Quantcast
Channel: ΟΣΙΑ ΕΥΧΗ
Viewing all 8981 articles
Browse latest View live

Τι είναι τα Σεραφίμ, Χερουβίμ; Ποιές και πόσες είναι οι "Αγγελικές Δυνάμεις";

$
0
0
Του Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα.

Οι άγγελοι δημιουργήθκαν πρίν από τον ορατό κόσμο και τον άνθρωπο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεός «έπλασε τούς αγγέλους πρίν από εμάς για χάρη μας για να αποστέλλονται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στούς μέλλοντας να κληρονομήσουν την σωτηρία» (Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 80, 81)


Σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, όπως συνοψίζεται στην διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, οι άγγελοι είναι υπάρξεις πνευματικές, αεικίνητες, ελεύθερες, ασώματες, που υπηρετούν τον Θεόν και είναι κατά χάριν αθάνατες. Τό σχήμα και την κατάσταση των υπάρξεων αυτών, μόνον ο Θεός τα γνωρίζει. Είναι όμως ασώματοι και αεικίνητοι οι άγγελοι σε σχέση με τούς ανθρώπους. Σέ σύγκριση με τον Θεό, τον μόνον ασώματο, είναι δυσκίνητοι και υλικοί. Είναι πλασμένοι από λεπτή ύλη. Μόνον ο Θεός είναι αληθινά άϋλος και ασώματος. Δέν έχουν ανάγκη από γλώσσα και ακοή, αλλά πληροφορούνται μεταξύ τους τα προσωπικά διανοήματα και τις αποφάσεις τους, χωρίς τον προφορικό λόγο. Όταν επικοινωνούν με τούς ανθρώπους, τότε λαμβάνουν σχήμα και μορφή για να μπορούν οι άνθρωποι να τούς βλέπουν. Η θέα τους είναι φωτεινή και τα ρούχα τους είναι συνήθως λευκά, πράγμα που φανερώνει την καθαρότητά τους. Τροφή τους είναι η θέα του Θεού, τον Οποίο βλέπουν, κατά το μέτρο της δυνατότητός τους.

Οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, διαφυλάττουν τα μέρη της γής, είναι άρχοντες των λαών και των χωρών, όπως τούς όρισεν ο Δημιουργός, τακτοποιούν τα ανθρώπινα και προστατεύουν όσους τούς επικαλούνται, κυρίως από το μίσος και την μανία του διαβόλου. «Όπου επισκιάσει η χάρις σου Αρχάγγελε, εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις, ου φέρει γάρ τώ φωτί σου προσμένειν ο πεσών εωσφόρος...». (Δοξαστικό των αίνων, 8ης Νοεμβρίου).

Σέ κάθε θεία Λειτουργία, η οποία είναι Σύναξη ουρανού και γής, συλλειτουργούν με τον Αρχιερέα ή τον Ιερέα άγγελοι. Στήν μικρή είσοδο, ο Λειτουργός παρακαλεί τον Κύριο να στείλη αγγέλους, για να συλλειτουργήσουν μαζί του και θα συνδοξολογήσουν την αγαθότητα του Θεού. Ο Διάκονος, επίσης, δέεται: «άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα».

"Εννέα είναι τα ουράνια τάγματα και τρείς τάξεις ή τρία συστήματα, που το καθένα αποτελεί τριάδα".

Η πρώτη τριάς είναι αυτή που είναι πάντοτε γύρω από τον Θεό και είναι έτοιμη να ενωθή με αυτόν αμέσως, χωρίς την μεσολάβηση κανενός. Είναι η τάξη των εξαπτερύγων Σεραφίμ και των πολυομμάτων Χερουβίμ και των αγιοτάτων Θρόνων.

Δευτέρα τάξη είναι εκείνη των Κυριοτήτων, των Δυνάμεων και των Εξουσιών. Έργο της είναι οι διευθετήσεις των μεγάλων πραγμάτων, οι ενέργειες των θαυμάτων και ο Τρισάγιος ύμνος, το Άγιος, Άγιος, Άγιος.

Τρίτη και τελευταία είναι η τάξη των Αρχών, των Αρχαγγέλων και των Αγγέλων, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι το "λειτουργικόν εν διακονίαις και τέλος ο ιερός ύμνος του Αλληλούϊα"» (Φιλοκαλία, τόμ. 3ος, σελ. 354, 355).

Από την ώρα που βγήκαμε από την μήτρα της Εκκλησίας, την Κολυμβήθρα του βαπτίσματος, μάς παραστέκει ένας άγγελος, ο οποίος είναι φύλακας των ψυχών και των σωμάτων μας. Δέν φεύγει από κοντά εάν εμείς δεν τον διώξουμε με την αμαρτωλή ζωή μας. Εκείνο που τον ξαναφέρνει κοντά μας είναι η αληθινή μετάνοια. Οι άγγελοι χαίρονται και πανηγυρίζουν, όταν κάποιος μετανοή ειλικρινά.

Στό τέλος του «Μικρού Αποδείπνου», μιάς κατανυκτικής ακολουθίας που θα πρέπει να την διαβάζουμε όλοι μας κάθε βράδυ, υπάρχει μιά θαυμάσια προσευχή στον φύλακα άγγελό μας.

Ο π. Παΐσιος έλεγε ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε φιλία με τούς αγίους και τούς αγγέλους. Ιδαίτερα, με τον άγιο του οποίου φέρουμε το όνομα και με τον φύλακα άγγελό μας. Καί αυτό μπορεί να γίνη με την οργανική ένταξή μας στην πνευματική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, με την αδιάλειπτη προσευχή, την μυστηριακή ζωή και την άσκηση, ήτοι την βίωση των εντολών του Χριστού.






Πηγή: http://orthodox-answers.blogspot.de/

Καντήλι, Κερί, Θυμίαμα: Ποια η σημασία και οι συμβολισμοί τους;

$
0
0


Η λέξη καντήλι προέρχεται από τη λατινική candela=κερί.

Στη χριστιανική Εκκλησία το Καντήλι τοποθετείται μπροστά στις άγιες εικόνες. 


Αυτό που τοποθετείται μπροστά στον Εσταυρωμένο, μέσα στο Ιερό Βήμα, διατηρείται πάντοτε αναμμένο και γι' αυτό λέγεται «ακοίμητο» Καντήλι.

Ένα Καντήλι τοποθετείται επίσης στο εικονοστάσι του σπιτιού και ανάβεται κάθε μέρα, σύμφωνα με την ορθόδοξο παράδοση.

Μια συνήθεια που διατηρεί τον βαθύ χριστιανικό συμβολισμό της με το Φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, που θερμαίνει την ελπίδα και που παρηγορεί και συντροφεύει στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς.

Το άναμμα του καντηλιού ενέχει τον συμβολισμό ότι προσφέρεται ως θυσία σεβασμού και τιμής προς τον Θεό και τους Αγίους του. Συμβολίζει επίσης, το φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, καθώς επίσης συμβολίζει και το γνωστό παράγγελμα του Κυρίου μας ότι πρέπει να είμαστε, οι χριστιανοί, τα φώτα του κόσμου.

Το έλαιον, το λάδι δηλ. που καίει στα καντήλια μας, “τον του Θεού υπεμφαίνει έλαιον” γράφει ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης, το έλεος του Θεού που φανερώθηκε όταν η περιστερά του Νώε επέστρεψε στην Κιβωτό για να σημάνει την παύση του κατακλυσμού, έχοντας στο ράμφος της κλάδο ελαίας, ή όταν ο Ιησούς, καθώς επροσηύχετο εκτενώς, επότιζε με τους θρόμβους του ιδρώτος του την ελιά, κάτω από τα κλαδιά της οποίας γονάτισε την μαρτυρική εκείνη νύχτα, στο Όρος των Ελαιών.Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως απείρως ανώτερος του υλικού φωτισμού είναι ο εσωτερικός, αγιοπνευματικός φωτισμός. Έγραφε λοιπόν ο Θεοφόρος Πατήρ Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός : “Φωτίσωμεν…γλώσσαν” και συμπληρώνει ο σχολιαστής του : Επετεύχθη τούτο ;

Το λάδι συμβολίζει το άπειρο έλεος του Θεού, αλλά και τα κανδήλια συμβολίζουν την Εκκλησία που είναι μεταδοτική Θείου ελέους και φωτιστική. Συμβολίζουν βέβαια τους ίδιους τους αγίους που το Φώς τους έλαμψε, κατά το λόγο του Κυρίου, «έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα τον εν τοίς ουρανοίς».

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει οι Ορθόδοξοι να ανάβουμε το καντήλι όπως για παράδειγμα

1. για να μάς θυμίζει την ανάγκη για προσευχή,
2. για να φωτίζει το χώρο και να διώκει το σκότος όπου επικρατούν οι δυνάμεις του κακού,
3. για να μάς θυμίζει ότι ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό Φώς και η πίστη σε Αυτόν είναι Φώς,
4. για να μάς θυμίζει ότι η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή,
5. για να μάς θυμίζει ότι όπως το καντήλι απαιτεί το δικό μας χέρι για να ανάψει έτσι και η ψυχή απαιτεί το χέρι του Θεού, τη Χάρη Του δηλαδή,
6. για να μάς θυμίζει ότι πρέπει το θέλημά μας να καεί και να θυσιαστεί
7. για την αγάπη προς το Θεό κ.ά.

Εννοείται, βέβαια, ότι το λάδι των καντηλιών πρέπει να είναι ελαιόλαδο και μάλιστα όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητος. Άλλωστε ο Κύριος προσευχήθηκε στον κήπο των Ελαιών και ο ναός με τα κανδήλια μετατρέπεται σε νέο κήπο και ελέους (λαδιού) και Ελέους Θεϊκού Το λάδι τους μας θυμίζει την ευσπλαχνία του Θεού και το φως τους στη ζωή μας, που πρέπει να είναι φωτεινή και άγια.

Η φωτοχυσία του ναού συμβολίζει το θείο φως της παρουσίας του Θεού που φωτίζει τις καρδιές όχι μόνο των νεοφώτιστων αλλά και όλων των χριστιανών. Ο Κύριος φανέρωσε αυτή τη μεγάλη αλήθεια για τον εαυτό Του με τα ακόλουθα λόγια: "Εγώ ειμι το φως του κόσμου" (Ιωάν.8/η: 12). Είναι φως όχι μόνο λόγω της φωτεινής διδασκαλίας Του, αλλά κυρίως λόγω της φωτεινής παρουσίας Του. Αυτό επιβεβαιώνεται κυρίως από τη θαυμαστή Μεταμόρφωσή Του, όπου "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως" (Ματθ.17/ιζ: 2).

Στο Σύμβολο της Πίστεως ο Υιός του Θεού παρουσιάζεται ως "φως εκ φωτός". Στην ακολουθία του Εσπερινού επίσης ο υμνογράφος παρουσιάζει τον Κύριο ως "φως ιλαρόν". Και οι χριστιανοί με τα μυστήρια της Εκκλησίας και τον πνευματικό τους αγώνα μπορούν να δεχθούν το φως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και να το ακτινοβολούν με τη ζωή τους.

Στην "επί του όρους" ομιλία ο Κύριος συμβουλεύοντας τους μαθητές Του είπε: "Υμείς εστε το φως του κόσμου.... ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς" (Ματθ 5/ε: 14-16). (Δηλαδή: Εσείς είστε το φως του κόσμου... έτσι να λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον πατέρα σας τον επουράνιο). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι το φως των μαθητών του Χριστού είναι τα καλά έργα της αγιοπνευματικής ζωής τους. Οι άγιοι στην άλλη ζωή θα ομοιάσουν με τον Κύριο, θα γίνουν "θεοί κατά χάριν". Αυτό το εκφράζει ο Κύριος καθαρά με τα προφητικά λόγια Του: "Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτων" (Ματθ. 13/ιγ: 43).



Το Κερί

Και το κερί επίσης συμβολίζει το Φως του Χριστού , τη φλόγα της πίστεως.

Πίσω από το άναμμα του κεριού κρύβεται βαθύτατος συμβολισμός. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης μας λέγει ότι το κερί που ανάβουμε έχει έξι συμβολισμούς:

1. Συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής μας, γιατί είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας.
2. Επίσης την πλαστικότητα της ψυχής μας, μια και εὔκολα πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ο,τιδήποτε.
3. Ακόμη την Θεία Χάρη, επειδή το κερί προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν.
4. Επιπλέον συμβολίζει την θέωση, στην οποία πρέπει να φθάσουμε, επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει τροφή.
5. Και το φώς του Χριστού επίσης δείχνει, καθώς καίει και φωτίζει στο σκοτάδι.
6. Και τέλος συμβολίζει την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, επειδή το κερί καίγεται όταν φωτίζει, αλλά και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φώς του μέσα στο σκοτάδι.

Ανάβοντας κερί πρέπει να θυμόμαστε ότι πρέπει να ζούμε μέσα στο φώς που πήραμε με την βάπτισή μας. Γι αυτό τη βάπτιση την ονομάζουμε και Φώτισμα. Γι αυτό και στη διάρκεια της βαπτίσεως κρατάμε αναμμένες λαμπάδες. Το φώς αυτό είναι το πύρ της Πεντηκοστής, το φώς του Αγίου Πνεύματος. Και το φώς αυτό ανανεώνεται μέσα μας στην ψυχή μας, κάθε φορά που συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία και κάθε φορά που κοινωνούμε και προσευχόμαστε. Γι αυτό στο τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας ψάλλουμε: «Είδομεν το φώς το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες».

Το φως του Ναού όμως, πρέπει να πούμε, σώζει καλύτερα τους συμβολισμούς του και βοηθεί και την ψυχή να κατανυχθεί όταν είναι φυσικό, όπως στα περισσότερα από τα μοναστήρια μας, δηλαδή αποτελούμενο από κεριά και κανδήλια που καίνε και όχι τεχνητό που προέρχεται δηλ. από ηλεκτρικό ρεύμα.

Τα κ ε ρ ι ά όπως και το λ ά δ ι είναι μία προσφορά προς τον Θεό από αυτά τα υλικά αγαθά που ο ίδιος μάς δίνει ( τα Σά εκ των Σών) και συμβολίζουν τα μέν κεριά το εύπλαστο και μαλακό της ψυχής αλλά και την ενωτική δύναμη του αγίου Πνεύματος διότι τα κεριά κατασκευάζονται, έτσι τουλάχιστον θα έπρεπε, από το αγνό κερί που φτιάχνει η μέλισσα, η οποία για να παρασκευάσει το κερί μαζεύει τη γύρη από διάφορα λουλούδια. Για το λόγο αυτό το κερί μάς θυμίζει και την εργατικότητα της μέλισσας αλλά και το γεγονός ότι μαζεύει ό,τι καλό και απορρίπτει ό,τι ρυπαρό. Θυμίζει επίσης το κερί τον τρόπο με τον οποίο το Πύρ, η Θεότητα δηλαδή, ενώνεται με την εύπλαστη ψυχή και τη μαλακώνει αλλά και τη φωτίζει και την ίδια και όλους όσοι έρχονται σε κοινωνία μαζί της.

Το κερί, καθώς καίγεται, φωτίζει το περιβάλλον του. Έτσι και ο συνειδητός χριστιανός, όταν θυσιάζεται για την αγάπη του Θεού, φωτίζει τους συνανθρώπους του και τους δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας.

Όταν ο πιστός εισέρχεται στον ναό, πρέπει να ανάβει στο μανουάλι ένα κερί για τους ζώντες κι ένα κερί για τους τεθνεώτες συγγενείς και γνωστούς του. Εάν όμως κάποιοι από τους ζώντες έχουν ιδιαίτερα προβλήματα, τότε καλό είναι να ανάβουμε κερί για τον καθένα ξεχωριστά. Το άναμμα του κεριού πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται με λόγια προσευχής. Για τους ζώντες θα ζητάμε το έλεος και την προστασία του Θεού, ενώ για τους τεθνεώτες τη θεία ευσπλαχνία και αιώνια σωτηρία τους.

Το αγνό κερί που παράγεται από παρθένες μέλισσες συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού η οποία προήλθε από την πάναγνη και παρθένο Μαριάμ. Το τρικέρι του επισκόπου συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ενώ το δικέρι τις δύο φύσεις του Χριστού. Τα κεριά ή οι λαμπάδες που ανάβουμε στη Βάπτιση συμβολίζουν το πνευματικό φως που λαμβάνει ο νεοφώτιστος. Τα κεριά της κηδείας, του τάφου και των μνημοσύνων συμβολίζουν το φως του Χριστού, στο οποίο ευχόμεθα να εισέλθει ο αποθανών. Ο Πολυέλαιος συμβολίζει την θριαμβεύουσα Εκκλησία των Ουρανών. Τα κεριά ή τα κανδήλια του συμβολίζουν τους αγίους. Στις μεγάλες γιορτές στις Ιερές Μονές σείουν τον Πολυέλαιο, για να φανερώσουν ότι και οι άγιοι στα επουράνια συνεορτάζουν και συγχορεύουν με την επίγεια Εκκλησία του Χριστού.



Το Θυμίαμα

Θυμίαμα καλείται από τα αρχαία χρόνια το αρωματικό ρετσίνι ή το κόμμι που βγαίνει από τις τομές στον κορμό του δέντρου λίβανος εξ ου και λιβάνι. Στο σπίτι καλό είναι να προσφέρεται θυμίαμα τακτικά και να συνοδεύεται πάντοτε με κάποια προσευχή. Οι πνευματικοί συμβολισμοί του θυμιάματος είναι:

1. Το θυμίαμα εν πρώτοις συμβολίζει την προσευχή, που ανεβαίνει προς τον θρόνον του Θεού. " Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου. . . " Είναι η ορμή της ψυχής προς τα άνω. Και ταυτόχρονα συμβολίζει και την ζέουσαν επιθυμία μας να γίνει η προσευχή μας δεκτή " εις όσμήν ευωδίας πνευματικής ". Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος " Ώσπερ το θυμίαμα και καθ' εαυτό καλόν και ευώδες, τότε δέ μάλιστα επιδείκνυται την ευωδίαν, όταν ομιλήση τώ πυρί. Ούτω δέ και η ευχή καλή μέν καθ' εαυτήν, καλλίων δέ και ευωδεστέρα γίνεται όταν μετά και ζεούσης ψυχής αναφέρηται, όταν θυμιατήριον η ψυχή γένηται και πύρ ανάπτη σφοδρόν". Γι ' αυτό και πρέπει, όταν προσεύχεται κανείς, καλόν είναι να καίει θυμίαμα στο σπίτι.

2. Συμβολίζει ακόμη τις γλώσσες πυρός της Αγ. Πεντηκοστής, όταν ο Κύριος εξαπέστειλε στους Μαθητές Του το Πανάγιό Του Πνεύμα " έν είδει πυρίνων γλωσσών ". Στην ευχή που λέγει ο ιερεύς, όταν ευλογεί το θυμίαμα στην Πρόθεση, αναφέρει " Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν Χριστέ ο Θεός εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του Παναγίου Σου Πνεύματος ". Με το θυμίαμα δηλ. ζητούμε από τον Κύριο να μάς στείλει την αγιοπνευματικήν Του χάρι. Γι' αυτό και οι πιστοί, όταν τους θυμιάζει ο Ιερεύς, κλίνουν ελαφρώς την κεφαλή σε δείγμα αποδοχής της χάριτος αυτής. Ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύει ως εξής την σημασίαν του θυμιάματος : " Δηλοί την απ' ουρανού χάριν και δωρεάν εκχυθείσαν τώ κόσμω διά Ιησού Χριστού και ευωδίαν του Πνεύματος και πάλιν εις τον ουρανόν δι' αυτού αναχθείσαν".

3. Το ευώδες θυμίαμα συμβολίζει εξ άλλου και τον αίνον, που απευθύνεται προς τον Θεό. Η καύση του θυμιάματος σημαίνει τη λατρεία και τον εξιλασμό. Το δέ ευχάριστο συναίσθημα, που δημιουργείται από το άρωμα του θυμιάματος σε όλο το χώρο του Ι. Ναού, σημαίνει την πλήρωση της καρδιάς μας από τη θεία ευαρέστηση, που είναι ο καρπός της αγάπης μας προς το Θεό. Στην περίπτωση αυτή κάθε πιστός μετατρέπεται σε " ευωδίαν Χριστού ".

4. Το δέ θυμιατήριον, όπου καίγονται τα κάρβουνα και τοποθετείται το θυμίαμα, συμβολίζει την κοιλίαν της Θεοτόκου, η οποία δέχθηκε στα σπλάχνα της σωματικώς την Θεότητα, που είναι " πύρ καταναλίσκον ", χωρίς να υποστή φθοράν ή αλλοίωση. Κατά τον άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κων/λεως " Ο θυμιατήρ υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, το πύρ την θεότητα και ο ευώδης καπνός μηνύει την ευωδία του Αγίου Πνεύματος προπορευομένην". Και αλλού " Η γαστήρ του θυμιατηρίου νοηθείη αν ημίν η ηγιασμένη μήτρα της Θεοτόκου φέρουσα τον θείον άνθρακα Χριστόν εν ώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς. Διό και την οσμήν της ευωδίας αναδίδωσιν ευωδιάζον τα σύμπαντα ". Με απλά λόγια και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περιγράφει αυτόν τον συμβολισμόν, λέγοντας " Το θυμιατό σημαίνει την Δέσποινα, την Θεοτόκο. Όπως τα κάρβουνα είναι μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται, έτσι και η Δέσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε.

Με το θυμίαμα που προσφέρουμε την ώρα της προσευχής υποβοηθείται η ανάταση της ψυχής προς τα υψηλά «άνω σχώμεν τάς καρδίας». Όπως το θυμίαμα θερμαινόμενο στον άνθρακα ανέρχεται προς τα άνω ευωδιάζοντας το περιβάλλον, έτσι και η ψυχή του πιστού με θερμή πίστη πρέπει να πτερουγίζει προς τα άνω μυροβλύζουσα, απαγγιστρωμένη από τις υλικές μέριμνες. Η βάση του θυμιατηρίου υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, η φωτιά την θεότητά Του και ο ευώδης καπνός μάς «πληροφορεί» την προπορευόμενη ευωδία του Αγίου Πνεύματος.

Ο Μωυσής υπακούοντας στον Θεό κατασκεύασε και τοποθέτησε στη Σκηνή του Μαρτυρίου Θυσιαστήριο του Θυμιάματος (Έξοδ. 30: 1-10). Ο τρόπος παρασκευής του Θυμιάματος διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο (Έξοδ. 30: 34-36). Η προσφορά Θυμιάματος στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε εντολή του Θεού. Έπρεπε να προσφερθεί Θυμίαμα στην αρχή της ημέρας το πρωί και το βράδυ με το άναμμα των Λύχνων (Έξοδ. 30: 7-8).

Αυτή η καλή συνήθεια μεταφέρθηκε και στη χριστιανική λατρεία. Ιδιαίτερα προσφέρεται Θυμίαμα στον Εσπερινό με το ιλαρό φως της δύσεως του Ηλίου και στο ψάλσιμο του δεύτερου στίχου του 140 Ψαλμού, όπου ψάλλεται το "κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου". Παρακαλούμε τον Κύριο να ανεβεί η προσευχή μας προς τον θρόνο Του, όπως ανεβαίνει το ευωδιαστό Θυμίαμα προς τον ουρανό.

Το λατρευτικό αυτό μέσο δημιουργεί κατανυκτικό κλίμα προσευχής και ελκύει την αγιαστική χάρη του Θεού. Η ευλογία του Θυμιάματος κατά την τελετή της Προσκομιδής δείχνει καθαρά τη μεγάλη ωφέλεια, που προξενείται στους εκκλησιαζόμενους από την προσφορά του Θυμιάματος. Λέει χαρακτηριστικά εκεί ο ευλογών λειτουργός: "Θυμίαμά σοι προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός ημών, εις οσμήν ευωδίας πνευματικής· ό προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του παναγίου σου Πνεύματος". (Δηλαδή: Θυμίαμα σ' Εσένα προσφέρουμε, Χριστέ Ύψιστε Θεέ, ως οσμή ευωδίας πνευματικής· αυτό, αφού δέχθηκες στο υπερουράνιό Σου Θυσιαστήριο, στείλε πίσω σε μας τη χάρη του παναγίου Σου Πνεύματος).

Έκπληξη προκαλεί το ότι τα ίδια λόγια περίπου χρησιμοποιεί ο λειτουργός και για την προσφορά των Τιμίων Δώρων στη Θεία Λειτουργία: " Όπως ο φιλάνθρωπος Θεός ημών, ο προσδεξάμενος αυτά εις το άγιον και υπερουράνιον και νοερόν αυτού θυσιαστήριον εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, αντικαταπέμψη ημίν την θείαν χάριν και την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, δεηθώμεν". (Δηλαδή: Με σκοπό ο φιλάνθρωπος Θεός μας, που δέχθηκε αυτά στο άγιο και υπερουράνιο και πνευματικό Του Θυσιαστήριο ως οσμή ευωδίας πνευματικής, να στείλει πίσω σε μας τη θεία χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ας παρακαλέσουμε).

Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τους πιστούς, αυτοί πρέπει να προσκυνούν ευλαβικά προσδοκώντας την ευλογία και τη χάρη του Θεού. Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τις εικόνες των αγίων, επιζητεί τις μεσιτικές προσευχές τους προς τον Κύριο για βοήθεια των μελών της στρατευομένης Εκκλησίας. Δυστυχώς Πολλοί χριστιανοί, όταν τους θυμιά ο Ιερεύς, παραμένουν ακίνητοι (σάν κολώνες). Και τούτο, ασφαλώς, λόγω άγνοιας! Η μικρή υπόκλιση είναι δείγμα ότι συμμετέχουμε στα τελούμενα και μία ανταπόκριση στοιχειώδους ευγένειας προς τον λειτουργό που προσεύχεται για μάς!






Πηγή: http://orthodox-answers.blogspot.de/

Άγγελοι

$
0
0
Οι Άγγελοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αόρατα, ασώματα, νοερά, αυτεξούσια, κτιστά όντα, που αποτελούν λειτουργικά πνεύματα και εκτελεστές του Θείου θελήματος. Ο λόγος δημιουργίας τους είναι εκστατική αγάπη και αγαθότητα του Θεού, με σκοπό να συμμερισθούν ως λογικά όντα τη μακαριότητά Του.


Δημιουργήθηκαν εξ αρχής αγαθοί με δυνατότητα περεταίρω πνευματικής προκοπής, αλλά και δυνατότητα τροπής προς το κακό, με αποτέλεσμα άλλοι άγγελοι με τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος να παγιωθούν στο καλό και άλλοι να εκπέσουν της χάριτος ένεκα της υπερηφανείας τους, δημιουργώντας το εκπεσών τάγμα αγγέλων, που πλέον αποκλήθηκαν Δαίμονες. Η αυτεξούσια βουλή τους παρότι ήταν δυσκίνητη προς το κακό παρέμενε δεκτική αυτού, αφού ως δημιουργήματα που προήλθαν από τροπή, δύνατο να αλλοιώσουν την δεκτική μακαριότητα που απολάμβαναν κινούμενα προς το "μη ον" (έλλειψη του αγαθού), με αποτέλεσμα ένα μέρος των δημιουργημάτων αυτών να εκπέσει οριστικώς.



Ετυμολογία

Η έννοια άγγελος σήμερα λαμβάνει διάφορες σημασίες. Κατά γενική ομολογία όμως σημαίνει:

- Γενικά, αυτόν που φέρνει ειδήσεις
- Τα αόρατα όντα που διαβιβάζουν ειδήσεις ή λειτουργικά πνεύματα

Στην Αρχαία Ελλάδα η έννοια άγγελος χαρακτήριζε κάποιον ο οποίος μετέδιδε ειδήσεις, πληροφορίες ή αγγελίες. Ο Όμηρος στα έργα του ήδη εμφανίζει τη λέξη με αυτή την έννοια, ενώ και οι Ηρόδοτος[1], Ξενοφώντας[2] τη χρησιμοποιούν για να περιγράψουν ειδικούς απεσταλμένους μεταφοράς μηνυμάτων ή πληροφοριών. Επίσης οι άγγελοι χρησιμοποιούνται και σε άλλα καθήκοντα, όπως σύναψη συνθηκών ή είσπραξη χρημάτων. Ως θεϊκή ή υπερβατική παρουσία η έννοια άγγελος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πρόσωπο του Ερμή, ο οποίος προσφωνείται ως άγγελος της Περσεφόνης από τον Όμηρο[3]. Επίσης κατά τον Πλάτωνα[4] ο Κάτω Κόσμος έχει τους αγγέλους του, οι οποίοι καλούνται "άγγελοι καταχθόνιοι".

Στα Εβραϊκά η αντίστοιχη λέξη mal'akh χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε θείο είτε ανθρώπινο αγγελιαφόρο. Η λατινική εκδοχή, εντούτοις, διακρίνει τον θείο ή πνευματικό αγγελιαφόρο από τον άνθρωπο με τις έννοιες angelus (δάνειο από την Ελληνική γλώσσα) και legatus "απεσταλμένος".

Ο Εωσφόρος πριν από την πτώση του ήταν ο σπουδαιότερος, ο πρώτος στην ιεραρχία των αγγέλων. Το όνομά του σήμαινε "αυτός που μεταφέρει το φως". Η μετέπειτα ονομασία του ως "Σατανάς" προέρχεται από την εβραϊκή λέξη σατάν, η οποία χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική Μετάφραση των Εβδομήκοντα με τις λέξεις "Σατανάς" ή "Διάβολος" και δηλώνει τον επίβουλο, τον εχθρό.



Ιεραρχία και αριθμός

Ο αριθμός των αγγελικών όντων φαίνεται να είναι ανυπολόγιστος και απροσμέτρητος. Ο ίδιος ο Ιησούς ομιλεί στη Γεθσημανή για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί ότι είδε και άκουσε σε όραμα που του δόθηκε από τον Θεό γύρω από το Θεϊκό θρόνο χορωδία από μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων.

Ο Μ. Βασίλειος επίσης φαίνεται πως γενικά αποφεύγει να μιλήσει για αριθμό και τάγματα αγγέλων, διότι όπως αναφέρει, είναι αδύνατο να βρεθούν οι ονομασίες των αόρατων φύσεων. Γι αυτό και όποτε το πράττει, αναφέρει πως υπάρχουν και άλλες φύσεις αγγέλων ακατονόμαστες. Έτσι δε συναντάμε τις διακρίσεις που αργότερα εισήγαγε ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης[5]. Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν αναφέρει πως υπάρχουν:

Αρχαί, εξουσίες, δυνάμεις, θρόνοι, κυριότητες[6]
Θρόνοι, Κυριότητες, Αρχαί, Εξουσίαι, Δυνάμεις, Αγγέλων στρατιαί, αρχαγγέλλων επιστασίαι[7]
Αγγέλων χαροστασίαι, αρχαγγέλων επιστασίαι, Δόξαι κυριοτήτων, προεδρίαι θρόνων, Δυνάμεις, Αρχαί, Εξουσίαι[8]

Σύμφωνα με τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη[9], οι άγγελοι διαχωρίζονται σε τάγματα, ενώ έχουν και ιεραρχία. Με βάση την ιεραρχία τους, διαχωρίζονται σε 3 τάξεις που έκαστος φέρει "Τριχώρους" ή αλλιώς "Ταξιαρχίες":

Σεραφείμ[10] (Ησ. 6,2), Χερουβείμ[11] (Εβρ. 9,5), Θρόνους(Κολ. 1,16),
Κυριότητες(Κολ. 1,16), Δυνάμεις(Εφ. 1,21), Εξουσίες(Κολ. 1,16) και
Αρχές(Κολ. 1,16), Αρχάγγελους(Α΄ Θεσ. 4,16) και Αγγέλους(Μαρκ. 1,13 κ.ά.).

Η πραγματικότητα είναι πως στους πατέρες της εκκλησίας, δεν υπάρχει κάποια ομοφωνία σχετικά με τον αριθμό και την ονομασία των αγγελικών ταγμάτων[12].

Ο ψευδο-Διονύσιος πάντως προχωράει και στις ιδιότητες των αγγελικών τριχώρων. Έτσι ιδίωμα της πρώτης ιεραρχίας είναι η πύρινη σοφία και η γνώση των ουρανίων, ενώ έργο τους ο θεοπρεπής Ύμνος του Γελ. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι πως Χερουβείμ σημαίνει φωτιά, ενώ Σεραφείμ, έκχυση γνώσεων[13]. Η δεύτερη ιεραρχία έχει ως ιδίωμα τη διευθέτηση των μεγάλων πραγμάτων και την διενέργεια των θαυμάτων, ενώ έργο τους είναι ο Τρισάγιος Ύμνος «Άγιος, Άγιος, Άγιος». Τέλος ιδίωμα της τρίτης ιεραρχίας είναι να εκτελούν θείες υπηρεσίες και έργο τους αποτελεί ο ύμνος "Αλληλούια".

Από την Αγία Γραφή γνωρίζουμε και μερικούς αγγέλους ονοματικά. Τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, που σημαίνει "ήρωας του Θεού", από την εμφάνισή του στον Προφήτη Δανιήλ, στον Προφήτη Ζαχαρία και στη Θεοτόκο. Γνωρίζουμε το Αρχάγγελο Μιχαήλ, που σημαίνει "τις ως ο Θεός ημών", ενώ εμφανίζεται πολλές φορές στην Παλαιά Διαθήκη. Ο "Ραφαήλ" είναι ο τρίτος άγγελος που γνωρίζουμε, το όνομά του σημαίνει "ο Κύριος θεραπεύει" και εμφανίζεται στον Τωβίτ μεταφέροντας τις ανθρώπινες προσευχές στο θρόνο του Θεού.



Η περί των Αγγέλων θεολογία

Δημιουργός και ποιητής των αγγέλων είναι ο Θεός, ο Οποίος τους δημιούργησε κατ' εικόνα του[14]. Το πως η δημιουργία αυτή διενεργήθηκε παραμένει άγνωστο σε εμάς[15]. Γνωστό όμως είναι πως αποτελούν δημιουργήματα και ως τέτοια είναι "ομόδουλοι" των ανθρώπων[16], αν και η φύση τους είναι ασώματη σε σχέση με αυτούς. Δημιουργήθηκαν πριν την ανθρωπότητα[17] και ως οντότητα κατέχουν φύση νοερή, αεικίνητη, αυτεξούσια, ασώματη και λογική, που έχει λάβει αθανασία κατά χάρη (διότι μόνος φύσει αθάνατος είναι ο Θεός), της δε ουσίας της γνώστης, είναι μόνο ο κτίτωράς της, Θεός[18]. Ως ασώματοι και άυλοι βέβαια μπορεί να χαρακτηρισθούν μόνο σε σχέση με την ανθρώπινη φύση (διότι μόνος πραγματικά ασώματος και άυλος είναι ο Θεός[19]), καθώς σε σχέση με το Θεό έχουν φύση παχιά και υλική. Η παχύτητα όμως αυτή δεν έχει ανάλογες επιπτώσεις με την ανθρώπινη ύλη, γι αυτό και η φύση τους και η σύστασή τους διατηρείται αμετάβλητη[20].

Ο Άγγελος όμως έχει τρεπτή γνώμη, δηλαδή τρεπτή ηθική κατάσταση. Έτσι η τελείωσή τους νοείται ως κίνηση ή στάση προς το Άγιο Πνεύμα[21]. Οι Άγγελοι λοιπόν δε δημιουργήθηκαν σε νηπιώδη κατάσταση, ούτε τελειοποιήθηκαν προοδευτικά με την εκγύμναση, αν και δε γνωρίζουμε αν δημιουργήθηκαν άπαξ ή σταδιακά[22]. Όπως όμως ο άνθρωπος, εξ αρχής τους αποδόθηκε σα συστατικό τη φύσης τους κατά κάποιο τρόπο η Αγιότητα, δίχως όμως να είναι πραγματικό συστατικό της φύσεως τους[23]. Γι αυτό και δύσκολα μεταπίπτουν στο κακό, από τη στιγμή μάλιστα που πηγή της πνευματικής τους τροφής είναι το φως του Θεού. Η τελειότητα των Αγγέλων, καθώς είναι δημιουργήματα, παραμένει σχετική. Σε σχέση με τους ανθρώπους όμως, πάντοτε τονίζεται η υπεροχή της, αν και η ανθρώπινη φύση κατά την τελείωση μπορεί να τους φτάσει, ακόμα και να τους ξεπεράσει, όπως στην περίπτωση της Θεοτόκου[24]. Γι αυτό και δεν είναι, όπως ειπώθηκε, εκ φύσεως Άγιοι. Προϋπόθεση της μετοχής τους στην Αγιότητα, όπως και στους ανθρώπους, είναι το Άγιο Πνεύμα. Έτσι και άγγελοι κτίσθηκαν και τελειώθηκαν από το Άγιο Πνεύμα, μετέχοντας στον φωτισμό και τη χάρη, ανάλογα με την αξία τους και την προκοπή την οποία επέδειξαν.

Εξου και η αγιοσύνη τους δε νοείται σα μία μηχανική διεργασία, αλλά σαν ελεύθερη πρόοδος, που επιτυγχάνεται με τη συνεργία της προσωπικής προσπάθειας[25]. Η συνεργία είναι απαραίτητη, όπως απαραίτητη είναι και η βοήθεια τους Αγίου Πνεύματος, διότι βρίσκονται σε ισόρροπη θέση ανάμεσα στο καλό και το κακό[26]. Η βοήθεια αυτή έγκειται στη στερέωσή τους στο καλό[27].

Το έργο λοιπόν των αγγέλων είναι κατεξοχήν φωτοδοτικό[28] και συνάγεται από την θεία πραγματικότητα. Οι άγγελοι ως κτιστοί δεν είναι αυτόφωτοι, αλλά παίρνουν το φως τους και τη δύναμή τους μένοντας μέσα στις σωστικές ενέργειες του τριαδικού Θεού. Βρίσκονται πλέον μάλιστα σε μία διαρκή φάση τελείωσης, σε διαρκή αεικινησία. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι η αγγελοφάνεια, να θεωρείται θεοφάνεια. Το χαρακτηριστικότερο όμως σημείο στην κοινωνία των αγγέλων και της κτίσης είναι ότι ανάμεσα στους αγγέλους έχει ήδη διαδραματιστεί η τελειωτική πορεία[29] για την οποία μοχθεί ο άνθρωπος. Γνωρίζουμε πως στο νοητό κόσμο των αγγέλων, που αποτελεί ένα οργανικό κομμάτι στη συνολική ζωή της συμπαντικής πραγματικότητας, η κατάσταση της τελειωτικής καταστάσεως είναι παρόν[30]. Οι άγγελοι πλέον που έμειναν στο αγαθό, εδραιώθηκαν μόνιμα σε αυτή την κατάσταση, ενώ όσοι με το αυτεξούσιό τους απομακρύνθηκαν από τη θεία ενέργεια μη επιλέγοντας το δρόμο της μετάνοιας, εξέπεσαν δια παντός.



Φύση και ιδιότητες

Ήδη αναφέρθηκε πως οι άγγελοι κατέχουν ως όντα φύση νοερή, αεικίνητη, αυτεξούσια, ασώματη και λογική, που έχει λάβει αθανασία κατά χάρη, ενώ έχουν και τρεπτή γνώμη. Ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται ως δεύτερα φώτα νοερά, που το φωτισμό τους το λαμβάνουν από το πρώτο και άναρχο φως. Βλέπουν το Θεό, αλλά δε γνωρίζουν και δε μετέχουν της Ουσίας Του, συνάμα δε, δε χρειάζονται γλώσσα και ακοή, αλλά χωρίς προφορικό λόγο μπορούν να μεταδώσουν μεταξύ τους τις σκέψεις και τις θελήσεις τους. Είναι περιγραπτοί και δε δύναται να βρίσκονται σε δύο σημεία ταυτόχρονα, αλλά μπορούν ταχύτατα να κινούνται από μία περιοχή στην άλλη. Δεν έχουν σωματικά πάθη, αλλά δεν είναι και απαθείς, διότι μόνο το θείο είναι απαθές, ενώ έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίζονται και να παίρνουν τη μορφή που τους επιβάλλει ο Κύριος, με αποτέλεσμα πολλές φορές να φανερώνονται στους ανθρώπους. Δεν περιορίζονται από υλικά πράγματα, αφού τα όρια τους δε λογίζονται με βάση την υλική πραγματικότητα. Οι δυνάμεις τους είναι ειρηνικές και συνδυάζουν την ανδρεία με την φιλανθρωπία, κατά τα πρότυπο του Κυρίου[31].

Εδώ πρέπει να τονιστεί πως η άποψη του Θωμά Ακινάτη η οποία επικράτησε γενικώς στη Δύση, πως οι Άγγελοι είναι πλήρως άυλα όντα, απορρίπτεται από την Ορθόδοξη θεολογία και δογματική[32]. Επ αυτού τονίζει ο Μέγας Βασίλειος, πως υπάρχει πλήρης διάκριση μεταξύ της φύσης του Αγίου Πνεύματος και των αγγέλων, που είναι μεν αόρατοι αλλά όχι απόλυτα ασώματοι[33]. Επίσης πρέπει να τονιστεί πως αυτή η "σωματικότητα" τρόπον τινά, προκύπτει ακριβώς επειδή αγιάζονται από το Άγιο Πνεύμα. Έτσι προφητεύουν με τη χάρη και την Αποκάλυψη που τους δίνει ο Θεός και όχι φυσικώς, δεν είναι θνητοί, δεν έχουν φύλλο και δε χρειάζονται το γάμο. Αν μεταξύ τους είναι ίσοι κατά την ουσία ή όχι, δεν το γνωρίζουμε, αλλά σίγουρα μεταξύ τους διαφέρουν κατά το φωτισμό και τη στάση, έχοντας είτε στάση προς το φωτισμό, είτε μετέχοντας στον φωτισμό, ενώ φωτίζουν ο ένας τον άλλο κατά την υπεροχή της τάξεως ή της φύσεως, μεταδίδοντας παράλληλα και γνώση.



Ο σκοπός τους και το έργο τους

Κατά τον Απόστολο Παύλο, σκοπός των αγγέλων είναι η εκπλήρωση του θείου θελήματος και η διακονία του έργου της σωτηρίας (Προς Εβραίους 1, 14). Το έργο αυτό το εκτελούν πάντα άμεσα, κινούμενοι με την ταχύτητα της φύσεώς τους. Καθήκοντά τους είναι να φυλάσσουν τόπους, να ηγούνται ανθρώπων και εθνών (Πράξεις 12, 1-15), να βοηθούν τους ανθρώπους όπως το θείο θέλημα προστάζει, να φροντίζουν τις ανθρώπινες ψυχές[34]. Όταν βρίσκονται στον ουρανό, δουλειά τους είναι να υμνούν το Θεό. Σύμφωνα με απόψεις κάποιων θεολόγων, όπως του Ωριγένη, του Κλήμεντας Αλεξανδρείας και του Τερτυλλιανού, οι άγγελοι υπήρξαν συνδημιουργοί του ανθρώπου. Κάτι τέτοιο όμως από την εκκλησία αποκλείστηκε, καθώς αποτελούν απλώς δημιουργήματα. Αυτό σημαίνει πως η απόσταση μεταξύ ανθρώπων και αγγέλων δεν είναι αγεφύρωτη, με αποτέλεσμα ένας άνθρωπος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος να μπορεί να γίνει ομότιμος με τους αγγέλους[35].

