Quantcast
Channel: ΟΣΙΑ ΕΥΧΗ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 8981

ΚΥΡΙΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ

$
0
0
1. Ο Μοναχισμός είναι μία εξαίρετη πνευματική οδός απόλυτης αφιερώσεως του πιστού στη βίωση της όλης «πολιτείας» του Χριστού τόσο για τη θεραπεία της «παρακοής» του πρώτου Αδάμ, όσο και για την κατόρθωση της προσωπικής του κοινωνίας με τον Θεό μέσα από τη μίμηση της «υπακοής» του δεύτερου Αδάμ.


Υπό την έννοια αυτή το αίτημα της ασκήσεως είναι μία αυθεντική έκφραση της χριστιανικής πνευματικότητας και εκδηλώθηκε ήδη από τους αποστολικούς χρόνους κατά διαφόρους τρόπους, οι όποιοι τόνιζαν είτε τα προσωπικά χαρίσματα ορισμένων πιστών ή και ευρύτερες αναζητήσεις για μία υψηλότερη πνευματική τελείωση. Ο αγώνας για τον έλεγχο του σαρκικού και του γενικώτερου κοσμικού φρονήματος, το οποίο διεισέδυε σταδιακά στους κόλπους των τοπικών Εκκλησιών με την εντυπωσιακή αύξηση των πιστών, προκάλεσε όχι μόνο την ανάπτυξη σε αυτές των τάξεων των εγκρατών (παρθένοι, παρθενεύουσες , χήρες, κ.λπ.), αλλά και ακραίες εκδηλώσεις του ασκητικού ιδεώδους (ευνουχισμός, αγαμία, αντινομισμός , συνείσακτοι , ακτημοσύνη, επιζήτηση του μαρτυρίου κ.λπ.).

Η κρίση του εκκλησιαστικού βίου ήταν αισθητή από τις αρχές ήδη του Β'αιώνα ως συνέπεια τόσο των διωγμών, όσο και της δράσεως των αιρέσεων (Γνωστικισμού, Μοντανισμού , Ιουδαϊζόντων ), επηρέασε δε βαθύτατα την ασκητική πνευματικότητα των πιστών. Το ζήτημα της μετανοίας των αρνητών της πίστεως κατά τους διωγμούς ( πεπτωκότες , lapsi ) και των επιστρεφόντων από τις αιρέσεις αντιμετωπίσθηκε από την Εκκλησία με επιείκεια, αλλά ερέθισε τη διαλεκτική μεταξύ της αυστηρότητας και της χαλαρώσεως του πνευματικού βίου με κριτήριο το υπόδειγμα του αποστολικού βίου. Από τα μέσα ήδη του Γ΄ αιώνα πολλοί από τους ζηλωτές της αποστολικής αυστηρότητας εγκατέλειπαν τις τοπικές τους κοινότητες και κατέφευγαν στις πλησίον ή και σε απομεμακρυσμένες ερημικές περιοχές για μία απερίσπαστη επίδοση στα πνευματικά αγωνίσματα της ασκήσεως (Αναχωρητισμός).

Η φυγή λοιπόν από τις πόλεις, ενώ κατά την περίοδο των διωγμών κατακρίθηκε ως άρνηση του Χριστού για τον κόσμο, στην αναχωρητική άσκηση, αντιθέτως, εγκωμιάσθηκε ως άρνηση του κόσμου για τον Χριστό. Υπόδειγμα των αναχωρητών ή ερημιτών ήταν η αναχώρηση του Χριστού στην έρημο για να κατανικήσει τους πειρασμούς του σατανά, η όποια τους ενέπνεε όχι μόνο για να υποτάξουν τους προσωπικούς τους πειρασμούς, αλλά και για να κατορθώσουν τη μίμηση της «πολιτείας» του Χριστού. Από τον Αναχωρητισμό των ερημιτών γεννήθηκε ο Μοναχισμός ως μία αυθεντική μίμηση της «πολιτείας» ή του «υποδείγματος» του Χριστού για τη βίωση ήδη από τον παρόντα βίο της προπτωτικής εμπειρίας της κοινωνίας του ανθρώπου με τον θεό.

Ο Μ. Αντώνιος (250-355), όπως και οι άλλοι σύγχρονοι του μεγάλοι ερημίτες της Αιγύπτου (Αμμώνιος, Μακάριος κ.α.), υπήρξαν τα σύμβολα όχι μόνο της μεταβάσεως από τον Α ναχωρητισμό προς τον Μοναχισμό, αλλά και της διαδόσεως των δύο μορφών του ασκητικού ιδεώδους σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η συγγραφή του Βίου του Μ. Αντωνίου, του «καθηγητού της ερήμου», α πό τον οικουμενικό διδάσκαλο της ορθοδοξίας της πίστεως Μ. Αθανάσιο {ΡΟ 25, 835-976) αποτελούσε την πιο επίσημη εκκλησιαστική καταξίωση του Μοναχισμού. Ο Παχώμιος , ο οποίος πέθανε το 346, εισήγαγε το κοινοβιακό σύστημα ασκήσεως, μέσα στο οποίο έβρισκαν τις αναγκαίες λύσεις τα ήδη διαπιστωμένα προβλήματα τόσο για τον τρόπο της ασκήσεως, όσο και για τη συντήρηση των ασκητών.

