Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς.
Αποσπάσματα

Ολόκληρον το μυστήριον του Θεανθρώπου έγκειται εις το ότι ο Θεός έγινε «σαρξ», ότι δηλαδή εις το ανθρώπινον σώμα κατώκησεν όλον το πλήρωμα της Θεότητός Του με όλας τας θείας δυνάμεις και τελειότητας, δηλαδή όλον το μυστήριον του Θεού. Το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου Χριστού συνοψίζεται εις το εξής παγχαρμόσυνον μήνυμα: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α' Τιμ. 3, 16). Ο Θεός Λόγος έγινεν η κεφαλή του θεανθρώπινου σώματος της Εκκλησίας. Κατά τον θεόσοφον Απόστολον ο Θεός Πατήρ διά του Αγίου Πνεύματος «έδωκε» τον Θεάνθρωπον, «κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστί το σώμα Αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 22-23).
Ο Θεάνθρωπος και εν Αυτώ η Εκκλησία Του είναι το παν διά τα σύμπαντα. Και πώς να μην ονομάση κανείς πανευαγγέλιον την φανέρωσιν της αληθείας της ζωής κατά την οποίαν ο Θεάνθρωπος αυτός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας! Εις την πραγματικότητα «αυτός εστι προ πάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε» (Κολ. 7, 17). Διότι Αυτός είναι Θεός, Αυτός Δημιουργός, Αυτός Προνοητής, Αυτός Σωτήρ, Αυτός η Ζωή της ζωής, και το ον του όντος, και η ύπαρξις της υπάρξεως: «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα» (Κολ. 1, 16). Αυτός είναι το τέλος παντός του υπάρχοντος. Ολόκληρος η κτίσις εδημιουργήθη ως Εκκλησία, και αποτελεί την Εκκλησίαν, «και αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας» (Κολ. 1, 18).
Ο Θεάνθρωπος είναι η Εκκλησία, αλλά και το σώμα της Εκκλησίας και η Κεφαλή της. Με όλα αυτά και διά μέσου όλων αυτών ο άνθρωπος «εκκλησιάζεται» και γίνεται εκκλησία, αποκτά την εν-χρίστωσιν και χριστοποίησιν, την εν-τριάδωσιν και τριαδοποίησιν, γίνεται Θεάνθρωπος και σύσσωμος του θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας (Εφ. 3, 6), αυτού του αγιωτάτου και προσφιλεστάτου μυστηρίου του Θεού, μυστηρίου των μυστηρίων ή μάλλον παμμυστηρίου των παμμυστηρίων.
Η Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εις όλους τους αιώνας και εις όλην την αιωνιότητα. Αλλά μαζί με τον άνθρωπον και διά τον άνθρωπον, ανήκει εις την Εκκλησίαν, ρέουν διά μέσου όλου του σώματος της Εκκλησίας ρεύματα των ζωηφόρων κεχαριτωμένων δυνάμεων και μας ζωογονούν με την αθανασίαν και την αιωνιότητα. Όλαι αι θεανθρώπιναι αισθήσεις της Εκκλησίας είναι απ' Αυτόν, εν Αυτώ και δι' Αυτού. Όλα τα άγια μυστήρια και αι άγιαι αρεταί εν τη Εκκλησία με τας οποίας καθαριζόμεθα, αναγεννώμεθα, μεταμορφωνόμεθα, αγιαζόμεθα, χριστοποιούμεθα, θεανθρωποιούμεθα, θεούμεθα, τριαδοποιούμεθα, σωζόμεθα, γίνονται εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι, ακριβώς λόγω της καθ' υπόστασιν ενώσεως του Θεού Λόγου με την ανθρωπίνην φύσιν μας εν τω θαυμαστώ Προσώπω του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού. Διατί ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς, το δεύτερον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, είναι το παν εν τη Εκκλησία: και η Κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας και η Εκκλησία το σώμα Του. Διά να ημπορέσουμε τα μέλη της Εκκλησίας να «αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος έστιν η κεφαλή, ο Χριστός...», «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 15. 13). Τούτο σημαίνει ότι η Εκκλησία είναι θεανθρώπινον εργαστήριον εις το οποίον οι άνθρωποι θεανθρωποποιούνται, χριστοποιούνται, θεούνται, δηλαδή μεταμορφώνονται εις θεανθρώπους κατά χάριν, εις χριστούς κατά χάριν, εις θεούς κατά χάριν.
Το πρώτον άγιον μυστήριον είναι το Βάπτισμα, η δε πρώτη αρετή η πίστις. «Μία πίστις» (Εφ. 4, 5) και εκτός από αυτήν δεν υπάρχει άλλη. «εις Κύριος» (πρβλ. Α' Κορ. 8,16. 12, 5. Ιουδ. 3) εκτός του οποίου δεν υπάρχει άλλος (Εφ. 4, 5) και «εν βάπτισμα» και δεν υπάρχει άλλο εκτός από αυτό. Μόνον εις την οργανικήν ένωσιν με το θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας και ως «σύσσωμος» αυτού του θαυμαστού οργανισμού, ο άνθρωπος αποκτά την πλήρη αίσθησιν και επίγνωσιν και πεποίθησιν ότι όντως υπάρχει μόνον «εις Κύριος», η Παναγία Τριάς. μόνον «μία πίστις», η πίστις εις την Παναγίαν Τριάδα (Εφ. 3, 6. 4, 13. 4, 5. Ιουδ. 3). μόνον «εν βάπτισμα», το βάπτισμα εις την Παναγίαν Τριάδα (Ματθ. 28, 19) και μόνον «εις Θεός και Πατήρ πάντων, ο επί πάντων, και διά πάντων, και εν πάσιν ημίν» (Εφ. 4, 6). Εκείνος ο οποίος το αισθάνεται και ζη με αυτό σημαίνει ότι διάγει τον βίον αξίως της χριστιανικής κλήσεως με μίαν λέξιν, σημαίνει ότι είναι χριστιανός.