Ο Θεός κατά την πτώση του ανθρώπου αποστέλλει αγγέλους στους ανθρώπους για να επανορθώσουν τη σαθρή κοινωνία, να ενισχύσουν, να παρηγορήσουν και να αποκαλύψουν τα μέλλοντα. Έτσι ο άνθρωπος ικανώνεται να επικοινωνεί με τους αγγέλους, κάτι που εξαρτάται από τη διαγωγή του. Έτσι και κάθε άνθρωπος έχει ένα φύλακα άγγελο για να τον ενισχύει στον αγώνα κατά τις αμαρτίας[36]. Οι άγγελοι επίσης παρακολουθούν τους αγώνες των πιστών, συμπάσχουν μαζί τους, τους επαινούν όταν επιτελούν το καλό, προστατεύουν την εκκλησία[37]. Είναι δηλαδή οι συμπαραστάτες των ανθρώπων προς την προσπάθεια τελείωσής τους. Κατά το θάνατο των ανθρώπου, τη στιγμή που η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα, οι πονηρές δυνάμεις επιβουλεύονται την ψυχή του ανθρώπου. Οι αγαθοί όμως ανέρχονται προς τον Θεό, με τη συνοδεία του προσωπικού τους αγγέλου[38].



Περί Δαιμόνων

Ετυμολογία και δαιμονολογία

Το όνομα δαίμων αποτελεί λέξη αμφιβόλου παραγωγής, με πιθανότερη εκδοχή να προέρχεται εκ του "δαίω", "δαίνυμι", που σημαίνει ο διαμοιράζων, αυτός που δίδει[39]. Στη χριστιανική γραμματεία, εν αντιθέτως με την ελληνική που σημαίνει τη μικρότερη θεότητα, λαμβάνει αρνητική σημασία. Λαμβάνει την έννοια του επιβουλεύοντος τους ανθρωπους και ταυτίζεται με τα πονηρά πνεύματα. Ηδη η εμφάνιση τους παρατηρείται εξ αρχής στην Εδέμ, με τη μορφή φιδιού. Η έννοια του δαίμονος μάλιστα ως μορφή φιδιού, ιστορικά, απαντάται για πρώτη φορά στην Παλαιοδιαθικική γρμματεία. Γενικά θα λέγαμε πως προ της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας, η δαιμονολογία δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη όμως παρουσιάζεται σε διάφορα βιβλία όπως του Ιωβ, που είναι ξεκάθαρο πως το έργο του είναι να διαβάλλει τον άνθρωπο, να του δυσκολέψει τη ζωή, να τον φέρει σε περιπέτειες ώστε να κλονιστεί η πίστη του στο Θεό. Στη βαβυλωνιακή και μεταβαβυλωνιακή περίοδο υπάρχει πλέον μία σχετική ανάπτυξη της δαιμονολογίας. Παρόλα αυτά κατά τον Smit δεν υπήρξε δανεισμός ή έστω σοβαρή επιρροή, πέρα εξωτερικών μορφολογικών στοιχείων[40]. Στα απόκρυφα κείμενα της Ιουδαϊκής γραμματείας επίσης μπορούμε να βρούμε εκτενέστερα στοιχεία δαιμονολογίας.

Ο δαίμων στην Ορθόδοξη Εκκλησία ταυτίζεται με τον πειραστή, αυτόν ο οποίος οδηγεί τον άνθρωπο στο κακό, τον εφευρέτη της αμαρτίας, τον ψεύτη (Ιω. 8, 44). Οι δαίμονες εργάζονται για τον αποκλεισμό της σωτηρία ω ανθρώπων (Β΄ Κορινθίους 2, 10). Είναι επίσης απόλυτα ελεύθεροι να επιλέγουν αυτό που είναι. Οι πατέρες εδώ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον αντιδιαρχικό χαρακτήρα τη χριστιανικής δαιμονολογίας. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δε μιλάμε ποτέ για δύο πόλους καλού ή κακού, αλλά μόνο για καλό, καθώς το κακό όπως κι οι δαίμονες αλλοιώνουν το καλό, αστοχούν στο καλό.



Φύση και ιδιότητες

Ο πρώτιστος άγγελος μεταξύ των ασωμάτων αυτών δυνάμεων, που του αποδόθηκαν οι μεγαλύτερες εξουσίες, με αποτέλεσμα να βρίσκεται κοντά στη γη, να τη φρουρεί και να φέρει το ζωηφόρον φως, ήταν ο Εωσφόρος. Δε δημιουργήθηκε κακός, αλλά αντιθέτως αγαθός, για να πράττει και να οδηγεί στο αγαθό, δίχως να έχει πάρει μέσα του ίχνος κακίας. Ο Εωσφόρος όμως με αυτεξούσια προαίρεση, αλλοίωσε την αγαθότητα στην οποία και για την οποία δημιουργήθηκε, μη αντέχοντας την τιμή και την αποστολή που ο Θεός του ανέθεσε, με αποτέλεσμα να τραπεί προς το κακό, το "μη ον". Αλλοιώθηκε κατά τη φύση μάλιστα και από την "κατά φύση" κατάσταση, οδηγήθηκε στην "παρά φύση", θέλοντας να επαναστατήσει και να γίνει πρώτος. Η ενέργειά του αυτή τον οδήγησε στην απομάκρυνση από την πηγή της αγαθότητας και έτσι βρέθηκε στο κακό, που δεν είναι τίποτα άλλο από την έλλειψη του αγαθού Θεού. Το αγαθό ως φως νοητό, εξαλήφθηκε στην περίπτωση του και εισήλθε στο κακό, που είναι η νοητή έλλειψη του καλού και του αγαθού. Τελικά αυτός που άλλοτε "έφερε το φως" μετατράπηκε στον κατ’ εξοχήν εχθρό του ανθρώπου. Επειδή είχε μεγάλη δόξα, η σοφία του διεφθάρη και η υπερηφάνειά του μετατράπηκε σε αλαζονεία, με αποτέλεσμα να απαιτεί να είναι ίσος με το Θεό. Η αλαζονεία λοιπόν ήταν ένα από τα βασικά αίτια που οδήγησαν τον Εωσφόρο στην πτώση, όπου μαζί του, αποσπάσθηκε και τον ακολούθησε απροσμέτρητο πλήθος αγγέλων, οι οποίοι ήσαν ταγμένοι στην εξουσία του, μετατρεπόμενοι σε δαίμονες, αφού η προαίρεσή τους, από την εκούσια αγαθή θέληση, μετατράπηκε σε κακή.



Πως ενεργούν

Οι δαίμονες πράττουν το ακριβώς αντίρροπο έργο από τους αγγέλους[41]. Αν λοιπόν για τους αγγέλους έργο είναι η σωτηρία του ανθρώπου και η δημιουργικότητα, για τους δαίμονες είναι η απώλεια και καταστροφικότητα[42]. Δεν έχουν καμία εξουσία και καμία δύναμη εναντίον κανενός, εκτός αν αυτή τους επιτραπεί από το Θεό, κατά την οικονομία του. Τότε έχουν ακόμα και δύναμη να μεταβάλλονται σε όποιο σχήμα κατά φαντασία του ανθρώπου[43] επιθυμούν. Οι δαίμονες λοιπόν αδυνατούν να παράγουν οτιδήποτε από το μηδέν, ενώ τα μέλλοντα δε δύναται να προφητεύσουν, παρά μόνο να προγνώσουν στοχαζόμενοι με βάση τις γνώσεις τους για τα γεγονότα, πολλές φορές μάλιστα ψευδόμενοι. Επίσης για να πλανήσουν τον άνθρωπο γνωρίζουν άριστα τις Γραφές. Κάθε κακία λοιπόν επινοήθηκε από αυτούς, όπως και τα ακάθαρτα πάθη και τους δίνεται πολλές φορές η δυνατότητα να προσβάλλουν κατά παραχώρηση τον άνθρωπο, χωρίς όμως να μπορούν να μας εξαναγκάσουν, αφού έχουμε το χάρισμα της αυτεξούσιας βουλήσεως. Για όλο αυτό το ακάθαρτο έργο και την κακία οι δαίμονες θα γευθούν την Κόλαση αιωνίως. Έτσι για να γίνει πιο αντιληπτό θα πρέπει να πούμε πως ότι για τον άνθρωπο είναι ο θάνατος, είναι η πτώση για τους δαίμονες, αφού και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει επιστροφή και μετάνοια, όχι όμως διότι ο Θεός δεν δέχεται τη μετάνοια, αλλά διότι τελικά τα κτίσματα παγιώνουν το θέλημά τους στο κακό.

Σύμφωνα με το Μέγα Αντώνιο οι δαίμονες είναι ιδιαίτερα επενεργητικοί όποτε παρουσιάζει ο άνθρωπος συμπτώματα φοβίας. Τότε αυξάνουν τα απατηλά τους τεχνάσματα ώστε να τους φοβίζουν περισσότερο, με αποτέλεσμα στο τέλος να τους οδηγούν στην ειδωλολατρεία[44], δηλαδή να υποκύψουν στη φοβία που τους οδηγούν[45]. Ο Θεός όμως σύντομα τους επιπλήττει για το τέχνασμά τους και αυτό συμβαίνει όταν πλέον από αυτό έχουν αδραχτεί οι πνευματικοί καρποί για τον πιστό. Δηλαδή ακόμα και τότε η πλάνη του διαβόλου γίνεται όχημα για την σωτηρία του ανθρώπου. Ο Μέγας Αντώνιος όμως συνεχίζει λέγοντάς μας πως οι δαίμονες έχουν ταραγμένη φαντασία και πως βρίσκονται σε σύγχυση και ταραχή εξ αιτίας της κατάστασης την οποία έχουν περιέλθει[46]. Έτσι και ζουν μέσα στο φόβο, την ταραχή και το μίσος ακόμα και τη θλίψη και ιδίως όταν βλέπουν κάποιον να προκόβει στο πνευματικό καλό. Η επιβουλή των δαιμόνων είναι πράγματι πολύ ισχυρή, αλλά στην πραγματικότητα έχουν ελάχιστη δύναμη[47].

Εδώ όμως πρέπει να γίνει και μία σημαντική διευκρίνηση. Η σατανοφάνεια αποτελεί ερεθισμό και προσβολή της φαντασίας του ανθρώπου, με παθολογική αλλοίωση της λειτουργίας του ορθού λόγου (νου)[48]. Η κατάσταση αυτή βεβαίως είναι μια πραγματική κατάσταση και προσβολή. Διαφέρει όμως από την αγγελοφάνεια, η οποία ουσιαστικά αποτελεί αληθινή παρουσία του Θεού δια μέσω των θείων ενεργειών[49]. Στην αγγελοφάνεια μάλιστα απαιτείται δύναμη και ικανότητα για την όραση της θείας δόξας[50].






------------------------------------------
Υποσημειώσεις

1. Ηρόδ. 1, 36
2. Ελληνικά 1,4,2
3. Ομήρου Ιλιάδα Β, 786/7 και Γ 121
4. Πολιτεία, 10, 619β
5. Δ. Τσάμης, Αγιολογία..., σελ. 97
6. Περί Αγίου Πνεύματος 16, 38
7. Εις εξαήμερον 1, 5
8. Περί Πίστεως 1
9. Περί της Ουρανίας Ιεραρχίας 6, 1PG 3, 200D-201A και 7, 1 PG 3, 205C
10. Η λέξη πιθανώς προέρχεται από την εβραϊκή λέξη "σαράφι" που σημαίνει καίω. Κατά άλλες προτάσεις προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη "σερεφ", που ήταν οι πτερωτοί σκύλοι που φύλασσαν τάφους για του Αιγύπτιους, ενώ κατά την αραβική και λιγότερη πιθανή εκδοχή που σημαίνει ο ευγενής (ΘΗΕ, τ. 1, σελ. 177)
11. Το όνομα Χερουβίμ, είναι πιθανώς ενικός της εβραϊκής λέξης "χερούβ", με πιθανή ακκαδική καταγωγή της λέξης "χαρίβου" που σημαίνει το λατρεύοντα τον Θεό ή τη Θεά. Δεν είναι λοιπόν αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι είναι βαβυλωνιακό δάνειο, του οποίου άλλαξε η έννοια (ΘΗΕ, τ. 1, σελ. 176-177)
12. Δ. Τσάμης, ενθ.αν., σελ. 97
13. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 186
14. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. 17
15. ΘΗΕ, τ.1, σελ. 181
16. Μ. Βασιλείου, Εις εξαήμερον 9, 6
17. Γρηγόριος Θεολόγου, Ομιλία εις τα Θεοφάνεια, PG 36, 320C
18. Ιω. Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Β, 3, 17. Περί Αγγέλων
19. Ιω. Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Β, 3, 17. Περί Αγγέλων
20 Μ. Βασιλείου, Εις 32 Ψαλμόν 4.
21. Μ. Βασίλειος, Περί Αγίου Πνεύματος 16, 38
22. ΘΗΕ, τ.1, σελ. 183
23. Μ. Βασιλείου, Περί του Αγίου Πνεύματος 16, 38
24. ΘΗΕ, τ.1, σελ. 186
25. Μ. Βασίλειος, Κατά Ευνομίου 3, 2
26. Δ. Τσάμης, Αγιολογία..., σελ. 95
27. Μ. Βασίλειος, ο.π., 13, 38
28. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 188
29. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 188
30. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 188
31. Μ. Βασίλειος, Εις 45 Ψαλμόν, 7
32. Δ. Τσάμης, Αγιολογία..., σελ. 97
33. ο.π.
34. Μ. Βασιλείου, Εις 1 Ψαλμόν, 2
35. Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου 18
36. Μ. Βασίλειος, Εις 33 Ψαλμόν, 5. Επίσης: Ωριγένης, Κατά Κέλσου 6, 41. Χρυσόστομος Εις Ματθαίον ομιλία 4
37. Μ. Βασίλειος, Εις Ησαΐαν 260
38. Μ. Βασίλειος, Εις το άγιον Βάπτισμα 8
39. ΘΗΕ, τ. 5, σελ. 883
40. ΘΗΕ, τ. 5, σελ. 884
41. Ιωάννης Ρωμανίδης, Το προπατορικόν Αμάρτημα, σελ. 60-75
42. Νίκος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 189
43. Οι δαιμονοφάνειες ποτέ δεν μπορούν να συμβούν κατά τον τύπο των αγγελοφανειών. Ο σατανάς και οι δαίμονες δεν είναι δημιουργοί. Έτσι οι άνθρωποι δεχόμενοι τις ισχυρές σατανικές προσβολές κυριαρχούνται από αυτές λίγο ή πολύ, αρκετές φορές, μόνο στη διάσταση της φαντασίας τους. Οι προσβολές βέβαια και η κυριαρχία είναι πραγματικές
44. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες
45 Η φοβία για παράδειγμα της έλλειψης χρήματος οδηγεί στην απληστία ή την κλοπή, σε παλιότερες εποχές τη λατρεία της φύσης κ.α.
46 Γ. Φλορόφκσι, ο.π., σελ. 182
47. ο.π., σελ. 186
48. Νίκος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 189
49. Νίκος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 191
50. Μέγας Αθανάσιος, Βίος και Πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου PG 26, 888A


------------------------------------------
Πηγές

- Εγκυκλοπαίδεια, «Πάπυρος, Larousse, Britannica», Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 1976/2006
- Ιωάννου Δαμασκηνού, «Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως» (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007.
- Νίκος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
- Δημήτριος Τσάμης, "Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2008.
- Γεώργιος Φλορόφσκι, "Οι Βυζαντινοί ασκητικοί και πνευματικοί πατέρες", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006.

Ερμηνεία του «Κύριε ελέησον»

$
0
0
Συνοπτικά σχόλια

Και αυτό το μικρό κείμενο, που πραγματεύεται με χαριτωμένη απλότητα για την μονολόγιστη ευχή, παραδίδεται από τους συλλέκτες των πατερικών κειμένων της Φιλοκαλίας ανωνύμως και μέσα από τις προθέσεις τους να γνωσθεί και να καλλιεργείται από τον λαόν του Θεού η γλυκύτατη νοερά προσευχή. 


Για να θεμελιώσει δε την αναγκαιότητα της εκζητήσεως του θείου ελέους, ο συντάκτης του μικρού αυτού δοκιμίου ανατρέχει στην εποχή των Αποστόλων, που παρέδωσαν την ευχή, συμφώνως και προς άλλους διδασκάλους της νοεράς προσευχής. Παρ' ότι περιέχει απόψεις κοινές πλέον, γύρω από την ευχή του Ιησού, όμως, στην απλότητα του, οικοδομεί, πείθει, κατανύσσει με την ιδιαίτερη χάρη του, οπότε και με αυτό επιτυγχάνεται ο σκοπός των εκδοτών της Φιλοκαλίας, ώστε να δικαιούται να ενσωματωθεί σ' αυτή.


Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και συντομότερα «Κύριε ελέησον», από τον καιρό των Αποστόλων χαρίστηκε στους Χριστιανούς και ορίστηκε να το λένε ακατάπαυστα, όπως και το λένε. Τι σημαίνει όμως τούτο το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν, κι έτσι φωνάζουν καθημερινά ανωφελώς, αλλοίμονο, και ματαίως το «Κύριε ελέησον», και το έλεος του Κυρίου δεν το λαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν τι ζητούν. Γι' αυτό πρέπει να ξέρομε πως ο Υιός και Λόγος του Θεού, αφότου σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και υπέμεινε τόσα πάθη και σταυρώθηκε και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του εξαγόρασε τον άνθρωπο από τα χέρια του διαβόλου, από τότε έγινε Κύριος και εξουσιαστής της ανθρώπινης φύσεως.

Και προτού βέβαια σαρκωθεί ήταν Κύριος όλων των κτισμάτων, ορατών και αοράτων, ως δημιουργός και ποιητής τους, όμως των ανθρώπων και των δαιμόνων που δε θέλησαν από μόνοι τους να τον έχουν Κύριο και εξουσιαστή τους, δεν ήταν και Αυτός Κύριος τους, ο Κύριος όλου του κόσμου. Ο πανάγαθος Θεός δηλαδή, και τους Αγγέλους και τους ανθρώπους τους έκανε αυτεξούσιους και τους χάρισε το λογικό, να έχουν γνώση και διάκριση• γι' αυτό, ως δίκαιος που είναι και αληθινός, δε θέλησε να τους αφαιρέσει το αυτεξούσιο και να τους εξουσιάζει με τη βία και χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά εκείνους που θέλουν να είναι κάτω από την εξουσία και διακυβέρνησή Του, εκείνους ο Θεός και τους εξουσιάζει και τους κυβερνά• εκείνους πάλι που δε θέλουν, τους αφήνει να κάνουν το θέλημα τους, ως αυτεξούσιοι που είναι. Για τούτο και τον Αδάμ που πλανήθηκε από τον αποστάτη διάβολο κι έγινε κι αυτός αποστάτης του Θεού και δε θέλησε να υπακούσει στην εντολή Του, τον άφησε ο Θεός στο αυτεξούσιό του και δε θέλησε να τον εξουσιάζει τυραννικά.

Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη1 κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο• και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού2 και με το θειο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό3 και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε.

Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου• δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας• δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ• δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου• δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου• δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος• δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό• δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό• δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι».

Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει την ανάγκη που έχει από όλα αυτά και τα ζητά από τον πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον», αυτός βεβαιότατα θα λάβει εκείνο που ζητά και θα επιτύχει το έλεος και τη θεία χάρη του Κυρίου. Όποιος όμως δεν ξέρει τίποτε από αυτά που είπαμε, αλλά από συνήθεια μόνο φωνάζει το «Κύριε ελέησον», αυτός δεν είναι δυνατό να λάβει ποτέ το έλεος του Θεού• γιατί και πρωτύτερα έλαβε πολλές χάριτες από το Θεό μα δεν τις αναγνώρισε, μήτε ευχαρίστησε το Θεό που του τις έδωσε. Αυτός έλαβε το έλεος του Θεού όταν πλάστηκε κι έγινε άνθρωπος• έλαβε το έλεος του Θεού όταν αναπλάστηκε με το άγιο βάπτισμα κι έγινε ορθόδοξος Χριστιανός• έλαβε το έλεος του Θεού όταν γλύτωσε από τόσους κινδύνους ψυχικούς και σωματικούς που δοκίμασε στη ζωή του• έλαβε το έλεος του Θεού τόσες φορές που αξιώθηκε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια• έλαβε το έλεος του Θεού όσες φορές αμάρτησε στο Θεό και τον πίκρανε με τις αμαρτίες του και δεν εξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικά όπως του έπρεπε* έλαβε το έλεος του Θεού όταν με διάφορους τρόπους ευεργετήθηκε από το Θεό και δεν το αναγνώρισε, αλλά όλα τα λησμόνησε και δε φρόντισε καθόλου για τη σωτηρία του. Αυτός λοιπόν ο Χριστιανός πως να λάβει το έλεος του Θεού χωρίς να το αισθάνεται και χωρίς να γνωρίζει πως δέχεται τέτοια χάρη από το Θεό, καθώς είπαμε, μήτε να ξέρει τι λέει, αλλά να φωνάζει μόνο το «Κύριε ελέησον» χωρίς κανένα στόχο και σκοπό, εκτός από μόνη τη συνήθεια;




------------------------------
1. Ψαλμ. 17, 10.
2. Ιω. 1,12.
3. Λουκ. 15, 20.





Πηγή: http://www.egolpion.com/

Οσίου Εφραίμ του Σύρου: Περί Ορθού Βίου

$
0
0
Α Σ Κ Η Τ Ι Κ Α

Ευλόγησον Πάτερ.

α. Ορέγεσαι ορθόν βίον; Επιμελού την ταπεινοφροσύνην, διότι χωρίς αυτής ορθός βίος δεν δύναται να υπάρξη.


β. Οδοιπόρος ανήρ όστις απώλεσε την αρχήν της οδού, εν τη αλλοδοπή χώρα ο τοιούτος πλανάται˙ και ο απομακρύνας εαυτόν εκ της οδού των ταπεινών, δεν θέλει στήσει την σκηνήν αυτού εις τας κατοικίας των οσίων.

γ. Εργάζου εν ταπεινοφροσύνη πάντα τα έργα σου, εν ονόματι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού˙ και τοιουτοτρόπως θέλει υψωθή ο καρπός σου εις τον ουρανόν˙ διότι η υπερηφάνεια ομοιάζει με υψηλόν δένδρον σεσηπός, το οποίον πανταχόθεν έχει τους κλάδους εύθραυστους˙ και όστις αναβή ταχέως κατακρημνίζεται εκ του ύψους.

δ. Αρχή της εγκαταλείψεως του ανθρώπου είναι το ν' απομακρύνηται από της ταπεινοφροσύνης· και ο εγκαταλειφθείς υπό του Θεού θέλει πνίγη ως ο Σαούλ, υπό πονηρού πνεύματος.

ε. Πνιγμόν φοβερόν νόμιζε την συμπλοκήν των αμαρτιών, και το να αναβαίνη εκ της πλημμύρας αυτών έως της ώρας του θανάτου.

ς. Εάν κατανοήσης ακριβώς, θέλεις εύρει τας παγίδας του εχθρού κεχρισμένας δια μέλιτος και γλυκύτητος, και εάν τις θέλη να γευθή το μέλι, υπό παγίδος θέλει συλληφθή.

ζ. Μη επιθυμής το τοιούτον μέλι, και δεν θέλεις συλληφθή υπό παγίδος˙ διότι η γλυκύτης αυτού επί τέλους γεμίζει από χολήν και πικρίαν τους επιθυμούντας αυτό.

η. Αγάπα ταπεινοφροσύνην, και υπό παγίδος διαβολικής δεν θέλεις συλληφθή ποτέ˙ διότι θέλεις γίνει ανώτερος των παγίδων του Έχθρου˙ διότι ανακουφίζεσαι πάντοτε από το οξύτατον πτερόν της ταπεινοφροσύνης.

θ. Εάν ίδης τινά νεανιευόμενον, ωραίον την όψιν, και λαμπρόν κατά το φόρεμα, παρακολουθούμενον υπό πλήθους ανθρώπων, μη ζηλότυπης, μηδέ θορύβου άλλ' έχε εις τον νουν σου, ότι μετ' ολίγον θέλεις ιδή αυτόν σβεννύμενον διότι εξήνθησαν και διέλαμψαν οι πολιτευθέντες κατά το θέλημα του Θεού.

ι. Οι φρόνιμοι και ευαρεστήσαντες εις τον Κύριον, δεν προσείχον εις τας λαμπρότητας του βίου˙ γινώσκοντες καλώς, ότι ως άνθος χόρτου ταχέως θέλουσι ξηρανθή˙ ημείς δε οι αμελείς, εάν ίδωμεν πολυσαρκίαν ανθρώπου, ερυθρού˙ κατά τας παρειάς, τον άνθρωπον τούτον μακαρίζομεν, αν και ήναι ασεβέστατος˙ μακράν ημών ρίψαντες τον επίπονον βίον, δεν γινώσκομεν οποίον αξίωμα έχει ο βίος των ασκητών τούτου χάριν η σωφροσύνη εμισήθη παρ' ημών, και η αγιοσύνη εβδελύχθη.

ια. Ας μη προσέχωμεν αδελφοί εις παιδικά παιγνίδια, άλλ' ας αναλάβωμεν πάντοτε τέλειον βίον, ίνα μη στερηθώμεν της χαράς των ασκητών, και παραδοθώμεν εις αιωνίαν κόλασιν.

ιβ. Μακάριος ο λιπανθείς δια των αγαθών ελπίδων, και λαμπρυνθείς εις αγαθούς συλλογισμούς˙ διότι η δόξα τούτου είναι μεγάλη και αθάνατος.

ιγ. Ας επιδιώξωμεν την ησυχίαν ώστε θεωρούντες τα αμαρτήματα ημών, να ταπεινωθώμεν πάντοτε, και ουχί να θρέψωμεν τον λογισμόν δι' οιήσεως ή πονηρίας, καθώς τα ιοβόλα ζώα.

ιδ. Ας αγαπήσωμεν την ησυχίαν, δια ν' αποκτήσωμεν καθαράν καρδίαν, και φυλαχθή άσπιλος ο ναός, τον οποίον ενεπιστεύθησαν εις ημάς, από της φθοράς των αμαρτιών.

ιε. Καλή είναι η προσευχή μετά στεναγμών και δακρύων, ταύτα όμως να χύνωνται ησύχως˙ το δε να κράζωμεν δια ν' ακουώμεθα είναι σημείον ανθρωπαρεσκείας· ο δε εν γνώσει και πίστει προσευχόμενος, τον Κύριον ενώπιον αυτού βλέπει, καθότι εν αυτώ ζώμεν, και κινούμεθα και εσμέν.

ιστ. Εάν επωρώθη η καρδία σου, κλαίε ενώπιον του Θεού, δια να επιστάζη εις σε φωτισμόν γνώσεως, και μη σκόπτε τους μετά θερμότητος καρδίας βοώντας προς τον ουρανόν.

ιζ. Όστις σκώπτει τους φιλόπονους, κατέστησεν εαυτόν δούλον εις τον Δόλιον, εκτελών τα μυσαρά θελήματα εκείνου˙ ο τοιούτος δεν θέλει εύρει χαράν την ητοιμασμένην εις τους δούλους του Κυρίου.

ιη. Συ δε ασκητά εν γνώσει εκτελεί τα έργα σου πάντοτε, και ας μη δώσωμεν αφορμήν εις τους ζητούντας αφορμήν.

ιθ. Ουαί εις τον ανελεήμονα, και ουαί εις τον δόλιον, και ουαί εις τον τρυφηλόν διότι θέλει συναντήσει αυτόν ο πικρός άδης˙ διότι υπόδουλον καθιστά εαυτόν χάριν γαστριμαργίας, και τον Θεόν καταφρονεί, ίνα αρχήν και εξουσίαν ευρη εν τω ματαίω τούτω βίω. Ήλθεν εξαίφνης ο θάνατος, εξήρανε τον λαιμόν, όστις τα λαμπρά φαγητά εδέχετο συχνά˙ κατήργησε την εξουσίαν, δια της οποίας περιεφρόνει τον ποιήσαντα αυτόν ερρίφθη λοιπόν εις την γην, ως κοπρία, του αθλίου το σώμα, και η ψυχή πορεύεται εις τον ίδιον αυτής τόπον.

κ. Τα τερπνά του βίου θεωρών, πρόσεχε μη ελκυσθής˙ διότι εις αυτά είναι κεκρυμμένη η παγίς του θανάτου. Διότι ο αλιεύς δεν ρίπτει γυμνόν το άγκιστρον.

κα. Την επιθυμίαν ο Εχθρός, ως δόλωμα εν αγκίστρω μεταχειρίζεται, ίνα ολόκληρον την ψυχήν επισύρη εις σεαυτόν υπόδουλον ο Μιαρός.

κβ. Η πρώτη συλληφθείσα ψυχή, είναι παγίς εις άλλας προς το θέλημα εκείνου, εγγκλυκαίνουσα τας αδοκιμάστους ψυχάς εις την πικρίαν του Δράκοντος. Διότι και η πέρδιξ συλληφθείσα θέλει γίνει ως δόλωμα εις τας μη συλληφθείσας υπό των βρόχων διότι ο κυνηγός στήνει τους βρόχους ολόγυρα αυτής, και θηρεύει τας καλώς πετώσας.

κγ. Κοπίαζε εις την αρετήν, και μη βαρύνεσαι εις τους κόπους διότι χωρίς κόπων η αρετή δεν γνωρίζεται.

κδ. Εις τους κόπους έχε άνω το όμμα της ψυχής, και θεωρών την χαράν εκείνην δεν θέλεις παραιτήσει τους κόπους.

κε. Κοπιάζων κοπίαζε μετά κόπου, δια ν' αποφυγής των ματαίων κόπων τους κόπους· διότι οι κόποι των δικαίων καρπούς ζωής βλαστάνουσιν οι δε των αμαρτωλών είσι πλήρεις αγχόνης.

κς. Κατά το θέλημα του Θεού υπόμεινον τας θλίψεις του παρόντος βίου, και δεν θέλει ματαιωθή η ελπίς σου προς τους αγίους διότι ο ζυγός του Εχθρού, έχει εν εαυτώ την λύπην, ήτις γεννά τον θάνατον.

κζ. Οι ζώντες μάτοιον βίον, τους εν γνώσει κοπιάζοντας θέλουσι να υποσκελίσωσιν, ίνα μη έχωσι πλησίον τον έλεγχον η δε κατάπτωσις εκείνων αναδεικνύει εστεφανωμένους τους αθλητάς της ευσεβείας.

κη. Γένου ταπεινόφρων, δια να μη ζημιωθής κανέν εκ των όσων καλώς ειργάσθης εάν δε αποβάλης την ταπεινοφροσύνην, μετά των ματαιοπόνων θέλεις καταταχθή.

κθ. Θέλεις να χειραγωγής ψυχήν, ασφάλιζε σεαυτόν πάντοτε ως συνετός, ίνα μη καταποντισθής υπό ηδονικών λογισμών, και το ναυάγιον γίνη εντός του λιμένος.

λ. Εάν θέλης να ήσαι λιμήν ασφαλής, στερέωσον τα σίδηρα και τας άγκυρας, δια να μη σαλευθώσιν ευκόλως υπό του λαίλαπος των ηδονών, και γίνης ναυάγιον αντί λιμένος.

λα. Μη έμπλεκε άγκυραν μετά αγκύρας, εάν απέμεινεν ελαφρόν τι εν σοι δια να μη παρασυρθής υπό των παθών ευκόλως˙ διότι όστις θέλει να ανασύρη τον πεσόντα εις τον λάκκον, οφείλει να έχη ανδρείον λογισμόν, δια να μη παρασυρθή υπό της αγκύρας εκείνου εις τον αυτόν βόθρον διότι οι εμπαθείς λόγοι όταν εύρωσι τόπον, ως άγκιστρον έλκουσι την ψυχήν.

λβ. Φεύγε πάντοτε τας επιβλαβείς συνομιλίας, και θέλει είσθαι πάντοτε η ψυχή σου εν ησυχία μεγάλη.

λγ. Βλαβερός γίνεται ο μοναχός, όταν δεν πράττη εν συνέσει πνευματική πάντα τα έργα αυτού διότι ο Υιός και Λόγος θέλει να ώμεν πάντες ακέραιοι και σοφοί.

λδ. Εάν δεν εθερμάνθης πολύ υπό του Αγίου Πνεύματος, μη θέλης ν' ακούσης ξένους λογισμούς διότι θέλεις εύρει εν αυτοίς διττόν πόλεμον πρώτον μεν δια της ενθυμήσεως των ακουσθέντων μολύνεις την ψυχήν σου δεύτερον δε θέλεις γίνει εχθρός εις τον εξομολογούμενον, όταν γενναίως δεν αποδιώξη μετά πάθη δια της σταυροφόρου δυνάμεως, αλλά περιπέση και πάλιν εις αυτά εξ αμελείας. Εκείνος δε ο πνευματικός, εάν ήναι συνετός, προσποιείται ότι ελησμόνησε τα αμαρτήματα του εξομολογηθέντος.

λε. Καθώς όταν τις έχη περιστεράν εις τον οίκον, και εύρου σα εκείνη θηρίδα ανεωγμένην ήθελεν εκπετάξει εκτός της οικίας, ουχί μετά ράβδου ή λίθου κράζει αυτήν να επανέλθη, αλλά ρίπτων σίτον, μετά φρονήσεως ζητεί να συλλαβή αυτήν. Ούτω λοιπόν και όστις θέλει να καθαρίση τον ρύπον των λογισμών, έχει ανάγκην πολλής συνέσεως και εμπειρίας.

λς. Εάν αναγινώσκης, μη επιδίωκε μόνον το ρητορικόν και γοργόν, μηδέ περί τούτου μόνον να φροντίζης δια να μη πληγώση την καρδίαν σου ο δαίμων της αυταρέσκειας· αλλά κιχρείζου εκ των όσων ανέγνωσας τά ιάματα της ψυχής, καθώς η φρόνιμη μέλισσα επισυνάγει εκ των ανθέων το μέλι.

λζ. Καθώς κενόδοξος ανήρ, ενώ είναι πένης, ονομάζει εαυτόν βασιλέα· ούτω και μοναχός τρώγων κρυφίως, και εις την τράπεζαν των αδελφών υποκρινόμενος ολιγοφαγίαν και εγκράτειαν, δεν είναι ασκητής· ο τοιούτος υφαίνει ιστόν αράχνης˙ διότι δεν βαδίζει την οδόν των αγίων, αλλά την των ανθρωπαρέσκων.

λη. Εάν απηρνήθης τον κόσμον, επιμελού το έργον σου, δια να επιτυχής τον ζητούμενοι μαργαρίτην διότι τινές απαρνηθέντες τον κόσμον, ανεχώρησαν εκ του βίου, άλλοι μεν και εκστρατείαν αφήσαντες, άλλοι δε και πλούτον διαμοιράσαντες· τελευταίον όμως υπό του ιδίου θελήματος παρασυρθέντες, κατέπεσον διότι ουδέν πράγμα είναι ταλαιπωρότερον, από το να κυριεύηται τις υπό του ιδίου θελήματος, και να μη πολιτεύηται κατά το θέλημα του Θεού˙ διότι ούτοι μεν υπεκρίθησαν, Οτι απεμακρύνθησαν εκ της καθολικής πύλης των πραγμάτων του βίου, δια του παραθύρου όμως ευρίσκονται εις τα ενδότερα.

λθ. Τα αυτά πάσχουσιν οι τοιούτοι με τους υιούς Ισραήλ, οίτινες αφού εξήλθον της σιδηράς καμίνου, και διεσώθησαν της Ερυθράς θαλάσσης, και έλαβον τόσας χάριτας, έπειτα παρασυρθέντες υπό του ιδίου θελήματος εναυάγησαν εις την ξηράν και εκ τοσούτου πλήθους των ηριθμησμένων, δύο εσώθησαν, οι φυλάξαντες οσίως τον λόγον του Κυρίου, και τον Ύψιστον μη πικράναντες.

μ. Οι απαρνηθέντες τον κόσμον, ουδέν κοινόν έχουσι μετά του κόσμου˙ ούτοι και εις εξουσίαν αν τεθώσιν, ως μη άρχοντες είσιν˙ εάν δε εκβληθώσι της αξίας, οι αυτοί είσι κατά τον λογισμόν. Οι δε απομακρυθέντες του ευσεβούς λογισμού προς μεν τας γλυκύτητας του κόσμου ευρίσκονται έτοιμοι, και ο αγών αυτόν δεν είναι πλέον περί αρετής˙ αλλά τον ζυγόν απόρριψαντες επιμελεστέρως οικοδόμουσιν όσα προ πολλού καλώς κατέστρεψαν καθώς παρθένος σεμνότατη και πεφυλαγμένη εις θάλαμον, η οποία διέφθειρε τας αισθήσεις αυτής, και αποβάλουσα την αιδώ αναισχύντως, πράττει τα ασυγχώρητα, και μήτε Θεόν φοβείται, μήτε ανθρώπους εντρέπεται˙ αλλά δεν θέλει διαφύγει τας χείρας του Θεού διότι η ημέρα θέλει φανερώσει το έργον εκάστου, διότι θέλει δοκιμασθή εις το πυρ.

μα. Μακάριος ο δι έργου κηρύσσων την αρετήν διότι το να λέγη τις τα της αρετής, και να πράττη τα εναντία, δεν σώζεται˙ καθώς και ο διαλεγόμενος περί σωφροσύνης, και πράττων τα αισχρά, δεν θέλει επιτύχει το βραβείον.

μβ. Μη ταράττησαι όταν βλέπης τους φιλήδονους πράττοντας αφόβως τας ασωτίας· διότι το άνθος αυτών είναι γεμάτον από δυσωδίαν το δε άνθος των φιλαρέτων διαλάμπον εις το φως, είναι πεπληρωμένον ευωδίας. Επίμενε λοιπόν εις την αρετήν, ίνα θαυμασθής και παρ αυτών των σαρκικών, και φιλήδονων ανθρώπων διότι αν και προφανώς δεν θέλουσι να ποιώσι τούτο, άλλ' εντός εαυτών μακαρίζουσι τους εργάτας των αρετών.

μγ. Όταν ίδης σώματα, τα οποία λάμπουσι δια της επιμελείας προς αισχρόν έρωτα, μη θαυμάζης δια ταύτα, μηδέ ας σε εξαπατά του δέρματος το χρώμα, όπερ μετ' ολίγον εις κόνιν θέλει μεταβληθή, αλλά ψάλλε μετά στεναγμού έν σεαυτώ, λέγων «Μνήσθητι, Κύριε, ότι χους εσμέν άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσεί ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ και ούχ υπάρξει, και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβούμενους αυτόν»· και τοιουτοτρόπως δια της χάριτος του Θεού, δεν θέλεις αιχμαλωτισθή υπό του Πονηρού.

μδ. Παρακαλεί τον Κύριον μετά πόνου, όπως σοι χαρίση πνεύμα τελείας σωφροσύνης, ίνα και εις τας νυκτερινός φαντασίας διαφυγής τας επιβουλάς του Πονηρού, ως όταν τις διώκηται υπό θηρίου ή υπό πυρός, και πηδά από δώματος εις δώμα, δια να φλογισθή υπό του πυρός.

με. Καθώς δεν είναι δυνατόν άνευ κόπου ν' αγοράση τις γράμματα ή τεχνην δια χρημάτων, ούτω δεν είναι δυνατόν να γίνη τις μοναχός άνευ επιμελείας και μεγάλης υπομονής.

μστ. Καθώς έχεις την κεφαλήν προτιμοτέραν παρά πάντα τα λοιπά μέλη του σώματος σου, και είτε λίθος κατέλθη επάνω σου, είτε ρόπαλον, είτε ξίφος, τα λοιπά μέλη του σώματος προτείνεις, θέλων να προφύλαξης την κεφαλήν από την πληγήν, διότι γινώσκεις, ότι εκτός αυτής δεν είναι δυνατόν να ζήση τις· τοιουτοτρόπως ας ήναι προτιμότερα πάντων η πίστις της αγίας και ομοουσίου Τριάδος, διότι χωρίς αυτής να ζη τις την πραγματικήν ζωήν, είναι των αδυνάτων.

μζ. Εν όλη καρδία σου έλπιζε εις τον Κύριον, και θέλεις διαφύγει επιβουλάς κακούργων διότι δεν θέλει παραβλέψει ο Κύριος τους δουλεύοντας αυτόν.

μη. Επεθύμει η Αιγύπτια ν' απατήση τον φιλόθεον Ιωσήφ, και δια της βίας έσυρεν αυτόν προς τον διεστραμμένον σκοπόν ο δε νέος εδρόσιζε την ιδίαν ψυχήν δια της μνήμης του Παντοκράτορος, διό να μη καταφλεχθή υπό πυρός άνεμου· προεφύλαττε δε τας αισθήσεις, δια να μη δώση χώραν εις αλλότριους συλλογισμούς, και γίνη αιχμάλωτος υπό ασέμνου γυναικός· διότι εθεώρει πάντοτε αυτήν, ως παγίδα θανάτου˙ και υπομείνας τον πειρασμόν, έλαβε τον στέφανον, και έγεινε βασιλεύς της Αιγύπτου.

μθ. Εφαντάσθησαν οι παράνομοι της Βαβυλώνος να εξεγερθώσι κατά ψυχής οσίας, δια να μιάνωσιν αυτήν αισχρώς αυτή δε έχουσα βοηθόν τον Θεόν τον Ύψιστον, τούτους κατέβαλεν ευκόλως˙ συστήσαντες δε συνέδριον οι παράνομοι κατά της μακάριας, δια να την βλάψωσι, καθώς αυτοί ενόμιζον, δεν εγνώρισαν οι ανόητοι, ότι εν αυτώ έμελλον να δεχθώσιν απόφασιν θανάτου˙ διότι δεν θέλει εμπαιχθή ο ακοίμητος Οφθαλμός.

ν. Εν τη στενή και τεθλιμμένη οδώ ας βαδίσωμεν αδελφοί, ίνα γενόμενοι τίμιοι, φρουρόν εχομεν τον Θεόν.

να. Οι μαργαρίται πάντοτε φυλάττονται εις τα ενδότερα δωμάτια˙ τα δε άχρηστα σκεύη ρίπτονται εις τας πλατείας, ως κοπρία.

νβ. Εάν τις σε υβρίζη, και σοι είπη όσα κακά έπραξας, σεαυτόν μάλλον μέμφου, και ούχι εκείνον˙ διότι συ κατήσχυνας σεαυτόν δια των έργων, τα οποία δεν ηνέχθης ν' ακούσης δια του λόγου μόνον μη ζητής να σιωπήση ο άλλος δια της απειλής του θυμού˙ αλλά σεαυτόν διόρθωσον ίνα μη πράττης τα κακά˙ διότι η δυσωδία του έργου σε εφανέρωσε, διότι υπάρχεις επίβουλος της ψυχής σου.

