Αυτό ίσως να μην το αγνοεί κανείς. Είναι δε φυσικό μερικοί να αναζητούμε, αν είναι δυνατόν, κάποια μέθοδο και εκπαίδευση, η οποία θα μας χειραγωγεί για να επιτύχουμε τη θέα του Θεού. Τα μεν ιερά βιβλία είναι γεμάτα από αυτή τη διδασκαλία, πολλοί δε από τους αγίους προτείνουν τον βίο τους σαν οδηγητικό φως σ’ αυτούς που πορεύονται προς τον Θεό (Δευτερ. 11,22. 13, 5. 28, 9. 30,16).
Βέβαια τις υποδείξεις για την επιτυχία του συγκεκριμένου σκοπού είναι εύκολο στον καθένα να τις συγκεντρώσει και μάλιστα άφθονες από τη θεόπνευστη Αγία Γραφή, τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Γιατί πολλά μεν από τους Προφήτες και τον Νόμο, πολλά δε από τις ευαγγελικές και τις αποστολικές παραδόσεις προσφέρονται, για να πάρει άφθονα. Όσα δε και εγώ μπόρεσα να σκεφθώ μελετώντας τα θεία λόγια είναι αυτά που εκθέτω στη συνέχεια.
Βέβαια τις υποδείξεις για την επιτυχία του συγκεκριμένου σκοπού είναι εύκολο στον καθένα να τις συγκεντρώσει και μάλιστα άφθονες από τη θεόπνευστη Αγία Γραφή, τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Γιατί πολλά μεν από τους Προφήτες και τον Νόμο, πολλά δε από τις ευαγγελικές και τις αποστολικές παραδόσεις προσφέρονται, για να πάρει άφθονα. Όσα δε και εγώ μπόρεσα να σκεφθώ μελετώντας τα θεία λόγια είναι αυτά που εκθέτω στη συνέχεια.
Ο άνθρωπος, αυτό το λογικό και σκεπτόμενο ζώο, είναι έργο και εικόνα της θείας και καθαρής φύσεως, γιατί έτσι αναφέρεται περί αυτού στη σχετική με τη δημιουργία του κόσμου διήγηση: «κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν» (Γεν. 1,27). Αυτό λοιπόν το ζώο, ο άνθρωπος, δεν είχε στη φύση του ούτε ήταν έμφυτα μέσα του από την αρχή το πάθος και η θνητότητα. Γιατί δεν ήταν δυνατόν να σταθεί η διδασκαλία περί της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο, στην περίπτωση που το κάλλος της εικόνας θα διέφερε από το κάλλος του αρχετύπου. Ο άνθρωπος έγινε εκ των υστέρων παθητός, μετά την αρχική δημιουργία. Εισχώρησε δε το πάθος στην ανθρώπινη ζωή ως εξής· ο άνθρωπος πλάσθηκε, όπως είπαμε, κατ’ εικόνα Θεού και με προοπτική να εξομοιωθεί με τον Θεό.
Γι’ αυτό και με την ελευθερία της προαίρεσης ομοίαζε με τον εξουσιαστή των πάντων. Δεν ήταν υποδουλωμένος σε καμιά εξωτερική ανάγκη, αλλά ρύθμιζε τη ζωή του σύμφωνα με τη θέλησή του και κατά την κρίση του, αφού είχε την δυνατότητα να εκλέγει αυτό που του άρεσε. Αυτή δε τη συμφορά, στην οποία έχει περιπέσει το ανθρώπινο γένος, αυτός την προκάλεσε θεληματικά, αφού παρασύρθηκε από την απατηλή συμβουλή. Έτσι έγινε ο ίδιος εφευρέτης του κακού, και δεν το βρήκε δημιουργημένο από τον Θεό· γιατί «ο Θεός δεν εδημιούργησε τον θάνατον» (Σοφ. Σολ. 1,13), αλλά κτίστης και δημιουργός του κακού έγινε κατά κάποιον τρόπον ο άνθρωπος.
