Τοῦ κ. ᾿Ιωάννη Φουντούλη, Λειτουργιολόγου,
Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
(᾿Εκκλησία 1992, τ. 16 καί 17)

Γιατί ἡ θεία λατρεία εἶναι ἔτσι δομημένη καί ἀπό γενεές σοφῶν καί ἁγίων ἀνθρώπων μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος συγκροτημένη, ὥστε πράγματι νά ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, κέντρο στό ὁποῖο βρίσκει κάθε ἄνθρωπος, πού ἔρχεται στόν κόσμο, τό φῶς καί τήν ἀλήθεια, τήν τροφοδοσία καί τή δύναμη, τήν παραμυθία καί τή χαρά, τόν ὁραματισμό τοῦ νέου κόσμιου, ἀλλά καί τό ἡρωϊκό φρόνημα καί τό πνευματικό σθένος νά γίνει συνοικοδόμος καί συνδημιουργός μέ τό Θεό τῆς καινῆς κτίσεως, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γύρω ἀπό τό πνευματικό αὐτό κέντρο στρέφεται ὅλη ἡ θρησκευτική ζωή τοῦ πιστοῦ καί ἀπό τόν πνευματικό αὐτό μαστό θηλάζει τό λογικό ἄδολο γάλα καί ὡς ἀρτιγέννητο βρέφος καί ὡς τέλειος ἄνδρας στό μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Σ᾿ αὐτή συμπυκνώνεται ὁ λόγος τῆς σωτηρίας, βιώνεται ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, συναντᾶ ὁ ἄνθρωπος τόν ἀδελφό καί ὅλοι μαζί τό Θεό Πατέρα καί δέχεται "ἐν ἐκκλησίᾳ"τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μέ τά μυστήρια. Γι᾿ αὐτό καί τά προβλήματα τῆς λατρείας εἶναι πάντα σύγχρονα καί ἐπίκαιρα καί πάντα ἐνδιαφέροντα, γιατί εἶναι προβλήματα συλλογικά καί ταυτόχρονα ἀτομικά, ἀφοῦ ἀφοροῦν σ᾿ ὅλους καί στόν καθένα, πού ὡς μέλη τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας μετέχουν σ᾿ αὐτή, ἐκφράζονται μ᾿ αὐτή τροφοδοτοῦνται ἀπ'αὐτή.
Στή λατρεία ὑπάρχουν προβλήματα ὑπαρκτά καί μή ὑπαρκτά. Στήν ἐκκλησιαστική ζωή συνυπάρχουν καί συμβιώνουν ἰσότιμα δύο πολύ ἀνθρώπινες τάσεις: ᾿Εκείνων πού θέλουν νά βλέπουν παντοῦ προβλήματα καί νά μάχονται γιά νά τά λύσουν -αὐτοί συνήθως χαρακτηρίζονται ὡς "προοδευτικοί"- καί ἐκείνων πού δέν βλέπουν πουθενά προβλήματα, ἀλλά ὅλα τά θεωροῦν τέλεια καί ἀμετακίνητα - αὐτοί συνήθως χαρακτηρίζονται ὡς "συντηρητικοί". ῾Η ἰσορροπία μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο τάσεων ἀσφαλῶς εἶναι ὁ ποθητός καί ὀρθός δρόμος προσεγγίσεως τῶν θεμάτων τῆς λατρείας μας, ἀρκεῖ τό κατ᾿ ἐξοχήν πεδίο τῆς "ἄνωθεν εἰρήνης"νά μή μεταβάλλεται σέ στίβο ἀναμετρήσεων καί μάχης. Καί οἱ δύο τάσεις ἔχουν τά δίκαιά τους καί τά δικαιώματά τους. καί προπαντώς κανείς δέν δικαιοῦται νά θέτει σέ ἀμφισβήτηση μέ ἐλαφρή καρδιά τήν πίστη, τήν εὐλάβεια καί τήν ἀγάπη ὄλων αὐτῶν πρός τόν Θεό, τήν ᾿Εκκλησία καί τό πολυτίμητο ἀγαθό πού εἶναι ἡ λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Αὐτό ὅμως τό ἱερό τρίπτυχο -πίστη, εὐλάβεια καί ἀγάπη-, ἀπό καλοί μποροῦν νά ἀποβοῦν κακοί σύμβουλοι στήν πράξη, ἄν δέν συμπορεύονται μέ τήν ἀληθινή λειτουργική παιδεία. Τότε ὑποτρέφουν τόν ἅγιο μέν, ἀλλά τυφλό ζῆλο, κατά τό προφητικό "ζῆλος λήψεται λαόν ἀπαίδευτον" (῾Ησ. κς΄ 11). Τά ζητήματα τῆς λατρείας εὔκολα διολισθαίνουν σέ θέσφατα καί τά λειτουργικά σύμβολα σέ θεοχάρακτα γράμματα.
