅµως, σέ αὐτά τά χαρίσµατα δεσπόζουν τό «λογικό», ἡ ἱκανότητα, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό, τό σωστό ἀπό τό λάθος, καί τό «αὐτεξούσιον», ἡ δυνατότητα, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιλέγει ἐλεύθερα ἀνάµεσα στό καλό καί τό κακό, τό σωστό καί τό λάθος, συνείδηση τῶν ὁποίων ἀποκτᾶ διά τῆς χρήσεως τοῦ «λογικοῦ». Ὁ ἄκτιστος Θεός κατέχει ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα σέ τέλειο καί ἀπόλυτο βαθµό. Εἶναι, δηλαδή, «λογικός» καί «αὐτεξούσιος» µέ τήν ὀντολογική, καί ὄχι µέ τήν ἠθική, ἔννοια τοῦ ὅρου, ἐνῶ ὁ κτιστός ἄνθρωπος «ἀντιγράφοντας», λαµβάνοντας, δηλαδή, ὡς δῶρα ἀπό τό Θεό, αὐτά τά θεϊκά χαρίσµατα, «εἰκονίζει» ὡς ἕνα βαθµό –µέ ἀτελῆ, βέβαια, καί σχετικό τρόπο– τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ’ ὁµοίωσιν» στό ποσοστό, πού ἀσκεῖ τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» του ὡς «ἀγάπη». Στό ποσοστό, δηλαδή, πού χρησιµοποιεῖ τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» του γιά νά ἐπιλέγει καί νά διαπράττει τό καλό, τό σωστό. Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί ἐλεήµων. Ὡς ἐκ τούτου, ἀσκεῖ πάντα τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» Του ὡς «ἀγάπη» καί εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον τό νά ἀσκήσει τό «λογικό» Του καί τήν «ἐλευθερία» Του µέ ἄλλο τρόπο.

Γιατί, ὅµως, ὁ Θεός «ἐκ φύσεως» ἀσκεῖ πάντα τήν «ἐλευθερία» Του ὡς «ἀγάπη»; Μήπως, τελικά, δέν εἶναι «ἐλεύθερος», ἀφοῦ δέν µπορεῖ νά ἐπιλέξει τό κακό, καί πῶς µπορεῖ νά συµβιβαστεῖ ἡ «ἐλευθερία» Του µέ τόν ἀποκλεισµό τῆς ἐπιλογῆς τοῦ κακοῦ; Γιά νά κατανοήσουµε βαθύτερα τήν ἔννοια τῆς «ἐλευθερίας» στή χριστιανική διδασκαλία, πρέπει στό σηµεῖο αὐτό νά θέσουµε ἕνα ἀκόµη παράλληλο ἐρώτηµα: Εἶναι ἴδια ἡ «ἐλευθερία» τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου; Μποροῦµε, νά ἀναπτύξουµε συνοπτικά τή σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑξῆς: α) ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα «ἐλεύθερος» καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ ὕπαρξή Του δέν ὑπόκειται σέ καµία ἀναγκαιότητα. Ἡ «ἐλευθερία» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση τῆς ἄχρονης πρόταξης τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ-Πατρός ἔναντι της Θείας Οὐσίας. Πιό ἁπλά, ὁ Θεός -Πατήρ «πρῶτα» ὁρίζει τά τῆς Οὐσίας Του, ἀποφασίζει, δηλαδή, ἐλεύθερα, ὅτι θέλει νά ὑπάρξει ὡς µία Οὐσία, πού θά ἔχει τίς φυσικές ἰδιότητες τῆς ἀγάπης, τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς ταπείνωσης, τῆς µακαριότητας κ.τ.λ. καί ὅτι φορεῖς αὐτῶν τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων θά εἶναι οἱ Φυσικές Ἐνέργειες τῆς Οὐσίας Του καί «ὕστερα» ὑπάρχει. «Ταυτόχρονα» ὁ Θεός-Πατήρ «πρῶτα» ὁρίζει τά τῆς Ὕπαρξής Του, δηλαδή, ἀποφασίζει ἐλεύθερα ὅτι θέλει, νά ὑπάρξει ὡς Ἁγία Τριάδα, καί «ὕστερα» γεννᾶ τόν Υἱό, καί ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦµα, µεταδίδοντάς Τους τό πλήρωµα τῆς Θείας Οὐσίας καί τῶν Ἐνεργειῶν της. Τό ἰδιάζον στήν περίπτωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ «κινήσεις» γίνονται «ἀχρόνως» καί, συνεπῶς, τό «πρῶτα», τό «ὕστερα» καί τό «ταυτόχρονα», πού ἐµεῖς ὡς κτιστοί ἄνθρωποι ἀναγκαζόµαστε, νά χρησιµοποιήσουµε, προκειµένου νά ἐκφράσουµε µέ κτιστές ἀνθρώπινες λέξεις τό µυστήριο τῆς ἄναρχης ὕπαρξης, τῆς Ἁγίας Τριάδας, δέν ἔχουν ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική («σηµαντική») σηµασία. Συµπέρασµα: Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι ἡ ἔκφραση καί ἡ ἀπόδειξη τῆς ἐλευθερίας Της. Αὐτή τή μορφή «ἐλευθερίας», πού ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση τῆς ἄχρονης πρόταξης τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ-Πατρός ἔναντί της Θείας Οὐσίας καί ἐκφράζεται ὡς ὁ ἀπόλυτα ἐλεύθερος αὐτοπροσδιορισμός τοῦ Ὄντος, χαρακτηρίζουμε ὡς «ὀντολογική ἐλευθερία» ἤ «διά αὐτοπροσδιορισμοῦ ἐλευθερία». β) Ὅσον ἀφορᾶ, ὅµως, τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, τά πράγµατα ἀντιστρέφονται, ἀφοῦ σέ αὐτήν ἔχουµε πρόταξη τῆς οὐσίας ἔναντί του προσώπου, µέ ἀποτέλεσµα τήν ὀντολογική ἀνελευθερία της.

Πιό ἁπλά, ὁ ἄνθρωπος δέν ὁρίζει µόνος του οὔτε τά τῆς οὐσίας του, οὔτε τά τῆς ὕπαρξής του. Κανείς, δηλαδή, ἄνθρωπος δέν ἀποφασίζει γιά τό ἄν θά ὑπάρξει ἤ ὄχι, κανείς ἄνθρωπος δέν ὁρίζει τό χῶρο καί τό χρόνο τῆς γέννησής του, τό φύλο καί τή σωµατική του διάπλαση, τούς γονεῖς καί τά ψυχοσωµατικά του χαρακτηριστικά κ.ο.κ. Συµπέρασµα: ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη δέν µπορεῖ νά ὑπάρξει «ἐλεύθερα» (µέ τήν ὀντολογική ἔννοια τό ὄρου «ἐλευθερία»), ὁ Θεός τῆς παραχώρησε τό δικαίωµα τῆς «δι´ ἀσκήσεως ἐλευθερίας», δηλαδή τῆς ἐλευθερίας πού ἐκφράζεται ὄχι ὡς αὐτοπροσδιορισµός τοῦ ὄντος, ἀλλά ὡς ἐπιλογή ἀνάµεσα στό καλό καί τό κακό, τό σωστό καί τό λάθος, τή ζωή καί τό θάνατο. Αὐτή τή μορφή «ἐλευθερίας», πού ἀποτελεῖ ὑπαρξιακή διάσταση τῆς πρόταξης τῆς οὐσίας ἔναντι του προσώπου καί ἐκφράζεται ὡς ἐπιλογή ἀνάμεσα στό καλό καί τό κακό, χαρακτηρίζουμε ὡς «ἠθική ἐλευθερία» ἤ «δι´ ἀσκήσεως ἐλευθερία». Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Θεός εἶναι «ἐλεύθερος» µέ τήν ὀντολογική καί ὄχι µέ τήν ἠθική ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐλευθερία», δέν τίθεται θέµα ἐπιλογῆς ἐκ µέρους Του ἀνάµεσα στό καλό καί στό κακό, ἀλλά, ἐλεύθερος ὤν, ἐπιλέγει πάντα τό καλό, γιατί ὁ Ἴδιος προκαθόρισε ὅτι θέλει νά ὑπάρχει ὡς «ἀγάπη».

2η ἑρμηνεία:Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» δηλώνει τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά «µετέχει» στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, νά ἑνώνεται, δηλαδή, µέ τό Θεό, νά ἔρχεται σέ πραγµατική κοινωνία µαζί Του καί, δυνάµει αὐτῆς τῆς µετοχῆς, νά προσοικειώνεται τίς φυσικές ἰδιότητες τῆς Θείας φύσης, νά γίνεται, δηλαδή, ἀθάνατος καί εὐτυχισµένος, «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χρησιµοποιεῖ αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση στά ἔργα του «Κατά εἰδώλων» καί «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου». Εἰδικότερα, γιά νά περιγράψει µέ τρόπο προσιτό στή στοιχειώδη ἀντίληψη τή σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, χρησιµοποιεῖ τό παράδειγµα τοῦ «καθρέφτη» (ἔσοπτρον). Ὅπως, δηλαδή, ὁ καθρέφτης ἔχει τήν ἱκανότητα νά µετέχει στό ἡλιακό φῶς καί νά τό ἀντανακλᾶ, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα, εἶχε τή δυνατότητα νά µετέχει στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας καί νά τό ἀντανακλᾶ. Καί ὅπως ὁ καθρέφτης πού ἀντανακλᾶ τό ἡλιακό φῶς γίνεται «ὅµοιος» µέ τόν ἥλιο (ἄν, δηλαδή, τόν δεῖ κανείς τήν ὥρα τῆς ἀντανάκλασης, εἶναι σάν νά βλέπει τόν ἴδιο τόν ἥλιο), ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἀντανακλώντας τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, γινόταν «ὅµοιος» µέ τό Θεό («θεός κατά χάριν» ἤ «θεός κατά µέθεξιν») καί µέ αὐτό τόν τρόπο ἔφτανε στό «καθ’ ὁµοίωσιν», γινόταν, δηλαδή, «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Καί ὅπως, τέλος, ὁ καθρέφτης πού ἀντανακλᾶ τό ἡλιακό φῶς δέν γίνεται στήν πραγµατικότητα ἥλιος (δέν ἔχουµε, δηλαδή, «τροπή» τοῦ καθρέφτη σέ ἥλιο), ἀλλά, ἁπλῶς µοιάζει µέ τόν ἥλιο, ἐπειδή προσοικειώνεται τίς φυσικές του ἰδιότητες, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, µετέχοντας στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, δέν γίνεται στήν πραγµατικότητα «Θεός», (δέν ἔχουµε, δηλαδή, «τροπή» τῆς ἀνθρώπινης φύσης), ἀλλά παραµένει ἄνθρωπος, ἄν καί «εἰκονίζει» τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἄν καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Παρόµοια µέ τήν εἰκόνα τοῦ καθρέφτη εἶναι καί ἡ εἰκόνα τῶν «νοερῶν ὀφθαλµῶν», πού χρησιµοποιεῖται ἀπό ἄλλους Πατέρες. Σύµφωνα µέ αὐτήν ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο εἰδῶν «ὀφθαλµούς». Ἔχει τά µάτια τοῦ σώµατος, µέ τά ὁποῖα βλέπει τό φῶς τοῦ ἥλιου καί τό φυσικό κόσµο, ἀλλά ἔχει καί τά «πνευµατικά µάτια» τῆς ψυχῆς, µέ τά ὁποῖα βλέπει τό Θεό. Ἔτσι, πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ «διφυής» ἄνθρωπος εἶχε δύο εἴδη «ὅρασης». Ἔβλεπε τό φυσικό κόσµο µέ τά ὑλικά µάτια τοῦ σώµατος, ἐνῶ ταυτόχρονα ἔβλεπε µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τό Θεό, δηλαδή, τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας. Ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά «θεωρεῖ», πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα, µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τόν Θεό τόν καθιστοῦσε ἀθάνατο καί εὐτυχισµένο, τοῦ χάριζε τό «καθ’ ὁµοίωσιν», τόν ἔκανε, δηλαδή, «ὅµοιο» µέ τό Θεό, πού εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀθάνατος καί εὐτυχισµένος. Τήν προσοικείωση, τέλος, τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύσης ἀπό τόν ἄνθρωπο µᾶς διδάσκει στήν πατερική γραµµατεία καί ἡ εἰκόνα τοῦ πυρωµένου σίδερου. Ὅπως, δηλαδή, τό σίδερο τή στιγµή πού ἑνώνεται µέ τή φωτιά προσοικειώνεται τίς φυσικές της ἰδιότητες, γίνεται φωτεινό καί θερµό, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού ἑνώνεται µέ τό Θεό γίνεται «ὅµοιος» µέ Αὐτόν, ὑπάρχει «καθ’ ὁµοίωσιν» τοῦ Θεοῦ.