Το ηλιακό φως μπορούν να το απολαμβάνουν όλοι, όσοι έχουν ενεργό την αίσθηση της όρασης. Μπορεί όμως κανείς, αν θελήσει, κλείνοντας τους οφθαλμούς να μην αντιλαμβάνεται το φως, όχι γιατί ο ήλιος μετακινείται σε άλλο σημείο και έτσι να προκαλεί για εκείνον το σκοτάδι, αλλά γιατί ο άνθρωπος με το κλείσιμο των βλεφάρων, σηκώνει έναν τοίχο ανάμεσα στον οφθαλμό και στη φωτεινή ακτίνα. Επειδή δηλαδή με το κλείσιμο των ματιών είναι αδύνατο να λειτουργήσει η όραση, είναι αναπόφευκτο η αδράνεια της όρασης να θέτει σε ενέργεια το σκότος, το οποίο θεληματικά διά της αορασίας δημιουργείται μέσα στον άνθρωπο.
Ή όπως, όταν κατασκευάζει κάποιος το σπίτι του, δεν αφήσει κανένα παράθυρο, για να εισέρχεται το φως στο εσωτερικό του, αναγκαστικά θα ζήσει μέσα στο σκότος, αφού θεληματικά έκλεισε την είσοδο στο φως. Το ίδιο συνέβη και με τον πρωτόπλαστο άνθρωπο, ή μάλλον με τον δημιουργό του κακού μέσα στον άνθρωπο. Είχε μεν το καλό και αγαθό κατά τη φύση στη διάθεσή του να απλώνεται γύρω του, θεληματικά όμως άνοιξε νέον αφύσικο δρόμο κατά του εαυτού του, αποκτώντας με την εκλογή του την εμπειρία του κακού, αφού αποστράφηκε την αρετή. Δεν υπάρχει κανένα κακό μεταξύ των κτισμάτων, που να είναι έμφυτο, ακούσιο και απροαίρετο και να έχει δική του υπόσταση.
Γιατί «κάθε δημιούργημα του Θεού είναι καλό και κανένα δεν είναι απορρίψιμο» (Α’ Τιμ. 4,4), και «όλα όσα εδημιούργησε ο Θεός είναι πολύ καλά» (Γεν. 1, 31). Επειδή όμως, με τον τρόπο που είπαμε, εισχώρησε στη ζωή των ανθρώπων το μικρόβιο και η συνήθεια της αμαρτίας, η κακία από μικρή πηγή ξεχύθηκε στο άπειρο μέσα στον άνθρωπο. Εκείνο το θεϊκό κάλλος της ψυχής, που ήταν απομίμηση του αρχέτυπου, σαν το σίδηρο σκούριασε και μαύρισε από το δηλητήριο της κακίας, γιατί δεν διατηρούσε πια τη χάρη της συγγενικής σ’ αυτόν και εκ φύσεως εικόνας, αλλά μεταμορφώθηκε, παίρνοντας την ασχήμια της αμαρτίας.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτό το μεγάλο και αξιόλογο δημιούργημα, όπως αποκαλείται από τη Γραφή, αφού εξέπεσε από τη δόξα του, έπαθε αυτό που παθαίνουν όσοι γλιστρούν και πέφτουν στο βόρβορο. Το πρόσωπό τους καλύπτεται με τη λάσπη και γίνονται αγνώριστοι ακόμη και σ’ αυτούς τους οικείους τους· έτσι και αυτός, όταν έπεσε στο βόρβορο της αμαρτίας, απέβαλε μεν το να είναι εικόνα του άφθαρτου Θεού, φόρεσε δε τη φθαρτή και χοϊκή εικόνα, την οποία η θεόπνευστη διδασκαλία μάς συμβουλεύει να αποβάλουμε (Ιακ. 1.21. Εφεσ. 4,22), χρησιμοποιώντας σαν άλλο νερό καθαρισμού την καθαρότητα του τρόπου της ζωής, ώστε να αποκαλυφθεί και πάλι το κάλλος της ψυχής, αφού αφαιρεθεί το χοϊκό κάλυμμα.