῾Ο λειτουργικός χῶρος ἔχει μιά τεράστια εὐρύτητα τοπική καί χρονική. Τοπική, γιατί τό φαινόμενο τῆς λατρείας εἶναι σύμφυτο μέ τήν οἰκουμενικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η λατρεία πού ἀσκεῖται στήν Α ἤ Β ἐνορία ἤ μονή, στήν ᾿Αθήνα ἤ στό μικρότερο χωριό τῆς ῾Ελλάδας, δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ αὐτοτελῶς καί ἀνεξάρτητα ἀπό τή λατρεία πού τελεῖται σ᾿ ὅλα τά κέντρα καί στίς γωνιές τοῦ ᾿Ορθόδοξου κόσμου. ῾Η ἑνότητα τῆς πίστεως ἐκφράζεται μέ τήν ἑνότητα (ὄχι βέβαια ταυτότητα) τῆς λατρείας. Αὐτό δέν εἶναι ἀπόλυτο -δέν εἶναι ἐξάλλου καί ἐφικτό- ἀφοῦ οὔτε ἡ κατά τόν ὀρθόδοξο τύπο τέλεση τῆς λατρείας διασφαλίζει τήν ὀρθοδοξία τῆς ᾿Εκκλησίας (π.χ. οὐνίτικες ἐκκλησίες), οὔτε ἡ παράλληλη ὕπαρξη διαφόρων λειτουργικῶν τύπων διασάλευε τή συνοχή καί ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας καί νόθευε τήν ὀρθοδοξία της πρό τοῦ σχίσματος. ῾Η περί τή λατρεία πολυφωνία συνιστᾶ τήν "συμφωνίαν τῆς πίστεως"· ἡ παραφωνία ὅμως τήν διασπᾶ.
Οἱ λύσεις τῶν προβλημάτων ὀφείλουν νά εἶναι ποιμαντικές, ὄχι ρομαντικές καί θεωρητικές, ἀλλά πρακτικές καί ἐφαρμόσιμες· προβλήματα ζωῆς πού λύονται μέσα στή ζωή καί γιά χάρη τῆς ἀληθινῆς λειτουργικῆς ζωῆς τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Παράλληλα ἡ θεία λατρεία ἔχει καί ἕνα τεράστιο χρονικό εὖρος: δύο χιλιάδων ἐτῶν ἱστορία κάι ἀρκετῶν αἰώνων προϊστορία. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα αὐτό λέγεται "παράδοση"καί ἐν προκειμένῳ "λειτουργική παράδοση". ῾Η παράδοση αὐτή ἔχει μιά ἐξαιρετική σπουδαιότητα, γιατί περικλείει ὅ,τι πολυτιμότερο καί ἐκλεκτότερο εἶχαν νά προσφέρουν στό Θεό οἱ προλαβοῦσες μεγάλες ἐποχές ἀκμῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς καί συνέβαλαν στή διαμόρφωσή της ἁγιώτατοι καί σοφώτατοι ἄνδρες, οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρόκειται δηλαδή γιά ἕνα ἀνεκτίμητης ἀξίας πνευματικό θησαυρό, γιά τόν ὁποῖο δίκαια καυχᾶται ἡ ᾿Εκκλησία, γι᾿ αὐτό μέ ἀπεριόριστη εὐλάβεια τόν περιβάλλει καί τόν συντηρεῖ, σ᾿ αὐτόν ἀνατρέχει γιά νά ἐπιβεβαιώσει τή γνησιότητα τῆς σημερινῆς λειτουργικῆς της πράξεως καί ἀπό αὐτόν ἀντλεῖ ζωτικά στοιχεῖα γιά τήν κατανόηση τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τῆς λατρείας της καί τήν ἀναζωπύρωση τῆς λειτουργικῆς της ζωῆς.
