16 Δεκεμβρίου 1803: Εξήντα (κατ'άλλους 22) Σουλιωτοπούλες χορεύουν το χορό του Ζαλόγγου και πέφτουν στο γκρεμό μαζί με τα παιδιά τους, για να μην παραδοθούν στους Τούρκους.
Σουλιώτες
Οι κάτοικοι μιάς ορεινής περιοχής της Θεσπρωτίας με την ονομασία Σούλι. Έζησαν εκεί από τον 16ου αιώνα έως το 1822, με ένα διάλειμμα 17 ετών (1803 - 1820). Υπήρξαν σκληροτράχηλοι πολεμιστές και είναι γνωστοί για τη μακροχρόνια αντιπαράθεσή τους με την Οθωμανική εξουσία και τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του 1821.
Οι Σουλιώτες κατοικούσαν σε 11 χωριά, σε μια περιοχή με απόκρημνους «υψηλούς και διαβόητους βράχους» (Κάλβος), που ορίζονται από δύο πασίγνωστες βουνοκορυφές, το Κούγκι και την Κιάφα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ήταν «κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών». Μιλούσαν Αλβανικά και δευτερευόντως Ελληνικά. Ήταν χωρισμένοι σε 47 μεγάλες οικογένειες (φάρες), με σπουδαιότερες αυτές των Ζέρβα, Τζαβέλα, Δράκου, Δαγκλή, Κουτσονίκα, Μπότσαρη, Καραμπίνη και Νίκα.
Οι Σουλιώτες θύμιζαν λίγο - πολύ τους αρχαίους Σπαρτιάτες. Από μικροί γυμνάζονταν στα όπλα και δεν γνώριζαν τίποτε άλλο, παρά την τέχνη του πολέμου. Άλλωστε, η φτωχή γη του Σουλίου μόνο λίγα ζωντανά μπορούσε να θρέψει. Έτσι, πουλούσαν προστασία στα γύρω χωριά και συχνά επιδίδονταν σε λαφυραγωγία για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις συμφωνίες και τις ηθικές αρχές, γι'αυτό στην κλειστή κοινωνία τους ήταν κανόνας απαράβατος η αντεκδίκηση (βεντέτα). Ένα μέρος ων εσόδων τους το κατέβαλαν στο Σουλτάνο για να εξασφαλίσουν την αυτονομία τους.
Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε μια ενοχλητική παρωνυχίδα για την Υψηλή Πύλη και μεγάλος πονοκέφαλος για τους ντόπιους αγάδες και μπέηδες, που έβλεπαν τους ανυπότακτους Σουλιώτες να οικειοποιούνται τις δραστηριότητές τους και να χάνουν μεγάλα εισοδήματα. Έτσι, από τις αρχές του 18ου αιώνα βρέθηκαν στο στόχαστρο του Σουλτάνου και της τοπικής οθωμανικής αριστοκρατίας.
Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων ήταν αυτός που τελικά τους υπέταξε. Η πρώτη εναντίον τους εκστρατεία πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1789 και κατέληξε σε φιάσκο. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Σουλιώτες και να καταβάλει τους μισθούς των αρχηγών τους για την ασφάλεια της περιοχής.
Αποτυχημένη ήταν και η νέα εκστρατεία του Αλή τον Ιούλιο του 1792. Τα κατάφερε με την τρίτη προσπάθεια, το 1800, όταν είχε φθάσει στην ακμή της δύναμής του, αλλά και πάλι χρειάστηκε τρία χρόνια για τους υποτάξει.
Ο κλοιός έγινε ασφυκτικός για τους Σουλιώτες και στις 12 Δεκεμβρίου 1803, αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν. Ο βασικός όρος της συμφωνίας ήταν να εκκενώσουν τα χωριά τους συν γυναιξί και τέκνοις και με τον οπλισμό τους. Στις 16 Δεκεμβρίου χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και άφησαν πίσω τους την πατρογονική γη.
Μόνο ο καλόγερος Σαμουήλ παρέμεινε στο Κούγκι με πέντε Σουλιώτες και μόλις πλησίασαν οι Τουρκοκαλβανοί έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της Μονής του Αγίου Αθανασίου, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει πολλούς στο θάνατο. Ο Αλή Πασάς θεώρησε το γεγονός παρασπονδία και ζήτησε εκδίκηση.
Η πρώτη φάλαγγα με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε στην Πάργα ασφαλής και από εκεί διεκπεραιώθηκε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη υπό τους Μποτσαραίους με κατεύθυνση τα Άγραφα, χτυπήθηκε από τον Αλή στη Μονή του Σέλτσου (20 Απριλίου 1804), με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά θύματα. Η τρίτη φάλαγγα δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο (16 Δεκεμβρίου 1803). Πολλοί φονεύθηκαν, ενώ 60 γυναίκες με τα παιδιά τους χόρεψαν το «Χορό του Ζαλόγγου» και γκρεμίστηκαν στα βράχια για μην πιαστούν αιχμάλωτες.
Το Μάιο του 1820 επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ του Αλή και Σουλτάνου Μαχμούτ Β'και οι Σουλιώτες βρήκαν την ευκαιρία να επανέλθουν στα χωριά τους στις 12 Δεκεμβρίου 1820, αφού συμμάχησαν με τον πρώην εχθρό τους. Όσο ζούσε ο Αλής, οι Σουλιώτες παρέμειναν πιστοί του σύμμαχοι, αποκρούοντας τις δελεαστικές προτάσεις του Χουρσίτ Πασά, που είχε διαταχθεί από τον Σουλτάνο να εξολοθρεύσει τον ομόλογό του των Ιωαννίνων.
Όταν ο Αλής φονεύθηκε (17 Ιανουαρίου 1822), οι Σουλιώτες συνέχισαν να μάχονται τους Τούρκους υπό τον Μάρκο Μπότσαρη. Μόνο μετά τη συντριβή των επαναστατημένων Ελλήνων στη Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν (28 Ιουλίου) και να εγκαταλείψουν και πάλι το Σούλι στις 2 Σεπτεμβρίου 1822. Διασκορπίστηκαν στον ελληνικό χώρο και προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα. Στο τέλος της Επανάστασης μόλις 200 Σουλιώτες είχαν επιζήσει.
Από τα 11 χωριά του Σουλίου, μόνο η Σαμονίβα κατοικείται σήμερα, από ανθρώπους, που δεν έχουν καμία σχέση με τους Σουλιώτες, ενώ σώζονται τα ερείπια του Κουγκίου και του φρουρίου της Κιάφας.
Πηγή: ![]()
Οι Σουλιώτες υπήρξαν μαχιμώτατοι άνδρες, ως καί οι γυναίκες αυτών είχον τά αυτά μέ τούς άνδρας ψυχικά προσόντα. Η μόνη εκπαίδευσις καί ανατροφή αμφοτέρων τών φύλων ήτον η αγάπη τής πατρίδος καί τής ελευθερίας καί τό κατά τών τυράννων μίσος.

Σούλι
Εντός της πολυπολιτισμικής (sic!) καί "ανεκτικής" - όπως τήν αποκαλούν οι τουρκολάτρες τού 2012 - οθωμανικής επικράτειας, έξω από τά Γιάννενα, βρισκόταν η μοναδική δημοκρατική κοινωνία εκείνης της εποχής, τό Σούλι. Ήταν ένα κράτος μέσα σέ ένα κράτος, μόνο πού οι κάτοικοί του ήταν ελεύθεροι, υπερήφανοι, εθνικιστές καί ανυπότακτοι. Κάποιοι τούς λένε Αρβανίτες, κάποιοι τούς λένε Έλληνες, τό σίγουρο όμως είναι ότι ήταν Xριστιανοί Oρθόδοξοι πού δέν ανέχονταν νά ζούν κάτω από τή βαρβαρότητα του οθωμανικού ζυγού καί είχαν φτιάξει τέσσερεις αετοφωλιές, τέσσερα χωριουδάκια, τό Κακοσούλι, τή Σαμονίβα, τό Αβαρίκο καί τήν Κιάφα όπου κράτησαν άσβεστη τή φλόγα τής παλληκαριάς καί τής λευτεριάς. Ο Περραιβός ήταν αυτός πού τούς μύησε στή Φιλική Εταιρεία καί έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιά τήν ιστορία τους.
«Όστις ανέγνωσε τήν παλαιάν ιστορίαν τής Σπάρτης, αναγνώση δέ καί τήν νέαν τών Σουλλιωτών, θ'απαντήσει, πολλάς ηρωϊκάς πράξεις ανδρών τε, καί γυναικών εφαμίλλους ταίς τών Σπαρτιατών.
Τέσσαρα ήσαν τά κύρια καί εκ διαλειμμάτων συστηθέντα ελεύθερα χωρία τών Σουλλιωτών. Τό Σούλλι, η Κιάφα, ο Αβαρίκος καί η Σαμωνίβα ταύτα αυξηθέντα διά τής ελευθερίας, ομονοίας καί τής ανδρείας τών συμπολιτών εγνωρίσθησαν εκ διαλειμμάτων ισχυρά καί κύρια τών κατωτέρω τουρκοχωρίων. Εις τά τέσσαρα ταύτα χωρία υπάρχουσι διάφοροι φυλαί, φάραι κοινώς ονομαζόμεναι. Εις το Σούλλι κατώκουν τετρακόσιαι πεντήκοντα οικογένειαι, φυλαί δε αι εξής:
Τζαβελλάται, Βοτζαράται, Δρακάται, Δαγκλιάται, Κουτζονικάται, Καραμπινάται, Μπουτζάται, Σεάται, Καλογεράται, Ζαρμπάται, Βελιάται, Θανασάται, Κασκαράται, Τοράται, Μαντζάται, Παππαγιαννάται, Βασιάται, Τοντάται, Σαχινάται, Παλαμάται, Ματάται, Μπουζμπάται.
Εις την Κιάφαν, οικογένειαι ενενήκοντα, φυλαί δε τέσσαρες: Ζερβάται, Νικάται, Φωτάται, Πανταζάται.
Εις τον Αβαρίκον οικογένειαι εξήκοντα πέντε, φυλαί τρείς: Σαλαράται, Μπουφάται, Τζιορίται.
Εις την Σαμωνίβαν, οικογένειαι πεντήκοντα φυλαί τρείς: Μπεκάται, Δαγκλιανάται, Ηράται.
Ουδένα νόμον γραπτόν, ούτε δικαστήριον τακτικό είχον οι Σουλλιώται, αλλά, δια τήν εσωτερικήν ευταξίαν, καί πειθαρχίαν, όταν τις τών πολιτών ήθελε πράξη τι αμάρτημα, συνήρχοντο οι προεστώτες τών φυλών, εξέταζον τήν υπόθεσιν καί εξέδιδον τήν απόφασιν προφορικώς, εις τήν οποίαν άνευ προφασιολογίας ώφειλεν ο καταδικασθείς νά υπακούση, τουναντίον, υποχρεούτο η φυλή του νά εκτελέση τήν απόφασιν δια της βίας.
Ούτε τέχνην, ούτ'εμπόριον μετεχειρίζετο τις εξ αυτών, τό μόνον καί κύριον επάγγελμάν των είναι η κτηνοτροφία. Όλη η σπουδή καί αφοσίωσις των παιδιόθεν περιστρέφεται εν τοίς όπλοις, τά οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγωντες καί κοιμώμενοι δέν αμελούσι. Τό περιεργότερον, ότι καί διάφοροι γυναίκες φέρουσιν όπλα καί πολεμούσι. Όταν οι άνδρες μάχωνται, αυταί φέρουσι κατόπιν αυτών επ'ώμων τροφάς, πολεμοφόδια καί πάν ότι αναγκαιοί.»
Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου
Η Δημοκρατία του Σουλίου είχε Γερουσία πού δίκαζε σύμφωνα μέ τό βυζαντινό δίκαιο τού Αρμενόπουλου, είχε Εκκλησία τού Δήμου πού συνεδρίαζε στόν Άη Δονάτο όταν επρόκειτο νά ληφθεί σοβαρή απόφαση πού αφορούσε σέ πόλεμο καί τέλος είχε τόν Πολέμαρχο ο οποίος ήταν ή ένας Μπότσαρης ή ένας Τζαβέλλας μέ τό πολεμικό του συμβούλιο. Η παντοδυναμία τών Σουλιωτών είχε ως αποτέλεσμα νά εξουσιάζουν πάνω από εκατό γειτονικά χωριά καί νά εισπράττουν από αυτά φόρο υποτελείας.
Η ιστορία τού Σουλίου ξεκινά περίπου τόν 15ο αιώνα, όταν μετά τήν κυρίευση τών Ιωαννίνων καί τής Άρτας, ολόκληρη η Ήπειρος υποδουλώθηκε στούς Τούρκους. Δέν είχαν περιέλθει στήν τουρκική κυριαρχία τά παράλια τής Ηπείρου, η Πάργα, τό Άκτιο καί η Βόνιτσα, πού τά κατείχαν οι Ενετοί. Η δέ Χειμάρρα καί τό Σούλι δέν υποτάχθησαν σέ κανένα κατακτητή. Ειδικά οι Σουλιώτες καθόλη τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας βρίσκονταν σέ κατάσταση πολέμου καί αντιμετώπιζαν πάντα μέ επιτυχία τίς αλλεπάλληλες επιθέσεις τού οθωμανικού στρατού.
«Οι πρώτοι κάτοικοι τού Σουλίου ήσαν αλβανικής φυλής καί ελάλουν τήν αλβανικήν γλώσσαν. Μετ'ού πολύ όμως συνεμίγησαν μετ'αυτών καί Έλληνες εκ τών πλησιοχώρων καί διά τής επιμιξίας ταύτης κατά τά τελευταία έτη ελάλουν μάλλον τήν ελληνικήν ή τήν αλβανικήν γλώσσαν.

Επειδή η χριστιανική τού Σουλίου φωλέα εις τά απρόσιτα εκείνα όρη ήτον ού μόνον απειλητική τις διαμαρτύρησις κατά τού οθωμανικού ζυγού, αλλά κατέστη καί άσυλο τών εν ταίς πεδιάσι καταπιεζομένων Χριστιανών, διά τούτο τό Διβάνιον (κυβέρνησις) ώφειλε διά παντός μέσου νά τήν καταστρέψη. Όθεν τώ 1732 διέταξε τόν Ιωαννίτην Χατσί Πασσάν νά εκστρατεύση μετά οκτώ χιλιάδων Οθωμανών κατά τού Σουλίου καί εξοντώση τούς κατοίκους αυτού. Αλλ'ο στρατός εκστρατεύσας κατά τού Σουλίου, ως διετάχθη, πλήν μή τολμήσας νά επιτεθή κατ'αυτού καίτοι πολυάριθμος επανέκαμψεν εις Ιωάννινα άπρακτος.
Τώ 1754 ο Μουσταφά πασσάς εξεστράτευσε κατά τού Σουλίου μέ απόφασιν τούτο μέν νά κατερημώση, τούς δέ κατοίκους εξανδραποδίση. Οι δέ Σουλιώται, μαθόντες τών κατ'αυτών απέλευσιν πολυάριθμου εχθρού, ουδόλως εταράχθησαν πεποιθόντες εις τήν ανδρείαν των. Όθεν δράξαντες τά όπλα καί καταβάντες από τάς ακρωρείας, αντιπαρετάχθησαν ανδρείως εις τάς υπωρείας τού όρους καί μάχης συγκροτηθείσης, ενίκησαν νίκην λαμπράν, αποδιώξαντες κακήν κακώς καί μετά μεγάλης ζημίας τόν εισελάσαντα εις τά σύνορα των αγέρωχον Μουσταφάν πασσάν, όστις κατησχυμένος διέχυσεν ο βάρβαρος τήν λύσσαν του κατά τών αθλίων Χριστιανών τών Ιωαννίνων, όντων ομοθρήσκων τών Σουλιωτών! Μόνον τών ανάνδρων καί τών τυράννων είνε ίδιον νά τιμωρώσι τούς αδυνάτους, τούς αθώους καί τούς αόπλους.
Τό Σούλι κατέστη προπύργιον, εν ώ ηδύναντο εκ τών καταδυναστευομένων εν ταίς πεδιάσι Χριστιανών νά καταφεύγωσιν οι θέλοντες. Παρήλθον πολλά έτη καθ'ά δέν ετόλμησαν οι διάφοροι σατράπαι τής Ηπείρου, ίνα εκστρατεύσωσι κατά τών Σουλιωτών.»
Το Σούλι: ήτοι τα ηρωϊκά θαύματα των Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860)
Τό 1772, ο αγάς τού Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσάπαρη ή Τζαπάρκα, επιτέθηκε στούς Σουλιώτες μέ στρατό 9.000 ανδρών. Οι Σουλιώτες είχαν ξεσηκωθεί μαζί μέ τούς Μωραΐτες, κατά τη διάρκεια των ορλωφικών, δεδομένου ότι είχαν λάβει από απεσταλμένο τού Αλεξίου Ορλώφ αρκετά πολεμοφόδια. Ο Τσάπαρης ορκίστηκε ότι θά εξόντωνε τελείως τό Σούλι καί σέ συνεργασία μέ τό δερβέναγα τών Αγράφων Μάλιο Κοζίνα Τόσκα επιτέθηκε στά σουλιοτοχώρια καί κατάφερε νά καταλάβει το Σούλι, ενώ οι Σουλιώτες απεσύρθησαν στή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα. Οι Σουλιώτες τελικά κατάφεραν καί απέκοψαν τόν αγά από τό υπόλοιπο στρατόπεδο καί τόν ανάγκασαν σέ ανακωχή δίνοντας τέλος στήν εκστρατεία του.
«Τόν Σουλεμάν Τζαπάρην μέ χιλιάδας 9, μετά τού υιού του καί άλλων τεσσαράκοντα συμμάχων συνέλαβον ζώντας, διότι τό στρατόπεδον τών Τούρκων υπήρχε μέσα εις τό Σούλι, ο δε στρατός ηττηθείς μακράν του Σουλίου, μεταξύ Κιάφας καί Σαμωνίβας καί μή δυνηθείς νά επιστρέψει καί συσσωματωθή μετά τού στρατοπέδου, όπου ήσαν οι αγάδες, διεσκορπίσθη καί ετράπη εις φυγήν, διηρημένος εις μικρά σώματα, τήδε κακείσε.
Οι δε αγάδες, μείναντες μετά τινών σωματοφυλάκων, εκλείσθησαν εις τόν εν τώ Σουλίω ναόν του Αγίου Γεωργίου, δια νά αποφύγωσι τόν επικείμενον κίνδυνον. Αλλά κατά τό μεσονύκτιον αναβάντες εις τήν σκέπην του ναού ο Δήμος Δράκος μετ'άλλων δύο, οπήν δέ ποιήσαντες επί τήν σκέπην, έρριψαν δι'αυτής εν τώ ναώ, σμήνος μελισσών. Μή δυνάμενοι νά υποφέρωσι αυτών τά κεντρίσματα, διαπραγματεύθησαν τήν ειρήνην καί δόντες λύτρα χιλίων φλωρίων, ζεριών λεγομένων, απελύθησαν».
Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου
Ένα χρόνο μετά ο ηγεμόνας τού Δελβίνου Κόκκα Πασάς μέ 4.000 μαχητές επιτέθηκε μέ τήν σειρά του κατά τού Σουλίου, αλλά ηττήθηκε, όπως ηττήθηκε καί ο Μπεκίρ Πασάς πού ακολούθησε μέ 5.000 πολεμιστές. Τήν ίδια τύχη είχε καί ο Χασάν Ιμπραίμ αγάς καί όλοι οι αγάδες καί οι πασάδες πού τόλμησαν νά αμφισβητήσουν τήν ανεξαρτησία τών Σουλιωτών. Δυστυχώς η αγραμματοσύνη τών Σουλιωτών ήταν αυτή πού δέν τούς επέτρεψε νά γράψουν γιά τήν ιστορία τού τόπου τους καί μόνο προφορικώς διεσώθησαν οι μάχες πού έδωσαν, στερώντας μας από τόσες λεπτομέρειες θυσίας καί γενναιότητας.
Η προφορική παράδοση τών Σουλιωτών είναι αυτή πού διαψεύδει τούς σύγχρονους (2012) "διανοούμενους"τών πανεπιστημίων τής Ελλάδος καί τής Τουρκίας οι οποίοι προσπαθούν νά μάς πείσουν ότι μέχρι τήν Γαλλική Επανάσταση οι Χριστιανοί ζούσαν αρμονικά καί ειρηνικά μέ τούς μουσουλμάνους καί ότι οι Γάλλοι αστοί επηρρέασαν τούς "ευτυχισμένους"ραγιάδες νά ξεσηκωθούν εναντίον τής "ανεκτικής"εξουσίας τού "φιλεύσπλαχνου"σουλτάνου!
Αλή πασάς καί Σούλι
Εκείνη τήν εποχή αναδείχθηκε μία εκπληκτική καί συνάμα τρομερή μορφή πού σημάδεψε μέ τό πέρασμά της τήν Ήπειρο, τήν Αρβανιτιά, τή Μακεδονία, τή Θεσσαλία αλλά καί τή Ρωμιοσύνη ολάκερη. Επρόκειτω γιά τόν Αλή πασά τόν Τεπελενλή, γνωστό καί ως τό λιοντάρι τής Ηπείρου. Ξεκίνησε πάμφτωχος καί κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του αμέτρητους θησαυρούς. Ξεκίνησε άσημος καί κατάφερε νά τόν τρέμουν οι αγάδες καί οι βεζύρηδες. Ξεκίνησε άστεγος καί κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του πλήθος από παλάτια καί σεράγια, γεμάτα μέ γυναίκες καί σκλάβους. Ο Αλής αναδείχθηκε σέ στρατιωτική ιδιοφυΐα αφού κατάφερε νά εκμηδενίσει όλους τούς εχθρούς του, ενώ όντας αγράμματος εξελίχθηκε σέ άριστο διπλωμάτη ξεγελώντας Γάλλους, Άγγλους καί Ρώσσους. Κατάφερε νά κλονίσει ακόμα καί τά θεμέλια τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναγκάζοντας τόν σουλτάνο νά στείλει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες γιά νά τόν αντιμετωπίσουν.
Όμως ο δρόμος του πρός τήν δόξα καί τά πλούτη ήταν στρωμένος μέ αμέτρητα κουφάρια, όπως είχε εκμυστηρευτεί καί ο ίδιος στό Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ. Είχε θανατώσει τόσους, αρχίζοντας από τούς στενούς του συγγενείς καί όποιον στήν συνέχεια τολμούσε νά μπεί εμπόδιο στα σχέδιά του, ενώ είχε επινοήσει αμέτρητους τρόπους βασανιστηρίων γιά τά θύματά του. Όταν χαμογελούσε, όλοι πάγωναν γύρω του, γιατί μέ αυτό τό χαμόγελο σφράγιζε τή θανατική καταδίκη κάποιου φίλου ή εχθρού. Οι ταπεινοί υπήκοοί του έτρεμαν όταν τόν συναντούσαν καί γιά νά τόν κολακεύσουν τόν χαιρετούσαν κάπως έτσι:
«Υψηλώτατε, μεγαλοπρεπέστατε, ντεβλετλή, μερχαμετλή βεζήρ εφένδη μου, τήν υψηλότητά σου σκλαβικώς προσκυνώ, τόν μεγαλοδύναμον Θεόν παρακαλώ νά σού αυξάνη τό οτζάκι σου μέ ώλλα τά χαϊρλή μουράτια τής καρδιάς σου, αμήν...».
Από τά χαρέμια του είχαν περάσει χιλιάδες Ρωμιές καί όταν βαριόταν κάποια από αυτές τήν πάντρευε μέ τό ζόρι μέ κάποιον Γιαννιώτη. Άρνηση τού προξενιού ισοδυναμούσε μέ θάνατο.
(Τέτοια τέρατα γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα τό οποίο η κυβέρνηση τής Νέας Δημοκρατίας εξυμνεί μέσα από τά σχολικά βιβλία, μέ συμπαραστάτες τά άλλα δύο κόμματα πού έχουν δηλώσει πίστη στήν παγκοσμιοποίηση, τό ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη καί τόν πραγματικό εξουσιαστή τής ελληνικής κοινωνίας, τό ΣΥΡΙΖΑ. Τέτοια θηρία γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα πού ο βουλευτής τού ΣΥΡΙΖΑ (2012) Τατσόπουλος τό εξυμνεί γιά τήν οικονομική ανάπτυξη καί τήν πρόοδο πού έφερε στούς υπηκόους του!!! Επίσης, ο υμνητής τού Αλή πασά καί αριστερός βουλευτής τού ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι δέν υπήρχαν Έλληνες εκείνη τήν εποχή. Τό ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε από τό τίποτα μετά τήν επανάσταση! Η Τουρκία δουλεύει καί δουλεύει σωστά.)
«Αίφνης τώ 1788 διορίζεται σατράπης τών Ιωαννίνων ανήρ, τού οποίου τό όνομα δι'αίματος ανθρωπίνου είνε εγκεχαραγμένον εις τά αιμοβαφή χρονικά τών τυράννων Οθωμανών. Ο ανήρ ούτος είνε ο διαβόητος διά τά κακουργήματά του Αλή πασσάς Τεπελενλής. Ο ανήρ ούτος υπερέβαινε πάντας τούς προκατόχους του κατά τήν θηριωδίαν, τήν δολιότητα καί τήν απάτην. Εν ενί λόγω ο ανήρ ούτος ήτο προικισμένος μ'όλα τά τών δαιμόνων προσόντα. Άμα εγκατασταθείς εν Ιωαννίνοις ο Αλής, πρώτον πάντων ενησχολήθη νά περιστείλη τάς επιδρομάς τών Σουλιωτών.
Ο Αλής, ει καί κάτοχος τής τέ Θεσσαλίας καί τής Ηπείρου, δέν εθεώρει όμως τήν κυριαρχίαν του ασφαλή, εν όσω οι Σουλιώται υπήρχον εν μέσω τής δούλης Ηπείρου ανεξάρτητοι. Διό καί έβλεπε μέ λύπην τήν ανεξαρτησία τού Σουλίου καί μέ λύσσαν τάς επιδρομάς τών κατοίκων αυτού.»
Το Σούλι: ήτοι τα ηρωϊκά θαύματα των Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860)
Ο Αλή πασάς είχε βάλει σάν στόχο νά απαλλαγεί από αυτή τήν σφηκοφωλιά πού είχε στό πασαλίκι του καί η πρώτη του σοβαρή προσπάθεια έγινε στά 1792. Ξεκίνησε μέ ένα γράμμα πού έστειλε στούς Σουλιώτες οπλαρχηγούς, καλώντας τους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους γιά νά κτυπήσουν τούς μπέηδες στό Μπεράτι (βυζαντινό Βεράτιον) καί τό Δέλβινο. Πράγματι ο πασάς είχε συγκεντρώσει δέκα χιλιάδες άνδρες μέ πραγματικό στόχο όμως όχι τούς Αλβανούς μπέηδες, αλλά τό Σούλι.
«Μολονότι η δύναμις αύτη ήτο μεγάλη, αι ελπίδες τού Αλή δέν εβασίζοντο, ειμή εις τό μόνον σχέδιον τού νά επιπέση αιφνιδίως κατά τών Σουλιωτών. Άμα τή αναχωρήσει λοιπόν, δέν εκοινοποίησε τόν αληθινόν αυτού σκοπόν, αλλά διέδωκε τήν φήμην ότι έμελλε νά προσβάλη τήν πόλιν Αργυρόκαστρον, οι μπέηδες τού οποίου είχον άλλοτε χρηματίσει εχθροί. Ενώ τούτο ήτο τό μελετώμενον σχέδιον, αυτός προσεπάθει νά αποκοιμίση τούς Σουλιώτας καί νά αφαιρέση μέρος τής ιδίας αυτών δυνάμεως, εγκωμιάζων τήν ανδρείαν αυτών, καί προσκαλών αυτούς ίνα συνεργασθώσι διά τήν εκστρατείαν, κατέφυγε δέ εις τό δι'επιστολής στρατήγημα.
"Φίλοι μου καπετάν Μπότσαρη καί καπετάν Τσαβέλλα, εγώ ο Αλή Πασάς σάς χαιρετώ καί σάς φιλώ τά μάτια.
Επειδή καί εγώ ξεύρω πολλά καλά τήν ανδραγαθίαν σας καί τήν παλληκαριάν σας, μού φαίνεται νά έχω μεγάλην χρείαν από λόγου σας. Λοιπόν μή κάμετε αλλέως, αλλά ευθύς οπού λάβετε τήν γραφήν μου νά ελθήτε νά μέ εύρετε διά νά πάγω νά πολεμήσω τούς εχθρούς μου. Ο λουφές σας θέλει είναι διπλούς απ'όσον δίδω εις τούς Αρβανίτας, διατί καί η παλληκαριά σας ξεύρω πώς είνε μεγαλειτέρα από τήν ιδικήν τους..."
"Εις τήν αφεντιά σου Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν.
Ελάβαμεν τό γράμμα σου καί εκαταλάβαμεν τά γραφόμενά σου. Λοιπόν σού στέλνομεν ιμντάτι, όπου μάς ζητάς 70 παλληκάρια μέ τόν καπετάν Λάμπρον Τζαβέλλαν καί τόσοι είνε αρκετοί εις κάθε νίκην σου καί οι άλλοι μένουν εδώ εις τό Σούλι διά φύλαξίν του καί εις κάθε ενάντιο. Ταύτα καί καλή αντάμωσι νά μάς δώση ο Θεός..."»
Ιστορία τού Αλή πασά - Τρύφων Ευαγγελίδης (1896)
Οι Σουλιώτες μόλις έλαβαν τήν επιστολή, μαζεύτηκαν στόν Aη Δονάτο, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία τού Δήμου, καί μέ προεδρεύοντα τό Γιώργο Μπότσαρη, αποφάσισαν νά στείλουν μικρή δύναμη εβδομήντα ανδρών στόν Αλή, ώστε καί νά τού ικανοποιήσουν τήν επιθυμία αλλά ταυτόχρονα νά μήν αδυνατίσουν τό Σούλι από μαχητές. Πράγματι τό μικρό σώμα τών Σουλιωτών, μέ αρχηγό τόν Λάμπρο Τζαβέλα καί τό νεαρό γιό του Φώτο, ενώθηκε μέ τίς δυνάμεις τού πασά στή Ζήτσα. Ο πονηρός πασάς αγκάλιασε φιλικά τόν Τζαβέλα καί αφού γλήντησαν, αποφάσισαν νά γίνουν αγώνες στό πήδημα καί στό λιθάρι, μεταξύ των Τουρκαλβανών τού Αλή καί τών Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες άφησαν τά όπλα τους καί άρχισαν νά αγωνίζονται, μέχρι πού αφοπλισμένους πλέον τούς συνέλαβε ο Αλής, μέ εξαίρεση έναν Σουλιώτη ο οποίος πρόλαβε καί βούτηξε στό κρύο ποτάμι καί παρά τίς δεκάδες σφαίρες πού τού έριξαν, κατάφερε νά φτάσει στόν Γιώργο Μπότσαρη καί νά τόν ειδοποιήσει γιά τόν κίνδυνο πού πλησίαζε.
Ο Αλής σίγουρος ότι ο Σουλιώτης είχε πνιγεί, ορκίστηκε "δέν θά μέ γλυτώσουν τά σκυλιά, θά τούς ψήσω ησαλάχ (Θεού θέλοντος) ζωντανούς σάν τόν Τσαούς πρίφτη (Χριστιανός από τό Χόρμοβο) γυναίκες καί παιδιά καί τό Σούλι θά τό κάμω σάν τό Χόρμοβο, χόρτο νά μή φυτρώση."
Οι Τουρκαλβανοί μπήκαν στά έρημα Σουλιωτοχώρια αλλά δέχτηκαν βροχή από σφαίρες. Ο αιφνιδιασμός είχε αποτύχει. Απελπισμένος ο Αλής έβγαλε τόν Λάμπρο Τζαβέλα από τό μπουντρούμι καί τάζοντάς του χιλιάδες γρόσια, τόν κάλεσε νά πάει στούς συμπατριώτες του γιά νά τούς πείσει νά παραδοθούν. Ο Τζαβέλας έδωσε "μπέσα"αλλά φθάνοντας στό Σούλι, έκανε ακριβώς τά αντίθετα, οργανώνοντας περαιτέρω τήν άμυνα καί εμψυχώνοντας τους αδελφούς του.
«Αλή πασά, χαίρομαι οπού εγέλασα ένα δόλιον· είμ'εδώ νά διαφεντεύσω τήν Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέφτην σάν κι εσένα. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τόν εκδικήσω πρίν αποθάνω. Κάποιοι Τούρκοι καθώς εσύ θέλουν ειπή ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας μέ το νά θυσιάσω τόν υιόν μου διά τόν εδικόν μου λυτρωμόν. Αποκρίνομαι ότι εάν εσύ πάρεις τό βουνόν (τό Σούλι) θέλεις σκοτώσει καί τόν υιόν μου μέ τό επίλοιπον τής φαμελίας μου καί τούς συμπατριώτας μου.
Τότε δέν θά ημπορέσω νά εκδικήσω τόν θάνατόν του· αμμή αν νικήσωμεν θέλει έχω καί άλλα παιδία, η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο υιός μου νέος καθώς είναι δέν μένη ευχαριστημένος ν'αποθάνη διά τήν πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος νά ζήση καί νά γνωρίζηται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν, άπιστε. Είμαι ανυπόμονος νά εκδικηθώ καί νά πιώ τό αίμα σου.
Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας»
Στίς 20 Ιουλίου 1792, ανήμερα τού Άη Λιά, χιλιάδες Τουρκαλβανοί μέ αρχηγό τόν Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκαν μέ αλαλαγμούς εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν, καθ'υπόδειξη τού Γιώργου Μπότσαρη, εγκαταλείψει τό Σούλι, τή Σαμωνίβα καί τό Ναβαρίκο καί είχαν οχυρωθεί στήν απρόσιτη Κιάφα. Μάλιστα, σέ μία νυχτερινή τους έφοδο 300 Σουλιώτες επιτέθηκαν στή μεγάλη σκηνή πού είχε στήσει ο Αλής γιά νά παρακολουθεί τίς επιχειρήσεις καί λίγο έλλειψε νά τόν συλλάβουν. Ο Αλής όμως δέν βρισκόταν στή σκηνή, ειδοποιημένος από έναν προδότη γανωτή, πού είχε βρεθεί τυχαία στό Σούλι καί έμαθε γιά τό σχέδιο τών Σουλιωτών. Αλλά καί μόνο η παράτολμη αυτή ενέργεια τών Σουλιωτών νά τόν σκοτώσουν μέσα στή σκηνή του, κατατρόμαξε τόν τύραννο.
"Οι Σουλιώτες δεχόντανε τίς απανωτές εφόδους μ'ακατάπαυστη φωτιά, πού αραίωνε φοβερά τό στρατό του Αλή. Τά πιό διαλεκτά παληκάρια πέσανε κατά από τά μάτια του Ομέρ Βρυώνη. Ωρες κι ώρες βρέχαν οι Αρβανιτάδες τ'άγρια βράχια μέ τό αίμα τους, χωρίς νά μπορέσουν νά κερδίσουν ούτε πιθαμή. Ηταν μεσημέρι, καιγόταν η σιδερόπετρα, ο αέρας είχε ανάψει από τόν ήλιο καί τό ντουφεκίδι, η λαύρα κυμάτιζε καυτερή πάνω από τό λιθάρι καί τό ξερό χορτάρι καί θάμπωνε τά μάτια καί έλιωνε τά κορμιά.
Τά ντουφέκια όμως ανάψανε, αραίωσε τό ντουφεκίδι, σβήσανε οι κρότοι, σκόρπισαν οι καπνοί καί μιά παράξενη σιγαλιά απλώθηκε. Τότε γίνηκε κάτι αναπάντεχο πούκρινε τή μάχη. Οι γυναίκες πούχανε καταφύγει μέ τά παιδιά τους στά απάτητα ψηλώματα τής Κιάφας, μήν ακούγοντας ούτε ντουφέκι, ούτε φωνή πολεμική, θαρρέψανε πως οι άντρες τους χάσανε τόν αγώνα. Τότε η Μόσχω του Λάμπρου, ψυχή γεμάτη φλόγα, γυναίκα μέ αντρίκιο φρόνημα, έμπηξε φωνή:
- Τί καθόμαστε, απάνω στά σκυλιά."
Σπύρος Μελάς - Τό λιοντάρι τής Ηπείρου
Η ξαφνική εμφάνιση τών Σουλιωτισσών, ξάφνιασε τούς Τουρκαλβανούς καί ανάγκασε τούς Σουλιώτες νά ξεχυθούν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια. Τό σώμα τού Γιώργη Μπότσαρη πού ήταν κρυμμένο πίσω από τά βράχια, βρέθηκε στά μετόπισθεν τού εχθρού μέ αποτέλεσμα οι Τουρκαλβανοί νά βρεθούν περικυκλωμένοι. Τρείς χιλιάδες εχθρικά κουφάρια γέμισαν τά σουλιώτικα βουνά. Πολλοί έπεφταν από τά βράχια γιά νά σωθούν από τά σουλιώτικα μαχαίρια. Οι Σουλιώτες είχαν 74 νεκρούς, ενώ τραυματίστηκε καί ο Λάμπρος Τζαβέλας. Μετά τή μάχη, μέ τά κεφάλια τών νεκρών μουσουλμάνων, έφτιαξαν πυραμίδα, ενώ τά κουφάρια τους τά πέταξαν στόν Αχέροντα.
Ο Αλής παρατώντας τή σκηνή του ανέβηκε στό άλογό του καί εξαφανίσθηκε μέ τή συνοδεία του. Μπαίνοντας στην πόλη διέταξε νά μείνουν κλειστά τά παράθυρα επί ποινή θανάτου γιά νά μήν δούν οι Γιαννιώτες τά άθλια απομεινάρια τού οθωμανικού στρατού. Γιά δεκαπέντε μέρες έμεινε απομονωμένος στό παλάτι του. Οι στρατιώτες του κατάκοποι κυνηγήθηκαν ως τά προάστεια τών Ιωαννίνων, όπου ο επίσκοπος τής πόλης πρότεινε στούς Σουλιώτες ειρήνη εξ ονόματος τού Αλή. Κατά τούς όρους τής ειρήνης όφειλε ο Αλής νά παραχωρήσει στούς Σουλιώτες όλη τήν περιοχή μέχρι τή Δερβίτσιανη έξι μίλια μακριά από τά Γιάννινα, νά επιστρέψει τούς αιχμαλώτους, μαζί μέ τόν Φώτο Τζαβέλα καί νά πληρώσει 1.000 γρόσια για κάθε Τούρκο αιχμάλωτο.
«Τρία πουλάκια κάθονται στόν Άη Λιάν τήν ράχην,
τό 'να τηράϊ τά Γιάννινα, τ'άλλο τό Κακοσούλι
τό τρίτον τό καλλίτερο, μοιρολογά καί λέγει
"Αρβανιτιά μαζώχθηκε, πάει στό Κακοσούλι.
Τρία μπαϊράκια φαίνονται ΄πο κάτω από τό Σούλι
το ΄να ΄ναι τού Μουχτάρ πασά, τ΄ άλλο τού Μετζομπόνου
το τρίτο τό καλλίτερο είναι τού Σελιχτάρη
Μιά παπαδιά τ΄ αγνάντεψε από ψιλή ραχούλα,
-Πού ΄στε τού Λάμπρου τά παιδιά, πού ΄στε οι Μποτσαραίοι
Αρβανιτιά μάς πλάκωσε, θέλει νά μάς σκλαβώσει,
ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δέν μάς κάνουν,
ας έρτουν πόλεμο νά ιδούν καί Σουλιωτών τουφέκια,
να μάθουν Λάμπρου τό σπαθί, Μπότσαρη τό τουφέκι,
τ΄ άρματα τών Σουλιώτισσων, τής ξακουσμένης Χάιδως.
Κι ο Κουτσονίκας φώναξε από τό μετερίζι:
-Παιδιά σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα
γιατί έρχεται ο Μουχτάρ πασάς μέ δώδεκα χιλιάδες".
Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τά τουφέκια
τόν Ζέρβα καί τόν Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας,
-Παιδιά μ΄ ηρθ΄ ώρα τού σπαθιού, κι ας πάψη τό τουφέκι
Κι ολ΄ έπιασαν καί σπάσανε τίς θήκες τών σπαθιών τους
τούς Τούρκους βάνουνε μπροστά, τούς βάνουν σάν κριάρια.
Αλλ΄ έφευγαν κι αλλ΄ έλεγαν "Πασά μου ανάθεμάσε!
μέγα κακό μάς έφερες τούτο τό καλοκαίρι,
εχάλασε τόση Τουρκιά, Σπαΐδες κι Αρβανίτες,
δεν είν΄ εδώ τό Χάρμοβο, δεν είν΄ η Λαμποβίτσα
εδώ ειν'τό Σούλι τό κακό, εδώ ειν΄ τό Κακοσούλι,
πού πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σάν τούς άντρες
πού πολεμάει η Μόσκω Τζαβέλαινα σάν άξιο παλικάρι".
Κι ο Μπότσαρης εφώναξε μέ τό σπαθί στό χέρι:
-Έλα Πασά τί σκιάχτηκες καί φεύγεις μέ μενζίλια
Γύρισε εδώ στό τόπο μας, στήν έρημη τή Κιάφα
εδώ νά στήσεις τό θρονί, νά γένης καί Σουλτάνος.»
Δημοτικό τραγούδι
Ο Λάμπρος Τζαβέλας δέν άντεξε τόν τραυματισμό του καί πέθανε, αφήνοντας όμως στήν θέση του άξιο διάδοχο τόν γιό του Φώτο Τζαβέλα. Η εκλογή αυτή δυσαρέστησε τό γηραιότερο αρχηγό τής αντίπαλης φάρας, Γιώργο Μπότσαρη, στόν οποίο οφειλόταν τό σχέδιο τής σωτηρίας τού Σουλίου, τό καλοκαίρι τού 1792.
«Η εκλογή τού νέου Φώτου Τζαβέλλα ως αρχηγού τών Σουλιωτών επλήγωσε καιρίως τήν φιλοτιμίαν ανδρός, ουχί κατωτέρου τήν ισχύν καί τήν ανδρείαν τού Λάμπρου Τζαβέλλα, εγέννησε διχόνοιας καί εμφυλίους ταραχάς καί μετ'ου πολύ εγένετο πρόξενος καταστροφών. Ο Γεώργιος Μπότσαρης, ο σώσας τήν πατρίδα του διά τού ευφυούς στρατηγήματός του, ιδών προτιμηθέντα αυτού τόν νεανίσκον Φώτον Τζαβέλλαν δεκαεννεατή καί εξ άλλων αφορμών προηγουμένων κινηθείς, ανεχώρησεν εκ Σουλίου μετά τών οικείων καί μετέβη εις Βουλγαρέλι, χωρίον κείμενον παρά τούς πρόποδας τών Κιμερών ορέων (Τζουμέρκων).
Εντεύθεν δέ, δελεασθείς μετά τινα καιρόν, υπό υποσχέσεων τινών φίλων του μπέϊδων, μετέβη εις Ιωάννινα καί προσεκύνησε τόν άσπονδον εχθρόν τής πατρίδος του Αλή πασάν, όστις ανεκλάλητον χαράν εχάρη προσλαβών εις τήν υπηρεσίαν του τόν επισημότερον καί ανδρειότερον Σουλιώτην. Εκλεγείς αρχηγός τών Σουλιωτών ο Φώτος Τζαβέλας, ενόησεν αμέσως οποία ιερά χρέη τώ επέβαλλον οι τε αποθανόντες καί οι επιζώντες. Εξ εκείνης τής ημέρας ουδεμίαν είχεν άλλην φροντίδα, ειμή όπως δράξη ευνοϊκήν περίστασιν, ίνα εκδικήση τόν θάνατον τού πατρός του.»
Ιστορία τού Αλή πασά - Τρύφων Ευαγγελίδης (1896)
Τό 1797, ο Μέγας Ναπολέων ο Βοναπάρτης κατέλαβε από τούς Βενετούς τά Επτάνησα καί τίς πόλεις τής Ηπείρου Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα καί Βόνιτσα, καταλύοντας ταυτόχρονα τό κράτος τής Βενετίας ύστερα από 800 χρόνια ένδοξης ιστορίας. Ο Αλής, πού γνώριζε άριστα τήν ευρωπαϊκή διπλωματία, αρχικά έδειξε φιλικό πρόσωπο πρός τούς Γάλλους, περιμένοντας τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά αρπάξει τίς κτήσεις τους. Ο Ναπολέων επιθυμούσε τήν ενδυνάμωση τού Αλβανού πασά σάν ανάχωμα κατά τής οθωμανικής αυτοκρατορίας καί τόν παρότρυνε νά δημιουργήσει ακόμα καί δικό του στόλο.
Φυσικά ο πανούργος πασάς χρησιμοποίησε τά πλεονεκτήματα τής νέας του συμμαχίας γιά νά κτυπήσει χωριά πού ανήκαν στόν πασά τού Δελβίνου καί στόν πασά τού Βερατίου. Ακολούθησε η ανυπότακτη Χειμάρρα, όπου έστειλε τόν Γιουσούφ Αράπη μέ τρείς χιλιάδες στρατό, ο οποίος επιτέθηκε τήν ώρα πού οι Ρωμηοί ήταν στίς εκκλησίες γιά νά γιορτάσουν τήν Ανάσταση.
"Ξημέρωνε Λαμπρή. Οι πληθυσμοί, ανύποπτοι, στίς εκκλησιές, γιορτάζανε τήν Ανάσταση τού Κυρίου. Ο Γιουσούφ Αράπης μοίρασε τούς Αρβανιτάδες στά χωριά, ζώσανε τίς εκκλησίες, ορμήσανε μ'αλαλαγμούς καί γυμνά γιαταγάνια, σφάξανε τούς χριστιανούς άντρες, γυναίκες, παιδιά, βάψανε πατώματα κι Άγιες Τράπεζες μέ τό αίμα των πιστών. Υστερα πήγαν στά σπίτια κάνανε πλιάτσικο καί τά 'καψαν. Τρείς χιλιάδες μακελέψανε, από μία μεγάλη ελιά κρεμάσανε μιά φαμελιά μέ δεκατέσσερα πρόσωπα.
Τήν ώρα πού γυρίζανε οι βάρβαροι, μετά τό μακελειό στή Σαλαώρα, ξεφωνητά φρίκης από τήν παραλία δεχτήκανε τόν στόλο του Γιουσούφ. Είχε στολίσει τά καΐκια μέ τά κομμένα κεφάλια των Χειμαρριωτών, αιμοστάλακτα καί απαίσια."
Σπύρος Μελάς - Τό λιοντάρι τής Ηπείρου
Ο Αλή πασάς γι'αυτό τό μεγάλο "κατόρθωμα"δέχτηκε τίς ευχαριστίες τού σουλτάνου καί αμέσως μετά τόν κάλεσε νά επιτεθεί κατά τού πασά τού Βιδινίου Πασβάν Ογλού, τόν οποίο ήδη πολιορκούσαν εκατό χιλιάδες σουλτανικά στρατεύματα.
Τό 1798, ο φοβερός Αλβανός επιτέθηκε εντελώς αιφνιδιαστικά στίς γαλλικές κτήσεις, κατετρόπωσε μέ τό ιππικό του, πού οδηγούσε ο γιός του ο Μουχτάρ, τούς Γάλλους καί τούς Ελληνες στήν μάχη τής Νικόπολης καί κατέλαβε τήν Πρέβεζα. Η πόλη παραδόθηκε στίς φλόγες ενώ γιά τρείς μέρες οι Τουρκαλβανοί έσφαζαν τούς άνδρες κατοίκους, λεηλατούσαν τίς περιουσίες τους καί βίαζαν τίς γυναίκες τους. Τά παιδιά τών οικογενειών τά μοιράστηκαν οι αγάδες, ενώ η τύχη τών αιχμαλώτων στρατιωτών ήταν ακόμα πιό φρικτή. Τούς υποχρέωσαν νά μπούν στήν σειρά καί νά περνούν ένας ένας από τό σπαθί τού δήμιου, τού Οσμάν Αράπη, ο οποίος μέ μία σπαθιά χώριζε τό κεφάλι από τό υπόλοιπο σώμα. Τά κεφάλια τά παστώσανε μέ αλάτι, διά τής βίας οι ίδιοι οι Γάλλοι αιχμάλωτοι, καί τά στείλανε στόν σουλτάνο, ο οποίος συνεχάρη τόν Αλή γιά τίς επιτυχίες του καί από τότε τόν ονόμαζε Ασλάνη δηλαδή λεοντάρι, ενώ τόν τίμησε μέ τόν βαθμό "Κιλίτζ Καφτάν", ισάξιο μέ βεζίρη καί ανώτερο από όλους τούς άλλους πασάδες. Ακόμα καί ο Άγγλος ναύαρχος Νέλσων, ο οποίος εκείνη τήν εποχή περιέπλεε τό Ιόνιο Πέλαγος συνεχάρη τόν Αλή πασά γιά τή νίκη του κατά τών Γάλλων καί τήν άλωση τής Πρεβέζης.
Παρά τίς ανώτερες δυνάμεις τους, οι Τουρκαλβανοί του πασά ταπεινώθηκαν πάλι από τούς Σουλιώτες. Στίς 9 Ιουνίου 1800, ο Φώτος Τζαβέλας σκότωσε τόν γενναίο Μουσταφά Ζυγούρη στό Σιστρούνι καί αφού τόν αποκεφάλισε έδειξε τό κεφάλι του στούς δικούς του, οι οποίοι ετράπησαν σέ άτακτη φυγή. Οι Σουλιώτες, αφού λαφυραγώγησαν τό εχθρικό στρατόπεδο καί χωρίς νά χάσουν ούτε έναν στρατιώτη, επανέκαμψαν τροπαιούχοι στό Σούλι, ψάλλοντας τά νικητήρια.
Ο Αλής έζωσε τό Σούλι μέ τούς πύργους του, ώστε νά αποκλειστούν οι Σουλιώτες από τίς γύρω περιοχές καί ιδιαίτερα από τήν Πάργα, από όπου προμηθεύονταν τίς τροφές τους. Κάλεσε καί τόν πασά τού Βερατίου Ιμπραήμ νά τόν ενισχύσει καί αυτός απέστειλε σώμα δύο χιλιάδων ανδρών. Αμέσως τριακόσιοι Σουλιώτες πήγαν νά προϋπαντήσουν τούς Αλβανούς τού Ιμπραήμ μέ κεφαλές τούς Φώτο Τζαβέλα, Γκόγκα Δαγκλή, Νάσση Φωτομάρα, Κωλέτζη Μαλάμου καί Θανάση Βάγια. Η μάχη υπήρξε σκληρή καί πολύωρη καί ο Φώτος τραυματίστηκε βαρύτατα. Έγινε τότε μάχη γύρω από τόν τραυματισμένο καπετάνιο καί οι Τουρκαλβανοί μέ λύσσα προσπαθούσαν νά πάρουν τόν Φώτο καί νά πάνε τό κεφάλι του στόν Αλή πασά, γνωρίζοντας τήν μεγάλη αμοιβή πού θά τούς περίμενε. Ο Φώτος παρακάλεσε τόν αδελφό του Γιώργο νά τού κόψει αυτός τό κεφάλι γιά νά μήν πέσει στά χέρια τών εχθρών.
Τήν πρώτη φάλαγγα τή κτυπήσανε οι Αρβανίτες του Σιλλικτάρ Μπόντα, κοντά στήν Πάργα αλλά επειδή οι Σουλιώτες ήταν πολυάριθμοι καί έλαβαν βοήθεια από τούς Παργινούς κατάφεραν νά φτάσουν στή σωτηρία μέ μικρές απώλειες. Οι άλλες δύο όμως φάλαγγες των Σουλιωτών, πού ήταν καί πιό ολιγάριθμες είχαν πολύ τραγική κατάληξη. Τήν φάλαγγα των Μποτσαραίων τήν κτύπησε ο Μπεκήρ Τζογαδώρος στό Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες γιά δύο μερόνυκτα έδωσαν μάχη καί όταν τούς έλειψαν τά φυσέκια, έκαναν νυκτερινή έξοδο μέ τά σπαθιά στά χέρια. Πολλοί σκοτώθηκαν, οι αρχηγοί έσπασαν τόν κλοιό, αλλά εξήντα γυναίκες μέ τά μωρά στά χέρια δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν καί απομονώθηκαν στήν κορυφή ενός γκρεμού. 'Εσυραν τότε μέ αργό ρυθμό τό χορό του θανάτου καί όποια έφτανε στά χείλη του βαράθρου, πέταγε τό παιδί της καί μετά έπεφτε καί η ίδια. Οταν οι βάρβαροι ανέβηκαν στήν κορυφή, δέν είχε μείνει ούτε μιά γυναίκα γιά νά τήν αρπάξουν. Κείτονταν όλες νεκρές στήν άβυσσο καί τό πυκνό χιόνι πού έπεφτε τίς σκέπαζε, αλλά η θύμησή τους δέν θά σκεπαστεί καί δέν πρέπει νά σκεπαστεί, όσο καί αν προσπαθήσουν οι σύγχρονοι νοσταλγοί τής Οθωμανοκρατίας καί οπαδοί τού πολυπολιτισμού. (Φαντάζομαι η αριστερή Ρεπούσησέ μία κυβέρνηση Ν.Δ. νά γράψει σέ σχολικό βιβλίο γιά τούς χορούς καί τά γλέντια πού έκαναν οι Χριστιανοί τήν εποχή τής τουρκοκρατίας).
Τό Σούλι έπεσε
Όμως ο μεγάλος πόθος τού Αλβανού ήταν τό Σούλι. Δέν είχε ξεχάσει ποτέ τήν ταπεινωτική ειρήνη πού είχε υπογράψει, καί είχε ορκιστεί νά την ξεπληρώσει μέ αίμα. Τόν Ιούνιο τού 1800, ο Αλής είχε μαζέψει δεκαπέντε χιλιάδες μαχητές, διαδίδοντας ότι θά εκστρατεύσει κατά τών Γάλλων στήν Αίγυπτο. Ήδη ο γέρο Μπότσαρης είχε εγκαταλείψει τό Σούλι μέ όλη του τή φάρα καί είχε εγκατασταθεί στό Βουλγαρέλι, αδυνατίζοντας τήν άμυνα τής πατρίδας του. Η διχόνοια καί αργότερα η προδοσία, ανίατες ασθένειες τής φυλής μας, θά γίνονταν αργότερα οι αιτίες τής πτώσης τού Σουλίου.
Τά οθωμανικά στρατεύματα ανεχώρησαν από τά Ιωάννινα καί στήν διαδρομή τούς έγινε γνωστό ότι κατευθύνονταν νά υποτάξουν τούς γκιαούρηδες πού αψηφούσαν τό νόμο τού Ισλάμ, τούς άπιστους Σουλιώτες. Ο βεζύρης θά έζωνε τό Σούλι από όλες τίς πλευρές. Ο ίδιος μέ χίλιους άντρες έστησε τό αρχηγείο του στή Λίπα. Ο Σιλιχτάρ Μπόντα μέ δύο χιλιάδες, έπιασε τό κάστρο τής Μπογόρτσας, οι στρατηγοί Χατζή Μπέντο, Μπεκίρ Τζογαδώρο καί Μουσταφά Ζυγούρη μέ τρείς χιλιάδες στρατοπέδευσαν στήν Ζυρμή, ενώ ένα σώμα μέ αρχηγούς τόν Γιουσούφ Αράπη, τόν Χασάν Τσαπάρη καί τόν Σουλεϊμάν Τζόπανο πέρασαν τό γεφύρι τής Τσουκνίδας τού Αχέροντα καί στρατοπέδευσαν στή Νεμίτσα.
«Ο Αλής επροσκάλεσε τούς σημαντικωτέρους καί ισχυροτέρους μπέϊδας καί αγάδας τής Ηπείρου εις τά Ιωάννινα καί τούς εξέφρασε τά εξής:
"Μπέϊδες καί Αγάδες πιστοί μωαμεθανοί! μάθετε ότι τό βασίλειόν μας πλησιάζει νά χαθή, επειδή τό περιτριγυρίζουν πολλοί εχθροί Φράγκοι, πρό πάντων δέ οι Μόσκοβοι καί Φραντζέζοι. Τότε όμως είναι ασφαλής η ανεξαρτησία μας όταν έχωμεν εις τάς χείρας τό Σούλι. Εάν θέλομεν τήν ζωήν μας καί τήν τιμήν μας πρέπει νά κάμωμεν όρκον μυστικόν εις τό όνομα τού Μωάμεθ καί νά ορμήσωμεν μέ ζήλον καί ανδρείαν νά κυριεύσωμεν τό Σούλι."
Μέ προθυμίαν καί συναίσθησιν ήκουσαν διά τού Δερβίση τάς προφητείας τού Κορανίου καί έκλιναν τήν κεφαλήν των λέγοντες ότι όλοι αληθινοί καί πιστοί μωαμεθανοί είναι καί ορκίζονται εις τό όνομα τού προφήτου νά κυριεύσωσι τό Σούλι.
Συναθροισθέντες άπαντες οι Σουλιώτες πλησίον του ναού του αγίου Γεωργίου, καί συσκεφθέντες αποφάσισαν από μικρού έως μεγάλου, ή νά νικήσωσιν ή ν'αποθάνωσιν υπέρ Πατρίδος, μιμούμενοι τούς Πατέρας, Πάππους, καί προσπάππους αυτών, ούτοι πάντες δέν ήσαν πλείονες των δύο χιλιάδων μαχητών, εξ ών οι σημαντικώτεροι ήσαν:
Φώτος Τζαβέλλας, Δήμος Δράκος, Τούσας Ζέρβας, Τζήμας Ζέρβας, Κουτζονίκας, Γκόγκας Δαγκλής, Γιαννάκης Σέχος, Κωλέτζης Φωτομάρας, Πάσχος Λάλας, Βεΐκος Ζάρμπας, Θανάσης Πάνου, Κατζιμπέλης, Γεώργιος Μπούζμπος, Ζηγούρης Διαμαντής, Κωλέτζης Μαλάμου, Πανταζής Δότας, Αναστάσης Κάσκαρης, Κολιοδημήτρης, Αναστάσης Βάγιας, Γεώργιος Καραμπίνης, Κίτσος Πανταζής, Γιάννης Πεπόνης, Θανάσης Τζάκαλης, Μήτος Παπαγιάννης.
Τό τουρκικόν στράτευμα εστρατοπέδευσε τό εσπέρας εις Συστρούνι. Πληροφορηθέντες οι Σουλλιώται τόν σκοπόν τού πασά απεφάσισαν νά τόν ματαιώσωσιν ει δυνατόν μέ διακοσίων συμπολιτών δύναμιν, τής οποίας αρχηγοί υπήρχον ο Φώτος Τζαβέλλας, Γκόγκας Δαγκλής, Σκούμπος Δράκος, Κολιοδημήτρης, Κίτζος Πανομάρας, Πάσχος Λάλας καί Τζάλας. Ούτοι πάντες ενεδρεύσαντες τή ιδία νυκτί επό τό οχυρότερον πλησίον τού χωρίου μέρος, διέταξαν τό πρωΐ δύο συντρόφους βροντοφώνους νά ερωτήσωσι μακρόθεν τούς Τούρκους τί ζητούσιν εκεί. Παροξυνθέντες οι Τούρκοι ένεκεν τών τοιούτων τολμηρών ερωτήσεων, ώρμησαν νά τούς συλλάβωσι ζώντας.
Ο δέ αρχηγός αυτών τουρκαλβανός Μουσταφά Ζηγούρης, έχων χιλίους τριακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας υπό τήν οδηγίαν του, αφελκύσας τό ξίφος εφορμά ανυπερθέτως κατά τών δύο, τόν ακολουθεί συγχρόνως καί όλον τό σώμα διά τών συνήθων αλαλαγμών, απροσδοκήτως όμως εμπίπτει εις τήν ενέδραν τών Σουλλιωτών, όπου κατά πρώτον πυροβολισμόν φονεύονται εξ αυτών υπέρ τούς τριάκοντα εκτός τών τραυματιών. Τό στρατήγημα καί η συμβάσα φθορά πιθανόν νά μήν εξήρκουν διά τήν ασφάλειαν τής νίκης, εάν ο αρχηγός Φώτος Τζαβέλλας δέν επρολάμβανε νά φονεύση τόν στρατηγόν Ζηγούρην προπορευόμενον τών στρατιωτών καί εάν δέν εφώρμα μετά τήν πτώσιν του αμέσως κατά τών εχθρών, οι οποίοι διά τήν πικράν στέρησιν τού αρχηγού των, ετράπησαν εις φυγήν.»
Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου

Ο Αλή πασάς, μόλις πληροφορήθηκε γιά τήν ήττα τού Σιστρουνίου, εξήλθε από τη Λίπα επικεφαλής τεσσάρων χιλιάδων τουρκαλβανών καί πορευόμενος πρός τό Σιστρούνι συνάντησε τόν ηττηθέντα στρατό. Αφού ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, τούς αναδιοργάνωσε καί τούς οδήγησε αυτή τή φορά στή Βριτζάχα από όπου στίς 12 Ιουνίου εξαπέλυσε νέα επίθεση.
Νόμιζε δέ ο Αλής ότι οι Σουλιώτες λίγα εικοσιτετράωρα μετά τήν νίκη στό Σιστρούνι, δέν θα περίμεναν μία νέα επίθεση. Πράγματι, οι Σουλιώτες δέν ήλπιζαν σε συγκέντρωση τού εχθρικού στρατού, αλλά ευτυχώς γι'αυτούς τούς ειδοποίησε ο Ισλαμπέης τής Παραμυθιάς.
Ο Ισλαμπέης υπήρξε φίλος τών Σουλιωτών, αλλά είχε συμμετάσχει στήν εκστρατεία εναντίον τους, από τό φόβο καί μόνο τού Αλή πασά. Μέ μία επιστολή πληροφόρησε τόν βλάμη του Φώτο Τζαβέλα για τό σχέδιο τού πανούργου Αλή, προτρέποντάς τον γιά μεταμεσονύκτιο γιουρούσι στό εχθρικό στρατόπεδο.
"Βλάμη σέ χαιρετώ. Εμαζοχθήκαμε όλοι εδώ εις τήν Βιρτζάκαν, όπου είμαι καί εγώ μέ τούς ιδικούς μου, καθώς ξέρεις, ήρθε χθές καί ο Βεζύρης καί πρόσταξε αύριο τό πουρνό, πουρνό νά κάμουν όλοι μαζή γιουρούσι κατεπάνω σας. Λοιπόν ανοίξετε τά μάτια σας νά μήν χαθήτε καί η αφεντιά σας καθώς χαθήκαμεν καί μείς. Νά πάρης τούς εδικούς σου καί τά μεσάνυκτα νά κάμης γιουρούσι εξαφνικά εις τά ταμπούρια μας πού όλοι κοιμούνται."
Πράγματι, ο Φώτος Τζαβέλας μέ τριακόσιους Σουλιώτες πλησίασε αθόρυβα μέσα στή βροχερή νύχτα στό εχθρικό στρατόπεδο. Οι Σουλιώτες αφού μαχαίρωσαν τούς σκοπούς όρμησαν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια στίς σκηνές πού κοιμόντουσαν αμέριμνοι οι μουσουλμάνοι καί τούς αποδεκάτισαν. "Σουλιώτετ, Σουλιώτετ, ώ βελέζερ" (Σουλιώτες, Σουλιώτες, ξυπνήστε ω αδελφοί!). Οι έντρομοι Οθωμανοί εγκατέλειψαν τό στρατόπεδό τους. Πολύτιμα λάφυρα, ζώα, πολεμοφόδια καί πλήθος αιχμαλώτων ήταν τά τρόπαια τής νίκης τών Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν τρεις νεκρούς καί επτά τραυματίες, μεταξύ τών οποίων καί ο οπλαρχηγός Πανομάρας.
«Φθάσας ο Αλής εις Λίπαν μέ τήν λύσσαν εις τήν καρδίαν καί τήν αισχύνην εις τό πρόσωπον, μόλις ηδυνήθη νά συναθροίση τά λείψανα τού εν μέρει καταστραφέντος, εν μέρει λειποτακτήσαντος καί εν μέρει τήδε κακείσε διασκορπισθέντος στρατού του.
Άπαντες οι Αλβανοί εξεφράσθησαν πρός τόν Αλή ότι δέν είχον τού λοιπού διάθεσιν νά κινδυνεύσωσι μαχόμενοι πρός ανθρώπους, οι οποίοι ούτε κοιμώνται, ούτε κουράζονται, ούτε χορταίνουν σφάζοντες Τούρκους, διό απαρνηθέντες καί μισθούς καί αξιώματα τόν παρεκάλεσαν ίνα τοίς δώση τήν άδειαν, όπως επανακάμψωσιν εις τάς οικογενείας των.
Απελπισθείς ο Αλής περί επανορθώσεως τής δευτέρας ταύτης ήττης μετά τήν αγόρευσιν αυτού καί τού δερβίση εις τόν μικροψυχήσαντα στρατόν, απεφάσισεν εξ ανάγκης ο ίδιος μέν νά επιστρέψη άπρακτος καί ηττημένος εις Ιωάννινα, τόν δέ υιόν του Μουχτάρην ν'αφήση αρχηγόν τού στρατού, ίνα κατέχη διαφόρους οχυράς θέσεις εις τά πέριξ τού Σουλίου καί πύργους ισχυρούς ν'αναγείρη, όσον ένεστι πλησιέστερον τών Σουλιωτών καί διά εντόνου αποκλεισμού καταναγκάση τόν ακαταδάμαστον εκείνον λαόν ίνα καταθέση τά όπλα του.
Φθάσας δέ ο Αλής εις Ιωάννινα, απέστειλεν αμέσως εις τόν υιόν του Μουχτάρην υπέρ τούς τρισχιλίους κτίστας Χριστιανούς πρός ανέγερσιν τών πύργων. Καί όμως ένεκα τής τών εργατών πληθύος, ήτις ηύξανεν οσημέραι καί τής βαρείας μάστιγος αυθαιρέτου εξουσίας οι πύργοι ανηγέρθησαν, δώδεκα τόν αριθμόν, εις διάφορα χωρία δηλαδή εις Παρεχάτι, Τζεκουράτι, Γλυκύ, Συρίτσανα, Βίλλια, Ζύρμη, Σιστρούνι, Λιβικίστα κτλ απέχοντες τού Σουλίου κύκλω από δύο σχεδόν μέχρι πέντε ωρών.»
Το Σούλι: ήτοι τά ηρωϊκά θαύματα τών Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860)

Τελικά μόλις έπεσε η νύχτα οι Σουλιώτες κατάφεραν νά σώσουν τόν αρχηγό τους καί νά τόν μεταφέρουν στό Σούλι όπου έκανε τέσσερεις μήνες γιά νά συνέλθη από τόν τραυματισμό του. Οι χειμώνες τού 1801 καί τού 1802 αποδείχτηκαν πολύ σκληροί καί αδυσώπητοι γιά τούς Σουλιώτες. Η πείνα καί τό κρύο τούς θέρισε, ενώ μάταια προσπαθούσαν νά σπάσουνε τόν αποκλεισμό γιά νά προμηθευτούν λίγο αλεύρι καί λίγο καλαμπόκι από τήν Πάργα. Οι συνεχείς νυκτερινές επιδρομείς κατά των πύργων πού τούς είχαν κλείσει τά περάσματα δέν απέφεραν αποτέλεσμα. Ο βεζύρης προσπάθησε καί μέ χρήματα νά εξαγοράσει τό Σούλι. Ο Περραιβός μάς διασώζει τήν λακωνική καί ταυτόχρονα πατριωτική απάντηση πού έδωσαν οι φτωχοί καί αγράμματοι αυτοί χωριάτες, τήν ίδια ώρα πού ψυχορραγούσαν, καί εμείς ας τήν συγκρίνουμε μέ τίς απαντήσεις καί τήν διπλωματία πού ασκούν οι απόφοιτοι των Πανεπιστημίων καί πάμπλουτοι ηγέτες τής σύγχρονης Ελλάδας:
"Βεζύρ Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα καί από τά πουγκιά σου καί από τούς ευτυχείς τόπους, τούς οποίους υπόσχεσαι νά μάς δώσης, όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δέν πωλείται, ούτ'αγοράζεται σχεδόν μέ όλους τούς θησαυρούς τής γής, παρά μέ τό αίμα, καί θάνατον έως του τελευταίου Σουλλιώτου."
Τό 1803 η κατάσταση τών Σουλιωτών έγινε ακόμα πιό δύσκολη. Ο παμπόνηρος βεζύρης κάλεσε τόν Κίτσο Μπότσαρη (πατέρα τού Μάρκου) νά πάει στό Σούλι νά διαπραγματευτεί ειρήνη, μέ τόν όρο νά εξορισθεί ο Φώτος Τζαβέλας. Ο κρυφός του σκοπός ήταν νά σπείρει τή διχόνοια ανάμεσα στούς δύο αρχηγούς, κάτι πού τό κατάφερε, αφού ο Φώτος δυσαρεστημένος από τήν αποδοχή τού σχεδίου από τούς συμπατριώτες του καί κυρίως από τούς Κουτσονίκα καί Πήλιο Γούση, πυρπόλησε τό σπίτι του καί αποχώρησε από τό Σούλι μέ τήν οικογένειά του. Ο Αλής έτριβε τά χέρια του από τήν ικανοποίηση καί κάλεσε τώρα τόν Τζαβέλα στά Γιάννενα, θέτοντας νέους όρους γιά τό Σούλι. Αφού οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν έριξε τόν Φώτο στά μπουντρούμια, στερώντας τούς Σουλιώτες από τόν ικανότερο αρχηγό τους.
Τήν αρχηγία τώρα τών στρατευμάτων τήν είχε αναλάβει ο άλλος γιός τού βεζύρη, ο Βελής ο οποίος κατάφερε στό μεταξύ νά πατήσει τόν Αβαρίκο, τή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα, περιορίζοντας τούς Σουλιώτες στό Κούγκι (ράχη στά αρβανίτικα) καί στά βράχια τής Μπίρας (τρύπα στα αρβανίτικα). Τώρα σειρά είχε η προδοσία, η οποία θά έδινε τήν χαριστική βολή στήν ανυπότακτη καί περήφανη εκείνη γωνιά τής Ηπείρου.
Πήλιος Γούσης ήταν τό όνομα τού προδότη, ο οποίος παρουσιάσθηκε μία νύχτα στόν Βελή καί τού ζήτησε 9.000 γρόσια γιά νά οδηγήσει τούς Τουρκαλβανούς του μέσα στό Σούλι, όπως καί έγινε στίς 25 Σεπτεμβρίου 1803. Οι Σουλιώτες αιφνιδιάστηκαν καί αποτραβήχτηκαν στόν Άγιο Δονάτο, έχοντας στά νώτα τους τό Κούγκι, όπου βρισκόταν τό μικρό φρούριο τής Αγίας Παρασκευής, πού είχε κατασκευάσει ο μοναχός Σαμουήλ. Ο Βελής αμέσως έστειλε κήρυκες στά Γιάννενα νά διαλαλήσουν τήν κατάληψη του Σουλίου, ο δέ πατέρας του μόλις έμαθε τά νέα, έβγαλε τόν Φώτο Τζαβέλα από τά μπουντρούμια καί κρατώντας ομήρους τήν οικογένειά του, τόν έστειλε στούς συντρόφους του γιά νά τούς πείσει νά εγκαταλείψουν μιά γιά πάντα τήν πατρίδα τους.
Ενώ ο Κίτσος Μπότσαρης καί ο γέρο Κουτσονίκας είχαν υπογράψει συνθήκη παράδοσης τού Σουλίου, ο Φώτος Τζαβέλας αρνήθηκε νά προσυπογράψει καί στίς 7 του Δεκέμβρη του 1803, έδωσε στό Κούγκι τήν ύστατη μάχη, έχοντας στό πλευρό του τήν περίφημη Χάιδω Σέχου, η οποία είχε γεμίσει τά δάκτυλά τής μέ τά δακτυλίδια των Τούρκων πού σκότωνε σέ κάθε μάχη. Σέ αυτή τή μάχη οι μουσουλμάνοι αν καί είχαν επικεφαλής τούς δερβίσηδες γιά νά τούς εμψυχώνουν (Μπιτά, μπιτά ώ τρίμμα) δέν κατάφεραν νά φτάσουν στά ταμπούρια τών Σουλιωτών. Είχαν περίπου 700 νεκρούς καί ο Αμπάζ Τεπελένα παρακάλεσε τόν Αλή νά κάνη νισάφι τόν ανθό του στρατεύματός του στό καταραμένο Κούγκι.
"Μή προσκυνάτε, βρέ παιδιά.
Ραγιάδες μή γενήτε
Είναι ο Φώτος ζωντανός,
Πασιά δεν προσκυνάει
Πασιά έχει ο Φώτος τό σπαθί.
Βεζύρη τό τουφέκι.
Μες 'ς τή Φραγκιά τόν 'ξώρισαν.
Κ'εις όλα τα ρηγάτα.
Βρ'ανάθεμά σας, Βότζαρη.
καί σύ, βρέ Κουτζονίκα.
Μέ τή δουλειά πού κάματε
Τούτο τό καλοκαίρι,
Πού μπάσατε Βελή Πασιά
Μέσα 'ς τό Κακοσούλι.
«Ο Πήλιος Γούσης εκ τής φυλής τών Μπουσπάτων παρουσιασθείς τήν νύκτα εις τόν στρατάρχην Βελήν εζήτησε παρ'αυτού πρώτον τήν απελευθέρωσιν ενός γαμβρού του εν ειρκτή υπάρχοντος μετά τών εικοσιτεσσάρων ομήρων, δεύτερον εννέα χιλιάδων γροσίων ανταμοιβήν περί τής απολαβής τού Σουλίου...
Τήν χαρμόσυνον ταύτην τής κατακτήσεως τού Σουλίου αγγελίαν λαβών δι'εκτάκτου ταχυδρόμου ο βεζύρης διέταξεν αμέσως κήρυκας νά τήν δημοσιεύσωσιν εφ'όλην τήν πόλιν, νά υποχρεώσωσι τούς τε πολίτας καί ξένους άπαντας νά πυροβολούσιν όλην τήν ημέραν, τήν δέ νύκτα νά γίνη φωτοχυσία εις τε τάς οικίας καί αγυιάς...
Μολονότι οι μείναντες Σουλλιώται ανήγειραν λαμπράς νίκης τρόπαια, πάλιν δέν ήσαν όλα ταύτα ικανά νά τούς ωφελήσωσι πραγματικώς, καθότι η ελάττωσις τών συμπολιτών, η έλλειψις τροφών, η στέρησις ύδατος, η στενή πολιορκία, η ματαία ελπίς εξωτερικής τινός επικουρίας ηνάγκασαν αυτούς νά συσκέπτωνται καί φροντίζωσι μόνον καί μόνον περί τής σωτηρίας τών γυναικοπαίδων...
Τήν επαύριον λαβόντες τούς ομήρους, τά αναγκαία φορτηγά ζώα, διευθύνθησαν πρός τήν Πάργαν αποσπαθέντες από τάς αγκάλας τής γλυκειάς πατρίδος καί συνοδευόμενοι καθ'οδόν υπό κοπετών καί θερμών δακρύων ο Δήμος Δράκος, Φώτος Τζαβέλας, Τζήμας Ζέρβας, Γκόγκας Δαγκλής επορεύθησαν εις τήν Πάργαν, ο Κίτσος Βότζαρης, Κουτζονίκας, Κωλέτζης Φωτομάρας καί Παλάσκας διαβιβάσθσαν οι μέν εις Βουλγαρέλι, οι δέ εις τό Ζάλογκον, ο ιερομόναχος Σαμουήλ μείνας μετά πέντε μόνον Σουλιωτών παρέδιδε κατά τήν συμφωνίαν όσα πολεμοφόδια υπήρχον εις τό φρούριο.
Καθ'ήν όμως στιγμήν εγίνετο η παράδοσις εις εκ τών τριών απεσταλμένων Τούρκων είπε πρός τόν Σαμουήλ:
"- Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγηρε θά σέ κάμη ο βεζύρης οπόταν σέ βάλη εις τό χέρι;"
"- Δέν είναι άξιος ο βεζύρης, νά πιάση άνθρωπον όστις γνωρίζει καί τόν δρόμον τού θανάτου".
Εξελθόντων τούτων τών λόγων εκ τού στόματος του μόλις παρήλθον δέκα λεπτά τής ώρας καί ήναψεν η πυρίτις, η οποία κατεύκασεν καί τούς απεσταλμένους καί δύο Σουλιώτες καί τόν ίδιον τόν Σαμουήλ...»
Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου
Τελικά οι Σουλιώτες, περικυκλωμένοι καί απομονωμένοι καί έχοντας στά χέρια τους γραπτές εγγυήσεις από τό βεζίρη καί τόν γιό του Βελή, ότι δέν θά τούς παρενοχλούσαν, αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν πολιτεία τους στίς 12 Δεκεμβρίου 1803. Οι φάλαγγες τής εξόδου ήταν τρείς. Η πρώτη μέ αρχηγούς Δήμο Δράκο, Φώτο Τζαβέλλα, Τζήμα Ζέρβα, Γκόγκα Δαγκλή καί Πανομαρά κινήθηκε δυτικά πρός τήν Πάργα. Η δεύτερη κινήθηκε κατά τήν Πρέβεζα καί η τρίτη μέ αρχηγούς Κίτσο καί Νότη Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Παλάσκα, Κολέτση καί Φωτομάρα κινήθηκε κατά τό Ζάλογγο. Ξαφνικά οι Σουλιώτες πού έφευγαν, άκουσαν μία τρομερή έκρηξη σάν σεισμό καί κατάλαβαν ότι ο καλόγερός τους ο Σαμουήλ δέν θά άφηνε ποτέ τό Σούλι. Θάφτηκε κάτω από τό κάστρο στό Κούγκι, παίρνοντας καί αυτός μέ τή σειρά του μία θέση στά Ηλίσια πεδία.

«Χορός τού Ζαλόγγου
Έχε γειά καημένε κόσμε, έχε γειά γλυκιά ζωή
κι εσύ δύστυχη πατρίδα έχε γειά παντοτινή.
Έχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες
Οι Σουλιώτισσες δέν μάθαν γιά νά ζούνε μοναχά
ξέρουνε καί νά πεθαίνουν νά μήν στέργουν τήν σκλαβιά
.
Έχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες
Στη στεριά δέν ζεί τό ψάρι, ουδ'ανθός στήν αμμουδιά
καί οι Σουλιώτισσες δέν ζούνε δίχως τήν ελευθεριά.
Έχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες
έχετε γειά βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.»
Αντίστοιχη ήταν καί η μοίρα όσων κινήθηκαν κατά τήν Πρέβεζα. Οι Τουρκαλβανοί τούς πρόλαβαν καί τούς επιτέθηκαν στή Ρηνιάσα. Ανάμεσα στούς Σουλιώτες ήταν η Δέσπω, γυναίκα του Γιώργη Μπότση, η οποία μαζί μέ τίς κόρες της, τίς νύφες της καί τά εγγόνια της, ένδεκα συνολικά, πρόλαβε νά κλειστεί στόν Κουλά τής οικογένειάς της (κουλάς σημαίνει πύργος στά τούρκικα). Οι γυναίκες πολέμησαν σάν άνδρες τόν εχθρό, ο οποίος όμως πάτησε τόν πύργο. Η γριά Δέσπω μόλις είδε τόν πρώτο αλλόθρησκο, έριξε τό δαυλί στό μπαρούτι καί έγινε τραγούδι.
«Κουλάς τού Δημουλά
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σέ γάμο ρίχνονται, μήνα σέ χαροκόπι;
Μηδέ σέ γάμο ρίχνονται, μηδέ σέ χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο μέ νύφες καί μ'αγγόνια.
Αρβανιτιά τήν πλάκωσε στού Δημουλά τόν πύργο.
-Γιώργαινα, ρίξε τ'άρματα, δέν είναι δώ τό Σούλι.
Εδώ 'σαι σκλάβα τού πασά, σκλάβα τών Αρβανίτων.
-Τό Σούλι κι'αν προσκύνησε κι'αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω στό χέρι άρπαξε, κόρες καί νύφες κράζει:
-Σκλάβες Τουρκών μή ζήσουμε παιδιά μαζί μ'ελάτε!
καί τά φυσέκια τ'άναψε κι'όλες φωτιά γινήκαν.»
Τά μαρτύρια όμως τών Μποτσαραίων δέν τελείωσαν ακόμα. Περί τά τέλη Δεκεμβρίου τού έτους 1803 αναχώρησαν από τό Βουργαρέλι πρός τήν Βρεστενίτσα χίλιοι περίπου Σουλιώτες, υπό τήν αρχηγία τών αδελφών Κίτσου καί Νότη Μπότσαρη ενώ συγχρόνως απέστειλαν στά Γιάννενα τόν Παλάσκα νά διαμαρτυρηθεί στόν Αλή Πασά. Ήθελαν έτσι από τή μιά μεριά νά κερδίσουν χρόνο καί από τήν άλλη νά έλθουν σέ συνεννόηση μέ τόν Αλή γιά νά μπορέσουν νά απομακρυνθούν ανενόχλητοι από την Ήπειρο. Ο Αλή Πασάς απάντησε στόν Παλάσκα ότι αγνοούσε τά γεγονότα, τόν διαβεβαίωσε ότι θα τιμωρήσει τούς ενόχους καί τόν προέτρεψε νά πείσει τούς Σουλιώτες νά μεταβούν στά Γιάννενα όπου κανένα κίνδυνο δεν θα διέτρεχαν. Συγχρόνως όμως διέταξε τόν Άγο Μουχουρδάρη καί τόν Μπεκήρ Τζογαδούρο νά ετοιμάσουν σώμα από 5.000 Τουρκαρβανίτες γιά νά καταδιώξουν τούς Σουλιώτες.
Ο Κίτσος Μπότσαρης αποφάσισε νά οχυρωθεί στήν Μονή Σέλτσου. Η περιοχή τού Σέλτσου είναι οχυρή θέση, αλλά έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα αφού στερείται έξοδο διαφυγής. Μπορεί νά μετατραπεί σέ παγίδα γιά τούς αμυνόμενους. Αφού οι Σουλιώτες συγκέντρωσαν τρόφιμα καί ζωοτροφές από τις γύρω περιοχές, εγκατέστησαν τά γυναικόπαιδα στά κελιά τής μονής. Έξω από τό μοναστήρι κατασκεύασαν τρία οχυρά. Στό μοναστήρι μαζί μέ τούς Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν καί κάτοικοι τού Ραδοβιζίου μέ αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός τών Σουλιωτών νά φτάσει τούς 1.400. Απ'αυτούς, ένοπλοι άνδρες καί γυναίκες ήταν περίπου 500.
Στίς 12 Ιανουαρίου 1804, οι οχυρωμένοι στή Μονή Σέλτσου Σουλιώτες περικυκλώθηκαν από 8.000 Τουρκαρβανίτες υπό τούς Μπεκήρ Τζογαδούρο, Άγο Μπουχουρδάρη, καί Βέλη Πασά καί τόν αρματολό Κώστα Πουλή τών Τζουμέρκων. Μετά από μικρή προετοιμασία τριών ημερών, ακολούθησε η πρώτη επίθεση τών Τουρκοαλβανών, η οποία αποκρούσθηκε από τούς οχυρωμένους στήν Μονή τού Σέλτσου Σουλιώτες, πού πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Τον κύριο όγκο τής επίθεσης δέχθηκε τό πρώτο οχυρό. Οι Σουλιώτες τού φυλακίου αυτού έμπηξαν στό μέρος εκείνο, τό σύμβολο τής πίστεως γιά τήν οποία πολεμούν, ένα Σταυρό.
Ολόκληρο τό χειμώνα τού 1804 οι Σουλιώτες έμειναν στενά αποκλεισμένοι στό μοναστήρι τού Σέλτσου. Στίς 20 Απριλίου ο Αλή Πασάς έστειλε νέες ενισχύσεις καί μέ επιστολή τού παρήγγειλε στούς στρατηγούς του νά ξεπαστρέψουν μιά φούχτα κατσικοκλέφτες όπως τούς αποκαλούσε. Τήν επόμενη μέρα, μετά από τρίμηνη πολιορκία καί προδοσία τού Γιώργου Κύργιου, ανιψιού τού Ζίκου Μίχου, μία ομάδα από 3.000 Τουρκαλβανούς εισέβαλε στό χώρο τού μοναστηριού. Στή μάχη πού ακολούθησε καί γενικεύτηκε μέ τή συμμετοχή καί άλλων Τουρκαλβανών, πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν καί άλλοι, κυρίως γυναικόπαιδα, γιά νά μην πέσουν στά χέρια τών εχθρών γκρεμίστηκαν σέ βάραθρο 300 μέτρων, αφήνοντας τά κορμιά τους στόν Ασπροπόταμο, αναδεικνύοντας έτσι τό μοναστήρι τού Σέλτσου σέ νέο Ζάλογγο.
«Ο Κήτσος Μπότσαρης καί ο Κουτσονίκας ετέθησαν επί κεφαλής τής εις Ζάλογγον τραπείσης μοίρας. Μετά δέ τήν τραγικωτάτην αυτοκτονίαν τών παίδων καί τών γυναικών αίτινες χορεύουσαι εκρημνίζοντο εις τό βάραθρον, ο Κήτσος Μπότσαρης συναθροίσας τούς μαχίμους περί τούς οκτακοσίους διεσώθη μαχόμενος ως λέων μόλις μετά εκατόν πεντήκοντα εις Βουλγαρέλι, παραλαβών δέ καί τούς πρότερον εκεί εκπατρισθέντες απήλθεν εις Άγραφα.
Προσβληθείς δέ καί υπό τών εκεί πεντακοσίων Αλβανών διεσώθη μόλις μετά πεντακοσίων πέντε ανδρών καί μίας γυναικός εις Πύργον. Τότε αιχμαλωτίσθη ο υιός τού Κήτσου Κώστας. Τότε αιχμαλωτίσθη καί σύμπασα η επόλοιπος ιδία οικογένεια τού Κήτσου. Η δέ γυνή τού Νώτη τρωθείσα καιρίως, μετεφέρθη επί τών ώμων τής θυγατρός της μέχρις αποτόμου βράχου τού Αχελώου, βλέπουσα δέ η θυγάτηρ εγγύτατα τόν κίνδυνον νά ζωγρηθή υπό Αλβανού, έσπρωξε τήν μητέρα εις τόν ποταμόν καί συγκατάπεσεν...
Ο Νώτης Μπότσαρης ζωγρηθείς επέμφθη εις Ιωάννινα. Μόλις ιαθέντων τών τραυμάτων, επέμφθη δέσμιος εις τό φρούριον τής Κλεισούρας, ίνα φυλάσσηται εκεί ασφαλέστερον. Κατορθώσας νά προμηθευθή μικράν μάχαιραν μετεσχημάτισεν αυτήν εις ρινίον. Δι'αυτού ερρίνησε μέν πρότερν τά σιδηρά δεσμά, αλλά δέν τά απέκοψε, ρινήσας δέ καί τά κλείθρα τής θύρας του δεσμωτηρίου, διέρρηξεν αμφότερα εν ασελίνω νυκτί. Εξελθών τής φυλακής εκρεμάσθη διά τής ζώνης του από τάς επάλξεις τού φρουρίου, ελαττώσας ούτω κατά τι τό ύψος, εφ'ού έμελλε νά πέση, έκοψε τήν ζώνην καί έπεσεν εκτός...»
Βίοι Παράλληλοι Τόμος Η' - Αναστασίου Γούδα (1876)
Ο Γιάννης Μπότσαρης σκοτώθηκε, ενώ ο πατέρας του Νότης αιχμαλωτίσθηκε μισοπεθαμένος από τίς λαβωματιές. Ακολούθησαν στιγμές φρίκης καθώς οι Τούρκοι χυμούσαν νά αρπάξουν τά γυναικόπαιδα. Η εικοσάχρονη Λένω, κόρη του Νότη, στήν όχθη τού Ασπροποτάμου, σκότωσε τόν πρώτο Τούρκο πού τήν άρπαξε, ενώ μέ τόν δεύτερο Τούρκο βούτηξε μέσα στό ποτάμι καί δέν ξαναφάνηκε. Από τότε τό μέρος εκείνο έμεινε μέ τό όνομα: «Τό πήδημα τής καπετάνισσας.»
«Πέντε Τούρκοι τήν κυνηγούν, πέντε Τζοχανταραίοι.
Τούρκοι γιά μήν παιδεύεστε, μήν έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στήν ποδιά καί βόλια στίς μπαλάσκες.
Κόρη γιά ρίξε τ΄ άρματα, γλύτωσε τή ζωή σου.
Τι λέτε μωρ΄ παλιότουρκοι καί σείς παλιοζαγάρια;
Εγώ 'μαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή τού Γιάννη,
που 'καμε τήν αρβανιτιά καί ντύθηκε στά μαύρα»
Ο Κίτσος Μπότσαρης μαζί μέ τόν γιό του Μάρκο αφού πολέμησαν τούς εχθρούς, γλίτωσαν σέ μία σπηλιά κρυμμένοι - γνωστή στήν περιοχή ως «Σπηλιά τού Κίτσου Μπότσαρη» - καί μετά από πολλές περιπέτειες έφθασαν στήν Πάργα όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι Σουλιώτες.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