Διά του Κυρίου Ιησού όλοι οι άνθρωποι έχουν «την προσαγωγήν... εν ενί Πνεύματι προς τον Πατέρα» καθ' ότι μόνον διά του Χριστού ο άνθρωπος έρχεται προς τον Πατέρα (Εφ. 2, 18. Ιω. 14, 6). Διά της Οικονομίας της σωτηρίας, ο Θεάνθρωπος ήνοιξε εις όλους μας την οδόν και την «προσαγωγήν» προς την Τριαδικήν Θεότητα (πρβλ. Ρωμ. 5, 1-2. Εφ. 3, 12. Α' Πετρ. 3, 18). Εις την Οικονομίαν της σωτηρίας του Θεανθρώπου, όλα τελούνται εκ του Πατρός, διά του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι.
Τα πάντα γίνονται εκ του Πατρός διά του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι..
* Την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Θεού αποκτά κανείς μόνον εν κοινωνία «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3, 18), μόνον με την καθολικήν ζωήν «συν πάσι τοις αγίοις» υπό την υψίστην καθοδήγησιν των αγίων Αποστόλων, των Προφητών, των Ευαγγελιστών, των Ποιμένων, των Πατέρων, των Διδασκάλων. Αυτούς, πάλιν, οδηγεί με τον πλέον αλάθητον και άγιον τρόπον και χειραγωγεί το Άγιον Πνεύμα, από την ημέραν της Πεντηκοστής και εξής, μέσω όλων των αιώνων έως της φοβεράς Κρίσεως. Το δε Πνεύμα το Άγιον είναι εκείνο το «εν πνεύμα» το ενυπάρχον εις το σώμα της Εκκλησίας (Εφ. 4, 4). Εν Αυτώ είναι, λοιπόν, και εξ Αυτού «η ενότης της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού». Όλην την αποστολικήν και ορθόδοξον πίστιν εις τον Χριστόν, και την γνώσιν περί του Χριστού, την κατέχει το Πνεύμα της Αληθείας το οποίον μας εισάγει εις ολόκληρον την αλήθειαν αυτήν, την μίαν και μοναδικήν (Ιω. 16, 13. 15, 26. 14, 26).
Περί Εκκλησίας
*....Είσαι μέλος της Εκκλησίας; Αυτό σημαίνει ότι είσαι οργανικώς συνδεδεμένος με τους αγίους Αποστόλους και με τους Μάρτυρας, με τους Ομολογητάς και με όλας τας ουρανίους αγγελικάς Δυνάμεις. Η αγάπη της αγίας καθολικότητος εις την Εκκλησίαν ενώνει θεανθρωπίνως, τα μέλη της Εκκλησίας μεταξύ των, ώστε όλα ομού και έκαστον προσωπικώς να ζουν την καθολικήν ζωήν της Εκκλησίας. Η δε αγία αυτή αγάπη της καθολικότητος εξαρτάται από την πίστιν των εις τον Χριστόν και από την εν Χριστώ ζωήν των. Δι' αυτό ο θεόσοφος Απόστολος και ευαγγελίζεται εις τους χριστιανούς: «Ως ουν παρελάβατε τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εν αυτώ περιπατείτε» (Κολ. 2, 6). Τίποτε να μην αλλάζετε εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ούτε να του προσθέτετε. όπως είναι Αυτός είναι υπερτέλειος, θείως και ανθρωπίνως. Εμείς οι Απόστολοι τοιούτον Χριστόν Ιησούν και Κύριον, τον Θεάνθρωπον, εκηρύξαμεν και παρεδώσαμεν. τοιούτον εσείς Τον «παρελάβατε». «Εν Αυτώ», λοιπόν, και «περιπατείτε».
«Εν Αυτώ» ζήτε και «περιπατείτε», τούτο είναι η εντολή των εντολών. «Εν Αυτώ περιπατείται», όχι προσαρμόζοντες Αυτόν εις τον εαυτόν σας, αλλά τον εαυτόν σας εις Εκείνον, όχι αλλάσσοντες Αυτόν προς τον εαυτόν σας, αλλά τον εαυτόν σας προς Εκείνον. όχι μεταποιούντες Αυτόν κατ' εικόνα σας, αλλά μεταποιούντες τον εαυτόν σας κατ' εικόνα Εκείνου.