Στήν ἀντιμετώπιση λοιπόν τῶν σύγχρονων λειτουργικῶν προβλημάτων προέχει ὄχι μόνο ἡ ἀρχή τῆς διατοπικῆς συνοχῆς τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλά καί ἡ αἴσθηση τῆς διαχρονικῆς συνέχειας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερα καί τῆς ἑνότητας ὅλου αὐτοῦ τοῦ τεράστιου πνευματικοῦ χωρο-χρόνου. ῾Η πρώτη ἐντύπωση, ὅτι μιά τέτοιου εἴδους παραδοσιακή νοοτροπία θά κατεδίκαζε τή θεία λατρεία σέ στασιμότητα καί ἀπολίθωση, ἐλέγχεται ἐξ ἀρχῆς ἐσφαλμένη, ἀπό τήν κατά τά ἀνωτέρω ἀναπόδραστη ἀναδρομή στή λειτουργική παράδοση γιά τήν ἀναζήτηση σ᾿ αὐτή δυνατοτήτων λύσεως καί προτύπων.
Κι ἕνα ἀκόμα ὕστατο, ἀλλά πρωτεῦον, θεωρητικό στοιχεῖο πού κυριαρχεῖ στή λειτουργική προβληματική: Τό κῦρος τοῦ λειτουργικοῦ τύπου, ἡ αὐθεντία δηλαδή τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως. ῾Η λειτουργική πράξη τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι νομοθετημένη "ἄνωθεν"· καί δέν στηρίζεται σέ γραπτές καί ἐπίσημα ἐπικυρωμένες διατάξεις, πού ἔχουν θεσμοθετηθεῖ καί ἐπιβληθεῖ ἀπό ὑπερέχοντα ὄργανα τῆς διοικήσεως τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀπ᾿ αὐτή τήν Καινή Διαθήκη (κατά τόν τύπο τοῦ Λευϊτικοῦ τῆς Παλαιᾶς) ἤ ἀπό Οἰκουμενικές καί τοπικές Συνόδους. ῾Η θεία λατρεία διαμορφώθηκε μέσα στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, πρῶτα ὡς ἄγραφη καί γραπτή ὕστερα παράδοση καί περιστασιακά μόνο Σύνοδοι ἀσχολήθηκαν μέ ἐπί μέρους θέματά της καί τά ἔλυσαν, ὄχι ἐξ ὑπαρχῆς νομοθετώντας, ἀλλά ἀνατρέχοντας στήν παράδοση καί ἀναζητώντας σ᾿ αὐτή τήν ἀναντίλεκτα ὀρθή καί ἀκριβή πρακτική.
Λειτουργικοί τύποι, κινήσεις, σύμβολα, εὐχές, ἄμφια, ὕμνοι, ἑορτολόγιο, διατάξεις ἀκολουθιῶν καί τρόποι καί χρόνοι διεξαγωγῆς τους, μ᾿ ἄλλα λόγια ὅ,τι ἀπαρτίζει τό λατρευτικό σύστημα τῆς ᾿Εκκλησίας, καθορίζεται καί ἔλκει τό κύρος του ἀπό τήν ἴδια τή λειτουργική παράδοση καί τάξη. Αὐτό ἐπιγραμματικά συνοψίζει σέ τρεῖς λέξεις ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: "τάξις συνέχει πάντα" (Διάλογος, κεφ. 365). Καί πολύ ὀρθά, γιατί ἄν ἀρνηθεῖ κανείς τό σύμφυτο μέ τό λειτουργικό τύπο κύρος, δηλαδή τήν παράδοση, ἀνατρέπεται ὅλο τό λατρευτικό οἰκοδόμημα.