3η ἑρμηνεία.Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» ἀναφέρεται στή δοµή ὕπαρξης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία «εἰκονίζει» τόν τρόπο ὕπαρξης τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἀναλυτικότερα, σύµφωνα µέ τή χριστιανική θεολογία (ὀντολογία), ὁ ἕνας Θεός ὑπάρχει ὡς ἐρωτική κοινωνία «ὁµοούσιων» Προσώπων, δηλαδή, ὡς Ἁγία Τριάδα. Ὅταν λέµε ὅτι τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι «ὁµοούσια», ἐννοοῦµε ὅτι ἔχουν ἀπόλυτη ἑνότητα Οὐσίας καί Ἐνεργειῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ Θεία Οὐσία και οι Ἐνέργειές Της «ἀνήκουν» ταυτόχρονα ὁλόκληρες καί στά Τρία Πρόσωπα, ἐνῶ τό καθένα ἀπό Αὐτά εἶναι ἀπό µόνο Του ὁλόκληρος ὁ Θεός. Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τήν ἑνότητα Οὐσίας καί Ἐνεργειῶν τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἔχουν καί ἑνότητα θελήματος. Ἡ ἑνότητα τοῦ θελήματός Τους ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση και την ἀπόδειξη τῆς τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης πού τά ἐνώνει. Πιό ἁπλά, τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας συνδέονται µεταξύ τους µέ σχέσεις τόσο τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὥστε εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, γι’αὐτό και στίς σχέσεις Τους µέ τόν κόσµο ἐµφανίζονται σάν νά ἔχουν ἕνα θέληµα. Ἡ ἑνότητα τοῦ θελή ματος τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας μέσα στήν Ἁγία Γραφή φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὁμιλοῦν καί τά Τρία μαζί «ὡς ἐξ ἑνός στόματος», μέ μία, δηλαδή, φωνή, σάν νά εἶναι ἕνα Πρόσωπο. Ποιό, γιά παράδειγµα, ἀπό τά Τρία Πρόσωπα λέει τή φράση: «…ποιήσωµεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡµετέραν καί καθ’ ὁµοίωσιν…»; Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι τό Ἕνα ἀπό αὐτά ὁµιλεῖ, ἐνῶ τά ἄλλα Δύο ἀκοῦνε. Στήν πραγµατικότητα, ὅµως, ὁµιλοῦν καί τά Τρία Πρόσωπα µαζί, σάν νά ἔχουν µία γνώµη καί µία φωνή.

Σύµφωνα, λοιπόν, µέ τήν 3η ἑρµηνεία τοῦ «κατ΄ εἰκόνα» ἡ δοµή ὕπαρξης τῆς ἀνθρώπινης φύσης «εἰκονίζει» τή δοµή τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, γιατί καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ὑπάρχει ὡς κοινωνία «ὁµοούσιων» προσώπων: Τρισυπόστατη καί Ὁµοούσια εἶναι ἡ Θεία Φύση, ἐνῶ µυριυπόστατη καί ὁµοούσια εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, καί αὐτά πού ἔζησαν καί αὐτά πού ζοῦν καί αὐτά πού θά ζήσουν στό µέλλον, µετέχουµε στήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση, ἔχουµε, δηλαδή, σῶµα ὑλικό καί λογική ψυχή. Μέ βάση τήν ἑρµηνεία αὐτή, µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, οἱ ἄνθρωποι, θά ἔφταναν στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ἄν µποροῦσαν νά ἑνωθοῦν µεταξύ τους µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς συµβαίνει καί µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὥστε νά ἀποκτήσουν ἑνότητα τοῦ θελήµατός τους. Πιό ἁπλά, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι νά συνδεθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὥστε νά εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, νά ἔχουν, δηλαδή, ἕνα θέληµα, ὅπως ἀκριβῶς τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Αὐτό, ἄλλωστε, εἶναι καί τό βαθύτερο νόηµα τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ: «…ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν…». Ὅταν, δηλαδή, ὁ Θεός µᾶς ζητᾶ νά ἀγαπήσουµε τό συνάνθρωπό µας σάν τόν ἑαυτό µας, µᾶς ζητᾶ, στήν πραγµατικότητα, νά ἑνωθοῦµε µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Δ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ» (ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ) ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.Στό Γέν. 2,15 λέγεται: «…καί ἔλαβεν Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασεν, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσω ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτόν…». Οἱ Πατέρες ἑρµηνεύουν τό συγκεκριµένο χωρίο δίνοντας ἔµφαση στήν παραχώρηση τῆς «κυριότητας» τοῦ φυσικοῦ κόσµου στόν ἄνθρωπο. Ἡ προσέγγιση αὐτή ἐξαρτᾶται ἀπό τήν 1η ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα» (βλπ. ἀνωτέρω) καί, σύµφωνα µέ αὐτήν, ἕνα ἀπό τά χαρίσµατα πού ἔδωσε ὁ Θεός µόνο στόν ἄνθρωπο ἐκτός ἀπό τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» εἶναι καί τό «ἄρχειν», ἡ ἐξουσία, δηλαδή, νά διαχειρίζεται τό φυσικό κόσµο. Εἰδικότερα, ὁ Θεός, ὡς δηµιουργός τοῦ φυσικοῦ κόσµου, εἶναι καί ὁ πραγµατικός «Κύριος» (ἰδιοκτήτης) τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Ὁ Θεός, ὅµως, παραχώρησε στόν ἄνθρωπο τό δικαίωµα νά ἐξουσιάζει καί νά διαχειρίζεται τό φυσικό κόσµο σάν νά εἶναι δικός του. Συνεπῶς, ὁ ἄνθρωπος, λαµβάνοντας ἀπό τό Θεό τήν ἐξουσία τοῦ «ἄρχειν» (τοῦ «ἐξουσιάζειν», τοῦ «κυριεύειν») ἐπί τῶν δηµιουργηµάτων Του, κατέστη «οἰκονόµος» (διαχειριστής) τῆς δηµιουργίας τοῦ Θεοῦ, «εἰκονίζοντας» ἔτσι, τρόπον τινά, τόν πραγµατικό «Κύριο» του κόσµου, πού εἶναι ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται σέ «καλό οἰκονόµο», φτάνει στό «καθ’ ὁµοίωσιν», ὅταν φροντίζει γιά τή διατήρηση τῆς ἁρµονικῆς λειτουργίας τοῦ κόσµου καί τῆς ζωῆς πού φιλοξενεῖται σέ αὐτόν, ἐνῶ, ταυτόχρονα, εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τόν τρόπο ἄσκησης τῆς «οἰκονοµίας» του. Ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ φυσικοῦ κόσµου περιγράφεται στή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης µέ τήν ὀνοµατοδοσία τῶν ζώων ἀπό τόν Ἀδάµ (Γέν. 2,19-20). Ἡ «οἰκονοµία» τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ φυσικοῦ κόσµου ἀποτελεῖ τήν «ἐργασία» του. Συνεπῶς, ἡ ἐργασία δέν εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς «πτώσης», ἀλλά ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ µονή διαφορά εἶναι ὅτι µετά τήν «πτώση» µπαίνει µέσα στήν ἐργασία, ὡς συνέπεια τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», τοῦ χωρισµοῦ, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, ὁ κόπος καί ὁ µόχθος (Γέν. 3,17-20). (Θά ἐπανέλθουµε, ὅµως, στό θέµα λίγο ἀργότερα, ὅταν θά ἀναπτύξουµε τά ζητήµατα πού ἀναφέρονται στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου µέ τήν κτίση).

Ε) Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΤΙΜΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ.Στούς στίχους Γέν. 2,18-24 περιέχεται ἡ διήγηση τῆς δηµιουργίας τῆς γυναίκας. Σύµφωνα µέ αὐτή, ὁ Θεός διαπιστώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καλό νά εἶναι «µόνος» του καί ἀποφασίζει νά τοῦ δηµιουργήσει ἕνα «βοηθό» πού νά τοῦ µοιάζει (στίχ. 2,18). Στή συνέχεια, ὁ Θεός ρίχνει τόν Ἀδάµ σέ βαθύ ὕπνο, ἀφαιρεῖ ἕνα ἀπό τά πλευρά του, πλάθει πάνω σέ αὐτό τή γυναίκα καί τήν ὁδηγεῖ σέ αὐτόν (στίχ. 3,21-22). Ὁ Ἀδάµ χαίρεται πολύ, βλέποντας τή γυναίκα (Γέν. 3,23-24). Μέσα ἀπό τά ἔντονα ἀνθρωποµορφικά στοιχεῖα τῆς διήγησης τονίζεται ἡ ἰσότητα τῶν δύο φύλων, ἀφοῦ ἡ γυναίκα φαίνεται νά πλάθεται ἀπό τό ἴδιο ὑλικό µέ τόν ἄνδρα, ἐνῶ µέ ρητό τρόπο τονίζεται στή διήγηση ὅτι ἡ γυναίκα πλάστηκε «ὅµοια» µέ τόν ἄνδρα («…ποιήσωµεν αὐτῶ βοηθόν κατ’ αὐτόν…» Γέν. 3,18. Παράφραση: «…Ἐλᾶτε νά τοῦ φτιάξουµε Ὅλοι µαζί ἕνα βοηθό ὅµοιο µέ αὐτόν…»). Ἀπό τή συνάφεια τοῦ ὅλου κειµένου συνάγεται µέ ἀσφάλεια ὅτι ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα εἶναι ἰσότιµοι, ἀφοῦ ἔλαβαν ἀπό τό Θεό τά ἴδια χαρίσµατα καί τίς ἴδιες δυνατότητες. Θά ἦταν, µᾶλλον, ἑρµηνευτικά σωστό νά προεκτείνουµε τήν ἔννοια τῆς ἰσότητας σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἐπειδή ἀπό αὐτό συγκεκριµένο ζευγάρι τῶν πρωτοπλάστων θά γεννηθοῦν ὅλες οἱ φυλές τῶν ἀνθρώπων καί ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς, µποροῦµε, κατά λογική συνέπεια, νά ὑποθέσουµε ὅτι ἡ διήγηση µᾶς διδάσκει καί τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως, δηλαδή, δέν µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι κατώτερη ἤ λιγότερο ἄνθρωπος ἀπό τόν ἄνδρα, ἔτσι δέν µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ µαῦρος ἄνθρωπος εἶναι κατώτερος ἤ λιγότερο ἄνθρωπος ἀπό τό λευκό ἤ ὅτι ὁ Τοῦρκος καί ὁ Ἄραβας εἶναι κατώτεροι ἤ λιγότερο ἄνθρωποι σέ σχέση µέ τόν Ἕλληνα ἤ τόν Ἑβραῖο.

Κατά τήν ἑρµηνεία, τέλος, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τῆς «βοήθειας» πού καλεῖται νά προσφέρει ἡ γυναίκα στόν ἄνδρα δέν ἀναφέρεται στήν ἐπιβίωση (µία τέτοια βοήθεια, ἄλλωστε, θά µποροῦσαν νά τήν προσφέρουν καί τά ζῶα) ἤ στή διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, ἀλλά στήν ἐπίτευξη τοῦ ἑνός καί µοναδικοῦ σκοποῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, πού εἶναι ἡ ἕνωσή της µέ τό Θεό, ἡ µετοχή της, δηλαδή, στίς Ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἡ θέωση. Πιό ἁπλά, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα θά ἀλληλοβοηθοῦνται, ὥστε καί οἱ δύο µαζί νά φτάσουν ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» στό «καθ’ ὁµοίωσιν».

3.Κατά τή χριστιανική διδασκαλία ἡ σχέση ἀνθρώπου καί κτίσεως στηρίζεται στή θεμελιώδη ἀντίληψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ «οἰκονόμος» τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁµιλοῦν γιά αὐτό τό σηµεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, τονίζουν: 1ον τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στό Θεό γιά τόν τρόπο ἄσκησης τῆς «οἰκονοµίας» του.Ὑποστηρίζουν, δηλαδή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, θά δώσει λόγο στό Θεό γιά τόν τρόπο µέ τόν ὁποῖο µεταχειρίζεται τό φυσικό κόσµο. Καί 2ον τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα στό φυσικό κόσµο, ἀφοῦ αὐτός συµπαρέσυρε στήν «πτώση» ὅλα τά ἄλογα δηµιουργήµατα. Θεωροῦν, δηλαδή, τόν ἄνθρωπο ὑπεύθυνο γιά τόν πόνο καί τή δυστυχία πού ὑφίστανται τά ἄλογα δηµιουργήµατα, ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς του ἀποστασίας ἀπό τό Θεό. Ἐφόσον, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἁρµονική λειτουργία τοῦ κόσµου καί τήν παρουσία τοῦ «κακοῦ» στήν ἄλογη κτίση, αὐτός πρέπει νά ἀναλάβει καί τό βάρος τῆς ἐπίλυσης αὐτοῦ τοῦ προβλήµατος καί, ἐπειδή, ὁ ἄνθρωπος δέν µποροῦσε νά λύσει τό πρόβληµα µέ τίς δικές του δυνάµεις, ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος γιά νά δώσει λύση σέ αὐτό. Οἱ Πατέρες, πάντως, ἄν καί ἀναφέρονται στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου µέ τό φυσικό κόσµο, δέν ἀναπτύσσουν ἐκτενῶς αὐτό τό ζήτηµα, γιατί, προφανῶς, στήν ἐποχή τους ὑπῆρχαν ἄλλα ζητήµατα, πού τά θεωροῦσαν σηµαντικότερα.