Στο Κοινοβιακό σύστημα προβλεπόταν πράγματι ομοιόμορφη ενδυμασία, κοινή προσευχή και συμμετοχή στην εργασία για την αντιμετώπιση των ποικίλων αναγκών των ασκητών του Κοινοβίου, οι όποιοι ήταν διασκορπισμένοι στα κελλιά και στις λαύρες των ερήμων της Αιγύπτου. Οι αρχές για την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβιακού συστήματος καταγράφηκαν σε μία πρώτη μορφή Κανόνα, ο οποίος σταδιακά συμπληρώθηκε και βελτιώθηκε με βάση την εμπειρία. Υπεύθυνος για την εφαρμογή των αρχών του Κανόνα του Κοινοβίου ήταν ο ηγούμενος. Το σύστημα λοιπόν των Λαυρών και το Κοινοβιακό σύστημα εξέφραζαν την προοπτική τόσο για την εξυπηρέτηση των κοινών αναγκών των ερημιτών ή αναχωρητών, όσο και για την αναγκαία μετοχή τους στη μυστηριακή εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος.

Η διαλεκτική αυτή του Δ'αιώνα για τη μέθοδο της ασκήσεως και για τη σχέση της με τον καθ'όλου πνευματικό βίο της τοπικής Εκκλησίας υπήρξε ένα ουσιαστικό στοιχείο στην όλη ιστορική εξέλιξη του Μοναχισμού. Η αναφορά των μοναστικών υποσχέσεων της υ πακοής, της α γαμίας και της α κτημοσύνης προς τον Ιδρυτή και τελειωτή της πίστεως Ιησού Χριστό αποτελούσε μία προσωπική ομολογία των ασκητών για τον πνευματικό αρραβώνα τους με τον Κύριο και καθόριζε την προσωπική τους ευθύνη για την αυθεντική μίμηση του υποδείγματός του. Έτσι, η ομολογία των μοναστικών υποσχέσεων αξιολογήθηκε πάντοτε στην εκκλησιαστική συνείδηση ως ανάλογη προς την ομολογία των μαρτύρων της πίστεως. Ήταν πράγματι μία προσωπική υπόσχεση προς τον Θεό για τη μίμηση της «πολιτείας» τ ου Χριστού με την αδιάλειπτη προσευχή και τις ποικίλες εκφράσεις της ασκητικής πνευματικότητας, γι αυτό και, ενώ δέσμευε τον μοναχό μόνο ενώπιον του Θεού, εγκωμιαζόταν από την Εκκλησία ως μία εξαίρετη έκφραση της σχέσεως της με τον κόσμο.

Ο Μ. Αθανάσιος υπήρξε πρωτοπόρος στην αναγνώριση της πολύτιμης για τον καθ'όλου εκκλησιαστικό βίο ασκητικής εμπειρίας, γι αυτό και δεν θεώρησε υπερβολή να τονίση ότι οι αμοιβές των ασκητών είναι ανάλογες ή και μείζονες από τις αμοιβές των μαρτύρων της πίστεως (Ρ G 26, 1173), ενώ ο λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ιερώνυμος χαρακτήριζε τον μοναχικό βίο « καθημερινόν μαρτύριον » ( c ο tidianum martyrium ), έστω και χωρίς συγκριτική αξιολόγηση προς το μαρτύριο των μαρτύρων της πίστεως. Συνεπώς, το μαρτύριο των δακρύων της μετανοίας θεωρήθηκε ως μία αυθεντική συνέχεια του μαρτυρίου του αίματος για τη συνεχή ομολογία της πίστεως. Βεβαίως, στη συνείδηση της Εκκλησίας ήταν σαφής η υπεροχή του μαρτυρίου του αίματος έναντι του μαρτυρίου των δακρύων της μετανοίας, αλλά η πνευματική ακτινοβολία των ασκητών σε όλες τις μορφές ασκήσεως, παρά τα επί μέρους ζητήματα, ήταν πλέον κατά τα τέλη του Δ'αιώνα καθολική στη ζωή της Εκκλησίας.



2. Ο Μοναχισμός από τις έρημους της Αιγύπτου, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Μεσοποταμίας διαδόθηκε υπό ποικίλες εκφράσεις τόσο στην Ανατολή (Ασία, Πόντος), όσο και στη Δύση (Ιταλία, Γαλλία). Ωστόσο, δεν είχε ακόμη καθορισθή η σχέση του προς το σώμα της Εκκλησίας, γι'αυτό και προέκυψαν δύο αντίρροπες τάσεις. Η μία εξέφραζε την ποιμαντική ευθύνη της τοπικής Εκκλησίας και αξίωνε την οργανικώτερη ένταξη του Μοναχισμού στο τοπικό εκκλησιαστικό σώμα, ενώ η δεύτερη εξέφραζε τις προσωπικές τάσεις ασκητικής πνευματικότητας και διεκδικούσε την υπεροχή ή και την αυτονόμηση της ασκητικής εμπειρίας από τον οργανωμένο βίο της τοπικής Εκκλησίας. Τα όρια της διακρίσεως των δύο αυτών τάσεων ήσαν αδιόρατα, αφού η ασκητική εμπειρία δεν ήταν δυνατόν να αυτονομηθή πλήρως από το τοπικό ή και το ευρύτερο εκκλησιαστικό σώμα χωρίς να εκτραπή σε αιρετικές παρεκκλίσεις, όπως λ.χ. οι Ευσταθιανοί του Δ'αιώνα (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή , Σύνταγμα, ΙΜ, 98 κ. εξ.). Ο Μ. Βασίλειος ανέλαβε να προσδιορίση στους «Όρους κατά πλάτος» και στους «Όρους κατ'επιτομήν » τα πλαίσια των αρμονικών σχέσεων του Μοναχισμού με τις τοπικές Εκκλησίες. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στα πρώιμα Ασκητικά τ ου Μ. Βασιλείου τα όρια διακρίσεως της ασκητικής πνευματικότητας των μοναχών και των απλών πιστών είναι σχεδόν αδιόρατα. Έτσι, ο Μ. Βασίλειος συνέδεσε τον Μοναχισμό με την ευρύτερη πνευματική και κοινωνική μαρτυρία της τοπικής Εκκλησίας, ενώ οι μοναχοί υποχρεώθηκαν να δίδουν τις μοναστικές υποσχέσεις «ενώπιον των προεστώτων των εκκλησιών». Βεβαίως, οι ρυθμίσεις αυτές ήσαν αναγκαίες κυρίως για τα Κοινόβια, τα οποία γειτνίαζαν με τις τοπικές Εκκλησίες, γι αυτό και δεν εφαρμόσθηκαν αμέσως ή πλήρως από τους αναχωρητές των ερήμων της Αιγύπτου, της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Μεσοποταμίας κ.λπ.