νγ. Διάζευξον σεαυτόν από των αθεμίτων πράξεων δια της μετανοίας, και υβριστού κατηγορία ας μη σε φοβίση.

νδ. Ανθίστασε κατά της αμαρτίας, ω της ζωής εργάτα, και μη φοβού την παρουσίαν του πειρασμού˙ διότι δεν θέλει βλάψει η δοκιμή τον γενναίον αθλητήν.

νε. Πρέπει λοιπόν ημείς δια του θείου πυρός, ν' αντιστεκόμεθα εις το πυρ της αμαρτίας˙ καθώς η πλίνθος ενώ είναι ωμή, είναι αδύνατος και εύθρυπτος, όταν δε τεθή εις το πυρ και ψηθή, γίνεται πρόσκομμα του πυρός, και φραγμός του ύδατος˙ και καθώς εις πήλινον αγγείον είναι το ύδωρ, ούτω και η κάμινος κρατεί έσωθέν της την εξαφθείσαν φλόγα˙ αυτή δε η κάμινος εκ πλίνθων είναι κτισμένη.

νστ. Γενού και συ στιβαρός εις τους πειρασμούς, και εις τας θλίψεις, και ενάντιου εις εκκαιούσας ηδονάς, ίνα μη διαλυθής ως η ωμή πλίνθος υπό σταγόνων βροχής.

νζ. Μη νόμιζε αγαθόν, ό,τι συ ποιείς ως καλόν, αλλά το μαρτυρούμενον υπό ανδρών ευσεβών.

νη. Άκουε την φωνήν του Κυρίου, ίνα σε βοηθήση και τας χείρας του επιβάλη εις τους θλίβοντας σε, και τους εχθρούς σου ταπείνωση˙ δια να μη ακούσης ως παρήκοος. «Εξαπέστειλεν αυτούς κατά τας επιθυμίας των καρδιών αυτών, και θέλοισι πορευθή εις τας ιδίας αυτών βουλάς.

νθ. Αγωνίζου να μη δουλεύης εις το ίδιόν σου θέλημα˙ άλλ υπήκοος γενού εις τους φοβούμενους τον Κύριον˙ και δια του ελέους του Θεού, θέλουσι συντρίψει την κεφαλήν του Δράκοντος. Ενόσω δε υποτάσσεσαι ευκόλως εις τα ίδια σου θελήματα, γίνωσκε, ότι μακράν απέχεις της τελειότητος, και όσον απέχεις της τελειότητος, τοσούτον ανάγκην έχεις παιδείας και διδασκαλίας.

ξ. Υπόμεινον την θλίψιν εν Κυρίω, δια να σε περιλάβη χαρά˙ υπόμεινον τον κόπον δια να εύρης τον πλούσιον μισθόν.

ξα. Όστις φεύγει τον πόλεμον, ουδέ λάφυρα θέλει κρατήσει˙ και όστις φεύγει παιδείαν, δεν θέλει λάβει κληρονομίαν μετά των φρονίμων.

ξβ. Ανάβα εις ύψος και θέλεις Ιδεί τα γήινα πάντα ταπεινά και ευτελή˙ αφού δε καταβής εκ του ύψους, οικίσκον ασβεστωμένον θέλεις θαυμάσει.

ξγ. Ανάβα εις την γνώσιν, ω εργάτα της ευσέβειας, και ως όχημα θέλει σε βαστάξει, και εκ πολλών προσκομμάτων θέλει σε διαφυλάξει˙ διότι δεν θέλει αφήσει τον αγαπητόν αυτής να λέγη ή να πράττη προς καταστροφήν των ακουόντων.

ξδ. Οσμή γνώσεως εις άνδρα είναι το να αιτιάται εαυτόν πάντοτε˙ και ενώ αιτιάται εαυτόν, να μη κατακρίνη τον έτερον δια τα αυτά εγκλήματα.

ξε. Δια τούτο λοιπόν είναι αγνώμων ο ονειδίζων τον σύνδουλόν του˙ τον περιπεσόντα εις πειρασμόν μη κατακρίνης γελών, αλλά προσεύχου συνεχώς, να μη εισέλθης εις πειρασμόν διότι ο σκοτισθείς την καρδίαν υπό λαίλαπος λογισμών, και κατανικηθείς υπό παθών, άνθρωπον δεν εντρέπεται και Θεόν δεν φοβείται˙ και αν μεν ήναι δυνάστης, ευκόλως πράττει τα κακά˙ εάν δε ήναι ασθενής και πτωχός, θαρρών εις την δυστροπίαν του, αναισχύντως και αυτός πράττει τα κακά.

ξζ. Μη γίνου φιλήδονος και καταφρονητής˙ άκουε δε του Ιεροψάλτου βοώντος˙ « Αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν, ως εκλείπει καπνός, εκλιπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου Θεού˙ και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν.»

ξη. Έλαβες κελλίον, ω μοναχέ, προσεύχου συνεχώς εν ταπεινή καρδία, καθώς οι τρεις παίδες εν τη καμίνω του πυρός, και μη ποίησης σεαυτόν σπήλαιον ληστών, πράττων τα ασυγχώρητα, δια να μη αισχυνθής κατά την ημέραν της κρίσεως, ότε αποκαλύπτωνται τα κρυπτά των ανθρώπων.

ξθ. Ο αμελής κατά την ώραν του θερισμού, δεν θέλει έχει εις τον οίκον αυτού αφθονίαν σίτου˙ και ο καταφρονών εν τη παρούση ζωή, ευρίσκεται εκτός της παρηγοριάς των δικαίων εν καιρώ των αμοιβών.

ο. Έρχεται εις ημάς καιρός, αδελφοί, πλήρης φόβου και τρόμου οπότε αποκαλύπτονται όσα επράξαμεν εν κρύπτω και σκοτία˙ και ουαί εις την ψυχήν την μη έχουσαν τον Κύριον βοηθόν.

οα. Έλθετε, ας σκεφθώμεν φιλόχριστοι, αδελφοί, δια το τέλος εκάστου εξ ημών, πως διακείμενα εν τω ματαίω τούτω βίω˙ διότι είναι μάταιος ο διάγων μετά των ματαίως ζώντων, μακάριοι δε είσιν όσοι εμπορεύθησαν καλώς εις τούτον τον βίον.

οβ. Καθώς πλούσιος ανήρ όστις πλέει με ούριον άνεμον, και κείτεται εις στρώμα, και έχει τα όμματα προς τα άνω, και ελπίζει χαράν, και ίστανται μάγειροι ετοιμάζοντες τα φαγητά, και παρακολουθεί στίφος στρατιωτών, και επήλθεν εξαίφνης λαίλαψ, και συνετάραξε την θάλασσαν˙ και συνέτριψε το πλοίον, και αυτός μονώτατος απορριφθείς από κυμάτων εις νήσους ακατοίκητους γεμούσας θηρίων, κράζει και οδύρεται, και ουδείς ακούει αυτόν τύπτει το πρόσωπον, όλον το σώμα του ταράττεται, και καθ' εκάστην ώραν προσμένει τον θάνατον ο προ ολίγου σοβαρός τήκεται υπό του λιμού και του φόβου, και ξηραίνεται υπό της δίψης, και ουδείς τον παρηγορεί˙ ούτω και ημείς οι αμελείς πάσχομεν επί της ξηράς διότι ενώ τρυφώμεν εις τον μάταιον τούτον βίον, έρχεται αίφνης ο θάνατος, αρπάζει τον αμελή, τον ρίπτει εις φοβερούς τόπους, όπου θέλουσι κολασθή πάντες οι αμαρτωλοί, οι καταθρυνήσαντες πάντοτε τον ίδιον Δεσπότην.

ογ. Ας συλλογισθώμεν καλώς εις ποιον φόβον ευρίσκεται ο ύπό κυμάτων τιναχθείς εις τόπους ακατοίκητους, και μη έχων εντελώς παρηγορίαν τινός˙ λοιπόν ας συλλογισθώμεν εις ποίον φόβον ευρίσκεται ο ρηθείς αμαρτωλός εις τον τόπον της κολάσεως.

οδ. Η καρδία μου στενάζει, και οι οφθαλμοί μου επιθυμούσι δάκρυα, και η αμαρτία μου αιχμαλωτίζει τον νουν μου, δια να μη έλθω εις κατάνυξιν, και δεηθώ εις τον Κύριον μετά πικρών δακρύων, ίνα μη ριφθώ εις το σκότος το εξώτερον.

οε. Ο ελευθερώσας τον λαόν σου εκ χειρός του Φαραώ, και εκ καμίνου σιδηράς, και διασώσας αυτούς δια της Ερυθράς θαλάσσης, ελευθέρωσον και ημάς εκ των ανομιών ημών, όπως εύρωμεν χάριν ενώπιον σου, όταν μέλλης να κρίνης ζώντας και νεκρούς.

οστ. Ενόσω εις ημάς υπάρχει δύναμις ας δουλεύσωμεν τον Κύριον εν ευθύτητι καρδίας, ίνα εν καιρώ θλίψεως εύρωμεν αυτόν βοηθόν, ώστε να μας λύτρωση εκ μεγάλων κινδύνων.

οζ. Τους δουλεύοντας αυτόν εν καθαρώ καρδία θέλει δοξάσει δια δόξης απεριγράπτου˙ διότι η δόξα των αγίων δεν έχει τέλος.

οη. Κατέπιε το κήτος τον προφήτην Ιωννάν, δια προσταγής Θεού, και ως εις οίκον τινά εφυλάττετο εν τη κοιλία του κήτους˙ εβυθίσθη η κεφαλή του εις σχισμάς ορέων, και περιεκύκλωσεν αυτόν άβυσος βαθύτατη κατέβη εις γην, της οποίας οι μόχλοι είναι δυνατώτατοι˙ και εκεί προσευχόμενος εβόα, λέγων ούτω. «Ας αναβή εκ φθοράς η ζωή μου, Κύριε ο Θεός μου» ανέσχισεν η προσευχή τον βυθόν, έκοψε τον αέρα, ανέβη εις τους ουρανούς, και εισήλθεν εις τα ώτα του Κυρίου˙ μάλλον δε αυτός ο Κύριος ο πληρών τα σύμπαντα, δεν απείχε μακράν του γνησίου δούλου.

οθ. Προσέταξεν ο Θεός το κήτος, και εξέμεσε τον προφήτην Ιωνάν, και ως αν απέβη από πλοίον ήρχισε το κήρυγμα.

π. Τρίζουσιν οι αμαρτωλοί τους οδόντας των κατά των δικαίων πειρασμοί εφορμώσι˙ στεφανούνται οι όσιοι˙ αισχύνονται οι ασεβείς, οίτινες εβουλεύθησαν κακά κατά των αγίων του Θεού.

πα. Εδιώκετο ποτε από πονηράν γυναίκα Ηλιού ο Θεσβίτης, ο δε Κύριος δι ορνέου έτρεφε τον προφήτην. Εις δε τους αμαρτωλούς ήλθε πείνα μεγάλη.

πβ. Με άρμα πύρινον ανελήφθη ο προφήτης Ηλιού ˙ η δε άνομος Ιεζάβελ πεσούσα εκ του ύψους της οικίας της κατά γης κατεσυντρίφθη, και κατεβρώθη εις τας πλατείας της πόλεως.

πγ. Έβαλον οι παράνομοι τον προφήτην Ιερεμίαν εις τον λάκκον του βορβόρου, διότι δεν ανείχοντο να ακούσωσι λόγον θεοσέβειας. Ήκουσε την τόλμην αυτών ο Αβδεμέλεχ ο αιθίοψ, και επειδή ήτο καθαρός κατά την ψυχήν, και λαμπρός κατά την πίστιν, ήλεγξε τον βασιλέα Σεδεκίαν επί παρανομία˙ έλαβεν εξουσίαν, ανέσυρε τον προφήτην εκ του βορβόρου και έτυχεν ευλογίας.

πδ. Επήλθον οι Εχθροί εναντίον του λαού των Εβραίων, όστις εβασάνιζε πάντοτε τους προφήτας του Θεού, και παρεδόθη υπό του Θεού εις χείρας των εχθρών. Είδον οι εχθροί τον προφήτην του Θεού, τον έλυσαν εκ των δεσμών, και προσέφερον εις αυτόν δώρα˙ διότι εθεώρουν αυτόν ευσεβέστατον. Διό α καθώς ο βαστάζων τον λύχνον φωτίζει τους παρόντας, τοιουτοτρόπως και η αρετή λάμπει, βαστάζουσα πάντοτε την δόξαν.

πε. Έβαλον τον προφήτην Δανιήλ οι ασεβείς, διότι ήτο θεοσεβής, εις τον λάκκον των λεόντων, δια να καταφαγωθή παρ αυτών˙ και δεν εγνώρισαν οι άνομοι, ότι τούτο ήθελε τους καταισχύνει˙ ο δε Κύριος δια χειρός Αββακούμ, και δι αγίου αγγέλου εις τον πιστόν δούλον του απέστειλε φαγητόν. Τα δε άγρια θηρία αφού είδον τον προφήτην εις το μέσον των, έσκυψαν και προσεκύνησαν αυτόν διότι δύναμις ουράνιος έφραξε τα στόματα των λεόντων, δια να μη βλάψωσι τον δίκαιον.

πς. Ανέσυραν τον προφήτην από του μέσου των θηρίων, και εξηλέγχετο εκ τούτου η ασέβεια αυτών, διότι είδον αυτόν ως νυμφίον εξελθόντα του νυμφικού θαλάμου, ακτινοβολούν τα κατά το πρόσωπον, και λάμποντα εκ δόξης.

πζ. Δικαίως εδίσταζον οι Βαβυλώνιοι μήπως τάχα ησθένησαν τα άγρια θηρία, ώστε δεν ηδύναντο να τρώγωσι σώματα ανθρώπων διότι ενώ έμεινεν επτά ημέρας ο εκλεκτός του Θεού μεταξύ των επτά λεόντων, ουδεμία βλάβη ευρέθη εις αυτόν. Την δε εβδόμην ημέραν ήλθεν ο βασιλεύς να πενθήση τον δίκαιον κύψας δε εις τον λάκκον, βλέπει αυτόν καθήμενον ως ποιμένα μεταξύ των προβάτων του. Δια τούτο δικαίως αμφέβαλλον οι άπιστοι δια την σωτηρίαν του. Ότε όμως ερρίφθησαν εις τον λάκκον οι εχθροί του δικαίου, και είδον αυτούς, ότι εσπαράχθησαν μεληδόν, και τα οστά των ελεπτύνθησαν, εθαύμασαν καθ' υπερβολήν και εβόησαν. «Ισχυρός και μέγας είσαι, Κύριε, ο Θεός του Δανιήλ!»

πη. Οι τρεις παίδες Ανανίας, Αζαρίας και Μισαήλ, επειδή δεν επροσκύνησαν την χρυσήν εικόνα του Ναβουχοδονόσορος, αφού εδέθησαν δυνατά, ερρίφθησαν εις την ανημμένην κάμινον˙ το δε πυρ δεν ετόλμησε να εγγίση τας τρίχας των˙ άλλ' εξελθούσα η φλόξ κατέκαυσεν εκείνους, οίτινες ήναψαν και επύρωσαν την κάμινον.

πθ. Ταύτα λοιπόν συλλογιζόμενοι, ω γνήσιοι αδελφοί, ας μη ευρεθώμεν αδόκιμοι εις τον καιρόν των πειρασμών διότι μεγαλύνονται οι θεοφιλείς.

Υ. Ενόσω εχομεν δύναμιν ας δουλεύωμεν τον Κύριον μετά φόβου, και ευθείας καρδίας, και καλής προαιρέσεως˙ ίνα βοηθήση την ασθένειαν ημών, και αναδείξη ημάς στεφανηφόρους εις την βασιλείαν αυτού.

Αμήν





Πηγή: http://www.egolpion.com/

Όσιος Ευάγριος ο Ποντικός

$
0
0
Σύντομη βιογραφία

Ο σοφός και λόγιος Ευάγριος είχε ακμάσει γύρω στο έτος 380. Χειροτονήθηκε αναγνώστης από το Μ. Βασίλειο, και από τον αδελφό του Μ. Βασιλείου, το Γρηγόριο Νύσσης, χειροτονήθηκε διάκονος. 


Διδάχτηκε τα ιερά γράμματα από το Γρηγόριο το Θεολόγο, τον όποιον έγινε Αρχιδιάκονος, όταν ήταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα με την πληροφορία του Νικηφόρου Καλλίστου (βιβλίο ια', κεφάλ. μβ'). Κατόπιν αφού εγκατέλειψε τον κόσμο, ασπάστηκε το μοναχικό βίο. Προικισμένος με οξύτητα νου και με δεινότητα διατυπώσεως, μας άφησε πολλά και διάφορα συγγράμματα.

Ύστερα από μια ρομαντική περιπέτεια και κατά σύσταση της αγίας Μελάνης της Ρωμαίας, ο Ευάγριος από τον Πόντο, γι' αυτό και Ποντικός καλούμενος, αναχώρησε για την έρημο της Αιγύπτου και υποτάχθηκε στον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο. Πρόκειται για τον αρχιδιάκονο που χειροτόνησε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης και υπηρέτησε τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο όταν πατριάρχευσε για λίγο διάστημα στην Κωνσταντινουπολη και από τον οποίο στοιχειώθηκε στα θεολογικά γράμματα. Άνδρας με εξαιρετική ευφυΐα, που ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τον αναγνωρίζει ως «λεπτόν εις το νοήσαι και δεινόν εις το φράσαι».

Έγινε περιβόητος σε όλη την Ανατολή και θεωρείται ότι άσκησε αποφασιστική επίδραση στην διαμόρφωση της ασκητικής παραδόσεως και ίσως συγκαταλεγόταν μεταξύ των οσίων της ερήμου, αν τα ωριγενιστικά του φρονήματα δεν τον καθιστούσαν αμφίβολο, που γι' αυτό τον λόγο τον καταδίκασε η Ε' οικουμενική Σύνοδος.

Το γεγονός ότι τα πολλαπλά έργα του βρίσκονται μέσα στην πνευματική παράδοση, δίνει το μέτρο της αξίας του, γι' αυτό και οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας έχουν συμπεριλάβει τη «Μοναχική Υποτύπωση», «Κεφάλαια περί διακρίσεως παθών και λογισμών», όπως και πέντε Κεφάλαια από τα Νηπτικά του, που το περιεχόμενο, η δομή τους, οι οξείες πνευματικές παρατηρήσεις του και οι λεπτές διακρίσεις του επάνω στα ψεκτά πάθη, τους λογισμούς και τις αρετές, τον έχουν καταστήσει διάσημο στην Ανατολή και τη Δύση.

Όπως όλοι οι ασκητικοί και νηπτικοί Πατέρες, έτσι και ο Ευάγριος, αναχωρώντας από τις προϋποθέσεις της ευαγγελικής διδασκαλίας και μέσα στα πλαίσια της μέχρι τότε πνευματικής παραδόσεως, στρέφεται συνεχώς γύρω από τα προβλήματα των λογισμών, των παθών της ψυχής και των αρετών. Η διδασκαλία του απευθύνεται κυρίως προς τους ησυχαστές και κατ' επέκταση προς όλους τους μοναχούς και υποδεικνύει τρόπους ασκήσεως, αποκαλύπτει τις μεθοδείες των δαιμόνων, αναλύει την φύση των ψυχικών παθών και προτείνει τα μέσα αντιμετωπίσεώς τους.

Ο λόγος του σαφής, βαθύς, κοφτερός, διεισδυτικός, με αισθητή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τον έχει αναδείξει σε κορυφαίο δάσκαλο της ασκητικής και ησυχαστικής παραδόσεως, μέχρι του σημείου, ώστε ο διάσημος σύγχρονος μας Ρώσος θεολόγος, μακαρίτης ήδη, Γεώργιος Φλωρόφσκυ να τον θεωρεί ως υπόδειγμα εμπειρίας και σκέψεως του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή.

Όλη η μέχρι σήμερα ησυχαστική παράδοση παρουσιάζει μια θαυμαστή ενότητα, φυσικά με τις παραλλαγές της, μέσα στην οποία είναι ενσωματωμένη η διδασκαλία του Ευαγρίου.

Παρά το γεγονός ότι ορισμένα ακραία σημεία της δεν γίνονται δεκτά από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, όμως στην Κλίμακα του μπορεί κανείς να διακρίνει Ευαγριακές θέσεις και εκφράσεις, έστω και αν τον αποκαλεί «θεήλατο», ίσως περισσότερο για τα καταδικασθέντα ωριγενικά του φρονήματα.

Εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι τα αποδιδόμενα στον άγιο Νείλο τον Ασκητή «153 Κεφάλαια περί προσευχής», ανήκουν, υπό την πίεση ιστορικών και φιλολογικών στοιχείων, στον Ευάγριο τον Ποντικό, τα οποία παρουσιάζουν πλήρη σχεδόν εναρμόνιση με τη ρωμαλέα και κάπως ελληνική σκέψη του. Άλλωστε ο ίδιος παραπέμπει στα 153 κεφάλαια με τη φράση: «Τις δε και η αιτία του τα νοήματα των αισθητών πραγμάτων χρονίζοντα, διαφθείρειν την γνώσιν, εν τοις περί Προσευχής Κεφαλαίοις ελέχθη». Άλλα κεφάλαια περί προσευχής δεν έγραψε πλην των 153.

Σαν ασκητής με πλούσιες ησυχαστικές και πνευματικές εμπειρίες, ο Ευάγριος μπορεί να θεωρηθεί ως αυτός που ανέπτυξε περισσότερο τη δαιμονολογία των ερήμων και αποκάλυψε τις πιο καταπληκτικές και πιο απίθανες μεθοδείες των πονηρών πνευμάτων, για την περιγραφή των οποίων, όπως γράφει ο ίδιος, αισχύνεται.

Όπως ήδη σημειώσαμε, ο Ευάγριος έχει ασκήσει σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της μεταγενέστερης ησυχαστικής γραμματείας που αναφέρεται στα θεμελιώδη πάθη, ώστε συγγράμματα μεταγενεστέρων ασκητικών πατέρων να θεωρούνται μεταγραφή από τα έργα του, κατά την κρίση συγχρόνων καλών θεολόγων.

Τα περιληφθέντα στη Φιλοκαλία ανθολογήματα από τα έργα του, μπορεί να θεωρηθούν ως τα πιο αντιπροσωπευτικά των βαθύτατων πνευματικών εμπειριών του, της ευρύτατης σκέψεως του και των θαυμαστών και καθαρών συλλήψεών του, που θα ήταν αρκετά αυτά να τον κατατάξουν μεταξύ των Πατέρων της Έρημου, αν, όπως ήδη σημειώσαμε, δεν παγιδευόταν από τα γοητεύοντα την ελληνική σκέψη του ωριγενικά φρονήματα.

Πηγές της διδασκαλίας του Ευαγρίου αποτελούν οι Γραφές. Οι αναφορές στο τετραυάγγελο, στους Αποστόλους, στο ψαλτήρι και στους Προφήτες είναι πυκνότατες, για να θεμελιώσει τις πνευματικές και ασκητικές εμπειρίες του, που ανακεφαλαιώνονται στις θεμελιώδεις ασκητικές πράξεις νηστείας, αγρυπνίας, προσευχής, στην καθαρότητα της ψυχής από ακάθαρτους λογισμούς και στη μελέτη των αγίων Γραφών. Και «τότε, λέει, θα ανατείλει στην καρδιά σου απάθεια και θα δεις στην προσευχή σου νου αστεροειδή».





Πηγή: http://www.egolpion.com/

Οι Πνευματικές Θεωρίες - ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΡΙΑΤΣΙΑΝΙΝΩΦ

$
0
0
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΖ)
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΤΟΜΟΣ Α'

Οι άγιοι Δημήτριος του Ροστώφ και Τύχων του Βορονέζ ασκούντο σε πνευματικές θεωρίες:


σε άγιες σκέψεις γύρω από την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, την επίγεια ζωή Του, τα φρικτά και σωτήρια πάθη Του, την ένδοξο Ανάστασή Του και Ανάληψή Του.
σε σκέψεις γύρω από τον άνθρωπο, τον προορισμό του, την πτώση του, την αναγέννησή του από τον Λυτρωτή, και γύρω από όλα τα βαθειά μυστήρια του Χριστιανισμού.


α. Οι πνευματικές θεωρίες είναι επικίνδυνες

Τις ιερές αυτές σκέψεις, ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, καθώς και άλλοι ασκητικοί συγγραφείς, τις κατατάσσει στις πνευματικές θεωρίες, και στην κατηγορία των θεωριών τις προσδιορίζει στον τέταρτο βαθμό.

Πνευματική θεωρία είναι η θέα κάποιου μυστηρίου και φανερώνεται στον ασκητή, όπως το βλέπομε στα έργα του οσίου Πέτρου, ανάλογα με την κάθαρσή του και με την μετάνοια του.

Η μετάνοια έχει δικά της στάδια. Και οι πνευματικές θεωρίες δικούς τους βαθμούς. Τα μυστήρια του χριστιανισμού αποκαλύπτονται στον ασκητή βαθμιαία, ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση. Οι πνευματικές θεωρίες, ή ευσεβείς σκέψεις, των αγίων Δημητρίου και Τύχωνος, εκφράζουν την πνευματική τους κατάσταση. Όποιος επιθυμεί να ασκηθή σε πνευματικές θεωρίες, ας διαβάζει τα συγγράμματά τους και τότε στις θεωρίες του δεν θα κινδυνεύει να πέσει σε πλάνη και θα του είναι πολύ ωφέλιμες στην ψυχή.

Μα, προσοχή!Εάν ο ασκητής δεν έχει καθαρθήμε την μετάνοια και δεν έχει ακριβή γνώση της Πίστεως, η θεωρία θα τον ζημιώσει. Ο αληθινός ασκητής δεν επιτρέπει ποτέ στον εαυτό του ισχυρόγνωμες σκέψεις, που σίγουρα είναι καρπός πλάνης και γι' αυτό φέρνουν επιβλαβή αποτελέσματα πλάνης και τον οδηγούν στον γκρεμό, στην πτώση.

Οι άγιοι είχαν μάθει πολύ καλά, με ακρίβεια ακόμη και στις λεπτομέρειες, την Ορθόδοξη θεολογία. Και γι' αυτό, μπόρεσαν με την άγια τους ζωή, να ανέβουν στο ύψος της χριστιανικής τελειότητας. Η πνευματική θεωρία ήταν γι' αυτούς κάτι το φυσικό. Μα δεν είναι καθόλου φυσικό για τον «ασκητή», που δεν έχει ούτε την στοιχειώδη γνώση της θεολογίας και δεν έχει καθαρθή με την μετάνοια. Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες απαγόρευαν στους αρχαρίους και γενικά ατούς μοναχούς, που δεν είχαν προετοιμασθή με την μελέτη και με τον κατάλληλο τρόπο ζωής, να ασχολούνται με την «θεωρία».

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει: «Δογμάτων βυθός, βαθύς νους δε ησυχαστού άλλεται ουκ ακινδύνως εν αυτοίς. Ουκ ασφαλές μετ' εσθήτος νήχεσθαι ουδέ πάθος έχοντα, θεολογίας άπτεσθαι» (Λόγος ΚΖ', 9).

Με άλλα λόγια:

«Τα δόγματα είναι πολύ βαθειές έννοιες. Είναι σαν ένας ανεξερεύνητος θαλάσσιος βυθός σαν ένας βαθύς βυθός. Ο νους του ησυχαστού "βουτάει" συνεχώς σ' αυτόν τον βυθό. Μα αυτό δεν είναι κάτι το ακίνδυνο. Όπως δεν μπορείς να το έχεις σίγουρο ότι θα γλυτώσεις, άμα κολυμπάς ντυμένος, έτσι δεν πρέπει να ελπίζεις και ότι θα πάς καλά, αν παρ' ότι εξακολουθείς να έχεις κάποιο πάθος, τολμάς και ασχολείσαι με την θεολογία».
Αυτά τα λόγια είναι προειδοποίηση για τους ησυχαστές. Και ησυχαστές επιτρέπεται να γίνωνται μόνο οι δόκιμοι, οι πεπειραμένοι μοναχοί.


β. Η πλάνη

Την παλαιότερη εποχή πολλοί μοναχοί έπεσαν σε ολέθριες πλάνες, αποκλειστικά και μόνο επειδή επέτρεψαν στον εαυτό τους να ερευνήσουν δόγματα επάνω από τις δυνάμεις τους. «Μοναχός ταπεινόφρων», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης, «ου πολυπραγμονήσει άρρητα, ο δε υπερήφανος πολυπραγμονήσει κρίματα» (Λόγος ΚΕ', 11).

Με απλά λόγια: «Ο ταπεινόφρων μοναχός ποτέ δεν θα τολμήσει να ασχοληθή με τα άρρητα θεία μυστήρια, θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να εμβαθύνει σ' αυτά! Αντίθετα, ο υπερήφανος αυτό θα το αποτολμήσει! θα προσπαθήσει ακόμη και τα κρίματα του Θεού να αποσαφηνίσει φορτώνοντας την ψυχή του κρίμα».

Πράγματι! Για εκείνον που είναι πνευματικά ανώριμος και ακατάλληλος για τέτοιο έργο, η επιθυμία να αναχωρήσει σε πνευματικές θεωρίες είναι υποβολή αλαζονείας, δηλ. είναι καρπός μιας υπερήφανης και ασύνετης επιθυμίας. Άσκησε τον εαυτό σου στην προσευχή και στην μελέτη για την οικοδόμηση της ψυχής σου. Και τότε η άσκησή σου θα γίνει μόνη της πνευματική θεωρία και μάλιστα ασφαλής και ευπρόσδεκτη στον Θεό.

Όταν τα αισθητήρια της οράσεως, τα μάτια μας, θεραπευθούν από την τύφλωση, βλέπομε, γιατί βλέπομε με τα αισθητήρια όργανα μας. Έτσι και όταν ο νους μας καθαρθή από την αρρώστιατης αμαρτίας, αρχίζει εντελώς φυσικά να βλέπει τα μυστήρια του χριστιανισμού. Έχετε εμπιστοσύνη στον Θεό. Τίποτε δεν πάει χαμένο. Αν είναι καλό για σένα και γενικά για τον Χριστιανισμό, να γίνεις θεατής και διδάσκαλος των άρρητων μυστηρίων, ο Θεός οπωσδήποτε θα σου το δώσει αυτό το χάρισμα.Μα αν κάτι τέτοιο δεν είναι θέλημα του Θεού για σένα, άφησε το και αγωνίσου για εκείνο που είναι θέλημα του Θεού, δηλαδή, για τη σωτηρία σου.

Προσπάθησε να αποκτήσεις καθαρή προσευχή: συνδυασμένη με το αίσθημα της μετάνοιας και του πένθους, με την μνήμη θανάτου, με την κρίση του Θεού και με τα τάρταρα του άδη όπου καίουν αιώνιες φλόγες και βασιλεύει το αιώνιο σκοτάδι. Με τέτοια προσευχή δεν θα κινδυνεύσεις ποτέ, να πέσεις σε πλάνη.

Αυτή η προσευχή είναι η πιο καλή προϋπόθεση της πνευματικής θεωρίας. Αυτή μας δίνει τη μεγαλύτερη ψυχική ωφέλεια.





Πηγή: http://www.egolpion.com/

Ευάγριος ο Ποντικός: Μοναχική υποτύπωση που διδάσκει πως πρέπει να εκτελείται η άσκηση και η ησυχία.

$
0
0
Στο βιβλίο του προφήτη Ιερεμία λέγεται το εξής• «Να μην πάρεις γυναίκα σ' αυτόν τον τόπο, γιατί λέει ο Θεός για τα αγόρια και τα κορίτσια που γεννιούνται σ' αυτόν τον τόπο, ότι θα αρρωστήσουν και θα πεθάνουν». 


Τούτο είναι ένδειξη εκείνου που λέει ο Απόστολος• «Εκείνος που ήρθε σε γάμο φροντίζει για τα κοσμικά και πως να αρέσει στη γυναίκα και διαφέρει από τον άγαμο• και η γυναίκα που παντρεύτηκε φροντίζει τα του κόσμου και πως να αρέσει στον άνδρα». Και είναι φανερό ότι εκείνο που είπε ο Θεός στον προφήτη Ιερεμία, το ότι δηλ. «θα αρρωστήσουν και θα πεθάνουν», δεν το είπε μόνο για τα αγόρια και τα κορίτσια που θα γεννηθούν από το γάμο, αλλά ότι και οι σαρκικοί λογισμοί και οι επιθυμίες, που γεννιούνται μέσα στη καρδιά, μέσα στο νοσηρό και άρρωστο και διεφθαρμένο φρόνημα του κόσμου τούτου, θα πεθάνουν και αυτοί και δε θα κληρονομήσουν την επουράνια ζωή. «Ενώ ο άγαμος», λέει ο Απόστολος, «μεριμνά τα του Κυρίου, πως θ' αρέσει στον Κύριο» και πως να γεννήσει τους αειθαλείς και αθάνατους καρπούς της αιώνιας ζωής.

Τέτοιος είναι ο μοναχός. Και τέτοιος πρέπει να είναι. Να απέχει από γυναίκα, να μη γεννά γιο ή θυγατέρα με την έννοια που είπαμε, αλλά να είναι σε όλη του τη ζωή στρατιώτης του Χριστού, ασώματος και αμέριμνος, μακριά από κάθε ανάμιξη σε σκέψεις ή υποθέσεις του κόσμου, όπως λέει και ο Απόστολος• «Κανένας που στρατολογείται δεν μπλέκει στα προβλήματα της ζωής, για να αρέσει σ' αυτόν που τον στρατολόγησε». Σ' αυτή την κατάσταση να βρίσκεται ο μοναχός, αφού μάλιστα εγκατέλειψε όλα τα υλικά πράγματα του κόσμου και τρέχει προς τα καλά και ωραία τρόπαια της ησυχίας. Γιατί η άσκηση της ησυχίας είναι πολύ ωραία και καλή. Πράγματι πολύ ωραία και καλή. Ο ζυγός της είναι χρηστός και το φορτίο της ελαφρό. Γλυκός ο βίος της ησυχίας, η πράξη τερπνή.

Θέλεις λοιπόν αγαπητέ, να αναλάβεις το ζυγό του μοναχικού βίου και να σπεύδεις προς τα τρόπαια της ησυχίας; Άφησε τις φροντίδες του κόσμου, τις αρχές και τις εξουσίες, δηλαδή φύγε από την υλη, γίνε απαθής, έξω από κάθε επιθυμία, για να μπορέσεις έξω από αυτά τα περιστατικά να ησυχάσεις όπως πρέπει. Γιατί αν δε βγάλει κανείς τον εαυτό του έξω από αυτά, δε θα μπορέσει να επιτύχει αυτή την πολιτεία. Και αν για χάρη της φιλοξενίας σου έρθει λογισμός για πολυτελή φαγητά, άφησε τον κατά μέρος και μη πεισθείς διόλου σ' αυτόν, γιατί σου στήνει ενέδρα ο διάβολος• σου στήνει ενέδρα για να σε απομακρύνει από την ησυχία. Έχεις τον Κύριο Ιησού που κατηγορεί την ψυχή που φροντίζει για τέτοια, τη Μάρθα, και λέει• «Φροντίζεις και κοπιάζεις για πολλά, ενώ ένα είναι αναγκαίο», δηλαδή η ακρόαση του θείου λόγου. Γι' αυτό και λέει στη συνέχεια, «Ενώ η Μαρία διάλεξε το καλό μερίδιο που δε θ' αφαιρεθεί απ' αυτήν».

Έχεις και το παράδειγμα της χήρας στα Σαρεφθά, με τι φιλοξένησε τον προφήτη. Και αν έχεις μόνον ψωμί, και αν έχεις μόνον αλάτι, και αν μόνο νερό, μπορείς με αυτά να έχεις το μισθό της φιλοξενίας. Και αν δεν έχεις ούτε αυτά, και μόνον με καλή καρδιά υποδεχτείς τον ξένο και τον ωφελήσεις με τα λόγια σου, μπορείς επίσης να λάβεις το μισθό της φιλοξενίας. Έχει λεχθεί, ότι, «Ο λόγος είναι καλό μεγαλύτερο από δώρο». Τέτοια πρέπει να φρονείς ως προς το ζήτημα της ελεημοσύνης. Μην επιθυμήσεις πλούτο για να κάνεις ελεημοσύνη στους φτωχούς. Γιατί και αυτό είναι άπατη του πονηρού που έρχεται από κενοδοξία και βάζει το νου να ανακατεύεται με πολλά πράγματα. Η χήρα του Ευαγγελίου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κυρίου Ιησού, μόνο με δυο λεπτά ξεπέρασε την προαίρεση και τη δύναμη των πλουσίων, γιατί εκείνοι έριχναν στο γαζοφυλάκιο (χρηματοκιβώτιο) για τους φτωχούς από εκείνα που τους περίσσευαν, ενώ η χήρα έριξε όλα όσα είχε. Όσον άφορα στα ρούχα, μην επιθυμήσεις να έχεις πολλά. Προνόησε μόνο για όσα χρειάζονται στο σώμα.

Άφησε στον Κύριο τη μέριμνα σου και Αυτός θα φροντίσει για σένα, γιατί Αυτός νοιάζεται για μας. Αν έχεις ανάγκη από τροφές ή ρούχα, μην ντραπείς να δεχτείς ό,τι οι άλλοι σου προσφέρουν. Το να μη τα δεχτείς είναι είδος υπερηφάνειας. Και αν και συ έχεις περισσεύματα, δίνε σ' εκείνον που στερείται. Έτσι θέλει ο Θεός να οικονομούνται τα τέκνα Του, να δίνει ο ένας στον άλλο. Γι' αυτό ο Απόστολος γράφει• «Το περίσσευμα σας να συμπληρώνει το υστέρημα εκείνων, ώστε και το περίσσευμα εκείνων να συμπληρώσει το δικό σας υστέρημα και να γίνει ισότητα, όπως είναι γραμμένο: Όποιος είχε πολλά, δεν περίσσεψε• κι οποίος είχε λίγα, δεν στερήθηκε». Έχοντας λοιπόν τα αναγκαία για τον παρόντα καιρό, μη μεριμνάς για το μέλλον ούτε για μια ημέρα ή εβδομάδα ή μήνες. Όταν ξημερώσει η αυριανή ημέρα, θα σου δώσει αυτή τα απαραίτητα, όταν μάλιστα εσύ ζητάς τη βασιλεία των ουρανών και τη δικαιοσύνη του Θεού, όπως λέει ο Κύριος• «Ζητείτε τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, και όλα αυτά θα σας δοθούν επιπλέον».

Μην αποκτήσεις δούλο, μην τυχόν ο εχθρός μέσω αυτού προκαλέσει σκανδαλισμό και θορυβήσει το πνεύμα σου και ζητήσεις πολυτελέστερες τροφές. Τότε δε θα μπορέσεις να φροντίζεις μόνο για τον εαυτό σου. Και αν ακόμη παρακινηθείς σε τέτοιο λογισμό για χάρη της σωματικής αναπαύσεως, εσύ να σκέφτεσαι το καλύτερο• και αυτό είναι η πνευματική ανάπαυση. Επειδή πράγματι η πνευματική ανάπαυση είναι ανώτερη από τη σωματική. Και αν ακόμη σου έρθει η σκέψη να πάρεις δούλο για να τον ωφελήσεις, μην πεισθείς σε ένα τέτοιο λογισμό. Γιατί αυτό δεν είναι δικό μας έργο, αλλά των κοινοβιατών πατέρων. Μόνο για τον εαυτό σου να φροντίζεις και ν' αγωνίζεσαι στη ζωή της ησυχίας. Μη θελήσεις να συγκατοικήσεις με ανθρώπους που έχουν υλικό φρόνημα και βρίσκονται σε περισπασμούς• η μόνος σου να κατοικείς, η μαζί με αδελφούς που δεν φρονούν τα υλικά, αλλά έχουν το ίδιο φρόνημα με σένα.

Εκείνος που κατοικεί με ανθρώπους υλόφρονες και πολυάσχολους, οπωσδήποτε θα λάβει μέρος στις ασχολίες τους και θα γίνει δούλος ανθρωπίνων διαταγών, κι ακόμη θα λάβει οπωσδήποτε μέρος σε ματαιολογίες και σε όλα τα άλλα δεινά τους, οργή, λύπη, μανία για τα υλικά και φόβο των σκανδάλων. Και μη συμπαρασυρθείς σε μέριμνες γονέων και συγγενικές φιλίες, αλλά και τις συνεχείς συναναστροφές μαζί τους να αποφεύγεις μήπως σε αρπάξουν και σε αποτραβήξουν από την ησυχία του κελιού σου και σε φέρουν στις δικές τους υποθέσεις και περισπασμούς. Γιατί ό Κύριος λέει• «Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους και συ ακολούθησε με».

Αν το κελί σου είναι σε τέτοιο μέρος ώστε να το φτάνουν εύκολα, φύγε από αυτό και μην το λυπηθείς και μην παρασυρθείς από την αγάπη προς αυτό. Όλα κάνε τα και κατόρθωνε τα, για να μπορέσεις να ησυχάσεις και να ευκαιρείς και να φροντίζεις να βρεθείς μέσα στο θέλημα του Θεού και στον αγώνα κατά των αοράτων εχθρών. Αν δεν μπορείς εύκολα να ησυχάσεις στα μέρη σου, τότε πάρε την απόφαση να πας άλλου όπου θα είσαι άγνωστος, και πάνω σ' αυτή τη σκέψη να παρορμάς το λογισμό σου. Γίνε σαν ένας άριστος έμπορος, δοκιμάζοντας τα πάντα για την ησυχία και όσα είναι ήσυχα και χρήσιμα, αυτά να τα κρατάς με όλη σου τη δύναμη. Αλλά σου λέω, αγάπα τον ξενιτεμό, γιατί αυτός σε γλυτώνει από τα δεινά περιστατικά της πατρίδας σου και σε κάνει να απολαμβάνεις μόνο τα καλά της ησυχίας. Απόφευγε τη διαμονή στις πόλεις και εγκαρτέρησε στη διαμονή στην έρημο. Γιατί λέει ό άγιος Δαβίδ• «Να, έφυγα μακριά• εγκαταστάθηκα στην έρημο». Αν είναι δυνατό, διόλου μην πατήσεις σε πόλη. Γιατί δε θα δεις εκεί τίποτε το καλό, τίποτε το χρήσιμο, τίποτε που να σε ωφελήσει στην ασκητική σου ζωή. Γιατί λέει πάλι ο άγιος: «Είδα να επικρατεί στην πόλη παρανομία και αντιλογία».

Να επιζητείς λοιπόν τους ερημικούς και χωρίς περισπασμούς τόπους. Μη δειλιάσεις από το βούισμά τους. Αν δεις εκεί και φαντασίες δαιμόνων, μη φοβηθείς, ούτε να αποφύγεις το στάδιο της ψυχικής μας ωφέλειας. Υπόμεινε χωρίς φόβο και θα δεις τα μεγαλεία του Θεού, τη βοήθεια, την φροντίδα Του, και όλη την πληροφορία περί της σωτηρίας σου. «Περίμενα υπομονετικά -λέει ο μακάριος άνθρωπος (Δαβίδ)- αυτόν που θα μ' έσωζε από λιποψυχία και από καταιγίδα». Μη νικήσει την προαίρεσή σου επιθυμία ρεμβασμού, γιατί η περιπλάνηση με επιθυμία μεταβάλλει τον άκακο νου. Από τον ρεμβασμό πολλοί πειρασμοί προκύπτουν. Να φοβάσαι το σφάλμα και να είσαι στέρεος και αμετακίνητος στο κελί σου.