Παρόλα αὐτά, τίς τελευταῖες δεκαετίες – ἐξ αἰτίας, κυρίως, τῆς ὄξυνσης τῶν περιβαλλοντικῶν προβληµάτων καί τῆς ἀνάπτυξης τῶν διάφορων ἀνά τόν κόσµο οἰκολογικῶν κινηµάτων – διαµορφώθηκε µέσα στούς σύγχρονους θεολογικούς κύκλους ἡ ἀντίληψη ὅτι πρέπει νά διατυπωθεῖ µία ἐκτενέστερη ἐκδοχή τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας γιά τό ζήτηµα τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ τό φυσικό κόσµο, ἡ ὁποία θά προσφερθεῖ στό σύγχρονο ἄνθρωπο ὡς ἡ θεολογική ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας πάνω στά σύγχρονα οἰκολογικά προβλήµατα. Ἔτσι, πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, ἐπώνυµοι καί ἀνώνυµοι, ἀσχολήθηκαν ἐκτενῶς τά τελευταῖα χρόνια µέ τό θέµα αὐτό. Γράφτηκε ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀπό θεολογικά κείµενα καί, γενικά, τό ὅλο ζήτηµα ἦλθε ἀπό τό περιθώριο στό ἐπίκεντρο του ἐνδιαφέροντος. Πρίν, µάλιστα, ἀπό λίγα χρόνια, τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο ὅρισε τήν 1η Σεπτεµβρίου ὡς ἐκκλησιαστική ἑορτή ἀφιερωµένη στήν προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἐνέκρινε εἰδική ἀκολουθία γιά τή νέα αὐτή ἑορτή.

Ὁρισµένες ἀπό τίς θέσεις πού διατυπώθηκαν στά νεότερα ἔργα τῶν σύγχρονων θεολόγων εἶναι, πραγµατικά, ἀξιόλογες καί, σέ γενικές γραµµές, συµβατές µέ τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἐνῶ, κατά ἀντίστροφη ἔννοια, κάποιες ἄλλες εἶναι λανθασµένες, ὑπερβολικές ἤ καί θεολογικά ἀστήρικτες. Ἐπιλέγουµε µόνο µία ἀπό τίς πρῶτες (ἀναφέρεται στό βιβλίο τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ: «Τό ἀλφαβητάρι τῆς πίστης»), ὄχι, φυσικά, γιά νά ἐξαντλήσουµε τό θέµα, ἀλλά γιά νά δώσουµε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγµα. Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται σέ καλό «οἰκονόµο» τοῦ φυσικοῦ κόσµου, ὅταν τόν µεταχειρίζεται ὡς «πράγµα», δηλαδή, ὡς πεπραγµένο ἑνός προσωπικοῦ δηµιουργοῦ, µέ τόν Ὁποῖο συνδέεται µέ σχέσεις ἀγάπης καί ὄχι ὡς «χρῆµα», δηλαδή, ὡς χρηστικό ἀντικείµενο, ἡ ἀξία τοῦ ὁποίου ἐξαντλεῖται στήν ἐγωιστική καί ἀτοµοκεντρική του ἐκµετάλλευση. Στό ἐν λόγῳ ἔργο αὐτή ἡ θεολογική θέση ἀναπτύσσεται παραστατικά µέ τό ἑξῆς πραγµατικά ἐπιτυχηµένο παράδειγµα: Ἄν κάποιος ἄνθρωπος γράφει χρησιµοποιώντας ἕνα στυλό πού τό ἀγόρασε ἀπό ἕνα βιβλιοπωλεῖο, µόνο καί µόνο γιά νά ἐξυπηρετήσει τήν ἐργασία τῆς συγγραφῆς, τότε µέ µεγάλη εὐκολία πετᾶ τό στυλό του, ὅταν αὐτό γιά ὁποιοδήποτε λόγο χαλάει καί, στή συνέχεια, τό ἀντικαθιστᾶ µέ ἕνα ἄλλο, χωρίς νά ἔχει αὐτή ἡ ἀντικατάσταση κάποια ὑπαρξιακή διάσταση. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἄνθρωπος χρησιµοποιεῖ τό στυλό του, ὡς «χρῆµα», δηλαδή ὡς ἕνα χρηστικό ἀντικείµενο, ἡ «ἀξία» τοῦ ὁποίου ἐξαντλεῖται στήν παροχή µίας πρακτικῆς καί ἀντικειµενικά µετρήσιµης «ὠφέλειας». Ἄν, ὅµως, τό στυλό πού χρησιµοποιεῖ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος εἶναι «δῶρο» ἤ «ἐνθύµιο» ἑνός ἀγαπηµένου προσώπου, τότε ἡ ἀπώλειά του δέν ἀξιολογεῖται µέ βάση τή χρηστική του ἀξία, ἀλλά µέ βάση τό µέγεθος τῆς ἀγάπης πού µᾶς συνδέει µέ τό πρόσωπο πού κάποτε µᾶς τό πρόσφερε. Κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις, ἡ ἀπώλεια τοῦ στυλό ξεπερνᾶ τά στενά ὅρια τῆς ἀπώλειας ἑνός χρηστικοῦ ἀντικειµένου καί ἀποκτᾶ ὑπαρξιακές διαστάσεις, ἀφοῦ συνεπάγεται ἀναπόφευκτα ὀδύνη, ἀνάλογη µέ τό µέγεθος τῆς ἀγάπης µας πρός τό πρόσωπο τοῦ δωρητῆ του (σέ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἴδιος ἄνθρωπος χρησιµοποιεῖ τό στυλό του ὡς «πράγµα», δηλαδή, ὄχι ὡς ἕνα ἁπλό χρηστικό ἀντικείµενο, ἀλλά ὡς τήν «ὑλική» προέκταση ἑνός ἀγαπηµένου προσώπου). Μέ βάση, λοιπόν, αὐτή τή νεότερη διάκριση καταλήγουµε στό συµπέρασµα ὅτι: ἡ πραγµατική αἰτία τῶν οἰκολογικῶν καί περιβαλλοντικῶν προβληµάτων βρίσκεται στό τρόπο µέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βιώνει τή σχέση του µέ τό φυσικό κόσµο. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἀγνοεῖ ὅτι 1ον δέν εἶναι «κύριος», ἀλλά «οἰκονόµος» τοῦ κόσµου, καί 2ον ὅτι ἡ «ἐξουσία» του ἐπί τοῦ κόσµου ἀποτελεῖ δωρεά τοῦ Θεοῦ καί, ταυτόχρονα, τήν ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του πρός αὐτόν, ἀντιµετωπίζει τόν κόσµο ὡς «χρῆµα» καί ὄχι ὡς «πράγµα», µέ τραγικό ἀποτέλεσµα τήν καταστροφή του. Ἄν, ὅµως, ὁ ἄνθρωπος ἀναγνώριζε τήν «κυριότητα» τοῦ Θεοῦ ἐπί τοῦ κόσµου καί συνδεόταν µέ Αὐτόν µέ σχέσεις ἀγάπης, τότε, αὐτόµατα, θά ἄλλαζε καί ὁ τρόπος χρήσης τοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο καί αὐτή ἡ ἀλλαγή θά εἶχε ὡς συνέπεια τήν εἰρηνική ἐπίλυση τῶν σύγχρονων περιβαλλοντικῶν καί οἰκολογικῶν προβληµάτων.

Στό ἴδιο ἔργο ἡ θεολογική αὐτή προσέγγιση συνδυάζεται µέ µία νεότερη, ἀλλά ἀπόλυτα συµβατή µέ τήν πατερική διδασκαλία, θεώρηση τοῦ ὅρου: «ἄσκηση». Σύµφωνα µέ αὐτή, ἡ βαθύτερη ἔννοια τῆς χριστιανικῆς «ἄσκησης» (ἀσκητικότητα, ἀσκητικό ἦθος) ἀναφέρεται στόν ὀρθό τρόπο χρήσης τοῦ φυσικοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο. Εἰδικότερα, ἡ χριστιανική διδασκαλία θέτει ὡς ἀσφαλές «ὅριο» τῆς καλῆς «οἰκονοµίας» τοῦ φυσικοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἀνάγκη του γιά ἐπιβίωση. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, µπορεῖ νά χρησιµοποιεῖ τό φυσικό κόσµο, µόνο µέχρι ἐκεῖνο τό «ὅριο» πού εἶναι πραγµατικά ἀναγκαῖο γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς ἐπιβίωσης τοῦ βιολογικοῦ ὑποστρώµατος τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὅταν, ὅµως, ὁ ἄνθρωπος, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ὑπερβαίνει αὐτό τό «ὅριο» (ὅταν, δηλαδή, τρώει, πίνει, ξοδεύει, σπαταλᾶ τόν ἐνεργειακό πλοῦτο τῆς γῆς, καί, γενικά, «καταναλώνει» περισσότερα ἀπό ὅσα πραγµατικά χρειάζεται γιά νά ἐπιβιώσει), καθίσταται «κακός οἰκονόµος» τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Ἡ ἐπιστροφή µας σέ αὐτό τό «ἀσκητικό» ἦθος καί ὁ σεβασµός τοῦ βασικοῦ «ὁρίου», πού αὐτό θέτει ὡς πρός τή χρήση τοῦ κόσµου, ἀποτελεῖ, δυστυχῶς, γιά τήν ἐποχή µας, ὄχι ἁπλῶς µία «ἠθική πρόταση», γιά τήν ὀρθότητα τῆς ὁποίας µποροῦν οἱ τυχόν ἐνδιαφερόµενοι νά συµφωνοῦν ἤ νά διαφωνοῦν, ἀλλά, κυριολεκτικά, θέµα ζωῆς καί θανάτου.

Θά µπορούσαµε, τέλος, νά προσθέσουµε στά ἀνωτέρω τήν ἑξῆς σηµαντική παρατήρηση: στό Γέν. 1,31 ἀναγράφεται: «… καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν, καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωί, ἡµέρα ἕκτη…». (Παράφραση: «…καί ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε ὁ Θεός τό ἔργο τῆς δηµιουργίας Του, εἶδε γιά δεύτερη φορά τά δηµιουργήµατά Του, καί, ἀφοῦ τά ἔλεγξε γιά δεύτερη φορά, δέν βρῆκε σέ αὐτά κανένα λάθος ἤ κάτι πού ἐπιδεχόταν βελτίωση, ἀλλά διαπίστωσε ὅτι ὅλα ἔγιναν τέλεια…»). Μέ αὐτή τή φράση ἡ Ἁγία Γραφή ἐπιβεβαιώνει τήν τελειότητα τῆς δηµιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ φράση, ὅµως, αὐτή ἀποκτᾶ ἐξαιρετική σηµασία στίς µέρες µας. Παρουσιάζοντας, δηλαδή, ἡ Ἁγία Γραφή τό Θεό νά ἐλέγχει γιά δεύτερη φορά τό δηµιουργικό Του ἔργο πρίν ἀπό τή ὁριστική του ὁλοκλήρωση, ὅπως, ἀκριβῶς, ὁ µαθητής ρίχνει µία τελευταία µατιά στό γραπτό του πρίν τό παραδώσει στόν καθηγητή, θέλει νά µᾶς διδάξει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καί νά ψάξει µέσα σέ αὐτό, δέν µπορεῖ νά βρεῖ κανένα «λάθος» ἤ «ἀτέλεια», γιατί µία τέτοια «ἀνακάλυψη» προϋποθέτει τό ἐνδεχόµενο, νά ἀποδειχθεῖ σοφότερος ἀπό τό Θεό (πράγµα ἄτοπο). Συνεπῶς, γιά τή χριστιανική κοσµολογία οἱ γενετικές παρεµβάσεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης (γενετική) στά δηµιουργήµατα τοῦ Θεοῦ (µεταλλαγµένα ζῶα καί τρόφιµα) εἶναι ἠθικά ἀπαράδεκτες καί καταδικάζονται ὡς τό ὕψιστο σηµεῖο «ὕβρεως» στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀφοῦ πίσω ἀπό αὐτές κρύβεται ἡ ἀµφισβήτηση τῆς τελειότητας τοῦ δηµιουργικοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ καί ἡ πίστη ὅτι ὁ κτιστός ἄνθρωπος µπορεῖ νά βρεῖ καί νά διορθώσει τίς, τυχόν, «ἀτέλειες» τῆς δηµιουργίας ἤ νά βελτιώσει τίς, τυχόν, «ἀδυναµίες» της, ἐπεµβαίνοντας, κυρίως, στό γονιδίωµα τῶν ζώων καί τῶν φυτῶν.