Μόνον οι υπερήφανοι αιρετικοί και άφρονες ψυχοφθόροι μεταποιούν, μεταβάλλουν, αλλάσσουν τον Θεάνθρωπον Χριστόν κατά τας επιθυμίας και αντιλήψεις των. Εκ τούτου και τόσοι «ψευδόχριστοι» εις τον κόσμον και τόσοι ψευδοχριστιανοί. Ο δε αληθινός Κύριος Ιησούς, με όλον το πλήρωμα της ευαγγελικής και Θεανθρωπίνης Του ιστορικότητος και πραγματικότητος, υπάρχει ολόκληρος εις το Θεανθρώπινον σώμα Του την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν, όπως εις την εποχήν των Αποστόλων, έτσι και σήμερον, έτσι και εις τους αιώνας. Η Θεανθρωπίνη ζωή Του παρατείνεται διά του Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας εις ολόκληρον την ιστορίαν και την αιωνιότητα. Ζώντες λοιπόν εν τη Εκκλησία, «εν Αυτώ» ζώμεν, ακριβώς όπως διατάσση ο χριστοφόρος Απόστολος. Η δε πληρεστέρα πραγμάτωσις της εντολής Του είναι ο τρόπος της ζωής των Αγίων. Αυτοί φυλάττουν αναλλοίωτον την Θεανθρωπίνην μορφήν του Χριστού, με όλην την θαυμαστήν ζωτικότητα, την αναμφισβήτητον γνησιότητα και το απαράμιλλον κάλλος της. Μαζί με αυτό οι χριστοειδείς Άγιοι του Σωτήρος φυλάττουν και τον θεανθρώπινον σκοπόν του ανθρωπίνου είναι και της ανθρωπινής ζωής, με όλην την θεανθρωπίνην τελειότητα και το αναλλοίωτον του σκοπού αυτού, του ορισθέντος από αυτόν τον Θεάνθρωπον Κύριον Χριστόν και δυναμένου να πραγματοποιηθή μόνον εις το Θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας. Αντιθέτως, κάθε αλλαγή, σμίκρυνσις, απλοποίησις, σύντμησις και ανθρωπομορφισμός του χριστιανικού σκοπού, καταστρέφει τον χριστιανισμόν, τον καθιστά ανούσιον, γήινον, τον μεταβάλλει εις συνηθισμένην ανθρωπίνην, δηλαδή ουμανιστικήν και φυματικήν θρησκείαν, ουμανιστικήν φυματικήν φιλοσοφίαν, ουμανιστικήν φυματικήν ηθικήν, ουμανιστικήν φυματικήν επιστήμην, ουμανιστικόν φυματικόν δημιούργημα, ουμανιστικήν φυματικήν κοινωνίαν.
Το Άγιον Πνεύμα ψυχή της Εκκλησίας
Τα πάντα εν τη Εκκλησία είναι θεανθρώπινα: ο Θεός πάντοτε κατέχει την πρώτην, ο δε άνθρωπος την δευτέραν θέσιν. Χωρίς την θείαν δύναμιν οι άνθρωποι δεν δύνανται να ζουν την θεανθρωπίνην θείαν ζωήν ούτε να προκόπτουν εν αύτη. Διά παν το θεανθρώπινον, ο άνθρωπος έχει ανάγκην βοηθείας. Μόνον ενδυθέντες με την «δύναμιν εξ ύψους» (Λκ. 24, 19. Πράξ. Απ. 1, 8), δηλαδή με την θείαν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, oι άνθρωποι δύνανται να ζουν ευαγγελικώς επί της γης. Διά τούτο και εφανέρωσεν ο Σωτήρ, κατά τον Μυστικόν Δείπνον, την θείαν αλήθειαν περί του Αγίου Πνεύματος ως του πραγματοποιούντος και εκτελούντος την σωτηρίαν των ανθρώπων τη θεία ενεργεία Του εν τω Θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας (πρβλ. Ιω. 14, 16-17. 26. 15, 26. 16, 7-13). Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ενοικεί διά του Αγίου Πνεύματος εις τον άνθρωπον, τον ανακαινίζει, τον αγιάζει και τον χριστοποιεί (Εφ. 3, 16-17). Χωρίς το Άγιον Πνεύμα, το πνεύμα του ανθρώπου φθείρεται και διασκορπίζεται διά των αμαρτιών εις αναριθμήτους θανάτους, εις αναρίθμητα μη όντα και ψευδοόντα. Το Πνεύμα το Άγιον ήλθεν εις τον κόσμον διά τον Χριστόν και διά του Χριστού, και έγινε η ψυχή εις το σώμα της Εκκλησίας: και μόνον διά του Χριστού και διά τον Χριστόν δίδεται εις τους ανθρώπους. Τούτο σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα μόνον διά τον Χριστόν και διά του Χριστού ζη εις την Εκκλησίαν. Όπου δεν υπάρχει ο Θεάνθρωπος, εκεί δεν υπάρχει ούτε το Άγιον Πνεύμα. Διότι ο Χριστός ζη εις την Εκκλησίαν διά του Αγίου Πνεύματος το οποίον αποτελεί την ψυχήν της...
* Η θεία Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία μας ενώνουν όχι μόνο με Αυτόν, τον Αναντικατάστατον, αλλά και μεταξύ μας. «Εν σώμα οι πολλοί εσμέν», διότι κανείς από εμάς δεν αποτελεί ολόκληρον το σώμα, αλλ' έκαστος είναι μόνον μέρος του σώματος, και τούτο πρέπει να αισθανώμεθα πάντοτε και να γνωρίζωμεν πόσον εξαρτώμεθα ο εις από τον άλλον: όλοι από ένα έκαστον, και έκαστος απ' όλους. Και να γνωρίζωμεν επί πλέον πόσον αναγκαίοι είμεθα ο εις εις τον άλλον: Όλοι εις έκαστον και έκαστος εις όλους, αλλά και έκαστος εις έκαστον. Η δύναμίς μας και η ισχύς μας, η ζωή μας και η αθανασία μας και η μακαριότης μας ευρίσκονται εις αυτήν την ενότητα και μόνον. Ποίος μας την δίδει αυτήν; Το σώμα του Χριστού, το σώμα του Θεού. Ο θαυμαστός Κύριος Ιησούς Χριστός είναι η αληθινή «βρώσις» μας και η αληθινή «πόσις» μας (Ιω. 6, 55) «Ούτω οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ' εις αλλήλων μέλη» (Ρωμ. 12, 5 και Α' Κορ. 12, 27).