Αν έχεις φίλους, απόφευγε τις συχνές συναντήσεις τους. Γιατί αν τους συναναστρέφεσαι αραιά, θα είσαι πιο ωφέλιμος σ' αυτούς. Αν καταλάβεις ότι θα σε βλάψουν, καθόλου μην πλησιάσεις. Φίλους πρέπει να έχεις αυτούς που ωφελούν και βοηθούν στον ησυχαστικό σου βίο. Απόφευγε τις συναναστροφές των πονηρών και φιλόνικων ανθρώπων και μη συγκατοικήσεις με κανένα από αυτούς. Μένε μακριά από τις πονηρές προθέσεις τους, γιατί ούτε του Θεού γίνονται, ούτε καν παραμένουν κοντά. Οι φίλοι σου να είναι άνδρες ειρηνικοί, αδελφοί πνευματικοί, πατέρες άγιοι. Γιατί και ο Κύριος έτσι ονομάζει τους φίλους αυτούς• «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που κάνουν το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου». Με ανθρώπους που απασχολούνται εδώ κι εκεί, μη συναναστρέφεσαι. Μην πας μαζί τους σε συμπόσιο, μην τυχόν και σε τραβήξουν στις απατηλές ασχολίες τους και σε οδηγήσουν μακριά από την προσήλωση σου στο έργο της ησυχίας. Γιατί μπορούν να το κάνουν αυτό. Μη βάζεις το αυτί σου στα λόγια τους, και μην παραδεχτείς τις γνώμες τους, γιατί είναι πράγματι επιζήμιες. Ο πόνος και ο πόθος της καρδιάς σου να στρέφονται προς τους πιστούς της γης για να ζηλέψεις το πένθος τους. «Τα μάτια μου στρέφονται στους πιστούς της γης για να καθίσουν μαζί μου», λέει ο Δαβίδ. Και αν κανείς από εκείνους που ζουν σύμφωνα με την αγάπη του Θεού σε προσκάλεσε να φάτε μαζί, και θέλεις να πας, πήγαινε, αλλά γύρισε το ταχύτερο στο κελί σου. Αν είναι δυνατό, μη κοιμηθείς ποτέ έξω από το κελί σου για να μείνει για πάντα μαζί σου η χάρη της ησυχίας και θα εκτελείς την ησυχαστική εργασία στο κελί σου χωρίς εμπόδια.

Μην επιθυμείς τα καλά και δαπανηρά φαγητά «οποία σπαταλά, πέθανε αν και είναι ζωντανή», γράφει ο Απόστολος. Μη χορτάσεις με ξένα φαγητά, για να μην τα επιθυμείς και σου έρθει πόθος για τα ξένα τραπέζια, γιατί είναι γραμμένο• «Μην ξεγελαστείς από το χόρτασμα της κοιλιάς σου». Αν δεις ότι σε προσκαλούν συνεχώς έξω από το κελί σου, απόφευγε να πηγαίνεις, γιατί είναι επιζήμια η παραμονή έξω από το κελί σου• αφαιρει τη χάρη, σκοτίζει το φρόνημα, μαραίνει το θειο πόθο. Παρατήρησε ένα κεραμικό σκεύος γεμάτο κρασί• όταν μείνει πολύ καιρό σε ένα μέρος ασάλευτο, κάνει το κρασί καθαρό και ευωδιαστό, όταν όμως μετακινείται εδώ και εκεί, τότε το κρασί γίνεται στυφό και αηδιαστικό. Παρομοίασε τον εαυτό σου λοιπόν με το κρασί και ωφελήσου από το παράδειγμα αυτό. Κόβε τις σχέσεις με τους πολλούς, μήπως ο νους σου περιπέσει σε δεινά περιστατικά και ταράξει την ησυχαστική σου κατάσταση.

Φρόντιζε να εργάζεσαι αν είναι δυνατόν ημέρα και νύχτα, για να μην επιβαρύνεις κανέναν ή μάλλον και για να δίνεις σε άλλους, όπως συμβουλεύει ο Απόστολος Παύλος, για να νικήσεις έτσι και τον δαίμονα της ακηδίας και να αποδιώξεις και όλες τις άλλες επιθυμίες του εχθρού. Γιατί στην αργία είναι προσαρμοσμένος ο δαίμονας της ακηδίας, και όπως λένε, περικυκλώνεται από επιθυμίες όποιος δεν έχει εργασία. Από την εμπορική δοσοληψία δεν θα διαφύγεις την αμαρτία. Είτε λοιπόν πουλάς, είτε αγοράζεις, ζημιώσου λίγο από την αξία του πράγματος μήπως με το να απαιτείς την ακριβή τιμή, φτάσεις στους τρόπους της φιλοκέρδειας και καταντήσεις σ' εκείνα που βλάπτουν την ψυχή, δηλαδή σε φιλονικίες, ψεύτικους όρκους, σε αλλαγή των λόγων σου, και μ' αυτά γίνεις πρόξενος ατιμίας και καταισχύνης στην έντιμη αξία του μοναχικού • βίου. Γι' αυτό πρόσεχε στις δοσοληψίες σου. Αν προτιμάς το καλύτερο, και σου είναι δυνατόν, άφησε αυτή την φροντίδα της δοσοληψίας σε άλλον έμπιστο άνθρωπο, για να μένεις καλόκαρδος και να έχεις χαρούμενες και αγαθές τις ελπίδες σου. Αυτά είναι τα αναγκαία για την ησυχία.

Και τώρα θα σου πω και όσα επακολουθούν στην ησυχία, και συ άκουε και κάνε εκείνα που σου λέω. Αφού καθίσεις στο κελί σου, συμμάζεψε το νου σου και θυμήσου την ημέρα του θανάτου, δες το σώμα σου νεκρό, εννόησε τη συμφορά, πόνεσε, παρατήρησε καλά και αποστρέψου τη ματαιότητα του κόσμου• εννόησε τόσο τη μετριοπάθεια όσο και το ζήλο, για να μπορέσεις να μένεις για πάντα στο σκοπό της ησυχίας και να μην εξασθενήσεις. Θυμήσου την κατάσταση στον άδη. Σκέψου, πως άραγε είναι οι ψυχές στον άδη; Σε ποια πικρότατη σιωπή; Σε ποιόν φοβερότατο στεναγμό; Σε πόσο μεγάλο φόβο και αγωνία; Σε ποια αναμονή; Θυμήσου την ακατάπαυστη οδύνη, το ψυχικό και ατελεύτητο δάκρυ. Αλλά θυμήσου και την ημέρα της αναστάσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία και το πως θα παρασταθούμε εμπρός στο Θεό. Να φαντάζεσαι το φοβερό και φρικώδες εκείνο δικαστήριο. Φέρε στο νου σου τι περιμένει όσους αμαρτάνουν την αισχύνη και τη ντροπή ενώπιον του Θεού και του Χριστού Του, ενώπιον των αγγέλων, αρχαγγέλων, εξουσιών και όλων των ανθρώπων. Όλες τις κολάσεις, το αιώνιο πυρ, τον ατελεύτητο σκώληκα, τον τάρταρο, το σκότος, το τρίξιμο των δοντιών, τους φόβους και τα βασανιστήρια.

Φέρε τώρα στο μέσο και τα αγαθά που έχουν ετοιμαστεί για τους δικαίους. Παρρησία με το Θεό Πατέρα και το Χριστό, με όλους τους χορούς αγγέλων, αρχαγγέλων, εξουσιών και των λοιπών, βασιλεία ουρανών και τα χαρίσματα της, τη χαρά και την απόλαυση. Έχε στη μνήμη σου και τις δύο καταστάσεις. Και για την κρίση των αμαρτωλών στέναζε και δάκρυζε. Βάλε επάνω σου τα σημεία του πένθους από φόβο μήπως και συ είσαι με τους αμαρτωλούς. Για τα αγαθά που περιμένουν τους δίκαιους να χαίρεσαι, να αγαλλιάς και να ευφραίνεσαι. Και φρόντισε αυτά να τα απολαύσεις κι από εκείνα να αποξενωθείς. Κοίταξε μην τα λησμονήσεις ποτέ, είτε μέσα στο κελί σου είσαι, είτε έξω, μην απομακρύνεις από αυτά το νου σου, για ν' αποφύγεις τουλάχιστον με αυτά τους ακάθαρτους και βλαβερούς λογισμούς.

Να νηστεύεις με όλη σου τη δύναμη ενώπιον του Κυρίου. Αυτό θα καθαρίσει τις ανομίες σου και τις αμαρτίες σου, αυτό λαμπρύνει την ψυχή, αγιάζει το φρόνημα, διώχνει τους δαίμονες και φέρνει τον άνθρωπο κοντά στον Θεό. Αφού φας μια φορά την ημέρα, μην επιθυμήσεις και δεύτερη φορά, για να μη γίνεις πολυδάπανος και ταράξεις το φρόνημα σου.

Και από αυτό θα μπορέσεις να εξοικονομείς τα αναγκαία για έργα αγαθοεργίας και να νεκρώσεις του ίδιου του σώματος σου τα πάθη. Αν γίνει συνάντηση αδελφών και είναι ανάγκη να φας και δυο και τρεις φορές, μη λυπηθείς και μη σκυθρωπάσεις. Να χαίρεσαι μάλλον γιατί υποχώρησες σε μια ανάγκη και να ευχαριστείς το Θεό που τήρησες τον νόμο της αγάπης και θα έχεις οπωσδήποτε τον ίδιο το Θεό οικονόμο της ζωής σου. Καμιά φορά εξαιτίας ασθένειας συμβαίνει να πρέπει να φας και δυο και τρεις και περισσότερες φορές. Και τότε πάλι να μη λυπάσαι, γιατί στις αρρώστιες δεν είναι ανάγκη να κρατάς τους σωματικούς κόπους της ασκήσεως, αλλά να υποχωρείς σε μερικά, για να έχεις τη δύναμη να γυμνάζεσαι στους ίδιους κόπους της ασκήσεως. Σχετικά με την αποχή από τις τροφές, δεν εμπόδισε τίποτε ο θείος λόγος, αλλά είπε• «Σάς έδωσα τα πάντα σαν να είναι χόρτα και λάχανα, τρώτε χωρίς να εξετάζετε τίποτε», και• «Δεν μολύνει τον άνθρωπο ό,τι τρώει». Το να απέχομε λοιπόν από τροφές, αυτό είναι της δικής μας προαιρέσεως και κόπος της ψυχής.

Την αγρυπνία, την χαμαικοιτία και τις άλλες κακοπάθειες, ευχαρίστως να υπομένεις, αποβλέποντας στη μέλλουσα δόξα η οποία πρόκειται να σου δοθεί μαζί με όλους τους αγίους, γιατί τα παθήματα της ζωής αυτής δεν έχουν καμιά αξία σε σύγκριση με τη μέλλουσα δόξα. Αν έχεις μικροψυχία, να προσεύχεσαι, όπως λέει η Γραφή. Να προσεύχεσαι με φόβο, με τρόμο, με πόνο, προσεκτικά, στοχαστικά, άγρυπνα. Έτσι πρέπει να προσευχόμαστε, και μάλιστα γιατί έχουμε δόλιους και διεστραμμένους εχθρούς. Γιατί όταν μας βλέπουν να προσευχόμαστε, τότε και αυτοί επιτίθενται δραστήρια εναντίον μας και υποβάλλουν στο νου μας εκείνα που δεν πρέπει να θυμόμαστε η να εννοούμε την ώρα της προσευχής, για να αιχμαλωτίσουν το νου μας και να κάνουν αργή, μάταιη και ανώφελη την δέηση και ικεσία μας. Γιατί πράγματι είναι μάταιη και ανωφελής η προσευχή, η δέηση και η ικεσία όταν δεν γίνεται με φόβο και τρόμο, προσεκτικά και άγρυπνα. 

Εκτός από αυτό, όταν παρουσιαστεί κανείς σε άνθρωπο βασιλιά, με φόβο και τρόμο και προσοχή υποβάλλει την αίτηση του• πόσο μάλλον στο Θεό τον Κύριο των πάντων και στο Χριστό το Βασιλιά των βασιλευόντων και Άρχοντα των αρχόντων, πρέπει όμοια να στεκόμαστε και με τον ίδιο τρόπο να κάναμε την ικεσία και δέηση μας; Πολύ περισσότερο βέβαια. Γιατί Αυτόν και όλο το νοερό πλήθος των Αγγέλων και οι χοροί, με φόβο Τον υπηρετούν και με τρόμο δοξολογούν, ψάλλοντας ακατάπαυστα ύμνο, μαζί με τον Άναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Συναΐδιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.







Πηγή: http://www.egolpion.com/

Κασσιανός ο Ρωμαίος, περί των οχτώ λογισμών της κακίας.

$
0
0
Σύντομη βιογραφία

Ο όσιος πατέρας μας Κασσιανός ο Ρωμαίος ζούσε όταν βασίλευε ο Θεοδόσιος ο Μικρός, γύρω στο έτος 451 μ.Χ. Από τα έργα τα οποία έγραψε, συμπεριλήφθηκαν εδώ ο λόγος «Περί των οχτώ λογισμών» και ο λόγος «Περί διακρίσεως», γιατί σταλάζουν κάθε λογής ωφέλεια και χάρη. 


Αυτούς τους λόγους τους αναφέρει και ο σοφότατος Φώτιος, λέγοντας στην 157η ανάγνωσή του τα εξής: «Και ο δεύτερος λόγος προς τον ίδιο (τον Κάστορα δηλαδή) απευθύνεται και επιγράφεται «περί των οχτώ λογισμών», περί γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας, κενοδοξίας και υπερηφάνειας.

Οι λόγοι αυτοί είναι χρήσιμοι και ωφέλιμοι όσο κανένας άλλος για κείνους που έχουν αναλάβει τον ασκητικό αγώνα... Και τρίτος μικρός λόγος διαβάστηκε... που διδάσκει τι είναι διάκριση και ότι η διάκριση είναι μεγαλύτερη απ' όλες τις αρετές, και από τι γεννιέται αυτή, και ότι κυρίως είναι ουράνια δωρεά κλπ.»

Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 29 Φεβρουαρίου, βραβεύοντάς τον με τιμές και εγκώμια.



Εισαγωγικά σχόλια

Ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός, ο επικαλούμενος Ρωμαίος, ανήκει στη χορεία των ασκητικών συγγραφέων. Αφού μόνασε στα μοναστικά κέντρα της Αιγύπτου, έγινε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και αργότερα έκτισε μοναστήρι στη Μασσαλία, στο οποίο έγινε ηγούμενος. Έλαβε μέρος στις ακραίες αντιθέσεις μεταξύ Αυγουστίνου και Πελαγίου, υποστηρίζοντας την ορθόδοξη διδασκαλία, κατά την οποία απορρίπτεται εξίσου τόσο ο απόλυτος προορισμός του πρώτου, όσο και η αυτάρκεια της φύσεως του δευτέρου.

Ο άγιος Κασσιανός -του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 29 Φεβρουαρίου- έγραψε αρκετά έργα ασκητικά, από τα οποία οι έκδοτες της Φιλοκαλίας ξεχώρισαν το λόγο «περί των οκτώ της κακίας λογισμών», που απέστειλε στον επίσκοπο Κάστορα, και τον λόγο «περί διακρίσεως», που έστειλε στο ηγούμενο Λεόντιο.

Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος λόγος είναι πολύ ωφέλιμοι και στάζουν χάρη, κατά τον άγιο Νικόδημο. Πράγματι πρόκειται για συστηματική μελέτη των «οκτώ λογισμών της κακίας», όπου συμπυκνώνονται η εμπειρία των ασκητών αγίων που βίωσαν τις διάφορες φάσεις των ενεργημάτων των παθών αυτών.

Οι «λογισμοί» κατά βάθος αποτελούν τα θανάσιμα λεγόμενα πάθη, όταν, από την μη σωστή χρήση τους, σταδιακά γίνονται έξεις, αποκτούν δύναμη, στερεώνονται στην ψυχή, αναχωνεύονται με τη νοερή ουσία της και μεταβάλλονται σε «σκληρές ουσίες», κατά την έκφραση του αββά Ισαάκ του Σύρου.

Ο άγιος Κασσιανός προβαίνει στην ανάλυση των «λογισμών» αυτών, ακολουθώντας ορισμένους αγίους Πατέρες που διακρίνουν το πάθος της υπερηφάνειας σε υπηρηφάνεια και κενοδοξία και αριθμούν τα θανάσιμα πάθη σε οκτώ, ενώ άλλοι θεωρούν την κενοδοξία ως μια ενέργεια της υπερηφάνειας και τα αριθμούν σε επτά, όπως έχει πλέον επικρατήσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το περί παθών της ψυχής θέμα αγνοείται από πολλούς και τα πάθη θεωρούνται ως συμφυή με τη φύση της, ενώ πρόκειται για παραφυσικές καταστάσεις, η αφετηρία των οποίων είναι ο λογισμός. Και είναι καταπληκτικό το φαινόμενο, κατά το οποίο μια νοερή ουσία αγαθή, θεόπλαστη «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού», που είναι η ψυχή (μαζί με το σώμα), αποκτάει τα τυραννικά αυτά πάθη εξ αφορμής της σφαλερής χρήσεως της ελευθερίας της.

Φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι τα θανάσιμα πάθη, (θανάσιμα γιατί πεθαίνει πνευματικώς η ψυχή), σχηματίζονται σταδιακά από έννοιες. Όμως είναι γνωστό από την κλασσική φιλοσοφία, ότι είχε γίνει παραδεκτό, πως η συνήθεια, η έξη, δημιουργεί δεύτερη φύση. Σε τελευταία ανάλυση, τα διάφορα πάθη αποτελούν στερεωμένους λογισμούς, που έχουν επαναληφθεί και έχουν βιωθεί. Κλασσικό είναι το απόφθεγμα: «εκ του οράν τίκτεται το εράν». Η επανάληψη μιας σκέψεως, μιας ιδέας, μιας φαντασίας αποκτάει ανάλογη δύναμη, είτε πονηρή είναι είτε αγαθή.

Αλλά για τα αγαθά πάθη δεν γίνεται λόγος από τον άγιο Ιωάννη τον Κασσιανό. Στην υπόψη πραγματεία προβαίνει σε μια διεξοδική ανάλυση των αμαρτωλών παθών ως προς τη γένεσή τους και τη θεραπεία τους, ακολουθώντας την πνευματική και ασκητική παράδοση που θεμελιώνεται στις θείες Γραφές, στις οποίες συνεχώς παραπέμπει. Με τις λεπτές παρατηρήσεις του επάνω στα πάθη, προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στην Εκκλησία.

Η δεύτερη πραγματεία του «Περί διακρίσεως», είναι επίσης μια θαυμάσια έκθεση της σημασίας του χαρίσματος της διακρίσεως. Με αναφορές σε γεγονότα, σε γνώμες των αγίων Πατέρων και σε σχετικά χωρία των αγίων Γραφών, ο άγιος Κασσιανός θεμελιώνει την αναγκαιότητα της διακρίσεως για όλες τις εργασίες της πνευματικής ζωής.

Πρόκειται για μια χαρισματική λειτουργία της ψυχής, χωρίς την οποία όχι μόνον οι αρετές δεν είναι αρετές, αν δεν γίνονται με διάκριση, αλλά και όλες οι πνευματικές εργασίες πέφτουν στο κενό ή υπηρετούν τον εχθρό.

Η διάκριση είναι βέβαια χάρισμα, ως φωτισμός της ψυχής, που διακρίνει τις πλέον λεπτές πλευρές των πνευματικών προβλημάτων. Αλλά αν δεν υπάρχει το χάρισμα, μπορεί η σύνεση να προφυλάξει τον αγωνιζόμενο, σύνεση που συνίσταται στη μετριοπάθεια και την άγρυπνη ανάκριση των διαλογισμών η τη δυσπιστία στους οικείους λογισμούς, που οδηγεί στην ερώτηση των εμπείρων. Είναι η διδασκαλία περί μεσότητας, κατά την οποία εκκλίνει κανείς από τις υπερβολές και τις ελλείψεις. Γι' αυτό και ο Θεολόγος Γρηγόριος έλεγε• «Ορθοδοξείν έστι το αεί σχοινοβατείν». Πάντως εκείνο που σώζει πάντοτε, είναι η ταπείνωση.



Προς τον επίσκοπο Κάστορα περί των οχτώ λογισμών της κακίας.

Αφού πρωτύτερα συντάξαμε τον λόγο «περί διαμορφώσεως των Κοινοβίων», έχοντας το θάρρος στις προσευχές σου, επιχειρούμε πάλι να γράψομε για τους οχτώ λογισμούς της κακίας• της γαστριμαργίας, λέω, και πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας, κενοδοξίας και υπερηφάνειας.



1. Για την εγκράτεια της κοιλίας

Πρώτα θα κάνω λόγο για την εγκράτεια στα φαγητά, η οποία είναι αντίθετη της γαστριμαργίας, και για τον τρόπο των νηστειών και την ποσότητα των φαγητών. Και αυτά, όχι από τον εαυτό μου, αλλά καθώς παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες. Εκείνοι λοιπόν, δεν έχουν παραδώσει ένα κανόνα νηστείας, ούτε ένα τρόπο της διατροφής, ούτε το ίδιο μέτρο, γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη, είτε λόγω ηλικίας, είτε ασθένειας, είτε καλύτερης συνήθειας του σώματος. Έχουν όμως παραδώσει σε όλους ένα σκοπό, να αποφεύγομε την αφθονία και να αποστρεφόμαστε το χορτασμό της κοιλιάς. Έχουν δει στην πράξη ότι είναι ωφελιμότερο και βοηθά στην καθαρότητα το να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα από το να τρώει κάθε τρεις ή τέσσερις ή εφτά ημέρες. Γιατί λένε, εκείνος που επεκτείνεται υπέρμετρα στη νηστεία, υπέρμετρα κατόπιν τρώει. Και από αυτό, άλλοτε εξαιτίας της υπερβολής της αποχής από την τροφή ατονεί το σώμα και γίνεται πιο απρόθυμο για τις πνευματικές εργασίες, και άλλοτε όταν γεμίσει από το βάρος των τροφών προκαλεί αμέλεια και εξασθένηση της ψυχής. Και πάλι οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν και είδαν ότι δεν είναι για όλους κατάλληλη η διατροφή με χόρτα, ούτε με όσπρια, ούτε όλοι μπορούν να τρέφονται μόνο με ξερό ψωμί. Και άλλος, καθώς είπαν, ενώ τρώει δύο λίτρες ψωμί, πεινά ακόμη, ενώ άλλος τρώει μία λίτρα ή εξ ουγγιές και χορταίνει. Σε όλους λοιπόν, όπως είπα, ένα κανόνα εγκράτειας έχουν παραδώσει, το να μην ξεγελιούνται με το χορτασμό της κοιλιάς, ούτε να παρασύρονται από την ηδονή του λάρυγγα. Γιατί δεν είναι μόνο η διαφορά της ποιότητας των τροφών, αλλά και η ποσότητα που ανάβει τα πυρωμένα βέλη της πορνείας. Γιατί με οποιαδήποτε τροφή όταν γεμίσει η κοιλιά, γεννά το σπόρο της διαφθοράς. Και πάλι δεν είναι μόνο η κραιπάλη του κρασιού που φέρνει μέθη στη διάνοια, αλλά και η αφθονία του νερού και κάθε τροφής η υπερβολική χρήση, τη ζαλίζει και φέρνει νύστα σ' αυτήν. Αιτία της καταστροφής των σοδομιτών δεν ήταν η κραιπάλη του κρασιού και των διαφόρων φαγητών, αλλά η αφθονία του άρτου, κατά τον προφήτη.

Η ασθένεια του σώματος δεν είναι αντίθετη με την καθαρότητα της καρδιάς, όταν δώσομε στο σώμα εκείνα που απαιτεί η ασθένεια, όχι ό,τι θέλει η ηδονή.

Τις τροφές τις χρησιμοποιούμε τόσο ώστε να ζήσομε, όχι για να σκλαβωθούμε στις ορμές της επιθυμίας. Η μετρημένη και μέσα σε λογικά όρια τροφή βοηθά στην υγεία του σώματος, δεν αφαιρεί την αγιότητα. Ακριβής κανόνας εγκράτειας, όπως παρέδωσαν οι Πατέρες, είναι να σταματούμε να τρώμε πριν χορτάσομε. Και ο Απόστολος που είπε: «Μη φροντίζετε για τη σάρκα, πως να ικανοποιήσετε τις επιθυμίες της», δεν εμπόδισε την αναγκαία κυβέρνηση της ζωής, αλλά απαγόρευσε την φιλήδονη φροντίδα.

Άλλωστε, για την τέλεια καθαρότητα της ψυχής, δεν αρκεί μόνη η εγκράτεια στα φαγητά, αν δεν συντρέχουν και οι υπόλοιπες αρετές. Λοιπόν, η ταπείνωση με την υπακοή και την καταπόνηση του σώματος, ωφελούν πολύ. Η αποχή από τη φιλαργυρία, όχι μόνον το να μην έχει κανείς χρήματα, αλλά και το να μην τα επιθυμεί, οδηγεί στην καθαρότητα της ψυχής. Η αποχή από την οργή, από τη λύπη, από την κενοδοξία, από την υπερηφάνεια, όλα αυτά προξενούν τη γενική καθαρότητα της ψυχής. Τη μερική καθαρότητα της ψυχής, μέσω της σωφροσύνης, ιδιαίτερα κατορθώνουν η νηστεία και η εγκράτεια. Γιατί είναι αδύνατον εκείνος που έχει γεμάτη την κοιλιά του, να κάνει νοερό πόλεμο εναντίον του πνεύματος της πορνείας. Ώστε λοιπόν πρώτος αγώνας μας ας είναι να συγκρατούμε την κοιλιά μας και να υποδουλώνομε το σώμα. Όχι μόνο με νηστεία, αλλά και με αγρυπνία και κόπο και πνευματικά αναγνώσματα και με το να μαζεύομε την καρδιά μας πάνω στο φόβο της κολάσεως και στον πόθο της βασιλείας των Ουρανών.



2. Περί του πνεύματος της πορνείας και της σαρκικής επιθυμίας

Δεύτερος αγώνας που έχομε να κάνομε είναι εναντίον του πνεύματος της πορνείας και της σαρκικής επιθυμίας, η οποία επιθυμία αρχίζει από τη μικρή ηλικία να ενοχλεί τον άνθρωπο. Ο αγώνας αυτός είναι μεγάλος και δύσκολος και έχει δύο μέτωπα. Γιατί ενώ τα άλλα ελαττώματα κάνουν τη μάχη μόνο μέσα στην ψυχή, ο σαρκικός πόλεμος είναι διπλός, και στην ψυχή και στο σώμα. Και γι' αυτό πρέπει να αναλάβομε διπλό πόλεμο.

Γιατί δεν είναι αρκετή η σωματική νηστεία για να αποκτήσομε την τέλεια σωφροσύνη και αληθινή αγνεία, αν δεν ακολουθεί και συντριβή καρδιάς και πυκνή προσευχή προς τον Θεό και συχνή μελέτη των Γραφών και κόπος και εργασία των χεριών, τα οποία μπορούν να αναστέλλουν τις ακατάστατες ορμές της ψυχής και να ανακαλούν την ψυχή από τις αισχρές φαντασίες. Προπάντων βοηθά η ταπείνωση της ψυχής, χωρίς την οποία ούτε την πορνεία, ούτε άλλο πάθος μπορεί κανείς να νικήσει. Πρώτα-πρώτα λοιπόν πρέπει με κάθε προσοχή να φυλάγει κανείς την καρδιά του από ρυπαρούς λογισμούς. Γιατί από την καρδιά βγαίνουν -όπως είπε ο Κύριος- διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες και τα λοιπά. Και η νηστεία δεν έχει διαταχθεί μόνον για κακοπάθεια του σώματος, αλλά και για την προσοχή και νηφαλιότητα του νου, για να μη σκοτιστεί ο νους από την πολυφαγία και γίνει αδύνατος στην επιτήρηση των λογισμών. Πρέπει λοιπόν όχι μόνο στη σωματική νηστεία να βάζομε όλη την επιμέλεια μας, αλλά και στην προσοχή των λογισμών και στην πνευματική μελέτη, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ανέβομε στο ύψος της αληθινής αγνείας και καθαρότητας. Πρέπει λοιπόν να καθαρίζομε πρώτα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, το εσωτερικό του πιάτου και του ποτηριού, για να γίνει και το εξωτερικό τους καθαρό. Γι' αυτό ακριβώς, αν υπάρχει μέσα μας η φροντίδα να πολεμήσομε νόμιμα και να στεφανωθούμε, αφού νικήσομε το ακάθαρτο πνεύμα της πορνείας, να μην έχομε θάρρος στη δική μας δύναμη και άσκηση, αλλά στη βοήθεια του Κυρίου μας και Θεού. Γιατί δεν παύει ο άνθρωπος να πολεμείται από αυτό το πνεύμα, μέχρις ότου πιστέψει αληθινά ότι όχι με τη δική του επιμέλεια και το δικό του κόπο, αλλά με τη βοήθεια του Θεού ελευθερώνεται από αυτή την αρρώστια και ανεβαίνει στο ύψος της αγνείας. Και αυτό είναι υπόθεση πάνω από τη φύση• κατά κάποιο τρόπο υπερβαίνει το σώμα εκείνος που έχει υποτάξει τους ερεθισμούς της σάρκας και τις ηδονές της.

Και γι' αυτό είναι αδύνατον ο άνθρωπος (για να το πω έτσι) με τα δικά του φτερά να πετάξει προς το υψηλό και ουράνιο βραβείο της αγιοσύνης και να γίνει μιμητής των Αγγέλων, αν δεν τον σηκώσει η χάρη του Θεού από τη γη και τη λάσπη. Γιατί με καμιά άλλη αρετή οι άνθρωποι με τη σάρκα που φέρουν δεν εξομοιώνονται περισσότερο με τους αγγέλους, όσο με την αρετή της σωφροσύνης. Με την αρετή αυτή, ενώ βρίσκονται ακόμη στη γη, έχουν το πολίτευμα στους ουρανούς, κατά τον Απόστολο. Δείγμα του ότι αποκτήσαμε τελείως αυτή την αρετή είναι να μη προσηλώνεται η ψυχή κατά τον ύπνο σε καμία εικόνα αισχρής φαντασίας. Γιατί αν και δεν λογαριάζεται ως αμαρτία αύτη η κίνηση στον ύπνο, είναι όμως γνώρισμα ότι η ψυχή είναι άρρωστη και δεν έχει ελευθερωθεί από το σαρκικό πάθος. Γι' αυτό τις αισχρές φαντασίες που μας έρχονται στον ύπνο, πρέπει να πιστεύομε ότι είναι έλεγχος της προηγούμενης αμέλειας και της ασθένειας μας, αφού την κρυμμένη μέσα στα απόκρυφα της ψυχής μας νόσο την κάνει φανερή η ρεύση κατά την ανάπαυση του ύπνου. Γι' αυτό και ο Ιατρός των ψυχών μας, στα απόκρυφα της ψυχής έβαλε το φάρμακο, όπου γνώριζε ότι βρίσκονται και οι αιτίες της ασθένειας, λέγοντας- «Καθένας που βλέπει γυναίκα με σκοπό να την επιθυμήσει, έκανε κιόλας μοιχεία μαζί της μέσα στην καρδιά του». Δε διορθώνει τόσο τους περίεργους και πορνικούς οφθαλμούς, όσο την ψυχή που έχει την κατοικία της μέσα μας, η οποία κακώς μεταχειρίζεται τα μάτια τα οποία έδωσε ο Θεός για το καλό του ανθρώπου. Γι' αυτό και η σοφή Παροιμία δε λέει «Με κάθε τρόπο να προσέχεις τα μάτια σου», αλλά «Με κάθε τρόπο να προσέχεις την καρδιά σου». Έβαλε δηλαδή το φάρμακο της προσοχής στην καρδιά που μεταχειρίζεται τα μάτια για ό,τι θέλει.

Λοιπόν αυτή ας είναι η φρουρά και προφύλαξη της καρδιάς μας• όταν έρθει στο νου μας ενθύμηση γυναίκας που ξεφύτρωσε από διαβολική δολιότητα, είτε μητέρας ή αδελφής ή άλλων ευλαβών γυναικών, αμέσως να την διώξομε από την καρδιά μας, μήπως επιμένοντας πολύ σ' αυτή την ενθύμηση, μας κυλήσει εκείνος που μας εξαπατά στο κακό, ο διάβολος, και μας ρίξει μέσα στον γκρεμό των αισχρών και βλαβερών σκέψεων. Αλλά και η εντολή που δόθηκε από το Θεό στον πρωτόπλαστο διατάζει, να συντρίβομε το κεφάλι του φιδιού, δηλαδή την αρχή των βλαβερών λογισμών, μέσω των οποίων επιχειρεί αυτό να συρθεί μέσα στις ψυχές μας. Αλλιώς με το να παραδεχτούμε το κεφάλι, που είναι η αρχή του λογισμού, θα παραδεχτούμε και το υπόλοιπο σώμα του φιδιού, που είναι η συγκατάθεση στην ηδονή, και αυτό θα κατακρημνίσει τη διάνοια μας στην παράνομη πράξη. Αλλά πρέπει κατά την Γραφή, κάθε πρωί να εξολοθρεύομε όλους τους αμαρτωλούς της γης, δηλαδή με το φως της γνώσεως να διακρίνομε και να εξολοθρεύομε τους αμαρτωλούς λογισμούς από τη γη, η οποία είναι η καρδιά μας, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου. Και όσο είναι ακόμη νήπια οι γιοι της Βαβυλώνας, δηλαδή οι πονηροί λογισμοί, να τους χτυπάμε στο έδαφος και να τους τσακίζομε πάνω στην πέτρα, η οποία πέτρα είναι ό Χριστός. Γιατί αν οι νήπιοι λογισμοί μεγαλώσουν και γίνουν άνδρες λόγω της συγκαταθέσεώς μας σ' αυτούς, τότε δεν θα νικηθούν χωρίς μεγάλο στεναγμό και κόπο.

Μετά τα όσα είπαμε από την Αγία Γραφή, καλό είναι να θυμηθούμε και λόγους αγίων Πατέρων. Είπε λοιπόν ο άγιος Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας- «Και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι». Τόσο πολύ γνώριζε ότι το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή από γυναίκα, όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα, η οποία κατορθώνεται με το φόβο του Θεού. Λένε επίσης και τούτο οι Πατέρες, ότι δεν μπορούμε να αποκτήσομε τελείως την αρετή της αγνείας, αν δεν αποκτήσομε πρωτύτερα την αληθινή ταπεινοφροσύνη μέσα στην καρδιά μας. Ούτε μπορούμε να κριθούμε άξιοι ν' αποκτήσομε την αληθινή θεία γνώση, αν μέσα στα απόκρυφα της ψυχής έχει θρονιαστεί το πάθος της πορνείας. Θα δείξομε και από τον Απόστολο πόσο μεγάλο είναι το κατόρθωμα της σωφροσύνης, και αφού αναφέρομε μια φράση του μόνο, θα τελειώσομε: «Επιδιώκετε να έχετε ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, που χωρίς αυτόν κανένας δεν θα δει τον Κύριο». Ότι αναφέρεται στο θέμα μας, είναι φανερό από εκείνο που λέει αμέσως παρακάτω: «Κανένας πόρνος και βέβηλος όπως ο Ησαύ».

Όσο λοιπόν ουράνιο και αγγελικό είναι το κατόρθωμα της αγιοσύνης, τόσο με βαρύτερες συνωμοσίες και δόλους πολεμείται από τους εχθρούς δαίμονες. Και γι' αυτό οφείλομε να φροντίζομε να έχομε όχι μόνον εγκράτεια σώματος, αλλά και συντριβή καρδιάς και πυκνές προσευχές με στεναγμούς, ώστε το καμίνι της σάρκας μας, το οποίο ο βασιλιάς της Βαβυλώνας ανάβει καθημερινά με τους ερεθισμούς της επιθυμίας, να το σβήσομε με τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος. Εκτός από αυτά, μέγιστο όπλο για τον πόλεμο αυτό είναι η κατά Θεόν αγρυπνία. Γιατί όπως η προσοχή και η προφύλαξη της ημέρας ετοιμάζει τη νυχτερινή αγιοσύνη, έτσι η νυχτερινή κατά Θεόν αγρυπνία ετοιμάζει και διευκολύνει την ψυχή στην καθαρότητα της ημέρας.



3. Περί της φιλαργυρίας

Τρίτος είναι ο αγώνας εναντίον του πνεύματος της φιλαργυρίας, αγώνας ξένος και έξω από την ανθρώπινη φύση, που βρίσκει αφορμή την απιστία του μοναχού. Γιατί οι ερεθισμοί των άλλων παθών, εννοώ του θυμού και της επιθυμίας, έχουν τις αφορμές από το σώμα, και κατά κάποιο τρόπο είναι έμφυτα και έχουν την αρχή από τη γέννηση. Γι' αυτό και χρειάζεται πολύς καιρός για να νικηθούν. Η αρρώστια όμως της φιλαργυρίας έρχεται από έξω και μπορεί ευκολότερα να κοπεί αν καταβάλει κανείς επιμέλεια και προσοχή. Αν όμως παραμεληθεί, γίνεται πιο καταστρεπτική από τα άλλα πάθη και δύσκολα φεύγει- γιατί είναι ρίζα όλων των κακών, κατά τον Απόστολο. Ας σκεφτούμε ως εξής: οι φυσικές κινήσεις του σώματος υπάρχουν όχι μόνο στα παιδιά, στα οποία κρίση του καλού και του κακού δεν υπάρχει ακόμα, αλλά και σ' αυτά τα νήπια που τρώνε γάλα, που δεν έχουν ούτε ίχνος ηδονής, δίνουν όμως σημάδι ότι έχουν εκ φύσεως κίνηση στη σάρκα τους. Επίσης και το κεντρί του θυμού παρατηρείται στα νήπια, όταν τα βλέπομε να διεγείρονται ζωηρά εναντίον εκείνων που τα λύπησαν. Και αυτά δεν τα λέω για να κατηγορήσω τη φύση σαν αιτία της αμαρτίας• μη γένοιτο• αλλά για να δείξω ότι ό θυμός και η επιθυμία, αν και για καλό ενώθηκαν με τον άνθρωπο από το Δημιουργό και είναι κάπως από τα φυσικά προσόντα του σώματος, εξαιτίας της αμέλειας ξεπέφτουν σε πράξεις έξω από τη φύση. Γιατί η κίνηση του σώματος δόθηκε από το Δημιουργό για τη γέννηση απογόνων και την παράταση της ανθρωπότητας κατά διαδοχή και όχι για την πορνεία. Και ο θυμός έχει κατασπαρεί μέσα μας για τη σωτηρία μας, για να θυμώνομε εναντίον της κακίας και όχι να γινόμαστε θηρία εναντίον των ανθρώπων. Αν λοιπόν χρησιμοποιούμε για κακό το θυμό και την επιθυμία, δεν είναι η ανθρώπινη φύση αμαρτωλή ούτε θα κατηγορήσομε τον Πλάστη, όπως δεν κατηγορούμε εκείνον που έδωσε στον άλλον ένα σιδερένιο εργαλείο για μια αναγκαία και ωφέλιμη εργασία, και αυτός το χρησιμοποίησε σε φόνο.

Αυτά τα είπαμε για να φανερώσομε ότι το πάθος της φιλαργυρίας δεν προέρχεται από τη φύση, αλλά μόνο από πολύ κακή και διεφθαρμένη διάθεση. Γιατί η αρρώστια αυτή της φιλαργυρίας, όταν βρει στην αρχή της αποταγής χλιαρή και άπιστη την ψυχή, της υποβάλλει δίκαιες τάχα και ευλογοφανείς προφάσεις για να κατακρατήσει μερικά από εκείνα που έχει. Σου λέει ότι θα έχει μακροχρόνια γηρατειά και ασθένεια και ότι εκείνα που δίνει για τις ανάγκες το κοινόβιο δεν είναι αρκετά όχι για άρρωστο, αλλά ούτε για υγιή, και ότι εδώ δεν φροντίζουν όπως χρειάζεται τους αρρώστους, αλλά με πολλή αμέλεια, και αν δεν έχει κρύψει χρυσάφι, θα πεθάνει άθλια. Τελευταία του υποβάλλει τη σκέψη, ότι ούτε στο μοναστήρι μπορεί να μείνει πολύ, λόγω της βαριάς εργασίας και της αυστηρότητας του ηγουμένου. Και όταν παραπλανήσει τη διάνοια με τέτοιες σκέψεις, για να αποκτήσει έστω και ένα δηνάριο, τότε τον καταφέρνει και εργασία του χεριού να μάθει κρυφά από τον ηγούμενο, από την οποία θα μπορέσει να αυξήσει το χρήμα που τόσο επιθυμεί. Και παραπέρα τον εξαπατά τον άθλιο με κρυφές ελπίδες και του ψιθυρίζει το κέρδος που θα έχει από την εργασία του και την ανάπαυση και αμεριμνησία που θα αποκτήσει. Και αφού παραδοθεί ολόκληρος στη σκέψη του κέρδους, κανένα άλλο κακό δεν προσέχει- ούτε την παράφορα της οργής αν του συμβεί καμιά ζημιά, ούτε το σκοτάδι της λύπης αν δεν πετύχει το κέρδος, αλλά όπως σε άλλους γίνεται θεός η κοιλιά τους, έτσι και σ' αυτόν γίνεται θεός ο χρυσός.