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἱερός πατήρ μᾶς δείχνει τό σωστό δρόμο. Μετά ἀπ᾿ ὅσα γράφει, θά περίμενε κανείς νά εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τῆς συντηρητικότητας καί τῆς ὀπισθοδρομικότητας. Στήν πράξη παρουσιάζεται ἄλλος. ῎Οχι μόνο ὑπομνηματίζει τό σύνολο τῆς λατρείας γιά νά μυήσει σ᾿ αὐτή κλῆρο καί λαό, διευκολύνοντας ἔτσι τήν κατανόηση καί τήν "ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ"κατά τήν ἐπιταγή τοῦ Κυρίου (᾿Ιω. δ΄ 23-24) συμμετοχή σ᾿ αὐτή, ἀλλά συνθέτει νέες εὐχές, συντάσσει νέες ἀκολουθίες, εἰσάγει νέες τελετές καί προπαντός μεταρρυθμίζει τό τυπικό, ἀφαιρώντας ἄλλα καί προσθέτοντας ἄλλα. ῎Αρνηση ἀρχῶν; ᾿Αντινομία; Διπλή προσωπικότητα; Κάθε ἄλλο. ῾Απλῶς κάνει ὅ,τι ἔκανε ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων. ᾿Ορθοτομεῖ τήν πράξη τῆς ἀληθείας τῆς λατρείας. Βαθύς γνώστης τῆς λειτουργικῆς τάξεως καί τοῦ νοήματός της, μύστης τῆς παραδόσεως καί θαυμαστής της, ὁπλισμένος μέ ἁγιότητα καί εὐλάβεια, κατανοεῖ τά προβλήματα τῆς ἐποχῆς του καί τά λύνει, ἰσορροπώντας παραδοσιακά συντήρηση καί πρόοδο. ᾿Ενσαρκώνει μ᾿ ἄλλα λόγια αὐτό τό ἀπαιτούμενο, πάντοτε καί σήμερα, στόν τρόπο προσεγγίσεως καί λύσεως τῶν λειτουργικῶν μας προβλημάτων.
Δέν ξεύρω ἄν θά περίμενε κανείς νά ἐπισημάνουμε καί νά λύσουμε σ᾿ αὐτή τήν ὁμιλία τά πολλά καί σύγχρονα προβλήματα τῆς λατρείας μας. Τό πρῶτο -ἡ ἐπισήμανση τῶν προβλημάτων- θά ἦταν εὔκολο, ἀλλά ἀνωφελές. Τό δεύτερο -ἡ λύση τῶν προβλημάτων- θά ἦταν ἀδύνατο καί ἀφελές.
Προτίμησα τόν πιό βατό καί πιό ὠφέλιμο δρόμο τῶν γενικῶν ἀρχῶν πού διέπουν τούς λειτουργικούς μας προβληματισμούς καί τούς τρόπους ἀντιμετωπίσεως καί ἐνδεχομένης λύσεώς τους. Τά λίγα παραδείγματα, πού στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦν, ἄς θεωρηθοῦν ὄχι σάν μιά ἀναιδής ἀποκάλυψη πληγῶν τῆς παραδοσιακῆς μας λατρείας, οὔτε πολύ περισσότερο σάν μιά τολμηρή ὑπόδειξη εὐκόλων λύσεων. ᾿Αλλά ὅ,τι ἀκριβῶς εἶναι: μιά ἀναγκαία πρακτική ἐποπτεία στά ὅσα θεωρητικά ἔχουν λεχθεῖ ὥς τώρα.
Μιλήσαμε γιά γενικά λειτουργικά προβλήματα, πού ἀφοροῦν στό σύνολο τῆς οἰκουμενικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τῶν ὁποίων ἡ λύση ὑπερβαίνει τίς ἁρμοδιότητες τῶν κατά τόπους ᾿Εκκλησιῶν καί κατ᾿ ἀνάγκην ὀφείλουν νά ἀντιμετωπισθοῦν ἀπό ὑπερκείμενο συντονιστικό ὄργανο ὑψίστου κύρους, ὅπως εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. ῎Αλλως ἡ λύση τους μπορεῖ νά ἔχει διασπαστικές συνέπειες γιά τή συνοχή καί ἑνότητα τῶν ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν, πού ἐκφράζεται ὄχι μόνο στήν πίστη, ἀλλά καί στή λατρεία. Τέτοια προβλήματα ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἀρκετά καί πολύ ὀρθά ἔχουν παραπεμφθεῖ γιά μελέτη καί λύση στήν ῾Αγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού ἀπό μακροῦ βρίσκεται ὑπό προπαρασκευήν. Κατ᾿ ἀνάγκην χρονίζουν, ἐπειδή ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας Συνόδου δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Μελετῶνται ὅμως στό μεταξύ καί ὡριμάζουν, ὅρος ἀπαραίτητος γιά νά βρεθοῦν καί δοθοῦν ὀρθές, κοινῶς ἀποδεκτές καί σύμφωνες μέ τήν ἀπηκριβωμένη παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας καί τίς ἀναγκαιότητες τῶν καιρῶν, λύσεις.
᾿Αναφέρω τρία μόνο ἀπό αὐτά:
α. Τό πρόβλημα τοῦ ἀπό κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀπό ὀρθοδόξους καί μή ὀρθοδόξους χριστιανούς.