* Ο Χριστός είναι ταυτοχρόνως και ο Θεός Λόγος, και ο άνθρωπος, και ο Θεός Λόγος και η Εκκλησία, και ο Θεός Λόγος με το σώμα εις τους ουρανούς και μέσα εις το σώμα του, την Εκκλησίαν, επί της γης. Δεν είναι αυτό «μέγα μυστήριον»; Τα μέλη της Εκκλησίας αποτελούν εν οργανισμόν, εν σώμα και όμως έκαστον παραμένει ξεχωριστόν πρόσωπον. Και αυτό δεν είναι «μέγα μυστήριον»; Τα πάντα εις την Εκκλησίαν είναι καθολικά και πάλιν τα πάντα είναι προσωπικά, έκαστος κατοικεί και ζη μέσα εις όλους, και όλοι μέσα εις ένα έκαστον, και όμως η ζωή εκάστου είναι ιδική του προσωπική ζωή, και το πρόσωπον εκάστου ιδικόν του πρόσωπον. Αυτό δεν είναι «μέγα μυστήριον»; Εις την Εκκλησίαν ζουν τόσοι και τόσοι αμαρτωλοί άνθρωποι και παρά ταύτα αυτή είναι «αγία και άμωμος», χωρίς ουδένα «σπίλον ή ρυτίδα» (Εφ. 5, 27). Δεν είναι και αυτό «μέγα μυστήριον»; Και ούτω καθ' εξής, από το μικρότερον έως το μεγαλύτερον τα πάντα εν τη Εκκλησία είναι «μέγα μυστήριον», διότι εις εν έκαστον απ' αυτά είναι παρών όλος ο θαυμαστός Κύριος Ιησούς Χριστός με όλα τα άπειρα θεανθρώπινα μυστήριά Του.
* Κάθε χριστιανός ζων «συν πάσι τοις αγίοις» εις το Θεανθρώπινον σώμα του «τελείου ανδρός», του Χριστού, αποκτά και ο ίδιος την τελειότητα αυτήν, κατά το μέτρον του κόπου του, γίνεται ο ίδιος τέλειος άνδρας. Ούτως εις την Εκκλησίαν γίνεται δι' έκαστον προσιτόν και πραγματοποιήσιμον εκείνο το θείον ιδεώδες και ο σκοπός: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. 5, 48). Ο άγιος Απόστολος εξαίρει με ιδιάζοντα τρόπον ότι ο σκοπός της Εκκλησίας είναι «ίνα παραστήσωμεν πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού» (Κολ. 1, 28).
* Ένας είναι ο σκοπός ολοκλήρου της θεανθρωπίνης Οικονομίας της σωτηρίας: «ίνα άρτιος η ο του Θεού άνθρωπος, προς παν έργον αγαθόν εξηρτημένος» (Β' Τιμ. 3, 17).
* Μόνον οι Άγιοι γνωρίζουν τον δρόμον και έχουν όλα τα μέσα, τα οποία δίδουν εις όλους τους ποθούντας τον Θεόν, να καταντήσουν «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». Το δε «πλήρωμα» του Χριστού και το «μέτρον της ηλικίας» Του τί είναι άλλο παρά το άγιον Θεανθρώπινον σώμα Του, η Εκκλησία; Όθεν, το να φθάσωμεν «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» ουδέν άλλο είναι παρά να γίνωμεν αληθινά μέλη της Εκκλησίας. Διότι η Εκκλησία είναι «το πλήρωμα» του Χριστού, «του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου».
* Η δαιμονισμένη ανθρωπίνη υψηλοφροσύνη, κρυμμένη υπό τον μανδύαν της Εκκλησίας, γίνεται δόγμα πίστεως, μεταβαλλόμενον εις δόγμα ζωής,.... εις δαιμονοποιημένον «εργαστήριον» εκβιασμού ανθρωπίνων συνειδήσεων και απανθρωπίας! Εργαστήριον παραμορφώσεως του Θεού και του ανθρώπου και της κοινωνίας διά της παραμορφώσεως του Θεανθρώπου.
Αγιότης της Εκκλησίας
Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς «εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής» (Εφ. 5, 25. 26). παρέδωσεν ολόκληρον τον εαυτόν Του διά την Εκκλησίαν. Άφησεν ολόκληρον τον εαυτόν Του εις αυτήν, την εθεμελίωσεν ολόκληρον επί του ιδίου του εαυτού. Όλη η ζωή του Θεανθρώπου ουδέν άλλο είναι ειμή αγών διασώσεως του κόσμου από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον, διά της ιδρύσεως και συντηρήσεως της Εκκλησίας εις τον κόσμον. Αυτός επλήρωσε το είναι της Εκκλησίας με τον εαυτόν Του, με τας αγίας θείας δυνάμεις Του, αγιάσας ούτω αυτήν ολοτελώς, ώστε αυτή τώρα να σώζη τους ανθρώπους από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον, διά των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Ιδιαιτέρως έπραξε τούτο διά της βαπτίσεως αυτής εν Αγίω Πνεύματι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, διά να ημπορέση και αυτή να αγιάζη βαπτίζουσα διά του Αγίου Πνεύματος και ύδατος (Εφ. 5, 26. Πρβλ. Τιμ. 3, 5. Ιω. 3, 5). Και μόνον δι' αυτής της τελείας και παντοδυνάμου αγιότητος αυτή καθαρίζει το ανθρώπινον είναι από παν το μη άγιον, το αμαρτωλόν και δαιμονικόν. μέσα της κάθε άνθρωπος αγιάζεται και καθαρίζεται «τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι» (Εφ. 5, 26. Πρβλ. Τιτ. 3, 5. Ιω. 3, 5). Το «ρήμα» του Θεού αγιάζει το ύδωρ διά του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα είναι κάτι το αόρατον, το δε ηγιασμένον ύδωρ κάτι το ορατόν. Δίδεται και το μεν και το δε διότι ο άνθρωπος είναι διπλούν ον, αποτελούμενον από το αόρατον πνεύμα και το ορατόν σώμα. Αφού το ρήμα του Θεού αγιάζει το νεκρόν ύδωρ, πώς να μην αγιάση την ζώσαν ανθρωπίνην ψυχήν, την θεοειδή και αθάνατον; Και πράγματι, μόνον η αγία και παναγιάζουσα δύναμις του Χριστού, η παρούσα διά του ρήματος του Θεού μέσα εις το ύδωρ, καθαρίζει τον άνθρωπον από κάθε ακαθαρσίαν, αμαρτίαν και διάβολον, πληρούσα αυτόν διά της θείας αγιότητος και του Θεού, διότι ο εις Χριστόν βαπτιζόμενος ενδύεται τον Χριστόν (Γαλ. 3, 27).