Ο Μοναχισμός όμως ήδη από τα μέσα του Δ'αιώνα χρησιμοποίησε την πνευματική του ακτινοβολία στους πιστούς για να επιστρέψη από τις έρημους στον κόσμο ή για να συμβάλη με την αυθεντία του στην αντιμετώπιση των αιρετικών ή των πολεμίων της Εκκλησίας, όπως λ.χ. το τάγμα των Ακοίμητων μοναχών της περιοχής της Κωνσταντινουπόλεως κατά τους Ε'και ΣΤ΄ αιώνες. Πράγματι, η συμβολή των μοναχών της ευρύτερης περιοχής της Κωνσταντινουπόλεως για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας της πίστεως από τις Γ και Δ'Οικουμενικές Συνόδους (431, 451) υπήρξε καθοριστική και καθόρισε εφεξής τον ευρύτερο ρόλο του Μοναχισμού στη ζωή της Εκκλησίας. Υπό την έννοια αυτή, η Δ'Οικουμενική Σύνοδος (451) προσπάθησε να ελέγξη τις τάσεις εκκοσμικεύσεως του μοναχικού βίου, ενώ τόνισε με τον κανόνα 4 της Συνόδου ότι «οι αληθώς και ειλικρινώς τον μονήρη μετιόντες βίον της προσηκούσης αξιούσθωσαν τιμής». Α ντιθέτως, όσοι μοναχοί δεν ακολουθούσαν με συνέπεια τον μοναχικό βίο, αυτοί δημιουργούσαν προβλήματα όχι μόνο στον Μοναχισμό, αλλά και στην Εκκλησία, γι αυτό και αποφασίσθηκε « μηδένα μηδαμού οικοδομείν , μηδέ συνιστάν μοναστήριον ή εύκτήριον οίκον παρά γνώμην του της πόλεως επισκόπου, τους δε καθ'εκάστην πόλιν και χώραν μονάζοντας υποτετάχθαι τω επισκόπω και την ησυχίαν ασπάζεται και προσέχειν μόνη τη νηστεία και τη προσευχή, εν οις τόποις ας πετάξαντο προσκαρτερούντες ».

Οι μοναχοί λοιπόν έπρεπε να παραμένουν συνεχώς στα μοναστήρια τους, να τηρούν αυστηρώς τους κανόνες του ασκητικού βίου και να μην περιφέρονται ασκόπως στις πόλεις, «ει μήποτε άρα επιτραπείεν δια χρείαν αναγκαίαν υπό του της πόλεως επισκόπου». Οι εκτροπές όμως των μοναχών από τις κανονικές αυτές ρυθμίσεις, ιδιαίτερα κατά τη μεταβατική περίοδο των αντιπαραθέσεων για τις αποφάσεις της Δ'Οικουμενικής Συνόδου (451-533), χρησιμοποιήθηκαν ως αφορμή για την αμεσώτερη υπαγωγή ιών μοναστηριών από την εποπτεία των κατά τόπους επισκόπων. Υπήρχαν όμως και άλλοι σοβαροί εκκλησιολογικοί λόγοι, οι όποιοι δεν νομιμοποιούσαν την τάση για την πλήρη αυτονόμηση του μοναχικού βίου από την εξουσία του επιχώριου επισκόπου. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο κανόνας 4 της Δ'Οικουμενικής Συνόδου αποκατέστησε την εκκλησιαστική τάξη με ειδικώτερη αναφορά στους κανόνες της ασκήσεως, «επειδή τινες , τω μοναχικώ κεχρημένοι προσχήματι , τας τε Εκκλησίας και τα πολιτικά διαταράσσουσι πράγματα, περιϊόντες αδιαφόρως εν ταις πόλεσιν , ου μην αλλά και μοναστήρια εαυτοίς συνιστάν επιτηδεύοντες ...» (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή , Σύνταγμα, II , 225-226).

Συνεπώς, η εγκατάλειψη της ερήμου από τους μοναχούς, με την ίδρυση μοναστηριών στον περίγυρο των πόλεων συνεπαγόταν την κίνηση της διαδικασίας για την υποταγή τους στη πνευματική εποπτεία του επιχώριου επισκόπου. Εν τούτοις, ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία αξίωνε την μείζονα εξάρτηση των μοναχών από την κανονική της εξουσία, αντιθέτως οι μοναχοί επέμεναν στην ευρύτερη ανεξαρτησία του μοναχικού βίου τουλάχιστον από τον επιχώριο επίσκοπο, γι αυτό και αναζήτησαν άλλους τρόπους για την αποδυνάμωση των επισκοπικών επεμβάσεων στην ίδρυση ή και στη λειτουργία των μοναστηριών. Πράγματι, η μετά την Δ'Οικουμενική Σύνοδο σταδιακή απόσχιση από την ενότητα της Εκκλησίας των αντιχαλκηδονίων λεγομένων Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών {Κοπτικής, Συροϊακωβικής , Αρμενικής, Αιθιοπικής ) υποστηρίχθηκε κυρίως από τους μοναχούς της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας, γι αυτό και βιώθηκε ως μία δραματική διάσπαση και του Μοναχισμού της Ανατολής. Συγχρόνως όμως διευκόλυνε και τις αυτονομιστικές τάσεις του ορθοδόξου Μοναχισμού, οι οποίες υποστηρίχθηκαν με τις θετικές ή και αυθαίρετες συνήθως παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας, όπως συνάγεται από τη σχετική νομοθεσία του Ιουστινιανού Α' (527-565).