Γι' αυτό ο μακάριος Απόστολος γνωρίζοντάς τα αυτά, όχι μόνο ρίζα όλων των κακών ονόμασε τη φιλαργυρία, αλλά και ειδωλολατρία την είπε. Ας δούμε λοιπόν σε πόση κακία η αρρώστια αυτή σέρνει τον άνθρωπο, ώστε να τον ρίξει και στην ειδωλολατρία, γιατί αφού απομακρύνει ο φιλάργυρος το νου του από την αγάπη του Θεού, αγαπά είδωλα, δηλ. ανάγλυφες εικόνες ανθρώπων που είναι χαραγμένες πάνω στα νομίσματα. Με τέτοιους λογισμούς λοιπόν αφού σκοτισθεί ο μοναχός και προχωρήσει στο χειρότερο, δεν μπορεί να έχει διόλου υπακοή, αλλά αγανακτεί, νομίζει ότι πάσχει άδικα, και για την κάθε εργασία γογγύζει, αντιλέγει και χωρίς διόλου ευλάβεια σαν άλογο σκληρότατο βαδίζει στο γκρεμό. Ούτε στην καθημερινή τροφή αρκείται, και διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να υποφέρει μέχρι τέλος. Και λέει ότι ο Θεός δεν είναι μόνο εκεί, ούτε ότι εκεί αποκλειστικά βρίσκεται η σωτηρία του, και ότι αν δεν φύγει από το μοναστήρι εκείνο, θα χαθεί. Και έτσι έχοντας για συνεργό της διεφθαρμένης γνώμης του τα χρήματα που φυλάει, τα αισθάνεται σαν φτερά και με αυτά μελετά να φύγει από το μοναστήρι. Και λοιπόν απαντά υπερήφανα και άγρια σε όλες τις εντολές που του δίνουν, και νομίζοντας τον εαυτό του ξένο και εξωμερίτη, αν δει στο μοναστήρι ότι κάτι έχει ανάγκη να διορθωθεί, αμελεί και περιφρονεί και κατηγορεί όλα όσα γίνονται. Έπειτα ζητάει προφάσεις για να οργιστεί και να λυπηθεί, για να μην τον νομίσουν επιπόλαιο και ότι φεύγει από το μοναστήρι χωρίς αιτία. Κι αν μπορέσει με κρυφομιλήματα και μάταια λόγια να εξαπατήσει και άλλον και να τον βγάλει από το μοναστήρι, κι αυτό το κάνει, για να έχει και συνεργό. Έτσι λοιπόν με το να ανάβει από τη φωτιά των χρημάτων του ο φιλάργυρος, ποτέ δεν μπορεί να ησυχάσει στο μοναστήρι του ούτε να ζήσει κάτω από κανόνα. Κι όταν ο διάβολος σαν λύκος τον αρπάξει από την μάνδρα και τον ξεχωρίσει από το ποίμνιο και τον πάρει για να τον φάει, τότε τον φέρνει στο σημείο, τα έργα που βαριόταν να κάνει τις ορισμένες ώρες στο κοινόβιο, αυτά να τα κάνει στο κελί του μέρα και νύχτα με μεγάλη προθυμία. Και ούτε τις συνήθειες των προσευχών, ούτε τις νηστείες, ούτε τον κανόνα των αγρυπνιών επιτρέπει να τηρεί, αλλά αφού τον δέσει με τη μανία της φιλαργυρίας, όλη του την προθυμία τον πείθει να την δείξει στο εργόχειρο του.

Είναι τρεις τρόποι αυτής της αρρώστιας, τους οποίους εξίσου απαγορεύουν οι θείες Γραφές και οι διδασκαλίες των Πατέρων. Ένας είναι που κάνει όσους ήταν φτωχοί, να προσπαθούν εκείνα που δεν είχαν στον κόσμο να τα αποκτήσουν τώρα. Άλλος είναι που κάνει να μετανοούν όσοι αρνήθηκαν μια φορά τα χρήματα όταν έγιναν μοναχοί και τους βάζει να ζητούν εκείνα που πρόσφεραν στο Θεό. Τρίτος είναι αυτός, ο οποίος αφού από την αρχή δέσει το μοναχό με απιστία και χλιαρότητα, δεν του επιτρέπει να απαλλαγεί τελείως από τις κοσμικές ασχολίες, με το να του υποβάλλει φόβο της φτώχειας και απιστία στην πρόνοια του Θεού, και να τον κάνει παραβάτη των υποσχέσεων του που έδωσε, όταν αρνήθηκε τον κόσμο. Τα παραδείγματα αυτών των τριών τρόπων βρήκαμε ότι κατακρίνονται στην Αγία Γραφή. Έτσι επειδή επιθύμησε να αποκτήσει χρήματα που δεν είχε πρωτύτερα, δεν πέτυχε την προφητική χάρη, την οποία ο διδάσκαλος ήθελε να του αφήσει ως κληρονομιά. Και αντί ευλογία, κληρονόμησε αιώνια λέπρα με την κατάρα του Προφήτη. Και ο Ιούδας που θέλησε να πάρει χρήματα, τα οποία είχε εγκαταλείψει προηγουμένως, αφού ακολούθησε το Χριστό, όχι μόνον γλύστρησε στην προδοσία του Κυρίου και χωρίστηκε από τον χορό των Αποστόλων, αλλά και τη ζωή του τελείωσε με βίαιο θάνατο. Ο Ανανίας και η Σαπφείρα, με το να φυλάξουν μερικά από εκείνα που είχαν, τιμωρούνται με θάνατο από το αποστολικό στόμα. Ο μέγας Μωυσής στο Δευτερονόμιο παραγγέλλει με μυστικό τρόπο σ΄ εκείνους που υπόσχονται να αποταχθούν και να φύγουν από τον κόσμο και από φόβο απιστίας πάλι κρατιούνται από τα γήινα πράγματα: «Αν είναι κανείς φοβιτσιάρης και δειλός να μη βγει στον πόλεμο, αλλά να πάει στο σπίτι του και να καθήσει, μη τυχόν κάνει και τους αδελφούς του να φοβηθούν και αυτοί».

Υπάρχει άλλη πιο σίγουρη και καθαρή μαρτυρία; Δεν μαθαίνομε απ' αυτά ότι εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο, πρέπει τελείως να τα απαρνούνται όλα κι έτσι να βγαίνουν στον πόλεμο, και όχι με το να κάνουν αρχή νωθρή και διεφθαρμένη, να απομακρύνουν τους άλλους από την ευαγγελική τελειότητα και να τους φέρνουν σε δειλία; Αυτό που λέει καλώς η θεία Γραφή• «Φέρνει μακαριότητα πιο πολύ το να δίνεις παρά το να παίρνεις», το ερμηνεύουν κακώς, καθώς βιάζονται προς εξαπάτηση τους και προς την επιθυμία της φιλαργυρίας, παρεξηγώντας την έννοια του ρητού και τη διδασκαλία του Κυρίου που λέει: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώστα στους φτωχούς και θ' αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθησέ με». Και έτσι συμπεραίνουν ότι από την ακτημοσύνη είναι ανώτερο το να εξουσιάζουν τον πλούτο τους και από αυτόν να δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη.

Ας μάθουν αυτοί ότι δεν απαρνήθηκαν ακόμα τον κόσμο, ούτε έφτασαν τη μοναχική τελειότητα, αφού ντρέπονται να γίνουν φτωχοί για χάρη του Χριστού σαν τον Απόστολο Παύλο και με την εργασία των χεριών τους να συντηρούν και τον εαυτό τους και να εξυπηρετούν και όσους έχουν ανάγκη και με έργα να εκπληρώσουν την μοναχική υπόσχεση και να δοξαστούν μαζί με τον Απόστολο. Και αφού διασκορπίσουν τον παλιό πλούτο, να αγωνίζονται μαζί με τον Παύλο με πείνα και δίψα, με κρύο και γύμνια τον καλό αγώνα. Γιατί αν γνώριζε ο Απόστολος ότι ο παλιός του πλούτος ήταν πιο χρήσιμος για την τελειοποίηση του άνθρωπου, δεν θα τον περιφρονούσε, αφού ήταν και διακεκριμένος Ρωμαίος πολίτης. Αλλά και οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων πουλούσαν τα σπίτια και τα χωράφια τους και έβαζαν το αντίτιμο καταγής κοντά στα πόδια των Αποστόλων.

Δεν θα το έκαναν αυτό αν γνώριζαν ότι οι Απόστολοι θεωρούσαν καλύτερο να τρέφονται από τα δικά τους χρήματα και όχι από τον προσωπικό τους κόπο και από τις προσφορές των εθνικών. Ακόμα πιο καθαρά διδάσκει γι' αυτά ο Απόστολος Παύλος μ' εκείνα που γράφει προς τους Ρωμαίους: «Τώρα πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ για να διακονήσω τους αγίους... Το θέλησαν να τους βοηθήσουν, αλλά ήταν και οφειλέτες τους». Και ο ίδιος, καθώς ήταν σε δεσμά και φυλακές πολλές φορές και ταλαιπωρημένος από την οδοιπορία, πράγμα πού τον εμπόδιζε να εργάζεται όπως συνήθιζε με τα χέρια του για να προμηθεύεται τα αναγκαία, διδάσκει ότι αυτά τα πήρε από τους αδελφούς που ήρθαν από τη Μακεδονία, λέγοντας• «Το υστέρημά μου το συμπλήρωσαν οι αδελφοί που ήρθαν από τη Μακεδονία». Και προς τους Φιλιππησίους γράφει: «Ξέρετε και σεις, Φιλιππήσιοι, ότι αφού αναχώρησα από τη Μακεδονία, καμία άλλη εκκλησία δε με βοήθησε, παρά μόνο σεις, γιατί και στη Θεσσαλονίκη και μια και δύο φορές μου στείλατε τα αναγκαία». Ας είναι λοιπόν και αυτοί κατά τη γνώμη των φιλάργυρων πιο ευτυχείς από τον Απόστολο επειδή από τα υπάρχοντα τους του χορήγησαν τα αναγκαία. Αλλά δεν θα φτάσει κανείς σε μια τόσο μεγάλη ανοησία, να το πει αυτό. Αν λοιπόν θέλομε να ακολουθήσομε την ευαγγελική εντολή και όλη εκείνη την Εκκλησία τη θεμελιωμένη από την αρχή πάνω στους Αποστόλους, να μη στηριζόμαστε στις υποκειμενικές γνώμες μας, ούτε όσα έχουν καλά ειπωθεί να τα εξηγήσομε άσχημα. Αλλά, αφού πετάξομε μακριά τη χλιαρή και άπιστη γνώμη μας, να εντυπώσομε καλά στο νου μας την ακρίβεια του Ευαγγελίου.

Έτσι θα μπορέσομε να ακολουθήσομε και τα ίχνη των Πατέρων και ποτέ να μην απομακρυνθούμε από την προσοχή και επιμέλεια του κοινοβίου και τον κόσμο τούτο να τον απαρνηθούμε αληθινά. Καλό είναι λοιπόν και εδώ να θυμηθούμε τον λόγο κάποιου Αγίου. Ο άγος Βασίλειος, λοιπόν, ο επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, σε κάποιο συγκλητικό που απαρνήθηκε με χλιαρότητα τον κόσμο και κράτησε μερικά από τα χρήματά του, λέγεται ότι του είπε ένα τέτοιο λόγο: «Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχός δεν έγινες». Πρέπει λοιπόν με κάθε επιμέλεια να ξεριζώνομε από την ψυχή μας τη ρίζα όλων των κακών, που είναι η φιλαργυρία, γνωρίζοντας καλά ότι όταν μεγαλώνει η ρίζα, εύκολα φυτρώνουν τα κλαδιά. Αλλά την αρετή αυτή είναι δύσκολο να την κατορθώσομε αν δεν μένομε σε κοινόβιο• γιατί στο κοινόβιο δεν έχομε φροντίδα ούτε για τις απαραίτητες ανάγκες μας. Έχοντας εμπρός στα μάτια μας την καταδίκη του Ανανία και της Σαπφείρας, να μας πιάνει φρίκη αν θέλομε να αφήσομε τίποτε στα χέρια μας από την παλιά περιουσία μας. Επίσης ας φοβηθούμε το παράδειγμα του Γιεζή, ο οποίος εξαιτίας της φιλαργυρίας του παραδόθηκε σε αιώνια λέπρα, κι ας φυλαχτούμε μήπως μαζέψομε για τους εαυτούς μας χρήματα τα οποία ούτε στον κόσμο τα είχαμε.

Κι ακόμη έχοντας στο νου μας το κρέμασμα του Ιούδα, ας φοβηθούμε να πάρουμε πίσω κάτι από εκείνα που καταφρονήσαμε όταν γίναμε μοναχοί. Πάνω απ' όλα, ας έχομε πάντοτε εμπρός μας την αδηλότητα του θανάτου, μήπως σε ώρα που δεν περιμένομε έρθει ο Κύριος μας και βρει λερωμένη τη συνείδηση μας από φιλαργυρία και μας πει εκείνα που είπε στο Ευαγγέλιο προς τον πλούσιο εκείνο: «Ανόητε, αύτη τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου σε ποιόν θα πάνε αυτά που ετοίμασες;»



4. Περί της οργής

Τέταρτος αγώνας είναι εμπρός μας εναντίον του πνεύματος της οργής• και είναι ανάγκη, με τη βοήθεια του Θεού, το θανατηφόρο δηλητήριο της οργής να το κόψομε από το βάθος της καρδιάς μας. Γιατί όσο το πονηρό τούτο πνεύμα κάθεται στην καρδιά μας και τυφλώνει με τις σκοτεινές αναταραχές τα μάτια της καρδιάς μας, ούτε το συμφέρον της ψυχής μας μπορούμε να διακρίνομε, ούτε να φτάσομε ποτέ την πνευματική γνώση, ούτε την τελειότητα αγαθής σκέψεως να πάρομε στην κατοχή μας, ούτε να γίνομε μέτοχοι της αληθινής πνευματικής ζωής, ούτε το θείο και αληθινό φως μπορεί να δεχτεί ο νους μας• γιατί λέει η Γραφή: «Ταράχθηκαν τα μάτια μου από το θυμό». Ούτε θα γίνομε μέτοχοι της θείας σοφίας, και αν ακόμη οι άλλοι μας νομίζουν για πολύ σοφούς, γιατί είναι γραμμένο: «Στον κόρφο των ανοήτων αναπαύεται ο θυμός». Αλλά ούτε και τις σωτήριες σκέψεις της διακρίσεως μπορούμε να αποκτήσομε και αν ακόμη οι άνθρωποι μας νομίζουν για φρόνιμους, γιατί είναι γραμμένο: «Η οργή καταστρέφει και τους φρόνιμους». Αλλά ούτε θα μπορέσομε να αποδώσομε το δίκαιο με προσεκτική και νηφάλια καρδιά, καθώς είναι γραμμένο: «Ο θυμός του ανθρώπου δεν πραγματοποιεί τη δικαιοσύνη του Θεού» • ούτε την κοσμιότητα και σεμνότητα που όλοι οι άνθρωποι την επαινούν μπορούμε να αποκτήσομε, γιατί είναι γραμμένο: «Άνθρωπος που θυμώνει δεν είναι κόσμιος».

Όποιος λοιπόν θέλει να φτάσει την τελειότητα και επιθυμεί να αγωνιστεί νόμιμα τον πνευματικό αγώνα, ας είναι ξένος από το ελάττωμα της οργής και του θυμού, και ας ακούει τι παραγγέλλει το σκεύος της εκλογής, ο Απ. Παύλος: «Κάθε έχθρα και οργή και θυμός και κραυγή και βλασφημία, ας φύγει από σάς μαζί με κάθε κακία». Λέγοντας τη λέξη «κάθε», δε μας άφησε καμία πρόφαση θυμού ούτε σαν αναγκαία, ούτε σαν εύλογη. Εκείνος λοιπόν που θέλει να διορθώσει τον αδελφό του όταν αμαρτάνει ή να του βάλει επιτίμιο, ας φροντίζει να παραμένει ατάραχος, μήπως θέλοντας να θεραπεύσει άλλον, αρρωστήσει ο ίδιος και ακούσει τα ευαγγελικά λόγια: «Ιατρέ, θεράπευσε πρώτα τον εαυτό σου». Και πάλι: «Γιατί βλέπεις το άχυρο στο μάτι του αδελφού σου και δεν παρατηρείς το δοκάρι μέσα στο δικό σου μάτι;» Γιατί αν από οποιαδήποτε αιτία η κίνηση της οργής θερμανθεί πολύ, τυφλώνει τα μάτια της ψυχής και δεν την αφήνει να δει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Όπως εκείνος που βάζει πάνω στα μάτια του χρυσά καλύμματα ή μολύβδινα, εμποδίζει εξίσου την δράση και καμιά διαφορά δεν προκαλεί στη τύφλωση η αξία του χρυσού, έτσι από οποιαδήποτε αιτία, εύλογη δήθεν ή παράλογη, και αν ανάψει η οργή, σκοτίζεται η πνευματική δράση.

Τότε μόνο χρησιμοποιούμε κατά φύση το θυμό, όταν τον στρέφομε εναντίον των εμπαθών και φιλήδονων λογισμών. Έτσι διδάσκει και ο προφήτης: «Να οργίζεστε και να μην αμαρτάνετε»• δηλαδή να οργίζεστε κατά των παθών σας και των πονηρών λογισμών, και μην αμαρτάνετε εκτελώντας όσα αυτοί σάς υπαγορεύουν. Κι αυτό θέλει να πει και η συνέχεια: «Διά όσα λέτε μέσα στις καρδιές σας, πάνω στο κρεβάτι σας να κατανύγεστε», δηλαδή όταν έρθουν στην καρδιά σας οι πονηροί λογισμοί, αφού τους διώξετε με την οργή, τότε ευρισκόμενοι στην ησυχία της ψυχής σαν σε κάποιο κρεβάτι, μετανοείτε με κατάνυξη.

Συμφωνεί σ' αυτό και ο μακάριος Παύλος, που ανέφερε αυτόν το στίχο και πρόσθεσε: «Ο ήλιος να μη βασιλεύει αφήνοντας σας θυμωμένους, ούτε να δίνετε τόπο στο διάβολο», δηλ. μη διαθέτετε έτσι τον Κύριο Ιησού, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, παροργίζοντάς Τον με τη συγκατάθεση σας στους κακούς λογισμούς, ώστε να δύει στις καρδιές σας και να φεύγει, για να μη βρίσκει τόπο ο διάβολος με την αναχώρηση του Χριστού. Δι' αυτόν τον ήλιο λέει και ο Θεός δια μέσου του προφήτη: «Θ' ανατείλει ο ήλιος της δικαιοσύνης και τα φτερά του θα φέρουν τη θεραπεία». Αν πάλι εννοήσομε το ρητό κατά γράμμα, ούτε μέχρι τη δύση του ηλίου δεν μας επιτρέπεται να διατηρούμε την οργή.

Τι λοιπόν θα πούμε γι' αυτά, εμείς όπου από αγριότητα και μανία της εμπαθούς ψυχικής καταστάσεως μας, όχι μόνο μέχρι τη δύση του ηλίου διατηρούμε την οργή, αλλά και για πολλές ημέρες την κρατάμε; Και δε μιλάμε εκφράζοντας την οργή με λόγια, αλλά με τη σιωπή μεταξύ μας αυξάνομε το δηλητήριο της μνησικακίας για ψυχική καταστροφή μας. Και δεν γνωρίζομε ότι πρέπει όχι μόνο να απέχομε από την ενεργητική οργή, αλλά και από την κατά διάνοια, για να μη σκοτεινιάσει ο νους μας από το σκοτάδι της μνησικακίας και ξεπέσει από το φως της πνευματικής γνώσεως και της διακρίσεως, και στερηθεί την κατοίκηση μέσα του του Αγίου Πνεύματος. Δι' αυτό και ο Κύριος στα Ευαγγέλια παραγγέλλει να αφήνομε το δώρο μας στο θυσιαστήριο και να μονιάζομε πρώτα με τον αδελφό μας, γιατί δεν είναι δυνατό να γίνει ευπρόσδεκτο, αν διατηρούμε μέσα μας θυμό και μνησικακία. Αλλά και ο Απόστολος το ίδιο μας διδάσκει, λέγοντας: «Να προσεύχεστε αδιάλειπτα», και «σε κάθε τόπο να υψώνετε σε προσευχή όσια χέρια, χωρίς οργή και λογισμούς απιστίας». Δεν μένει λοιπόν, παρά ή να μην προσευχόμαστε ποτέ, οπότε είμαστε υπεύθυνοι στην αποστολική παραγγελία, ή να φροντίζομε να τηρούμε τη διαταγή και να προσευχόμαστε χωρίς οργή και μνησικακία.

Και επειδή πολλές φορές αν λυπηθούν ή ταραχθούν οι αδελφοί, αδιαφορούμε λέγοντας ότι δεν λυπήθηκαν εξαιτίας μας, ο Ιατρός των ψυχών, θέλοντας να ξεριζώσει τις προφάσεις, παραγγέλλει να αφήσομε το δώρο και να συνδιαλλαγούμε όχι μόνο αν είμαστε εμείς λυπημένοι κατά του αδελφού μας, αλλά και αν αυτός είναι λυπημένος εναντίον μας δίκαια ή άδικα, να τον θεραπεύομε δίνοντας εξηγήσεις, και τότε να προσφέρομε το δώρο μας. Αλλά γιατί να διατρίβομε πολύ στα ευαγγελικά παραγγέλματα αφού και από τον παλαιό νόμο μπορούμε να μάθομε, ο οποίος αν και θεωρείται πιο συγκαταβατικός, λέει: «Μη νιώσεις μέσα σου μίσος για τον αδελφό σου», και άλλου λέει: «Ο δρόμος του μνησίκακου οδηγεί στο θάνατο». Και εδώ όχι μόνον την ενεργητική μνησικακία τιμωρεί, αλλά και την κατά διάνοια.

Πρέπει λοιπόν, σύμφωνα με τους θείους νόμους, να αγωνιζόμαστε με όλη τη δύναμη μας εναντίον του πνεύματος της οργής και της αρρώστιας που έχομε μέσα μας• και όχι, επειδή στρέφομε το θυμό εναντίον των ανθρώπων, να επιδιώκομε την ερημία και την απομόνωση, γιατί δήθεν εκεί δεν υπάρχουν αφορμές να μας παρακινούν στην οργή, και στη μόνωση θα κατορθώσομε εύκολα την αρετή της μακροθυμίας. Επειδή είμαστε υπερήφανοι και δεν θέλομε να κατηγορούμε τον εαυτό μας και να αποδίδομε στη δική μας αμέλεια τις αφορμές της ταραχής, επιθυμούμε να χωριστούμε από τους αδελφούς μας. Ενόσω λοιπόν αποδίδομε στους άλλους τις αφορμές της ασθένειας μας, είναι αδύνατο να φτάσομε την τελειότητα της μακροθυμίας.

Το κυριότερο λοιπόν μέρος της διορθώσεως μας και της ειρήνης μας δεν κατορθώνεται από τη μακροθυμία των άλλων απέναντι μας αλλά από τη δική μας ανεξικακία προς τους άλλους. Όταν όμως, αποφεύγοντας τον αγώνα της μακροθυμίας, επιδιώκομε την έρημο και τη μόνωση, τότε, όσα πάθη φέρνομε αθεράπευτα εκεί, είναι κρυμμένα μέσα μας και δεν χάθηκαν. Επειδή η ερημιά και η αναχώρηση σε όσους δεν έχουν απαλλαγεί από τα πάθη τους, ξέρει όχι μόνο να τα διατηρεί, αλλά και να τα σκεπάζει• και ούτε επιτρέπει να αισθάνονται σε ποιο πάθος νικιούνται. Απεναντίας η έρημος υποβάλλει σ' αυτούς να φαντάζονται ότι απόκτησαν αρετή και τους πείθει να πιστεύουν ότι κατόρθωσαν τη μακροθυμία και την ταπείνωση, όσο δεν είναι παρών κάποιος που να τους ερεθίζει και να τους φέρνει σε δοκιμασία. Και όταν τύχει αφορμή θυμού που τους προκαλεί και τους δοκιμάζει, αμέσως τα πάθη που βρίσκονται μέσα αποθηκευμένα και λανθάνοντα, σαν άλογα χωρίς χαλινάρι ξεπηδούν από τον τόπο που ησύχαζαν, θρεμμένα από την μακρά ησυχία και αργία, και με μεγαλύτερη σφοδρότητα και αγριότητα σύρουν στον όλεθρο τον άνθρωπο που κάθεται πάνω σ' αυτά. Γιατί περισσότερο εξαγριώνονται τα πάθη όταν στερούνται τη δοκιμασία που προέρχεται από τους ανθρώπους.

Και αυτήν ακόμη τη σκιά της υπομονής και μακροθυμίας, την οποία φαινομενικά νομίζομε, όταν ήμαστε μαζί με τους αδελφούς, ότι είχαμε, τη χάνομε από την αμέλεια της εκγυμνάσεως και της απομονώσεως. Όπως τα φαρμακερά φίδια στην ερημιά που ησυχάζουν στη φωλιά τους, τότε δείχνουν τη μανία τους, όταν τα πλησιάσει κανείς, έτσι και οι εμπαθείς άνθρωποι που ησυχάζουν όχι λόγω της αρετής, αλλά αναγκαστικά εξαιτίας της ερημιάς, τότε χύνουν το δηλητήριο τους, όταν αρπάξουν κάποιον που τους πλησιάζει και τους ερεθίζει. Και γι' αυτό πρέπει εκείνοι που επιζητούν την τελειότητα της πραότητας, να φροντίζουν όσο μπορούν περισσότερο, όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων να μην οργίζονται, αλλά ούτε και εναντίον των ζώων, ούτε κατά των άψυχων. Γιατί θυμούμαι, όταν ήμουν στην έρημο θύμωσα εναντίον καλαμιού που δεν μου άρεσε το πάχος ή η λεπτότητά του. Επίσης θύμωσα και εναντίον ξύλου που δεν μπόρεσα να το κόψω αμέσως. Επίσης και εναντίον πέτρας από εκείνες που βγάζουν φωτιά, όταν προσπάθησα να βγάλω φωτιά και δεν έβγαλε γρήγορα. Έτσι είχε δυναμώσει η οργή, ώστε να στρέφεται και κατά των αναίσθητων πραγμάτων.

Αν λοιπόν επιθυμούμε να επιτύχομε το μακαρισμό του Κυρίου, όχι μόνον την ενεργητική οργή, όπως είπαμε, αλλά και την κατά διάνοια πρέπει να εμποδίσαμε. Γιατί δεν ωφελεί τόσο πολύ να συγκρατούμε το στόμα μας στον καιρό του θυμού να μη λέει λόγια μανιασμένα, όσο να καθαρίζομε την καρδιά μας από τη μνησικακία και να μη στριφογυρίζομε μέσα στο μυαλό μας πονηρούς λογισμούς εναντίον του αδελφού. Γιατί η ευαγγελική διδασκαλία παραγγέλλει να κόβομε τις ρίζες των αμαρτημάτων, παρά τους καρπούς• επειδή όταν κοπεί η ρίζα του θυμού από την καρδιά, ούτε μίσος ούτε φθόνος προχωρεί σε έργο. Όποιος μισεί τον αδελφό του, έχει ονομαστεί ανθρωποκτόνος•, που φονεύει αυτόν με τη διάθεση του μίσους κατά διάνοια, αυτού το αίμα δεν το βλέπουν οι άνθρωποι, αφού δεν χύθηκε με χτύπημα ξίφους, αλλά ότι κατά διάνοια και κατά διάθεση φονεύτηκε, το βλέπει ο Θεός, ο οποίος όχι μόνο για τις πράξεις, αλλά και για τους λογισμούς και τις προαιρέσεις αποδίδει στον καθένα στεφάνια ή τιμωρίες, καθώς λέει ο Ίδιος δια μέσου του προφήτη: «Ιδού, έρχομαι για να συγκεντρώσω τα έργα και τις σκέψεις τους». Και πάλι, ο Απόστολος λέει: «Όταν οι λογισμοί τους κατηγορούν αναμεταξύ τους ή και απολογούνται, κατά την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά έργα των ανθρώπων». Αυτός ο Ίδιος ο Κύριος διδάσκει να αποβάλομε κάθε οργή και λέει στα Ευαγγέλια: «Όποιος οργίζεται κατά του αδελφού του, θα είναι ένοχος στο δικαστήριο». Τα ακριβή αντίγραφα (του Ευαγγελίου) έτσι περιέχουν αυτό το χωρίο. Γιατί η λέξη «εική» δηλ. χωρίς λόγο, είναι μεταγενέστερη προσθήκη, κι αυτό είναι φανερό και από το πνεύμα της Γραφής. Επειδή το θέλημα του Κυρίου είναι να κόβομε με κάθε τρόπο τη ρίζα και το σπινθήρα της οργής και να μην κρατάμε καμιά πρόφαση οργής- μήπως θυμώνοντας στην αρχή εύλογα τάχα, ύστερα πέσομε στη μανία του παράλογου θυμού.

Η τέλεια θεραπεία της ασθένειας της οργής είναι αυτή: να πιστέψομε ότι ούτε για δίκαιες ούτε για άδικες αφορμές επιτρέπεται ποτέ να θυμώνομε. Επειδή όταν η οργή σκοτίσει τη διάνοια, ούτε διάκριση, ούτε σωστή σκέψη, ούτε δικαιοσύνη θα βρεθεί μέσα μας, ούτε και ναός του Αγίου Πνεύματος μπορεί να γίνει η ψυχή μας, αλλά θα μας κατακυριεύσει το πνεύμα της οργής σκοτίζοντας τη διάνοια μας. Τελευταίο απ' όλα, πρέπει να έχομε εμπρός στα μάτια μας κάθε ημέρα, την αβεβαιότητα της ώρας του θανάτου μας, κι έτσι να φυλαγόμαστε από την οργή. Και ας γνωρίζομε ότι ούτε η σωφροσύνη, ούτε η απάρνηση του υλικού κόσμου, ούτε οι νηστείες και αγρυπνίες θα μας ωφελήσουν κατά την ημέρα της κρίσεως, αν βρεθούμε ένοχοι επειδή κατεχόμαστε από οργή και μίσος.



5. Περί της λύπης

Πέμπτος είναι ο αγώνας εναντίον του πνεύματος της λύπης, το οποίο σκοτίζει την ψυχή από κάθε πνευματική θεωρία και την εμποδίζει από κάθε αγαθή πράξη. Επειδή όταν το πονηρό αυτό πνεύμα αρπάξει την ψυχή και την σκοτίσει ολόκληρη, δεν της επιτρέπει να προσεύχεται με προθυμία, δεν την αφήνει να εγκαρτερεί στην ωφέλεια των ιερών αναγνωσμάτων δεν ανέχεται να είναι ο άνθρωπος πράος και να κινείται εύκολα σε κατάνυξη και συμπάθεια προς τους αδελφούς, για όλες τις εργασίες και εναντίον ακόμη της υποσχέσεως του μοναχικού βίου φέρνει μίσος. Και γενικά η λύπη, αφού ανακατώσει όλες τις σωτήριες σκέψεις της ψυχής και παραλύσει τη δραστηριότητα και την καρτερία της, τη φέρνει σε σημείο να είναι σαν ανόητη και ηλίθια, δένοντας την με το λογισμό της απελπισίας. Γι' αυτό, αν έχομε σκοπό να αγωνιστούμε τον πνευματικό αγώνα και να νικήσομε, με τη βοήθεια του Θεού, τα πονηρά πνεύματα, όσο μπορούμε με μεγαλύτερη προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το πνεύμα της λύπης. Γιατί όπως ο σκόρος τρώει το ρούχο και το σκουλήκι το ξύλο, έτσι η λύπη κατατρώγει την ψυχή του άνθρωπου. Πείθει τον άνθρωπο να αποφεύγει κάθε καλή πνευματική συναναστροφή και δεν επιτρέπει ούτε από γνήσιους φίλους να δέχεται συμβουλή, ούτε καλή και ειρηνική απάντηση να δίνει σ' αυτούς, αλλά αφού καταλάβει όλη την ψυχή, τη γεμίζει με δυσαρέσκεια, πλήξη και μελαγχολία.

Και τότε τη βάζει να αποφεύγει τους ανθρώπους, γιατί γίνονται σ' αυτήν αίτιοι ταραχής. Και δεν επιτρέπει στην ψυχή να εννοήσει ότι όχι απέξω, αλλά μέσα της έχει την αρρώστια, η οποία τότε φανερώνεται, όταν έρθουν οι πειρασμοί και με την δοκιμασία τη φέρουν στην επιφάνεια. Γιατί ποτέ δεν μπορεί να βλαφτεί ο άνθρωπος από άλλον, αν δεν έχει μέσα του αποθηκευμένες τις αφορμές των παθών. Και γι' αυτό ο Δημιουργός των πάντων και Ιατρός των ψυχών, ο Θεός, ο μόνος που γνωρίζει ακριβώς τα τραύματα της ψυχής, δεν παραγγέλλει να αποφεύγομε τις συναναστροφές των ανθρώπων, αλλά να κόβομε τις αιτίες της κακίας που είναι μέσα μας, και να γνωρίζομε ότι η υγεία της ψυχής δεν κατορθώνεται με τον χωρισμό από τους ανθρώπους, αλλά με την διαμονή και εξάσκηση με τους ενάρετους ανθρώπους. Όταν λοιπόν για προφάσεις που τις νομίζομε δήθεν εύλογες, εγκαταλείπομε τους αδελφούς, δεν κόψαμε τις αφορμές της λύπης αλλά μόνον κάναμε εναλλαγή τους, γιατί η αρρώστια που έχομε μέσα μας τις ανακινεί πάλι εξαιτίας άλλων πραγμάτων. Γι' αυτό, όλος ό πόλεμος μας ας είναι εναντίον των παθών που είναι μέσα μας, γιατί αν αυτά, με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, βγουν από την καρδιά μας, όχι μόνο με τους ανθρώπους, αλλά και με τα άγρια θηρία εύκολα μπορούμε να ζήσομε, όπως λέει ο μακάριος Ιώβ: «Τα άγρια θηρία θα γίνουν ειρηνικά μαζί σου». Πρώτα-πρώτα λοιπόν να αγωνιστούμε εναντίον του πνεύματος της λύπης, που φέρνει την ψυχή στην απελπισία, για να το εξορίσομε από την καρδιά μας. Γιατί αυτό το πνεύμα δεν επέτρεψε στον Κάιν να μετανοήσει μετά την αδελφοκτονία, ούτε στον Ιούδα μετά την προδοσία του Κυρίου. Μια μόνο λύπη να έχομε, την μετάνοια για τις αμαρτίες μας ενωμένη με την αγαθή ελπίδα, για την οποία ο Απόστολος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετάνοια που οδηγεί σε οριστική σωτηρία».

Κι αυτό, γιατί η κατά Θεόν λύπη τρέφοντας την ψυχή με την ελπίδα που ακολουθεί τη μετάνοια, είναι ανάμικτη με χαρά. Γι' αυτό και πρόθυμο και υπάκουο για κάθε καλή πράξη, ευκολοπλησίαστο, ταπεινό, πράο, ανεξίκακο, υπομονετικό σε κάθε αγαθό κόπο και κάθε συντριβή κάνει τον άνθρωπο η λύπη αυτή, αφού είναι κατά Θεόν. Και με αυτό λοιπόν γίνονται οι καρποί του Αγίου Πνεύματος φανεροί στον άνθρωπο, δηλαδή η χαρά, η αγάπη, η ειρήνη, η μακροθυμία, η αγαθότητα, η πίστη, η εγκράτεια. Από την αντίθετη λύπη είναι φανεροί οι καρποί του πονηρού πνεύματος, οι οποίοι είναι ακηδία, ανυπομονησία, θυμός, μίσος, αντιλογία, απελπισία, οκνηρία στην προσευχή. Αυτή τη λύπη πρέπει να την αποφεύγομε, όπως και την πορνεία και τη φιλαργυρία και το θυμό και τα υπόλοιπα πάθη. Αυτή η λύπη θεραπεύεται με την προσευχή και την ελπίδα στο Θεό και τη μελέτη των θείων λόγων και με τη συναναστροφή με ευλαβείς ανθρώπους.



6. Περί της ακηδίας

Έκτος είναι ο αγώνας μας εναντίον της ακηδίας (αμέλεια, πλήξη) που ενώνεται και βοηθεί το πνεύμα της λύπης. Δεινός και βαρύς δαίμονας αυτός, πολεμά πάντοτε τους μοναχούς. Αυτός επιτίθεται εναντίον του μοναχού κατά το μεσημέρι, προκαλώντας του ατονία και φόβο και μίσος εναντίον του τόπου όπου ασκείται και εναντίον των αδελφών που είναι μαζί του και εναντίον κάθε εργασίας, ακόμη και της αναγνώσεως των θείων Γραφών. Σου υποβάλλει ακόμη και λογισμούς μεταβάσεως σε άλλο τόπο, και ότι αν δεν πάει άλλου, μάταια κοπιάζει εδώ και χάνει τον καιρό του. Επίσης του φέρνει κατά το μεσημέρι και πείνα τόση, όση δεν θα προξενούσε σ' αυτόν τριήμερη νηστεία ή μακρά οδοιπορία ή βαρύτατος κόπος. Έπειτα του υποβάλλει λογισμούς ότι με κανένα άλλο τρόπο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ασθένεια αυτή και το βάρος της, παρά με το να βγαίνει έξω συνεχώς και να επισκέπτεται τους αδελφούς, τάχα για ωφέλεια ή επίσκεψη των ασθενών. Κι όταν δεν μπορέσει να τον εξαπατήσει με αυτά, τότε αφού του φέρει πολύ βαρύ ύπνο, επιτίθεται εναντίον του σφοδρότερος και δυνατότερος, και δεν μπορεί διαφορετικά να νικηθεί, παρά με την προσευχή και την αποχή από την αργολογία και με τη μελέτη των θείων λόγων και την υπομονή στους πειρασμούς. Γιατί αν δεν τον βρει ασφαλισμένο με αυτά τα όπλα, τότε αφού τον κατατρυπήσει με τα βέλη του, τον κάνει άστατο, ονειροπόλο, ράθυμο, άεργο και τον οδηγεί να επισκέπτεται πολλά μοναστήρια και να μη φροντίζει για τίποτε άλλο, παρά που γίνονται τραπέζια και συμπόσια. Γιατί η διάνοια αυτού που έπεσε σε ακηδία τίποτε άλλο δεν φαντάζεται παρά τις μάταιες σκέψεις όσων αναφέραμε. Από αυτά τον δεσμεύει και σε κοσμικά πράγματα και τον δελεάζει λίγο-λίγο σε επιβλαβείς ασχολίες, μέχρις ότου και από αύτη τη μοναχική ζωή τον διώξει.

Ο Απόστολος, γνωρίζοντας πόσο βαριά είναι αυτή η αρρώστια και επειδή ήθελε ως σοφός γιατρός να τη βγάλει μαζί με τη ρίζα από τις ψυχές μας, μας φανερώνει τις αιτίες από τις οποίες γεννιέται και λέει: «Σας παραγγέλλομε αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να αποχωρίζεστε από κάθε αδελφό που συμπεριφέρεται άτακτα και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παραλάβατε από μας. Γνωρίζετε πως πρέπει να μας μιμείστε, επειδή δε ζήσαμε ως άτακτοι ανάμεσά σας, ούτε πήραμε από κανένα το φαγητό μας δωρεάν, αλλά εργαζόμαστε ημέρα και νύχτα με κόπο και μόχθο για να μην επιβαρύνομε κανένα σας• όχι γιατί δεν είχαμε τέτοιο δικαίωμα, αλλά για να σάς δώσομε παράδειγμα να μας μιμείστε.

Και όταν ήμαστε κοντά σας, αυτή την εντολή σάς δίναμε, ότι οποίος δε θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει. Γιατί μαθαίνομε ότι μερικοί από σάς δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται ξένες υποθέσεις. Σ' αυτούς παραγγέλλομε, στο όνομα του Ιησού Χριστού, να εργάζονται ήσυχα για να κερδίζουν το ψωμί τους».

Ας ακούσομε πόσο καθαρά φανερώνει τις αιτίες της ακηδίας ο Απόστολος. Εκείνους που δεν εργάζονται τους ονομάζει άτακτους, φανερώνοντας με μία λέξη πολλή κακία. Γιατί ο άτακτος, είναι και ανευλαβής και αυθάδης στα λόγια και πρόχειρος σε κατηγορίες και γι' αυτό είναι ακατάλληλος για την ησυχία και δούλος της ακηδίας. Παραγγέλλει λοιπόν να αποχωριζόμαστε από αυτούς σαν να έχουν κολλητική αρρώστια. Με τη φράση «και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παραλάβατε από μας», φανερώνει ότι αυτοί είναι υπερήφανοι και καταφρονητές και ακυρώνουν τις αποστολικές παραδόσεις. Κατόπιν λέει: «Δεν πήραμε το φαγητό μας δωρεάν από κανένα, αλλά εργαζόμαστε νύχτα και ημέρα με κόπο και μόχθο». Ο διδάσκαλος των εθνών, ο κήρυκας του Ευαγγελίου, που ανέβηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, αυτός που λέει ότι ο Κύριος διέταξε τους κήρυκες του Ευαγγελίου να συντηρούνται από τους ακροατές του κηρύγματος, αυτός εργάζεται ο ίδιος νύχτα και ημέρα με κόπο και μόχθο για να μην επιβαρύνει κανένα. Τι λοιπόν θα κάνομε εμείς, που είμαστε στην εργασία οκνηροί και επιδιώκομε τη σωματική ανάπαυση, εμείς που ούτε κήρυγμα του Ευαγγελίου μας έχει ανατεθεί, ούτε η μέριμνα για τις εκκλησίες, αλλά μόνο η φροντίδα για την ψυχή μας; Κατόπιν για να δείξει πιο καθαρά τη βλάβη που φέρνει η αργία, καταλήγει: «Δεν εργάζονται καθόλου αλλά περιεργάζονται». Γιατί από την αργία γεννιέται η περιέργεια, από την περιέργεια η αταξία και από την αταξία κάθε κακία. Για τη θεραπεία όλων αυτών, συμπληρώνει: «Να εργάζονται ήσυχα για να κερδίζουν το ψωμί τους». Και για να τους επιπλήξει περισσότερο, λέει: «Όποιος δε θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει».

Αυτές τις αποστολικές διαταγές έχοντας υπόψη οι άγιοι πατέρες της Αιγύπτου, δεν αφήνουν ποτέ να μένουν αργοί οι μοναχοί και μάλιστα οι νεώτεροι, επειδή γνωρίζουν ότι με την υπομονή της εργασίας και την ακηδία διώχνουν, και την τροφή τους προμηθεύονται, και βοηθούν όσους έχουν ανάγκη. Γιατί δεν εργάζονται μόνο για τις δικές τους ανάγκες, αλλά και σε ξένους και φτωχούς και φυλακισμένους δίνουν από την εργασία τους, πιστεύοντας ότι η αγαθοεργία αυτή είναι θυσία αγία και ευπρόσδεκτη στο Θεό. Και λένε επίσης οι πατέρες, ότι ο εργαζόμενος πολεμά με ένα δαίμονα πολλές φορές και στενοχωρείται από αυτόν, ενώ ο αργός αιχμαλωτίζεται από χιλιάδες πονηρά πνεύματα.

Καλό είναι ακόμα να θυμηθούμε και το λόγο που μου είπε ο αββάς Μωυσής, που ήταν πολύ άξιος μεταξύ των πατέρων. Αφού είχα καθήσει λίγο καιρό στην έρημο, με πείραξε ο δαίμονας της ακηδίας. Τον επισκέφτηκα τότε και του είπα: «Χθες ενοχλήθηκα πάρα πολύ από την ακηδία και εξασθένησα υπερβολικά• και δε γλύτωσα από αυτή, παρά όταν σηκώθηκα και επισκέφτηκα τον αββά Παύλο». Σ' αυτά μου αποκρίθηκε ο αββάς Μωυσής: «Έχε θάρρος• δεν ελευθερώθηκες από την ακηδία, αλλά μάλλον παραδόθηκες και υποδουλώθηκες σ' αυτή. Να γνωρίζεις λοιπόν ότι τώρα θα σε πολεμήσει περισσότερο ως λιποτάκτη, αν στο εξής δε φροντίσεις με την υπομονή και την προσευχή και την εργασία των χεριών σου να παλαίψεις εναντίον της και να τη νικήσεις».



