Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Έλαβε σπουδαία φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Νέος υπήρξε πρωτασηκρήτης, δηλαδή αρχιγραμματέας, του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Oι αυλικές τιμές δεν τον δελέασαν διόλου.
Δεν αργεί, μετά τετραετία, να καρεί μοναχός στη μονή της Θεοτόκου-Χρυσουπόλεως. Μετά μία δωδεκαετία νήψεως, καθάρσεως, ασκήσεως, προσευχής και μελέτης αναχωρεί με τον πιστό του μαθητή Αναστάσιο για τη μονή του Αγίου Γεωργίου-Κυζίκου. Εκεί αρχίζει τη συγγραφή των θεόπνευστων, θεοκίνητων και θεοφώτιστων έργων του.
Πολεμικές επιχειρήσεις της εποχής τον αναγκάζουν να μετακινείται σε διάφορους τόπους: Κρήτη, Κύπρο, Καρχηδόνα, Ρώμη. Για την ακέραια πίστη του και τη σθεναρή υποστήριξη των δύο φύσεων του Κυρίου διώκεται κι εξορίζεται στη Βιζύη της Θράκης. Κατά τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 662 καταδικάζεται ο γνήσιος ομολογητής της ορθοδόξου πίστεως ως αιρετικός. Οι παρασυρμένοι εχθροί της αλήθειας του κόβουν τη γλώσσα και το χέρι, για να μη μίλα και γράφει άλλο και τους ελέγχει. Τελείωσε τον ένθεο και οσιομαρτυρικό βίο του φυλακισμένος σ’ ένα φρούριο της Αλανίας του μακρινού Καυκάσου. Στο συναξάρι του αναφέρεται ότι στον τάφο του κάθε νύχτα άναβαν από μόνοι τους τρεις πυρσοί, σύμβολο της Αγίας Τριάδος, κι επιβραβεύσεως της ομολογίας του γενναίου αθλητού του πνεύματος. Η χαριτόβρυτη τίμια δεξιά του φυλάγεται στην αθωνική μονή του Αγίου Παύλου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου μετά των άλλων μεγάλων εορταζομένων άγιων αυτού του μηνός, παρότι έκοιμήθη στις 13 Αυγούστου, όπου τιμάται η ανακομιδή των τίμιων λειψάνων του.
Ο μέγας όσιος υπήρξε ο κύριος μαχητής της κακοδόξου αιρέσεως του μονοφυσιτισμού ή μονοθελητισμού. Δεν αγωνίσθηκε μ’ εμπάθεια, ταραχή, φθόνο και κακία, άλλα υπερασπιζόμενος μ’ επιμονή, υπομονή κι επιμέλεια τήν αλήθεια. Κτύπησε το ψέμα, θέλησε να εξολοθρεύσει την κακοδοξία, μίσησε την αμαρτία και όχι τον αμαρτωλό. Ο άγιος Μάξιμος συνεχώς στα έργα του τονίζει ότι δίχως την αγάπη η σωτηρία είναι λίαν προβληματική. Οδηγεί τους αναγνώστες του με πολύ ωραίο τρόπο να κατανοήσουν ότι πλασθήκαμε όλοι από την άπειρη αγάπη του Θεού και είμεθα υποχρεωμένοι ως μαθητές του να τον αγαπάμε ολόκαρδα, ολόψυχα και ολόθερμα, καθώς και τον κάθε συνάνθρωπο, πλησίον και αδελφό μας. η φιλοθεΐα είναι πάντοτε συνυφασμένη με τη φιλανθρωπία, τη φιλαδελφία, τη φιλοτεχνία, τη φιλοπτωχία και φιλαλληλία.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον θείο Μάξιμο με ιδιαίτερο θαυμασμό τον ονομάζει «θεοπρεπές της φιλοσοφίας ενδιαίτημα», «βάσιν των δογμάτων», «σάλπιγγα της σοφίας» και «μαρτύρων ακρότητα». Ο Μέγας Φώτιος λέγει πώς αν «κανεις αγάπα ν’ ανυψώνει το νου του με πνευματικές εξηγήσεις και θεωρίες, δεν μπορεί να πετύχει πιο ποικίλες και πιο μελετημένες από αυτές». Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει πως στα μαξίμεια κεφάλαια «φιλοσοφείται η εργασία και η γνώσις της ιεράς και θεοποιού αγάπης, η άπταιστος ορθότης της υψηλής θεολογίας κρατύνεται, αναδεικνύεται επιστημόνως η πρακτική θεωρία των θεοειδών αρετών και στηλιτεύεται η βδελυκτή συμμορία των αντιθέτων προς τας αρετάς παθών και κακιών». Ο μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης προλογίζοντας τα 400 κεφάλαια περί αγάπης του εν αγίοις πατρός ημών Μαξίμου του Ομολογητή, έγραφε:
«Η καθαρά του ψυχή, ελλαμπομένη υπό των άκτιστων ενεργειών του Αγίου Πνεύματος και ζώσα εν Χριστώ, ανεκάλυψε την αγάπην του Θεού προς την κτίσιν και της κτίσεως προς τον Θεόν, αλλά με τόσην ενάργειαν, ώστε να διάγνωσει, ότι η δεσπόζουσα σχέσις των είναι ο «εκστατικός έρως» του Θεού, ελκομένου προς τα όντα και των όντων ελκομένων υπό του Θεού! Θα ηδύνατο δε να υποστηριχθεί ότι η βαθύτατη αύτη εμπειρία αποτελεί και το κέντρο του όλου θεολογικού «συστήματος» του μεγαλώνυμου θείου Μαξίμου».