4.Οἱ συνέπειες τῆς «πτώσης» στίς σχέσεις Θεού ἀνθρώπου καί ἄνδρα γυναίκας περιγράφονται περιληπτικά στή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Γέν. 3,16 -19). Οἱ Πατέρες ἀναπτύσσουν ἐκτενῶς τή σχετική διδασκαλία τῆς Γραφῆς ὡς ἑξῆς:

Α) ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.Ἡ βασική συνέπεια τῆς «πτώσης» τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας του µέ τό Θεό, τήν ὁποία οἱ Πατέρες ὀνοµάζουν «πνευµατικό θάνατο». Ἀναλυτικότερα, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀθάνατος καί εὐτυχισµένος. Δηµιουργήθηκε, ὅµως, ἀπό τό Θεό ἀθάνατος καί εὐτυχισµένος, γιατί τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ ἐξασφάλιζε τή δυνατότητα µετοχῆς στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (2η ἑρµηνεία), χάρη στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσοικειωνόταν τήν ἀθανασία καί τήν εὐτυχία τοῦ Θεοῦ καί µέ αὐτό τόν τρόπο γινόταν «ὅµοιος» µέ Αὐτόν, ἔφτανε, δηλαδή, στό «καθ’ ὁµοίωσιν». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος λάµβανε ὡς «δωρεά» ἀπό τό Θεό τήν ἀθανασία καί τήν εὐτυχία. Μέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Θεό διακόπηκε καί ἔτσι µπῆκε µέσα στή ζωή µας, ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς διακοπῆς, ὁ «πνευµατικός θάνατος». Γιά νά ἐπανέλθουµε στίς ἤδη γνωστές παραστατικές εἰκόνες, θά µπορούσαµε νά ποῦµε: α) ὅτι µέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ «καθρέφτης» (ἔσοπτρον) τοῦ «κατ’ εἰκόνα» µουντζουρώθηκε καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἠµαυθρώθη», δηλαδή, «σκοτεινίασε» καί ἀδυνατεῖ, πλέον, νά ἀντανακλᾶ τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, καί β) ὅτι µέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα οἱ «νοεροί ὀφθαλµοί» τῆς ἀνθρώπινης φύσης τυφλώθηκαν καί γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἄνθρωπος µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα βλέπει µόνο µέ τά µάτια τοῦ σώµατος τό φυσικό κόσµο, ἐνῶ ἀδυνατεῖ νά δεῖ µέ τά πνευµατικά µάτια τῆς ψυχῆς τοῦ τό Θεό. Ἡ ἀδυναµία τοῦ ἀνθρώπου νά µετέχει στό «Θεῖον Εἶναι», στήν ὕπαρξη, δηλαδή, τοῦ Θεοῦ, ὀνοµάζεται, ὅπως ἤδη εἴπαµε, «πνευµατικός θάνατος» καί, στήν πραγµατικότητα, ἡ ἀδυναµία αὐτή ἀποτελεῖ τή µοναδική συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀφοῦ ὅλες οἱ ἄλλες συνέπειες, κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, πηγάζουν ἀπό αὐτή τή συνέπεια καί ἀποτελοῦν, τρόπον τινά, ἁπλές ἀντανακλάσεις αὐτῆς τῆς µίας καί µοναδικῆς συνέπειας.

Ἐπειδή, λοιπόν, µπῆκε στή ζωή µας ὁ «πνευµατικός θάνατος», ἀκολούθησαν, ὡς ὑπαρξιακές ἐκδηλώσεις τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», καί ὅλες οἱ ἄλλες µορφές τοῦ «κακοῦ». Μέ τό θεολογικό ὅρο «κακό» ἐννοοῦµε ὁτιδήποτε µᾶς προξενεῖ πόνο στήν ψυχή καί τό σῶµα καί κάνει τή ζωή µᾶς δυστυχισµένη. Ὅλοι ἔχουµε ἐµπειρία τῆς παρουσίας τοῦ «κακοῦ» στή ζωή µας. Θά συναντήσουµε τό «κακό»: α)µέσα στόν ἑαυτό µας (π.χ. ἀσθένεια ψυχική καί σωµατική, γηρατειά, σωµατικός θάνατος, πάθη καί ἀδυναµίες κτλ.), β)µέσα στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες (π.χ. πόλεµος, κοινωνική ἀδικία, ἐκµετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο κτλ). Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες ὀνοµάζεται, συνήθως, «κοινωνικό κακό» καί γ)µέσα στό φυσικό περιβάλλον (π.χ. σεισµοί, πυρκαγιές, πληµµύρες καί, γενικά, οἱ λεγόµενες φυσικές καταστροφές). Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» στό φυσικό περιβάλλον ὀνοµάζεται, συνήθως, «φυσικό κακό». Ὅσον ἀφορᾶ τήν προέλευσή του, τό «κακό» δέν εἶναι δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει, δηλαδή, πραγµατική ὕπαρξη, εἶναι «µή ὄν», καί ὁ Θεός δέν εὐθύνεται γιά αὐτό. Τό «κακό» ὑπάρχει µόνο ὡς ἡ διακοπή τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Θεό, δηλαδή, ὡς ἡ ἀπουσία τοῦ «καλοῦ». Τό «κακό» εἶναι, γιά τήν ἀκρίβεια, αὐτό πού ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι βιώνουµε ὡς ἀπουσία τοῦ «καλοῦ», ὡς διακοπή τῆς κοινωνίας µας µέ τό Θεό. Ἡ διακοπή τῆς σχέσης προέρχεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, πού ὡς «αὐτεξούσιος» θέλησε νά γίνει «θεός» χωρίς τό Θεό. Συνεπῶς, τό «κακό» ὑπάρχει στή ζωή µας ὄχι ὡς δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὡς ἡ συνέπεια τῆς διακοπῆς τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Θεό, ὡς ὁ «πικρός καρπός» τῆς κακῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας µας.

Θά µπορούσαµε, συνεπῶς, νά ἀπαριθµήσουµε περιληπτικά τίς εὐρύτερες συνέπειες τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου» (εἴσοδος τοῦ «κακοῦ» στή ζωή µας) ὡς ἑξῆς:

α)Μπῆκε στή ζωή µας ἡ «ἄγνοια» τοῦ Θεοῦ καί ἐξ αἰτίας τῆς γεννήθηκε ἡ εἰδωλολατρία καί οἱ διάφορες θρησκεῖες. Ἐπειδή µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ νά «ἀντανακλάσει» τό Ἄκτιστος Φῶς τῆς θεότητας ἤ νά «δεῖ» µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τό Θεό, ἄρχισε νά «συνθέτει» τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ µέ τή δύναµη τῆς φαντασίας του ἤ µέ τή διανοητική δύναµη τοῦ µυαλοῦ του. Αὐτή ἡ προσπάθεια ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο στή δηµιουργία τῶν πρωτόγονων εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν καί, ἀργότερα, ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τοῦ κόσµου.

β)Μπῆκε στή ζωή µας τό λεγόµενο «κοινωνικό κακό», ἡ σύγκρουση, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου µέ τό συνάνθρωπό του. Μετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων δέν κυριαρχεῖ πλέον ἡ ἀγάπη, ἀλλά ὁ ἐγωισµός καί τό ἀτοµικιστικό συµφέρον, πού ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ συγκρούσεις καί ἐπιφέρουν ὅλες τίς µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ» (πόλεµος, ἀδικία, ἐκµετάλλευση). Σηµειωτέον, τέλος, ὅτι ὅλες οἱ µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ» ὀφείλονται στόν «κατακερµατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης (βλ. κατωτέρω)

γ)Μπῆκε στή ζωή µας τό λεγόµενο «φυσικό κακό», ἡ σύγκρουση, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου µέ τίς δυνάµεις τῆς φύσης. Μετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα τά ζῶα καί οἱ δυνάµεις τῆς φύσης γίνονται ἐπιθετικές πρός τόν ἄνθρωπο. Δέν τόν ἀναγνωρίζουν, πλέον, ὡς «κύριό» τους, δέν ὑποτάσσονται σέ αὐτόν, ὅπως συνέβαινε πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα, καί ἀπειλοῦν τή ζωή καί τήν ὕπαρξή του.

δ)Μπῆκε στή ζωή µας ὁ κόπος καί ὁ µόχθος τῆς ἐργασίας. Πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρωπος «ἐργαζόταν», ἀλλά χωρίς κόπο καί µόχθο. Αὐτά µπῆκαν στή ζωή µας ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος.

ε)Μπῆκε στή ζωή µας ὁ σωµατικός θάνατος, τά γηρατειά, οἱ ψυχικές καί σωµατικές ἀσθένειες, ὁ ψυχικός καί σωµατικός πόνος. Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα µας εἶναι αὐτή πού, κυρίως καί κατ΄ ἐξοχήν, µετά ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα καθιστά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γεµάτη ἀπό πόνο καί δυστυχία.

Β) ΣΧΕΣΗ ΑΝΔΡΑ - ΓΥΝΑΙΚΑΣ.Ἡ σχέση ἄνδρα γυναίκας µετά ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα περιγράφεται στό Γέν. 3,16 («…Καί τῇ γυναικί εἶπεν…καί πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σου κυριεύσει…». Παράφραση: «…Καί στή γυναίκα εἶπε ὁ Θεός…καί ἐσύ θά ζεῖς ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς ὑποταγµένη στόν ἄνδρα σου καί αὐτός θά σέ ἐξουσιάζει….»). Μέ τή φράση αὐτή περιγράφεται συνοπτικά µέσα στή διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ εἴσοδος τοῦ λεγόµενου «κοινωνικοῦ κακοῦ» στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ σχέση ἄνδρα γυναίκας ἀποτελεῖ µία περιληπτική ἀναφορά στήν εἴσοδό του «κοινωνικοῦ κακοῦ» στή ζωή µας, πρέπει νά ἐντάξουµε τή µελέτη τοῦ ὅλου ζητήµατος µέσα στά εὐρύτερο πλαίσιο τῆς ἑρµηνείας τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ».

Ἡ σχετική διδασκαλία τῶν Πατέρων στηρίζεται στήν 3η ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί, σέ γενικές γραµµές, ἔχει ὡς ἑξῆς: Εἴδαµε ἤδη ὅτι, µέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», ἡ ἀνθρώπινη φύση «εἰκονίζει» τή Θεία Φύση, γιατί «ἀντιγράφει» τή δοµή τῆς ὕπαρξής Της: Τρισυπόστατη καί Ὁµοούσια ἡ Θεία Φύση µυριυπόστατη καί ὁµοούσια ἡ ἀνθρώπινη φύση. Μέ βάση, λοιπόν, αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση, ὁ ἄνθρωπος θά ἔφτανε στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ὅταν ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα θά ἑνώνονταν µεταξύ τους µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς συµβαίνει καί µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὥστε νά ἀποκτήσουν ἑνότητα τοῦ θελήµατός τους. Πιό ἁπλά, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τό νά συνδεθοῦν ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, νά ἔχουν, δηλαδή, ἕνα θέληµα, ὅπως συµβαίνει µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Μέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα, ὅµως, ἡ ἀνθρώπινη φύση «κατακερµατίστηκε» («κοµµατιάστηκε»). Αὐτό σηµαίνει, ὅτι µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει, πλέον, ὡς «ἄτοµο» καί ὄχι ὡς «πρόσωπο». Βιώνει, δηλαδή, ἀτοµικά τήν εὐτυχία ἤ τή δυστυχία του, ἐνῶ ἡ εὐτυχία ἤ ἡ δυστυχία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τόν ἀφήνει ὑπαρξιακά ἀδιάφορο. Θά µπορούσαµε, ἴσως, νά κατανοήσουµε καλύτερα τή σχετική διδασκαλία τῶν Πατέρων µέσα ἀπό ἕνα παραστατικό παράδειγµα: Κάποιος ἄνθρωπος πληροφορεῖται ὅτι ἔγινε ἕνα θανατηφόρο τροχαῖο ἀτύχηµα. Δύο ἄνθρωποι πέθαναν, ἐνῶ ἐπέστρεφαν στό σπίτι τους µετά ἀπό τήν ἐργασία τους. Ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν ὁ πατέρας του καί ὁ ἄλλος ἕνας ἄγνωστος συνάδελφός του. Ὁ ἄνθρωπος πού πληροφορεῖται τό γεγονός ἀντιδρᾶ τελείως διαφορετικά στήν εἴδηση τοῦ θανάτου τῶν δύο αὐτῶν ἀνθρώπων. Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του τόν γεµίζει µέ ἀνείπωτη ὀδύνη καί θλίψη, ἐνῶ ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ ἄγνωστου συναδέλφου τοῦ πατέρα του ἐξαντλεῖ στήν καλύτερη περίπτωση τή λύπη του στά ὅρια µιᾶς τυπικῆς συµπάθειας. Στήν πρώτη περίπτωση ὁ ἄνθρωπος αὐτός λειτουργεῖ ὡς «πρόσωπο». Συµµετέχει, δηλαδή, ὑπαρξιακά στό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του καί βιώνει τήν ὀδύνη του σάν προσωπική του ὀδύνη. Στήν δεύτερη, ὄµως, περίπτωση λειτουργεῖ ὡς «ἄτοµο». Δέν συµµετέχει, δηλαδή, ὑπαρξιακά στό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ συναδέλφου τοῦ πατέρα του καί δέν βιώνει τήν ὀδύνη του σάν προσωπική του ὀδύνη. Σύµφωνα, λοιπόν, µ έ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος αὐτός θά ἔπρεπε νά βιώσει τό θάνατο καί τῶν δύο ἐκείνων ἀνθρώπων ὡς «πρόσωπο». Νά νοιώθει, δηλαδή, γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ὅλο τόν Ἀδάµ, τήν ὀδύνη καί τή θλίψη, πού ἐνοίωσε γιά τό θάνατο τοῦ πατέρα του.