Το παν εις την Εκκλησίαν προέρχεται από τον Χριστόν και υπάρχει εν τω Χριστώ. όλος ο Χριστός είναι μέσα εις την Εκκλησίαν και ολόκληρος η Εκκλησία είναι μέσα Του. Επειδή όλος ο Χριστός υπάρχει εν τη Εκκλησία και ολόκληρος η Εκκλησία είναι εν Αυτώ, δι' αυτό ακριβώς είναι «ένδοξος», «αγία και άμωμος» (Εφ. 5, 27). Αυτός, διά να την καταστήση τοιαύτην, εισήγαγεν εις αυτήν και ενεσάρκωσεν όλον το Θεανθρώπινον Πρόσωπόν Του. Εις την πλέον καθαράν μορφήν της ολόκληρος η Εκκλησία είναι Αυτός, ο Θεάνθρωπος Χριστός, παρατεινόμενος εις όλους τους αιώνας και όλην την αιωνιότητα. Διά τούτο αυτή δεν έχει «σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων» (Εφ. 5, 27). Όθεν και η φιλανθρωπία της είναι άπειρος και η δύναμίς της άπειρος, η κάθαρσίς της παντελής, η δε ελευθερία και η σωτηρία της καθολική. Και πάλιν πάντα ταύτα τελεί μέσα της η θεία δύναμις του Χριστού, η πάντα αγία και πάντοτε παντοδύναμος (πρβλ. Κολ. 1, 29).
* * *
* Εάν ο Χριστός είναι εις, λέγει ό άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τότε μία είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας και εν το σώμα*. Τοιουτοτρόπως ημείς είμεθα διά του Χριστού και εν τω Χριστώ «εν σώμα» και «καθ' εις αλλήλων μέλη», μαζί με όλους τους αγίους Αποστόλους, και τους Προφήτας, και τους Μάρτυρας, και τους Ομολογητάς και όλους τους Αγίους. Απ' αυτήν δε την εν Χριστώ κοινωνίαν «συν πάσι τοις αγίοις» (πρβλ. Εφ. 3, 12. 4, 11-16) δεν υπάρχει διά τον άνθρωπον τίποτε το καλύτερον και φωτεινώτερον, τίποτε το μακαριώτερον και πλέον αιώνιον, τίποτε τόσον αγαπητόν εις όλους τους γνωστούς και αγνώστους κόσμους. Είναι χαρά υπέρ πάσαν χαράν το να είναι κανείς «συν πάσι τοις αγίοις» «εν σώμα», και μάλιστα «το σώμα του Χριστού»!
Εάν θα ήτο δυνατόν να συνοψισθούν όλα τα μυστήρια της Καινής Διαθήκης, της Διαθήκης του Θεανθρώπου και όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, εις εν μυστήριον, τότε το μυστήριον αυτό θα ήτο το ιερόν μυστήριον της Κοινωνίας και θείας Ευχαριστίας. Το μυστήριον αυτό μας φανερώνει και συνάμα δίδει ολόκληρον τον Κύριον Ιησούν με όλον τον θαυμαστόν πλήρωμα του θεανθρωπίνου Προσώπου Του και του Θεανθρωπίνου σώματός Του, το οποίον είναι η Εκκλησία. Διότι η αγία Κοινωνία και Ευχαριστία είναι αυτό το θείον σώμα Του και αυτό το θείον αίμα Του. είναι όλος Αυτός με την Εκκλησίαν Του εν τω αρρήτω πληρώματι της Θεότητος και της Ανθρωπότητός Του, τουτέστι της Θεανθρωπότητός Του...
Καθολικότης της Εκκλησίας
Η ιδία η φύσις της Εκκλησίας είναι καθολική, διότι ο θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας, ούσης το Σώμα του Χριστού, περιέχει τα πάντα: ολόκληρον την δημιουργίαν του Θεού, ακριβέστερον την Οικονομίαν του Θεού περί του κόσμου και του ανθρώπου. Ο Θεάνθρωπος Χριστός δι' Εαυτού και εν Εαυτώ ήνωσε κατά τελειώτατον και πληρέστατον τρόπον τον Θεόν και τον άνθρωπον, και διά του ανθρώπου όλους τους κόσμους και όλην την κτίσιν, διότι η κτίσις είναι ουσιαστικώς συνδεδεμένη με τον άνθρωπον (πρβλ. Ρωμ. 8, 19-24) και η ένωσις αυτή εν Χριστώ είναι η υπόστασις της καθολικότητος της Εκκλησίας. Ο Θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας του Χριστού περιλαμβάνει και τον Θεόν και τον άνθρωπον και «τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και αόρατα, είτε (εισί) θρόνοι, είτε αρχαί, είτε κυριότητες, είτε εξουσίαι» (Κολ. 1, 16), διότι «τα πάντα δι' αυτού -του Θεανθρώπου- και εις Αυτόν - τον Θεάνθρωπον- έκτισται.... και συνέστηκε, και Αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας» (Κολ. 1, 17-18).