Οι κανόνες 40-49 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του Τρούλλου (691-692) κωδικοποίησαν κατά τρόπο εντυπωσιακό την ευρηματικότητα των μοναστικών παρεκκλίσεων ή καταχρήσεων, οι οποίες είχαν διαπιστωθή στην πράξη από την αυθαίρετη ανάμειξη των μοναχών στα εκκλησιαστικά ή και στα πολιτικά πράγματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Υπό την έννοια αυτή, επιβεβαιώθηκε η αναγκαιότητα της αμεσώτερης πνευματικής εποπτείας της Εκκλησίας στη σημαντική για τον καθ'όλου εκκλησιαστικό βίο λειτουργία της ασκητικής πνευματικότητας, η όποια εκφραζόταν σε κάθε τοπική Εκκλησία από τον επιχώριο Επίσκοπο, όπως όριζαν οι ανωτέρω κανόνες της Δ'Οικουμενικής Συνόδου. Πράγματι, ο κανόνας 42 της Πενθέκτης Συνόδου αποδοκιμάζει ως απαράδεκτη την τάση ορισμένων ερημιτών να εγκαταλείπουν την έρημο και να περιφέρονται στις πόλεις και χαρακτήριζε την τάση αυτή ως « ύβριν » των μοναστικών υποσχέσεων: «Τους λεγομένους ερημίτας , οίτινες μελανειμονούντες και τας κεφαλάς κομώντες περιάγουσι τας πόλεις, μεταξύ ανδρών λαϊκών και γυναικών αναστρεφόμενοι και το οικείον επάγγελμα καθυβρίζοντες , ορίζομεν ει μεν αιρούνται , τας κόμας αποκειράμενοι , το των λοιπών μοναχών αποδέξασθαι σχήμα, τούτους εν μοναστηρίω εγκαθίστασθαι και τοις αδελφοίς εγκαταλέγεσθαι . Ει δε μη τούτο προέλοιντο , παντάπασιν αυτούς των πόλεων απελαύνεσθαι και τας ερήμους οικείν , εξ ων και τας επωνυμίας εαυτοίς ανεπλάσαντο » (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή , Σύνταγμα II , 406).

Συνεπώς οι μοναχοί της Ανατολής έπρεπε να αφιερώνονται στη βίωση του ασκητικού ιδεώδους μόνο μέσα στα κοινοβιακά μοναστήρια ή ως αναχωρητές στις ερημικές περιοχές, ενώ η άσκοπη παραμονή τους στις πόλεις αποδοκιμαζόταν ως μία ξένη προς τους πραγματικούς σκοπούς του μοναχικού βίου τάση. Η αυστηρότητα του κανόνα δεν είναι άσχετη προς τις πολλές καταχρήσεις των περιφερόμενων στις πόλεις μοναχών, οι οποίοι αμφισβητούσαν συνήθως το πνευματικό έργο των κληρικών των ενοριών και προκαλούσαν πνευματική σύγχυση στους πιστούς με τις ποικίλες δραστηριότητές τους. Εν τούτοις, παρά την αποδοκιμασία της Συνόδου, οι τάσεις αυτές συνεχίσθηκαν, αφού οι αγώνες των μοναχών για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας της πίστεως κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (727-843), σε συνδυασμό με την ανοχή η και την υποστήριξη της Εικονομαχίας από την εκκλησιαστική ιεραρχία, ιεροποίησαν την αυτονομία του Μοναχισμού. Κατά τον Θεόδωρο Βαλσάμωνα (τέλη του ΙΒ'αιώνα), οι μοναχοί συνέχιζαν να παρεμβαίνουν στη ζωή των τοπικών Εκκλησιών, άλλοι μεν « τας τριόδους δαιμονιώδεσι διδάγμασι καταβομβούντες , εύχονται δήθεν υπέρ του λαού και μετάνοιαν κηρύσσουσιν », άλλοι δε « λέγουσι καθ'ορισμόν του Θεού εκ της ερήμου εις τας πόλεις ελθείν , εφ'ω προμηνύσαι τινά μέλλοντα και αναιδώς αγαθά τινα τοις απλουστέροις επαγγέλλονται, χάριν κέρδους και εμπορίας» (Γ. Ράλλη -Μ. Ποτλή , Σύνταγμα II , 407).