β. Τό πρόβλημα τῶν νηστειῶν καί
γ. Τό πρόβλημα τῆς ἀνακατανομῆς τῶν περικοπῶν τῶν Κυριακῶν τοῦ ἔτους.
Καί τά τρία εἶναι ὑπαρκτά καί σοβαρά. Τό πρῶτο, γιατί ἔγινε μέν ἀπό πολλές ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες ἀποδεκτή ἡ διόρθωση τοῦ ᾿Ιουλιανοῦ ἡμερολογίου κατά τά ἀκριβέστερα ἀστρονομικά δεδομένα, ἀλλά ὄχι καί ἡ ἀνάλογη καί συνακολουθοῦσα ἐπαναφορά τοῦ πασχαλίου στήν ἀληθινή ἐαρινή ἰσημερία κατά τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τό πρόβλημα εἶναι ὀξύτερο γιά τίς ὀρθόδοξες κοινότητες τῶν χωρῶν τῆς διασπορᾶς, ἀλλά καί τῶν ὀρθοδόξων χωρῶν μετά τήν ἐπ᾿ ἐσχάτων ἁλματώδη ἀνάπτυξη τῶν μέσων ἐπικοινωνίας καί τηλεπικοινωνίας καί τή μίξη τῶν λαῶν. ᾿Αρκεῖ βέβαια νά γίνει μετά ἀπό σοβαρή μελέτη καί κοινή ἀποδοχή τῶν ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν, γιά νά μήν ἐπεναληφθοῦν τά διασπαστικά ἐπακόλουθα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου.
῎Αλλης φύσεως καί διαστάσεως εἶναι τό θέμα τῶν νηστειῶν. ῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία χαρακτηρίζεται γιά τήν ἀσκητικότητά της. ῞Ενα σκέλος αὐτῆς εἶναι καί ἡ νηστεία, πού ἀφορᾶ στήν ποιότητα καί τήν ποσότητα τῶν τροφῶν, ἀκόμα καί στήν ἅπαξ τῆς ἡμέρας τράπεζα. Καί γιά μέν τούς μοναχούς ἔχει καλῶς. Γιά τούς χριστιανούς ὅμως πού ζοῦν στόν κόσμο ἡ ἀπαίτηση τῆς νηστείας, πού χρονικά ὑπερβαίνει τίς μισές μέρες τοῦ χρόνου, εἶναι σαφῶς ὑπερβολική καί σχεδόν μή ἐφαρμόσιμη. Πρόβλημα πού μελετᾶται καί θά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τή Μεγάλη Σύνοδο.
Τό τρίτο: ῾Η ἀναθεώρηση τοῦ συστήματος τῶν περικοπῶν καί τῶν ἀναγνώσεων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς κατά τίς συνάξεις τῶν Κυριακῶν. ῾Η παγίωση τοῦ "κλειστοῦ"συστήματος τῶν 52 περικοπῶν τῶν ᾿Αποστόλων καί τῶν Εὐαγγελίων, ἀρκετά παλαιά καί σχετικά ἐπιτυχής, προϋποθέτει τήν καθημερινή σύναξη καί τήν καθημερινή ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, γιά νά καλυφθεῖ, ὅπως ὀφείλει νά γίνεται, τό σύνολο τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης. ῎Εχει γίνει δηλαδή βάσει μοναχικῶν προδιαγραφῶν ἤ προϋποθέτει ἐκκλησιαστική πρακτική, πού μέ κανένα τρόπο δέν ἰσχύει σήμερα. Καί οἱ πιό πιστοί χριστιανοί ἐκκλησιάζονται, ὡς γνωστό, μόνο τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες ἑορτές. ῎Ετσι ὅμως προσφέρεται στίς συνάξεις καί ἑρμηνεύεται ἀπό τό κήρυγμα μικρό μόνο μέρος τῆς Γραφῆς, περίπου τό 1/8 της. Τά λοιπά 7/8 μένουν στό περιθώριο, διδακτικά ἀνεκμετάλλευτα. Τό ἴδιο καί χειρότερο γίνεται μέ τήν ἐπ᾿ ἐκκλησίας ἀνάγνωση καί ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μέ τό ἴδιο σκεπτικό καί τίς ἴδιες μοναχικές προδιαγραφές καί προϋποθέσεις οἱ περικοπές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μεταφέρθηκαν στούς ἑσπερινούς. Οἱ χριστιανοί συνήθως δέν ἐκκλησιάζονται κατ'αὐτούς καί οἱ ἄνθρωποι μένουν μέ τίς γνώσεις τῆς ἱερᾶς ἱστορίας τοῦ δημοτικοῦ καί τοῦ γυμνασίου. Καί ὅμως ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ "παιδαγωγός εἰς Χριστόν" (Γαλάτ. γ΄ 24) τοῦ κόσμου ὅλου καί τοῦ καθενός χωριστά. Τό δύσκολο πρόβλημα τῆς ἀνακατανομῆς τῶν περικοπῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς ἀναγνώσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στίς συνάξεις τῶν Κυριακῶν ἔχει ἀναφερθεῖ στά θέματα τῆς Συνόδου, μελετᾶται καί ἀσφαλῶς θά ἀντιμετωπισθεῖ δυναμικά καί παραδοσιακά μέ τήν ὀρθή ἔννοια τοῦ ὅρου.