* Ο Σωτήρ Χριστός ηγίασε την Εκκλησίαν δι' όλης της Θεανθρωπίνης ζωής Του... αμείωτος και άτρεπτος είναι η αγιότης του Χριστού, της Κεφαλής της Εκκλησίας, και του Αγίου Πνεύματος, της ψυχής της, ως και επίσης η αγιότης της θείας διδασκαλίας της, της χάριτός της εις τα μυστήριά της και εις τας αρετάς της... Μόνον οι αμετανόητα αμαρτωλοί, οι εμμένοντες επιμόνως εν τω κακώ και εν θεομάχω εκουσία πονηρία, αποκόπτονται από την Εκκλησίαν....
* Έξω από την Εκκλησίαν ούτε πραγματικόν πρόσωπον υπάρχει ούτε πραγματική κοινωνία. Η Εκκλησία είναι η μόνη πραγματική και αληθινή κοινωνία.
* Διά τους Πατέρας, όπως και διά τους Αποστόλους η μοναδική Αλήθεια ήτο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός... και οι πρώτοι και οι δεύτεροι ουδέν γνωρίζουν ειμή τον Ιησούν Χριστόν, Εσταυρωμένον, Αναστάντα και Αναληφθέντα. Ο Σωτήρ Χριστός είναι το περιεχόμενον της παραδόσεως της αποστολικότητος εν τω Σώματι της Εκκλησίας.
* Κατά τον λόγον του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, η Εκκλησία «καθολική καλείται διά το κατά πάσης είναι της οικουμένης από περάτων γης έως περάτων, και διά το διδάσκειν καθολικώς και ανελλιπώς άπαντα τα εις γνώσιν ανθρώπων ελθείν οφείλοντα δόγματα, περί τε ορατών και αοράτων πραγμάτων, επουρανίων τε επιγείων, και διά το παν γένος ανθρώπων εις ευσέβειαν υποτάσσειν, αρχόντων τε και αρχομένων, λογίων τε και ιδιωτών, και διά το καθολικώς ιατρεύειν μεν και θεραπεύειν άπαν το των αμαρτιών είδος των διά ψυχής και σώματος επιτελουμένων, κεκτήσθαι δε εν αυτή πάσαν ιδέαν ονομαζομένην αρετής εν έργοις τε και λόγοις και πνευματικοίς παντίοις χαρίσμασιν» (Κυρίλλου, Ιεροσ., κατήχησις ΙΗ').
Η θεανθρωπίνη καθολικότης της Εκκλησίας είναι εις την πραγματικότητα μία διαρκής κατά χάριν και αρετήν χριστοποίησις του ανθρώπου: τα πάντα και οι πάντες συνάγονται και συγκεφαλαιούνται εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν, και τα πάντα βιούνται εν Αυτώ ως ιδικά μας και οικεία, όπως ζη ένας αδιαίρετος θεανθρώπινος οργανισμός. Διότι όλη η ζωή εν τη Εκκλησία είναι μία θεανθρωπίνη καθολικοποίησις, μία κατά χάριν και αρετήν θέωσις και χριστοποίησις και θεανθρωποποίησις και τριαδοποίησις, και εκκλησιοποίησις. Η θεανθρωπίνη αυτή καθολικότης της Εκκλησίας και καθολικοποίησις εν τη Εκκλησία διακρατείται και πραγματοποιείται διά της αεί ζώσης Υποστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία κατά τον πλέον τέλειον τρόπον ενώνει τον Θεόν και τον άνθρωπον και όλην την κτίσιν, την οποίαν το τιμιώτατον αίμα του Θεανθρώπου Σωτήρος καθαρίζει από την αμαρτίαν, το κακόν και τον θάνατον (πρβλ. Κολ. 1. 19-22). Το θεανθρώπινον Πρόσωπον του Χριστού είναι ο άξων της καθολικότητος της Εκκλησίας. Διά τούτο ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει: «Όπου αν η Χριστός εκεί η Καθολική Εκκλησία». Η Εκκλησία πράγματι είναι ολόκληρος πεπληρωμένη από τον Θεάνθρωπον Χριστόν, καθ' ότι αύτη είναι «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 23). Διά τούτο η Εκκλησία του Χριστού είναι καθολική εις εκάστην επισκοπήν της, δηλαδή εις εκάστην ορθόδοξον ευχαριστιακήν κοινότητά της, αλλά και εις έκαστον επίσκοπόν της και έκαστον πιστόν πρόσωπον εν αυτή, εις έκαστον κύτταρόν της. Εκ της καθολικότητος αυτής της ιδίας της φύσεως της Εκκλησίας πηγάζει και η πανχρονική και η οικουμενική καθολικότης της. Την καθολικότητα και οικουμενικότητα και συνοδικότητα της Εκκλησίας κηρύττουν όλοι οι άγιοι Απόστολοι, Πατέρες της Εκκλησίας και αι Οικουμενικαί και Τοπικαί Σύνοδοι αυτής.