3. Η διάδοση του Μοναχισμού από την Ανατολή στη Δύση μετέφερε σε αυτήν όχι μόνο την ασκητική πνευματικότητα, αλλά και τα παρεπόμενα προβλήματα για τον εκκλησιαστικό βίο. Στις ευρύτερες περιοχές των μεγάλων πόλεων της Δύσεως (Ρώμη, Μεδιόλανα, Μασσαλία, Καρθαγένη, Αρελάτη κ.λπ.) ιδρύθηκαν αξιόλογα μοναστήρια, στα οποία κατέφυγαν και πολλοί ασκητές από την Ανατολή, είχαν δε ως πρότυπα τους ασκητικούς κανόνες του Μ. Βασιλείου και τα οργανωμένα μοναστήρια της Ανατολής. Η υπαγωγή των μοναστηριών υπό την εποπτεία του επιχωρίου επισκόπου με τους κανόνες 4 και 8 της Δ'Οικουμενικής Συνόδου είχε βεβαίως άμεση αναφορά και στο δυτικό Μοναχισμό, αλλά εφαρμόσθηκε στην πράξη με μεγαλύτερη ελαστικότητα. Ο άγιος Βενέδικτος (480-547), μετά από μία σύντομη εμπειρία του αναχωρητικού βίου, ίδρυσε κοινόβιο στο Μόντε Κασσίνο της Καμπανιάς και συνέταξε Κανόνα για την άσκηση των μοναχών με κριτήρια τους «Όρους» του Μ. Βασιλείου και τις ασκητικές αναζητήσεις του Κασσιανού . Ο Μοναχισμός της Δύσεως ανανεώθηκε με την αθρόα συρροή, ήδη κατά τον Ζ'αιώνα, πολλών μοναχών από την Ανατολή στην Ιταλία, η οποία ενισχύθηκε από τους διωκόμενους μοναχούς της Ανατολής κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (727-843).

Είναι λοιπόν ευνόητο, ότι η ιερότητα των αγώνων των μοναχών της Ανατολής τόσο για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας κατά την μακρά περίοδο της Εικονομαχίας (727-843) όσο και για τη διάδοση της πίστεως στους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης μετά το τέλος της Εικονομαχίας (843) λειτουργούσε όχι μόνο ως ένα επαχθές κριτήριο για την αρνητική αξιολόγηση από το σώμα της Εκκλησίας της α συνέπειας ή και της αδράνειας της ιεραρχίας και του ενοριακού κλήρου, αλλά και ως ένα ισχυρό κίνητρο για αυθαιρεσίες των μοναχών όχι μόνο στις σχέσεις τους με τους επιχωρίους επισκόπους, αλλά και έναντι των καθιερωμένων Κανόνων του μοναστικού βίου. Υπό την έννοια αυτή, η λεγόμενη Πρωτοδευτέρα Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (861) αντιμετώπισε με χαρακτηριστική αυστηρότητα τις αυθαίρετες πράξεις των μοναχών μετά το πέρας της Εικονομαχίας (843), ιδιαίτερα δε την αυθαίρετη εγκατάλειψη των μονών από τους μοναχούς και την άσκοπη περιφορά τους στις πόλεις.

Κατά τον κανόνα 4 της Συνόδου «πολυτρόπως ο πονηρός του μοναχικού σχήματος το σεβάσμιον επονείδιστον θείναι κατηγωνίσατο και πολλήν εύρεν εις τούτο συνδρομήν της προκατασχούσης αιρέσεως τον καιρόν (Εικονομαχίας). Τας γαρ ιδίας μονάς την ανάγκη της αιρέσεως οι μονάζοντες καταλιμπάνοντες , οι μεν εις ετέρας, οι δε εις κοσμικών ανδρών μετέπιπτον καταγώγια. Αλλά γαρ, όπερ αυτούς δι'ευσέβειαν τότε πραττόμενον μακαριστούς απέφαινεν , εις έθος άλογον μεταπεσόν καταγελάστους παρίστησι . Πανταχού γαρ νυν της ευσεβείας εξηπλωμένης και σκανδάλων της Εκκλησίας απηλλαγμένης , έτι τινές των οικείων μοναστηριών αποφοιτώντες και καθάπερ τι ρεύμα δυσκάθεκτον , ώδε κακείσε μεταγγιζόμενοί τε και μεταρρέοντεε , πολλοίς μεν πληρούσι της ακοσμίας τα μοναστήρια, πολλήν δε την αταξίαν εαυτοίς συνεισκωμάζουσι και της υποταγής το σεμνόν διασπώσί τε και καταλυμαίνονται . Αλλά τούτων το άστατον της ορμής και ανυπότακτον η αγία Σύνοδο$ ανακόπτουσα ώρισεν , ίνα, ει τις μοναχός της ιδίας αποδράσας μονής εις έτερον μεταπέση μοναστήριον ή εις κοσμικόν εισκωμάση καταγώγιον αυτός τε και ο τούτον υποδεξάμενος άφωρισμένος είη , έως αν ο αποφυγών επανέλθη εξ ης κακώς εξέπεσε μονής...» (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή , Σύνταγμα II , 658-659).

Η χαλάρωση όμως της εσωτερικής ενότητας και της κανονικής πειθαρχίας του μοναστικού βίου εκφράσθηκε στην Ανατολή από τις αρχές του Θ'αιώνα και με την τάση της εσωτερικής διακρίσεως των μοναχών με ποιοτικά κυρίως κριτήρια σε «μικρόσχημους» και « μεγαλόσχπμους », α φού οι μεν «μικρόσχημοι» ακολουθούσαν ηπιώτερο καθεστώς, οι 6ε «μεγαλόσχημοι» επέλεγαν το αυστηρότερο καθεστώς ασκήσεως. Με τα ίδια κριτήρια και κατά την ίδια εποχή διαμορφώθηκε η τάση νομιμοποιήσεως του λεγομένου ιδιορρύθμου συστήματος στα πλαίσια του καθιερωμένου κοινοβιακού βίου. Οι τάσεις αυτές όχι μόνο περιόριζαν την παλαιότερη επιρροή των μοναχών στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και διευκόλυναν την κανονική επέμβαση της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας για τον αμεσώτερο έλεγχο του μοναχικού βίου. Ο Θεόδωρος Στουδίτης αντέδρασε στις τάσεις χαλαρώσεως της ασκήσεως ή της ενότητας του μοναστικού ιδεώδους «εν γαρ το σχήμα» ( Ρ G 99, 1820) και ανανέωσε την παλαιά αυστηρότητα των κανόνων της κοινοβιακής ασκήσεως στο Τυπικόν της περίφημης μονής του Στουδίου (Ρ G 99, 1703-1720), το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τα μοναστηριακά Τυπικά σε ολόκληρη την Ανατολή.