Αφαίρεση δε του ξένου είναι η επάνοδος στη φυσική και ιδιαίτερη γι’ αυτόν κατάσταση, κάτι που δεν κατορθώνεται με άλλον τρόπο, παρά μόνο αν γίνει και πάλι τέτοιος, όπως αρχικά δημιουργήθηκε. Γιατί η εξομοίωση με τον Θεό δεν είναι δικό μας έργο ούτε κατόρθωμα της ανθρώπινης δύναμης. Είναι δώρο της γενναιοδωρίας του Θεού, ο οποίος ευθύς αμέσως μόλις δημιούργησε τον άνθρωπο του χάρισε την ομοιότητα προς αυτόν.
Η δε ανθρώπινη προσπάθεια, τόσο μόνο συμβάλλει, όσο, για να καθαρίσει το ρύπο της κακίας, που εκ των υστέρων δημιούργησε για τον εαυτό του ο άνθρωπος και να αποκαλύψει το κρυμμένο στην ψυχή κάλλος. Αυτή την αλήθεια νομίζω ότι και ο Κύριος διδάσκει στο Ευαγγέλιο, όταν, σ’ αυτούς που μπορούν να ακούουν τη σοφία ομιλεί συμβολικά, λέγει ότι «η βασιλεία του Θεού βρίσκεται στο εσωτερικό σας» (Λουκ. 17,21), Νομίζω δε ότι ο λόγος του Κυρίου φανερώνει με αυτό, ότι το αγαθό του Θεού δεν απέχει από τον άνθρωπο, ούτε έχει αποτραβηχθεί κάπου μακριά από αυτούς, οι οποίοι θέλουν να το αναζητούν, αλλά πάντοτε παραμένει μέσα στον καθένα, αγνοούμενο μεν και ξεχασμένο, όταν καταπλακώνεται από τις βιοτικές μέριμνες και απολαύσεις, και που ξαναβρίσκεται όμως, όταν ξαναφέρουμε τον νου μας σ’ αυτό.
Αν πρέπει και με άλλα λόγια του Κυρίου να επιβεβαιώσω τον λόγο αυτό, νομίζω ότι αυτό μας τονίζει με την αναζήτηση της χαμένης δραχμής (Λουκ. 15, 8). Δηλαδή λέγει ότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τις άλλες αρετές, τις οποίες η παραβολή ονομάζει δραχμές, ακόμη και αν συμβεί να υπάρχουν όλες, αλλά απουσιάζει εκείνη η μία από την ψυχή, η οποία την στερείται. Γι’ αυτό κατά πρώτον μεν προστάζει να ανάπτουμε λυχνάρι, με το οποίο ασφαλώς υπονοεί τον λόγο του Θεού που φωτίζει τα σκοτεινά (Α’Κορ.4, 5). Έπειτα δε η αναζήτηση της χαμένης δραχμής να γίνεται στο δικό σου σπίτι, δηλαδή μέσα σου. Και με την αναζητούμενη δραχμή υπαινίσσεται οπωσδήποτε τη βασιλική εικόνα, που δεν χάθηκε τελείως, αλλά καλύφθηκε κάτω από την κόπρο.