7. Περί της κενοδοξίας

Έβδομος είναι ο αγώνας κατά της κενοδοξίας. Αυτό το πάθος είναι πολύμορφο και πολύ λεπτό και δεν το εννοεί γρήγορα ούτε εκείνος που πειράζεται από αυτό. Επειδή οι προσβολές των άλλων παθών είναι πιο φανερές και ευκολότερα καταπολεμούνται, καθώς η ψυχή αναγνωρίζει τον εχθρό και με την αντίρρηση στις προσβολές του και την προσευχή, αμέσως τον ανατρέπει. Η κενοδοξία όμως, με το να είναι πολύμορφη όπως είπαμε, δύσκολα νικιέται. Γιατί φανερώνεται σε κάθε πράξη και σε φωνή και σε λόγο και σε σιωπή και σε έργο και σε αγρυπνία και σε νηστεία και σε προσευχή και σε πνευματικές αναγνώσεις και σε ησυχία και σε μακροθυμία. Με όλα αυτά προσπαθεί να προσβάλλει το στρατιώτη του Χριστού.

Όποιον δε μπόρεσε να απατήσει στην κενοδοξία με την πολυτέλεια των ρούχων, δοκιμάζει να τον πειράξει με το φτωχικό ρούχο. Όποιον δεν μπόρεσε να πολεμήσει με την τιμή, τον πολεμά με το να νομίζει ότι υπομένει την ατιμία. Και όποιον δε μπόρεσε να καταφέρει στην κενοδοξία με τη γνώση των λόγων, τον δελεάζει με τη σιωπή, να κενοδοξεί δήθεν ως ήσυχος. Και όποιον δε μπόρεσε να φέρει σε χαλαρότητα με την πολυτέλεια των τροφών, τον κάνει να επιζητεί τον έπαινο με τη νηστεία. Και γενικά κάθε έργο, κάθε απασχόληση δίνει αφορμή στον πονηρό αυτό δαίμονα. Ακόμη αυτός υποβάλλει επιθυμία για το αξίωμα της Ιεροσύνης. Θυμάμαι κάποιον γέροντα, όταν ήμουν στη σκήτη, που πήγε στο κελί ενός αδελφού για επίσκεψη, και αφού πλησίασε την πόρτα, τον άκουσε να μιλάει από μέσα. Ο γέροντας νόμισε ότι μελετά κάτι από την Γραφή και στάθηκε για να ακούσει. Κατάλαβε τότε ότι ο αδελφός είχε βγει από τα λογικά του από την κενοδοξία και χειροτονούσε τον εαυτό του διάκονο και έκανε απόλυση των κατηχουμένων. Όταν λοιπόν ο γέροντας τα άκουσε αυτά, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Ο αδελφός αφού τον υποδέχτηκε, τον προσκύνησε κατά τη συνήθεια και τον ερώτησε να μάθει αν στεκόταν πολλή ώρα εμπρός στην πόρτα. Ο γέροντας με χαριτωμένο τρόπο του είπε: «Τώρα ήρθα, όταν έκανες την απόλυση των κατηχουμένων».

Ο αδελφός μόλις το άκουσε, έπεσε στα πόδια του γέροντα και τον παρακαλούσε να προσευχηθεί γι' αυτόν, για να ελευθερωθεί από αυτή την πλάνη. Αυτό το θυμήθηκα για να δείξω σε πόση αναισθησία φέρνει τον άνθρωπο αυτός ο δαίμονας. Εκείνος λοιπόν που θέλει να πολεμήσει τέλεια και να στεφανωθεί με το στεφάνι της δικαιοσύνης, πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσει να νικήσει το πολύμορφο αυτό θηρίο, έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια του το ρητό του Δαβίδ: «Ο Κύριος διασκόρπισε τα κόκκαλα των ανθρωπαρέσκων». Και να μην κάνει τίποτε επιδιώκοντας τον ανθρώπινο έπαινο, αλλά να επιζητεί την αμοιβή μόνο από το Θεό. Και αποβάλλοντας πάντοτε τους λογισμούς που έρχονται στην καρδιά του και τον επαινούν, να εξουθενώνει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού. Έτσι θα μπορέσει με τη βοήθεια του Θεού να απαλλαγεί από το πνεύμα της κενοδοξίας.



8. Περί της υπερηφάνειας

Όγδοος είναι ο αγώνας κατά της υπερηφάνειας. Φοβερότατος αυτός ο αγώνας και από όλους τους προηγούμενους αγριότερος. Αυτός πολεμά προπάντων τους τέλειους και προσπαθεί να καταστρέφει εκείνους που ανέβηκαν σχεδόν στην κορυφή των αρετών. Και όπως μία κολλητική και θανατηφόρα αρρώστια δεν καταστρέφει ένα μέλος του σώματος, αλλά ολόκληρο το σώμα, έτσι και η υπερηφάνεια όχι μόνον ένα μέρος της ψυχής, αλλά ολόκληρη την καταστρέφει. Και το καθένα από τα άλλα πάθη, αν και ταράζει την ψυχή, αλλά με το να πολεμά μια μόνον αρετή, εκείνη που είναι αντίθετη του, και να προσπαθεί αυτή να νικήσει, σκοτίζει και ταράζει την ψυχή εν μέρει.

Ενώ το πάθος της υπερηφάνειας σκοτίζει ολόκληρη την ψυχή και την ρίχνει σε τέλεια πτώση.

Για να εννοήσουμε καλύτερα τα λεγόμενα, ας σκεφτούμε ως εξής: Η γαστριμαργία προσπαθεί να διαφθείρει την εγκράτεια• η πορνεία, τη σωφροσύνη• η φιλαργυρία, την ακτημοσύνη• ο θυμός, την πραότητα και όλα τα λοιπά είδη της κακίας, τις αντίθετες αρετές. Η υπερηφάνεια όμως, όταν κυριεύσει την άθλια ψυχή, σαν φοβερότατος τύραννος που κατέλαβε μια μεγάλη και δοξασμένη πόλη, την καταστρέφει ολόκληρη και την κατεδαφίζει από τα θεμέλια. Μάρτυρας γι' αυτό είναι ο άγγελος εκείνος που έπεσε από τον ουρανό εξαιτίας της υπερηφάνειας του, ο οποίος αν και δημιουργήθηκε από το Θεό και στολίστηκε από Αυτόν με κάθε αρετή και σοφία, δεν θέλησε να τα αποδίδει όλα αυτά στον Κύριο, αλλά στη δική του φύση. Και έτσι νόμιζε ότι είναι ίσος με το Θεό.

Ελέγχοντας αυτή τη σκέψη του, ο προφήτης έλεγε: «Συ είπες με το νου σου• θα καθήσω πάνω σε ψηλό βουνό, θα στήσω το θρόνο μου πάνω στα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο. Και όμως εσύ είσαι άνθρωπος και όχι θεός». Και πάλι άλλος προφήτης λέει: «Γιατί καυχιέται μέσα στην κακία του ο δυνατός;» Γνωρίζοντας αυτά, ας φοβηθούμε και με κάθε προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το θανατηφόρο πνεύμα της υπερηφάνειας, λέγοντας πάντοτε στον εαυτό μας, όταν κατορθώσομε κάποια αρετή, τον λόγο του Αποστόλου: «όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου», και τον λόγο του Κυρίου: «ότι χωρίς τη βοήθειά Μου, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε».

Επίσης, το λόγο του προφήτη: «Αν ένα σπίτι δεν το οικοδομήσει ο Κύριος, μάταια κουράστηκαν οι οικοδόμοι», και το: «Δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει, ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από το Θεό που θα δείξει έλεος». Επειδή και αν ακόμη έχει κανείς ολόθερμη προθυμία και αποφασισμένη προαίρεση, εφόσον είναι δεμένος με σάρκα και αίμα, δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα, παρά μόνο με τη χάρη και το έλεος του Χριστού. Και ο Ιάκωβος λέει: «Κάθε ωφέλιμη δωρεά προέρχεται από ψηλά». Και ο Απ. Παύλος: «Τι έχεις που δεν το πήρες από το Θεό; Κι αν έχεις πάρει, γιατί καυχιέσαι σαν να μην πήρες, αλλά υπερηφανεύεσαι σαν να είναι δικά σου;» Ότι με τη χάρη και το έλεος του Θεού έρχεται η σωτηρία, είναι μάρτυρας αληθινός εκείνος ο ληστής, ο οποίος κέρδισε τη βασιλεία των Ουρανών όχι ως ανταμοιβή της αρετής του, αλλά με τη χάρη και το έλεος του Θεού.

Γνωρίζοντας αυτά οι Πατέρες μας όλοι, με μια γνώμη, μας παρέδωσαν ότι δεν μπορούμε διαφορετικά να φτάσομε στην τελειότητα της αρετής, παρά μόνο με την ταπείνωση, η οποία έρχεται στον άνθρωπο από την πίστη και το φόβο του Θεού, από την πραότητα και την τέλεια ακτημοσύνη. Με τις αρετές αυτές κατορθώνεται και η τέλεια αγάπη, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες.

Αμήν







Πηγή: http://www.egolpion.com/

Ανάκληση εις μετάνοια - Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

$
0
0
Μεταπτωτικά ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό την επιρροή όχι μόνο του νόμου της αμαρτίας του «εν τοις μέλεσι διεσπαρμένου», αλλά ακόμα και υπό την επίδρασι των αλλοιώσεων και των ποικίλων τροπών, πού υπάρχουν και αυτές σαν κακοί γείτονες. 


Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι εκείνοι πού συνεχώς μας ωθούν, μας αποπλανούν, μας παρασύρουν στο να μην ημπορούμε να φυλάξωμε αυτό πού θέλομε.

Και εξ αίτιας αυτών λοιπόν, ευρισκόμεθα εις συνεχή μετάνοια.

Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, έστω και ων είναι μια μόνο ημέρα η ζωή του ανθρώπου, δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας. Αυτό το νόημα της μετανοίας, είναι εκείνο πού βασικά μας απασχολεί. Κατά τους Πατέρες, ο Θεός δεν λυπάται τόσο αν ο άνθρωπος, τρόπον τινά, δεν τα κατάφερε και αμάρτησε. Δεν τον κρίνει γι' αυτό. Εκείνο πού λυπεί την Χάρι, είναι όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να μετανοήση. Αυτό είναι ένα είδος απογνώσεως, ένα είδος βλασφημίας προς αυτό το Πανάγιο Πνεύμα.

Γι' αυτό πρέπει να εντείνωμε την προσπάθεια μας.

Καί έφ' όσον θέμα αναμαρτησίας δεν τίθεται, να τίθεται θέμα συνεχούς μετανοίας. Να πείθωμε την ενδημούσα σε μας θεία Χάρι, ότι τα σφάλματα τα οποία συμβαίνουν δεν είναι εκούσια. Ποτέ μας δεν θέλομε να αρνηθούμε και να προδώσωμε την αγάπη του Θεού, αλλά μέσα στην αδυναμία, απειρία και αγνωσία, περικλείονται όλα μας τα λάθη. Και συνεχώς πίπτοντες, φωνάζαμε το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», να επικαλούμεθα νέα μορφή συνεργείας της Χάριτος, ούτως ώστε να ολοκληρώση την γνώσι μας και τις δυνάμεις μας, για να ιδούμε καλά και να ενεργήσωμε σωστά και έτσι να ημπορέσωμε εις αυτές τις δύσκολες ημέρες να ορθοποδήσωμε. Γιατί κατά τον Παύλο «εγγύτερον ημών η σωτηρία» τώρα, «ή ότε επιστεύσαμεν».

Βλέποντες όλοι μας και έχοντες πείρα των γεγονότων, αντιλαμβανόμεθα «εγγίζουσαν την ημέραν». Παρατηρούμε να δυναμώνη περισσότερο του εχθρού μας η δύναμι, αλλά και η ιδική μας έκτασι να περιορίζεται, λόγω του ότι οι άνθρωποι περισσότερο αποφεύγουν, περισσότερο απομακρύνονται και έτσι το κοινωνικό σύνολο γίνεται και αυτό εμπόδιο· διότι οι άνθρωποι οι πνευματικοί εμειώθησαν, έμεινε το «λείμμα», ελάχιστοι.

Πόσο πρέπει να είμεθα προσεκτικοί και ενωμένοι για να τα βγάλωμε πέρα! Το θέμα της επιτυχίας μας δεν είναι θέμα τεχνικό, ώστε να αποδώσωμε το βάρος στην συμμαχία των συνανθρώπων μας. Χρήσιμο είναι εάν είμεθα σύμφωνοι και ομοϊδεάται. Το κέντρο όμως της επιτυχίας, είναι η συμμαχία της Χάριτος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».

Όλη μας η προσοχή είναι στο πώς να κρατήσωμε μαζί μας την ενέργεια της Χάριτος Του, το «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αυτό το «μεθ' υμών ειμί» πρέπει να το προσέξωμε πάρα πολύ, εάν πράγματι είναι «μεθ' ημών». Διότι «δυνάμει» ο Θεός Λόγος είναι «μεθ' ημών». «Δυνάμει» δεν απουσιάζει από πουθενά. Αλλοίμονο αν συμβή τούτο! Εάν απουσιάση κλάσμα δευτερολέπτου από την κτίσι, αυτή θα εξαφανισθή. Αυτός είναι το Πάν του παντός. «Δυνάμει» είναι μαζί μας. Είναι όμως «ενεργεία» μαζί μας;

Λέγει ένα σοφό λόγο ο Ωριγένης: «Τι μοί όφελος, ει ο Λόγος σεσάρκωται καί εγώ Αυτόν ου κατέχω;» Και λέω και εγώ τώρα. Τι θα μας ωφελήση εάν «δυνάμει» είναι μαζί μας ο Θεός Λόγος, αφού «ενεργεία» δεν τον αισθανόμεθα; Και φυσικά δεν πταίει Αυτός. Πταίομε εμείς, μη κάνοντας καλό χειρισμό. Γι' αυτό η προσοχή μας να είναι εις αυτό τον τομέα. Στο πώς ανά πάσαν ώρα να μην χάνωμε τις ευκαιρίες και τα μέσα. πού θέτουν εις ενέργεια την παρουσία της θείας Χάριτος. Μαζί με αυτή, πού «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί» να αξιωθούμε να ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας προς επιτυχία, διότι «αι ημέραι πονηροί είσιν». «Εν σοφία προς τους έξω περιπατείτε».

Κοιτάξετε από που συνιστάμεθα. Από τα έξω, από τα πέριξ, από τα έσω. Πώς επιβουλεύει τον άνθρωπο η αμαρτία; Κεντά από τα έξω, κατ' ευθείαν. Ρίπτει στην οθόνη της διανοίας την εικόνα, οποιανδήποτε εικόνα εφάμαρτη και προκαλεί τον νου. Τον προκαλεί να περιεργαστή την εικόνα. Ο νους πρέπει να προσέξη. Τι είναι αυτή η εικόνα; Χρειάζεται ή όχι; Αν ο νους είναι υγιής, την απορρίπτει αμέσως. «Υπάγε οπίσω μου, σατανά, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αυτώ Μόνω λατρεύσω».

Παρά ταύτα η αμαρτία δεν υποχωρεί και δεν φεύγει μολονότι ηττήθη με τον τρόπο πού εκτύπησε. Αφήνει την κατ' ευθεία κίνησι και παίρνει την πλαγία και κτυπά εν ονόματι της προφάσεως, εν ονόματι των φυσικών νόμων, εν ονόματι της χρείας. Και όμως είναι δόλος.

Παραμερίζει την κατ' ευθεία κρούσι και παίρνει την δολία. Εάν και εις αυτή ο νους προσέξη, το εξετάση καλά - διότι η απόφασι του είναι ο αληθής νόμος της χρείας και όχι της επιθυμίας - τότε αφήνει αυτό τον τρόπο και παίρνει την βία. Ορμά εν ονόματι του πάθους, με σατανική ενέργεια και πιάνει τον άνθρωπο από τον λαιμό, να τον στραγγαλίση. Εκβιάζει πλέον, όπως έκανε ο Ναβουχοδονόσορ- «ή θα προσκυνήσετε την εικόνα μου, διότι το θέλω εγώ, ή θα σας ρίξω στην κάμινο». Και εις αυτές τις φράσεις ευρίσκεται ολόκληρος ο δαίδαλος του σατανικού πάθους, και με αυτό τον τρόπο κτυπά τον άνθρωπο. Γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να είναι συνεχώς ξύπνιος, να μην παρασυρθή, διότι η αμαρτία δεν υποκύπτει, δεν υποχωρεί, θα μεταχειρισθή όλους τους δόλους και τους τρόπους για να απατήση τον άνθρωπο. Εδώ ακριβώς πρέπει να προσέξωμε, διότι μετά την αμαρτία ακολουθεί απογοήτευσι, όπως μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος· δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα. Έτσι και αυτά πού ακολουθούν την ψυχή, απόγνωσι και αποθάρρυνσι, δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά διαβολικότατα, παρόλο πού παρουσιάζονται με μορφή φυσική! Εδώ λοιπόν χρειάζεται πολλή προσοχή, για να μην χάση ο άνθρωπος το θάρρος του, όταν κάνη λάθος, εφ' όσον αλάνθαστη ζωή, ως γνωστό, δεν υπάρχει.

Ακούμε πολλές φορές ανθρώπους να λέγουν: «Μα είμαι αμαρτωλός και ο Θεός δεν μου ακούει», «μα είμαι αμαρτωλός και δεν έχω θάρρος και δεν τα καταφέρνω· είμαι ανάξιος». Όλα αυτά είναι προφάσεις από τα δεξιά, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Θεός ήρθε για τους αμαρτωλούς. Δεν τίθεται θέμα αναξιότητος. Όσο πιο ανάξιος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ ανάγκη έχει να καταφεύγη στον Θεό. Και αυτούς πιο πολύ ο Θεός «προσίεται», γιατί όπως είπε, ήρθε για τους ασθενείς όχι για τους υγιείς.

Επομένως αυτό στην πρακτική μορφή είναι πολύ χρήσιμο, να μένη ο άνθρωπος μετά το λάθος και να μην χάνη το θάρρος του. Και αυτό θέλει ανδρεία και προαίρεσι να το κατορθώση και όμως είναι τόσο απαραίτητο. Όταν όλα αυτά τα προσέχει ο άνθρωπος, τότε ευρίσκεται ο νους του σε μια κατάστασι μαχητικότητος, σε μια κατάστασι εγρηγόρσεως, ούτως ώστε πάντοτε προσέχει και ποτέ δεν απατάται.

Και προσέχοντας έτσι, κατ' ανάγκην ευρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, και συνεχής μετάνοια είναι, ανά πάσαν ώρα να ομολογή στον Θεό:

«Ήμαρτον, Κύριε, δεν τα κατάφερα. Βοήθησέ με. Παράμεινε μαζί μου. Συ είπες: χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ακριβώς αυτό το έχω καταλάβει. Το έκαμα συνείδησι. Γι' αυτό επιμένω. Κρούω, ζητώ, αιτώ, δεν θα παύσω να ενοχλώ. Δεν μπορώ χωρίς Εσένα. Δεν πρόκειται να φύγω. Εάν δεν βαρύνονται τα ώτα Σου να με ακούουν, δεν θα βαρεθή και το στόμα μου να φωνάζη. Επιμένω, ειναι αλάνθαστος η κρίσι Σου στο να με ανακαλέσης σε μετάνοια. Τούτο το έκανες Συ, θεία Παναγαθότης, δεν το έκανα εγώ. Ούτε ήξερα τον Θεό, ούτε ήταν δυνατό να τον ανακαλύψω. Συ, Κύριε, Πανάγαθε, ήρθες και με ευρήκες και με εφώναξες να σε ακολουθήσω. Αυτό το επήρα, το θέλω, το επιθυμώ. Δεν τα καταφέρνω όμως. Γι' αυτό επιμένω, θέλω να με βοηθήσης. Πρέπει αυτό που εχάρησες να μην το απολέσω».
Βλέπετε! Σας έκαμα μια εικόνα, πώς είναι ο τρόπος της πραγματικής μετανοίας. Αυτές οι διαθέσεις πρέπει να ευρίσκονται στην ψυχή του ανθρώπου του ευρισκομένου υπό μετάνοια. Εάν αυτό το συνεχίζει ο άνθρωπος πραγματικά, γεννάται μέσα του ένα άλλο είδος θάρρους, το όποιο δεν εγνώριζε πριν. Είναι μια μορφή παρρησίας. Αυτή την παρρησία πού έχουν τα παιδιά προς τον πατέρα τους, την οποία δεν ημπορούν να αποκτήσουν οι υπηρέται και οι υπάλληλοι. Και τούτο γίνεται από το θάρρος αυτό, μέσω του οποίου πολεμά την αμαρτωλότητα και κρατά τον όρο της μετανοίας.

Αυτό στην πρακτική είναι πάρα πολύ απαραίτητο, για όλους μας ανεξαιρέτως, περισσότερο όμως στους αδελφούς μας πού ζουν στην κοινωνία, πού ευρίσκονται πιο εκτεθειμένοι μέσα στα αίτια.

Μετά την πτώσι ο άνθρωπος έχασε την προσωπικότητά του και έγινε επιρρεπής προς τα αίτια πλέον και μάλλον εξαρτάται από αυτά. Εάν, όταν ήταν ολοκληρωμένη προσωπικότης, κατόρθωσαν και τον επλάνησαν, σκεφθήτε τώρα πού δεν έχει προσωπικότητα και ευρίσκεται υπό την επίδρασί των, πόσο ισχυρά είναι αυτά· και επειδή ο άνθρωπος δεν έχει δύναμι, διότι είναι τραυματισμένος από την αμαρτία και με τάς αισθήσεις του καθόλου υγιείς, τότε γίνεται λεία δυστυχώς και θύμα αυτών των παραγόντων. Επομένως έχει ανάγκη να ευρίσκεται υπό συνεχή μετάνοια, η οποία είναι το ταπεινό φρόνημα, διότι η πραγματική μετάνοια είναι η πρακτική ταπεινοφροσύνη.

Η πρακτική ταπεινοφροσύνη και ταπείνωσι, είναι η μόνη θέσι των λογικών όντων, η οποία προκαλεί το θείο έλεος. «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν καί υπερηφάνοις αντιτάσεται» ο Θεός.

Εφ' όσον έτσι είναι τα πράγματα, είμεθα υποχρεωμένοι αυτό τον τρόπο να εκμεταλλευθούμε. Το νόημα είναι πλέον σαφές. Χωρίς την συνεργασία της Χάριτος, είναι αδύνατο να τα βγάλωμε πέρα. Πρέπει λοιπόν, να επινοήσωμε τρόπους, να προκαλέσωμε περισσότερο την συμπαράστασι της Χάριτος, ώστε μαζί με αυτή να ημπορέσωμε να επιτύχωμε. Τι λέγει ο Παύλος; «Πάντα Ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Και ο Ιησούς μας λέει: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ο Παύλος έχοντας πείρα της παρουσίας της θείας Χάριτος, ομολογεί και λέει: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Εάν λοιπόν, «πάντα ισχύωμεν» εν τη ενδυναμούση Χάριτι, αρά όλη μας η προσπάθεια είναι πώς να την τραβήξωμε μαζί μας.

Όλες οι αρετές είναι αφετηρία στο να προκαλέσουν και να συγκρατήσουν την Χάρι.

Η κεντρικωτέρα από όλες, κατά τους Πατέρες μας, είναι η ταπεινοφροσύνη. Αυτήν πάρα πολύ αγαπά η Χάρις, και δεν είναι παράδοξο. Εφ' όσο μας απεκάλυψε ο Ιησούς μας, ότι Αυτός ο ίδιος είναι «πράος και ταπεινός τη καρδία» άρα το θέμα της ταπεινοφροσύνης δεν είναι μια απλή προτίμησι της θείας φύσεως, της θείας απαιτήσεως προς τα λογικά όντα, αλλά είναι κάτι το οποίο προσίεται η θεία φύσι, για λόγους πού ξέρει ο Πανάγαθος Θεός· και εφ' όσον είναι στην ιδιότητα Του, στην οντότητά Του ταπεινός, άρα γεννάται διπλή η υποχρέωσι να είμεθα και εμείς πλέον ταπεινοί.

Εφ' όσον η ταπεινοφροσύνη τόσο πολύ βοηθά, ο πρακτικός τρόπος με τον οποίο συντελείται, είναι η ειλικρινής μετάνοια. Ο ειλικρινώς μετανοών, συνεχώς ευρίσκεται προσπίπτων στον Θεό. Επιρρίπτει τον εαυτό του στον Θεό, και συνεχώς φωνάζει· «ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», «ελέησόν με, Πανάγαθε, κατά το μέγα Σου έλεος», «συγχώρα με, Κύριε, δεν τα καταφέρνω». «Έλα, Κύριε, παρέμεινε μαζί μου». Και εφ' όσον όπως λέει ο Δαυίδ, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος», ιδού ένας απλός τρόπος να έχουμε μαζί μας την συμμαχία της Χάριτος και να επιτύχωμε αρτιώτερα και τελειότερα την σωτηρία μας.

Γι' αυτό κανείς από μας τους πιστούς να μην φεύγη από τα περιθώρια της ταπεινοφροσύνης.

Η σωτηρία μας είναι και λέγεται «δωρεάν σωτηρία». Γιατί είναι γεγονός ότι όλες οι αρετές είναι χρήσιμες, αλλά πάρα πολλές από αυτές έχουν μια αγωνιστικότητα, την οποία δεν διαθέταμε όλοι μας. Διότι η πρακτική αγωνιστικότητα χρειάζεται αυθορμητισμό, πολλή αποφασιστικότητα, πολλή φιλοπονία, συνεχή επαγρύπνησι, πράγματα τα όποια δεν έχομε πάντοτε.

Το να κρατήσωμε την ταπεινοφροσύνη - και αυτό είναι κουραστικό - δεν είναι όμως υπέρ την φύσι μας, πράγμα δηλαδή ακατόρθωτο. Διότι το να σκέπτεται κανείς ταπεινά, είναι το πιο απλό πράγμα. Αλλά μήπως δεν είμεθα και ταπεινοί; Δηλαδή, είμεθα κατά κυριολεξία ταπεινοί, εφ' όσον η αμαρτία μας συνέτριψε. Αν φρονούμε ταπεινά, είμεθα αληθεύοντες, διότι ανακαλύψαμε την πραγματική μας προσωπικότητα, πού την συνέτριψε η αμαρτία. Διότι ούτε το «κατ' εικόνα και ομοίωσι» το όποιο μας εχάρισε ο Θεός στην δημιουργία αξιοποιήσαμε, ούτε το θέμα της Χάριτος και της υιοθεσίας, το οποίο μας έδωσε ο Θεός με την παρουσία του, έχομε. Το να σκέπτεται λοιπόν κανείς ταπεινά τι είναι; Η ανακάλυψι της αλήθειας, της πραγματικότητος.

Αυτές οι θεωρίες είναι φυσικές και πάρα πολύ βοηθούν. Είναι εύκολο ο καθένας με αυτές να ασχολήται, έως ότου εύρη πράγματι, συν τη Χάριτι, την πνευματική ταπείνωσι, οπότε ολοκληρώνεται εκεί η προσωπικότητα του. Η ειλικρινής μετάνοια απεκάλυψε την ταπεινοφροσύνη, η δε ειλικρινής ταπεινοφροσύνη έδωσε την ολοκληρωμένη μετάνοια. Το ένα γεννά το άλλο.

Όπως είπαμε και πριν, εφ' όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει, τίθεται μόνο θέμα ειλικρινούς μετανοίας.

Συνεργούσης της Χάριτος, αρχίζει στον άνθρωπο (εκεί οπού η αμαρτία είχε άλλοτε επίδρασι δυναστική και τον εξεβίαζε είτε κατά διάνοια, είτε από μέρους των αισθήσεων, σαν αιχμάλωτο) μετά από ειλικρινή μετάνοια, να εξασθενή μέσα του η δύναμί της και εκεί πού άλλοτε τον εστραγγάλιζε και τον απασχολούσε, σιγά-σιγά παραμένει μόνο μια ψιλή μνήμη. Και αν αγωνισθή ο άνθρωπος , αυτή η ψιλή μνήμη χάνεται και του έρχεται αηδία προς την αμαρτωλότητα, διότι στην πραγματικότητα η αμαρτωλότης είναι παραφροσύνη, γιατί η αμαρτία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ά-λογο πράγμα, παράλογο, «παρά φύσι». Ούτε φυσικό, ούτε χρειώδες είναι. Είναι παράνοια, ένας παραλογισμός, μια παρερμηνεία. Δεν έχει φύσι, ούτε θέσι. Δημιουργείται ελλείψει του καλού. Όταν κανείς εξυγιανθή, βλέπει αυτό το τέρας και το απεχθάνεται. Τον καιρό όμως της αμετανοησίας του, του επιβάλλεται και τον στραγγαλίζει.

Έχομε την ανάγκη της συμπαραστάσεως της Χάριτος, για να ημπορέσωμε σιγά-σιγά με την βοήθεια της να αποφύγωμε την αμαρτωλή διάθεσι. Να αποφύγωμε πρώτα την «κατ' ενέργεια αμαρτία», μετά την «κατ' ενέργεια επιθυμία και σκέψι», ούτως ώστε να εξαλειφθή τελείως από την διάνοια μας. Τότε καθαρίζει ο νους και γίνεται πλέον ελεύθερος στο να σκέπτεται και να λογίζεται πάντα αυτά τα όποια θέλει ο Θεός.

Συνεχίζοντας - συν τη Χάριτι - γίνεται και «τη καρδία καθαρός», οπότε ολοκληρώνεται πλέον μέσα στα περιθώρια του αγιασμού και επιτυγχάνει τις θειες επαγγελίες, όπως μας παραδίδουν οι Πατέρες μας. Γι' αυτό χρειάζεται προσοχή, ούτως ώστε να αξιολογούνται ο χώρος, ο χρόνος, ο τόπος, τα μέσα, οι δυνάμεις, τα πάντα. Να μην χάνεται τίποτε.

Για να γίνονται όλα αυτά, πρέπει να ευρίσκεται ο νους στην βάσι του. Και ο νους κρατείται στην βάσι του μόνο με την μνήμη του Θεού. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η «ευχή». Γι' αυτό ο Παύλος επιμένει στο «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Εάν ο νους ευρίσκεται υπό την επίδρασι της μνήμης του Θεού, όλα τελειώνουν, δεν ημπορεί να παρασυρθή.

Η αμαρτία μη έχοντας πρόσωπο, ούτε φύσι, ούτε θέσι, μόνο δια της απάτης, του δόλου και του εκβιασμού εισέρχεται. Όταν ο νους όμως ευρίσκεται στην θέσι του, είναι αδύνατο να πλανεθή. Δεν μπορεί η αμαρτία τίποτε να κάνη, στέκεται μόνο σε μια ψιλή υπόμνησι και τίποτε άλλο.

Παράδειγμα ο Ιησούς μας. Μετά το βάπτισμα απεσύρθη στην έρημο και ενήστευε. Εκεί εδέχθη την επίθεσι του σατανά, με τους τρεις κορυφαίους πειρασμούς. Υπό απλή υπόμνησι μόνο, τίποτε παραπάνω.

Τον προκαλεί πρώτα στην φιλαυτία. «Αφού επείνασες, δεν τρως;» «Ναι - λέει - θα φάω όποτε θέλω εγώ. Τότε μόνο». Τι νόημα έχει αυτό; Δεν θα υποκύψω στη φιλαυτία της ορέξεως, θα υποκύψω στους όρους της χρείας μόνο. «Θα φάω οπότε θέλω εγώ, όχι όποτε μου πεις εσύ». Είναι η ελευθερία της χρήσεως, όχι της παραχρήσεως. Αποδεικνύει δηλαδή, ότι ο άνθρωπος τρώει για να ζή και δεν ζή για να τρώη.

Έρχεται ο δεύτερος πειρασμός, του εγωισμού. Του λέει: «Αφού είσαι Υιός του Θεού, βάλε σε πειρασμό, εις ενέργεια την Χάρι, να απόδειξης ότι αφού είναι θέλημα του Θεού θα σε σώση». «Ναι - άπαντα - έτσι είναι. Αλλά δεν θα πειράξω τον Θεό. Ξέρω ότι ο Θεός είναι Πατέρας και προνοεί, θα προνοήση Εκείνος, γιατί ξέρει πότε έχω χρεία, δεν θά τον βάλω εγώ σε πειρασμό».

Αυτή ήταν η δύναμι του σατανά. Και έφυγε, «και άγγελοι προσήλθαν και διηκόνουν Αυτώ» (Ματθ. 4,11). Εδώ εννοείται η Χάρις του αγιασμού. Υπό μορφή, λοιπόν, μόνο προσβολής έρχεται η αμαρτία. Όταν όμως ηττηθή ο άνθρωπος κατ' επανάληψι, τότε πηγαίνει δυναστικά και τον δένει και τον σέρνει. Αυτή είναι αιχμαλωσία πλέον.

Είπαμε όμως προηγουμένως πώς γίνονται όλα αυτά.

Για να ημπορέση ο νους μας, με ανοικτά τα μάτια να παρακολουθή πόθεν του έρχονται οι προσβολές και να έχη την δυνατότητα να αμύνεται, πρέπει να τον κρατήσωμε στη μνήμη του Θεού. Ευκολώτερος τρόπος της μνήμης του Θεού από την προσευχή, δεν υπάρχει· γι' αυτό και ενομοθετήθη υπό του Παύλου το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Και δεν είναι παράξενο ότι το ευρίσκαμε αυτό και στους αγίους Αγγέλους, όπου εις όλους τους αιώνας της υπάρξεως τους, ένα έχουν να κάνουν συνεχώς να υμνούν τον Θεό. Αλλά και όλα τα λογικά όντα στην αιωνιότητα, στην παλιγγενεσία, μεταφερόμενα στην βασιλεία του Θεού, αυτό θα κάνουν. Και εδώ για να χαρακτηρισθή ένας άνθρωπος ότι είναι αληθινά πνευματικός, πρέπει να έχη μέσα του συνεχή ευχή. Αυτό είναι το τρανό δείγμα ότι πρόκοψε πνευματικά.

Άρα η ζωή του μέλλοντος είναι η συνεχής ευχή, συνεχής ανακύκλησι του θείου Ονόματος μέσα μας. Και αυτό είναι η δόξα μας και η ανάπαυσί μας.

Όλα αυτά τα είπα, για να μην μας φανή παράξενο για την εντολή πού έχομε να είμεθα συνεχώς «ευκτικά όντα», να προσευχώμεθα πάντοτε. «Τις σοφός και συνήσει ταύτα και φυλάξει τα ελέη του Κυρίου;» Ο καθένας από μας, έχομε επιτακτικό καθήκο να εξασκήσωμε την προσευχή μέσα μας, όσο εξαρτάται από μας.

Κρατώντας ο νους την προσευχή, είναι ξύπνιος και βλέπει πόθεν έρχονται οι λογισμοί και τι σκοπό έχουν τα ποικίλα τεχνάσματα της αμαρτίας, πού προσπαθούν να τον απατήσουν.

Η μετάνοια ανακαλεί τον άνθρωπο από την εμπαθή κατάστασι και τον φέρνει στην φυσική. Όταν έλθη ο άνθρωπος στην φυσική κατάστασι, μακράν των παθών και των επιθυμιών, τότε τον τραβά η θεία Χάρις στο «υπέρ φύσιν», πού είναι ο αγιασμός.

Είναι αδύνατο όμως να επιδράση πάνω του η Χάρις και να παραμείνη μαζί του εάν αμαρτάνη, διότι η αμαρτωλότης είναι «παρά φύσιν» και ο Θεός «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας ουκ εισελεύσεται». Επομένως πάση δυνάμει, κάθε άνθρωπος, κάθε πιστός, πρέπει να συγκρουστή με την αμαρτία και ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα κατά λάθος, να μην επαναληφθή να φθάση στην κατάστασι να μην αμαρτάνη πρακτικά και να κλαίη για τις περασμένες αμαρτίες.

Μη αμαρτάνοντας πρακτικά, παύει να δανείζεται.

Κλαίοντας για τις περασμένες αμαρτίες, πληρώνει τα παλαιά και τότε ισορροπούν οι σχέσεις του με τον Θεό. Αυτός είναι ο πρακτικός τρόπος της μετανοίας. Αφού ισορροπήσουν οι σχέσεις μας με τον Θεό, τότε επιδρά επάνω μας η θεία Χάρις, διότι «τους δοξάζοντας με δοξάσω και οι εξουθενούντες με ατιμασθήσονται».

Είναι αδύνατο η θεία Χάρις, η όποια είναι μέσα μας, όταν της δοθούν οι προϋποθέσεις, να μην ενεργήση. Γι' αυτό εξ άλλου υπάρχει και η Εκκλησία, η προέκτασι του Ιησού μαζί μας, πού λέει ότι «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας». Δια της Εκκλησίας και των μυστηρίων προεκτείνεται μαζί μας και συνεχίζει να ευρίσκεται πάντοτε μαζί μας, οποιανδήποτε ώρα επικαλεσθούμε την συμπαράστασί Του.

Είναι τόσο απλό. Αρκεί ο άνθρωπος να αξιολόγηση τις ενέργειες του στην ζωή αυτή και να μην χάνη ούτε χρόνο, ούτε χώρο, ούτε πρόφασι, ούτε δύναμι από όσας διαθέτει η ψυχοσωματική του οντότης και με την βοήθεια της Χάριτος θα επιτυχή την σωτηρία του.

Η σωτήρια δεν είναι φυσικά αποτέλεσμα των έργων μας, αυτή είναι «Ρωμαιοκαθολική» θέσι. Η σωτηρία πηγάζει μόνο από τον Σταυρό, δωρεάν και τα έργα πού κάνομε δεν είναι για να την αγοράσωμε. Αλλοίμονο. Είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.

«Το αίμα του Υιού του Θεού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1,7), όχι τα ιδικά μας έργα. Η αντίστασι προς την αμαρτία και αμαρτωλότητα, δεν είναι προς εξαγορά της σωτηρίας, αλλά είναι στο να δείξωμε χαρακτηριστικά την προσωπικότητα μας, ότι είμεθα λογικά όντα και δεν υποκύπταμε στην παρά φύσι ζωή.

Η αρετή είναι φυσικό φαινόμενο, δεν είναι επιβεβλημένο. Και αν απαίτησε ο Θεός να γίνουμε ενάρετοι από αμαρτωλοί, αυτό είναι υποβιβασμός για μας, διότι αυτό το περιέχει η φύσι μας. Η αρετή είναι κατά φύσι μέσα στην προσωπικότητα του ανθρώπου σαν «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Έξω από την αρετή, δεν είναι κανείς άνθρωπος, είναι υπάνθρωπος. Οι αρετές πού κάναμε, είναι για να ελευθερωθούμε από την παρά φύσι ζωή, πού μας παρέσυρε η αμαρτία και μας έρριξε εκεί μέσα. Τώρα πρέπει να ανασυρθούμε από τον βόθρο της κτηνώδους καταστάσεως και γι' αυτό ακριβώς αγωνιζόμενα και όχι για να αγοράσωμε την σωτηρία.

Αυτή πηγάζει από τα μυστήρια και τον Σταυρό του Χριστού. Αυτή είναι η ορθή θέσι της θεολογίας πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, οι όποιοι ερμηνεύουν πολύ καλά και το θέμα, τον τρόπο πού ο σατανάς προβάλλει την αμαρτωλότητα. Δεν είναι για να μετρήση την έκτασι της αμαρτίας, όση και αν είναι. Ξέρει αυτός, ότι αν γυρίση ο πιστός και πη στον Θεό «ήμαρτον», τότε αμέσως τον συγχωρεί. Η δύναμι του σατανά και η επιμονή του στο να ρίξη τον άνθρωπο στην αμαρτία, είναι οτι μετά από αυτή θα έλθη η απόγνωσι, και η απόγνωσι κρατά την κεφαλή, πού είναι η προθυμία και παραδίδεται πλέον ο άνθρωπος άνευ όρων.

Και τώρα καταλήγαμε να πούμε, ότι η απογοήτευσι, μετά την αμαρτία, είναι μεν επακόλουθο φαινόμενο, αλλά «παρά φύσι»! Είναι αναγκαίο κακό. Είναι όπως συμβαίνει στο παράδειγμα του τραύματος και του πόνου. Μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος. Πρέπει, πάση σπουδή, ο άνθρωπος να θεραπεύση και το τραύμα και τον πόνο. Αλλοιώς θά φθαρή.

Η μετά την αμαρτία απογοήτευσι, όσο μεγάλη και αν είναι η αμαρτία, είναι διαβολικό φαινόμενο. Διότι θέμα αναμαρτησίας δεν υπάρχει, αφού ήλθε ο Θεός ξέροντας, ότι ο άνθρωπος είναι παναμαρτωλός, απωλεσμένος και υποβιβασμένος στον θάνατο και την καταστροφή. Ήλθε εκουσίως εξ αγάπης, μόνος Του και τον αγκάλιασε και τον εσήκωσε. Τώρα πώς ημπορούμε να πούμε «είμεθα αμαρτωλοί και δεν είμεθα Άγιοι, γι' αυτό και απελπιζόμαστε». Αφού Αυτός για τους αμαρτωλούς ήλθε και όχι για τους δικαίους. Μόνος του το ομολογεί. Απόδειξι ότι έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας στον Πέτρο, πού τον αρνήθηκε τρεις φορές και δεν τα έδωσε στον Ιωάννη, τον επιστήθιο και ηγαπημένο.

Όχι γιατί υποβιβάζει ο Θεός την αρετή, αλλά περισσεύει, ξεχειλίζει η πατρική του στοργή στον αδύνατο και τον συντετριμμένο και στο απολωλός. Και υπό το νόημα αυτό πρέπει κανείς να μην φοβάται και να μην παραδέχεται την απογοήτευσι και αποθάρρυνσι σαν επακόλουθο της αμαρτίας, αλλά όπως το ελατήριο να πετάγεται επάνω πάλι και να λέγη; «Ήμαρτον,Θεέ μου, μη μου το γράφης, μετανοώ». Και έτσι με θάρρος να συνεχίζη τον καλό αγώνα του, με ακλόνητη την πίστι στην Παναγάπη και αγαθότητα του Ιησού μας.

Αμήν







Πηγή: http://www.egolpion.com/

Ο καθαρισμός της καρδιάς - Γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστή

$
0
0
Το κέντρο της ζωής μας είναι η απασχόλησί μας με τον πνευματικό νόμο. Αυτός είναι και ο λόγος πού αρνηθήκαμε τον κόσμο και εγκαταλείψαμε τον οικογενειακό βίο, ο οποίος δεν είναι αμαρτωλός. 


Τον εγκαταλείψαμε, επειδή θελήσαμε να εκφράσωμε με ένα ιδιαίτερο τρόπο την αγάπη μας προς τον Θεό, τηρούντες έτσι με ακρίβεια την πρώτη εντολή.