Συνεπώς, οι συνθήκες οργανώσεως του μοναχικού βίου μετά το τέλος της Εικονομαχίας είχαν πλέον διαφοροποιηθή πλήρως από τις παλαιότερες εποχές. Πράγματι, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας {727-843) οι διωκόμενοι εικονόφιλοι μοναχοί κατέφευγαν σε έρημες ή δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές και ίδρυαν μεγάλα μοναστικά κέντρα για την απρόσκοπτη συνέχιση τόσο των αγώνων κατά των εικονομάχων, όσο και των ποικίλων μορφών της ασκητικής εμπειρίας (Όλυμπος Βιθυνίας, Λάτρος , ’θως, Μετέωρα κ.λπ.). Σε ένα Όρος δηλαδή συνωστίζοντο όλες οι παραδοσιακές εκφράσεις της ασκητικής παραδόσεως (Κοινόβια, Λαύρες, Σκήτες, Κελλία , Σπήλαια, Ερημίτες, Στυλίτες, κ.λπ.), οι δε ασκητές προήρχοντο συνήθως από πολλές εθνότητες ή επαρχίες της Ανατολής, ώστε να είναι αδύνατη πλέον η υπαγωγή των μεγάλων αυτών μοναστικών κέντρων υπό μόνη την κανονική εποπτεία του επιχώριου επισκόπου.



4. Οι νέες τάσεις του Μοναχισμού κατά το τέλος της Εικονομαχίας (843) εκφράσθηκαν με την οργάνωση μεγάλων μοναστικών κέντρων και την ελεύθερη άσκηση σε αυτά όλων των μορφών του μοναχικού βίου. Ωστόσο, όπως οι μοναχοί έτειναν να αυτονομηθούν από τις μονές της μετανοίας τους για να κινούνται ελεύθερα στις πόλεις, έτσι και τα μεγάλα μοναστικά κέντρα επιδείκνυαν ευνόητη απροθυμία να αναγνωρίσουν την κανονική εποπτεία του επιχώριου επισκόπου. Τα ζητήματα αυτά απασχόλησαν έντονα την Εκκλησία της Ανατολής μετά τα μέσα του Θ'αιώνα , οι δε λύσεις αναζητήθηκαν κυρίως μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου πατριαρχικού συστήματος της εκκλησιαστικής διοικήσεως. Τα μεγάλα μοναστικά κέντρα πράγματι διεκδίκησαν και τελικώς έλαβαν την αυτονομία τους από τον επιχώριο επίσκοπο, αλλά δεν μπορούσαν να αρνηθούν και την πνευματική εποπτεία του οικείου πατριάρχη (Πατριαρχικά σταυροπήγια). ’λλωστε, ήταν κοινή συνείδηση των μοναχών ότι η απώτερη εκκλησιαστική αυθεντία του πατριάρχη ήταν χαλαρότερη και κατά συνέπεια προτιμότερη από την εγγύτερη και κατά συνέπεια πιεστικότερη αυθεντία του επιχώριου επισκόπου. Πλήρης αυτονομία των μοναστικών κέντρων από κάθε εκκλησιαστική εποπτεία ήταν εκκλησιολογικώς αδιανόητη και κανονικώς αδύνατη.

Υπό το πνεύμα αυτό οργανώθηκαν λ.χ. όλες οι κοινοβιακές μονές της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους, η όποια, καίτοι ήταν « αυτοδέσποτος και αυτεξούσιος», έπρεπε να υπόκειται στην πνευματική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Το ’ γιον Όρος αναδείχθηκε πράγματι σε ένα υπερεθνικό και πανορθόδοξο κέντρο Μοναχισμού, στο οποίο συνέρρεαν ασκητές από όλους τους ορθόδοξους λαούς Έλληνες, Ίβηρες, Αρμένιοι, Ρώσοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι κ.α.), αφού λειτουργούσε ως μία έκφραση της υπερβάσεως όλων των εθνικών διακρίσεων μέσα από την πνευματική εμπειρία της ασκήσεως. Οι ίδιες τάσεις μεταφέρθηκαν από τη βυζαντινή Ιεραποστολή και στους νέους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής, όπως λ.χ. στη Ρωσία ( Πετσέρσκαγια Λαύρα, Ζαγκόρσκ ), στη Βουλγαρία (Μονή Ρίλας ) κ.λπ. Υπό την έννοια αυτή, ο Μοναχισμός της Ανατολής, υπό την έντονη και συνδυασμένη πίεση της Εκκλησίας και της Πολιτείας, έτεινε να απομακρυνθή από τον κόσμο και να ιδρύη μεγάλα μοναστικά κέντρα σε έρημες ή και δυσπρόσιτες περιοχές για να αφιερωθή πλήρως στο παραδοσιακό ιδεώδες της ασκήσεως.