Ενότης και μοναδικότης της Εκκλησίας
Όπως η Υπόστασις του Θεανθρώπου Χριστού είναι μία και μοναδική, ούτω και η Εκκλησία, δι’ Αυτού, εν Αυτώ και επ’ Αυτού θεμελιωθείσα, είναι μία και μοναδική. Η ενότης της Εκκλησίας απορρέει αναγκαίως εκ της ενότητος του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού. Η Εκκλησία ούσα καθολικώς εις και μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός εις όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθή. Κάθε διαίρεσις θα εσήμαινε τον θάνατόν της. Ενιδρυμένη όλη εν τω Θεανθρώπω, η Εκκλησία πρωτίστως είναι Θεανθρώπινος οργανισμός και κατόπιν Θεανθρωπίνη οργάνωσις. Διά τούτο ό,τι έχει μέσα της είναι Θεανθρώπινον και αδιαίρετον: η πίστις, η αγάπη, η αλήθεια, το Βάπτισμα, η Ευχαριστία και κάθε θείον μυστήριον και κάθε θεία αρετή και γενικώς όλη η ζωή και η διάρθρωσίς της. Επομένως εν αυτή είναι αδιαίρετος και η διδασκαλία, και το έργον της και ο αγιασμός και η θέωσις. Τα πάντα είναι διά της χάριτος οργανικώς ηνωμένα εις ένα Θεανθρώπινον σώμα, του οποίου ο Χριστός είναι η μόνη και μοναδική Κεφαλή. Όλα τα μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή οι πιστοί, καίτοι ως πρόσωπα είναι ακέραιοι και άμικτοι, ενούμενοι διά της μιας και της αυτής χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσω των μυστηρίων και των αρετών, εις οργανικήν ενότητα, αποτελούν εν σώμα και εν πνεύμα και ομολογούν μίαν πίστιν (πρβλ. Εφ. 4, 4-5), η οποία τους ενώνει μετά του Χριστού και μετ' αλλήλων.
Μετά των άλλων αποστόλων, ιδίως ο χριστοφόρος Απόστολος των εθνών, διά Πνεύματος Αγίου κηρύττει την ενότητα και μοναδικότητα της Εκκλησίας, βασίζοντάς την εις την ενότητα και μοναδικότητα του προσώπου του θεμελιωτού της, του Θεανθρώπου Χριστού: «Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α’ Κορ. 3, 11).
Ακολουθούντες τους αγίους Αποστόλους, οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, μετά του αυτού ζήλου ομολογούν, κηρύττουν και υπερασπίζουν την ενότητα και μοναδικότητα της Εκκλησίας των Ορθοδόξων. Ο ζήλος των διά την διαφύλαξιν της ενότητος της Εκκλησίας εξεδηλούτο κυρίως εις τας περιπτώσεις αποσχίσεως μερικών ανθρώπων ή ομάδων από την Εκκλησίαν, δηλαδή εις τας περιπτώσεις αιρέσεων και σχισμάτων. Εις το θέμα της ενότητος ειδικήν σημασίαν και σπουδαιότητα είχον και έχουν αι Οικουμενικαί και Τοπικαί Σύνοδοι της Εκκλησίας. Κατά την ενιαίαν στάσιν των Πατέρων και των Συνόδων η Εκκλησία είναι μόνον μία, αλλά και μοναδική, διότι ο εις και μοναδικός Θεάνθρωπος, η Κεφαλή της, δεν δύναται να έχη πολλά σώματα. Η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, διότι είναι το σώμα του ενός και μοναδικού Χριστού. Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, διά τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας, αλλά μόνον χωρισμός από την Εκκλησίαν. Κατά τον λόγον του Κυρίου δεν διαιρείται η Άμπελος, αλλά μόνον τα εκουσίως άκαρπα κλήματα εκπίπτουν και ξηραίνονται από την αείζωον Άμπελον (πρβλ. Ιω. 15, 1-6). Εκ της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας του Χριστού εις διαφόρους καιρούς απεσχίσθησαν και απεκόπησαν οι αιρετικοί και σχισματικοί, οι οποίοι κατά συνέπεια έπαυσαν να είναι μέλη της Εκκλησίας και σύσσωμοι του θεανθρωπίνου σώματός της. Τοιούτοι ήσαν πρώτον οι Γνωστικοί, κατόπιν οι Αρειανοί και Πνευματομάχοι, έπειτα οι Μονοφυσίται και Ουνίται και όλη η άλλη αιρετική και σχισματική λεγεών.
Αποστολικότης της Εκκλησίας
Οι άγιοι Απόστολοι είναι οι πρώτοι θεάνθρωποι κατά χάριν. Δι' όλης της ζωής των έκαστος εξ αυτών, κατά τον Απόστολον Παύλον, λέγει περί εαυτού: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Έκαστος εξ αυτών είναι ο επαναληφθείς Χριστός, ή ακριβέστερον ο παρατεινόμενος Χριστός. Εις αυτούς τα πάντα είναι θεανθρώπινα, διότι τα πάντα είναι εκ του Θεανθρώπου. Η αποστολικότης δεν είναι άλλο τι παρά ο Θεάνθρωπος Χριστός εκουσίως οικειοποιηθείς διά της αγίας ασκήσεως των θείων αρετών: της πίστεως, της αγάπης, της ελπίδος, της προσευχής, της νηστείας, και των λοιπών αγίων αρετών. Τούτο δε σημαίνει ότι παν το ανθρώπινον εις αυτούς ζη εκουσίως διά του Θεανθρώπου, σκέπτεται διά του Θεανθρώπου, αισθάνεται, θέλει και ενεργεί διά του Θεανθρώπου. Διά τους αγίους Αποστόλους ο ιστορικός Ιησούς Χριστός ο Θεάνθρωπος, τον Οποίον αυτοί κηρύττουν, είναι η υψίστη αξία και το έσχατον πανκριτήριον. Ό,τι έχουν μέσα τους και ό,τι πράττουν ή κηρύττουν ή παραδίδουν είναι από τον Θεάνθρωπον, εν τω Θεανθρώπω και διά τον Θεάνθρωπον.