Τό γεγονός ὅτι δέν συµβαίνει ἔτσι, ὀφείλεται στόν «κατακερµατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στήν ἀδυναµίας µας, δηλαδή, νά ὑπάρξουµε ὡς «πρόσωπα» µετά ἀπό τήν «πτώση»µας.

Ἄν θέλαµε νά ἐµβαθύνουµε, θά µπορούσαµε νά προσθέσουµε καί τά ἑξῆς σηµαντικά: Μετά τήν «πτώση», ἀκόµη καί στίς περιπτώσεις πού ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νά ὑπάρχει ὡς «πρόσωπο» (ὅπως συνέβη στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, πού πληροφορήθηκε τό θάνατο τοῦ πατέρα του), αὐτό πού πραγµατικά ἀγαπᾶµε δέν εἶναι τό ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά ἡ σχέση πού τό συνδέει µαζί µας καί, σέ τελική ἀνάλυση, µέσα ἀπό αὐτή τή σχέση ἀγαπᾶµε καί πάλι µόνο τόν ἑαυτό µας. Συνεπῶς, ἀκόµη καί σέ αὐτή τήν περίπτωση δέν βιώνουµε τήν ἀληθινή «προσωπική» ὕπαρξη, ἀλλά µόνο µία στρεβλή ἐκδοχή της, µία ἐγωιστική ἀγάπη, µία ἀγάπη ἐγκλωβισµένη µέσα στά στενά ὅρια τῆς «ἀτοµικῆς» ὕπαρξης. Γιά παράδειγµα, ἡ µητέρα δέν ἀγαπάει τό πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλά τή σχέση πού τή συνδέει µαζί του. Δέν ἀγαπάει, δηλαδή, τό παιδί της γιατί εἶναι αὐτό πού εἶναι, ἀλλά γιατί εἶναι τό «δικό» της παιδί. Κατά ἀντίστροφη ἔννοια, τά ἄλλα παιδιά δέν µπορεῖ νά τά ἀγαπήσει µέ τόν ἴδιο τρόπο, ὄχι γιατί ὡς πρόσωπα δέν ἀξίζουν αὐτή τήν ἀγάπη, ἀλλά µόνο καί µόνο γιατί δέν εἶναι «δικά» της παιδιά.

Κατά τούς Πατέρες, τό ἀσφαλές γνώρισµα τῆς τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, πού ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει µέ τίς δικές του δυνάµεις, ἀλλά δίνεται ἀπό τό Θεό ὡς «δωρεά» στούς «ἀξίους» διά τῆς «θεώσεως», δηλαδή, ὡς ἡ προσοικείωση τῆς φυσικῆς ἰδιότητας τῆς ἀγάπης εἶναι: 1ονὅτι ἀγκαλιάζει ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, ὅλο τόν Ἀδάµ, καί ὄχι µόνο αὐτά πού συνδέονται µαζί µας µέ ὁποιαδήποτε προσωπική σχέση, καί 2ονὅτι ἐπεκτείνεται ὁπωσδήποτε καί στούς «ἐχθρούς» (ἀγκαλιάζει, δηλαδή, καί τά ἀνθρώπινα πρόσωπα πού µᾶς µισοῦν, µᾶς βλάπτουν, µᾶς θλίβουν, µᾶς ἀδικοῦν κτλ). Οἱ ἅγιοι σπλαχνίζονται ἀκόµη καί τούς δαίµονες καί προσεύχονται γιά τή σωτηρία τους, παρότι ξέρουν ὅτι, τελικά, κανείς ἀπό αὐτούς δέν θά µετανοήσει καί δέν θά σωθεῖ. Μέ βάση, λοιπόν, τά ἀνωτέρω µποροῦµε νά καταλήξουµε στό ἑξῆς συµπέρασµα:

Ἐνῶ πρίν τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα ὑπῆρχαν ὡς «πρόσωπα», συνδέονταν, δηλαδή, µέ σχέσεις ἀληθινῆς ἀγάπης, πού, ναί µέν δέν ἦταν ἐξ ἀρχῆς τέλειες καί ἀπόλυτες, ἀλλά θά γίνονταν –ἄν ἔκαναν σωστή χρήση τῆς ἐλευθερίας τους– µέ κάποιο τρόπο τέλειες καί ἀπόλυτες, µετά ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα καί τόν «κατακερµατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ µία ἀπό τίς ἀντανακλάσεις τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», ὑπάρχουν ὡς «ἄτοµα», µέ ἀποτέλεσµα νά κυριαρχοῦν στίς σχέσεις τούς ὁ ἐγωισµός καί τό ἀτοµικιστικό συµφέρον, πού, µέ τή σειρά τους, εὐθύνονται γιά ὅλες τίς «συγκρούσεις» µεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί, κατά λογική συνέπεια, γιά ὅλες τίς µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ».

5.Τό ζήτηµα τῆς ἑρµηνείας τῶν βιβλικῶν δεδοµένων πού σχετίζονται µέ τή δηµιουργία καί τήν «πτώση» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει, σέ πολύ µεγάλο βαθµό, ἤδη, παρουσιαστεῖ µέ περιληπτικό τρόπο στίς προηγούµενες ἑνότητες τῆς ἐργασίας µας. Αὐτή, ἐξάλλου, ἡ ἑρµηνεία εἶναι καί ὁ ἑνοποιός σύνδεσµος ὄλων τῶν ἐπιµέρους ἐρωτηµάτων της. Θά ὁλοκληρώσουµε , λοιπόν, τό ἔργο µας κάνοντας µία τρόπον τινά ἀνακεφαλαίωση τῶν ὅσων εἴδαµε µέχρι τώρα.

Ἡ ἑρµηνεία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας στηρίζεται, κατά βάση, στό Γέν. 1,26 καί στίς τρεῖς βασικές ἑρµηνεῖες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἔννοια τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί τοῦ «κάθ΄ ὁµοίωσιν» (βλπ. ἀνωτέρω, σελ. 25). Σύµφωνα µέ αὐτές:

α) Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἔλαβε ἀπό Αὐτόν κατά τή δηµιουργία του µοναδικά χαρίσµατα πού «ἀντιγράφουν» τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Εἴδαµε, ὅτι ἀνάµεσα σέ ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα δεσπόζουν, ὡς πρός τήν ἀξία, τό λογικό καί ἡ ἐλευθερία (ἠθική ἐλευθερία), ἐνῶ στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου µέ τό φυσικό κόσµο γίνεται εἰδική ἀναφορά καί σέ ἕνα τρίτο χάρισµα, τό «ἄρχειν» (ἤ κυριεύειν, ἤ ἐξουσιάζειν), δυνάµει τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος κατέστη «οἰκονόµος» τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν» ὅταν χρησιµοποιεῖ ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα ὡς «ἀγάπη», ἐπιλέγοντας, δηλαδή, µέ τό «λογικό» καί πράττοντας µέ τήν «ἐλευθερία» τό «καλό», τό «ἀγαθό». Μέ τή σωστή χρήση τῶν δώρων τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ὁ ἄνθρωπος γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό, ὁ Ὁποῖος, κατά τή µαρτυρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, «…ἀγάπη ἐστι…» (Α΄ Ἰωάν. 4,16). Δέν πρέπει, ὅµως, νά ξεχνᾶµε ὅτι ἡ «ἀγάπη» τοῦ Θεοῦ δέν ἐκφράζεται µέ «ἠθική ἐλευθερία», ὅπως στήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση, ὅπου ἔχουµε πρόταξη τῆς οὐσίας ἔναντι του προσώπου καί, κατ΄ ἐπέκταση, ἀνελεύθερη ὕπαρξη, ἀλλά µέ «ὀντολογική ἐλευθερία», ἡ ὁποία στηρίζεται στήν πρόταξη τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ Πατρός ἔναντι της Θείας Φύσης, ἐκφράζεται µέ τόν αὐτοπροσδιορισµό τοῦ Ὄντος καί, κατ΄ ἐπέκταση, συνεπάγεται τήν ἀληθινή ἐλευθερία τῆς ὕπαρξης. Οἱ Πατέρες, µάλιστα, ὅταν χρησιµοποιοῦν αὐτό τό ἑρµηνευτικό σχῆµα, τονίζουν ὅτι κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο φτάνει στήν πραγµατοποίηση τοῦ «καθ’ ὁµοίωσιν» σέ διαφορετικό ποσοστό ἀπό τά ἄλλα, ἀνάλογα µέ τό κατά πόσο τό συγκεκριµένο ἀνθρώπινο πρόσωπο χρησιµοποίησε τά χαρίσµατα τοῦ «κατ΄ εἰκόνα» ὡς «ἀγάπη» ἤ ὄχι. Μέ βάση αὐτή τήν παρατήρηση µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τά τελευταῖα λόγια του Χριστοῦ στή γνωστή σέ ὅλους µας παραβολή τοῦ σπορέως: «…ἄλλα δέ ἔπεσεν ἐπί τήν γῆν τήν καλήν καί ἐδίδου καρπόν, ὅ µέν ἑκατόν, ὅ δέ ἑξήκοντα, ὅ δέ τριάκοντα…» (Μτθ. 13,8).

β) Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἔλαβε κατά τή δηµιουργία του τή δυνατότητα νά «µετέχει» σε Αὐτόν, δηλαδή, νά «ἑνώνεται» µαζί Του, νά «κοινωνεῖ» µέ Αὐτόν καί νά προσοικειώνεται τίς φυσικές Του ἰδιότητες. Οἱ Πατέρες χρησιµοποιοῦν ἔντονα παραστατικές εἰκόνες γιά νά µᾶς περιγράψουν τήν προσοικείωση τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅπως, π.χ. τήν εἰκόνα τοῦ «καθρέφτη» πού ἀντανακλᾶ τό φῶς τοῦ ἥλιου, τήν εἰκόνα τῶν «νοερῶν ὀφθαλµῶν» πού µετέχουν στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, τήν εἰκόνα τοῦ πυρωµένου σίδερου πού προικειώνεται τῆς φυσικές ἰδιότητες τῆς φωτιᾶς. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν» ὅταν «µετέχει» στήν ἄκτιστη καί αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἑνώνεται, δηλαδή, πραγµατικά µέ τό Θεό, φτάνει στή «θέωση», ἔχει «κοινωνία» µέ τό Θεό, καί, ἐξ΄ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἕνωσης, προσοικειώνεται τίς φυσικές Του ἰδιότητες («µεταµορφώνεται») καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό («θεός κατά χάριν», «θεός κατά µέθεξιν», «θεός χρηµατίζει τῇ πρός τόν Θεόν ἐγγύτητι», «φῶς χρηµατίζει δεύτερον»). Καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, πάντως, τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο φτάνει στό «κάθ΄ ὁµοίωσιν» σέ διαφορετικό ποσοστό ἀπό τά ἄλλα. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τά λόγια του εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη: «…Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσµέν καί οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόµεθα. Οἴδαµεν δέ, ὅτι ἐάν φανερωθῆ, ὅµοιοι Αὐτῶ ἐσόµεθα, ὅτι ὀψόµεθα Αὐτόν καθώς ἐστι…» (Α΄ Ἰωάν. 3,2).