Στίς ἁρμοδιότητες τῶν τοπικῶν ἐπί μέρους᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν ἀνάγονται ἄλλα προβλήματα πού ἀφοροῦν στή θεία λατρία, μερικά ἀπό τά ὁποῖα ἴσως εἶναι σπουδαιότερα ἀπό τά προηγούμενα. Θά σταθῶ μόνο σέ ἕνα, πού διακλαδίζεται ὅμως σέ πολλά.
Πρόκειται γιά τό πολυσυζητούμενο πρόβλημα τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στή θεία λατρεία. ᾿Εγώ θά ἔλεγα τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν εὐρυτέρα καί πλήρη ἔννοια -τοῦ κλήρου δηλαδή καί τοῦ λαοῦ-, γιατί καί στούς δύο ἀφορᾶ. ᾿Εξειδικεύεται ὅμως στή συμμετοχή τῶν λαϊκῶν -τῶν μή κληρικῶν- στή λατρεία, πού εἶναι ἀσφαλῶς καί τό πιό ἀντιληπτό καί τό πιό ἀκανθῶδες. ῾Η θεία λατρεία ἔχει διπλό στόχο· τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Στό Θεό ἀπευθύνεται ἡ προσευχή, ἡ δοξολογία, ἡ δέηση, ἡ εὐχαριστία. Στόν ἄνθρωπο τό ἀνάγνωσμα, ἡ διδαχή -λειτουργικό στοιχεῖο κι αὐτό-, πού προσφέρεται διά τῆς θείας λατρείας μέ ποικίλους τρόπους, τό κήρυγμα, τόν ὕμνο, τήν ἑορτή, τό συναξάριο, τό σύμβολο, τήν εἰκόνα. Καί ἡ ἀπευθυνομένη ὅμως πρός τό Θεό λατρεία γίνεται μέσω τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό ζωντανό πνευματικό ὄργανο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. ῾Η λογική διάσταση καί στίς δύο περιπτώσεις εἶναι ἐμφανής. Εἶναι ἀδιανόητο νά μή κατανοεῖ ὁ λαός τά τελούμενα, νά μή συμμερίζεταιτούς λόγους τῆς εὐχῆς καί τοῦ ὕμνου, νά μήν οἰκοδομεῖται ἀπό ὅσα ἄφθονα τοῦ προσφέρονται ἀπ'αὐτή πρός οἰκοδομή καί ἁγιασμό. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ θεία λατρεία ἤ μεταβάλλεται σέ "βαττολογία" (Ματθ. ς΄ 7) ἤ ἀπωθεῖ ἀντί νά ἑλκύει τόν πιστό. Τό πρόβλημα εἶναι παλαιό, ἀλλά στούς νεώτερους χρόνους ἔχει ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα, καί γιατί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γενικά περισσότερες ἀπαιτήσεις καί περισσότερη κριτική διάθεση ἀπό ὅσο παλαιότερα -ἴσως καί λιγότερη πίστη-, ἀλλά καί γιατί ἀναμφισβήτητα οἱ δυσκολίες προσεγγίσεως πρός τήν παραδοσιακή λατρεία εἶναι, ἀντικειμενικά κρινόμενες, περισσότερες. Τά παλαιά λειτουργικά σύμβολα, πού προϋποθέτουν ἕνα διάφορο πολιτιστικό κλίμα, δέν εἶναι ὅπως τότε ἀμέσως κατανοητά· ἡ γλῶσσα πού χρησιμοποιεῖται στή λατρεία δέν εἶναι ἄμεσα καταληπτή· ἡ συμμετοχή στήν ψαλμωδία γιά πολλούς λόγους δέν εἶναι ἐφικτή· τό μῆκος τῶν ἀκολουθιῶν θεωρεῖται ὑπερβολικό καί δυσβάστακτο γιά τό σύγχρονο ἄνθρωπο καί πολλά παρόμοια.