Κληθέντες από τον Θεό, ακολουθήσαμε την φωνή Του για να εφαρμόσωμε αυτή την εντολή. Και για να εύρωμε τον κατάλληλο χρόνο, τον απερίσπαστο μάλλον, εβγήκαμε έξω από την κοινωνία και αρνηθήκαμε τους οικογενείς μας, ασχολούμενοι λεπτομερώς με την εσωστρέφεια, ελέγχοντες τα νοήματα των πραγμάτων. Και αυτό τον τρόπο, να ημπορέσωμε να νικήσωμε όχι μόνο την πρακτική μορφή της αμαρτίας, αλλά να την αφανίσωμε από την γέννησί της. Όχι μόνο να μην αμαρτάνωμε πρακτικά, αλλά ούτε κατά διάνοια να έχωμε συνεργασία με το κακό. Και με αυτό τον τρόπο φθάναμε στον μακαρισμό του Κυρίου: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο Ιησούς μας ανέφερε ότι: «Τα έξωθεν εισερχόμενα ου κοινούσι τον άνθρωπο», δηλαδή δεν τον μολύνουν.

Εκείνα πού εξέρχονται από μέσα τον κάνουν ακάθαρτο. «Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι». (Ματθ. 15,18). Αυτά είναι τα περισσεύματα της ακαθάρτου καρδίας τα όποια κινούμενα από μέσα προς το έξω, δημιουργούν το σώμα της περιεκτικής κακοηθείας.

Και τότε καταρακώνεται η ελευθερία της προσωπικότητας του ανθρώπου, και από ευγενής και «κατ' εικόνα και ομοίωσιν» πλασμένος πού είναι, γίνεται πονηρός και διεφθαρμένος. Επειδή μετέχομε και εμείς αυτής της αρρωστημένης καταστάσεως, εξήλθαμε από τον κόσμο ακριβώς γι' αυτό τον λόγο. Κόσμο όταν λέμε δεν εννοούμε τους ανθρώπους. Κόσμος είναι το σύστημα του παλαιού ανθρώπου, πού κατά τον Παύλο είναι τα πάθη και οι επιθυμίες. Και κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, η «επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου», η αφροσύνη και γενικά η ματαιοφροσύνη.

Ευρισκόμενοι τώρα εδώ, προσέχαμε ακριβώς στο να γίνωμε «καθαροί τη καρδία», γιατί μονό έτσι θα ίδωμε τον Θεό, όσο επιτρέπεται βέβαια στην ανθρώπινη φύσι να έχη εμπειρία της οράσεως του Θεού. Το θέμα της παλιγγενεσίας δεν είναι η μεταφορά των ανθρώπων εις ένα ευδαιμονισμό. Αυτά τα παραδέχονται οι ξένες ομολογίες: Ο άνθρωπος μετά την παρουσία του Θεού Λόγου, δεν μεταφέρεται εις ένα ευδαιμονισμό, ούτε επανέρχεται από μία εξορία σε μια καλύτερη ζωή. Αυτά δεν είναι της Εκκλησίας μας γεννήματα, αλλά πεπλανημένες ιδέες.

Η κένωσι του Θεού Λόγου, μετέφερε στην ανθρώπινη φύσι την θέωσι. Έτσι ο άνθρωπος μεταφέρεται δια της Χάριτος - εάν αρχίσει από εδώ να πειθαρχή στο Θείο θέλημα- υποστατικά στην ένωσί του με τον Θεό. Όπως μετέχει το θετό παιδί στην περιουσία, στο όνομα και στην προσωπικότητα του πατέρα του, ενώ δεν είναι φυσικό παιδί, έτσι και εμείς.

Αν και δεν γεννηθήκαμε τρόπον τινά, από τον Θεό, με την υιοθεσία όμως απεκτήσαμε την ίδια θέσι, πού έχει ένα φυσικό παιδί. Αυτό για μας λέγεται θεανθρωπισμός.

Αυτό μας έφερε στη γη ο Θεός Λόγος. Όπως είπε ο ίδιος: «Εγώ πάτερ, εν αυτοίς και συ εν εμοί» και «την δόξαν ην δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς», και άλλου «Θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ' εμού,ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν», και πάλι «υμείς φίλοι μου έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν ουκέτι υμάς λέγω δούλους». Και όταν του εζήτησαν να τους μάθη να προσεύχονται, κατ' ευθείαν τους είπε: «Πάτερ, ημών ο εν τοις ουρανοίς».

Για να επιτευχθή όμως αυτό και να εισέλθωμε στους κόλπους της υιοθεσίας, πρέπει να προσέξωμε, όχι μόνο να μην αμαρτάνωμε, αλλά να κτυπήσωμε την ρίζα της αμαρτωλότητος, ώστε και μέσα στην διάνοια μας να μην έχη θέσι. Όταν καθαρίση η καρδιά από τις ενέργειες των παθών, πού είναι ο παλαιός άνθρωπος, έρχεται τότε το Άγιο Πνεύμα και κατοικεί. Προσέξετε πώς ο Ιησούς μας το αναφέρει. «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' Αυτώ ποιήσομεν».

Κοιτάξετε τι λέει, «μονήν»· δεν λέει ότι θα έλθωμε να σας επισκεφθούμε, όπως κάνομε εμείς μια επίσκεψι, αλλά λέει ότι θά κάνωμε διαμονή. Αυτός είναι ο Θεανθρωπισμός.

Η απαλλαγή μας όμως από την αμαρτία δεν γίνεται αυτομάτως αλλά σταδιακά, όπως γίνεται η σωματική αύξησι. Με την εμμονή μας, σιγά-σιγά επιτελείται δια της Χάριτος μυστηριωδώς η κάθαρσι της καρδιάς. Καθαρίζη πρώτα ο νους και φωτίζεται, και έτσι συλλαμβάνει καλά τα νοήματα και δεν πλανάται. Μετά την σωστή χρήσι των νοημάτων και την τήρησι της ακριβείας των εντολών, καθαρίζεται και η καρδιά. Τότε εισέρχεται η Θεία Χάρις μόνιμα και κάνει τον άνθρωπο αληθινά θεοφόρο. Και ο άνθρωπος αυτός ενώ είναι ζωντανός, μεταφέρθη «εκ του θανάτου εις την ζωή». Αυτό είναι ο αγιασμός . Τότε εις αυτόν δεν λειτουργούν οι φυσικοί νόμοι. Κοινωνεί μόνιμα με την θεία Χάρι και εισέρχεται στο υπέρ φύσι, ούτως ώστε να έχη το διορατικό ή το προφητικό χάρισμα. Δεν φοβάται τις ασθένειες, τους κινδύνους, διότι μεταφερόμενος στη θέσι της υιοθεσίας τον σκεπάζει η θεία Χάρις· και όταν κάποτε θα φύγη από τον κόσμο αυτό, θα κερδίση τις άξιες των επαγγελιών, πού μας υπεσχέθη ο Χριστός μας.

Και αυτές τις ήμερες, αν είστε λίγο προσεκτικοί, θα αισθανθήτε περισσότερο την επίδρασι της Χάριτος, διότι όπως έλεγε ο αείμνηστος Γέροντας μας, ο Χριστός χαρίζει πλουσιότερα τα δώρα Του στις μεγάλες εορτές, σαν μια ιδιαίτερη ευλογία. Αλλά υπάρχει λόγος στο να μην είμεθα και να μην γίνωμε προσεκτικοί; Αφού αυτό είναι το κέντρο του στόχου μας! Πώς να μην γίνωμε ευλαβείς, ζηλωταί, προσεκτικοί, πραγματικοί λάτρεις του Χριστού μας, ο οποίος πιστεύομε ότι μας εκάλεσε αφού μας προώρισε και μας εδικαίωσε και απομένει μόνο η ελεημοσύνη Του να μας δοξάση στην εσχάτη εκείνη ώρα, όταν θα φύγωμε από τον κόσμο αυτό;

Και να τώρα θα εισέλθωμε στα «ταμεία» μας, και αποκλείομε την θύρα μας και προσευχόμεθα και εξομολογούμεθα και προσπίπτομε στον Χριστό μας και με όλη την ψυχή και την καρδία και διάνοια και θέλησι και πρόθεσι και δράσι αποδίδαμε τάς ευχάς μας ενώπιόν Του, πού έχει υποσχεθεί στους αμαρτωλούς. Με πραότητα, με ταπείνωσι και καλοσύνη να προσπίπτετε με τον τρόπο αυτό. Είναι ο μυστικότερος τρόπος της μεταβολής του χαρακτήρας, πού προκαλεί τις πνευματικές εξάρσεις και αλλοιώσεις: «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Αλλοίωσι πού μεταβάλλει τον πήλινο άνθρωπο, τον αμαρτωλό, τον περικείμενο τους δερμάτινους χιτώνας. Τον μεταβάλλει σε πνευματικό όν, πού το περιτριγυρίζουν και επιθυμούν οι Άγγελοι να παρακύψουν. Βλέπουν τις καλές αυτές διάνοιες, πού προσπαθούν να ξεπεράσουν τον νόμο της βαρύτητας και να μεταφερθούν στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, εκεί όπου «πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Χριστός, εις τα Αγια αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος» (Έβρ. 9,12).

Όσα δεν αφορούν τον ουρανό, ξεχάστε τα. Εκεί είναι το πολίτευμα μας. Εκεί μας αναμένει ο Ιησούς μας. «Εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν,ίνα οπού ειμί εγώ και υμείς ήτε». Ποιά καρδιά, αισθανόμενη αυτά τα ρήματα, δεν θά ραγίση, ακόμη και αν είναι από γρανίτη κατασκευασμένη; Η ανερμήνευτος παναγάπη Του δεν ετελείωσε με την θεία Του κένωσι και την παραμονή Του μαζί μας στην γη αυτή, όπου ενεδύθη την ιδική μας ταπείνωσι και πτώχεια. Αλλά και στους πατρώους κόλπους αναπαυόμενος «εν πάση τη δόξη Αυτού», πάλι μας ενθυμείται και «ουκ εάσει ημάς ορφανούς πώποτε, αλλά, μεθ' ημών εστί πάσας τάς ημέρας».

Όλοι πρόθυμοι τώρα ξεκινείστε με άμιλλα πνευματική, να φιλοδοξήτε να πέραση ο ένας τον άλλο. Και αυτό ακριβώς είναι το αξιέπαινο. «Αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον».



ΕΡΩΤΗΣΗ - ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Ερ.: Γέροντα, πρέπει να προσευχώμαστε για όποιον μας ζήτα ή για τους αδελφούς της συνοδείας μας, πού λείπουν έξω στον κόσμο;

Απ.:Για τα μέλη της συνοδείας μας έχομε χρέος να προσευχόμαστε, διότι ανήκομε όλοι στο ίδιο σώμα. Όταν δε ευρίσκεται κανείς έξω από το περιβάλλο του, δεν ημπορεί να έχη την ίδια προσοχή και αίσθησι Χάριτος και κατάστασι πού έχει όταν είναι στην φωλιά του. Εις αυτές τις περιστάσεις, πού ευρίσκεται κάποιος έξω από την μάνδρα, δεν ξέρομε τι ημπορεί ο διάβολος να επινόηση εις βάρος του, διότι είμεθα άνθρωποι και ποιος έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του; Με μια στροφή του νου προς τον Χριστό μας, να επικαλήσθε την θεία βοήθεια, την θεία Χάρι για την επιτυχία του σκοπού για τον οποίο εξήλθε ο αδελφός· και με μια μικρή προσευχή, να γίνεται αφορμή να σκεπάζεται οποιοσδήποτε απουσιάζη από τη συνοδεία, διότι ευρίσκεται σε ανοικτό μέτωπο και δεν γνωρίζομε από πού θα δεχθή την κρούσι.

Για τους άλλους τώρα σύμφωνα με την Πατερική παράδοσι, οι νέοι, οι αρχάριοι, δεν ωφελούνται όταν εύχονται για άλλα πρόσωπα, διότι είναι και αυτή μια πρόφασι από τα δεξιά για να δημιουργή σκορπισμό.

Φυσικά όπως και άλλοτε σας ερμήνευσα, δεν φιλοδοξούμε να ευχόμεθα για τον καθένα, όχι διότι μισούμε τον πλησίο μας, μη γένοιτο, αλλά γνωρίζοντες ότι είμεθα αδύνατοι και δεν έχομε παρρησία είμεθα λίγο συνεσταλμένοι και ο Θεός βλέποντας το ταπεινό φρόνημα, ότι δηλαδή απέχομε γι' αυτό τον σκοπό, συμπληρώνει η αγαθότης Του την πρόθεσι της καρδίας και την πρόθεσι της αγάπης πού αισθανόμεθα απέναντι του καθενός.







Πηγή: http://www.egolpion.com/

Έλεγχος λογισμών και φυλακή αισθήσεων - Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

$
0
0
(Μνήμη Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου)

Σήμερα πανηγυρίζει ένας εκ των γιγάντων της μοναστικής μας πολιτείας, ο Μέγας Σάββας, που εδώ στο Άγιο Όρος δεν είναι και τόσο πολύ γνωστός. Αυτός ο μεγάλος φωστήρας, είναι για μας η μεγαλύτερη παρηγοριά. 


Στο πρόσωπό του ευρίσκαμε τους κεντρικότερους παράγοντες της μοναχικής μας ιδιότητας. Μερικούς από αυτούς θα αναφέρωμε.

Εξεκίνησε μικρό παιδί αγαπήσας εξ ολοκλήρου τον Θεό. Εφήρμοσε το προφητικό, Μακάριος ος αίρει ζυγόν εκ νεότητας αυτού. Οι γονείς του παρόλο που ήταν ευκατάστατοι, δεν τον εμπόδισαν να ακολουθήση τον μοναχισμό. Ήλθε στα μέρη της ανατολής ως μοναχός. Εκράτησε την παιδαγωγία της νεαράς δοκιμαστικής ζωής άριστα, έως ότου κατέληξε στην Παλαιστίνη και προσελήφθη στην Λαύρα του Αγίου Ευθυμίου και υπό την πρόνοια των μεγάλων Πατέρων που ήκμαζαν τότε στην ανατολή, ανεδείχθη όχι μόνο τέλειος μοναχός, αλλά και ένας μεγάλος αναμορφωτής του μοναχισμού.

Μέχρι των ημερών του, το οργανωμένο σύστημα του μοναχισμού ήταν άγνωστο στην Παλαιστίνη. Ήτο γνωστό στα μέρη της Αιγύπτου, στους Ταβεννησιώτας, όπως ελέγοντο οι μοναχοί του Αγίου Παχωμίου. Σε αυτόν παρεδόθη, εξ αποκαλύψεως δια παρουσίας Αγγέλου, ο οργανωμένος μοναχισμός.

Στα κοινόβια αυτά που ωνομάζοντο Λαύραι, είχαν κοινό ταμείο, κοινή ακολουθία και εξάρτησι από τους πνευματικούς πατέρες υπήρχε μόνο ελευθερία και ιδιαιτερότητα στην ασκητικότητα. Είχαν ευλογία οι μοναχοί από τους πνευματικούς ηγέτες να αγωνίζονται κάθε ένας όσο ημπορούσε.

Επειδή ήτο νεαρός ο Όσιος Σάββας, τον έβαλε ο Μ. Ευθύμιος μεταξύ των νέων. Είχε δε ως παιδαγωγό των νέων, ένα σεβάσμιο γέροντα, τον Αββά Θεόκτιστο. Στο πρόσωπο του νεαρού Σάββα απεδείχθη το γνήσιο της φιλοθείας. Πόσο θαυμάσιο είναι το να ξεκινά κάποιος από τα σπάργανά του, από την νεαρωτάτη ηλικία, αγαπώντας τον Θεό και αφιερώνοντας τον εαυτό του εις Αυτόν. Βλέπομε στον άγιο Σάββα το απόλυτο της υποταγής και εξαρτήσεως και ιδιαίτερα την αγάπη και την φιλαλληλία του.

Μέσα στην βιογραφία του αναφέρεται, ότι εκινδύνευσε ο ίδιος από την αγάπη προς τον πλησίον. Κάποτε ο αρτοποιός του μοναστηριού σε καιρό χειμώνας, άπλωσε τα βρεγμένα ενδύματά του στο βάθος του ζεστού φούρνου για να στεγνώσουν, διότι δεν φαινόταν καθόλου ήλιος. Εκεί τα εξέχασε. Μετά από μία ημέρα που έλειψε το ψωμί, μερικοί Πατέρες επήραν ευλογία και άρχισαν να εργάζονται στο φούρνο. Μαζί με αυτούς ήταν και ο άγιος Σάββας. Ο αρτοποιός πήρε είδησι από τον καπνό και ενεθυμήθη τα ρούχα του. Εταράχθη τότε και ανησύχησε και εθλίβετο, διότι η φλόγα ήταν μεγάλη και είχε αρκετά ζεσταθή ο φούρνος, και κανείς από τους μεγάλους δεν ετόλμησε να μπη μέσα διότι θα εκαίετο. Βλέποντας ο νεαρώτατος Σάββας την θλίψι του αδελφού, ώρμησε μέσα στην φλόγα, για την φιλαδελφεία που είχε, και άρπαξε τα φορέματα χωρίς να καή ούτε αυτός, ούτε εκείνα. Ενίκησε η πυρά της πραγματικής αγάπης, την αισθητή πυρά.

Πριν όμως από αυτό το κατόρθωμα, έκανε ένα άλλο μεγαλύτερο άθλο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε μπει στο νόημα του πνευματικού νόμου. Εγνώριζε ότι προτού γίνει μια πράξι, προηγείται η διανοητική της συγκατάθεσι. Εάν αυτή δεν προηγηθή, είναι αδύνατο να γίνη η πράξι. Κάποτε ευρίσκετο στον κήπο του μοναστηρίου και ηργάζετο. Του ήλθε η επιθυμία να φάγη ένα ωραίο μήλο. Η επιθυμία τον ωδήγησε να το κόψη. Είπε αμέσως η εύλογη πρόφασι "Δεν είναι κακό να το φάγω αφού εργάζομαι εδώ". Το εσκούπισε και το έφερε στο στόμα του. Τότε εξύπνησε ο αθλητής, ενεθυμήθη - όπως είχε συνήθεια να ελέγχη τις πράξεις του - και εσταμάτησε και είπε· Πως θα το φάγω τώρα αυτό; Εάν το φάγω δεν είναι λαθροφαγία; Πως μου ξέφυγε και έφθασα σε τέτοια συγκατάθεσι; Πως δεν το εκατάλαβα από την πρώτη προσβολή του λογισμού της επιθυμίας, που μου είπε κόψε το και φάγε; Γιατί δεν αντέδρασα από τότε;

Αυτό είναι ήττα για μένα. Δεν πρέπει να επαναληφθή, διότι αν γίνη και δεύτερη και τρίτη φορά να νικώμαι από τις ευλογοφανείς προφάσεις, εγώ δεν θα γίνω μοναχός. Και για κανόνα μήπως και εξαπατηθώ, δεν θα φάω μήλο στον αιώνα. Το έρριψε κάτω, και το επάτησε και μαζί με αυτό, επάτησε και τον δράκοντα της επιθυμίας και δεν ηττήθη από την φιλαυτία και την φιληδονία. Και όπως η παράδοσι αναφέρει, δεν έφαγε ξανά μήλο, ενθυμούμενος την μικρή αυτή υποχώρησι έναντι της επιθυμίας.

Παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας του, εμπήκε στο σωστό νόημα του τι σημαίνει μοναχός, τι σημαίνει πνευματικός άνθρωπος, και πως ημπορή να γίνη πνευματικός εάν ελέγχη τις προφάσεις μέσω των οποίων προσβάλλει ο λογισμός και απατά τον άνθρωπο. Διότι ποτέ η αμαρτία δεν παρουσιάζεται γυμνή, να πη στον άνθρωπο, "αμάρτησε". Τέτοιο πράγμα δεν γίνεται.

Ο διάβολος είναι πονηρός. Ενεργεί σαν τον ψαρά, ο οποίος κρύβει το αγκίστρι κάτω από το δόλωμα. Το ψάρι αγνοώντας ότι είναι αγκίστρι, βλέποντας μόνο την τροφή, απατάται, το καταπίνει και έρχεται ο θάνατος. Μας εδίδαξε με αυτό ο Μέγας φωστήρ, ότι δεν πρέπει ο μοναχός να κινήται σε πράξι, εάν προηγουμένως δεν την ελέγξη. Κάθε πρόφασι, η οποία μας παρακινεί σε κάτι, πρέπει να ελέγχεται. Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ιησούς του Ναυή, όταν συνήντησε κάποιο άγνωστο τον ερώτησε Ημέτερος ει η των υπεναντίων; Ακριβώς έτσι θα κάνωμε και εμείς. Όταν ο μοναχός δέχεται λογισμό, να συμπεριφερθή κατά τον ίδιο τρόπο ,ημέτερος ει η των υπεναντίων; και τότε αποκαλύπτεται. θα δραπετεύση αμέσως να κρυβή, ή θα εξαναγκασθή να πη ότι ξεκινά εν ονόματι αυτού του πάθους, ή εκείνης της επιθυμίας.

Ευρίσκομε και δεύτερο παράδειγμα ακριβείας του ελέγχου των λογισμών. Κάποτε περιπατούσε με ένα μαθητή του στον δρόμο από την Ιεριχώ προς τον Ιορδάνη. Ο άγιος τον παρακολουθούσε για να ιδή σε ποιο επίπεδο ευρίσκεται της φυλακής των αισθήσεων.

Στον δρόμο συνήντησαν μια ομάδα κοσμικών, μεταξύ των οποίων ήτο και μια νέα γυναίκα. Ο νέος μοναχός κοίταζε με περιέργεια. Τότε για να τον ελέγξη και να τον αναγκάση να πη την αλήθεια - διότι πολλές φορές από εντροπή κρύβει κανείς την αλήθεια και λέγει ψέμματα - έκανε το εξής μεθόδευμα. Του είπε· -Ποια είναι αυτή η νέα κόρη, που πέρασε και είναι μονόφθαλμη; Και ο αδελφός του είπε· -Όχι, Γέροντα, έχει και τα δυο της μάτια. Ο Γέροντας απάντησε· -Απατήθηκες, παιδί μου, μονόφθαλμη είναι. Εκείνος τον διαβεβαίωνε ότι γνωρίζει πολύ καλά, ότι όχι μόνο δεν είναι μονόφθαλμη αλλά αντίθετα ότι έχει και τα δύο της μάτια. Και είπε ο Γέροντας· -Από που το γνωρίζεις τόσο καλά; Και αυτός απεκρίθη· -Εγώ Γέροντα, την πρόσεξα καλά και το είδα. Τότε ο Γέροντας του είπε· -Και που έβαλες μέσα σου το παράγγελμα που λέγει να μην αφήσης το βλέμμα σου να την περιεργασθή, και να μην συναρπασθούν τα μάτια σου;

Ώστε λοιπόν, η έγνοια σου είναι να κοιτάς και να περιγράφης τα πρόσωπα και ιδίως των γυναικών; Άλλη φορά μαζί μου δεν θα έλθης, μέχρι να μάθης να συστέλλης τις αισθήσεις σου. Και τον έστειλε στο Καστέλλιο. Αυτό ήταν ένα άλλο μοναστήρι που το είχαν για σωφρονιστήριο των μοναχών, μέχρις ότου μάθουν να μαζεύουν την γλώσσα τους, να μαζεύουν τα μάτια τους και ότι άλλο, είναι και λέγεται περιέργεια και απροσεξία.

Βλέπετε πόση προσοχή είχαν οι Πατέρες σε αυτά; Από αυτά εξαρτάται η προκοπή ή η πτώσι. πως δεν γίνεται κάποια πράξι αν δεν προηγηθή νόημα, δεν υπάρχει και μεγάλη πτώσι αν δεν προηγηθή μικρή. Αν αρχίση ο άνθρωπος να μην κρατάη το στόμα του και συνεχώς ομιλή, ύστερα ξεκινά να λέγη αστεία και μετά αρχίζει να αντιλέγη, δήθεν από μια καλή πρόφασι. Τότε σκληρύνεται και επικρατείο θυμός, οπότε αρχίζουν τα πείσματα, οι έριδες και οι συγκρούσεις.

Απομένει σε μας να στρέψωμε την προσοχήμας σε αυτά τα οποία οι Πατέρες μας, με τόση ακρίβεια μας παρέδωσαν. Στην μονή του Αγίου Σάββα, ετέθησαν τα θεμέλια όχι μόνο της μοναστικής ζωής και ιδέας, αλλά ολοκλήρου της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Το τυπικό και τελετουργικό της Εκκλησίας, ξεκινά από αυτή την μονή. Σε αυτή ασκήθηκε και ετελειοποιήθη ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος εδημιούργησε την Οκτώηχο, τα μέλη και τους ύμνους της Εκκλησίας μας. Σε αυτή ήκμασε ο Άγιος Κοσμάς, Επίσκοπος Μαϊουμά, αυτός ο μεγάλος μελωδός. Σε αυτή έζησαν οι κατά σάρκα αδελφοί άγιοι, Θεοφάνης και Θεόδωρος οι Γραπτοί. Από αυτή την μονή μετεφέρθη η παράδοσι και το τυπικό στην Κωνσταντινούπολι και το ετελειοποίησαν οι Στουδίται μοναχοί. Αυτό κατέχει σήμερα το Άγιο Όρος, όπως το μετέφερε ο άγιος Αθανάσιος, ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας.

Αυτά ήθελα να σας υπενθυμίσω και έτσι όλοι μας με προθυμία, να παρακαλέσωμε τον όσιο Πατέρα μας Σάββα, με τις πρεσβείες και την παρρησία που έχει, να μας ενίσχυση και να μεταφέρη μέσα μας το Πατερικό πνεύμα. Πνεύμα αυταπαρνήσεως, πνεύμα ακριβείας, πνεύμα εσωστρεφείας και φόβου Θεού. Ας επικαλεσθούμε τις ευχές του Μεγάλου αυτού φωστήρας, για να επιτύχωμε και εμείς ανάλογα με το προορισμό μας.

Αμήν







Πηγή: http://www.egolpion.com/

Οι δύο πόλοι της πνευματικής ζωής - Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

$
0
0
(Μνήμη Αγίου Ιωάννου τον Ελεήμονος)

Εορτάζει η Εκκλησία μας σήμερα την μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, Πατριάρχου Αλεξανδρείας.


Ο Άγιος Ιωάννης κατήγετο από την Κύπρο. Υπήρξε τέκνο ευσεβών και πλουσίων γονέων. Αν και ανετράφη μέσα στην άνεσι, έστρεψε όλη του την διάθεσι και προσοχή στην ευσέβεια. Διαβλέποντας η Θεία Χάρις μέσα στην αγνή ψυχή του, ότι θα απέδιδε πολύ πνευματικό καρπό στο μέλλον, τον προώρισε και τον ανεβίβασε στον θρόνο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, πού ήκμαζε τότε.

Στον βίο του αναφέρεται ένα σύμβολο, πού έδειξε η Χάρις για την μέλλουσα του διαγωγή. Είδε στον ύπνο του μια ωραία κόρη στεφανωμένη με κλάδο ελαίας, η οποία του είπε: «Εγώ είμαι η πρώτη θυγάτηρ του βασιλέως. Αν με αγαπήσης, έχω την δύναμι να σε οδηγήσω εις αυτόν». Ο Άγιος συνεπέρανε ότι αυτή ήτο η Χάρις της συμπαθείας και της ελεημοσύνης.

Πράγματι. Το κεντρικώτερο σημείο πού ευρίσκεται μέσα στην θεοπρεπή μεγαλωσύνη, είναι η συμπάθεια. Αυτή εκίνησε τρόπον τινά τον Θεό να δημιουργήση τον κόσμο εκ του μηδενός. Αλλα και όταν εχρεωκόπησε ο κόσμος με την ιδική του απροσεξία, και εγκατέλειψε την ισορροπία, πάλι από συμπάθεια και ελεημοσύνη έκανε την «κένωσί» Του ο Θεός Λόγος. Επεδήμησε στον κόσμο αυτό, εφόρεσε την ιδική μας «πτώχεια» και ενεκάλεσε στην ισορροπία την διασαλευθείσα κτίσι. Μονογενής θυγάτηρ του Θεού, η ελεημοσύνη. Αυτή, δια να επανέλθωμε στον βίο του Αγίου, προεκάλεσε τον νέο τότε και του είπε: «Εάν με αγαπήσης, εγώ θα σε οδηγήσω στον βασιλέα, διότι έχω πολλή παρρησία εις αυτόν».

Όταν προεχειρίσθη Πατριάρχης Αλεξανδρείας, η πόλι, αλλά και ολόκληρη η περιοχή της δικαιοδοσίας του είχε υποστεί πολλές δοκιμασίες, διότι ήταν η περίοδος πού άρχισε να εξαπλώνεται το Ισλάμ. Άρχισαν επιδρομές στα μέρη εκείνα, πού επίεζαν τον χριστιανικό κόσμο. Προστέθηκαν εις αυτά και διάφορες θεομηνίες, όπως ανομβρίες, πού προκαλούσαν φτώχεια, πείνα και δυστυχία. Η περιοχή ήταν καταδικασμένη, επειδή ο Νείλος ποταμός δεν επλημμύριζε, λόγω της ανομβρίας των χωρών όπου ευρίσκοντο οι πηγές του.

Και μέσα εις αυτές τις συμφορές, οι χριστιανοί εζητούσαν καταφύγιο, ελεημοσύνη, τροφή και συμπαράστασι στην μεγάλη πόλι της Αλεξανδρείας. Τότε ο Άγιος Ιωάννης, πού ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή και θέσι, επέδειξε τις διαθέσεις της ψυχής του. Εφανέρωσε την πολλή συμπάθεια πού είχε.

Τότε η Εκκλησία ήταν ανεξάρτητη οικονομικά. Είχε πόρους ιδικούς της και δεν είχε ανάγκη συμπαραστάσεως της πολιτείας. Σε δύσκολες μέρες ημπορούσε να κυβέρνηση τον λαό.

Δημιουργούσε νοσοκομεία, θεραπευτήρια, εκπαιδευτήρια και πρακτικά εβοηθούσε τους ανθρώπους. Σ' εκείνες τις ημέρες έδειξε τόσο πολύ την αμίμητη ελεημοσύνη του ο Άγιος, ώστε δικαίως ωνομάσθη «Ελεήμων». Τον μεν βίο του ημπορεί να μελετήοη ο καθένας μας· εκείνο όμως πού θέλομε να τονίσωμε και πού είναι ωφέλιμο για μας» είναι ο ακριβής τρόπος της συμπάθειας προς τον πλησίον, πού είναι ο ένας πόλος του προορισμού του ανθρώπου.

Δύο είναι οι πόλοι στους οποίους κινείται ο άνθρωπος σαν ένα τέλειο και λογικό όν. Ο μεν ένας είναι το να αγαπήση τον Θεό «εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας» και ο δεύτερος να αγαπήση «τον πλησίον ως εαυτόν». Εάν επιτύχη το πρώτο, οπωσδήποτε θα επιτύχη και το δεύτερο.

Πώς θα κινηθή ο άνθρωπος για να αγαπήση «Κύριον τον Θεόν του;

Για να αγαπήση κανείς τον Θεό και να Τον λατρεύση, πρέπει να Τον πιστεύση σωστά. Για να Τον πιστεύση σωστά, πρέπει να Τον γνωρίση. Προηγείται εδώ η εισαγωγική γνώσι. Η εισαγωγική γνώσι, γεννά την εισαγωγική πίστι. Αν η εισαγωγική γνώσι δεν διαφθαρή από επιδράσεις ξένων θεωριών, αυτομάτως

γεννά την πίστι. Διότι η πίστι είναι υπόστασι ψυχική. Δεν είναι επινόησι, όπως προσπαθούν να μας αποπλανήσουν οι διάφοροι υλιστές σήμερα. Η πίστι είναι υπόστασι του πνευματικού κόσμου. Είναι συμφυής της πνευματικότητος των λογικών όντων.

Όταν ο νους είναι υγιής, ο άνθρωπος δεν ημπορεί παρά να πιστεύση, να παραδεχθή, ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει αυτή η αρμονία στο σύμπαν, χωρίς να υπάρχει κάποια δύναμι, κάποια εξουσία, η οποία έχει βάλει στην γραμμή όλα αυτά και τα προνοεί. Σύμφωνα με τους κανόνες της φυσικής, τίποτε δεν είναι αυθύπαρκτο. Παρά τις τόσες έρευνες και παρά το πείσμα της απιστίας, δεν απεδείχθη το αντίθετο.

Με την εισαγωγική πίστι αρχίζει κανείς να πιστεύη, ότι πραγματικά υπάρχει Θεός. Το θέμα της πραγματικής πίστεως λύνεται με την αποκάλυψι. Εμείς σήμερα, δεν έχομε ανάγκη να ψηλαφίσωμε, να ανακαλύψωμε τον Θεό. Με την «κένωσι» του Θεού Λόγου, με την παρουσία του ενός προσώπου της Μακαριάς Τριάδος, εισερχόμεθα μέσα στην πίστι αυτή πού παραδίδει η Εκκλησία μας, το κέντρο της Αποκαλύψεως. Διότι εμείς δεν ενδιαφερόμεθα να μάθωμε εάν υπάρχη Θεός, αλλά αποβλέπομε στο να ρυθμίσωμε τίς σχέσεις μας μαζί Του.

Εμείς, ως μεταπτωτικοί άνθρωποι, δεν ημπορούμε να υπάρξωμε χωρίς την παρουσία του Θεού. Υποκείμενοι τώρα μέσα στον θάνατο, τη φθορά, την ροή, τον πόνο και τόν όλεθρο, πρέπει να ελευθερωθούμε από αυτά. Καμμία δύναμι δεν ημπορεί να μας ελευθέρωση εκτός από τον Θεό. Χωρίς την μυστηριώδη παρουσία της προνοίας Του, δεν ημπορούμε να υπάρξωμε, ούτε εμείς, ούτε κανένα στοιχείο. Έχομε ανάγκη της προσωπικής μας σωτηρίας, διότι το φάσμα του θανάτου επικρεμμάται επάνω μας. Δεν ημπορούμε να απαλλαγούμε από αυτό. Αγόμεθα μέσα στον μύλο του θανάτου προς καταστροφή και απώλεια.

Πρέπει οπωσδήποτε να απαλλαγούμε. Για να γίνη αυτό, πρέπει να έχωμε σχέσεις με Αυτόν, πού είναι η απόλυτη Αυτοζωία. Μόνο η απόλυτη αυτοζωία ημπορεί να καταργή τον θάνατο και να ελευθερώνη δυναμικά όσους καταφεύγουν εις Αυτόν. Τότε, μεταφερόμεθα από την εισαγωγική πίστι στην πίστι της θεωρίας. Στην πραγματική πίστι πού σημαίνει υποταγή στο Θείο θέλημα. Εμείς είμεθα έτοιμοι να προσφέρωμε ό,τι θέλει ο Θεός. Αυτή η υποταγή στο Θείο θέλημα, είναι αυτό πού περικλείεται στην εντολή «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας».

Με την υποταγή στον Θεό, εφαρμόζομε την αγάπη μας πρακτικά. Η υποταγή είναι το όργανο της αγάπης. Αγάπη αφηρημένη δεν είναι δυνατό να υπάρξη. Η αγάπη είναι συγκεκριμένη. Πώς θα μεταδώσης πρακτική αγάπη εάν δεν κινηθής να υπηρέτησης αυτόν πού λέγεις ότι αγαπάς; Αφού λοιπόν πιστεύσης στον Θεό θα εφαρμόσης και αυτά πού ζητά από σένα, με όλη σου την ψυχή. Όχι «κατ' οφθαλμό-δουλεία» αλλά εκ προθέσεως ολοκλήρου.

Αποδεικνύοντας ότι εξ ολοκλήρου αγαπάμε τον Θεό και προτιμούμε Αυτόν και το θέλημα Του, περισσότερο και από την ιδική μας ζωή, πείθομε τον Θεό και έρχεται και ενώνεται μαζί μας. Γίνεται η πραγματική ένωσι Θεού και ανθρώπου, αυτό πού ονομάζομε «Θεανθρωπισμό», που με την παρουσία Του ο Θεός Λόγος μας εδίδαξε πρακτικά.

Και όταν εμείς δώσωμε στον Θεό ότι υπάρχει μέσα στο περιθώριο της αγάπης μας, τότε και Αυτός δίδει ότι έχει προς εμάς. Την ιδική Του αγάπη, τις ιδικές Του υποσχέσεις. Εφαρμόζεται αυτό που λέγει ο Ιησούς μας. «Εκείνος εστίν ο αγαπών με, ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς» και τότε «ο αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν». Ο άνθρωπος μετέχει, όταν φθάση εις αυτή την θέσι, στις Θείες ιδιότητες. Συμβαίνει ότι και με το σίδερο πού το βάζομε μέσα στην φωτιά.

Γίνεται και αυτό φωτιά. Κοκκινίζει και παίρνει όλες τις ιδιότητες της φωτιάς, χωρίς να αλλάζη. Μένει σίδερο, αλλά καίει και φωτίζει όπως η φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει με τον άνθρωπο πού επήρε τις Θείες ιδιότητες. Γίνεται όλος αγάπη και τότε αγαπά «τον πλησίον ως εαυτόν». Δεν ζή για τον εαυτό του.

Γίνεται ακριβώς αυτό πού λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Έκαστος τω πλησίω αρεσκέτω εις το αγαθόν προς οικοδομήν». Και ο Ιωάννης λέγει ένα τολμηρότερο. «Τας ψυχάς ημών οφείλομεν υπέρ των αδελφών ημών τιθέναι».

Εις αύτη την θέσι, εις αυτή την κληρονομιά έφθασαν οι Πατέρες μας και αφού κατά μονάς κατόρθωσαν να αγαπήσουν τον Θεό, εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας και εδέχθησαν τις Θείες ενέργειες, εστράφησαν ύστερα σε μας τους ασθενείς και αδυνάτους, μεταδίδοντας όλη την συμπάθεια και αγάπη πού τους έδωσε ο Θεός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων είναι ένας εξ αυτών των τόσων πολλών πού η Εκκλησία μας πλουτεί. Με τις πρεσβείες του εύχομαι να ξεκινήσωμε με καλή πρόθεσι, αγαπώντες πρώτα τον Θεό και μετά τον πλησίον μας.

Αμήν







Πηγή: http://www.egolpion.com/

Το ταπεινό φρόνημα - Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

$
0
0
(Μνήμη Αγίου Ιωάννου τον Σιναΐτου)

Ο σήμερον εορταζόμενος Φωστήρ, κορυφαίος Πατέρας της μοναστικής μας ιδιότητος, Ιωάννης ο Σιναΐτης, είχε ως εξαίρετο αρετή - εκτός των άλλων πού επλούτιζαν και επροίκιζαν την μακαριά ψυχή του - την ταπεινοφροσύνη.


Κατά την κούρα του εις μοναχό, ένας εκ των πνευματοφόρων Πατέρων, ελθών εις έκστασι, είπε στον Γέροντα του Μαρτύριο. «Βαβαί, Αββά Μαρτύριε, οίδας ότι σήμερον ηγούμενον του Σινά εκούρευσας;»

Μέσα στην βαθύτατη ταπεινοφροσύνη του ο Όσιος Ιωάννης, δεν απεκάλυψε τίποτε για τον εαυτό του. Το μόνο πού γνωρίζομε είναι, ότι δεκαεξαετής μπήκε στην μοναχική πολιτεία. Εκάθησε υπό τον Γέροντα του περί τα δεκαοκτώ έτη και μετά απεσύρθη στην βαθύτερα έρημο, στην οποία έζησε περί τα 40 έτη. Μόνος εκεί με τον μαθητή του Μωυσή. Ίσως και με άλλους. Στο βαθύ του γήρας, περίπου εβδομηκοντούτης, εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σινά.

Πλήρης αρετών, εστήριξε γενικά την περιφέρεια αυτή τον τότε υπάρχοντα μοναχισμό, αφήνοντας και εις εμάς τους ευτελείς, ως κληρονομία την περίφημό του Βίβλο, την ονομαζόμενη «Κλίμακα». Αρχίζει από την ξενιτιά και κλιμακωδώς αναφέρει όλες τις καταστάσεις των αρετών, μέχρι της απάθειας και της θεώσεως.

Εκείνο το οποίο συνιστά, είναι το ταπεινό φρόνημα, σαν το πλέον απαραίτητο στοιχείο, ως καθήκον απόλυτο σε κάθε χριστιανό. Αναφέρεται στον βίο του, ότι οι Πατέρες, για να δοκιμάσουν το ταπεινό του φρόνημα του επέταξαν, όπως ρίχνομε στα σκυλιά, ένα κομμάτι ψωμί και αυτός ο μακάριος έσκυψε, επερπάτησε με τα τέσσερα και το επήρε, για να τους αποδείξη που απεδέχθη αυτό πού του έκαμαν σαν πείραμα. Αυτό ήταν το δείγμα της προκοπής του.

Θα ήθελα να αναφερθώ στο θέμα της μακροθυμίας πού πρέπει να έχωμε ως μοναχοί. Σας ανέφερα το όραμα πού είδε πνευματοφόρος Πατέρας για τον όσιο Ιωάννη, ότι έμελλε να γίνη ηγούμενος του Σινά. Πότε όμως έγινε αυτό; Μετά από πενήντα πέντε χρόνια. Αυτό το γεγονός είναι σοβαρό και απασχολεί και εμάς με την είσοδό μας στην μοναχική ζωή. Αν και κάποιος δεν ευρίσκεται να μας το πή εσωτερικά όμως η συνείδησι και η βαθεία πίστι μας το ομολογούν συνεχώς. Ποιο; Το ότι εφ' όσον εκλήθημε στην ζωή αυτή, ασφαλώς είμαστε προορισμένοι στο απόλυτο της επιτυχίας μας, δια του ελέους του Θεού. Αυτό όμως πότε θα γίνη; Στο τέρμα της ζωής μας; Κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσωμε.

Ενδέχεται να μακροβιώσωμε. Εκείνο πού γνωρίζομε είναι ότι, «ο καλέσας ημάς Θεός» είναι αψευδής στις επαγγελίες Του, καθώς είναι «πιστός εν πάσι τοις λόγοις Αυτού». Άρα μας ετοίμασε τόπο και θα μας τον χαρίση. Χρειάζεται όμως μια υπομονή πολλών ετών και τότε θα εκπληρωθή η επαγγελία. Αυτός είναι ο τρόπος πού ο Θεός εκτελεί τις επαγγελίες Του.

Ας επανέλθωμε τώρα στο θέμα της ταπεινοφροσύνης. Κάθε αρετή είναι επωφελής και αναγκαία, διότι εξυψώνει την προσωπικότητα μας, η οποία κατερρακώθη με την πτώσι, και εγέμισε την εικόνα με κηλίδες. Πρέπει αυτές οι κηλίδες, μία-μία να εξαλειφθούν και να επανέλθη η εικόνα και η μορφή στην αρχική της αξία. Οι κηλίδες είναι η παρά φύσι ζωή, δηλ. τα πάθη και οι αμαρτίες, τα οποία μας προκάλεσε η πτώσι και η αμελημένη μας ζωή. Από τότε πού εγνωρίσαμε την ευσέβεια, έως αυτή την ώρα, δεν ημπορέσαμε να εφαρμόσωμε αυτά πού απαιτεί το θειο θέλημα. Και δεν είμεθα αμαρτωλοί μόνο στην περίοδο της αγνοίας μας. Δυστυχώς εμείναμε αμαρτωλοί και στην περίοδο της γνώσεως. Και η εικόνα ευρίσκεται καταρρακωμένη.