γ)Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀντιγράφει τή δοµή τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει, δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ Ἁγία Τριάδα, ὡς κοινωνία «ὁµοούσιων» προσώπων. Ἡ ἑρµηνεία αὐτή χρησιµοποιήθηκε στίς µέρες µας, κυρίως, ἀπό τόν γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ καί ἀναπτύχθηκε ἐκτενέστατα στά ἔργα του και κυρίως στά: «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης» καί «Ὀψόµεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι». Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ὅταν συνδέεται µέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς συνανθρώπους του (µέ ὅλο τόν Ἀδάµ) µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὑπερβαίνοντας, ἔτσι, τόν «κατακερµατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τό «ἀτοµικόν εἶναι», πού αὐτός, ὡς συνέπεια τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου» καί τῆς ἀποκοπῆς µας ἀπό τό Θεό, µᾶς ἐπέβαλλε, καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό, στήν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Ὁποίου ἡ τέλεια καί ἀπόλυτη ἀγάπη εἶναι αὐτή πού συνδέει τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση, ὅπως ἤδη ἀναφέραµε, µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τόσο τό νόηµα τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη: «… Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης της διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν…» (πρβλ. Λουκ. 10,27), ὅσο καί τό σχόλιο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀνεκτίµητη ἀξία τῆς συγκεκριµένης ἐντολῆς στήν Καινή Διαθήκη: «…ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόµος καί οἱ προφῆται κρέµανται…». (βλπ. Μτθ. 22,3440). Ὁ γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, τέλος, τονίζει ἰδιαίτερα ὅτι «τό ὑποστατικόν εἶναι», ἡ ἱκανότητα, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπάρχει ὡς «πρόσωπο», τοῦ δόθηκε ἀπό τό Θεό, µέσα στό εὐρύτερο πλαίσιο τοῦ «κατ’ εἰκόνα», «δυνάµει», ὡς ἀνενεργής, δηλαδή, δυνατότητα, ἐνῶ ὁ πραγµατικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι, µέσα ἀπό τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Χριστό Θεό («θέωση»), αὐτή ἡ δυνατότητα νά «ἐνεργοποιηθεῖ», νά γίνει, δηλαδή, πραγµατικότητα, ὥστε νά ὑπάρξει «ἐνεργείᾳ», πράγµα πού γίνεται στή ζωή τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι προσεύχονται µέ ἀπερίγραπτη ὀδύνη γιά τή σωτηρία ὅλου τό ἀνθρώπινου γένους.



ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ








Πηγή: http://www.egolpion.com/

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ

$
0
0
π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ

Ο Γρηγόριος Νύσσης ήταν νεώτερος αδελφός τού Μεγάλου Βασιλείου. Γεννήθηκε περί το 335 και τίποτε σχεδόν δεν είναι γνωστό για τη νεότητά του. Πιθανόν σπούδασε στην πατρίδα του την Καισαρεία. 


Ο Γρηγόριος είπε αργότερα ότι ο αδελφός του Βασίλειος ήταν δάσκαλός του, και μιλούσε γι' αυτόν πάντα με σεβασμό, και τον χαρακτήριζε ως «ίσον με τους αποστόλους που ήλθε ύστερα από αυτούς μόνο κατά τον χρόνο». Παραδέχονταν ότι «έζησα με τον αδελφό μου για ένα σύντομο μόνο χρονικό διάστημα, και ότι διδάχτηκα τόσο μόνο από τη θεία γλώσσα του όσο ήταν αναγκαίο για μένα να καταλάβω την άγνοια εκείνων των αμυήτων στα μυστικά της ευγλωττίας». Με άλλα λόγια, ο Βασίλειος τού δίδαξε μόνο ρητορική. Ο Γρηγόριος κατονομάζει την αδελφή του Μακρίνα ως άλλον σπουδαίον δάσκαλο της νεότητάς του, και οι αναμνήσεις του γι' αυτήν είναι γεμάτες ευγνωμοσύνη. Ο Γρηγόριος μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα πολιτισμού και ασκητισμού, αλλά πολύ λίγα είναι γνωστά για τις λεπτομέρειες της μορφώσεώς του.

Στη νεότητά του ο Γρηγόριος ασχολήθηκε πολύ με τη μελέτη της φιλοσοφίας. Ακόμα και όταν έγινε κληρικός ως αναγνώστης δίδασκε ρητορική και αφιερώθηκε στη μελέτη της «θύραθεν» φιλολογίας. Αυτό δυσαρέστησε την οικογένειά του και τους φίλους του. Ο Γρηγόριος ο θεολόγος τού έγραψε ελέγχοντας τον φιλικά: «Τι σου συνέβη, σοφώτατε; Άλλοι δεν σε επαινούν γι' αυτήν 'την άδοξον ευδοξίαν' σου ή για την βαθμιαία ‘επί τα χείρω ροπήν’ σου, ή για την φιλοδοξία («φιλοτιμίαν») σου, η οποία, όπως λέγει ο Ευριπίδης, είναι η 'κακίστη δαιμόνων'... Γιατί θύμωσες με τον Εαυτό σου και απέρριψες τα ιερά βιβλία που ήταν γεμάτα με πόσιμο ύδωρ; Γιατί προτιμάς να καλείσαι ρήτορας παρά Χριστιανός;». Ο Γρηγόριος τον συμβουλεύει να συνέλθει και να απολογηθεί ενώπιον τού Θεού και των πιστών, και των θυσιαστηρίων και των μυστηρίων, από τα οποία απομακρύνθηκε.

Κατά τη διάρκεια της αποσπάσεώς του από τη θύραθεν φιλοσοφία ο Γρηγόριος διάβασε επίσης τον Ωριγένη, που άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση επάνω του. Διάβασε ακόμα τον Φίλωνα και τον Θεόγνωστο. Ο Ωριγενισμός του Γρηγορίου τροποποιήθηκε αργότερα υπό την επίδραση τού Βασιλείου, ο οποίος εσκεμμένα απηύθυνε την επιστολή του για την τριαδολογική ορολογία προς τον Γρηγόριο, φοβούμενος ότι ο Γρηγόριος παρεξέκλινε από την ορθοδοξία. Ο ενθουσιασμός τού Γρηγορίου για τη θύραθεν γνώση ήταν μόνο πρόσκαιρος, και αργότερα ο ίδιος καταδίκασε τις κοσμικές επιστήμες ως μάταιες: «Αυτές συνεχώς καταβάλλουν κόπους που ποτέ δεν καταλήγουν σε καινούργια ζωή». Εν τούτοις, παρέμεινε πάντα ένας Έλληνας μέσα από την επίδραση του Ωριγένη.

Ο Γρηγόριος υπό την επίδραση της οικογενείας του επέστρεψε στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Παντρεύτηκε αλλά συνέχισε να ζει αγνή και ασκητική ζωή. Φαίνεται ότι αποσύρθηκε προσωρινά στο μοναστήρι του αδελφού του Βασιλείου στις όχθες τού ποταμού Ίριδος στον Πόντο. Ο Γρηγόριος δεν είχε ισχυρό χαρακτήρα και η εμπειρία που είχε από τη ζωή ήταν περιορισμένη. Κατά τη φιλονικία που ακολούθησε την εκλογή του Βασιλείου στο θρόνο της Καισαρείας, ο Γρηγόριος προσπάθησε ανεπιτυχώς να συμφιλιώσει τον Βασίλειο με τον θείο τους γράφοντας πλαστές επιστολές. Ο Βασίλειος του είπε ότι θα έπρεπε ν' ανοίξει η γη να τον καταπιεί για τέτοιες πράξεις, αλλά αργότερα δέχτηκε τη μετάνοια του αδελφού του και συμφιλιώθηκε πλήρως μαζί του. Ύστερα από αυτό το επεισόδιο εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί ο Βασίλειος θεωρούσε τον Γρηγόριο ακατάλληλο για ανάληψη σοβαρών ευθυνών και εναντιώθηκε όταν ο Γρηγόριος ορίστηκε ως απεσταλμένος στη Ρώμη: «Αυτός δεν έχει πείρα στις Εκκλησιαστικές υποθέσεις». Εν τούτοις, το 371 χειροτόνησε τον Γρηγόριο επίσκοπο Νύσσης.

Ο Γρηγόριος βοήθησε τον αδελφό του στον αγώνα του κατά της αιρέσεως όχι με τη δραστηριότητα του στη διοίκηση της Εκκλησίας αλλά ως συγγραφέας και θεολόγος. Καταδιώχτηκε για την ορθοδοξία του και δικάστηκε στη Γαλατία. Το 375 ο Δημοσθένης, ο κυβερνήτης της Καππαδοκίας, τον οποίο ο Βασίλειος χαρακτηρίζει ως «φίλον των αιρετικών», διέταξε να συλληφθεί και να φυλακιστεί. Το 376 καταδικάστηκε ερήμην και εκθρονίστηκε για κατάχρηση κεφαλαίων και για την «παράνομη» χειροτονία του. Ο Γρηγόριος πέρασε τρία χρόνια στην εξορία και γύρισε στην έδρα του μόνο το 379 μετά το θάνατο τού Ουάλεντος. Ο λαός τον υποδέχτηκε με χαρά. Λίγο μετά την επιστροφή του στη Νύσσα ακολούθησαν οι θάνατοι τού Βασιλείου και ύστερα της Μακρίνας. Αυτό ήταν βαρύ χτύπημα για τον Γρηγόριο. Μια από τις επιστολές του στο μοναχό Ολύμπιο περιέχει συγκινητική αφήγηση των τελευταίων ημερών της αδελφής του, που ήταν μια επιφανής Χριστιανή και ασκήτρια.

Ο Γρηγόριος θεώρησε τον εαυτό του κληρονόμο των κόπων τού αδελφού του και άρχισε αμέσως να εργάζεται πάνω στα έργα εκείνα που ο Βασίλειος άφησε ατέλειωτα, μεταξύ αυτών δε είναι η Εξαήμερος και η πολεμική κατά τού Ευνομίου. Οι φίλοι τον αναγνώρισαν ως άξιο διάδοχο τού αδελφού του. Στην Αντιοχειανή σύνοδο των 146 πατέρων το 379 εστάλη σε αποστολή για να αναφέρει για την κατάσταση της Εκκλησίας στην Αραβία, την οποία οι φήμες παρουσίαζαν ως διεφθαρμένη και αιρετική. Αυτόν τον καιρό ίσως επισκέφτηκε τους Αγίους Τόπους, αλλά μερικοί συγγραφείς θεωρούν ότι αυτό το ταξίδι έγινε αργότερα. Η Παλαιστινιακή! Εκκλησία ήταν χωρίς πνευματική ηγεσία για αρκετό καιρό (ο Αγ. Κύριλλος πέρασε συνολικά δεκατρία χρόνια στην εξορία), και η διαφθορά εξαπλώθηκε. Ο Γρηγόριος έγινε δεκτός με καχυποψία και αμέσως ενεπλάκη σε λογομαχία με τους Απολλιναριστές.

ΟΙ καταχρήσεις στους Αγίους Τόπους έκαναν οδυνηρή εντύπωση στο Γρηγόριο, και γι' αυτόν τον λόγο δεν ενέκρινε το έθιμο των ιερών αποδημιών. Θα ήταν ιδιαίτερα επιζήμιες για τις γυναίκες, των οποίων η καθαρότητα και η αγνότητα συχνά κινδύνευαν κατά τη διαδρομή τέτοιων ταξιδιών. Η Παλαιστίνη ήταν γεμάτη από κακία και κάθε είδους ασέβεια. Ακόμα, ο Γρηγόριος έγραψε: «Γιατί να προσπαθείτε να κάνετε αυτό που δεν έκαναν οι άγιοι και οι άλλοι που είναι κοντά στη Βασιλεία των Ουρανών;». Ο Κύριος δεν μας διέταξε να πάμε στα Ιεροσόλυμα ως αγαθοεργία. «Τι πλεονέκτημα κερδίζουν αυτοί που επισκέπτονται αυτούς τους τόπους; Αυτό δεν είναι σαν να ζει ο Κύριος εκεί εν σώματι μέχρι σήμερα, αλλά απομακρύνθηκε από εκείνους από εμάς που ζούμε σε άλλες χώρες; ή σαν να είναι παρόν το Πνεύμα στα Ιεροσόλυμα, αλλά δεν μπορεί να ρθεί εδώ σε μας;... Μια αλλαγή τόπου δεν φέρνει το Θεό κοντύτερα σε σάς. Άσχετα από το που μπορεί να είστε, ο Κύριος θα ρθεί σε σάς αν η ψυχή σας είναι τέτοια ώστε να μπορεί να κατοικήσει και να βαδίσει μέσα σας. Αλλά αν ο έσω άνθρωπος μέσα σας είναι γεμάτος απάτη, τότε, ακόμα κι αν στέκεστε στο Γολγοθά ή στο Όρος των Ελαιών, ή κάτω από το μνημείο της Αναστάσεως, είστε τόσο μακριά από του να λάβετε τον Χριστό μέσα σας όσο ένας που δεν έχει ακόμα αρχίσει να ομολογεί πίστη σ' Αυτόν». Αντίθετα, «η αληθινή Βηθλεέμ, και ο αληθινός Γολγοθάς, και το αληθινό Όρος των Ελαιών, και η αληθινή Ανάσταση, όλα βρίσκονται στην καρδιά του άνθρωπου που έχει το Θεό». Τι θα βρούμε στα Ιεροσόλυμα που είναι νέο; «θα βρούμε ότι ο Χριστός που φανερώθηκε εκεί ήταν ο αληθινός Θεός, αλλά αυτό το ομολογούμε πριν έλθουμε στα Ιεροσόλυμα και μετά το ταξίδι μας η πίστη μας ούτε μειώθηκε ούτε αυξήθηκε. Γνωρίζαμε επίσης ότι Αυτός έγινε άνθρωπος δια της Παρθένου πριν πάμε στη Βηθλεέμ. Πιστεύαμε στην Ανάσταση των νεκρών πριν δούμε τον τάφο Του. Ομολογούμε την αλήθεια της Αναλήψεως πριν δούμε το Όρος των Ελαιών. Είναι πιο σπουδαίο να «μεταβούμε από το σώμα προς τον Κύριό μας παρά να ταξιδέψουμε από την Καππαδοκία στην Παλαιστίνη».