Πρός ὅλες αὐτές τίς κατευθύνσεις γίνονται πολλές προσπάθειες (ὀφείλουμε νά τό ἀναγνωρίσουμε αὐτό), μέ ὅλα τά δυνατά μέσα πού διαθέτει ἡ ᾿Εκκλησία. Τό νόημα τῶν ἱερῶν συμβόλων ἀποκαλύπτεται ἀνέκαθεν μέ τή βοήθεια τοῦ μυσταγωγικοῦ λόγου, στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία μέ τίς μυσταγωγικές κατηχήσεις τῶν νεοφωτίστων καί μέ τά μυσταγωγικά ὑπομνήματα κατά τόν μεσαίωνα. Σήμερα μέ τή διδασκαλία στά δημόσια καί στά κατηχητικά σχολεῖα καί εὐκαιριακά μέ τό μυσταγωγικό κήρυγμα καί τά ποικίλα θρησκευτικά ἔντυπα, βιβλία, περιοδικά καί φυλλάδια - ἄν πράγματι ἡ μύηση στή λατρεία κατέχει σ᾿ αὐτά τήν ἐπιβαλλόμενη θέση καί ἄν πράγματι ἡ θεολογία ὑποτάσσεται καί ἑρμηνεύει σωστά κάι παραδοσιακά, δηλαδή ὀρθόδοξα, τούς ἱερούς τύπους καί δέν αὐθεντεῖ τῶν τύπων καί τῶν λειτουργικῶν μορφῶν. Αὐτό εἶναι πάντοτε τό ζητούμενο.
Τό πρόβλημα τῆς λειτουργικῆς γλώσσας εἶναι σοβαρό, γιατί ὑφίσταται πράγματι, ἀλλά καί γιατί γίνεται πολύς λόγος γύρω ἀπ᾿ αὐτό, πού δέν μποροῦμε νά τό ἀντιπαρέλθουμε. Θεωρητικά εἶναι ἀπ᾿ ἀρχῆς λελυμένο. ῾Η λατρεία τελεῖται στή γλώσσα τοῦ λαοῦ, αὐτή πού κατανοεῖ καί μ᾿ αὐτή πού διαλέγεται μέ τόν πατέρα του -ἐν προκειμένω τόν Θεό Πατέρα- καί τούς ἀδελφούς του. ῞Ολες δέ οἱ γλῶσσες εἶναι κατά τό μέτρο αὐτό ἱερές, καί ὄχι μόνο ἡ ἐλληνική, ἡ ρωμαϊκή καί ἡ ἑβραϊκή, οἱ τρεῖς δηλαδή γλῶσσες τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου (Λουκ. κγ΄ 38, ᾿Ιωάν. ιθ΄ 20), κατά τήν αἵρεση τῶν "τριγλωσσιτῶν". Γι᾿ αὐτό καί ἡ λατρεία τελεῖται σ᾿ ὅλες τίς ἀρχαῖες καί σύγχρονες γλῶσσες τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Στίς ἑλληνόφωνες ᾿Εκκλησίες ὅμως, ἡ μορφή τῆς λειτουργικῆς μας γλώσσας παρουσιάζει δυσκολίες στή κατανόηση. Δέν εἶναι ἡ κλασσική, ἀλλά καί οὔτε ἡ ὁμιλουμένη. ῾Η γλωσσική μας παιδεία τελευταῖα -ἄς ἐλπίσουμε πώς θά ξαναβρεῖ τό δρόμο της- ἀντί νά βοηθήσει στήν κατανόηση τῶν ἀρχαίων μας κειμένων καί τοῦ γλωσσικοῦ μας θησαυροῦ, στάθηκε θαρρεῖς μέ ἐχθρότητα ἀπέναντι στή γλωσσική μας παράδοση καί μᾶλλον τείνει νά μᾶς ἀποξενώσει ἀπ᾿ αὐτή. ῾Υπάρχουν πάντως βοηθητικές μεταφράσεις καί ἡ συχνή ἐπανάληψη τῶν ἴδιων κειμένων διευκολύνει στήν κατανόησή τους. ῾Η θεία λατρεία δέν εἶναι δυνατόν νά μείνει ἔξω ἀπό τή δίνη τῆς μεταφραστικῆς μανίας, πού δικαιολογημένα ἤ λόγω συρμοῦ, κατέλαβε τούς νεοέλληνες. ῎Αν πάντως κάποτε φθάσουμε στό σημεῖο νά μή μιλοῦμε ἑλληνικά, μήν ἀμφιβάλλετε ὅτι ἡ γενεά ἐκείνη θά κάνει ὅ, τι τῆς διδάσκει ἡ παράδοση αἰῶνες τώρα. Θά μεταφράσει τά λειτουργικά κείμενα, εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι. Προσωπικά τό ἀπεύχομαι, πιστεύω καί σεῖς.