Ο Μοναχισμός λοιπόν των νεοσύστατων Εκκλησιών των ορθοδόξων Σλαβικών λαών διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα του αγιορείτικου Μοναχισμού, από τον οποίο τροφοδοτήθηκαν πνευματικά σε όλες τις εποχές. Η περιστασιακή χαλάρωση της ασκητικής αυστηρότητας των υστεροβυζαντινών χρόνων θεραπεύθηκε με την ανανεωτική πνοή της ησυχαστικής παραδόσεως κατά τον ΙΔ'αιώνα, η όποια έδωσε τη δύναμη στον Μοναχισμό να ανταποκριθή κατά τους χαλεπούς καιρούς της τουρκοκρατίας στην ευρύτητα της νέας του αποστολής. Βεβαίως, στη Ρωσία εκδηλώθηκε και μία ιδιότυπη ασκητική ευαισθησία υπό τη μορφή του ερημιτικού αναχωρητισμού, ιδιαίτερα μετά τη βαθύτατη κρίση του ρώσικου μοναχισμού κατά την περίοδο της μογγολικής κυριαρχίας (13 ος -15 ος αιώνας), αλλά η μεγάλη πνευματική μορφή του αγίου Σεργίου του Ραντονέζ και η ίδρυση του μεγάλου μοναστικού κέντρου στο Ζαγκόρσκ (14 ος αιώνας) εκφράζει τις υγιείς αναζητήσεις για την υπέρβαση της κρίσεως του κοινοβιακού συστήματος στη Ρωσία. Φωτεινό πρότυπο για την ανανέωση του μοναχικού βίου παρέμεινε πάντοτε η αδιάκοπη συνέχεια της μακραίωνης ασκητικής παραδόσεως του Αγίου Όρους.

Ωστόσο, ο εμπνευσμένος από τις ιδέες του αγιορείτη αγίου Μαξίμου του Γραικού ιδιότυπου αναχωρητισμού των Ζαβολγείων ασκητών στα πέραν του Βόλγα ακατοίκητα δάση {Νείλος Σόρσκυ κ.λπ.) υποδηλώνει τις εγγενείς δυσχέρειες για την ανανέωση του πνευματικού βίου των ασκητών στα πλαίσια ενός τυπολατρικού κοινοβιακού συστήματος. Έτσι, το οξύτατο ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας (16ος -17 ος αιώνας) οξύνθηκε κυρίως από την πλουτομανία των μεγάλων κοινοβιακών μοναστικών κέντρων της Ρωσίας, ειδικώτερα δε των Ιωσηφιτών της μονής Βολοκολάμσκυ , ενώ οι Ζαβόγλειοι αναχωρητές υποστήριζαν το ιδεώδες της πλήρους ακτημοσύνης των μοναχών και των μοναστηριών. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο ορθόδοξος Μοναχισμός ανέλαβε μία ευρύτερη κοινωνική και εθνική αποστολή έναντι των υποδούλων ορθοδόξων λαών, τα δε μοναστήρια αναδείχθηκαν σε σπουδαία πνευματικά κέντρα για την εθνική, τη θρησκευτική και την πνευματική επιβίωση των λαών.

Εν τούτοις, μετά την απελευθέρωση των ορθοδόξων λαών από τον τουρκικό ζυγό η εκκοσμικευμένη κρατική εξουσία, η οποία επηρέασε την εχθρική πολιτική του Μ. Πέτρου και των διαδόχων του στη Ρωσία, επηρέασε την πολιτική της κρατικής εξουσίας και των νεοσύστατων ορθοδόξων κρατών τόσο με την απαλλοτρίωση ή και τη δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας, όσο και με την αποθάρρυνση της προσελεύσεως των νέων στον Μοναχισμό. Οι τάσεις αυτές, οι όποιες κυριάρχησαν κατά τον ΙΘ'αιώνα σε όλους σχεδόν τους ορθόδοξους λαούς της Βαλκανικής (Ρουμάνους, Σέρβους, Βούλγαρους), έπληξαν καίρια τον Μοναχισμό και στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος τόσο με την κατάργηση πολλών Ι. Μονών και τη δήμευση των περιουσιών τους, όσο και με την εχθρική αντιμετώπιση των ασκητικών τάσεων από την κρατική εξουσία, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της βαυαροκρατίας.



5. Η υποταγή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην αυθαίρετη βούληση της « νομοκρατούσας Πολιτείας» συμπαρέσυρε και τον Μοναχισμό σε μεγάλη παρακμή, η όποια διευκόλυνε τις γνωστές αυθαίρετες ή συμβατικές απαλλοτριώσεις της μοναστικής περιουσίας. Ωστόσο, το Σύνταγμα του 1975 δημιούργησε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, το οποίο εκφράζεται και στο νέο πνεύμα του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (νόμος 590/1977). Το νέο αυτό πνεύμα αποτυπώθηκε στις διατάξεις του άρθρου 39 «Περί των Ιερών Μονών» και αποτελεί το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ανανέωση του μοναχικού βίου, το οποίο αξιοποίησε τα καθιερωμένα κανονικά κριτήρια για την αποκατάσταση της εσωτερικής αυτοτέλειας των μοναστηριών. Ειδικώτερα όμως η κατάργηση της προηγουμένης πράξεως του διορισμού του Ηγουμένου και του Ηγουμενοσυμβουλίου από τον επιχώριο επίσκοπο, η ανάθεση της εκλογής του από τους εγκαταβιούντας στην Ι. Μονή μοναχούς, αν αυτοί είναι τουλάχιστον πέντε (5), και η κατοχύρωση της ισοβιότητας του αιρετού Ηγουμένου αποκατέστησαν τη θεσμική ανεξαρτησία της εσωτερικής οργανώσεως, διοικήσεως και λειτουργίας των μοναστηριών, συμφώνως προς τους Ι. κανόνες και τους μοναστικούς θεσμούς (άρθρο 39, παρ. 5). Ήταν κοινή η διαπίστωση ότι χωρίς αιρετό και ισόβιο Ηγούμενο, ή μάλλον με διοριζόμενο από τον επιχώριο επίσκοπο ηγούμενο, θα ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε μορφή κατοχυρώσεως της εσωτερικής αυτοτέλειας των μοναστηριών.