*.... Διά τούτο τόσος τονισμός της Παραδόσεως εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, όπως π.χ. όταν λέγη ο Απόστολος Παύλος: «παρέδωκα υμίν, ο και παρέλαβον» (Α' Κορ. 15, 3. πρβλ. 11, 2) ή όταν λέγη ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Εμόν μεν ουδέν ερώ παντελώς. ο δε παρά των Πατέρων εδιδάχθην, φημί» (Μαξίμου Ομολογητού, Επ. 15, PG 91, c. 544D). Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκφράζει την καθολικήν συνείδησιν των Πατέρων λέγων τα εξής: «Πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν διά τε νόμου, και προφητών, και αποστόλων, και ευαγγελιστών δεχόμεθα, και γινώσκομεν, και σέβομεν, ουδέν περαιτέρω τούτων επιζητούντες... Ταύτα ημείς στέρξωμεν, και εν αυτοίς μείνωμεν, μη μεταίροντες όρια αιώνια, μηδέ υπερβαίνοντες την θείαν Παράδοσιν» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθ. Ορθ. πίστεως, PG 94, c. 792Α). Ο αυτός Πατήρ, απευθυνόμενος προς όλους τους ορθοδόξους, λέγει: «Διό, αδελφοί, στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως, και τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια, α έθεντο οι άγιοι Πατέρες ημών μη διδόντες τόπον τοις βουλομένοις καινοτομείν, και καταλύειν την οικοδομήν της αγίας του Θεού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ει γαρ δοθή άδεια παντί βουλομένω κατά μικρόν όλον το σώμα της Εκκλησίας καταλυθήσεται».
Η αγία Παράδοσις είναι όλη εκ του Θεανθρώπου, όλη διά των αγίων Αποστόλων και των Πατέρων, όλη εν τη Εκκλησία. Οι άγιοι Πατέρες δεν είναι άλλο, παρά «φύλακες των Αποστολικών Παραδόσεων» δηλαδή θεηγόροι κήρυκες εκείνης της Αληθείας, την οποίαν οι Απόστολοι παρέλαβον υπό του Θεού Λόγου. Διά τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία γεραίρει τους Πατέρας ως τα «πάγχρυσα στόματα του Λόγου» (Κυριακή των Αγ. Πάντων).
Η αποστολική διαδοχή από την αρχήν μέχρι τέλους έχει θεανθρώπινον χαρακτήρα. Εις την πραγματικότητα, τί είναι αυτό το οποίον οι Απόστολοι παραδίδουν εις τους διαδόχους των ως παρακαταθήκην; Είναι ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Χριστός με όλην την Θεανθρωπίνην «περιουσίαν» Του και «κληρονομίαν» Του. Εάν η αποστολική διαδοχή δεν θα παρέδιδε τον Χριστόν ως κεφαλήν της Εκκλησίας με όλον το Θεανθρώπινον πλήρωμά Του, θα έπαυε να είναι αποστολική και ως εκ τούτου δεν θα υπήρχεν αποστολική Παράδοσις, αποστολική ιεραρχία, αποστολική Εκκλησία.
Η ιερά Παράδοσις είναι το Ευαγγέλιον του Χριστού, το οποίον δεν είναι άλλο, παρά ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος, τον Οποίον η χάρις και η δύναμις του Αγίου Πνεύματος μεταφυτεύει εις κάθε πιστεύουσαν ψυχήν και εις ολόκληρον την Εκκλησίαν. Διότι ακριβώς το Άγιον Πνεύμα, ως ψυχή της Εκκλησίας, καθιστά τα του Χριστού ιδικά μας και ημάς ενσωματώνει εις το Σώμα του Χριστού και καθιστά συσσώμους Χριστού. Η ζωή των πιστών εις την Εκκλησίαν δεν είναι άλλο παρά η κατά την χάριν του Αγίου Πνεύματος θεανθρωποποίησις αυτών, ήτοι εν-χρίστωσις και χριστοποίησις αυτών. Όλη η ζωή των Χριστιανών είναι μια διαρκής χριστοκεντρική Πεντηκοστή, διότι το Άγιον Πνεύμα διά των μυστηρίων και των αρετών παραδίδει τον Χριστόν ως Σωτήρα εις έκαστον πιστόν κάνοντας έτσι να γίνη ο Χριστός «η ζωή μας» (Κολ. 3, 4), η ζώσα παράδοσις της αιωνίου ζωής μας.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ως Παράδοσις εις την Εκκλησίαν παραδίδεται και φανερούται κατά τον πληρέστερον τρόπον εις την θείαν Ευχαριστίαν, η οποία αποτελεί την εκδήλωσιν και συνέχισιν της όλης Θεανθρωπίνης Οικονομίας του Χριστού δι' ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν. Εις την θείαν Ευχαριστίαν εκδηλούται και βιούται η ενεργός και πραγματική παρουσία του Χριστού εις την Εκκλησίαν Του. Κατά την επαγγελίαν Του «ιδού εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Η θεία Ευχαριστία ως κοινωνία του Χριστού και δι' Αυτού κοινωνία και ζωή μετά της Αγίας Τριάδος είναι ακριβώς το «Σώμα» και το πλήρωμα της Αποστολικής Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πράγματι, εις την Αποστολικήν, Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού, την ζώσαν και ζωοποιόν Παράδοσιν αποτελούν ακριβώς η Θεία Λειτουργία με όλην την άλλην λατρείαν, με τα μυστήρια της Εκκλησίας και τας αρετάς της.
Η αποστολικότης λοιπόν της Εκκλησίας και η ιερά Παράδοσίς της είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός ως Εκκλησία και εν τη Εκκλησία, εν τη Θεία Ευχαριστία, εν τη Λατρεία, εν τη Διδασκαλία, εν τη κεχαριτωμένη ζωή. Η Παράδοσις αυτή και η αποστολικότης διαφυλάττεται διά της προσευχής και της όλης ευσεβείας, όπως ακριβώς την ωμολογούσαν, εκήρυττον, επροστάτευον και διεφύλαττον οι Πατέρες και αι Οικουμενικαί Σύνοδοι.
«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 3. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2001. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»