Νομίζω δε ότι ως κόπρο πρέπει να εννοούμε τη σαρκική βρωμιά, η οποία όταν σαρωθεί και καθαρισθεί καλά με μια ζωή προσεκτική και φροντισμένη, αποκαλύπτει το ζητούμενο. Γι’ αυτό δικαιολογημένα χαίρεται και η ίδια η ψυχή που τη βρήκε και προσκαλεί να μετάσχουν στη χαρά τις γειτόνισσες. Γιατί πραγματικά όλες οι έμφυτες δυνάμεις της ψυχής, τις οποίες τώρα αποκαλεί γείτονες, όταν ανακαλυφθεί και λάμψει αυτή η μεγαλοπρεπής εικόνα του βασιλιά, την οποία εξ αρχής χάραξε μέσα μας σαν τη δραχμή της παραβολής «ο πλάστης της καθεμιάς ανθρώπινης καρδιάς χωριστά» (Ψαλμ. 32,15), τότε θα επανέλθουν σ’ εκείνη τη θεϊκή χαρά και ευφροσύνη, αποθαυμάζοντας το ανέκφραστο και απερίγραπτο κάλλος που ξαναβρήκαν. Γιατί λέγει: «Χαρήτε μαζί μου και σεις, γιατί βρήκα τη δραχμή που έχασα» (Λουκ. 15,9).
Οι δε γειτόνισσες, δηλαδή οι σύνοικες και έμφυτες δυνάμεις της ψυχής, που χαίρονται για την ανεύρεση της θεϊκής δραχμής, είναι το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές, το οποίο προκαλεί εσωτερικά τη διάθεση της λύπης ή της οργής, και όποιες άλλες δυνάμεις υπάρχουν και εμφανίζονται γύρω από την ψυχή. Αυτές δικαιολογημένα θεωρούνται ότι είναι και φίλες της ψυχής, και είναι φυσικό όλες αυτές να χαίρονται εν Κυρίω (Φιλιπ. 3,1), όταν όλες προσβλέπουν προς το καλό και το αγαθό και τα πάντα ενεργούν προς δόξαν Θεού (Α’ Κορ. ίο, 31), εφόσον δεν γίνονται ποτέ πλέον όπλα της αμαρτίας (Ρωμ. 6,13).
Αν είναι λοιπόν αυτός ο τρόπος της ανεύρεσης αυτού που ζητάμε, δηλαδή η αποκατάσταση στην αρχαία της αίγλη της θείας εικόνας, η οποία τώρα είναι καλυμμένη με τον ρύπο της σάρκας, ας γίνουμε εκείνο που ήταν στην αρχική του ζωή ο πρωτόπλαστος. Τί ήταν λοιπόν εκείνος; Ακάλυπτος από τους νεκρούς δερμάτινους χιτώνες. Έβλεπε με παρρησία το πρόσωπο του Θεού. Δεν είχε ακόμη δοκιμάσει με την όραση και τη γεύση το καλό, αλλά μόνη του απόλαυση και τρυφή ήταν ο Θεός (Ψαλμ. 36,4). Γι’ αυτή την απόλαυση χρησιμοποιούσε και τη βοηθό που του είχε δοθεί (Γεν. 2,18), όπως υπογραμμίζει η Αγία Γραφή, ότι δεν είχε μαζί της γαμική συνάφεια πριν εκδιωχθεί από τον παράδεισο (Γεν. 3,24), και πριν εκείνη δεχθεί την ποινή του οδυνηρού τοκετού για την αμαρτία από την οποία απατήθηκε (Γεν. 3,13-16).
Με τη σειρά, λοιπόν, και την τάξη που βρεθήκαμε εκτός του παραδείσου, αφού διωχθήκαμε μαζί με τον προπάτορα, με την ίδια είναι δυνατό και πάλι, να ξαναγυρίσουμε, να επανέλθουμε στην πρώτη μακαριότητα. Ποιά ήταν λοιπόν η σειρά και η τάξη; Η έκπτωση άρχισε με την ηδονή, η οποία αναπτύχθηκε στο εσωτερικό του ανθρώπου με την απάτη. Έπειτα από το πάθος της ηδονής εμφανίσθηκε ως επακόλουθο η αισχύνη και ο φόβος και το να μην τολμούν πλέον οι πρωτόπλαστοι να αντικρύσουν με τα μάτια τον Δημιουργό, αλλά να καλύπτονται κάτω από τα φύλλα και τις σκιές. Στη συνέχεια σκεπάζονται με τους νεκρούς δερμάτινους χιτώνες (Γεν. 3,7.2, 25.3,10.17.21), Και έτσι στο τέλος αποπέμπονται ως εξόριστοι σ’ αυτή τη γη με τις ασθένειες και τους κόπους. Γι’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση του θανάτου επινοήθηκε ο γάμος ως παρηγορία.