Υπό το πνεύμα αυτό διατυπώθηκαν όλες οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 39, από τις οποίες σημαντικώτερες είναι οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 6: «1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα δια την άσκησιν των εν αύτη εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελλίας και τους περί μοναχικού βίου Ιερούς κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας... 4. Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και τα της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου, συμφώνως προς τους ιερούς κανόνας τας μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του κράτους, δι εσωτερικού Κανονισμού, δημοσιευομένου δια του Δελτίου «Εκκλησία»... 6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους Ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν ...» (άρθρο 39, παρ. 1, 4, 6). Έτσι, οι συνήθεις σκόπιμες παρερμηνείες και από τις δύο πλευρές του κρίσιμου όρου «πνευματική εποπτεία» για τις σχέσεις του επιχωρίου επισκόπου με τα μοναστήρια και αντιστρόφως κατέστησαν αναγκαία την εξαντλητικήν περιγραφή στο άρθρο 39 παρ. 6 του περιεχομένου του συγκεκριμένου όρου, ο οποίος καλύπτει μόνο τα ρητώς αναγραφόμενα κανονικά δικαιώματα του επιχωρίου επισκόπου, ήτοι: «δια την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις ιεραις ακολουθίαις , την χειροθεσίαν του ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν δια την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής».

Είναι λοιπόν προφανές ότι ο όρος «πνευματική εποπτεία» περιορίζει την ευχέρεια παρεμβάσεων του επιχωρίου επισκόπου στην εσωτερική λειτουργία της Μονής μόνο σε περιπτώσεις επιβεβαιωμένων αντικανονικών πράξεων των μοναχών ή παρεκκλίσεων ως προς τη νομιμότητα της οικονομικής διαχειρίσεως της περιουσίας της Μονής. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του επιχωρίου επισκόπου τόσο για αντικανονικές πράξεις, όσο και για διαχειριστικές ανωμαλίες δεν μπορούν να αιτιολογηθούν, αν δεν συνεπάγονται παραπομπή των υπευθύνων μοναχών στα αρμόδια όργανα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης. Η συνήθης τάση ορισμένων επιχωρίων επισκόπων να ερμηνεύουν τον όρο «πνευματική εποπτεία» υπό την έννοια της «εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας», η όποια ασκείται στις ενορίες, είναι καταχρηστική, αφού παραθεωρεί την κανονική παράδοση για την εσωτερική αυτοτέλεια του μοναχικού βίου. Καταχρηστική είναι επίσης και η συνήθης υποστήριξη της ερμηνείας αυτής με άσχετη προς το ζήτημα εκκλησιολογική αρχή για τη σχέση επισκόπου και τοπικής Εκκλησίας, όπως αύτη προβάλλεται στην πατερική παράδοση, αφού τα μοναστήρια δεν είναι ενορίες. ’λλωστε, η όλη εσωτερική πνευματική ζωή των μοναχών της Μονής αποτελεί, κατά τους ιερούς κανόνες, την κυρία αποστολή του ηγουμένου της Μονής και όχι βεβαίως του επιχωρίου επισκόπου.

Συνεπώς, ο Μοναχισμός, παρά την εναντίον του θεωρητική αμφισβήτηση ή ιδεολογική προκατάληψη κατά τους νεώτερους χρόνους, διατήρησε άρρηκτους τους πνευματικούς δεσμούς του με όλους τους λαούς, τους οποίους υπηρέτησε σε όλες τις εποχές με εξαιρετικό ζήλο και μοναδική αυταπάρνηση. Πράγματι, ο Μοναχισμός συνειδητοποίησε πλέον μέσα από τις δραματικές ιστορικές του περιπέτειες, ότι μόνο η ισορροπία μεταξύ της ασκητικής ησυχίας και της κοινωνικής μαρτυρίας του πλουτίζει κατά τρόπο αυθεντικό τον πνευματικό βίο των πιστών και συνδέεται οργανικά με την πνευματική αποστολή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Ο Μοναχισμός έχει λοιπόν όλες τις προϋποθέσεις να ανανεωθή και να προσφέρη την πνευματική του συμβολή για την εκτόνωση των οποιωνδήποτε ιεροκρατικών πειρασμών της εκκλησιαστικής ιεραρχίας ή και των εκκοσμικευμένων αγκυλώσεων του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος. Οι μοναστικές υποσχέσεις εμπεριέχουν όχι μόνο την καθιερωμένη ασκητική ερμηνεία της σχέσεως ανθρώπου και κόσμου, αλλά και τον αισιόδοξο εσχατολογικό δυναμισμό της ελπίδας για την υπέρβαση των πνευματικών, των θρησκευτικών, των εθνικιστικών και των κοινωνικών διασπάσεων του σύγχρονου κόσμου.




Του κ. ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο αναλλοίωτος Ορθόδοξος Μοναχισμός ελπίδα σωτηρίας στην Ανατολή της 3ης χιλιετηρίδας, εκδ. Ιεράς Συνόδου, Αθήνα, 2003, σελ. 148-160.










Viewing all articles
Browse latest Browse all 8981

Trending Articles