Το 381 ο Γρηγόριος πήρε μέρος στη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Πριν από αυτήν την εποχή ήταν ήδη πολύ γνωστή και σημαντική μορφή. Με ένα διάταγμα του αυτοκράτορος στις 30 Ιουλίου 381, ο Γρηγόριος συγκαταλέχθηκε μεταξύ των επισκόπων που έπρεπε να θεωρούνται από τους ορθόδοξους ως οι σπουδαιότερες αυθεντίες της Εκκλησιαστικής Κοινότητος. ΟΙ Ιεράρχες προτάθηκαν από κάθε επαρχία, και ο Γρηγόριος προτάθηκε από τον Πόντο μαζί με τον Ελλάδιο Καισαρείας και τον Otrcius Μελιτηνής. ΟΙ μεταγενέστερες σχέσεις του με τον Ελλάδιο τού προξένησαν πολλές δυσκολίες.

Το 382 και 383 ο Γρηγόριος ήταν και πάλιν παρών στις συνόδους στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισε τον αγώνα του κατά των Αρειανών. Γνωρίστηκε με την μοναχή Ολυμπιάδα, την οποία τιμούσε πολύ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την ευσέβειά της. Το 394, ο Γρηγόριος έλαβε μέρος σε μια σύνοδο για τις υποθέσεις της Εκκλησίας στην Αραβία. Αυτό είναι το τελευταίο γεγονός της ζωής του για το οποίο έχουμε ακριβή γνώση. Πέθανε πιθανόν το 394. Ενώ ακόμα ζούσε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος σταμάτησε να αναφέρεται δημοσίως. Λίγες πληροφορίες διασώθηκαν για τα τελευταία χρόνια της ζωής του που φαίνονται να υποδηλώνουν ότι η αυθεντία του ήταν ευρύτατα σεβαστή και ότι συνέχιζε να επηρεάζει τα πράγματα της Εκκλησίας, αν και έμενε πιθανόν λίγο χρόνο στη Νύσσα.

ΟΙ σύγχρονοι τού Γρηγορίου τον θεωρούσαν μεγάλο υπερασπιστή της ορθοδοξίας κατά των Αρειανών και των Απολλιναριστών, «στύλον της ορθοδοξίας» και «πατέρα των πατέρων». Αυτή η φήμη αμφισβητήθηκε αργότερα κατά την εποχή της Ωριγενιστικής λογομαχίας. Σχεδόν το όνομα τού Γρηγορίου δεν περιλαμβάνονταν σε κατάλογο των «επίλεκτων πατέρων», και η άμεση επιρροή του μειώθηκε. Αργότερα, όμως, στην Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο χαρακτηρίστηκε πάλι «ο πατήρ των πατέρων».

Κριτική συζήτηση για τη θεολογία του Γρηγορίου άρχισε πολύ νωρίς, τον τέταρτο αιώνα, και ο Βαρσανούφιος μας έδωσε το λόγο γι' αυτήν την επανεκτίμηση. «Πολλοί άγιοι που έγιναν διδάσκαλοι ξεπέρασαν τους δικούς τους δασκάλους λαμβάνοντας την άνωθεν έγκριση για τη διατύπωση μιας νέας διδασκαλίας. Συγχρόνως, όμως, διατήρησαν ό,τι είχαν πάρει από τους προηγούμενους δασκάλους τους. Έστω κι αν αυτή η διδασκαλία ήταν εσφαλμένη. Αφού αυτοί οι άνδρες έγιναν πνευματικοί διδάσκαλοι, δεν παρακαλούσαν το Θεό να τους αποκαλύψει αν αυτό που οι δάσκαλοί τους τους δίδαξαν είχε πράγματι αποκαλυφθεί από το Άγιο Πνεύμα. Αφού σέβονταν τη σοφία των δασκάλων τους, δεν εξέταζαν τους λόγους τους. Δεν ρωτούσαν το Θεό αν αυτοί οι λόγοι τους ήταν αληθινοί». Η θεολογία του Γρηγορίου διαμορφώθηκε υπό την επίδραση τού 'Ωριγένη, και έτσι περιλαμβάνει στοιχεία της σχολικής παραδόσεως μαζί με την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας. Το σύστημα τού Γρηγορίου δεν καταδικάστηκε ποτέ στο σύνολο του, αλλά αργότερα αποκαθάρθηκε από τον Ωριγενισμό του.


ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Ο Γρηγόριος δεν επεξεργάστηκε ένα πλήρες θεολογικό σύστημα, παρά το γεγονός ότι είχε ίσως τον πιο αυστηρά συστηματικό νου από όλους τους πατέρες. Η θεολογία του επηρεάσθηκε από τον Ωριγένη και από τη σκέψη των Νεοπλατωνικών. Ο Γρηγόριος έγραψε για όλα τα θεολογικά θέματα. Μερικά από τα έργα του είναι πολεμικά και δογματικά, και άλλα δείχνουν τα προσωπικά του ενδιαφέροντα.


Εξηγητικά Έργα

Ο Γρηγόριος ως εξηγητής συνέχισε το έργο τού Βασιλείου, αλλά μερικά από τα κείμενά του ακολουθούν την Ωριγενιστική παράδοση των υπομνημάτων. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει δυο συμπληρωματικές πραγματείες στην Εξαήμερον: «Περί κατασκευής τού Ανθρώπου»· και «Απολογητικός εις την Εξαήμερον», που γράφτηκαν αμέσως μετά τον θάνατο του Βασιλείου. Εδώ, όπως σε άλλα έργα, ο Γρηγόριος ακολουθεί το παράδειγμα του Βασιλείου, και η εξήγηση του δείχνει την επίδραση της κλασσικής φιλοσοφίας, ιδιαίτερα των υπομνημάτων του Ποσειδωνίου και άλλων στον Τίμαιο τού Πλάτωνος. Τα άλλα εξηγητικά έργα τού Γρηγορίου γράφτηκαν αργότερα στη ζωή του, και σ’ αυτά η μέθοδος της ερμηνείας του είναι αυστηρώς αλληγορική. Συνδέονται από το κοινό θέμα τους για την αναγκαιότητα μιας ηθικής και ασκητικής ζωής ως οδού γνώσεως τού Θεού. Το σπουδαιότερο από αυτά είναι το «Περί τού βίου τού Μωϋσέως», το οποίο δείχνει καθαρά την επίδραση του Φίλωνος, και ένα υπόμνημα των «Δεκαπέντε Ομιλιών εις το Άσμα Ασμάτων», το οποίο εξηγεί ο Γρηγόριος σύμφωνα με την Ωριγενιστική παράδοση.

Ο Γρηγόριος υπερασπίζεται την αλληγορική ερμηνευτική μέθοδο στην εισαγωγή του σ’ αυτό το υπόμνημα, που αφιερώνεται στην Ολυμπιάδα. Κατά τη γνώμη του, το Άσμα Ασμάτων προϋποδηλώνει τον πνευματικό γάμο της ανθρώπινης ψυχής και της Εκκλησίας με το Χριστό, τον άκρως επιθυμητό ουράνιο Νυμφίο. Στην «Ακριβή Έκθεση τού Εκκλησιαστού» ο Γρηγόριος ασχολείται με την αναγκαιότητα ελευθερώσεως της ψυχής από τα πάθη, ώστε αυτή να μπορέσει να ανυψωθεί σ' εκείνο που είναι υπεράνω των αισθήσεων. Περιγράφει τα στάδια που οδηγούν στην ηθική τελείωση σε μια ομιλία, «Εις τας Επιγραφάς των Ψαλμών», δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στον έκτο Ψαλμό. Προφανώς έγραψε επίσης μια εξήγηση στις «Παροιμίες». Τα περισσότερα εξηγητικά έργα τού Γρηγορίου είναι αφιερωμένα στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ από την Καινή Διαθήκη έχει γράψει μόνο για τους Μακαρισμούς και την Κυριακή Προσευχή. Στα εξηγητικά του έργα περιλαμβάνεται επίσης μια ομιλία «Περί της εγγαστρίμυθου», ένα θέμα που είχε τραβήξει την προσοχή του Ωριγένη. Σε αντίθεση προς τον Ωριγένη. ο Γρηγόριος υποστηρίζει τη θέση τού Μεθοδίου Ολύμπου και τού Ευσταθίου Αντιοχείας λέγοντας ότι ήταν ένας δαίμονας και όχι το πνεύμα τού Σαμουήλ που εμφανίστηκε στο Σαούλ. Τα δογματικά και πολεμικά έργα τού Γρηγορίου περιλαμβάνουν επίσης ερμηνευτικά σχόλια.


Πολεμικά Έργα

Τα πολεμικά έργα του Γρηγορίου περιλαμβάνουν δώδεκα φυλλάδια (ή κατά μερικούς τέσσερα έως δεκατρία - εξαρτάται από το τι ονομάζει κανείς με αυτό τον όρο, κατά τού Ευνομίου, που εξετάζουν τα επιχειρήματα τού αιρετικού κατά της θεολογίας του Βασιλείου. Αυτοί οι «Αντιρρητικοί Λόγοι» γράφτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους το 380 και 381, και συμπληρώθηκαν αργότερα από ένα υπόμνημα στο σύμβολο πίστεως που ο Ευνόμιος παρουσίασε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 383. Ο Γρηγόριος πολεμά το δόγμα των Ανόμοιων και εκθέτει την ορθόδοξη διδασκαλία του Βασιλείου περί της Αγίας Τριάδος. Η επιστολή προς τον Αβλάβιο «Εναντίον εκείνων που μας κατηγορούν ότι λέμε πως υπάρχουν Τρεις Θεοί» («Περί τού μη είναι τρεις Θεούς») είναι επίσης αφιερωμένη στην υπεράσπιση της διδασκαλίας τού Βασιλείου. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γρηγόριος έγραψε δύο πραγματείες κατά του Απολλιναρίου οι οποίες περιέχουν λεπτομερή έκθεση της διδασκαλίας τού Απολλιναρίου για την ουράνια σάρκα τού Χριστού και για την απουσία ανθρώπινου νου στο Χριστό. Ο Γρηγόριος επιτίθεται όχι μόνο προσωπικά κατά τού Απολλιναρίου αλλά και κατά των διδασκαλιών του όπως αυτές διερμηνεύτηκαν και υποτιμήθηκαν από τους μαθητές του. Ασχολείται σύντομα με το ίδιο θέμα και στην επιστολή του προς τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας («Κατά Απολλιναρίου προς Θεόφιλον Αλεξανδρείας»). Ο Γρηγόριος, ακόμα, έγραψε μια ομιλία Περί του Αγίου Πνεύματος εναντίον των Μακεδονιανών Πνευματομάχων («Περί τού Αγίου Πνεύματος κατά των Πνευματομάχων Μακεδονιανών»). Μια ομιλία κατά τού Αρείου και Σαβελλίου, που αποδόθηκε στον Γρηγόριο, δεν γράφτηκε από αυτόν (ίσως είναι έργον του Μεγάλου Βασιλείου).


Δογματικά Έργα

Τα βασικά δόγματα τού Γρηγορίου περιλαμβάνονται στο έργο του «Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας», που γράφτηκε όχι αργότερα από το 385. Αυτό το έργο περιλαμβάνει επιχειρήματα κατά ορισμένων αιρέσεων, αλλά δεν είναι αυστηρώς πολεμικό. Γράφτηκε κυρίως για διδασκαλία προς τους κατηχουμένους. Με τη βοήθεια της Αγίας Γραφής και δικών του λογικών συλλογισμών εκθέτει τις ορθόδοξες διδασκαλίες περί Πίστεως, Αγίας Τριάδος, Ενσαρκώσεως, Απολυτρώσεως, Μυστηρίου, Βαπτίσματος, Ευχαριστίας, και Τελικής Κρίσεως. Τα άλλα δογματικά του έργα περιλαμβάνουν τη μικρή πραγματεία του Περί του Αγίου Πνεύματος, που γράφτηκε προς τον Ευστάθιο Σεβαστείας («Περί Τριάδος προς Ευστάθιον»)˙ μια επιστολή προς Σιμπλίκιο περί πίστεως («Περί πίστεως προς Σιμπλίκιον»), η οποία εξηγεί το δόγμα της θεότητος τού Λόγου και τού Πνεύματος «Προς Έλληνας εκ των κοινών εννοιών». Ένας διάλογος περί ψυχής και αναστάσεως («Περί ψυχής και αναστάσεως ή λόγος ο λεγόμενος τα Μακρίνεια»), ο οποίος παρουσιάζεται ότι γίνεται από την αδελφή τού Γρηγορίου Μακρίνα, γράφτηκε υπό την επίδραση τού Πλατωνικού «Φαίδωνος». Αυτό είναι ένα από τα πιο προσωπικά του έργα. Ο Γρηγόριος ασχολείται με παρόμοια προβλήματα στην πραγματεία του «Περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων». Ένας διάλογος «Κατά Ειμαρμένης» ανάμεσα σ' έναν επίσκοπο και έναν εθνικό φιλόσοφο αποτελεί υπεράσπιση της ελευθέρας βουλήσεως εναντίον της αστρολογίας και της μοιρολατρείας.