Αν πρόκειται, λοιπόν, να φύγουμε από τη γη και να βρεθούμε με τον Χριστό (Φιλιπ. 1,23) η αναχώρηση πρέπει να αρχίσει και πάλι από το τελευταίο. Όπως κάνουν εκείνοι που αποχωρίζονται από τους δικούς τους, όταν επιστρέφουν. Πρώτα εγκαταλείπουν εκείνον τον τόπο, στον οποίο τελευταία έφθασαν απομακρυνόμενοι. Επειδή λοιπόν το τελευταίο μετά την αποχώρηση από την παραδείσια ζωή είναι ο γάμος, αυτόν μας διδάσκει ο λόγος να εγκαταλείπουμε πρώτον σαν τον τελευταίο σταθμό γι’ αυτούς που θέλουν να επιστρέψουν στον Χριστό. Έπειτα να αποχωριζόμαστε από τη βασανιστική ταλαιπωρία για τα γήινα, με τα οποία ζυμώθηκε μετά την αμαρτία ο άνθρωπος.
Μετά δε από αυτό φροντίζει να αποβάλει τα σαρκικά προκαλύμματα, «τους δερμάτινους χιτώνες», απορρίπτοντας δηλαδή «το σαρκικό φρόνημα» (Γεν. 3,21. Ρωμ. 8,6-7). Και όταν απαρνούμαστε όλα τα κρυπτά έργα που προκαλούν την αισχύνη, δεν θα κρυπτόμαστε πια κάτω από τη συκιά της πικρής αυτής ζωής, αλλά πετώντας τα προκαλύμματα, τα οποία κατασκευάσαμε από τα πρόσκαιρα αυτά φύλλα της ζωής, θα αντικρύσουμε και πάλι τον Δημιουργό. Θα αποφεύγουμε επίσης την εξαπάτηση που επιδιώκει η γεύση και η όραση και δεν θα έχουμε στο εξής σύμβουλο το φαρμακερό φίδι, αλλά μόνο την εντολή του Θεού. Και αυτή παραγγέλλει να δοκιμάζουμε μόνο το καλό, και να απορρίπτουμε τη γεύση του πονηρού, επειδή από εκεί ξεκίνησε για μας η φάλαγγα των κακών, αφού δεν θελήσαμε να αγνοήσουμε το κακό.
Γι’ αυτό απαγορεύθηκε στους πρωτοπλάστους να γνωρίσουν μαζί με το καλό και το κακό, και έλαβαν την εντολή να αποφεύγουν μεν τη γνώση του καλού και του κακού, να δοκιμάζουν δε το αγαθό καθαρό, ανόθευτο και άσχετο προς το κακό. Και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, όπως εγώ το σκέπτομαι, παρά η κοινωνία με τον Θεό μόνο. Και αυτής να έχει αδιάκοπη και συνεχή την απόλαυση, χωρίς να αναμιγνύει μαζί με την τρυφή του καλού και εκείνα που προσελκύουν προς τα αντίθετα. Και αν επιτρέπεται να πω έναν τολμηρό λόγο, ίσως έτσι μπορεί να αρπαγεί κανείς από αυτόν τον κόσμο, ο οποίος βρίσκεται στην πονηρία, και να ανεβεί και πάλι στον Παράδεισο, όπου και ο Απόστολος ανέβηκε και άκουσε και είδε τα ανέκφραστα και τα αόρατα, για τα οποία αδυνατεί ο άνθρωπος να μιλήσει (Α’ Ιωάν. 5,19 και Β’ Κορ. 12,2-4).
(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Μυστική Θεολογία, επιλογή κειμένων, εκδ. Επέκταση σ. 165-181).