Τέλος τό πρόβλημα τῆς συμμετοχῆς στήν ψαλμωδία τοῦ λαοῦ δέν εἶναι ἄσχετο πρός τό πρόβλημα τοῦ μήκους τῶν ἀκολουθιῶν, πού ἀνωτέρω ἐπισημάναμε. Συνδέονται γενετικά, γιατί καί τά δύο ὀφείλονται στήν ἐπικράτηση τοῦ μοναχικοῦ τυπικοῦ στίς κοσμικές ἐκκλησίες τῶν πόλεων καί τῶν χωριῶν, γιά ἱστορικούς λόγους πού δέν τοῦ παρόντος. Καί τό μέν μῆκος ἔχω τήν ἐντύπωση πώς ἔχει στήν πράξη θεραπευθεῖ, ἀκαθοδήγητα βέβαια καί μέ συνέπειες στήν ὀρθή δομή τῶν ἀκολουθιῶν. ᾿Αλλά τά πολλά καί δύσκολα τροπάρια, μέ τούς ἐναλλασόμενους ἤχους καί τήν περίτεχνη ψαλμωδία τοῦ μοναχικοῦ τυπικοῦ, καθιστοῦν ἀδύνατη τή συμμετοχή ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος στά ψαλλόμενα. ᾿Αναπότρεπτη συνέπεια ἡ μονοπώληση τῆς ψαλμωδίας ἀπό τό χορό ἤ καί ἕνα ψάλτη, τή στιγμή πού ἡ ψαλμωδία εἶναι ἔργο τοῦ λαοῦ καί τοῦ ἀνήκει. Παρά ταῦτα μπορεῖ καί πρέπει ὁ λαός νά ἐνθαρρυνθεῖ στή συμμετοχή στήν ψαλμωδία ὁρισμένων εὐκόλων ὕμνων καί μελῶν, πού συνήθως εἶναι ὑπολείμματα τοῦ παλαιοῦ ἐνοριακοῦ ἀσματικοῦ τυπικοῦ. ᾿Αρκεῖ αὐτό νά γίνεται μελετημένα γιά νά εἶναι βιώσιμο.
Προσπάθησα μέ ὅσα ἀνωτέρω εἶπα νά δώσω μιά κατά τό δυνατόν σαφῆ εἰκόνα τῶν συγχρόνων λειτουργικῶν προβλημάτων τῆς ᾿Εκκλησίας μας, διατυπώνοντας τίς γενικές ἀρχές πού διέπουν τη λατρευτική προβληματολογία καί ἀνθολογώντας καί συνοπτικά παρουσιάζοντας μερικά ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά σύγχρονα προβλήματα τῆς λατρευτικῆς μας ζωῆς.
Σέ ἔσχατη ἀνάλυση τά προβλήματα αὐτά καί οἱ λύσεις τους ἐξατομικεύονται. Προϋποθέτουν τήν πολλή ἀγάπη μας πρός τή θεία λατρεία, τήν πολλή πίστη μας καί τήν πολλή εὐλάβειά μας. Αὐτά ἐξαρτῶνται ἀπό ἐμᾶς προσωπικά καί μέ τά ἐφόδια αὐτά λύνονται πολλά ἀπ᾿ αὐτά, ἄν ὄχι ὅλα. Διαφορετικά οἱ ἐνασχολήσεις μας μ᾿ αὐτά καταντοῦν κενοί λόγοι καί "προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις".