Χριστούγεννα: αποδοχή πάσης της ανθρώπινης ετερότητας ή πρόσληψη θέωσης;
Θεολόγος - Φιλόλογος Κώστας Νούσης
Είναι γεγονός το οποίο λειτουργεί συνειρμικά και αυτοματικά: τα Χριστούγεννα ως συναισθηματική προσέγγιση του βαθύτατου και υπερφυέστατου μυστηρίου της σάρκωσης του Θεού. Η εν-σάρκωση του θείου, η είσοδός του δηλαδή στην κτιστή πραγματικότητα και η σχεσιακή του νέα διάσταση με την τελευταία, δεν ήταν κάτι ξένο προς τις προγενέστερες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών. Μια απλή ματιά στις ενανθρωπίσεις και ενσαρκώσεις του ελληνικού, ινδικού και αιγυπτιακού πανθέου αρκεί αποδεικτικώς εν προκειμένω. Ωστόσο, παρά τις εξωτερικές ομοιότητες, άφευκτες εξαιτίας της ομοουσιότητος του ανθρωπίνου γένους και των προσδοκιών του αναφορικά με την υπέρβαση της εγγενούς του ροπής στη φθαρτότητα, καθώς και των ιστορικών αντιγραφών των πάσης φύσεως δεδομένων αναμεταξύ των λαών, όταν μιλάμε για χριστιανισμό, έχουμε κάτι πολύ διαφορετικό.
Ο Χριστός, λοιπόν, δεν έκανε μια απλή είσοδο στην ιστορία και στην κτίση. Προσέλαβε αμφότερα, έγινε αμφότερα για την ακρίβεια. Δεν εν-σαρκώθηκε, δεν εισήλθε μέσα στη δημιουργία του απλά, αλλά μεταποιήθηκε ο ίδιος σε πλήρη κτίση, σε τέλειο, σε ολόκληρο κτίσμα. Κατά τη βιβλική, τουτέστιν την αποκαλυπτική ορολογία, σαρκώθηκε (Ιω. 1:14). Το ασύλληπτο γεγονός της περι-γραφής του απερίγραπτου, του αφής του αναφούς, της όρασης του αοράτου, της σύλληψης και του τόκου του ασύλληπτου και αϊδίου Θεού, φαίνεται πια, μέσα στις παραδεδομένες, σχεδόν αυτονόητες χριστιανικές καταβολές του δυτικού κόσμου, φυσικό, απλό, πεζό και εξάπαντος οντολογικώς αδιάφορο. Τα πράγματα, όμως, είναι όλως διάφορα του νοησιαρχικού, ιδεοληπτικού και ηθικοσυναισθηματικού μας πλησιάσματος στο μυστήριο αυτό της σωτηρίας μας.
Η σωτηρία ως λέξη και πολύ περισσότερο ως έννοια και μεταφυσική αγωνία έπαψε να αγγίζει και να ενδιαφέρει τον μετανεωτερικό άνθρωπο ή, τουλάχιστον, να εντάσσεται στις άμεσες ψυχοβιολογικές και ιδεο-λογικο-πνευματικές του προτεραιότητες. Κουρασμένος εμφανέστατα από τις πολλές προτάσεις σωτηρίας που κυκλοφορούν γύρω του – εξάπαντος βραχύβιου, χρονικώς συντετμημένου, ενδοκτισιακού, ηδονοθηρικού και γενικότερου χρηστικού χαρακτήρος – λησμόνησε πως η σωτηρία του άρχεται με την υπέρβαση της κτιστότητας – πιο συγκεκριμένα της φθαρτότητας και θνητότητάς της. Και τούτο ήταν αδιανόητο να πιστευτεί και, πολύ πολύ περισσότερο, αδύνατο να πραγματωθεί άνευ της παρέμβασης τού «από μηχανής Θεού», κάτι που διαισθάνθηκαν και δραματοποίησαν οι υψηλοί προγονικοί μας νόες.
Αν ο ίδιος ο άκτιστος Θεός δεν προσελάμβανε το κτιστό, τη δημιουργία του στον Εαυτό του, όπως τούτο συνέβη στο Πρόσωπο της δεύτερης υπόστασης της Τριάδος, δεν θα μπορούσε να το ζωοποιεί αιωνίως. Τώρα πια τούτο πραγματώνεται εν Χριστώ Ιησού φυσικώ τω τρόπω. Έτσι θέλησε ο Θεός να σώσει τον κόσμο και μάλιστα όχι εξωτερικά, όπως πρέσβευε η αίρεση του Νεστόριου, ούτε ηθικά, όπως η ίδια αίρεση και κάθε πιετιστική και πουριτανική – άρα αιρετική – έκδοση του χριστιανισμού το νομίζει – βλέπε μάρτυρες του Ιεχωβά, Προτεστάντες, Ρωμαιοκαθολικούς κ.ά.- αλλά να τον σώσει ενυποστάτως, δηλαδή σε πλήρη, ολοτελή και αδιάστατη ένωση με την άκτιστη θεότητα: με άλλα λόγια δεν θέλησε απλά να τον σώσει, εξ ανάγκης και δια βίας τινί τρόπω, αλλά να τον αγιάσει τον κόσμο, να τον θεώσει, εν ελευθερία, αρχοντιά και ακριβεί αγάπη. Αυτό είναι το πελώριο, το ιλιγγιώδες, το ασύλληπτο όραμα του Θεού για τη δημιουργία του, μέσα στο οποίο προαιώνιο σχέδιο η ανθρωπότητα κατέχει ιδιάζουσα, υπερβάλλουσα, όλως εξαίρετη θέση.
Η ταπείνωση του Θεού τον έφερε ανάμεσά μας όχι σαν απλό επισκέπτη και περιστασιακό κατασκηνωτή (Ιω. 1:14), αλλά ως έναν εξ ημών. Τα γλωσσικά σημαίνοντα και σημαινόμενα αδυνατούν να αποδώσουν το μέγεθος της υψοποιού για εμάς και όλη την κτίση τούτης (συγ)κατάβασης. Το ζήτημα είναι πλέον η αντίστροφη πορεία μας, η άνοδός μας στον ουρανό, η ένωση με τον Κύριο, η θεοποίηση των όντων. Έτυχε πέρυσι τέτοιον καιρό να παρίσταμαι σε μια σχετική ομιλία ενός διαπρεπούς θεολόγου, ο οποίος μίλησε για το μήνυμα που γεννάται εκ της θείας Γέννας: πιο συγκεκριμένα περί της αποδοχής (υπό Θεού) της ανθρωπότητας σε όλες τις διαστάσεις της.
Το σημείο εδώ είναι και κομβικό, αλλά και κάπως επικίνδυνο: ποιες διαστάσεις ακριβώς καταφάσκει ο Κύριος «γενόμενος σάρκα»; Προφανώς τα πάντα εκτός της αμαρτίας (Εβρ. 4:15).
Εδώ είναι και το μέγα μυστήριο: να καθαρίσουμε από την όρασή μας την τάση δαιμονοποίησης των πάντων, από την οποία απορρέουν πλείστα όσα ενοχικά (ανυπόστατα εν πολλοίς) σύνδρομα – σφάλμα και αρρώστημα στο οποίο εύκολα διολισθαίνουν οι χριστιανοί – αλλά και να διακρίνουμε το ανθρώπινο από το εφάμαρτο – στον αντίποδα της αμοραλιστικής νοοτροπίας που διέπει σε μεγάλο βαθμό τους μη θρησκεύοντες. Αυτή είναι, εξάλλου, και η οντολογική, μυστική πρόκληση της Σάρκωσης. Τούτο, εξάπαντος, «διδάσκει» και το όλο Μυστήριο του Χριστού. Και αυτό το σωτηριώδες μυστήριο δεν μπορείς να το πλησιάσεις ούτε να το βιώσεις έξω από το Μυστήριο της Εκκλησίας, να το εν-νοήσεις, να το ενστερνισθείς και να το γευθείς εμπειρικά χωρίς τη συνδρομή της πληρότητος της άκτιστης ενέργειας του Θεού, η οποία μόνον εν Εκκλησία - Χριστώ υφίσταται χορηγούμενη.
Ο Χριστός αποδέχθηκε και προσέλαβε τον παγγενή Αδάμ, τον άνθρωπο ολόκληρο, σε όλες τις πτυχές του βίου του και της κτιστής, της φθαρτής του μεταπτωτικής πραγματικότητας.
Απέρριψε, όμως, καθάρισε και καθήρεσε την αμαρτία. Μια έννοια - κατάσταση, επίσης, που ενοχλεί τόσο έντονα τον άνθρωπο σήμερα. Πιο οχλούσες, ωστόσο, και αναπόφευκτες είναι οι συνέπειές της. Και είναι, δυστυχώς, τόσο τραγικά ορατές σήμερα… Η προαιώνια βουλή της Σάρκωσης του Θεού – κατά πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας ανεξάρτητη από την αμαρτία του Αδάμ – είναι πια τετελεσμένο γεγονός, στο οποίο καλούμαστε να «εγκεντρισθούμε»: σε αυτό τούτο το Σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία. Έτσι μονάχα ιστάμεθα υπεράνω της σχετικότητας, της αδυναμίας, της αμαρτωλότητας, της μικρότητας, της παροδικότητας και του αιώνιου αφανισμού μας στα χάη του Άδη ή του μηδενός και καθιστάμεθα (κατά Χάριν) θεοί εν Χριστώ, πλήρεις, τελειωμένοι και τελειούμενοι, αιώνιοι, αΐδιοι, αθάνατοι.
Στο χέρι της προαίρεσής μας είναι το αν θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε θλιβεροί και αξιοθρήνητοι στο θνησιγενές από την εμβρυώδη σύλληψη και τη γέννα μας φυσικό πεπρωμένο ή αν θα συλλάβουμε πνευματικά και θα κυοφορήσουμε τον Θεό εν ημίν, αναγεννημένοι έτεροι Χριστοί στην αιώνια, οσονούπω ερχόμενη, Βασιλεία Του: και αυτό δεν είναι θεωρία ούτε φαντασία. Είναι πραγματικότητα που βιώνεται και σαρκώνεται μόνον εν τη Εκκλησία του Χριστού, καταγεγραμμένη εξάπαντος στη ζωή των Αγίων. Ο Χριστός συνεχίζει διαχρονικά να μας καλεί, άπαντας και έναν έκαστον, εν συνόλω και κατ’ όνομα, όπως τότε στη φάτνη τους Μάγους και τους βοσκούς: «ἔρχου καὶ ἴδε» (Ιω. 1:47).