Ασκητικά και Ηθικά Έργα

Μεταξύ των ασκητικών και ηθικών έργων του Γρηγορίου είναι ένα εκτενές φυλλάδιο «Περί παρθενίας», που έγραψε στη νεότητα του, και μερικές συντομώτερες πραγματείες: «Περί τού τι το Χριστιανών όνομα ή επάγγελμα;», «Περί τελειότητος και οποίον χρή είναι τον Χριστιανόν», «Περί τού κατά Θεόν σκοπού, προς τον μοναχόν Ολύμπιον». Το ασκητικό ιδεώδες τού Γρηγορίου διατυπώνεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στην επιστολή του «Εις τον βίον της οσίας Μακρινής», η οποία γράφτηκε αμέσως μετά τον θάνατό της.


Λόγοι

Από τους Λόγους τού Γρηγορίου λίγοι επέζησαν. Οι σπουδαιότεροι είναι οι λόγοι επί των μεγάλων Εορτών: Χριστουγέννων, Επιφανείων, Πάσχα, και Πεντηκοστής. Έγραψε επίσης ομιλίες για: τον Αγ. Στέφανο, τον Μάρτυρα Θεόδωρο, τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας της Σεβάστειας, τον Εφραίμ τον Σύρο, και τον Γρηγόριο τον θαυματουργό. Οι επιτάφιοι λόγοι του αφιερώνονται, μεταξύ άλλων, στον Βασίλειο και τον Μελέτιο Αντιοχείας. Τα ομιλητικά έργα τού Γρηγορίου υστερούν έναντι παρόμοιων έργων άλλων μεγάλων Πατέρων, και το ύφος του είναι βαρύ και τεχνητό. Αυτό είναι λαμπρό στα ασκητικά του έργα, τα οποία είχαν μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον γι' αυτόν.


Επιστολές

Ο Γρηγόριος άφησε 26 με 30 επιστολές, από τις οποίες οι περισσότερες παρέχουν πληροφορίες σχετικές με την προσωπικότητα και τη ζωή του. Η Επιστολή του για τις Ιερές (προσκυνηματικές) οδοιπορίες στα Ιεροσόλυμα είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η «κανονική» επιστολή προς Λητόϊον περιλαμβάνει οκτώ κανόνες και συμπεριλαμβάνεται στο «Νομοκάνονα» και άλλες συλλογές κανόνων. Οι κανόνες του για τη ζωή της μετανοίας διατυπώθηκαν σύμφωνα με τη γνώση της Ψυχολογίας που είχε, και διαμορφώθηκαν επί τη βάσει της Εκκλησιαστικής παραδόσεως και της εμπειρίας του ως κληρικού. Ο Γρηγόριος έγραψε επίσης μια Επιστολή για το Πάσχα, την «κοινή νηστεία της δημιουργίας», η οποία γιορτάζει την ανάσταση της ανθρωπότητος, που έπεσε δια της αμαρτίας. Η Επιστολή του 25 προς Αμφιλόχιο είναι πολύ ενδιαφέρουσα για την ιστορία της Χριστιανικής τέχνης και αρχιτεκτονικής, γιατί περιγράφει λεπτομερώς ένα «μαρτύριον» υπό κατασκευήν.



ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ ΕΡΓΑ 7
ΟΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ. ΠΑΛΛΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ








Πηγή: http://www.egolpion.com/

Οι πραγματικές διαστάσεις της κρίσης

$
0
0
Γράφει ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος*

Ειλικρινής διαπίστωση φίλων, πανεπιστημιακών σε βαλκανική χώρα: Διαβάζουμε για την κρίση στην Ελλάδα, κάνουμε διακοπές τα τελευταία 10 χρόνια στην Ελλάδα, αλλά στα δικά μας μάτια, η κρίση σας δεν έχει καμία σχέση με όσα εμείς ζήσαμε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στη χώρα μας, όταν είχαν διαλυθεί τα πάντα.



Διαβάσαμε και τη δήλωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι αυτή η χρονιά θα ήταν για την Ελλάδα χειρότερη και από τον πρώτο χειμώνα της γερμανικής κατοχής και πιστέψαμε ότι θα ερχόμασταν σε μια χώρα σε ερείπια. Αυτό που είδαμε, είναι μια χώρα με σοβαρά προβλήματα, αλλά σε καμία περίπτωση μια κατεστραμμένη χώρα. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Κουβανός συγγραφέας Λεονάρντο Παδούρα απάντησε, διευκρινίζοντας ότι δεν μπορεί μέσα σε μία εβδομάδα να έχει άποψη για το τι συμβαίνει σε μια χώρα: «Όταν ακούμε τη λέξη κρίση σκεφτόμαστε τη δική μας, που δεν υπήρχε ηλεκτρικό, αυτοκίνητα στον δρόμο, τίποτα. Εμείς, ξέρετε, κάποια στιγμή είχαμε μόνο τρία προβλήματα. Το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό».

Οι διαπιστώσεις αυτές, ειπωμένες από εξωτερικούς παρατηρητές, μας δίνουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την ελληνική κρίση μέσα από τα μάτια των «άλλων», εκείνων που δεν είναι δέσμιοι της εγχώριας ρητορείας και των τοπικών πολιτικών αντιπαραθέσεων. Μας βοηθούν να σκεφτούμε διαφορετικά, χωρίς να εγκλωβιζόμαστε στον μικρόκοσμό μας και στην αντίληψη ότι είμαστε στο επίκεντρο του σύμπαντος. Μπορούν επίσης να μας βοηθήσουν να αναστοχαστούμε τις πραγματικές διαστάσεις της κρίσης.



Στα πλαίσια αυτού του αναστοχασμού, κεντρική θέση του κειμένου που ακολουθεί είναι ότι υπάρχουν τέσσερις βασικές παράμετροι της κρίσης οι οποίες είτε αποσιωπούνται, είτε αναφέρονται αποσπασματικά χωρίς να εντάσσονται στη συνολική εικόνα της κρίσης. Αυτές είναι:

1.Η αδήλωτη εργασία. Σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις της Επιθεώρησης Εργασίας, περίπου 500.000 επίσημα δηλωθέντες ως άνεργοι, εργάζονται σε καθεστώς μαύρης και αδήλωτης εργασίας. Άλλοι υπολογισμοί ανεβάζουν το ποσοστό της αδήλωτης εργασίας ακόμα περισσότερο. Εάν δεχθούμε τις εκτιμήσεις της Επιθεώρησης Εργασίας, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ανεργία, επισήμως στο 27% με 1.500.000 περίπου ανέργους, είναι στην πραγματικότητα 18%. Απαράδεκτα υψηλό ποσοστό, αλλά άλλο το 18% και άλλο το 27%. Μια τέτοια πρακτική εφ’ ενός αυξάνει τα έξοδα του κράτους, αφ’ ετέρου στερεί πολύτιμα έσοδα από εισφορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η ΓΣΕΕ αποδέχεται το μέγεθος της αδήλωτης εργασίας, ποτέ όμως δεν το αφαιρεί από το ποσοστό της επίσημης ανεργίας. Εάν ο συλλογισμός είναι ορθός τότε είναι εμφανές ότι τα πρωτοσέλιδα «καλπάζει, στο 27% η ανεργία», είναι κλασικός λαϊκισμός.

2.Η παραοικονομία. Προ κρίσης, αρκετοί μελετητές είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παραοικονομία ανερχόταν στο 35-40% του ΑΕΠ. Το ότι δεν φορολογείται η παραοικονομία δεν σημαίνει ότι δεν είναι υπαρκτή. Παράγει επιπρόσθετο εθνικό προϊόν. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στα χρόνια της κρίσης, αντίθετα είναι κοινή πεποίθηση ότι μάλλον έχει αυξηθεί. Ακόμα και ίδια όμως να είναι, τότε στην πραγματικότητα το χρέος της χώρας δεν είναι 160% του ΑΕΠ αλλά 115%.

3.Η «πολυσθένεια» των υποκειμένων. Μια αξιοσημείωτη ελληνική ιδιαιτερότητα είναι ότι σπανίως συναντάται η περίπτωση ενός εργαζόμενου, ιδίως στον δημόσιο τομέα, που να έχει εισοδήματα μόνο από μια πηγή, το μισθό του. Αντίθετα, είτε μέσω μιας δεύτερης δουλειάς, συνήθως μη δηλωμένης, είτε μέσω των προσόδων από ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, είτε από καλλιέργειες χωραφιών, είτε από διάφορες εποχιακές δραστηριότητες, τα πολυσθενή υποκείμενα, σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, είναι το κυρίαρχο παράδειγμα της ελληνικής κοινωνίας, τόσο πριν από την κρίση, όσο και στη διάρκειά της. Οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου είναι καταλυτικές: Επειδή στην πράξη είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί, υπονομεύει κάθε στόχευση ορθολογικής κοινωνικής πρόνοιας προς αυτούς που πραγματικά την έχουν ανάγκη.

4.Οι πανίσχυροι οικογενειακοί δεσμοί. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν πολύ ισχυροί. Η οικογένεια, είναι το αποκούμπι, ιδίως στις περιπτώσεις γονέων που έχουν πρόωρα συνταξιοδοτηθεί, που καταβάλουν σημαντικό τμήμα από το κόστος διαβίωσης των παιδιών τους. Αυτή η υπερπροστατευτική λειτουργία έχει πολλές φορές ως παρεπόμενο την αδυναμία των νεωτέρων να αναζητήσουν νέες δυνατότητες απασχόλησης και να αναλάβουν τα παρεπόμενα ρίσκα.



Αυτές οι τέσσερις παράμετροι, είτε συνολικά αθροιζόμενες είτε μεμονωμένα, λειτουργούν ως αμορτισέρ της κρίσης. Αμβλύνουν τις επιπτώσεις της και εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, τη δυσαρμονία ανάμεσα στους επίσημους αριθμούς και τη βιωμένη πραγματικότητα.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι θετικές επιπτώσεις τους έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Μακροπρόθεσμα υπονομεύουν τον εξορθολογισμό της ελληνικής κοινωνίας και, ενώ ελαφρύνουν ατομικά, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση κοινωνικής πολιτικής προς τα πραγματικά θύματα της κρίσης.

Παράλληλα, συντελούν στην εξάπλωση και διαιώνιση προνεωτερικών νοοτροπιών και συμπεριφορών, όπου το γενικό συμφέρον δεν έχει κανένα νόημα αφού προέχει η ατομική επιβίωση σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Οι απόψεις αυτές είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλείς σε όσους, έχοντας επενδύσει στην καταστροφή της χώρας, επιδίδονται στην καταστροφολογία, τον μιζεραμπιλισμό και τον λαϊκισμό.
Παράλληλα όμως, δεν έχουν γίνει τμήμα ενός διαφορετικού πολιτικού λόγου, που προϋποθέτει την αυτογνωσία προκειμένου να επιλυθούν τα προβλήματα της χώρας. Η χώρα αυτή ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τους αριθμούς και την πραγματικότητα. Ζούσε και ζει αυτάρεσκα μέσα σε αυταπάτες.

Τελικά, το σύνδρομο της στρουθοκαμήλου συνεχίζει να είναι πολύ ισχυρό στην Ελλάδα της κρίσης.



*Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης»
Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος γεννήθηκε το 1955 στην Καλαμάτα. Χημικός μηχανικός της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου του "Ρήγα Φεραίου" και της συντακτικής επιτροπής του "Θούριου" στη μεταπολίτευση του 1974. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες "Αυγή", "Εγνατία", "Θεσσαλονίκη" και στο περιοδικό "Αντί". Ιδρυτής και διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού της Θεσσαλονίκης "Ράδιο Παρατηρητής" και του λογοτεχνικού περιοδικού "Παρατηρητής". Υπεύθυνος εκδόσεων στους εκδοτικούς οίκους "Παρατηρητής" και "Επίκεντρο". Διευθυντής σύνταξης στο περιοδικό "Balkan Horizons". Ιδρυτικό μέλος του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (CDRSEE) και γενικός γραμματέας της "Ένωσης για τη Δημοκρατία στα Βαλκάνια".




Πηγή: ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ: http://www.staparaskinia.gr/
Viewing all 8981 articles
Browse latest View live