Τώρα, επιβάλλεται με την πτωχή μας προσπάθεια και με την απόλυτο συνεργασία της θείας Χάριτος να αποκτήσωμε, αντί των κακών και των παθών, τις αρετές, οι οποίες έχουν αυτήν ακριβώς την ιδιότητα. Αντικαθιστούν την δυσμορφία της εικόνος, και αφού σιγά-σιγά χάριτι Χριστού, αναζωγραφίσομε και επαναφέρομε την εικόνα στην πρώτη της αίγλη και κατάστασι, στο αρχαίο απλούν, τότε φαίνεται ο χαρακτήρας, τίνος είμεθα, από πού καταγόμενα. Είμεθα, φυσικά του Πατρός μας, γι' αυτό και φέρομε το επίθετο «χριστιανοί», διότι καταγόμεθα από τον Χριστό.

Όλες λοιπόν οι αρετές είναι χρήσιμες, απαραίτητες, αναγκαίες και κάθε μια ακριβώς ξεριζώνει την αντίστοιχη κακία και θεραπεύει την κατάλληλη πληγή.

Υπάρχει όμως και μια άλλη αρετή, η οποία και μόνη αυτή μπορεί να αντικαταστήση όλες τις άλλες και να αποκαταστήση την μορφή της εικόνος ασυγκρίτως λαμπρότερη από ό,τι φυσιολογικά θα εγίνετο. Αυτή συνιστούν οι Πατέρες. Και δεν είναι παράξενο. Διότι αυτή η αρετή, είναι ακριβώς ο γνήσιος χαρακτήρας του Πατρός μας, του Χριστού. Αυτός ο οποίος ενομοθέτησε και έγινε για μας άνθρωπος, όχι γιατί Του εχρειάζετο, αλλά για το πλήρωμα της παναγάπης Του προς τον άνθρωπο. Δεν ηρκέσθη να του μιλήση από μακρυά, αλλά εφόρεσε τον ίδιο τον άνθρωπο, έζησε μαζί μας και μας έδειξε πρακτικά, σαν κλίμακα, ένα - ένα το σκαλοπάτι, πώς να βαδίσωμε, ανακτούντες τις αρετές και καταστρέφοντες τις κακίες.

Με όλα αυτά ηθέλησε να μας πή και κάτι παραπάνω: «Θέλετε να σας πω ποιος είμαι; Μάθετε απ' εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. 11,29).Εδώ ελύθηκε το μεγάλο μυστήριο. Τώρα εμάθαμε όχι μόνο εξωτερικά την μορφή, άλλα το βάθος της καρδίας, το κέντρο της υποστάσεως Αυτού. Αυτός είναι ο Θεός και Πατέρας μας!

Ποιος θέλει τώρα λοιπόν να πάρη επάνω του τον τίτλο της κληρονομιάς, πού θα έχει ως αποτέλεσμα να παραμερισθούν τα εμπόδια και οι θυρωροί, δια να εισέλθη με δόξα και παρρησία και να πέση στην πατρική αγκάλη; Αυτός ο οποίος είναι έξυπνος, θα προσπαθήση στην ζωή αυτή να περισυλλέξη επάνω στην μορφή του ολόκληρο τον χαρακτήρα του Πατρός. Και αυτός είναι ο ταπεινός.

Είναι όμως φυσιολογική η ταπείνωσι, ή μήπως είναι κάποιο πράγμα υπέρ φύσι και είναι δύσκολο να το συλλάβωμε και διανοητικά ακόμα;

Τι είναι ταπείνωσι; Ταπείνωσι είναι η πραγματικότης. Μήπως μας χρειάζονται όμως επίνοιες για να ανακαλύψωμε μέσα μας την πραγματικότητα, ότι όντως είμαστε ευτελείς και ουτιδανοί, ανίκανοι στην αθλιότητα πού ευρισκόμαστε; Δεν νομίζω, ότι αυτό είναι δύσκολο.

Εάν άκούσωμε από την Γραφή την καταγωγή μας και βάλωμε δίπλα στο πρότυπο την μορφή μας, αμέσως θα εντραπούμε. Ακούσαμε, ότι η κατασκευή μας εξ αρχής έγινε κατά ιδιαίτερο τρόπο, με την πρόνοια του Θεού «κατ' εικόνα και ομοίωσίν» Του. Εγίναμε κατά την θείαν απόφασι ένας «κατά χάριν» Θεός, όμοιος με τον κατά φύσι Θεό. Αυτή είναι η καταγωγή μας, και τώρα ευρίσκομε, ότι εκαταντήσαμε «σπήλαια ληστών». Η κακουργία, η εγκληματικότης, η πονηρία και η ποικιλόμορφη αμαρτία, περιστρέφονται μέσα μας ελεύθερα και μόνο εξωτερικά διαφέραμε από τα κτήνη. Αυτή η διαπίστωσι είναι η πραγματικότης. 

Και άρα από τούτο το παράδειγμα, ημπορούμε να βάλωμε αρχή για να κατακτήσωμε την ταπείνωσι. Μετά την διαπίστωσι, ότι είμαστε ελεεινοί, πιάναμε αυτό το φρόνημα και ησυχάζομε. Όταν κρατούμε αυτό το φρόνημα, πώς είναι δυνατό να θυμώσωμε κατά του αλλού; Ένας τέτοιος χαρακτήρας σκέφτεται για πλεονεξίες, αρπαγές, εκδικήσεις και κακουργίες; Ουδέποτε γίνεται αυτό. Ένας τέτοιος άνθρωπος, πάλι δεν είναι άξιος, χάριν της ελεεινότητός του, να πάσχη και όχι να δοξάζεται;

Αυτά όλα τα είπα, για να δώσω ύλη στο πόσο είναι εύκολο, αν θελήσωμε, από αυτές τις πρόχειρες διαπιστώσεις, να αρπάξωμε αυτή την εργασία και να ξεκινήσωμε ο καθένας μας με άμιλλα ευσεβή, ποιος να περάση τον άλλο. Εδώ επιτρέπεται η άμιλλα. «Καλόν το ζηλούσθαι έπ' αγαθώ».

Να όμως και δεύτερη επίγνωσι της ταπεινώσεώς μας. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και επεδήμησε ο Θεός Λόγος, έσβησε τα παλιά, έσχισε το χειρόγραφο, ανέσυρε την εικόνα από το βάθος και την εσφράγισε με τα ημαγμένα Του δάκτυλα. Την επανέφερε στο αρχαίο κάλλος και της έδωσε την δύναμι της υιοθεσίας· και την επήραμε στο βάπτισμα, αλλά και πάλι κατηντήσαμε στα ίδια. Ελεεινότης χωρίς σύνορα και περιγραφή.

Είναι λοιπόν, δύσκολο αυτές τις διαπιστώσεις να τις κρατά ο καθένας και να αγωνισθή να αποκτήση αυτή την παναρετή, πού είναι ο γνήσιος χαρακτήρας του Πατρός μας, πού μόλις την ιδούν οι Άγγελοι αμέσως παραμερίζουν; Και η φλογίνη ρομφαία ακόμα, αν έμενε στη θέσι της και δεν κατηργείτο από τον Σταυρό του Ιησού μας, μόλις αντίκριζε την μορφή αυτή, θα παρεμέριζε αμέσως. Διότι πώς θα σταθή, όταν βλέπη τους υιούς του πατρός των να βαδίζουν με παρρησία να κληρονομήσουν την επαγγελία τους;

Με παράδειγμα τον σημερινό Όσιο Πατέρα και όλους τους Αγίους, αλλά περισσότερο το πρότυπό μας, τον αρχηγό της σωτηρίας μας «τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. 12,2), ας συνεχίσωμεν «τον προκείμενον ημίν αγώνα» και να είσθε σίγουροι ότι η επιτυχία μας είναι βεβαία.







Πηγή: http://www.egolpion.com/

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΔΕΝ ΤΙΜΩΡΕΙ

$
0
0
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή,
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας

Η Εκκλησία ως «ιατρείο ψυχής» μπορεί να προσεγγίσει και να θεραπεύσει τους πλανεμένους αδελφούς. 


Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, ο μακαριστός αυτός υπερασπιστής της πίστεως, διέκρινε ότι πολλές φορές η επέμβαση του εκκλησιαστικού και οικείου περιβάλλοντος των θυμάτων αποτελεί συνισταμένη πανικού, απόρριψης, αποκλεισμού, λανθασμένης διάγνωσης και το βασικότερο, παντελούς άγνοιας του σεναρίου και της σκηνοθεσίας που μεθοδεύουν οι αιρέσεις με σκοπό να δελεάσουν και να εξασφαλίσει οπαδούς[4].

Η εκ των προτέρων κατ’ αρχάς αποδοχή του άλλου ως έχει, δηλαδή με τα ελαττώματά του, τις αδυναμίες του, την τυχόν εξωτερική του εμφάνιση κ.λ.π. είναι ένα σωστός τρόπος προσέγγισής του. Αγάπη, προς το απολωλός ή τον αδιάφορο θα πρέπει να εκδηλώνεται χωρίς υστεροβουλία. Αυτό που χρειάζεται είναι η περίθαλψη και η απεριόριστη αγάπη και κατανόηση. Πολύ σωστά η Εκκλησία μας έχει χαρακτηρισθεί ως ένα μεγάλο Νοσοκομείο όπου όλοι όσο βαριά άρρωστοι και εάν είναι μπορούν ν’ αποθεραπευτούν. Η Εκκλησία οικοδομείται με τη μετάδοση της άκτιστης και θεοποιού Χάριτος[5].

Ο αείμνηστος π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος μας επισημαίνει ξανά και ξανά ότι ο άξιος ποιμένας δεν τρέχει να αναζητήσει το χαμένο πρόβατο με σκοπό να το δείρει. Κανένας σωστός ποιμένας δεν είναι τόσο σκληρός, ώστε να μη δείχνει έλεος. Γι’ αυτό χρειάζεται σύνεση, κατανόηση, αγάπη. Πρόκειται για σοβαρά ασθενείς, που δεν έχουν συναίσθηση ότι πάσχουν, θεωρούν τον εαυτό τους γιατρό, ικανό να δώσει στον καθένα μας συνταγές θεραπείας[6].

Ο άνθρωπος αναζητεί αγάπη και ζεστασιά. Εάν δεν βιώνει αυτή του τη ανάγκη μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής ζωής σίγουρα θ’ αναζητήσει να την γεμίσει κάπου αλλού.

Πολλοί συνάνθρωποί μας, λόγω προσωπικών, ψυχολογικών, οικογενειακών περιπετειών έχουν βιώσει στη ζωή τους το μαρτύριο της έλλειψης ζεστασιάς και αγάπης. Δεν έχουν κάποιο άνθρωπο δίπλα τους για να τους συμπαρασταθεί και να σταθεί δίπλα τους, για να καλύψει το κενό που πρέπει να πληρωθεί με αγάπη, φροντίδα, ζεστασιά και ενδιαφέρον.

Η επίγεια ζωή του ανθρώπου δεν είναι χαρές και γέλια αλλά κυρίως λύπες και πίκρες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από το Θεό. (Γεν. 2.8,15-17,3.1-0). Ο άνθρωπος βιώνει τις συνέπειες της πτώσης του, της παρακοής στο θέλημα του Θεού. (Γεν. 3,7-13). Πολλές φορές η ζωή εκδιπλώνεται ενώπιον μας με τραγικό και δραματικό τρόπο. Προσωπικές αποτυχίες, οικογενειακές και κοινωνικές συγκρούσεις, προσωπικά δράματα, ψυχολογικός κλονισμός, έρχονται να ταράξουν την ύπαρξή μας. Ειδικά, ο θάνατος προσφιλών προσώπων κλονίζει τα θεμέλια του ψυχολογικού μας κόσμου, συγκλονίζει συθέμελα το ανθρώπινο είναι. Τα γεγονότα αυτά μας θέτουν ενώπιον των οριακών καταστάσεων που μπορεί να φτάσει η ύπαρξή μας. Βιώνοντας αυτές τις οριακές καταστάσεις, βιώνουμε τον προσωπικό μας Άδη, εκείνη την κατάσταση της απόλυτης μοναξιάς, βρισκόμαστε σε τραγικό αδιέξοδο. Σε αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ζεστασιά, συντροφιά, αγάπη, κατανόηση, ένα λόγο παρηγοριάς. Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση ο άνθρωπος είναι ανοιχτός σε κάθε είδους πράξη αγάπης και φροντίδας και γίνεται ευάλωτος σε «επιθέσεις αγάπης» πολλών αιρετικών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά την κατάσταση απώλειας προσφιλών προσώπων ο άνθρωπος παρουσιάζει ανησυχίες, αγωνίζεται να μάθει την τύχη των αποθανόντων πλέον προσφιλών του προσώπων, και ενδιαφέρεται να μάθει για τη θρησκευτική και μεταφυσική διάσταση της ανθρώπινης ζωής. Σε αυτή τη στιγμή μπορεί να παρουσιαστούν αιρετικοί, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι οποίοι θα προθυμοποιηθούν να καλύψουν αυτό το μεταφυσικό κενό του υποψηφίου και βασανισμένου από τα χτυπήματα της ζωής προσήλυτου παρουσιάζοντας τις αφελείς τους διδασκαλίες περί ανάστασης των νεκρών και τη διδασκαλία τους περί της δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας. Παράλληλα, με συνεχείς επισκέψεις αποκτούν μια προσωπική οικειότητα με το υποψήφιο θύμα και του δίδουν ζεστασιά και αγάπη, προσπαθώντας ν’ αναπληρώσουν το δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του. Ο υποψήφιος προσήλυτος τους εμπιστεύεται και η παρουσία του σε μια και περισσότερες συναθροίσεις των αιρετικών αυτών αποτελεί πια θέμα χρόνου.

Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος μας παρουσιάζει ένα όπλο των αιρέσεων και ειδικά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και αυτό είναι ο λεγόμενος «βομβαρδισμός αγάπης». Η αγάπη όμως αυτή ερμηνευομένη από τους σκοπούς που υπηρετεί είναι υποκριτική, επίπλαστη χωρίς βάθος και έννοια. Είναι η «αγάπη» ενός προβατόσχημου λύκου απέναντι σε αγνό αμνό, το δέλεαρ της οργάνωσης για να προσελκύσει τους ανυποψίαστους ανθρώπους στις «φυλακές» της αίρεσης[4].

Η «αγάπη» των αιρετικών μοιάζει με την «αγάπη» που δείχνει ο κυνηγός προς το θήραμά του. Πλησιάζει το θήραμά του με «καλοσύνη», προσπαθεί να γίνει φίλος του, το πλησιάζει σιγά-σιγά, ώστε να μην καταλάβει τις εχθρικές του διαθέσεις, χρησιμοποιεί κινήσεις των χεριών του για να δείξει στο θήραμά του ότι το αγαπά και θέλει μόνο να το ταΐσει και όταν έρχεται σε μια ικανή απόσταση βολής, τότε εκτοξεύει τα βέλη του ή χρησιμοποιεί το μαχαίρι του για να το σφάξει και να επιφέρει το θάνατό του.

Αυτού του είδους «αγάπη» είναι «αγάπη των αδελφών στις συναθροίσεις» των αιρετικών. Αυτού του είδους η «αγάπη» εφαρμόζεται από τους περισσότερους αιρετικούς οι οποίοι πίσω από αυτή την επίπλαστη και ουσιαστικά ανύπαρκτη αγάπη καλύπτουν τις πραγματικές διαθέσεις τους.

Ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Είναι ένωση πνευματικού και υλικού στοιχείου. Στην ύπαρξή του ενώνεται ο πνευματικός και ο υλικός κόσμος. Είναι ένα όν μοναδικό και αξιοθαύμαστο. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή μας παρουσιάζει με έντονο τρόπο αυτό το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης όταν τον συγκρίνει με το νοητό κόσμο. (Εβρ. 2,7).

Ο Απόστολος Παύλος στο 13ο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολή, μας παρουσιάζει την αληθινή έννοια της αγάπης. Η αγάπη είναι η υπέρτατη αρετή, το υπέρτατο πνευματικό απόκτημα, το χάρισμα μπροστά στο οποίο φανερώνεται όλος ο πλούτος της εν Χριστώ ζωής. (Α' Κορ. 13,1) Η αληθινή αγάπη έχει μακροθυμία, δεν κυριαρχείται από ζηλοφθονία, ανέχεται τα πάντα και υποχωρεί στα πάντα. (Α' Κορ. 13,4). Η αληθινή αγάπη δεν κρύπτει ιδιοτέλεια όπως των αιρετικών αλλά ανιδιοτέλεια. Πρέπει ν’ αγαπούμε «εν αγάπη ανυποκρίτω» (Β' Κορ. 6,6) διότι ο ίδιος ο Θεός «αγάπη εστίν» (Α' Ιωανν. 4,8)

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή: «Τίς σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι» (Α' Κορ. 11,29), συμμετέχοντας στα υπαρξιακά προβλήματα των Κορινθίων. Η κατανόηση του ανθρώπινου προβληματισμού βοηθά αυτόν που ασχολείται με την σωτηρία των ανθρώπων να συμμετάσχει ουσιαστικά στα προσωπικά προβλήματα του ποιμενόμενου. Η δική μας προσωπική συμμετοχή στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και η κοινωνία αγάπης που θα πρέπει να δημιουργήσουμε θα μας δώσει την δυνατότητα να οικοδομήσουμε και να εντάξουμε ουσιαστικά τους ανθρώπους στην ποίμνη του Χριστού.

Η Εκκλησία αγαπά τον άνθρωπο όχι διότι επιθυμεί να το κάνει πειθήνιο όργανό της αλλά διότι έτσι εκφράζει τη φύση και την αποστολή της, αγαπά τον άνθρωπο όχι διότι επιθυμεί να τον εξουσιάζει αλλά διότι ακολουθεί πιστά το λόγο του Κυρίου (Ιωάν), η Εκκλησία δεν αγαπά μόνο όσους ανήκουν σε αυτήν αλλά ολόκληρο τον κόσμο, αυτούς που την αγαπούν και αυτούς που την υπηρετούν και αυτούς που την εχθρεύονται. Είναι η ολοκληρωτική έκφραση της αγάπης.


--------------------------------------
[4] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου. ο.π.. σελ. 13.

[5] Αρχ. Χριστόφορου Τσιάκα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έναντι των αιρέσεων και της παραθρησκείας. Μια σύγχρονη απειλή για την Ορθόδοξη πίστη και τον πολιτισμό μας. Λεμεσός 1993. σελ. 29.

[6] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, ο.ττ., σελ. 242.

[4] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, ο.π., σελ. 14.



Απόσπασμα από το εκπληκτικό βιβλίο:
«ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ»
Έκθεση της Ορθοδόξου Πίστεως
σε αντιπαράθεση με την αιρετική διδασκαλία.







Πηγή: http://www.egolpion.com/

ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΚΟ*: ΠΟΤΕ ΔΗΛΑΔΗ ΤΟ ΚΑΛΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΚΟ

$
0
0
Πρεσβυτέρου Βασιλείου Σπηλιοπούλου

Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας η αμαρτία δεν είναι πάντα η ίδια αλλά έχει βαθμούς και στάδια. Τα στάδια της αμαρτίας, όπως μας λέει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στο εξομολογητάριό του, είναι 12. 


Πρώτος βαθμός της αμαρτίας είναι το να κάνει κανείς το καλό, όχι όμως και με το σωστό τρόπο, αλλά σμίγοντας το καλό με το κακό. Όταν για παράδειγμα δίνει κανείς ελεημοσύνη όχι όμως από αγάπη και συμπάθεια προς το πρόσωπο του συνανθρώπου αλλά από ανθρωπαρέσκεια.

Η διδασκαλία αυτή (περί του αμαρτωλού "καλού") του αγίου Νικοδήμου είναι φυσικά κοινή σε όλους τους Πατέρες, ο άγιος Νικόδημος όμως την έχει δανειστεί και παραπέμπει στο Μέγα Βασίλειο ο οποίος στην Β ομιλία του για το βάπτισμα (στην ερώτηση Η) ασχολείται ακριβώς με το θέμα αυτό, με τον πρώτο βαθμό της αμαρτίας.

Το καλό, λοιπόν, μεταβάλλεται σε κακό, κατά τον Μέγα Βασίλειο, όταν "το έργον της εντολής, μη ακολούθως κατ' εντολήν του Θεού" γίνεται. Προς αποφυγήν, όμως, της συγκεκριμένης αμαρτίας η Αγία Γραφή περιέχει σε πλείστα σημεία προειδοποιήσεις όπως "εάν ορθώς μεν προσενέγκης, ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες"(Γεν. Δ, 7), "καν αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση"(Β Τιμ Β,5). Και ο ίδιος όμως ο Κύριος σαφέστατα έχει πει ότι "μακάριος ο δούλος εκείνος, ον ελθών ο Κύριος ευρήσει ποιούντα ούτως(Ματθ. ΚΔ, 46)" και συνεπώς "ο μη ούτως ποιών του μακαρισμού εκπέπτωκεν", όπως ο άγιος Βασίλειος λέει.

Και πως μπορεί κανείς να κάνει το καλό και να τηρεί τις εντολές "μη ούτως"; Αυτό γίνεται, πάντα κατά τον Μ. Βασίλειο, κατά επτά τρόπους. Γίνεται δηλαδή ή παρά τόπον - σε μη κατάλληλο τόπο δηλαδή -, ή παρά καιρόν, ή παρά πρόσωπον, ή παρά πράγμα, ή παρά μέτρον, ή παρά τάξη, ή παρά διάθεση.

Και πως γίνεται το καλόν παρά τόπον; Ο Θεός π.χ είχε στην Παλαιά Διαθήκη ορίσει λεπτομερώς ποιές εορτές και γενικώς ποιές εκδηλώσεις θα μπορούσαν να τελούνται εντός της Ιερουσαλήμ και όσοι παραβίαζαν το νόμο αυτό κινδύνευαν, πολύ δε περισσότερο είχε ορίσει ο Θεός τι ακριβώς θα τελείται μέσα στο ναό και φυσικά ούτε τα ορισμένα για την Ιερουσαλήμ ετελούντο σε άλλους τόπους, ούτε όμως τα ορισμένα για το ναό ετελούντο στην Ιερουσαλήμ. Εμείς δε, κινδυνεύουμε να καταπατήσουμε την εντολή του Θεού, παρά τόπον, λέγει ο Μέγας Πατήρ της Εκκλησίας, "εάν τα της ιερωσύνης μυστήρια επιτελώμεν εν βεβήλοις τόποις". Μάλιστα η πράξη αυτή δηλώνει και καταφρόνηση του ιερουργού προς τα μυστήρια αλλά και σκανδαλίζει τους πιστούς.

Ας μας επιτραπεί να θαυμάσουμε την επικαιρότητα και τη διαχρονικότητα που έχει ο λόγος του Μεγάλου Βασιλείου και, κατ’ επέκτασιν, γενικώς ο λόγος των Πατέρων που είναι λόγος Αγιοπνευματικός. Είναι πολύ δύσκολο να μην έρθει στο νου μας, διαβάζοντας τα λόγια του αγίου, ο απαράδεκτος τρόπος με τον οποίο οι ορθόδοξοι τελούσαν τα μυστήρια στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών και παρολυμπιακών αγώνων, σε χώρους δηλαδή βεβηλωμένους από την προηγούμενη τέλεση της λατρείας των αιρετικών. Είναι εξίσου δύσκολο, όμως, να μη φέρουμε στη μνήμη μας και την τέλεση των μυστηρίων (ιδιαιτέρως του γάμου) εκτός του καθιερωμένου τόπου, ακόμη και αυτής της Θείας Λειτουργίας, εκτός του Ιερού Βήματος που είναι ο χώρος τελέσεώς της, π.χ. στην ύπαιθρο, χωρίς καμία μάλιστα ανάγκη, ή ακόμα και σε στάδια. Αν η Θεία Λειτουργία είναι - και είναι πράγματι - το μυστήριο των μυστηρίων και αυτό που συγκρατεί τελικά τον κόσμο όλο, οι παρά τόπον, εν τούτοις, ιερουργούντες αμαρτάνουν και σκανδαλίζουν.

Υπάρχει εξάλλου στην ορθόδοξη Εκκλησία και η λεγομένη διάκριση των χαρισμάτων η οποία - στηριζομένη στο γεγονός ότι όλοι οι Βαπτισμένοι και Μυρωμένοι Χριστιανοί αποτελούμε το Ένα και Μοναδικό Σώμα της Αγίας Εκκλησίας, κεφαλή της οποίας είναι ο Χριστός - διδάσκει ότι για να λειτουργεί το Σώμα υγιώς έκαστο μέλος πρέπει να μένει στο χάρισμα και στη διακονία του. Η Εκκλησία μάλιστα συνοδικώς έχει λάβει αποφάσεις (π.χ της Πενθέκτης που αφορίζει τους κληρικούς που διδάσκουν "παρρησία" ) ακριβώς για να προστατεύσει τα μέλη από "υπερβάσεις" που οδηγούν σε δυσλειτουργία ολοκλήρου του Σώματος. Οι αποφάσεις αυτές βασίζονται, ασφαλώς, στη διδασκαλία των αγίων Γραφών όπως της επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς τους Ρωμαίους όπου αναφέρει ότι "καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη ου την αυτήν έχει πράξιν, ούτως οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ' εις αλλήλων μέλη. έχοντες δε χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα..."Ρωμ.ΙΒ, 4 - 6). Και αναρωτιέται ο άγιος Βασίλειος αφού απαγορεύεται στον καθένα από μας να υπερβαίνει τον "τόπο" του και το χάρισμά του, πόσο περισσότερο πρέπει να διακρίνουμε τους κοινούς τόπους από τους χώρους όπου λατρεύεται ο Θεός.

Ο δεύτερος τρόποςμε τον οποίο το καλό μεταβάλλεται σε κακό, είναι όταν γίνεται παρά καιρόν. Εδώ η μαρτυρία είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. Οι πέντε μωρές παρθένες γύρισαν στο γάμο αφού αγόρασαν λάδι, η πόρτα όμως είχε κλείσει και ο γάμος είχε αρχίσει, και έτσι έμειναν έξω. Πρέπει, λοιπόν και εμείς να μην αναβάλουμε για κανένα λόγο τη μετάνοια και την άσκηση της ελεημοσύνης και όλων των αρετών διότι μετά το θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια και επιστροφή. Οι μαρτυρίες της Γραφής και για το θέμα αυτό είναι πολλές όπως του Σολομώντος "Πάντα καλά εν καιρώ αυτών"(Εκκλ.Γ, 11), του Δαβίδ "υπέρ ταύτης προσεύξεται προς σε πας όσιος εν καιρώ ευθέτω" (Ψαλμ ΛΑ, 6) και άλλες. Πρέπει, λοιπόν, κάθε πράγμα να γίνεται στον καιρό του χωρίς αναβολή και καθυστέρηση, εξαιρέτως δε τα έργα της αρετής για να μη μείνουμε έξω από το Γάμο, έξω από τη Βασιλεία του Θεού.

Τρίτος τρόπος, το παρά πρόσωπον γενόμενο "καλό". Εδώ μαρτυρεί η περίπτωση του Κορέ ο οποίος τόλμησε να εκτελέσει έργο ιερατικό χωρίς να έχει ιερατική εξουσία και τον κατάπιε η γη μαζί με όλους τους δικούς του. Το έργο, λοιπόν, που θέλησε να εκτελέσει ήταν ασφαλώς καλό, όμως, επειδή οι τελούντες δεν ήταν τα κατάλληλα πρόσωπα, τιμωρήθηκαν αυστηρώς. Παρά πρόσωπον, επομένως, κάνει το "καλό" και αμαρτάνει όποιος σφετερίζεται εξουσίες και χαρίσματα που δεν του έχουν δοθεί. Στην αμαρτία αυτή θέλουμε να ρίξουμε τον πιστό λαό του Θεού, μολονότι εκείνος δεν το ζήτησε, όταν εκφωνούμε τις μυστικές ευχές της Θ. Λειτουργίας, όταν του δείχνουμε τα πάντα τελώντας αυτήν εκτός του Βήματος, όταν οι λαϊκοί κηρύττουν επ'άμβωνος ή ξεματιάζουν ή καθοδηγούν άλλους, όταν οι καθηγητές πανεπιστημίου γίνονται ειδικοί επί της Θείας Λατρείας και άλλα παρόμοια.

Τέταρτός τρόποςείναι όταν το "καλό" γίνεται παρά πράγμα. Και γίνεται παρά πράγμα το καλό όταν π.χ ο Θεός, στην Παλαιά Διαθήκη, ζητά να θυσιάζονται ζώα καθαρά και αυτό δεν τηρείται. Όταν προσφέρουμε στη Θ. Λειτουργία εκτός από άρτο και κρασί άλλα προϊόντα. Όταν προσφέρουμε στο ναό και στη Θεία Λατρεία όχι καλής ποιότητος προσφορές (λάδι, κερί, πρόσφορο, εικόνες ακαλαίσθητες και αντιπαραδοσιακές). Όταν ζητούμε από τους ιερείς πράγματα ιερά ως μαγικά, όπως φυτίλια από τις λαμπάδες του γάμου, αγία ζέση, όταν δίνουμε στους ιερείς εσώρουχα για να "ευλογηθούν" κάτω από την αγία τράπεζα και ένα σωρό τέτοια πράγματα. Παρά πράγμα, τέλος, αμαρτάνουμε όταν κηρύττουμε δικές μας διδασκαλίες που δε συμφωνούν με τις διδαχές της Εκκλησίας, όταν δεν σεβόμεθα τις Παραδόσεις και όταν εξευτελίζουμε και μιαίνουμε ιερά αντικείμενα και σκεύη.

Πέμπτος τρόπος, η παρά μέτρον άσκηση του καλού. Αρκεί, λέει ο Μ. Βασίλειος, για να έχουμε το μέτρο, ο λόγος του Κυρίου "εάν μη περισσεύη η δικαιοσύνη υμών πλέον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών". Αυτό, βεβαίως, μπορεί να χαρακτηριστεί ως το κατώτατο μέτρο. Υπάρχει όμως μέτρο και προς τα πάνω. Για παράδειγμα η υπερβολική άσκηση, χωρίς μάλιστα ευλογία του πνευματικού, που εμπνέει η υπερηφάνια, όχι μόνο λογίζεται ως αμαρτία αλλά μπορεί να οδηγήσει στην πλάνη και σε άλλες επικίνδυνες καταστάσεις. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, γράφει στην Κλίμακα ότι "είδον ασθενείς ψυχάς και σωμάτων καταστάσεις δια πλήθος πταισμάτων εν τοις υπέρ εαυτάς αγώσιν επιχειρήσας και μη υπενεγκούσας" δηλαδή "είδα ανθρώπους που εξ' αιτίας των πολλών αμαρτιών επιδόθηκαν, παρά την αδυναμία τους στην ψυχή και στο σώμα, σε υπερβολική άσκηση και δεν τα κατάφεραν"(Περί Διακρίσεως Β, 9).

Έκτος τρόποςτης "καλής αμαρτίας", είναι το "παρά τάξιν" καλό, όταν δηλαδή κάνουμε έργα καλά αλλά με λανθασμένη σειρά. Όταν για παράδειγμα ακούμε το λόγο του Κυρίου προς τον πλούσιο, ο οποίος είχε τηρήσει όλες τις εντολές, "Πώλησον σου τα υπάρχοντα, και δος πτωχοίς, και άρον τον σταυρόν σου, και δεύρο ακολούθει μοι (Ματθ. ΙΘ, 20, 21)" και θέλουμε να ακολουθήσουμε τον Κύριο, να αφοσιωθούμε προς Αυτόν, να ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή ίσως, προτού όμως να έχουμε τηρήσει ούτε μια εντολή και προτού απαλλαγούμε από την αγάπη των υλικών. Πρέπει, λοιπόν, όλα να τα κάνουμε "ευσχημόνως και κατά τάξιν"(Α Κορ. ΙΔ, 40), όλα δηλαδή με μία ασφαλή σειρά. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε ξανά στην Κλίμακα η οποία με πολύ σοφία μας δίνει ακριβώς την σειρά των αρετών και το πως κατακτώντας τη μία πηγαίνεις στην επομένη.

Τέλος, ο τελευταίος τρόποςπου μεταλλάσσει το καλό σε κακό είναι όταν κάνουμε το καλό παρά διάθεσιν, όταν, δηλαδή, ελεούμε, ή νηστεύουμε, ή προσευχόμαστε για "το θεαθήναι τοις ανθρώποις". Ο λόγος του Κυρίου στη περίπτωση αυτή ακούγεται σκληρός και φοβερός "απέχουσι τον μισθόν αυτών" (Ματθ. ΣΤ, 5) η και αλλού "αποχωρείτε απ' εμού, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ, εργάται ανομίας" (Ματθ. Ζ, 22,23). Επομένως όλα πρέπει να τα κάνουμε προς δόξαν θεού και όχι προς δόξαν του εαυτού μας διότι "ου μόνον μισθού εκπίπτει, αλλά και τιμωρίας άξιος ο ποιών εντολήν μη κατά θεοσέβειαν, αλλά κατά ανθρωπαρέσκειαν, ή τινος άλλης ηδονής ένεκεν...". Στο σημείο αυτό, περί της διαθέσεως, κατατοπιστικός είναι και ο ύμνος της αγάπης του Αποστόλου Παύλου (Α Κορ. ΙΓ, 1 -3) ή και ο λόγος του ο συγκεφαλαιωτικός "ει γαρ ανθρώποις ήρεσκον Χριστού δούλος ουκ αν ήμην" ( Γαλ. Α, 10). Στο παρά διάθεσιν καλό πίπτουν όλοι βεβαίως οι πιστοί, πίπτουμε, όμως ιδιαιτέρως πολλάκις και εμείς οι κληρικοί όταν τηρούμε σχεδόν όλες τις εντολές και εργαζόμαστε όλες τις αρετές για να "εγκλωβίζουμε" τους ανθρώπους στο πετραχήλι μας, όταν χρησιμοποιούμε διάφορα εξωτερικά σχήματα ευλαβείας κατά την τέλεση των ακολουθιών και των μυστηρίων, όταν κηρύττουμε όχι για να οικονομήσουμε τις ψυχές αλλά για να εντυπωσιάσουμε, όταν καταπατούμε την τάξη της Εκκλησίας για να φαινόμαστε επιεικείς η καλοί, και ό,τι άλλο κάνουμε επιτηδευμένα για να κερδίσουμε τις εντυπώσεις και τη δόξα των ανθρώπων.. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν όσοι νηστεύουν, όχι όμως προς απαλλαγήν από τα πάθη αλλά για λόγους που στηρίζονται σε κοσμοθεωρίες ανατολικών θρησκειών (π.χ η χορτοφαγία των γκουρού) η και για λόγους διαίτης. Όσοι, ακόμα προσεύχονται για πράγματα υλικά και μάταια η για πράγματα που δεν ωφελούν την ψυχή αλλά ικανοποιούν τα πάθη και γενικώς όσοι κάνουν το καλό με διάθεση να υπηρετήσουν ιδιοτελείς σκοπούς και στόχους.

Ας ευχόμαστε, λοιπόν, με τις πρεσβείες του Μ. Βασιλείου, του αγίου Νικοδήμου, του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου και όλων των αγίων να μας διαφυλάξει ο Θεός από το βαθμό αυτό της αμαρτίας διότι, όπως λέει και ο άγιος Βασίλειος, "εάν τις το κακόν εν προσχήματι του αγαθού ποιή, διπλασίονος τιμωρίας εστίν άξιος" (P.G. τόμ. 32, σελ. 397). Ας ευχόμαστε να αποφύγουμε την τιμωρία αυτή και να κατορθώσουμε, με τη Χάρη του Θεού, τις αρετές για να απολαύσουμε τη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. ΑΜΗΝ.


------------------------------
* Λόγος Β του Μ. Βασιλείου εις το άγιον Βάπτισμα, ερώτηση Η ("ει ευπρόσδεκτον εστί τω Θεώ το έργον της εντολής, μη ακολούθως κατ' εντολήν του Θεού γινόμενον") P.G, τόμ 31, σελ. 1600







Πηγή: http://www.egolpion.com/

Δένδιας: «Η Ελλάδα δεν είναι ξέφραγο αμπέλι»

$
0
0
Απάντηση του Γραφείου Τύπου του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη κ. Νίκου Δένδια στην ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ για τα γεγονότα στην Αμυγδαλέζα.
 

Κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, η Ελληνική Δημοκρατία καλείται να αγνοήσει το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους, αλλά και τις προβλέψεις των κοινοτικών οδηγιών, επιτρέποντας ανέλεγκτη είσοδο στο έδαφός της και ελεύθερη διαβίωση κάθε παράνομου μετανάστη, όπου αυτός επιθυμεί. Φτάνει μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ στο σημείο να δικαιολογεί κακουργηματικού χαρακτήρα αντιδράσεις απέναντι στο δικαίωμα του ελληνικού κράτους να περιορίζει όποιον έχει εισέλθει παράνομα στο έδαφός του! Τους εξωφρενικούς αυτούς ισχυρισμούς τους παραδίδουμε στη χλεύη της ελληνικής κοινωνίας.

Αλλά είναι ώρα να εγκαταλείψει το συγκεκριμένο κόμμα τους παραλογισμούς του και να αντιληφθεί ότι δεν δικαιούμαστε να παραιτηθούμε από το δικαίωμα άσκησης κυριαρχίας στη χώρα μας.

Καταλήγοντας, στέλνουμε το μήνυμα μέσα και έξω από την πατρίδα μας:

Στόχος μας είναι κάθε παράνομος μετανάστης, εφόσον τα αρμόδια όργανα κρίνουν ότι δεν δικαιούται διεθνούς προστασίας, να κρατείται μέχρι να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η Ελλάδα δεν είναι πια «ξέφραγο αμπέλι».






Πηγή: http://www.kathimerini.gr/

ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΚΑΤΕΚΤΗΣΕ ΤΗΝ 3Η ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ

$
0
0
Με το χάλκινο μετάλλιο στις αποσκευές της επέστρεψε από την 7η Ολυμπιάδα Αστρονομίας και Αστροφυσικής, που για πρώτη φορά φέτος διεξήχθη στην Ελλάδα, η μαθήτρια από τα Λεχαινά Κρινιώ Μαρούδα.
 

Συνολικά στην Ολυμπιάδα συμμετείχαν περισσότεροι από 180 νέοι και νέες από 36 χώρες, με την ελληνική αποστολή να συγκεντρώνει ένα αργυρό μετάλλιο, τέσσερα χάλκινα και τέσσερις εύφημες μνείες! Για την άριστη μαθήτρια από τα Λεχαινά αυτό το μετάλλιο ήταν το δεύτερο, καθώς πέρυσι είχε κατακτήσει επίσης το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες Αστρονομίας και Αστροφυσικής στη Βραζιλία!

Η 7η Ολυμπιάδα Αστρονομίας και Αστροφυσικής «φιλοξενήθηκε», από τις 27 Ιουλίου έως τις 5 Αυγούστου, στην πόλη του Βόλου. Για πρώτη φορά ένα τόσο σημαντικό επιστημονικό και πολιτιστικό γεγονός πραγματοποιήθηκε σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα στην Ελληνική επαρχία!

Έχοντας ξεχωρίσει στον μαθητικό διαγωνισμό «Πτολεμαίος» και έχοντας την εμπειρία, αλλά και ένα μετάλλιο στο «λαιμό» από την 6η Ολυμπιάδα της Βραζιλίας, η μαθήτρια από τα Λεχαινά κατάφερε να διακριθεί σε έναν τόσο δύσκολο και απαιτητικό διαγωνισμό για ακόμα μια φορά.

«Το σημαντικότερο σε έναν τέτοιο διαγωνισμό δεν είναι η θέση που μπορεί να κατακτήσει κάποιος αλλά η εμπειρία της συμμετοχής» είπε στο patrisnews η Κρινιώ Μαρούδακαι συνέχισε:

«Στις δύο πρώτες φάσεις του διαγωνισμού τα πήγα πολύ καλά, στην τρίτη όμως όχι, με αποτέλεσμα να κατακτήσω το χάλκινο μετάλλιο. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό, αλλά να γνωρίσεις άτομα με το ίδιο ενδιαφέρον και αγάπη για την Αστροφυσική. Είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενη για τις επιτυχίες όλων των μελών της Ελληνικής αποστολής και πιστεύω ότι κάναμε τη χώρα μας υπερήφανη!».






Πηγή: http://www.makeleio.gr/

ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΥΤΑ! ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ

$
0
0
Σημείωμα μαζί με τα κλοπιμαία άφησαν άγνωστοι, στα γραφεία μη κερδοσκοπικού οργανισμού σε πόλη της Καλιφόρνια των ΗΠΑ, ζητώντας συγγνώμη για την πράξη τους.
 

«Δεν είχαμε ιδέα τι κλέβαμε. Εδώ είναι τα πράγματά σας κι ελπίζουμε ότι θα συνεχίσετε να κάνετε τη διαφορά στις ζωές των ανθρώπων. Ο Θεός να σας έχει καλά», έγραφε το ιδιόχειρό μήνυμα των διαρρηκτών, που είχαν αφαιρέσει ηλεκτρονικούς υπολογιστές από μη κερδοσκοπικό οργανισμό, που βοηθά θύματα σεξουαλικής βίας.

«Είναι η πρώτη φορά που βλέπω την επιστροφή κλεμμένων αντικειμένων», σχολίασε ο επικεφαλής της αστυνομίας. Τα αντικείμενα επεστράφησαν μία ημέρα μετά τη διάρρηξη.






Πηγή: http://www.makeleio.gr/

ΚΑΙ ΟΜΩΣ Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ! (ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0
Έναν πρωτότυπο τρόπο για να ενημερωθεί για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της Νορβηγίας βρήκε ο Γενς Στόλτενμπεργκ.
 

Η απόφαση του Πρωθυπουργού της Νορβηγίαςνα φορέσει τη στολή οδηγού ΤΑΧΙ, μαύρα γυαλιά ηλίου και να εξυπηρετήσει τους πολίτες του Όσλο έστω και για ένα μόνο απόγευμα, προκάλεσε ποικίλα σχόλια

Ο Νορβηγός Πρωθυπουργός μαγνητοσκοπούσε με μια ειδική κάμερα τις συζητήσεις του με τους επιβάτες, τους περισσότερους από τους οποίους παρέλαβε και δημοσίευσε το βίντεο στη σελίδα του στο Facebook.

Από τους επιβάτες, ένας μόνο αντιλήφθηκε την πραγματική ταυτότητα του ταξιτζή, ενώ οι περισσότεροι δεν τον αναγνώρισαν παρά μόνο στο τέλος της διαδρομής όταν και αρνήθηκε να πάρει χρήματα.

Οι επικριτές του έκαναν λόγο για προεκλογικό κόλπο προκειμένου να ενισχύσει τη δημοτικότητά του, ενώ αντίθετα το επιτελείο του υποστήριξε ότι το έκανε για να μάθει από «πρώτο χέρι» τα προβλήματα των Νορβηγών.






Πηγή: http://www.makeleio.gr/

Viewing all 8981 articles
Browse latest View live