Η σχέση μας με τον Θεό, υποστηρίζει ο άγιος Μάξιμος, είναι σχέση αγάπης. Φθάνει να πει: «Ως φυσικώς ελκτικός ο Θεός, κινεί προς τον εαυτόν του την έφεσιν των όντων που κινούνται προς τον Θεόν. Έτσι λοιπόν, ο Θεός και κινεί και κινείται επειδή διψά να τον διψούν αγαπά να αγαπάται και έρως του είναι να τον ερωτεύονται».Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, βιώνοντας την ίδια θεία εμπειρία, έγραφε: «Ο θείος έρως είναι και εκστατικός επειδή δεν αφήνει τους εραστάς να ανήκουν εις τον εαυτόν των, αλλά εις τους ερωμένους».
Ο άγιος Μάξιμος τονίζει ξεκάθαρα πως αν δεν γίνει πρώτα η κάθαρση του νου και του λογιστικού, θυμικού και επιθυμητικού της ψυχής, δια της τηρήσεως των θείων εντολών, ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αγαπήσει τέλεια τον Θεό, να βιώνει θεωρίες και να θεολογεί. Δίχως τη μεταποίηση των παθών σε αρετές και την οικείωση των ένθεων αρετών ο αγωνιστής κινδυνεύει να παρασυρθεί σε πλάνες. Η εμπειρία του Αγίου Όρους μάλιστα, σοφά και απλά, διδάσκει πως το να πλανεθείς είναι εύκολο, αλλά το να ξεπλανεθείς αρκετό δύσκολο! Η ομολογία θέλει φώτιση, σύνεση, διάκριση, σεμνότητα, σοβαρότητα, υπευθυνότητα, γνώση, θάρρος και μεγάλη προσοχή.
Ο θείος Μάξιμος, τον οποίο αν μπορούμε να πούμε κι εμείς ευγνωμονούμε για τη μέγιστη προσφορά του έργου του, είναι ένας άριστος θεωρητικός πατήρ της Εκκλησίας μας και μας εισαγάγει σταδιακά στον θείο έρωτα, ως λίαν ερωτευμένος ο ίδιος του Πανάγαθου Θεού. Πάσχων τα θεία μας παρακινεί και λέγει: «Μακάριος ο νους που ξεπέρασε όλα τα όντα και κατατρυφά αδιαλείπτως της θείας ωραιότητος». Είναι κρίμα το σημερινό κήρυγμα της Εκκλησίας να μην παρουσιάζει τον πλούτο της μυστικής θεολογίας και να μένει σ’ ένα κοινωνικό σχόλιο της παρερχόμενης και φθηνής επικαιρότητος. Να μη μας πλοηγεί στον ουρανό, να μη μας προσανατολίζει στην άκτιστη θεία χάρη, στην άπειρη αγάπη του Θεού Πατέρα. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής είναι ο στοργικός διδάσκαλος της αληθινής αγάπης. Λέγει χαρακτηριστικά: «Ο αγαπών τον Θεόν, δεν δύναται να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπον ως εαυτόν, έστω και αν ακόμη ο αγαπώμενος ενεργείται από τα πάθη, όπως συμβαίνει και με τους μη ακόμη καθαρούς. Γι’ αυτό βλέποντας τον αδελφό του να βελτιώνεται χαίρεται αμέτρητα και ανέκφραστα…».